Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ
Ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως
και πολιούχος άγιος των Πατρών
Μέσα στη σεπτή χορεία των δώδεκα μαθητών του Ιησού Χριστού εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος υπό της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας στις 30 Νοεμβρίου Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, ο οποίος από άσημος και απλοϊκός ψαράς κατέστη «ἁλιεύς τῶν ἀνθρώπων» και αναδείχθηκε μέγας διδάσκαλος του Ευαγγελίου του Χριστού και φλογερός Απόστολος του Γένους μας. Ο Άγιος Ανδρέας υπήρξε κατ’ εξοχήν Απόστολος των Ελλήνων, αφού ήρθε στον ελλαδικό χώρο για να κηρύξει τον σωτηριώδη λόγο του Θεού και να ιδρύσει Εκκλησίες. Έτσι μετά από μία καρποφόρα ιεραποστολική περιοδεία, κατέληξε στην Πάτρα, την οποία επορφύρωσε με το τίμιο αίμα του και καθαγίασε με τον ένδοξο σταυρικό του θάνατο για να πρεσβεύει αδιάλειπτα στον Πανάγαθο Θεό για τη σωτηρία και προστασία του πατραϊκού λαού, αλλά και σύμπαντος του Ελληνικού Γένους.
Ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου μας γεννήθηκε στην κωμόπολη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, η οποία βρίσκεται στη δυτική όχθη της λίμνης Τιβεριάδος (Γεννησαρέτ). Τόσο ο πατέρας του, ο Ιωνάς, όσο και ο ίδιος ο Ανδρέας, αλλά και ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Σίμωνας Πέτρος, εξασκούσαν το επάγγελμα του ψαρά. Παρόλο όμως που δεν απόκτησαν τα δύο αδέλφια ιδιαίτερη μόρφωση, χαρακτηρίζονταν από την ευσέβειά τους, αφού υπήρξαν μαθητές του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, του οποίου το πύρινο κήρυγμα σαγήνευσε τις ψυχές τους. Μάλιστα ο Ανδρέας, ο οποίος είχε φύγει από τη Βηθσαϊδά και συγκατοικούσε μαζί με τον έγγαμο αδελφό του, τον Πέτρο, στην Καπερναούμ, είχε την ευκαιρία να ακολουθεί συχνότερα τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή και να παρακολουθεί τα κηρύγματά του. Έτσι όταν ο Πρόδρομος είδε τον Ιησού Χριστό «περιπατοῦντι» στην έρημο της Ιουδαίας, απευθυνόμενος στον Ανδρέα και τον Ιωάννη, τον υιό του Ζεβεδαίου, τον και μετέπειτα Ευαγγελιστή και ηγαπημένο μαθητή του Κυρίου, τους είπε: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α΄, 36). Η φράση αυτή σαγήνευσε σε τέτοιο βαθμό τους δύο απλοϊκούς, αλλά ευσεβείς ψαράδες, ώστε θέλησαν να γνωρίσουν από κοντά τον Ιησού Χριστό. Μόλις αντιλήφθηκε ο Κύριος την επιθυμία τους για επικοινωνία, απευθύνθηκε σ’αυτούς και τους ρώτησε τι θέλουν. Εκείνοι τότε τον ρώτησαν: «Ραββί, που σημαίνει Διδάσκαλε πού μένεις;» Τότε ο Κύριος τους απάντησε «Ἔρχεσθε καί ἴδετε», δηλαδή ελάτε και θα δείτε. Κατόπιν οι δύο ψαράδες πήγαν και είδαν από κοντά τον χώρο, όπου έμενε ο Κύριος. Μόλις ο Ανδρέας γνώρισε από κοντά τον Ιησού Χριστό, ενθουσιάσθηκε τόσο πολύ, ώστε έτρεξε αμέσως να ενημερώσει τον αδελφό του, τον Σίμωνα Πέτρο. Όταν τον βρήκε, του είπε: «Εὑρήκαμεν τόν Μεσσία», δηλαδή τον Χριστό. Γι’ αυτό και ο Ανδρέας έλαβε το τιμητικό και ένδοξο προσωνύμιο «Πρωτόκλητος», αφού ήταν ο πρώτος που δέχθηκε την κλήση του Ιησού Χριστού. Στη συνέχεια οδήγησε τον αδελφό του στον Κύριο, ο Οποίος του είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιος του Ιωνά, εσύ θα ονομασθείς Κηφάς, που σημαίνει Πέτρος». Αλλά ο Ανδρέας δεν περιορίσθηκε στο να φέρει κοντά στον Χριστό μόνο τον αδελφό του, τον Πέτρο, αλλά παρακίνησε και τον φίλο του, τον Φίλιππο, τον συμπατριώτη του από τη Βηθσαϊδά, ώστε και αυτός να γευθεί την πνευματική χαρά της γνωριμίας και συναναστροφής μαζί Του.
Όμως η επίσημη και οριστική κλήση στο αποστολικό αξίωμα τόσο των δύο αδελφών, Ανδρέου και Πέτρου, όσο και των υιών του Ζεβεδαίου, Ιακώβου και Ιωάννου, θα γίνει αργότερα, όταν ο Ιησούς Χριστός «περιπατῶν παρά τήν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τόν λεγόμενον Πέτρον καί Ἀνδρέαν τόν ἀδελφό αὐτοῦ… καί λέγει αὐτοῖς˙ δεῦτε ὀπίσω μου, καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων, οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ (Ματθ. δ΄, 18-20). Ακούγοντας λοιπόν αυτά τα λόγια, άφησαν αμέσως τα δίχτυά τους και ακολούθησαν τον Ιησού Χριστό. Έκτοτε ο Ανδρέας κατετάγη στον κύκλο των δώδεκα μαθητών του Κυρίου, η δε παρουσία του ήταν εξέχουσα, αλλά και η σχέση του με τον Χριστό ήταν ξεχωριστή. Άλλωστε οι Ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς τον αναφέρουν δεύτερο στη χορεία των Αποστόλων μετά τον αδελφό του, τον Σίμωνα Πέτρο. Αλλά το όνομα του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου αναφέρεται και στο θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων ανδρών (Ιω. στ΄, 5-8), αλλά και στο περιστατικό της επιθυμίας των Ελλήνων «τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ» για να δουν τον Ιησού (Ιω, ιβ΄, 20-23), καθώς και στη συνομιλία του Κυρίου με τον Ανδρέα, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη περί των εσχάτων, όταν είχε προαναγγείλει ο Κύριος την καταστροφή του ναού του Σολομώντα (Μαρκ. ιγ΄, 3-4). Ο Απόστολος Ανδρέας ήταν παρών μαζί και με τους άλλους Αποστόλους στην Ανάληψη του Κυρίου (Πραξ. α΄, 9-14), ενώ κατά την ευφρόσυνο ημέρα της Πεντηκοστής δέχθηκε την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος (Πραξ. β΄, 1-13). Σύμφωνα μάλιστα με τις Πράξεις των Αποστόλων ο Πρωτόκλητος Ανδρέας βρισκόταν στο υπερώο κατά την ημέρα της Πεντηκοστής και ήταν μεταξύ αυτών που κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν καί ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις, καθώς τό Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι».
Μετά από αυτή την ευδόκιμη ιεραποστολική του περιοδεία και αφού πέρασε από τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα, έφτασε στην Πελοπόννησο και αφίχθη στην Πάτρα, η οποία την εποχή εκείνη ήταν ειδωλολατρική πόλη. Μάλιστα φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Σωσσίου, ο οποίος κατοικούσε μόνιμα στην Πάτρα, αλλά έπασχε από μία ανίατη και θανατηφόρα ασθένεια. Ο Ανδρέας όμως επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού θεράπευσε τον Σωσσία διά επιθέσεως των χειρών του. Το επιτελεσθέν θαύμα διαδόθηκε ταχύτατα σε ολόκληρη την πόλη και το πληροφορήθηκε και ο ειδωλολάτρης ανθύπατος Λέσβιος, ο οποίος χαρακτήρισε τον Απόστολο του Χριστού «μάγο και απατεώνα». Μάλιστα αποφάσισε να τον συλλάβει και να τον θανατώσει. Όμως τη νύχτα και ενώ σχεδίαζε τη σύλληψη και εξόντωσή του, αρρώστησε βαριά και από την ασθένειά του παρέμεινε για πολλές ώρες άφωνος. Όταν συνήλθε λίγο, παρακάλεσε κλαίγοντας τους στρατιώτες του να αναζητήσουν τον Ανδρέα και να τον παρακαλέσουν να τον επισκεφθεί. Μόλις ήρθε ο Απόστολος του Χριστού, άρχισε ο ανθύπατος κλαίγοντας να τον παρακαλεί να δείξει το έλεός του σ’ έναν άνθρωπο που είναι πλανεμένος και αμαρτωλός. Τότε ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου συγκινημένος βαθύτατα επέθεσε το δεξί του χέρι στο σώμα του Λεσβίου και υψώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, παρακάλεσε τον Ιησού Χριστό να θεραπεύσει τον ασθενή σωματικά και ψυχικά και να τον καταστήσει σκεύος της εκλογής Του και άξιο μαθητή Του. Αμέσως με τη βοήθεια του θεηγόρου Αποστόλου σηκώθηκε ο Λέσβιος εντελώς υγιής. Το νέο αυτό θαύμα διαδόθηκε αστραπιαία στην Πάτρα και πολλοί ήταν εκείνοι που έφερναν τους ασθενείς τους στον πνευματέμφορο Απόστολο, ο οποίος «ἐπιθείς τάς χεῖρας ἐφ’ ἑκάστῳ αὐτῶν παρευθύ πάντας ἰάσατο». Η πλούσια αυτή θαυματουργική δράση του Πρωτοκλήτου Αποστόλου σε συνδυασμό με το φλογερό του κήρυγμα και την αξιοθαύμαστη εντύπωση που δημιουργούσε με την αγιότητά του, προσέλκυε ολοένα και περισσότερους ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη και έτσι στην Πάτρα είχε δημιουργηθεί μία πολυάριθμη χριστιανική κοινότητα. Μεταξύ αυτών που ασπάσθηκαν τον χριστιανισμό ήταν και ο πρώην ειδωλολάτρης ανθύπατος Λέσβιος, πολλοί δε από τους μεταστραφέντες στη χριστιανική πίστη πρώην ειδωλολάτρες εισέβαλαν στους ειδωλολατρικούς ναούς και τους παρέδωσαν στη φωτιά, ενώ συνέτριψαν και τα ευρισκόμενα σ’ αυτούς ειδωλολατρικά αγάλματα. Μόλις όμως πληροφορήθηκε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας τη μεταστροφή πολλών ειδωλολατρών στον χριστιανισμό, μεταξύ δε αυτών και του ανθυπάτου Λεσβίου, έπαυσε, κατόπιν και εισηγήσεων από ιδιοτελείς συμβούλους, τον Λέσβιο από το αξίωμά του και τον αντικατέστησε με τον Αιγεάτη. Μάλιστα ο πρώην ανθύπατος άρχισε να ακολουθεί τον Απόστολο Ανδρέα στην πλούσια ιεραποστολική του δραστηριότητα στην περιοχή της Αχαΐας και κατέστη πιστός ακόλουθος και ένθερμος συνοδοιπόρος του.
Στο μεταξύ η σύζυγος του νέου ανθυπάτου Αιγεάτου, ονόματι Μαξιμίλλα, αντιμετώπιζε με συμπάθεια τη χριστιανική θρησκεία και πληροφορούμενη την ιεραποστολική δράση του θεηγόρου Αποστόλου στην Πάτρα, θέλησε να τον γνωρίσει από κοντά. Γι’ αυτό και έστειλε στο σπίτι του Σωσσίου, στο οποίο διέμενε ο Ανδρέας, μία έμπιστη συγγενή της, την Ιφιδάμα. Αλλά η Μαξιμίλλα αρρώστησε βαριά και απελπισμένη από τις ανεπιτυχείς προσπάθειες των ιατρών, ζήτησε να την επισκεφθεί ο Απόστολος Ανδρέας. Μόλις μπήκε ο Πρωτόκλητος μαθητής του Κυρίου στο σπίτι του ανθυπάτου, βρήκε τον Αιγεάτη να κρατά απεγνωσμένος στα χέρια του ένα μαχαίρι, με το οποίο είχε αποφασίσει να θανατώσει τόσο τον εαυτό του όσο και την ετοιμοθάνατη σύζυγό του. Αλλά ο Απόστολος του Χριστού του είπε με ηρεμία και πραότητα να αφήσει το μαχαίρι και να επικαλεσθεί τη βοήθεια του Θεού, ο Οποίος θα τον σώσει, εάν πιστέψει σ’ Αυτόν. Κατόπιν, αφού επέθεσε το χέρι του πάνω στη Μαξιμίλλα, τη θεράπευσε. Περιχαρής τότε ο ανθύπατος θέλησε να ανταμείψει τον Ανδρέα πλουσιοπάροχα, δίνοντάς του χίλια χρυσά νομίσματα, αφού δεν κατενόησε το μεγαλείο του αληθινού Θεού και θεώρησε τον Απόστολο ως επαγγελματία ιατρό. Ο Ανδρέας όμως αρνήθηκε μία τέτοια ανταμοιβή, αφού του είπε να κρατήσει τα νομίσματα για τον εαυτό του, διότι ο δικός του μισθός θα έρθει πολύ σύντομα, υπονοώντας τη μεταστροφή της Μαξιμίλλας στη χριστιανική πίστη.
Μετά τη διάσωση της συζύγου του Αιγεάτου ο ειδωλολάτρης ανθύπατος αναχώρησε για τη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του ήρθε στην Πάτρα ο αδελφός του, ο Στρατοκλής, τον οποίο συνόδευε ο έμπιστος υπηρέτης Αλκμάν. Οι δύο αυτοί άνδρες γνώρισαν τον Πρωτόκλητο Απόστολο, αλλά ξαφνικά ο Αλκμάν προσβλήθηκε από νευρική ασθένεια. Τότε ο Στρατοκλής καθ’ υπόδειξη της Μαξιμίλλας αναζήτησε τον Ανδρέα, ο οποίος πήγε στο πραιτώριο, όπου διέμενε ο Στρατοκλής. Όταν κατόρθωσε παρά την άρνηση των υπηρετών να μπει μέσα, επειδή φαινόταν άσημος και φτωχός άνθρωπος, βρήκε μάγους και ιατρούς να στέκονται απελπισμένοι πάνω από τον ασθενή χωρίς να μπορούν να προσφέρουν βοήθεια. Τότε ο Ανδρέας προσευχήθηκε ένθερμα στον Θεό να θεραπεύσει τον υπηρέτη Αλκμάν και αφού άπλωσε το χέρι του προς τον ασθενή, τον σήκωσε και έτσι αποκαταστάθηκε η υγεία του. Το νέο αυτό θαύμα εξαφάνισε κάθε δυσπιστία για τη νέα θρησκεία και αυτό είχε ως αποτέλεσμα αρχικά η Μαξιμίλλα και η συγγενής της, η Ιφιδάμα, και κατόπιν ο Στρατοκλής και ο υπηρέτης του, ο Αλκμάν, αλλά και άλλοι από τη συνοδεία τους να λάβουν το χριστιανικό βάπτισμα και να αρχίσουν να ζουν μέσα στην πνευματική χαρά της χριστιανικής αγάπης και ενότητος.
Όταν επέστρεψε στην Πάτρα ο Αιγεάτης και πληροφορήθηκε τη μεταστροφή της Μαξιμίλλας και των υπολοίπων στη χριστιανική πίστη, απαίτησε από τη σύζυγό του να επιστρέψει στην ειδωλολατρική θρησκεία. Αλλά η Μαξιμίλλα πρότεινε στον σύζυγό της να ασπασθεί και εκείνος τον χριστιανισμό. Η στάση αυτή εξόργισε τον Αιγεάτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε διέταξε να συλλάβουν και να φυλακίσουν τον Απόστολο Ανδρέα, αφού σύμφωνα με την άποψή του ήταν ο υπαίτιος της μεταστροφής της συζύγου του. Μάλιστα τον απείλησε ότι θα υποβληθεί σε φρικτά βασανιστήρια, εάν δεν έπειθε τη Μαξιμίλλα να ασπασθεί και πάλι την ειδωλολατρία. Αλλά και απευθυνόμενος στη σύζυγό του, την παρακάλεσε να μείνει κοντά του, όπως ήταν πρώτα, υποσχόμενος ότι θα είναι η κυρίαρχος όλης της περιουσίας του. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν ακολουθήσει τις προτροπές του, θα οδηγήσει τον Ανδρέα σε σταυρικό θάνατο. Η απειλή αυτή προκάλεσε τον τρόμο της Μαξιμίλλας, η οποία έσπευσε με την Ιφιδάμα στη φυλακή προκειμένου να ενημερώσει τον Απόστολο για τις απειλητικές διαθέσεις του Αιγεάτου. Αλλά ο Ανδρέας την καθησύχασε, λέγοντάς της ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της παρούσης ζωής είναι σύντομες και υπομένοντας αυτές, ζει κανείς μετά μέσα στην αιώνια χαρά. Επιπλέον αποτελεί μεγάλη τιμή να υποστεί τον σταυρικό θάνατο, διότι μ’ αυτόν τον τρόπο μιμείται τον Κύριο και έτσι θα βρεθεί πολύ γρήγορα πλησίον Του. Ακούγοντας η Μαξιμίλλα αυτά τα λόγια, παρηγορήθηκε και ενισχύθηκε ψυχικά. Γι’ αυτό και όταν συνάντησε τον σύζυγό της, του δήλωσε με αξιοθαύμαστη γενναιότητα ότι θεωρεί προτιμότερο τον θάνατο από την πρόσκαιρη ζωή, όταν μάλιστα διάγει τον βίο της μ’ έναν ειδωλολάτρη. Η θαρραλέα αυτή ομολογία εξαγρίωσε τόσο πολύ τον Αιγεάτη, ώστε την απείλησε ότι εάν δεν τη μεταπείσει ο γέροντας Ανδρέας, τότε θα παραδοθούν και οι δύο στον θάνατο. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή ο Απόστολος του Χριστού την ενθάρρυνε για να παραμείνει σταθερή και ακλόνητη στην πίστη της, ενώ για τον εαυτό του της δήλωσε ότι κανένα βασανιστήριο δεν πρόκειται να τον φοβίσει και να τον κάνει να υποχωρήσει, διότι πάνω από όλα βρίσκεται ο «διά Χριστόν ἔρως». Άλλωστε μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συμμετέχουμε στη Βασιλεία Του, αφού «πρός Αὐτόν γάρ, τόν Κύριον ἡμῶν ὁρῶμεν καί Αὐτόν ποθοῦμεν, τόν ἡμᾶς ὑπεραγαπήσαντα καί πρός Αὐτόν ἐπειγόμεθα». Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Στρατοκλής συγκινήθηκε τόσο πολύ, ώστε άρχισε δακρυσμένος να αναστενάζει ασταμάτητα. Τότε ο Ανδρέας του είπε ότι χαίρεται που του αποκάλυψε τον λόγο του Κυρίου και γι’ αυτό δεν πρέπει να αναστενάζει και να στεναχωριέται. Αλλά ο Στρατοκλής του απάντησε ότι η στεναχώρια του οφείλεται στο ότι απειλείται ο Ανδρέας με θάνατο και αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται να ακούσει ξανά τον λόγο του για τον Χριστό. Ο γέροντας όμως Απόστολος του τόνισε ότι η διδασκαλία του δεν θα πέσει στο κενό, διότι ο θάνατός του θα είναι για χάρη του ονόματος του Κυρίου και του Ευαγγελίου Του.
Βλέποντας όμως ο Αιγεάτης ότι η Μαξιμίλλα δεν μεταπείθεται, αποφάσισε να στρέψει όλη την οργή του εναντίον του Αποστόλου Ανδρέου, φοβούμενος ότι οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον της συζύγου του, θα προκαλούσε και την αντίδραση των επιφανών γονέων της. Έδωσε λοιπόν τη διαταγή να οδηγηθεί ο Απόστολος του Χριστού ενώπιόν του, διατυπώνοντας εναντίον του την κατηγορία ότι διέδιδε θρησκεία, την οποία «οἱ Ρωμαῖοι βασιλεῖς ἐξαφανίσαι ἐκέλευσαν». Μάλιστα του είπε ότι ο Ιησούς Χριστός, τον Οποίο ο Ανδρέας κηρύττει, αποδοκιμάσθηκε από τους συμπατριώτες του, τους Ιουδαίους, οι οποίοι Τον οδήγησαν στον σταυρικό θάνατο. Ακολούθησε διάλογος μεταξύ του θεόπτου Αποστόλου και του ανθυπάτου Αιγεάτου, όπου ο Ανδρέας του τόνισε ότι ο Κύριος σταυρώθηκε με τη θέλησή Του για την αγάπη και τη σωτηρία των ανθρώπων και αυτό το επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Απόστολος, αφού ήταν αυτόπτης μάρτυς στα όσα διαδραματίστηκαν πριν την προδοσία Του από τον Ιούδα και τη σταύρωσή Του, την οποία θα μπορούσε και να αποφύγει. Ο Αιγεάτης επέμενε στην άποψή του ότι ο Κύριος σταυρώθηκε με ατιμωτικό θάνατο ως κακούργος, αλλά ο Ανδρέας του απάντησε ότι «μέγα ἐστί τό μυστήριον τοῦ σταυροῦ», για το οποίο του πρότεινε να του μιλήσει. Όμως ο λόγος του Αποστόλου για «τήν δόξα τοῦ σταυροῦ» δεν βρήκε απήχηση στη μωρία και τον ειδωλολατρικό φανατισμό του ανθυπάτου, ο οποίος τον πρόσταξε να θυσιάσει στους ειδωλολατρικούς θεούς, διότι διαφορετικά θα σταυρωθεί, όπως σταυρώθηκε και ο διδάσκαλός του.
Μετά την εκδημία του ογδοντάχρονου Αποστόλου Ανδρέου, η οποία έλαβε χώρα την 30ην Νοεμβρίου του 66μ.Χ. επί των ημερών του Ρωμαίου αυτοκράτορος Νέρωνος, η Μαξιμίλλα μαζί με τον επίσκοπο Στρατοκλή έλυσαν το σώμα του μακαρίου Πρωτοκλήτου και το ενταφίασαν με πολλή ευλάβεια και με τις πρέπουσες εκκλησιαστικές τιμές στον τάφο πλησίον του αιγιαλού, ο οποίος επιδεικνύεται μέχρι σήμερα στον περιώνυμο παλαιό Ιερό Ναό του Αγίου στην Πάτρα. Μετά τον ενταφιασμό του ιερού λειψάνου η Μαξιμίλλα έμεινε κλεισμένη σε σπίτι πλησίον του τάφου του Αγίου και δεν ήθελε καμία επικοινωνία με τον σύζυγό της. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τέτοια απόγνωση και ψυχική ανισορροπία στον Αιγεάτη, ώστε κάποια νύχτα ξέφυγε από την προσοχή όλων στο πραιτώριο, όπου διέμενε, και αφού έπεσε από μεγάλο ύψος «ἐν μέσῃ ἀγορᾷ τῆς πόλεως κυλιόμενος ἐξέπνευσε». Το σώμα του ενταφιάσθηκε από τον αδελφό του, τον Στρατοκλή, ο οποίος δεν θέλησε να λάβει τίποτα από την περιουσία του ειδωλολάτρη αδελφού του που φόνευσε τον Απόστολο του Κυρίου.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!