Συνήθειαν ἔχουσιν οἱ πολεμικοὶ καὶ ἔμπειροι στρατιῶται, ὅταν μέλλωσι νὰ ἔλθουν εἰς πόλεμον μὲ κανένα ἰσχυρόν τους ἐχθρόν, νὰ ἐτοιμάζωνται προτήτερα μὲ κάθε πολεμικὴν μηχανήν, νὰ ἁρματώνονται μὲ τὰ πλέον φοβερώτερα καὶ στερεώτερα ἅρματα, νὰ βάνουν εἰς τὸ στῆθος τὸν θώρακα, εἰς τὴν κεφαλὴν τὴν περικεφαλαίαν, εἰς τὴν ζώνην τὴν δίστομον ρομφαίαν, καὶ εἰς τὸ λοιπὸν σῶμα νὰ ἐνδύουν τὰ ἐπίλοιπα ἅρματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἤθελαν φανῆ νικηταί, κατατροπώνοντες ἐκεῖνον τὸν ὑπερήφανον καὶ αὐθάδη ἐχθρόν τους, διὰ νὰ κερδίσουν τὴν ἀγάπην ἑνὸς ἐπιγείου καὶ φθαρτοῦ Βασιλέως, καὶ διὰ νὰ ἀπολαύσουν ὀλίγην τιμὴν πρόσκαιρον καὶ μάταιον. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπον καὶ οἱ Χριστιανοί, ὡσὰν ὀποῦ εἶναι στρατιῶται τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως Χριστοῦ, καὶ ἔχουν παντοτινὸν καὶ ἄσπονδον πόλεμον μὲ τὸν νοητὸν ἐχθρὸν τὸν ψυχοφθόρον διάβολον, πρέπει πάντοτε νὰ εἶναι ἕτοιμοι εἰς τὸν πόλεμον, πάντοτε ἁρματωμένοι μὲ τὰ θεϊκὰ ἅρματα, πάντοτε σιδηροφορεμένοι μὲ τὸ ἀκαταμάχητον ὅπλον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ μὲ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, μὲ τὰ ὁποία ἤθελαν δυνηθῆ νὰ νικήσουν αὐτὸν τὸν ψυχόλεθρον ἐχθρόν, διὰ νὰ λάβουν παρὰ Θεοῦ τὸν ἀμάραντον στέφανον. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἠξεύρομεν, πὼς δὲν παρακινεῖ τὸν στρατιώτην ἄλλο κανένα πράγμα περισσότερον εἰς τὸν πόλεμον, ὅσον τὸ παράδειγμα τῶν καλῶν στρατηγῶν, διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ θέλοντας νὰ διεγείρω τοὺς ἀληθινοὺς στρατιώτας τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κατὰ τοῦ διαβόλου πόλεμον, ἔλαβα σκοπὸν νὰ φέρω εἰς αὐτοὺς τὴν δυνατὴν προτροπήν, κομίζοντας εἰς τὸ μέσον τὰ ἠρωϊκὰ ἄθλα, καὶ τοὺς ἀσκητικοὺς ἱδρώτας τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἠμῶν Νικάνορος? ὁ ὁποῖος ἐφάνη ἕνας πολεμικώτατος στρατηγὸς ἐναντίον τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου, καὶ τὸν ἐκατατρόπωσε μὲ τὴν ἀγγελικήν του διαγωγήν. Τούτου λοιπὸν τοῦ θεοφόρου Πατρὸς τὸν θεάρεστον βίον θέλοντας νὰ διηγηθῶ σήμερον, παρακαλῶ τὴν ὑμετέραν ἀντίληψιν, νὰ δώσητε ὀλίγην προσοχήν, διὰ νὰ καρποφορηθῆτε τὸ κατὰ δύναμιν, καὶ νὰ λάβητε περισσότερον προθυμίαν εἰς τὴν κατόρθωσιν τῶν ἀρετῶν, ἀκούοντας τὰ ὅσα ἐκατώρθωσε καὶ ὑπέμεινε ὁ μέγας οὗτος καὶ θαυματουργὸς Πατὴρ ἠμῶν.
Εἰς τὴν περίφημον καὶ μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην εὐρίσκετο ἕνα ἀνδρόγυνον εὐσεβὲς πολλὰ καὶ ἐνάρετον, ὁ μὲν ἀνὴρ Ἰωάννης, ἡ δὲ γυνὴ Μαρία ὀνομαζόμενοι? τοὺς ὁποίους ὅλη ἡ πόλις ἐκαλοτύχιζε, καὶ ἐπαινοῦσε, τόσον διὰ τὰ σωματικὰ ἀγαθά, τὸν πολὺν πλοῦτον, λέγω, καὶ τὴν εὐγένειαν, ὅσον περισσότερον διὰ τὴν θεάρεστον πολιτείαν τους, ὀποῦ ἦτον παράδειγμα ἀρετῆς εἰς ὅλους. Ἂλλ’ ὅσον ἦτον ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος περιφανεῖς καὶ ἐπαινετοὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, τόσον ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος περίλυποι εἰς τοῦ λόγου του, ἐπειδὴ καὶ ἦτον ἄτεκνοι, καὶ δὲν εἶχον κληρονόμον τοῦ πλούτους τους, οὐδὲ παραμυθίαν τοῦ γηρατείου τους. Ὅθεν καθ’ ἡμέραν δὲν ἔπαυον δίδοντες ἐλεημοσύνας πλουσία χειρὶ εἰς τοὺς πένητας, ἐνήστευον μὲ μεγάλην ταπείνωσιν, ἐπροσηύχοντο πολλαὶς φοραὶς ὁλονύκτιον, εἰς τὴν ἐκκλησίαν πολλάκις ἐπήγαιναν, ἐπαρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν μὲ πολλὰ δάκρυα νὰ τοὺς δώση κληρονόμον καὶ διάδοχον τοῦ πλούτου καὶ τοῦ γένους τῶν. Ὁ δὲ ταχὺς εἰς ἀντίληψιν Κύριος, καὶ ἕτοιμος εἰς τᾶς δεήσεις τῶν δούλων του, ἐπήκουσε καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν, καὶ τοὺς ἔδωσε παιδίον κατὰ τὸν πόθον τους, τοῦτον τὸν θαυματουργὸν καὶ μέγα Νικάνορα. Καὶ ἀκούσατε, παρακαλῶ, ὀλίγον ἄνωθεν τὴν ὑπόθεσιν, νὰ καταλάβητε τελειότερα.
Ἐν μίᾳ τῶν ἡμερῶν, ξηροφαγήσασα ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου, καὶ πολλᾶς ἐλεημοσύνας πρὸς τοὺς δεομένους ποιήσασα, ἐπῆγεν ἀφ’ ἑσπέρας εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε συνήθειαν νὰ πηγαίνη πάντοτε καὶ ἐκεῖ ἐπροσηύχετο ὁλονύκτιον γονυκλινῶς ἔμπροσθεν τῆς Εἰκόνος τοῦ Ἁγίου, ἔχυνε ποταμηδὸν τὰ δάκρυα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς της, ἐδέετο μετὰ συντετριμμένης καρδίας καὶ κατανύξεως νὰ τῆς δώση τέκνον ὁ πλουσιόδωρος Κύριος. Ὅθεν ἡ ὀξυτάτη βοήθεια τοῦ παναγάθου Θεοῦ, καθὼς ποτὲ ἐπήκουσε τὴν δέησιν τῆς προφήτιδος Ἄννης, καὶ τῆς ἔλυσε τὴν στείρωσιν, ἔτσι καὶ τότε ἐκάμφθη εἰς τὰ δάκρυα, καὶ εἰς τὴν θερμὴν δέησιν τῆς δούλης τοῦ Μαρίας, καὶ τῆς ἔδωσε νὰ γεννήση κατ’ ἐπαγγελίαν τὸν Ἅγιον. Διότι καθὼς ὕπνωσε ὀλίγον ἀπὸ τὸν πολὺν κόπον, εὐθὺς βλέπει ἐν ὀράματι τὸν Μεγαλομάρτυρα ἐξερχόμενον τοῦ Ἁγίου Βήματος, μὲ ἄλλους δυὸ λευκοφόρους ἄνδρας, καὶ λέγει πρὸς αὐτήν? «Ἐπήκουσε ὁ Θεὸς τᾶς δεήσεις σου, ὢ γύναι, ὡς πότε τῆς προφήτιδος Ἄννης, καὶ ἔλυσε τὰ δεσμὰ τῆς στειρώσεώς σου? μόνον πορεύου εἰς τὸν οἶκον σου, καὶ θέλεις συλλάβει καὶ γεννήσει υἱόν, ὅστις θέλει γένει δοχεῖον καθαρόν του Παναγίου Πνεύματος, καὶ πολλοὺς θέλει εἰσαγάγει εἰς Κύριον, διὰ τῆς ἀγγελικῆς αὐτοῦ καὶ ἐναρέτου διαγωγῆς». Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ἡ γυνή, εὐθὺς ἐξύπνησεν ἀπὸ τὴν χαράν της, καὶ πληροφορηθεῖσα μετὰ πίστεως εἰς τὰ ὀραθέντα, πολλᾶς δοξολογίας ἀνέπεμψε πρὸς τὸν Θεόν, καὶ πρὸς τὸν αὐτοῦ Μεγαλομάρτυρα, ὀποῦ ἐτάχυνεν εἰς τὴν δέησίν της. Ὅθεν τὸ πρωὶ μετὰ τὴν τελείωσιν τῆς Θείας Λειτουργίας, ἐπέστρεψε εἰς τὸν οἶκον τῆς χαίρουσα, καὶ δοξάζουσα τὸν Θεόν.
Καὶ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας συνέλαβε κατὰ τὴν τοῦ Μεγαλομάρτυρος πρόρρησινκαι ἐφυλάγετο εἰς ὄλον τὸν καιρὸν τῆς κυοφορίας της. Ὅταν δὲ ἦλθε ὁ καιρός, ἐγέννησε τὸν μέγαν εἰς τὴν ἀρετὴν τοῦτον Ὅσιον, τὸν ὁποῖον ἀναγεννῶντες διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος, τὸν ὠνόμασαν Νικόλαον? ὅστις καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ἐφαίνετο, ποταπὸς θέλει χρηματίσει κατὰ τὴν ἀρετήν. Διότι ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν παιδικὴν ἡλικίαν, καὶ ἔγινεν ἕως πέντε χρόνων, τὸν ἐπαρέδωσαν οἱ γονεῖς τοῦ εἰς χείρας ἑνὸς ἐναρέτου διδασκάλου, διὰ νὰ τὸν διδάξη τὰ ἱερὰ γράμματα. Καὶ ἐπειδὴ ἔτυχεν ὁ παῖς εὐφυὴς εἰς τὸν νοῦν καὶ ὀξύτατος, εἰς ὀλίγον καιρὸν ἔλαβε δύναμιν ἱκανὴν εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ἱερῶν βιβλίων? ἐπειδὴ καὶ πάντοτε εἰς τὴν μελέτην ἐκατεγίνονταν. Καὶ δὲν ἠθέλησε πώποτε νὰ συναναστραφῆ μὲ ἄλλα παιδὶα εἰς παιγνίδια ἄτακτα? ἂλλ’ ὅπου ἔβλεπε φρονίμους ἀνθρώπους, καὶ γέροντας ὀποῦ συνωμιλοῦσαν, ἐκεῖ ἐπήγαινε καὶ αὐτός, διὰ νὰ ἀκούση κανένα λόγον ψυχωφελῆ, καὶ νὰ συνάξη ὡς σοφὴ μέλισσα τὰ εὐώδη ἄνθη, μὲ τὰ ὁποῖα ἔμελλε νὰ κατασκευάση τὸ γλυκύτατον μέλι τῶν ἀρετῶν. Βλέποντας γοῦν οἱ γονεῖς τοῦ τόσην σύνεσιν καὶ εὐταξίαν εἰς αὐτόν, ὀποῦ περισσότερον ηὔξανεν εἰς τὴν πνευματικὴν ἀρετήν, πάρεξ εἰς τὴν σωματικὴν ἡλικίαν, ἐξίσταντο χαίροντες, καὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸν ὀποῦ τοὺς ἐχάρισε τοιοῦτον θεοφώτιστον καὶ χαριτωμένον τέκνον.
Καιρὸς πολὺς δὲν ἐπέρασε διὰ μέσου, καὶ ὁ πατὴρ τοῦ Ἁγίου ἐπλήρωσε τὸ κοινὸν χρέος, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τᾶς αἰωνίους μονάς. Ὁ δὲ Ἅγιος ἔμεινε τοῦ λοιποῦ μὲ τὴν μητέρα του, καὶ ἠγωνίζετο τὴν ἀρετὴν περισσότερον, σπουδάζοντας νὰ γίνη νικητὴς καὶ κατὰ τὰ ἔργα, καθὼς καὶ κατὰ τὸ ὄνομα ἐλέγετο Νικόλαος. Ὅθεν γενναίως μὲ τὴν νηστείαν καὶ τὴν ἐγκράτειαν ἑνίκα της νεότητος τὰ ἀχαλίνωτα πάθη, καὶ ἐχαλιναγωγοῦσε τᾶς ἀτάκτους ὁρμᾶς καὶ κινήσεις τοὺς σώματος, ἀγρυπνώντας πάντοτε εἰς τὴν προσευχήν, καὶ εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν Θείων Γραφῶν. Περισσότερον δὲ ἀπὸ ὅλα ἐμελετοῦσε καθ’ ἑκάστην τοὺς βίους καὶ τᾶς πράξεις τῶν ὁσίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας? τῶν ὁποίων στοχαζόμενος τὴν ἰσάγγελον πολιτείαν, ἐκαταφλέγετο ὅλος ὑπὸ τοῦ θείου ἔρωτος, καὶ ἐπεθύμει νὰ γένη μιμητῆς της ἐναρέτου διαγωγῆς τῶν, διὰ νὰ ἀπολαύση ὁμοὺ μὲ αὐτοὺς καὶ τὸν τῆς ἀσκήσεως στέφανον. Αὐτὸς μὲν οὒν τοιαῦτα ἐβουλεύετο ὁ μακάριος, καὶ πολλάκις ἐδέετο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν ἀξιώση νὰ λάβη τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα, διὰ νὰ πολιτευθῆ ἐναρέτως κατὰ τὸν πόθον του. Ἡ δὲ μήτηρ τοῦ ἐμελετα νὰ τὸν νυμφεύση, ὡς μονογενῆ της υἱόν, διὰ νὰ ἀφήση κληρονόμον τοῦ γένους της. Ἂλλ’ ὁ νέος δὲν ἤθελε παντελῶς νὰ ὑπακούση εἰς τὴν τοιαύτην βουλὴν τῆς μητρὸς τοῦ? ὅμως διὰ νὰ μὴ τὴν λυπήση, τῆς ἔδιδεν ἀναβολὴν καιροῦ, ἕως νὰ ἐπιτύχη αὐτὸς καιρὸν ἁρμόδιον, νὰ ἀναχωρήση ἀπὸ τὸν κόσμον, διὰ νὰ περιπατήση εἰς τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν τῆς μοναδικῆς ζωῆς, τῆς ὁποίας ὁ τέλος εἶναι εὐρύχωρον καὶ μακάριον.
Ὅταν, λοιπόν, ἡ μήτηρ αὐτοῦ εὗρε τινὰ κόρην πλουσίαν καὶ ὡραιοτάτην, ἀπὸ γένος εὐγενικόν, καὶ ἐμελετα νὰ τὸν νυμφεύση καὶ στανικῶς, τότε ὁ καρδιογνώστης Θεὸς μετέστησεν αὐτὴν εἰς τᾶς αἰωνίους μονάς, καὶ ἐποίησε τὸν Ἅγιον ἐλεύθερον, διὰ νὰ κατορθώση ἐκεῖνο ὀποῦ ἤθελεν. Ὅθεν ὁ Ἅγιος εὐχαριστήσας τὸν Κύριον, ἄρχισεν εἰς τὸ ἑξῆς νὰ πολιτεύεται μὲ ἐναρετωτέραν διαγωγήν, ἀγωνιζόμενος πάντοτε κατὰ τῆς σαρκὸς μὲ νηστείας, μὲ χαμευνίας, μὲ ὁλονυκτίους προσευχᾶς, καὶ μὲ θερμότατα δάκρυα. Ἐσκόρπιζε δὲ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον καὶ τὰ πατρικὰ τοῦ πλούτη εἰς τοὺς πένητας καὶ ὀρφανούς, διὰ νὰ τὰ εὔρη θησαυρισμένα εἰς τὴν οὐράνιον ἀποθήκην. Καὶ ἀπέκτησε τὴν ἀρετὴν τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς ὁποίας μετ’ ὀλίγον καιρὸν ἠξιώθη νὰ τρυγήση καὶ τὸν καρπὸν ὥριμον, λέγω νὰ ἐνδυθῆ τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τοῦ μονήρους καὶ ἀκτήμονος βίου, κατὰ τὸ διάπυρον πόθον του. Καὶ τότε ἀντὶς Νικόλαος μετωνομάσθη Νικάνωρ, θέλοντας νὰ σηκώση εἰς τοὺς ὤμους τοῦ τὸν Σταυρόν, μὲ τὸν ὁποῖον ἤθελε φανῆ νικητής, νὰ ἐγείρη τρόπαιον κατὰ τοῦ ἀντιπάλου διαβόλου.
Ἀφ’ οὐ λοιπὸν εἰσῆλθε ὁ μακάριος ὑπὸ τὸν ἐλαφρὸν ζυγὸν τοῦ Χριστοῦ, τότε ἐπολλαπλασίασε καὶ τᾶς ἀρετᾶς του, καὶ δὲν ἔπαυε πάντοτε ἀγρυπνώντας, καὶ προσευχόμενος, καὶ κάθε ἄλλην ἀρετὴν ἐργαζόμενος, ἀνεβαίνοντας ἡμέραν ἐξ ἡμέρας τὴν θείαν σκάλαν τῶν ἀρετῶν. Εἰς τόσον ὀποῦ ἀκούοντας ὁ τότε Ἀρχιερεὺς τὴν λαμπροτάτην καὶ ἐνάρετον πολιτείαν του, τὸν ἐπροσκάλεσε, παρακαλώντας τὸν νὰ στέρξη τὸ ἐπάγγελμα τῆς Ἱερωσύνης. Αὐτὸς δὲ ὁ μακάριος, ὡς ταπεινόφρων δὲν ἔστερξε, νομίζοντας τοῦ λόγου τοῦ ἀνάξιόν του τοιούτου ἀξιώματος. Ὁ Ἀρχιερεὺς ὅμως βλέποντας τὴν ἔνθεον πολιτείαν του, τὸν ἐχειροτόνησε καὶ στανικῶς, πρῶτον μὲν Διάκονον, ἔπειτα δὲ Πρεσβύτερον, καὶ τέλος Τυπικάριον, διὰ νὰ ἐπιμελῆται ὡς ἔμπειρος τὸν εὐκοσμίαν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς διατάξεως. Ὅθεν ὁ Ἅγιος διὰ νὰ μὴ φανῆ παρήκοος, ἐδέχθη καὶ στανικῶς τὴν ἀξίαν? καὶ τόσην σπουδὴν ἔβαλεν εἰς αὐτὴν τὴν διακονίαν, ὀποῦ τινὰς δὲν τὸν ἐξεπέρασε πώποτε, καὶ πάντοτε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εὐρίσκετο, καταγινόμενος εἰς τᾶς ἀναγνώσεις τῶν ἱερῶν βιβλίων, ἀπὸ τᾶς ὁποίας ἐσύναξε καὶ πολλὴν σοφίαν πνευματικήν. Καὶ ὡς καλὸς ζωγράφος πάντοτε ἐδιάλεγε τὰ ἐκλεκτότερα πρωτότυπα, διὰ νὰ ζωγραφίση τὴν εἰκόνα τῆς ψυχῆς του μὲ τᾶς περιφανεστέρας ἀρετᾶς, καὶ νὰ τὴν κάμη ὡραιοτάτην μὲ τὰ ποικιλόχροα καὶ πνευματικὰ ἄνθη, καθὼς καὶ ἐποίησε. Διότι ὅποιος θέλει νὰ καταλάβη τοὺς μεγάλους ἀγώνας του, ἀπὸ τοῦτο τὸ μικρὸν ἂς συμπεράνη τὰ μεγαλύτερα, ὀποῦ ταὶς περισσότεραις φοραὶς ἐστέκετο ἀπὸ τὸ βράδυ ἕως τὸ πρωὶ ὄρθιος, ἔχοντας τᾶς χείρας τοῦ ὡς ὁ Μωϋσῆς ὑψωμένας, καὶ ἐπροσηύχετο ὁλονύκτιον.
Οὕτως οὒν ὁσίως καὶ θεοφιλῶς πολιτευόμενος ὁ Ὅσιος, ἠθέλησε τέλος πάντων νὰ ἀποφύγη τελείως τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου, διὰ νὰ εὕρη τὴν ποθουμένην ἡσυχίαν του. Καὶ διὰ τοῦτο πάντοτε ἐδέετο τοῦ Θεοῦ νὰ τοῦ ἀποκαλύψη τὸ ποθούμενον. Καὶ δὴ μίαν νύκτα προσευχόμενος, καὶ ἔχοντας τὸ πρόσωπόν του κατὰ γῆς, καὶ ἱκετεύοντας μὲ θερμὰ δάκρυα, ἤκουσεν οὐρανόθεν φωνήν, ὀποῦ τοῦ ἔλεγε? «Νικάνορ, ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου, καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου, καὶ πορεύου εἰς τὸ τοῦ Καλλιστράτου ὅρος, καὶ ἀγωνίζου ἐκεῖ καλῶς? καὶ ἐγὼ ἔσομαι μετά σου, τοῦ διαφυλάττειν σὲ πάσας τᾶς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, καὶ ἀκουστὸν ποιήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω σὲ εἰς πάντας τους αἰώνας». Ὁ δὲ Ὅσιος ταύτην τὴν φωνὴν ἀκούσας, εὐθὺς ἠγέρθη ἀπὸ τῆς γῆς σὺν φόβω καὶ χαρά, καὶ ἐδοξολόγει μετὰ διακρύων τὸν Κύριον. Ἦτο δὲ τότε κατὰ τὴν σωματικήν του ἡλικίαν ὡς εἰκοσιεπτὰ χρόνων? καὶ ὡς ἔμαθε παρὰ Κυρίου τὸν ποθούμενον τόπον τῆς ἡσυχίας, εὐθὺς ἀπεσκόρπισεν εἰς τοὺς πτωχούς, χωρὶς ἀναβολὴν καιροῦ, ὅσα κινητὰ καὶ ἀκίνητα πράγματα τοῦ εἶχαν μείνει ἀπὸ τὰ πατρικά του, καὶ ἀποχαιρετήσας τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους του, ἐξῆλθε μετὰ χαρᾶς ἀπὸ τὴν πόλιν. Περιπατώντας δὲ ἀπὸ κόσμου εἰς κάστρον, καὶ ἀπὸ χωρίου εἰς χωρίον, ἐδίδασκεν, ὡς ἄλλος Ἀπόστολος τοὺς Χριστιανοὺς νὰ φυλάττουν ὀθρῶς τὴν εὐσέβειαν. Διότι τότε ὀγλίγορα εἶχαν σκλαβώσει, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, οἱ Ἀγαρηνοὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἐπληθύνετο ἡ ἀσέβεια τοῦ λαοπλάνου Μωάμεθ. Ὅθεν πολλοὺς ἐστερέωσε πρὸς τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν ὁ μακάριος μὲ τὴν γλυκυτάτην διδασκαλίαν του καὶ μὲ τὸν καλὸν παράδειγμα τῆς ἐναρέτου διαγωγῆς του. Φθάσας δὲ εἰς ἕνα χωρίον Σαρακίνα ὀνομαζόμενον, καὶ διατρίψας ἐκεῖ καιρὸν ἱκανόν, πολλὰ θαύματα ἐτέλεσε διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ παντοδυμάνου Θεοῦ? τὰ ὁποία, οὔτε ὅλα μὲ συγχωρεῖ ὁ καιρὸς νὰ τὰ διηγηθῶ, οὔτε πάλιν ὅλα ἠμπορῶ νὰ τὰ σιωπήσω? καὶ διὰ τοῦτο περιγράφω ὀλίγα ἀπὸ τὰ πολλά, διὰ νὰ καταλάβετε τὴν μεγάλην ἀρετὴν τοῦ Ἁγίου, καὶ τὴν παρρησίαν ὀποῦ εἶχεν εἰς τὸν Θεόν.
Ἄνθρωπος τὶς ἀπὸ τὸ αὐτὸ χωρίον ἐκυριεύετο ἀπὸ χαλεπὸν δαιμόνιον, τὸ ὁποῖον, ὡς εἶδε τὸν Ὅσιον ἐρχόμενον εἰς τὸ χωρίον, ἐφώναζε μεγαλοφώνως, καὶ ἔλεγε? «Διώξατε τὸν Νικάνορα ἀπ’ ἐδῶ, ὅτι δεινῶς μὲ βασανίζει ὁ ἐρχομός του». Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ ἄνθρωποι ὀποῦ ἐφύλαττον σιδηροδέσμιον τὸν δαιμονιζόμενον, ἔδραμον μετὰ δακρύων, καὶ ἔπεσαν εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου, παρακαλοῦντες τὸν νὰ ἔλθη πρὸς τὸν ἀσθενῆ, νὰ τὸν ἰατρεύση. Ὁ δὲ Ὅσιος, ὡς συμπαθὴς ὀποῦ ἦτον, τοὺς εὐσπλαγχνίσθη καὶ ἦλθεν εἰς τὸν πάσχοντα. Τὸ δὲ δαιμόνιον, ὡς εἶδε τὸν Ἅγιον, ἄρχισε νὰ ταράσση τὸν δαιμονιζόμενον, νὰ τὸν χρυπὰ κατὰ γῆς, νὰ τρίζη τοὺς ἀγρίους ὀδόντας κατὰ τοῦ Ἁγίου, καὶ νὰ φωνάζη ἐλεεινῶς? «Ἀδικεῖς μέ, Νικάνορ, ἀδικεῖς μέ». Ὁ δὲ Ἅγιος ποιήσας πρὸς Κύριον δέησιν, καὶ ἐγγίσας τὸ στόμα τοῦ πάσχοντος μὲ τὴν ράβδον ὀποῦ ἐβάστα, παρευθὺς ἐξῆλθε τὸ δαιμόνιον, καὶ ἔμεινεν ὁ ἄνθρωπος ὑγιὴς καὶ σωφρονῶν, δοξάζοντας τὸν Θεόν, καὶ τὸν Ἅγιον.
Γυνὴ δὲ τὶς πάλιν ἀπὸ τὸ αὐτὸ χωρίον, εἶχε πάθος χαλεπὸν αἱμορροΐας, τὸ ὁποῖον δὲν ἠμπόρεσε νὰ θεραπεύση μὲ διαφόρους ἰατρούς. Ὅθεν μιμουμένη καὶ αὐτὴ τὴν πίστιν τῆς αἱμορροούσης ὀποῦ διηγεῖτε ὁ ἱερὸς Λουκᾶς, ἐπῆγε ὄπισθεν τοῦ Ἁγίου, καὶ ἐγγίσασα μετὰ πίστεως εἰς τὸ ἄκρον του ἱματίου αὐτοῦ, παρευθὺς ἰατρεύθη ἀπὸ τὸ πολυχρόνιον ἐκεῖνο καὶ ἀνίατον πάθος της.
Ἄλλος ἄνθρωπος πάλιν ἔκειτο παράλυτος εἰς ὄλον τὸ σῶμα, μὴ δυνάμενος παντελῶς νὰ κινηθῆ, καὶ βαστάζοντας τὸν οἱ συγγενεῖς του εἰς ἕνα κρεββάτι, τὸν ἔφεραν εἰς τὸ κατάλυμα τοῦ Ἁγίου, παρακαλοῦντες αὐτὸν νὰ κάμη ἔλεος εἰς ἐκεῖνον τὸν ἄθλιον. Ὁ δὲ Ἅγιος βλέποντας τὸν ἕνα ἐλεεινὸν θέαμα, τὸν ἐσυμπόνεσε, καὶ ποιήσας εἰς αὐτὸν τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, εἴτα κρατήσας τῆς δεξιᾶς χειρὸς εἶπεν? «Ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγειρε, καὶ περιεπάτει». Καὶ εὐθὺς μὲ τὸν λόγον ἠγέρθη ὁ πρώην παράλυτος, καὶ περιεπάτει, δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ εὐχαριστῶν τὸν Ἅγιον. Ὅθεν θέλοντας ὁ Ὅσιος νὰ ἀποφύγη τὴν τιμὴν τῶν ἀνθρώπων, διὰ τὰ θαύματα ὀποῦ ἔκαμνε, μετέβη ἐκεῖθεν, καὶ διαβᾶς ἀπὸ τὴν Κλεισούραν, ἦλθεν εἰς τὸ ὄρος Καλλιστράτου, ὁ ὁ Κύριος εἰς κατοικίαν αὐτοῦ προητοίμασε.
Κονεύσας γοῦν ὁ Ὅσιος εἰς τὴν ὑπώρειαν τοῦ ὅρους καὶ βλέποντας τὸ ἡσυχαστικόν του τόπου ηὐφραίνετο πὼς ηὖρε τὸν ποθούμενον τόπον τῆς ἡσυχίας του. Καὶ δὴ περιπατώντας τὸ πετρῶδες καὶ δύσβατόν του τόπου ἐκείνου, ἔφθασεν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ, καὶ ὁρᾶ ἄντικρυς τόπον ἁρμόδιόν της ἡσυχίας του, ἔνθα ἐλθῶν, εὖρεν ἕνα σπήλαιον ὑψηλὸν καὶ δυσανάβατον, εἰς τὸ ὁποῖον ἀνέβη μὲ πολὺν κόπον, καὶ ἔκτισε μικρᾶν ἀνάπαυσιν, ἀνακαινίζοντας καὶ τὴν σεβασμίαν μονὴν τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (ἤτις ἵσταται ἕως τὴν σήμερον0 καὶ ἐκεῖ ἔμεινεν ὁ Ὅσιος, καὶ ἐλειτούργει μὲ πνεῦμα ταπεινώσεως, καὶ μὲ συντετριμμένην καρδίαν. Ἡ τροφή του δὲ ἦτον τὰ χόρτα καὶ ἀκρόδρυα ὀποῦ ἐγέννα ἐκείνη ἡ ἔρημος, μὲ τὰ ὁποία ἐτρέφετο ὅσον μόνον νὰ ζῆ, καὶ νὰ ἠμπορῆ νὰ ἐργάζεται τὴν ἀρετήν. Διότι τόσους κόπους καὶ ταλαιπωρίας ὑπέμεινεν ἐκεῖ ὁ Ἅγιος, ὀποῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ τοὺς ἀπαριθμήση, καὶ νὰ τοὺς περιγράψη τινὰς καταλεπτῶς? ἐπειδὴ πάντοτε ἐνέκρωνε τὴν σάρκα μὲ ἄκραν νηστείαν, μὲ ὁλονύκτιους προσευχᾶς, μὲ παντελῆ χαμευνίαν, καὶ σχεδὸν μὲ κάθε ἀρετὴν πνευματικήν, καὶ σωματικὴν στενοχωρίαν? τὰ ὁποία μὴν ὑποφέροντας νὰ βλέπη ὁ μισόκαλος διάβολος, δὲν ἔπαυεν ὀποῦ νὰ τοῦ προξενῆ διαφόρους ἐπιβουλᾶς καὶ πειρασμούς. Καὶ μίαν νύκτα καθὼς ἐπροσηύχετο ὁ Ἅγιος, ἐμετασχματίσθη ὁ τῆς ἀληθείας ἐχθρὸς εἰς σχῆμα Ἀράπη, καὶ ἐπῆγε κρατώντας εἰς τᾶς χείρας ἕνα γυμνωμένον σπαθί, καὶ ἐφοβέριζε νὰ τὸν θανατώση, ἀνίσως καὶ δὲν φύγη ἀπ’ ἐκεῖ. Ὁ δὲ Ὅσιος γνωρίζοντας τὴν ἐπιβουλὴν τοῦ πονηροῦ, ἐποίησε τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ εὐθὺς ἀφανὴς ὁ φανεῖς ἐγένετο, καὶ ὡς καπνὸς διελύθη.
Ἄλλην νύκτα πάλιν ἦλθεν ὁ ἀλιτήριος μὲ πλῆθος δαιμόνων κατ’ αὐτοῦ, καὶ ἐφώναζον φοβερῶς, ἔτριζαν τοὺς ὀδόντας, ἐφοβέριζαν, ἔπασχον νὰ γκρεμίσουν τὸ σπήλαιον καὶ τὸ κελλίον του νὰ τὸν πλακώση? ἀλλὰ δὲν ἐδυνήθησαν νὰ κάμουν τίποτες οἱ ἀνίσχυροι ἐμποδιζόμενοι ὑπὸ τῆς θείας δυνάμεως. Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ Ὁσίου ἦλθον οἱ ψυχοφθόροι δαίμονες καὶ ἐγκρέμισαν ἐκεῖνο τὸ σπήλαιον, διὰ τὴν ἔχθραν ὀποῦ εἶχαν πρὸς τὸν Ἅγιον, φοβούμενοι μὴ τύχη καὶ κατοικήση ἐκεῖ πάλιν ἄλλος ἐνάρετος, καὶ τοὺς καταπολεμεῖ ὁ Ὅσιος.
Ἄλλοτε πάλιν ἐπήγαιναν τὴν νύκτα, καὶ ἐγίνονταν ὡς κόρακες, φωνάζοντες μεγαλοφώνως, διὰ νὰ τὸν φοβίσουν. Ἄλλοτε ἐγίνοντο σκορπίοι, καὶ τὸν ἐπλήγωναν εἰς τοὺς πόδας, ὅταν ἐπροσεύχονταν. Ἀμὴ ὁ Ἅγιος ἦτον πάντοτε ἀκαταπτόητος, καὶ ἐστέκετο στερεὸς ὡς ἀδάμας, μὴ βάζοντας κατὰ νοῦν τᾶς ταραχᾶς καὶ πανουργίας τοῦ δυσμενοῦ, διότι ἦτον ἔνοπλος μὲ τὴν θείαν δύναμιν, καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὸν βλάψουν, ἂλλ’ ὡς ὑπὸ πυρὸς φλογιζόμενοι ἔφευγον ἔντρομοι.
Καὶ τί νὰ περιγράψω καταλεπτῶς τοὺς πειρασμοὺς τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου; Τοῦτο λέγω μονάχα, διὰ νὰ καταλάβετε τὴν πολλήν του καρτερίαν καὶ ὑπομονήν, ὅτι ἠγωνίζετο νὰ μιμηθῆ τοὺς παλαιοὺς ἐκείνους προπάτορας? κατὰ μὲν τὰ πάθη τὸν Ἰώβ, κατὰ δὲ τοὺς πειρασμοὺς τὸν Ἰωσήφ, καὶ τοὺς ἄλλους κατ’ ἄλλον τρόπον τὸ κατὰ δύναμιν. Πρὸ πάντων δὲ εἶχεν ἀποκτήσει ὁ μακάριος τὴν μακαρίαν ταπείνωσιν, καὶ ποτὲ δὲν ἠθέλησε νὰ φορέση λαμπρὰ φορέματα, μὲ ὅλον ὀποῦ ἐκατάγονταν ἀπὸ γένος λαμπρὸν καὶ πλούσιον? ἀμὴ πάντοτε ἐφοροῦσεν ἕνα εὐτελὲς καὶ τρίχινον ἱμάτιον μὲ μεγάλην ταπείνωσιν.
Ὅθεν πολλάκις οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ ὄρει ἀσκήσαντος, ἐθαύμαζον, βλέποντες τὴν μεγάλην ταπείνωσιν ὀποῦ εἶχεν ὁ Ὅσιος Νικάνωρ εἰς τὰ φορέματα. Διὰ τὸ ὁποῖον εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ὅσιος Διονύσιος? «βλέπετε, ἀδελφοί, μέγαν θησαυρὸν κρύπτει ὑποκάτω ἐκεῖνο τὸ εὐτελὲς τριβώνιον». Ταῦτα ὡς ἤκουσαν περὶ τοῦ Ὁσίου Νικάνορος δυὸ τινὲς πλούσιοι Χριστιανοί, καὶ μαθόντες ἀκριβῶς τὰ περὶ τούτου, ἐπῆγαν δρομαῖοι εἰς τὴν σκήτην του, θέλοντες νὰ ὑποταχθοῦν εἰς αὐτόν. Ὁ δὲ Ὅσιος Νικάνωρ προγνωρίζοντας ἐκ θείας χάριτος τὸν ἐρχομόν τους, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ κελλίον του, καὶ τοὺς ὑπεδέχθη φιλοφρόνως, καὶ λέγει πρὸς αὐτούς? «Τί πρὸς ἐμὲ τὸν εὐτελῆ του Δεσπότου Χριστοῦ δοῦλον ἤλθετε τέκνα, ἀφέντες τὸν πολὺν ἐν ἀρετῇ Διονύσιον; Δὲν ἔχει τοῦτο τὸ εὐτελές μου ἱμάτιον καμμίαν ἀρετὴν κεκρυμμένην, ὡς παρ’ ἐκείνου ἠκούσατε? μόνον ὑπάγετε πρὸς ἐκεῖνον τὸν ὄντως ὅσιον καὶ ἐνάρετον». Ταῦτα εἰπῶν πρὸς αὐτοὺς ὁ Ὅσιος, καὶ εἰσελθῶν εἰς τὸ κελλίον του, ἔκλεισε τὴν θύραν. Οἱ δὲ ἵσταντο ἔξω, καὶ τὸν ἐπαρακαλοῦσαν μετὰ δακρύων νὰ τοὺς ὑποδεχθῆ, καὶ νὰ τοὺς κουρεύση τὸ συντομώτερον. Βλέποντας οὒν ὁ Ὅσιος τὴν πολλὴν ὑπομονήν, καὶ τὸν ἔνθεον πόθον τους, ἤνοιξε τὴν θύραν, καὶ τοὺς ὑπεδέχθη, καὶ τοὺς ἐδίδαξεν ἱκανῶς ὅλα τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας, καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας τοὺς ἔνδυσε τὸ ἅγιον σχῆμα, καὶ τοὺς εἶχε πάντοτε μεθ’ ἑαυτοῦ ἀγωνιζομένους τὸν καλὸν δρόμον τῆς ἀσκήσεως.
Ἂλλ’ ἐπειδὴ ἦτο ἀδύνατον νὰ κρύπτεται ἡ ἀρετὴ τοιούτου φωστῆρος, ἠθέλησεν ὁ Θεὸς νὰ σώση δι’ αὐτοῦ καὶ ἄλλους πολλούς. Καὶ διὰ τοῦτο μίαν νύκτα καθὼς ἐπροσηύχετο ὁ Ὅσιος μετὰ πολλῶν δακρύων ἔμπροσθεν τῆς Εἰκόνος τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, ἤκουσε φωνὴν γλυκυτάτην ἐκ τῆς Εἰκόνος, λέγουσαν? «Νικάνωρ, ἀνάβηθι ταχέως εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ὅρους, καὶ ἐκεῖ θέλεις εὕρει τὴν Εἰκόνα μου ἐν τῇ γῇ κεκρυμμένην, καὶ κτίσον ἐκκλησίαν ἐκεῖ εἰς τὸν ἐμὸν ὄνομα, καὶ κελλία, ὅτι λαὸν θέλεις μου ποιμάνει περιούσιον». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ὅσιος, ἐσηκώθη τὸ πρωί, καὶ λαβῶν τινὰς μαθητᾶς, ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, καὶ ἐκεῖ εὗρε πεπαλαιωμένον καὶ χαλασμένον θεμέλιον, καὶ τόπον δύσβατον, καὶ δάσος βαθύ. Ὅθεν κόπτοντες τὰ δένδρα, ρίπτοντας τοὺς λίθους, σκάπτοντας τὰ πεπαλαιωμένα ἐκεῖνα θεμέλια, εὗρε τὴν ἁγίαν Εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὡς θησαυρὸν πολύτιμον, ἐν τῇ γῇ κεκρυμμένην? τὴν ὁποίαν λαβῶν εἰς χείρας μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς, ἐδόξασε τὸν Θεόν, ὀποῦ τὸν ἠξίωσε νὰ εὕρη τοιοῦτον μέγαν θησαυρόν. Καὶ μεθ’ ἡμέρας τινὰς παραλαβῶν τέκτονας ἐπιδεξίους, ἔκτισε τὴν σεβάσμιον Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, μὲ παρεκκλήσια ὡραῖα, μὲ πύργους στερεούς, μὲ θαυμαστὰ κελλία, μὲ τραπεζαρεῖον εὔμορφον, καὶ μὲ ἄλλα ἀξιέπαινα οἰκοδομήματα, καθὼς ἕως τὴν σήμερον φαίνονται. Εἰς τὰ ὁποία ὅλα συνεκοπίαζε καὶ αὐτός, καὶ ἐδούλευεν ἀντάμα μὲ τοὺς τέκτονας εἰς τὴν κατασκευὴν τοῦ Ἱεροῦ Μοναστηρῖου διὰ τὸ συμφέρον τῶν ἀδελφῶν.
Ἀφ’ οὐ δὲ ἐτελειώθη τὸ σεβάσμιον Μοναστήριον, τότε καθ’ ἑκάστην ἔτρεχον πλῆθος Χριστιανῶν ἀπὸ διαφόρους τόπους. Ἄλλοι μὲν διὰ νὰ μονάσωσιν ἐκεῖ, ἕτεροι δὲ διὰ νὰ λάβωσι τὴν εὐλογίαν του καὶ ἄλλοι διὰ νὰ ἀκούσουν τὴν γλυκυτάτην καὶ ψυχοσωρήριον διδασκαλίαν του? καὶ ἕκαστος ἐλάμβανε τὸ προσφυὲς ἀντίδοτον πάσης ψυχικῆς καὶ σωματικῆς ἀσθενείας. Διότι ὁ Ἅγιος, ὄχι μονάχα μὲ ψυχωφελῆ λόγια τους ἐσυμβούλευεν, ἀλλὰ καὶ μὲ διαφόρους ἰατρείας τοὺς εὐεργετοῦσε, τινὰς μὲν ἰατρεύοντας μὲ μοναχὴν τὴν ἁφὴν τῆς ἁγίας του δεξιᾶς, ἄλλους δὲ μὲ τὸ ἐγγίξιμον τῆς ράβδου του, καὶ ἄλλους μὲ μοναχὸν τὸν λόγον? μερικοὺς ὀγλίγορα, καὶ μερικοὺς ἀργοπορικά, κάθε ἕνα καθὼς ἀπήτει ἡ πίστις του καὶ ἡ μετάνοια? καὶ ἦτον ὁ Ἅγιος κοινὸς εὐεργέτης καὶ ἰατρὸς ἄμισθος, γινόμενος εἰς ὅλους μεταδοτικὸς διὰ τὴν τῶν πολλῶν ψυχικὴν ὠφέλειαν.
Οὕτως μὲν οὒν ἐναρέτως καὶ ἀγγελικῶς ἐπολιτεύθη ὁ Ὅσιος ὄλον τὸν καιρὸν τῆς ζωῆς του καὶ μὲ τόσους κόπους καὶ ἀγώνας ἀσκητικοὺς ἐτελείωσε τὸν δρόμον τῆς παροικίας του. Οὕτως δὲ ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ μεταβῆ εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν τὴν αἰώνιον, διὰ νὰ λάβη τὴν ἀξίαν ἀμοιβὴν τῶν ἀγώνων του, τότε ἐκ θείας χάριτος ἐπρογνώρισε καὶ τὴν ἡμέραν τῆς τελειώσεώς του. Καὶ συνάξας ὅλους τους μαθητᾶς του, τοὺς εἶπεν, ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέρας τελειώνει ὁ δρόμος τῆς ζωῆς του, καὶ ὑπάγει πρὸς τὸ ποθούμενον. Ἐκεῖνοι δὲ ὡς ἤκουσαν, ἤρχισαν νὰ κλαίουν, καὶ ὀδύρωνται τὴ ὑστέρησίν του ἀπαραμύθητα, ὀλοφυρόμενοι τὴν ὀρφανίαν τους. Ὁ δὲ Ἅγιος τους ἐπαραμύθει μὲ λόγια συμβουλευτικά, καὶ παραμυθητικά, λέγοντας πρὸς αὐτούς. «Μὴ λυπεῖσθε, τέκνα μου ἀγαπητά, διὰ τὸν θάνατόν μου, διότι τοῦτο τὸ πικρόν του θανάτου ποτήριον εἶναι κοινόν, καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ ἀποφύγη τινάς. Μόνον σας συμβουλεύω νὰ φυλάξετε ἀμετασάλευτα, ὅσα διαλαμβάνει ἡ διαθήκη μου, ἀνίσως ἀγαπᾶτε τὴν σωτηρίαν σας? καὶ πολιτεύεσθε κοινοβιακῶς εἰς ὅλα τὰ πράγματά σας? νὰ ἔχετε πρώτον μὲν τὴν εἰς Θεὸν ἀγάπην καὶ εὐσέβειαν, ἔπειτα δὲ καὶ τὴν εἰς ἀλλήλους ἀδελφικὴν ἀγάπην καὶ ὁμόνοιαν. Νὰ φυλάξετε ἀκριβῶς τὴν παράδοσιν τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅσα περὶ πίστεως καὶ ἐναρέτου διαγωγῆς ἔγραψαν, καὶ ὅσα τὸ Τυπικόν του Ἁγίου Σάββα τρανῶς διακελεύεται περὶ Ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, καὶ περὶ ἀρετῆς. Γυναίκα ποτὲ μὴ δεχθῆτε εἰς τὸ Μοναστήριον, εἴτε καλογραία εἶναι, εἴτε κοσμική, ἢ Βασιλέως μήτηρ, ἢ Βασίλισσα εἶναι, οὔτε παιδὶ νέον καὶ ἀγένειον. Ποτὲ νὰ μὴ χειροτονήσετε Διάκονον, ἢ Ἱερέα ἀνάξιον? ὅτι ἄλλο δὲν παροργίζει τὸν Θεόν, ὅσον ὁ ἀνάξιος Ἱερεύς. Ἐὰν ποτὲ δὲν ἤθελεν εὑρεθῆ τινὰς ἄξιος ἀπὸ τὸ αὐτὸ Μοναστήριον νὰ γένη Ἡγούμενος, ὑπάγετε εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ Βαρλαάμ, καὶ ἐρευνήσατε ἐκεῖ τινὰ ἄξιον. Εἰ δὲ πάλιν δὲν εὔρητε καὶ ἐκεῖ, ὑπάγετε εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ τιμίου Προδρόμου, τοῦ ἐν τῇ σκήτῃ τῆς Βερροίας, εἰς τὸ κτήριον τοῦ ἐμοῦ ἀδελφοῦ καὶ συνασκητοὺ Διονυσίου, καὶ ζητήσατε μετὰ πολλῶν δακρύων καὶ δεήσεων κανένα ἄξιον ὑποκείμενον, διὰ νὰ προχειρίσετε Ἡγούμενον. Εἰ δὲ τέλος πάντων δὲν εὑρεθῆ οὐδὲ ἐκεῖ πρόσωπον ἄξιον λόγω τὲ καὶ ἔργω, γινέσθω καὶ ὅποιος ἐκλεχθῆ ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα, πλὴν ἔστω εὐλαβὴς καὶ σώφρων, καὶ ἄξιος Ἱερεύς. Πρὸς τούτοις νὰ μὴν ἔχη ἄδειαν τινὰς ἀπὸ ἐσᾶς τοὺς Μοναχοὺς νὰ πηγαίνη εἰς τᾶς πανηγύρεις τῶν κοσμικῶν, διότι ὁ Θεῖος νόμος προστάζει οὕτως? Ἀββᾶν εἰς λιτὴν κοσμικοῦ καθίσαντα, ὡς νεκρὸν λογίζεται αὐτὸν ὁ Θεός. Ἀργὸς νὰ μὴ κάθεται ποτὲ τινάς, ἂλλ’ ἢ νὰ προσεύχεται εἰς τὸ κελλίον του, ἢ νὰ ἀναγινώσκη τᾶς θεοπνεύστους γραφᾶς, ἢ νὰ ἐργάζηται ὁ μὲν ἐν ἀμπέλῳ, ὁ δὲ ἐν κήπῳ, καὶ ἄλλος εἰς ἄλλην ὑπηρεσίαν. Διότι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει? Μηδεὶς ἀργὸς ἐσθιέτω. Ποτὲ τινάς, ὢ τέκνα μου ἀγαπητά, νὰ μὴν ἔχη σακκούλι χωριστόν του Ἡγουμένου, μηδὲ νὰ ἔχετε πρὸς ἀλλήλους μνησικακίαν καταλαλιὰν τὲ καὶ ἔχθραν. Μηδὲ νὰ σηκώση ὁ ἕνας χέρι κατὰ τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ νὰ ἔχετε ἀγάπην, ὑπομονὴν κὰ ταπείνωσιν. Εἰ δὲ τινὰς δὲν ἤθελε φυλάξει αὐτᾶς τᾶς παραμικρᾶς μου παραγγελίας, ἂς διωχθῆ ἀπὸ τὸ Μοναστήριον ὡς ψωριάρικον πρόβατον, διὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν ἀπὸ τὴν ψώραν του καὶ τὰ λοιπὰ πρόβατα τῆς τοῦ Χριστοῦ μάνδρας. Ἐὰν δὲ ποτὲ συμβῆ καὶ σκανδαλισθῆ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ἂς φιλιόνεται πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, διὰ νὰ μὴ μένουν εἰς ἔχθραν, καὶ εὕρη χώραν ὁ διάβολος, καὶ τοὺς ρίψη μεγαλύτερα ἀνομήματα. Οἱ γέροντες καὶ προκομένοι εἰς τὰ Θεία, καὶ πρακτικοὶ εἰς τὰ πάντα νουθετεῖτε τοὺς ἀμαθεῖς καὶ νέους. Οἱ νέοι πάλιν ὑποτάσσεσθε εἰς τοὺς πρεσβυτέρους, καὶ ἀκούετε μὲ προσοχὴν καὶ ἀγάπην τᾶς νουθεσίας τους. Καὶ ἐὰν ταῦτα ὅσα σας εἶπα, καὶ ὅσα γράφω εἰς τὴν διαθήκην μου φυλάξετε, θέλετε ἀξιωθῆ τῆς τῶν Οὐρανῶν Βασιλείας, νὰ εὐφραίνεσθε μετὰ δικαίων. Εἰ δὲ καὶ δὲν τὰ φυλάξετε, θέλετε λάβει τὸν μισθὸν τῆς παρακοῆς, νὰ τιμωθῆσθε εἰς τὴν αἰώνιον κόσασιν».
Αὐτὰ λοιπὸν καὶ ἄλλα περισσότερα ἐδίδασκεν ὁ Ὅσιος τους μαθητᾶς του, καὶ τοὺς ἐπαρηγοροῦσε νὰ μὴ λυποῦνται διὰ τὸν θάνατόν του. Τὴ δὲ ἕκτη του Αὐγούστου μηνὸς ἐσυνάχθησαν πολλοὶ Χριστιανοὶ εἰς τὸ Μοναστήριον ἕνα μὲν διὰ τὴν Ἑορτὴν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἄλλο δὲ διὰ νὰ λάβουν εὐλογίαν ἀπὸ τὸν Ὅσιον. Ὁ δὲ Ὅσιος τους ὑπεδέχθη πατρικῶς, καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς θείας λειτουργίας τοὺς ἐφίλευσε πλουσιοπαρόχως, καὶ τοὺς ἐξαπέστειλε. Μετὰ δὲ ταῦτα ἐμβῆκεν εἰς τὸ κελλίον του, καὶ εὐθὺς τὸν ἐκυρίευσε πυρετός, καὶ ἔκειτο πλαγιασμένος εἰς τὴν κλίνην του. Τὴ δὲ ἐρχομένη ἡμέρα ἠγέρθη τὸ πρωί, καὶ ἐλθῶν εἰς τὸ Κυριακόν, καὶ ἱερουργήσας, ἐκοινώνησε τὰ ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ἐξελθῶν μετὰ τὴν Θείαν Κοινωνίαν, εἶπε πάλιν πρὸς τοὺς μαθητᾶς τοῦ? « Ἦλθε τώρα ἡ ὥρα, τέκνα μου, διὰ νὰ πηγαίνω πρὸς τὸ ποθούμενον Δεσπότην μου. Ἐσεῖς δὲ εἰς τὸ ἑξῆς ἀγωνισθῆτε ὅσον δύνασθε, νὰ φανῆτε εὐάρεστοι εἰς τὸν Θεὸν καὶ αὐτὸς θέλει σας κυβερνᾶ πάντοτε πνευματικὰ τὲ καὶ σωματικά, ἐὰν ἔχετε εἰς αὐτὸν ὅλην τὴν ἐλπίδα σας.
Καὶ μὴ λυπεῖσθε πὼς ἐγὼ χωρίζομαι σωματικῶς ἀπὸ ἐσᾶς, διότι πνευματικῶς ποτὲ δὲν θέλω ἀποχωρισθῆ. Καὶ ἐὰν εὕρω παρρησίαν πρὸς τὸν Δεσπότην Χριστὸν ὁ ἀνάξιος, δὲν θέλω παύσει ὀποῦ νὰ δέωμαι τῆς βασιλείας τοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν σας».
Ταῦτα εἰπῶν πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἅγιος, καὶ εὐχόμενος, καὶ εὐλογῶν τοὺς περιεστώτας πάντας μοναχοὺς τὲ καὶ λαϊκούς, καὶ πλαγιάσας ἐπὶ τῆς κλίνης του, παρέδωσε τὸ πνεῦμα εἰς χείρας Θεοῦ κατὰ τὸ ἀφιθ’ (1519) ἔτος ἐν μηνὶ Αὐγούστω Ζ’. καὶ τὴν μὲν μακαρὶαν αὐτοῦ ψυχὴν λαβόντες οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι μετὰ πάντων τῶν Ὁσίων καὶ Δικαίων, τὴν ἐπῆγαν εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίας. Τὸ δὲ πανίερον αὐτοῦ καὶ σεβάσμιον Λείψανον ἐνταφίασαν εὐλαβῶς, μὲ ὑμνωδίας καὶ δάκρυα, εἰς τὸ Παρεκκλήσιον τοῦ τιμίου Προδρόμου. Τὸ ὁποῖον καθ’ ἑκάστην ἄπειρα θαύματα ἐπιτελεῖ εἰς δόξαν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν, καὶ διαμένει παντοδαπῶν νοσημάτων ἀλεξιτήριον, καὶ πηγᾶς ἰαμάτων βρύει τοὶς μετὰ πίστεως αὐτῶ προστρέχουσι. Διότι τοιούτω τρόπω οἶδε δοξάζειν ὁ Θεὸς τοὺς αὐτὸν ἀντιδοξάζοντας? τᾶς μὲν ἁγίας αὐτῶν ψυχᾶς συναριθμοὶ μὲ τᾶς ἀΰλους οὐσίας τῶν Ἀγγέλων, τὰ δὲ σεβάσμαια αὐτῶν Λείψανα τὰ ἀποδείχνει πηγᾶς ἰαμάτων, καὶ νόσων πολυτρόπων φυγαδευτήρια. Πολλὰ μὲν οὒν καὶ ἄπειρα θαύματα ἐτέλεσε, καὶ τελεῖ καθ’ ἑκάστην τὸ ἁγιώτατον Λείψανον τοῦ θαυματουργοῦ Νικάνορος? ἀπὸ τὰ ὁποία, ἀφίνοντας τὰ πολλὰ διὰ συντομίαν, θέλω διηγηθῆ μερικὰ ὅσα ἔκαμεν εἰς τοὺς καθ’ ἠμᾶς χρόνους, διὰ νὰ γνωρίσετε τὴν μεγάλην ἀρετὴν τοῦ Ἁγίου, καὶ τὴν παρρησίαν ὀποῦ ἔχει εἰς τὸν Θεόν.
Εὐρίσκοντο ποτὲ εἰς ἀπορίαν χρημάτων οἱ τοῦ Μοναστηρῖου πατέρες, διὰ νὰ πληρώσωσι τὰ βαρύτατα χρέη ὀποῦ δοκιμάζουν ἀπὸ τοὺς μισοθέους Ἀγαρηνούς? καὶ μὴν ἔχοντας ἐλπίδα βοηθείας ἀπὸ ἄλλο μέρος, ἔκριναν ἅπαντες κοινὴ γνώμη? νὰ εὐγάλωσι τὸν μέγαν ὄντως καὶ πολύτιμον θησαυρόν, τὴν πένσεπτον λέγω κάραν τοῦ Ὁσίου Νικάνορος, νὰ ἀπέλθωσιν εἰς τὰ Σέρβια, ἐπειδὴ τότε διὰ τᾶς τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίας εἶχεν ἀκολουθήσει φθοροποιὸς πανούκλα εἰς ἐκείνην τὴν πολιτείαν? καθ’ ἕνα μὲν τρόπον νὰ ἐλευθερώση ὁ Θεὸς τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν πανόλεθρον ἐκείνην νόσον, διὰ πρεσβειῶν τοῦ δούλου αὐτοῦ Νικάνορος, κατ’ ἄλλον δέ, νὰ προφθασθῆ καὶ τὸ Μοναστήριον διὰ τῆς τῶν Χριστιανῶν ἐλεημοσύνης. Καὶ δὴ λαβόντες τὴν Ἁγίαν Κάραν δυὸ εὐλαβεῖς Ἱερομόναχοι, ὁ Πανοσιώτατος Ἡγούμενος κὺρ Δαβίδ, καὶ ὁ Πνευματικὸς Νεόφυτος, ἐμίσευσαν ἀπὸ τὸ Μοναστήριον μετὰ τῆς συνοδείας αὐτῶν, καὶ τὸ ἑσπέρας ἔφθασαν, Θεοῦ βοηθοῦντος, εἰς ἕνα χωρίον ὀνομαζόμενον Καισαρίαν? τοὺς ὁποίους ἀπαντήσας ἕνας Χριστιανὸς εὐλαβὴς Νικόλαος τούνομα, τοὺς ὑπεδέχθη χαροποιὸς εἰς τὸν οἶκόν του, καὶ τοὺς ἐφιλοξένησεν ἀβραμιαίως. Τὸ δὲ πρωὶ τοὺς ἐπαρακάλεσε νὰ ψάλωσιν Ἁγιασμὸν εἰς τὸν οἶκον του, καὶ αὐτὸς πηγαίνοντας ἔδωσεν εἴδησιν εἰς τοὺς γειτόνους του, διὰ νὰ ἔλθουν νὰ ἁγιασθοῦν καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὴν σεβάσμιόν του Ἁγίου Κάραν. Ὅθεν οἱ μὲν Ἱερομόναχοι βλέποντες τὴν εὐλάβειαν τοῦ Νικολάου, ἄρχισαν νὰ ψάλωσιν τὸν Ἁγιασμόν. Οἱ δὲ λαοὶ ὡς ἤκουσαν, ἔδραμον μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες τὲ καὶ γυναῖκες, καὶ ἠσπάζοντο πανευλαβῶς τὴν πάνσεπτον Κάραν. Ἀνάμεσα δὲ εἰς ἐκείνας ἐπλησίασε καὶ μία κόρη ἄσεμνος, καὶ ἀκάθαρτος, νὰ ἀσπασθῆ τὴν Ἁγίαν Κάραν, καὶ παρευθὺς ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν ὡς ἀποθαμένη, τὸ ὁποῖον βλέποντες οἱ ἄνθρωποι, ἔλαβον μέγα φόβον καὶ τρόμον, καὶ ἐρράντιζαν μὲ νερὸν τὴν κόρην νὰ σηκωθῆ. Ὅθεν μετὰ πολλῆς ὥραν, ἠγέρθη ὀλίγον, καὶ ἐκάθισε, καὶ τὴν ἐρωτοῦσε ἡ μήτηρ της νὰ τῆς εἰπῆ τὴν αἰτίαν. Ἡ δὲ κόρη μὲ φόβον πολὺν ἀπεκρίθη, λέγουσα? «Ἐγὼ ὡς ἐπλησίασα νὰ ἀσπασθῶ τὴν Κάραν τοῦ Ἁγίου, ἐφάνη μοὶ ἐκεῖ ἕνας Καλόγερος κοκκινογένης, καὶ μὲ ἐκτύπησεν ἕνα ράπισμα εἰς τὸ πρόσωπον λέγοντας μοὶ μετὰ πολλοῦ θυμοῦ? ἐγὼ τὴν ὥρα ταύτην ἤθελα, πάντολμε, νὰ σὲ θανατώσω, ἐπειδὴ οὕτως ἐρρυπωμένη καὶ ἀκάθαρτος ἐτόλμησας νὰ μοὶ ἐγγίσης? ἀλλὰ πάλιν διὰ τὴν πολλὴν εὐλάβειαν τοῦ πιστοῦ μου τούτου Νικολάου χαρίζω σοὶ τὴν ζωήν? καὶ πρόσεχε εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴ πλησιάσης ἀναξίως τοὶς Ἱεροίς, διὰ νὰ μὴ πάθης κανένα χειρότερον». Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ παρεστῶτες ἐθαύμασαν, καὶ ἔδωσαν δόξαν τῷ παντοδυνάμῳ Θεῶ, καὶ τῷ θαυματουργῷ Νικάνορι.
Ἀναχωρήσαντες δὲ οἱ πατέρες ἐκεῖθεν, ἐπήγαιναν κατὰ τὸν σκοπὸν τοὺς εἰς τὰ Σέρβια? καὶ κατὰ τὸ μέσον τῆς ὁδοιπορίας τοὺς ὑπήντησεν ἕνας ὑπηρέτης τοῦ τότε Ἀρχιερέως, τῆς τῶν Σερβίων Ἐκκλησίας, Ζαχαρίου τοῦ θεοφιλοῦς ἀνδρός. Καὶ μαθῶν παρὰ τῶν πατέρων τὰ περὶ τοῦ Ἁγίου, ἐπιστρέφοντας ἀνήγγειλε τὴν ὑπόθεσιν τῷ Ἀρχιερεῖ. Ὅστις ἀκούσας ἐθυμώθη πρῶτον κατὰ τῶν Ἱερομονάχων, καὶ ἤθελε νὰ τοὺς ἀποδιώξη, μὴ πιστεύοντας τὰ ὅσα ἔλεγον περὶ τοῦ Ἁγίου? ἐπειδὴ καὶ δὲν ἦτο ἐκόμη γνωστὰ εἰς ὅλους. Μετὰ δὲ ταῦτα ἐρευνήσας ἀκριβῶς τὴν ὑπόθεσιν, καὶ βεβαιωθεῖς παρὰ τῶν ἀξιοπίστων Χριστιανῶν τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου, καὶ μάλιστα πιστωθεῖς διὰ τοῦ Σιγγιλιώδους γράμματος τοῦ Μοναστηρῖου, μετέτρεψε τὸν θυμὸν εἰς ἡμερότητα, καὶ ἔδωσεν ἄδειαν εἰς τοὺς πατέρας νὰ ψάλλουν ἀκωλύτως Ἁγιασμοὺς εἰς ὅλην τὴν Ἐπαρχίαν του. Καθώς, λοιπόν, ἔκαμαν ἀρχὴν οἱ πατέρες νὰ ψάλλουν Ἁγιασμοὺς εἰς τὰ Σέρβια, ἄρχισε νὰ τρίζη καὶ τὸ Κιβώτιον, ὀποῦ εἶχε τὴν Κάραν τοῦ Ἁγίου. Καὶ τοῦτο ἔγινε καὶ ἅπαξ, καὶ δίς, καὶ πολλάκις? καὶ ἀποροῦσα οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ τοιοῦτον τεράστιον. Μετὰ δὲ ὀλίγας ἡμέρας ἐγνώρισαν τὴν τοῦ Ἁγίου θαυματουργίαν. Διότι ὅσον ἔτριζε τὸ Κιβώτιον, τόσον ἡ λοιμώδης καὶ φθοροποιὸς νόσος ἐξωστρακίζετο ἀπὸ τὴν Πολιτείαν. Καὶ ἀνάμεσα εἰς διάστημα ὀλίγων ἡμερῶν ἠλευθερώθησαν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν αἰφνίδιον ἐκεῖνον καὶ φοβερὸν θάνατον τοῦ λοιμοῦ καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, καὶ τὸν Ἅγιον.
Τοῦτο τὸ παράδοξον θαῦμα βλέποντες οἱ Ἀγαρηνοὶ ὠργίζοντο, καὶ μαγείαν τὴν τοῦ Ἁγίου θαυματουργίαν ὠνόμαζον οἱ ἄφρονες. Ὅθεν ἀπεφάσισαν δυὸ πάντολμοι Γιανίτζαροι, ὑπὸ τοῦ πατρὸς αὐτῶν διαβόλου παρακινούμενοι, διὰ νὰ πιάσουν τοὺς πατέρας, ὅταν περιέρχωνται τὰ σοκκάκια, νὰ τοὺς πάρουν τὴν Ἁγίαν Κάραν, καὶ νὰ τὴν συντρίψουν ἐπάνω εἰς τᾶς πέτρας. Οἱ μὲν οὒν ἀσεβεῖς ταῦτα κατὰ τοῦ Ἁγίου ἐμελέτησαν. Ὁ δὲ καρδιογνώστης Θεός, ὀποῦ δοξάζει τοὺς δούλους του, καὶ φυλάττει τὰ ἅγια αὐτῶν Λείψανα ἀβλαβῆ, τί ἐποίησεν; Ἐξαπέστειλεν εἰς ἐκείνους τοὺς ἄφρονας ὀργὴν θυμοῦ αὐτοῦ, καὶ ἀπέθανεν αἰφνιδίως ἀπὸ πανούκλαν ἐκείνην τὴν νύκτα ὁ ἕνας ἀπὸ ἐκείνους, ὁμοὺ μὲ ὅλους τους ἀνθρώπους τοῦ κατηραμένου οἴκου του. Εἰς δὲν τὸν ἄλλον ἐφάνη ὁ Ἅγιος ἐν ὀράματι καὶ λέγει αὐτῶ μετ’ ὀργῆς? «Τί ἦτον τὸ πονηρὸν ὀποῦ κατ’ ἐμοῦ ἐμελέτησας νὰ πράξης ὁμοῦ μὲ τὸν σύντροφόν σου, πάντολμε; Ἐγὼ ἔλαβον παρὰ Θεοῦ θέλημα νὰ σὲ θανατώσω τὴν νύκτα ταύτην, ὡς καὶ τὸν παράφρονα φίλον σου? ἀλλὰ πάλιν σὲ ἐλέησα, διὰ νὰ γένης κῆρυξ τῆς ἰδικῆς σου σωτηρίας, καὶ τῆς συμφορᾶς τοῦ συντρόφου σου». Ταῦτα ὡς εἶδε καὶ ἤκουσεν ὁ ἀσεβής, εὐθὺς ἔντρομος ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν κλίνην του, καὶ ἐδέετο τοῦ Ἁγίου νὰ τοῦ συγχωρήση τὸ πταίσιμον. Καὶ τὸ πρωὶ ἐξῆλθε, καὶ ἔλεγε παρρησία τοὶς πάσιν, ὅσα κατ’ ὄναρ ὁ Ἅγιος του εἶπε, καὶ ὅσα αὐτὸς μὲ τὸν σύντροφόν του ἐμελέτα νὰ πράξη κατὰ τῆς σεβασμίας του Ἁγίου Κάρας.
Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι, ὢ φιλοακροάμονες Χριστιανοί, ἡ ἀγγελομίμητος, καὶ θαυμαστὴ πολιτεία τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἠμῶν Νικάνορος, καθὼς ἐγὼ σήμερον μὲ συντομίαν τὴν ἐπερίγραψα. Οὕτω θεοφιλῶς ἠγωνίσατο καὶ κατεπάλαισε τὸν νοητὸν δράκοντα? οὕτω καὶ ἐδοξάσθη παρὰ Θεοῦ, καὶ ἔλαβε τὸν τῆς νίκης στέφανον. Τοιαύτην παρρησίαν εὗρε πρὸς τὸν Δεσπότην Χ ριστόν, διὰ τοὺς πολλοὺς καὶ ἀσκητικούς του ἀγώνας, εἰς τόσον ὀποῦ πάντοτε βρύει πηγᾶς ἰαμάτων, εἰς τοὺς μετὰ πίστεως αὐτῶ προστρέχοντας.
Ὅθεν καὶ ἠμεῖς ὀποῦ ἠξιώθημεν σήμερον νὰ ἀκούσωμεν τὴν θεάρεστον αὐτοῦ πολιτείαν, ἂς τὸν ἐγκωμιάσωμεν τὸ κατὰ δύναμιν ὡς νικητὴν τοῦ μισοκάλου ἐχθροῦ. Ἂς πανηγυρίσωμεν τὴν χαρμόσυνον Ἑορτήν του μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίας? καὶ ἂς ἀγωνισθῶμεν νὰ τὸν μιμηθῶμεν, εἰς τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν, ὅσον δυνάμεθα? ἴνα καὶ ἠμεῖς τῆς τῶν Οὐρανῶν Βασιλείας ἀξιωθῶμεν. Χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ ἀνάρχου Πατρός, καὶ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, καὶ τοῦ ὁμοουσίου Πνεύματος, τῆς ζωοποιοῦ καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος. Ἢ πρέπει κράτος, καὶ τιμή, εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἡ Τιμία Κάρα τοῦ Ὁσίου Νικάνορως
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!