15 Ἰουλίου
Ἡ ἁγία Ἰουλίττα καταγόταν ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν του Ἰκονίου, εἶχε ὅμως ἀποκτήσει τὴν ἀληθινὴ εὐγένεια, αὐτὴν ποὺ χορηγεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, κατὰ τὴ βάπτισή της. Ἔμεινε χήρα καὶ ἀρνήθηκε νὰ συνάψει δεύτερο γάμο, ἐπιθυμώντας νὰ ζήσει μὲ εὐσέβεια καὶ τελώντας θεάρεστα ἔργα μαζὶ μὲ τὸν γιὸ τῆς Κήρυκο ποὺ ἦταν τριῶν ἐτῶν. Ὅταν ὁ Δομητιανός, διοικητὴς τῆς Λυκαονίας, ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζει μὲ λύσσα τὰ διατάγματα γενικοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν ποὺ ἐξέδωσε ὁ Διοκλητιανὸς (304), ἡ Ἰουλίττα κατέφυγε στὴν Σελεύκεια, προτιμώντας νὰ στερηθεῖ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά της καὶ νὰ ὑπομείνει τὰ δεινὰ μίας πι¬κρῆς ἐξορίας, παρὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Βρῆκε ὅμως στὴν πόλη αὐτὴ ἀκόμη μεγαλύτερη ἀναστάτωση, διότι ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ αὐτοκράτορα, Ἀλέξανδρος, εἶχε σπείρει τὸν τρόμο βασανίζοντας καὶ θανατώνοντας ἀνελέητα ὅσους δὲν ὑποτάσσονταν στὰ διατάγματα. Ἀναχώρησε τότε μὲ τὸν γιό της καὶ δυὸ θεραπαινίδες γιὰ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας.Ἐκεῖ ὡστόσο συνάντησε τὸν τύραννο ποὺ εἶχε ἤδη φθάσει καὶ ἐκτελοῦσε τὸ εἰδεχθὲς ἔργο του. Πληροφορούμενος τὴν παρουσία τῆς εὐγενοῦς αὐτῆς πρόσφυγος, ὁ Ἀλέξανδρος διέταξε νὰ τὴν συλλάβουν καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσουν στὸ δικαστήριο μὲ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά. Οἱ θεραπαινίδες κατόρθωσαν νὰ διαφύγουν καὶ παρακολούθησαν κρυφὰ τὴν ἐξέλιξη τῶν γε¬γονότων. Ὅταν ἐρωτήθηκε γιὰ τὴν ταυτότητά της, ἡ Ἰουλίττα ἀποκρίθηκε ἁπλά: «Εἶμαι χριστιανή!» Ὁ διοικητὴς ὀργισμένος πρόσταξε νὰ τὴν βασανίσουν. Οἱ δήμιοι τὴν ἔδεσαν καὶ τὴν μαστίγωσαν μὲ βούνευρα, ἐνῶ ἄλλοι, ἀφοῦ τῆς πῆραν τὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ ἔκλαιγε, τὸ παρουσίασαν στὸν διοικητή. Ὁ Ἀλέξανδρος τὸ πῆρε στὰ χέρια του καὶ τοῦ χάιδεψε τὸ κε¬φάλι καὶ προσπάθησε νὰ τὸ φιλήσει λέγοντας μὲ γλυκερὸ τόνο: «Παρά¬τησε τὴν μάγισσα αὐτὴ καὶ ἔλα σὲ μένα, τὸν πατέρα σου. Θὰ σὲ κάνω γιό μου καὶ θὰ κληρονομήσεις ὅλα τὰ πλούτη μου καὶ θὰ ἔχεις μία ζωὴ γλυκιὰ καὶ ξέγνοιαστη». Τρυφερὸ παιδάκι φαινομενικά, ἀλλὰ διαθέτοντας στὴν πραγματικότητα σοφία γέροντα, ὁ Κήρυκος ἀπέστρεψε τὸ βλέμμα γιὰ νὰ κοιτάξει τὴν μητέρα του ποὺ βασανιζόταν καὶ ἀπέρριψε τὶς προ¬τάσεις τοῦ τυράννου κτυπώντας τὸν μὲ τὶς γροθίτσες του καὶ ἀδράχνοντας τὸν. Φώναξε: «Κι ἐγὼ εἶμαι χριστιανός!» καὶ κλώτσησε στὰ πλευρὰ τὸν τύραννο ποὺ ἔβγαλε κραυγὴ πόνου. Περνώντας ἀπὸ τὴν ὑποκριτικὴ τρυφερότητα στὸ μένος, ὁ Ἀλέξανδρος ἅρπαξε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ πόδι καὶ τὸ πέταξε βίαια πάνω στὰ σκαλιὰ τῆς πέτρινης σκάλας ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ δικαστήριό του. Τὸ κρανίο τοῦ συντρίφθηκε καὶ τὸ ἅγιο βρέφος πα¬ρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό, καθαγιάζοντας τὴν γῆ μὲ τὸ αἷμα του καὶ ἀποκομίζοντας στοὺς Οὐρανοὺς τὸν στέφανο τῶν ἀνδρείων ἀθλητῶν τῆς εὐσεβείας.
Ἡ ἁγία Ἰουλίττα ἐπληρώθη τότε θείας χαρᾶς καὶ εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ποὺ εἶχε ἀνοίξει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ στὸν γιὸ τῆς τὶς πύλες τῆς αἰωνίου δόξης. Ὁδηγούμενη ἐνώπιον τοῦ διοικητῆ ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη ἠρε¬μήσει, δήλωσε πὼς κανένα μαρτύριο δὲν θὰ κατόρθωνε νὰ νικήσει τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὅτι τὰ βασανιστήρια θὰ τῆς ἐπέτρεπαν ἀντί¬θετα νὰ συναντήσει τὸ ἀγαπημένο παιδί της. Ὁ Ἀλέξανδρος πρόσταξε νὰ τὴν ἁπλώσουν πάνω στὸ ξύλο καὶ νὰ σχίσουν τὶς σάρκες της μὲ σι¬δερένια ἄγκιστρα, κατόπιν δὲ νὰ χύσουν στὰ μέλη τῆς καυτὴ πίσσα. Παρὰ τοὺς πόνους ἐκείνη συνέχισε νὰ ὁμολογεῖ τὴν πίστη της στὴν Ἁγία Τριάδα προσθέτοντας: «Ἐπείγομαι νὰ πάω νὰ συναντήσω τὸ παιδί μου, γιὰ νὰ ἀπολαύσω μαζί του τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν!»
Διαπιστώνοντας ὅτι δὲν θὰ κατάφερνε τίποτε, ὁ Ἀλέξανδρος διέταξε νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν. Ὅταν ἡ ἁγία ἔφθασε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ζήτησε ἀπὸ τοὺς δημίους της νὰ τῆς δώσουν λίγο χρόνο νὰ προσευχηθεῖ. Πέφτοντας στὰ γόνατα εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ποὺ τὴν ἔκρινε ἄξια νὰ εἰσέλθει στὸν νυμφώνα του μὲ τὶς φρό¬νιμες παρθένες. Δὲν πρόλαβε νὰ προφέρει τὸ Ἀμὴν καὶ ὁ δήμιος ὕψωσε τὸ ξίφος καὶ ἀπέκοψε τὴν κεφαλή της. Τὸ σῶμα τῆς μαζὶ μὲ ἐκεῖνο τοῦ Κήρυκου πετάχτηκαν σὲ λάκκο ποὺ προοριζόταν γιὰ κοινοὺς ἐγκλη¬ματίες. Τὴν ἑπόμενη νύκτα οἱ δυὸ θεραπαινίδες τῆς ἁγίας Ἰουλίττας πῆγαν καὶ ἀνέσυραν τὰ τίμια λείψανα καὶ τὰ ἐνταφίασαν σὲ σπήλαιο τῆς περιοχῆς.
Ὅταν τὸ φῶς τῆς εὐσεβείας κατέλαμψε ἐλεύθερο κατὰ τὴν βασι¬λεία τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, ἡ μία ἀπὸ τὶς θεραπαινίδες, ποὺ ζοῦσε ἀκόμη, ἀποκάλυψε τὴν κρύπτη καὶ ἔκτοτε πλήθη πιστῶν συνέρρεαν γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τεμάχιο τῶν τίμιων λειψάνων, ποὺ ἐπιτελοῦσαν πλῆθος ἰαμάτων.
(Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας-Ἰούλιος, ἔκδ. Ἴνδικτος, σ. 165-167)
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!