Ἑορτάζει στὶς 14 Νοεμβρίου
Ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα. Καὶ μάλιστα ἐπίλεκτο μέλος τῆς ἁγίας αὐτῆς ὁμάδος.
Τὴν πρώτη γνωριμία του μὲ τὸν Χριστό μας τὴν παρουσιάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Τὴ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεὶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτώ· ακολουθει μοί» (Ἰωάν. α’ 44). Ὕστερα ἀπὸ τὸ βάπτισμά Του καὶ τὴν τεσσαρακονθήμερη νηστεία Του στὴν ἔρημο καὶ τοὺς πειρασμούς Του ἀπὸ τὸν διάβολο, νικητὴς ἀποφασίζει νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴν Γαλιλαία γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἔργου του.
Ἐκεῖ, σὰν ἔφθασε, βρῆκε μεταξὺ τῶν πρώτων τὸν Φίλιππο, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν ἴδια πόλη ἀπὸ τὴν ὁποία καταγόντουσαν καὶ οἱ ἄλλοι δυὸ Ἀπόστολοι καὶ ἀδελφοί, Ἀνδρέας καὶ Πέτρος. Πτωχοὶ καὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι ἤσαν ὅλοι αὐτοί. Ὅμως ὁ Κύριος τέτοιους ἐργάτες κατὰ κανόνα διαλέγει γιὰ τὴ διακονία Του. Ἀνθρώπους ταπεινοὺς καὶ καλοδιάθετους. Τὴν ἁγνὴ καὶ πρόθυμη διάθεση εἶδε ὁ Κύριος στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ Φιλίππου καὶ αὐτὴν ἐξετίμησε καὶ ἔσπευσε νὰ τοῦ μιλήσει καὶ νὰ τοῦ ἀπευθύνει τὴν τιμητικὴ πρόσκληση: «Ἀκολούθει μοί», ἀκολούθησε μέ.
Τὴν ἀξία αὐτῆς τῆς κρίσεως τὴν βλέπουμε ἀμέσως στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Φίλιππος ἔσπευσε νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν ἱερὴ πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ, χωρὶς κανένα ἐνδοιασμό, ἀλλὰ μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ζηλευτῆ προθυμία ἀφήνει τὰ πάντα καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο. Ἀφήνει ἐργασία, γονεῖς, φίλους καὶ γνωστούς, σπίτι, μικρὴ ἔστω περιουσία καὶ σπεύδει νὰ γίνει ἕνας ἀκόλουθος τῆς συντροφιᾶς τοῦ Ἰησοῦ. Κάπως παράξενη ἡ σπουδή του νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο, θὰ σκεφθεῖ ἴσως κάποιος. Παράξενη μπορεῖ νὰ φαίνεται. Ἂν θελήσουμε ὅμως νὰ προσέξουμε καὶ νὰ ἐμβαθύνουμε λίγο στὰ λόγια του Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ἡ ἀπορία αὐτὴ θὰ διασκεβασθεῖ ἀμέσως. «Ἢν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου». (Ἰωάν. ἀ’ 45). Ὁ Φίλιππος δηλαδὴ καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Ἰδοὺ τὸ μυστικό της προθυμίας τοῦ Φιλίππου νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο. Ἦταν συμπολίτης τοῦ Ἀνδρέα. Καὶ ὁ Ἀνδρέας ἦταν μία ἀπὸ τὶς εὐγενικὲς ἐκεῖνες καρδιὲς ποὺ μὲ λαχτάρα περίμενε τὸν Μεσσία. Ὁ πόθος τοῦ αὐτὸς τὸν ἔσπρωξε νὰ γίνει καὶ μαθητὴς τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ. Καὶ αὐτὰ ποὺ ἄκουε ἀπὸ τὴν φωνὴ «τοῦ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», φρόντιζε νὰ τὰ μεταφέρει συχνὰ καὶ νὰ τὰ κάμνει γνωστὰ καὶ στοὺς ἄλλους. Πόση καλοσύνη καὶ εὐγένεια ψυχῆς δὲν φανερώνει τοῦτο τὸ παράδειγμα! Μὰ καὶ πόσο ἱεραποστολικὸ ζῆλο γιὰ τὴν εὐτυχία καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων!
Ὅταν ὁ Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστὴ γνώρισε τὸν Κύριο καὶ κλήθηκε πρῶτος νὰ γίνει μαθητής Του, φρόντισε ἀμέσως τὴν χαρά του νὰ τὴν μοιρασθεῖ μὲ τὸν ἀδελφό του Πέτρο. Ἀδελφέ μου, τοῦ εἶπε, «εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ναί! Βρήκαμε Ἐκεῖνον, ποὺ περιμέναμε. Βρήκαμε τὸν Χριστό. Ἔτσι ἑρμηνεύεται στὰ Ἑλληνικὰ ἡ λέξη Μεσσίας.
Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀνδρέα ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ Φίλιππος. Μόλις καὶ αὐτὸς κλήθηκε νὰ ἀκολουθήσει τὸν Ἰησοῦ, σπεύδει καὶ αὐτὸς νὰ κάμει κοινωνὸ τῆς χαρᾶς τοῦ τὸν φίλο του Ναθαναήλ. Πόσο ἁπλά μας ἐκθέτει ὁ θεῖος εὐαγγελιστῆς τὴν χειρονομία αὐτὴ τοῦ Φιλίππου! «Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτώ•ον ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὐρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ» (Ἰωάν. ἀ’ 46). Ναθαναὴλ φίλε μου, βρήκαμε αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψαν ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ Προφῆτες. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ.
Ὁ Φίλιππος δὲν τὰ χάνει. Μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα σὲ ὅτι λέγει, τοῦ ἁπαντά: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Φίλε μου, ἔλα κι ἐσὺ νὰ δεῖς μὲ τὰ μάτια σου καὶ νὰ ἀντιληφθεῖς μοναχός σου αὐτὸ πού σου λέω. Νὰ βεβαιωθεῖς δηλαδὴ καὶ νὰ πιστοποιήσεις καὶ σὲ ἄλλους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ εἶναι αὐτὸς ποὺ περιμέναμε, ὁ Μεσσίας, ὁ Σωτήρας τῶν ἀνθρώπων. Πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ σὲ λίγο διαπίστωνε καὶ ὁ ἴδιος καὶ ὁμολογοῦσε μὲ τὴν περίφημη φράση «ραββί, σὺ εἰ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἰ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» τὸ πιστεύω του. Δηλαδή, Διδάσκαλε, στ’ ἀλήθεια, σὺ εἶσαι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ μὲ ὁδηγὸ τὶς προφητεῖες περιμέναμε. Καὶ δὲν ὁμολογεῖ μονάχα τὸν Ἰησοῦ σὰν τὸν ἄνθρωπο τῶν προφητειῶν, μὰ καὶ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ γίνεται ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητές Του, ὁ γνωστὸς καὶ μὲ τὸ ἄλλο ὄνομα Βαρθολομαῖος.
Τρία χρόνια παρακολούθησε ὁ Φίλιππος τὸν Κύριο. Τρία χρόνια ἀκούει τὴν διδασκαλία Του καὶ παρακολουθεῖ τὰ θαύματά Του. Τρία χρόνια δέχεται τὴν εὐεργετική Του ἐπίδραση καὶ ἐνισχύεται στὸ ἔργο ποὺ τὸν περιμένει.Μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ, μᾶς δείχνουν τὸν ζῆλο του, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Μᾶς δείχνουν ἀκόμη καὶ τὴν ἰδιαίτερη θέση ποὺ κατέχει ἡ προσωπικότητά του στὸν κύκλο τῶν δώδεκα. Τὰ περιστατικὰ αὐτὰ θεωρήσαμε σκόπιμο νὰ παραθέσουμε πιὸ κάτω, γιὰ νὰ τὰ μελετήσουμε. Μᾶς λένε τόσα πολλά.
Στὶς παραμονὲς τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, ὡς προσκυνητὲς ἦλθαν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πολλοὶ Ἕλληνες προσήλυτοι στὸν ἰουδαϊσμό. Αὐτοὶ μὲ ὅσα εἶχαν ἀκούσει γιὰ τὸν Κύριο, ἔνοιωσαν στὴν καρδιὰ τοὺς βαθὺ τὸν πόθο γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουν καλύτερα καὶ νὰ ἔχουν μαζί Του μία ἰδιαίτερη συνομιλία. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ ὄνομα τοῦ Φιλίππου, ὄνομα ἑλληνικό, τοὺς ἔδωκε τὸ θάρρος νὰ τὸν πλησιάσουν καὶ νὰ τοῦ φανερώσουν τὴν ἐπιθυμία τους: «Κύριε, τοῦ εἶπαν, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδείν». Κύριε, θέλουμε νὰ ἰδοῦμε τὸν Ἰησοῦ. Νὰ ἡ παράκληση ποὺ τοῦ ἀπηύθυναν. Παράκληση καὶ ἐπιθυμία ζηλευτῆ καὶ ἀξιοπρόσεκτη. Καὶ ὁ Φίλιππος, ποὺ ἤθελε τὴν χαρά, ποὺ ἔνοιωθε αὐτὸς μὲ τὸ νὰ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο καὶ νὰ ἀκούει τὰ θεία λόγια Του, νὰ τὴν δοκιμάζουν καὶ ἄλλοι, ἔσπευσε νὰ συνεννοηθεῖ σχετικὰ μὲ τὸν ἀγαπητό του Ἀνδρέα καὶ ὕστερα μαζὶ νὰ ὁδηγήσουν τοὺς Ἕλληνες στὸν Ἰησοῦ. Τί θέματα κουβέντιασαν οἱ πρόγονοί μας μὲ τὸν Κύριο κατὰ τὴ συνάντησή τους ἐκείνη δὲν γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς ὁ Κύριος σὰν εἶδε τοὺς Ἕλληνες νὰ πλησιάζουν εἶπε τὰ τιμητικὰ καὶ θαυμαστὰ ἐκεῖνα λόγια: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἴνα δοξασθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰωάν. Ἰβ’ 23). Ἔφτασε δηλαδὴ ἡ ὁρισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὤρα, γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ δοξασθεῖ μὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάληψή Του καὶ νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὡς Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ποὺ τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἀντιπροσωπεύουν καὶ ὅλο τὸν ἐθνικὸ κόσμο. Εὐλογημένη καὶ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη. Ναί! πολὺ μεγάλη. Γιατί ἂν ἡ προσέλευση τῶν ἐθνῶν στὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία Τοῦ ἀποτελεῖ μία νίκη καὶ ἕνα θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἔργου Του, ὁ ἐρχομὸς τῶν Ἑλλήνων στὴν πίστη τὴν χριστιανικὴ ἔχει κάτι τὸ πολὺ ἀνώτερο. Αὐτοί, οἱ Ἕλληνες, ἔδωσαν στὸν Κύριο ὄχι μόνο τὴν γλώσσα τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς πιὸ πολλοὺς ζηλωτὲς ἱεραποστόλους γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος στὸν κόσμο.
Μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὅλες αὐτὲς φυσικὰ οἱ ἀδυναμίες τῶν μαθητῶν πέρασαν. Μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ ὁ Φίλιππος ξεκίνησε γιὰ νὰ μεταφέρει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας ἐκεῖ ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν κάλεσε. Μὲ πίστη καὶ ἐνθουσιασμὸ καὶ πυρωμένη καρδιὰ ὁ πνευματέμφορος αὐτὸς ἐργάτης τῆς νέας πίστεως συνοδευόμενος πάντα καὶ ἀπὸ τὸν φίλο του Βαρθολομαῖο καὶ τὴν ἀδελφή του Μαριάμνη προχώρησε καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σὲ διάφορες πόλεις τῆς Λυδίας, τῆς Μυσίας καὶ τῆς Παρθίας. Λυδία καὶ Μυσία. Ἐπαρχίες τῆς Μ. Ἀσίας. Ἡ Λυδία βρισκόταν πρὸς τὰ Ν.Δ. καὶ ἡ Μυσία στὰ βόρειά της Μ. Ἀσίας. Ἡ Παρθία ἦταν ὀρεινὴ χώρα στὰ νοτιανατολικὰ τῆς Κασπίας θάλασσας. Οἱ κάτοικοι Πάρθοι.
Παρὰ τὶς ἀφάνταστες δυσκολίες ποὺ συναντοῦσαν ὅπου πήγαιναν καὶ τὰ ἐμπόδια ποὺ ὁ διάβολος παρενέβαλλε στὸ ἔργο τους, ἐν τούτοις οἱ Ἀπόστολοι νικοῦσαν στὸ τέλος καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου προχωροῦσε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Πολὺ συνέβαλαν στὴν προσπάθειά τους καὶ τὰ πολλὰ θαύματα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς χαρίτωσε ὁ Κύριος. Θαύματα θεραπείας διαφόρων ἀσθενειῶν, ἀλλὰ καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ τοῦτο:
Βρισκόταν ὁ Ἀπόστολος μὲ τὴν συνοδεία του στὴν Ἱεράπολη τῆς Φρυγίας. Ἐκεῖ ὁ μισόκαλος διάβολος βλέποντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ νικημένο, παρεκίνησε μερικοὺς νὰ συλλάβουν τὸν Ἀπόστολο καὶ νὰ τὸν βασανίσουν. Δεμένο τὸν ὁδήγησαν πρῶτα στὸ δικαστικὸ βουλευτήριο. Ἐκεῖ ὁ ἔπαρχος Ἀρίσταρχος σὰν τὸν εἶδε ἐφρύαξε κυριολεκτικά. Νομίζεις, τοῦ λέγει, πὼς μπορεῖς νὰ τρομάξεις καὶ ἐμένα μὲ τὶς μαγικές σου πράξεις;
Καὶ χωρὶς ἄλλο λόγο τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ ἄρχισε νὰ τὸν σέρνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ νὰ τὸν βασανίζει. Στὴν ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ ἀσεβῆ ἔπαρχου ὁ Ἀπόστολος δὲν κρατήθηκε. Γιὰ νὰ τὸν σωφρονίσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δώσει ἕνα μάθημα καὶ στοὺς ἄλλους ποὺ παρακολουθοῦσαν τὸν βασανισμό του, φώναξε δυνατὰ κι εἶπε:
– Κύριε, γνωρίζω τὴν εὐσπλαγχνία σου. Ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιηθῶ γιὰ τὴν ἀδικία πού μου γίνεται, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωφρονισθεῖ ὁ σκληρὸς αὐτὸς ἄρχοντας γιὰ ὅτι μου κάμνει, μὰ καὶ νὰ γνωρίσουν καὶ οἱ ἄλλοι τὴν δύναμή Σου καὶ νὰ ἰδοῦν, ὅτι δὲν εἶσαι μόνο ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ τιμωρὸς τῶν κακῶν, δῶσε νὰ παραλύσει τοῦτο τὸ χέρι, ποὺ κτυπᾶ στὴν κεφαλή, ποὺ σὺ εὐλόγησες.
Μόλις τελείωσε τὸν λόγο τοῦ ὁ θεῖος Ἀπόστολος τὸ θαῦμα ἔγινε. Βαριὰ τιμωρία κτύπησε τὸν ἀναιδῆ καὶ ἄδικο ἄρχοντα. Τὸ χέρι ξεράθηκε. Καὶ ἀκόμη τὸ ἕνα μάτι τοῦ τυφλώθηκε καὶ τὰ αὐτιὰ τοῦ κουφάθηκαν. Στὸ θέαμα αὐτὸ οἱ παρευρισκόμενοι τρόμαξαν καὶ μὲ συντριβὴ ψυχῆς ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τὸν Ἀπόστολο νὰ τὸν σπλαγχνιστεῖ καὶ νὰ τὸν ξανακάμει καλά. Στὴν παράκλησή τους ὁ ἀνεξίκακος μαθητὴς τόνισε:
– Ὁ ἄρχοντας μπορεῖ νὰ γίνει καλά, ἀρκεῖ τόσο αὐτός, ὅσο καὶ ἐσεῖς νὰ πιστέψετε στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ ἔστειλε καὶ ἔπαθε γιά μας.
Μία νεκρικὴ πομπή, ποὺ περνοῦσε τὴν ὥρα ἐκείνη ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, σταμάτησε ξαφνικά. Μερικοὶ μάλιστα ἀπ’ αὐτούς, ποὺ συνόδευαν τὸν νεκρὸ καὶ ἔτυχε νὰ εἶναι φίλοι κι ὁμοϊδεάτες τοῦ ἄρχοντα, στράφηκαν μὲ διάθεση ἐκδικήσεως στὸν Ἀπόστολο καὶ τοῦ εἶπαν εἰρωνικά:
— Ἂν ὁ Θεός σου μπορεῖ νὰ ἀναστήσει τοῦτο τὸν νεκρό, ποὺ παίρνουμε νὰ θάψουμε, τότε νὰ Τὸν πιστέψουμε καὶ ἐμεῖς καὶ ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ ἄρχοντάς μας.
Συγκλονισμένος ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὴν πρότασή τους, σήκωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ἀφοῦ ἔκαμψε τὰ γόνατα, ἀνέπεμψε μυστικὰ μία ὁλόθερμη προσευχή. Ὕστερα, ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὸν νεκρὸ ποὺ βρισκόταν στὸ φέρετρο, τὸν κάλεσε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τοῦ εἶπε:
– Θεόφιλε, ὁ Παντοδύναμος Θεὸς σὲ διατάζει νὰ σηκωθεῖς καὶ ἐλεύθερα νὰ πεῖς ὅτι θέλεις.
Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Τὸ θαῦμα ἔγινε στὴν στιγμή. Ὁ νεκρὸς σηκώθηκε ἀπὸ τὸ φέρετρο, πετάχτηκε κάτω, καὶ ἀφοῦ γονάτισε μπροστὰ στὸν Ἀπόστολο τοῦ εἶπε μ’ ἕναν ἀναστεναγμὸ βαθιᾶς ἀνακουφίσεως.
Σ’ εὐχαριστῶ, καλέ μου ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, ἅγιέ του Θεοῦ, γιὰ τὴν σωτηρία πού μου χάρισες. Μερικοὶ μαῦροι καὶ ἀπαίσιοι μὲ ἔσερναν ἀπὸ τὰ χέρια, γιὰ νὰ μὲ ρίξουν στὴν Κόλαση. Ἡ παρέμβασή σου μὲ γλίτωσε. Θὰ ἔφευγα ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο ἁμαρτωλός, χωρὶς νὰ ξέρω τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι μία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ κηρύττεις εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Πιστεύω καὶ ἐγὼ στὸν Χριστὸ μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή.
Τὸ θαῦμα συντάραξε τὰ πλήθη. Τὸ κάλεσμα τοῦ νεκροῦ μὲ τὸ ὄνομά του καὶ ἡ ἀνάστασή του συνεκίνησε ὅσους βρίσκονταν ἐκεῖ, ποὺ χωρὶς κανένα δισταγμὸ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀναφώνησαν:
– Ἄνθρωπέ μας, πιστεύουμε, πὼς ὁ Θεός, τὸν ὁποῖο Σὺ κηρύττεις, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Τώρα, βοήθησέ μας νὰ σωθοῦμε καὶ συγχώρησε καὶ τὸν ἄρχοντα.
Τότε ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ κατάπαυσε μὲ τὸ χέρι τοῦ τὸν θόρυβο, παρήγγειλε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ποὺ συνόδευαν τὸν νεκρὸ νὰ κάμει τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὸν Ἀρίσταρχο καὶ νὰ ζητήσει τὴν βοήθεια τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ ἄρχοντας ἔκαμε ὅτι τοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος καὶ ἡ θεραπεία ἀκολούθησε. Ὁ Ἀρίσταρχος ἔγινε ἀμέσως τελείως καλά. Τὸ ἀποτέλεσμα συγκινητικό. Πολλοὶ ζήτησαν καὶ βαπτίσθηκαν τὴν ἴδια ὥρα. Πρῶτος ὁ πατέρας τοῦ ἀναστηθέντος νεκροῦ, ποὺ λεγόταν Πρέφικτος καὶ ἦταν καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλεως. Μετὰ τὴν βάπτισή του ὁ ἀναγεννημένος πιὰ ἄνθρωπος ἔδωσε στὸν Ἀπόστολο τοὺς δώδεκα χρυσοὺς θεοὺς ποὺ εἶχε στὸ σπίτι τοῦ μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ὑπάρχοντά του, γιὰ νὰ τὰ διαμοιράσει στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιήσει, ὅπως αὐτὸς ἔκρινε καλύτερα.
Γιὰ χρόνια πολλὰ συνέχισε ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ὁμάδα τὸ ἀνορθωτικὸ καὶ σωστικὸ ἔργο της στὶς διάφορες πόλεις τῶν ἐπαρχιῶν ποὺ ἀναφέραμε. Τὰ ἀποτελέσματα, στ’ ἀλήθεια, θαυμαστά. Ὅπου «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρώμ. ἐ’ 20). Ἐκεῖ ποὺ πληθύνθηκε ἡ ἁμαρτία, δόθηκε πολὺ πιὸ ἄφθονη ἡ χάρη. Ἐκεῖ ποὺ ἡ ἁμαρτία εἶχε σχεδὸν ἀποκτηνώσει τὰ θύματά της, ἕνας καινούργιος κόσμος ἀναγεννᾶται. Ὁ κόσμος τῆς καλοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης. Ὁ κόσμος ὁ ὄμορφος, ὁ ἀγγελικὰ πλασμένος. Ὁ κόσμος τῆς ἀρετῆς. Ἡ ἄλλοτε χριστιανικὴ Μ. Ἀσία.
Ἔφτασε ὅμως ὁ καιρὸς νὰ ἐπικυρώσει ὁ θεῖος Ἀπόστολος τὰ ὅσα δίδασκε καὶ μὲ τὴν θυσία τῆς ζωῆς του. Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ μαρτυρήσει. Ἐκεῖ στὴν Ἱεράπολη τῆς Φρυγίας μία ἡμέρα ποὺ δίδασκε, μερικοὶ φανατικοὶ εἰδωλολάτρες τὸν συνέλαβαν καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν σκληρά, τὸν ὁδήγησαν στοὺς ἄρχοντες. Μία ψευτοδίκη κατέληξε στὴν ἀπόφαση ὁ Ἀπόστολος νὰ θανατωθεῖ. Οἱ δήμιοι, ποὺ περίμεναν, ἅρπαξαν τὸν Φίλιππο, τοῦ ἔδεσαν τοὺς ἀστραγάλους καὶ τὸν κρέμασαν σ’ ἕνα δένδρο μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Ὕστερα πῆραν καὶ τὸν Βαρθολομαῖο καὶ ἀφοῦ τὸν βασάνισαν καὶ αὐτόν, τὸν κρέμασαν. Τὸν Ἀπόστολο Φίλιππο τὸν σταύρωσαν. Ἡ ἀδελφή του Μαριάμνη μὲ πόνο ψυχῆς παρακολουθεῖ τὸ μαρτύριο τοῦ ἀδελφοῦ της καὶ τοῦ ἄλλου Ἀποστόλου καὶ προσεύχεται νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς δύναμη καὶ ὑπομονή. Ἕνας σεισμὸς ποὺ ἔγινε τὴν ὥρα ἐκείνη ἔδειξε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἀλλεπάλληλες δονήσεις ποὺ ἔγιναν σὲ ὁλόκληρη τὴν χώρα κατατρόμαξαν τὰ πλήθη ποὺ ἔτρεξαν μὲ δάκρυα νὰ ζητήσουν συγχώρηση ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ὁ Κύριος στὶς παρακλήσεις τῶν ἐργατῶν τοῦ σταμάτησε τὸ σεισμὸ καὶ μὲ μία θαυμαστὴ ὀπτασία τοὺς ἔδωκε μία ἀκόμη ἀπόδειξη τῆς θείας τοῦ δυνάμεως. Μία σκάλα παρουσιάστηκε ἐκεῖ νὰ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν Οὐρανό. Τὰ πλήθη ἔτρεξαν καὶ κατέβασαν τὸ Βαρθολομαῖο ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦταν κρεμασμένος. Ὅταν θέλησαν νὰ κατεβάσουν καὶ τὸν Φίλιππο ἀπὸ τὸν Σταυρό, αὐτὸς δὲν δέχθηκε, ἀλλὰ συνέχισε νὰ διδάσκει τὰ πλήθη ποὺ ἤσαν γύρω καὶ νὰ τὰ προτρέπει νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ βαπτισθοῦν. Διδάσκοντας ἄφησε τὴν ἁγία του ψυχὴ νὰ πετάξει στὸν οὐρανό, στὴ χώρα τῆς αἰωνιότητας. Ὁ Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος καὶ ἡ Μαριάμνη πῆραν τὸ τίμιο λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ πίστεψαν καὶ βαφτίστηκαν, μὲ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια ραίνοντας τὸ μὲ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης τους. Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Ἀποστόλου γιὰ πολλὰ χρόνια στόλισε τὸν ἱερὸ ναὸ ποὺ εἶχε κτισθεῖ στὴν Ἱεράπολη πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου. Ἡ δὲ ἅγια κάρα τοῦ τιμήθηκε ἀπὸ διάφορους αὐτοκράτορες, ὅπως τὸν Θεοδόσιο, τὸν Ἡράκλειο καὶ ἄλλους μὲ τὶς βασιλικὲς σφραγίδες τους.
Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων ἀπὸ τοὺς Λατίνους κατὰ τὸ 1204 τὸ σεπτὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Κύπρο καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια φυλασσόταν στὸ χωριὸ Ἄρσος, τὸ χωριὸ αὐτὸ λέγεται ἐπίσημα καὶ Ἀρσινόη τῆς Πάφου, στὸν ἱερὸ ναὸ ποὺ κτίστηκε ἐκεῖ πρὸς τιμὴ τοῦ Ἀποστόλου. Ἀργότερα ἕνα μέρος τῶν λειψάνων γιὰ εὐλογία διανεμήθηκε σὲ διάφορα μέρη. Ἡ θήκη δὲ μὲ τὴν ἱερὴ κάρα πρὸ τοῦ 1788 γιὰ μεγαλύτερη, τάχατες, ἀσφάλεια μετακομίσθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Σταυροῦ στὸ Ὅμοδος. Ἐκεῖ φυλάσσεται μέχρι σήμερα.
Σὲ χρόνια περασμένα, ποὺ τὸ νησί μας μέσα στὰ τόσα ἄλλα τὸ ἔδερνε καὶ ἐπιδημία ἀκρίδων, οἱ πατέρες μας μετέφεραν τὴν θήκη μὲ τὴν ἁγία κάρα μέχρι τὴ Μεσαορία καὶ ἔκαμναν ἁγιασμό, καὶ ἐράντιζαν τὰ σπαρτὰ καὶ τὰ δένδρα, γιὰ νὰ τὰ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ αὐτὴ μάστιγα.
Θαύματα πολλὰ γίνονται καὶ στὶς ἡμέρες μας σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ βαθιὰ πίστη καταφεύγουν στὸν Κύριο καὶ μὲ εὐλάβεια ἐκζητοῦν τὴ μεσιτεία τοῦ πνευματέφορου Ἀποστόλου.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!