Κάποτε ἕνας ἅγιος γέροντας προσευχόταν στὸ Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει γιατί ἄνθρωποι δίκαιοι καὶ εὐσεβεῖς εἶναι φτωχοί, δυστυχοῦν καὶ ἀδικοῦνται, ἐνῶ πολλοί, ἄδικοι καὶ ἁμαρτωλοί, εἶναι πλούσιοι καὶ ἀναπαύονται, καὶ πὼς ἑρμηνεύονται οἱ κρίσεις τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός, θέλοντας νὰ τὸν πληροφορήσει, τοῦ ἔβαλε στὴν καρδιὰ λογισμὸ νὰ φύγει καὶ νὰ κατέβει στὸν κόσμο…
Περπατώντας λοιπὸν ὁ γέροντας, βρέθηκε σ’ ἕνα δρόμο πλατύ, ὅπου περνοῦσαν πολλοὶ ἄνθρωποι. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνα λιβάδι καὶ μία βρύση μὲ καθαρὸ νερό.
Ὁ Ἀββᾶς κρύφτηκε στὴν κουφάλα ἑνὸς δέντρου καὶ σὲ λίγο εἶδε, πρῶτα – πρῶτα νὰ περνᾶ ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος ποὺ ξεπέζεψε καὶ κάθισε νὰ φάει. Ἐκεῖ ποὺ ἀναπαυόταν βγάζει ἕνα πουγκὶ μὲ 100 χρυσὰ νομίσματα γιὰ νὰ τὰ μετρήσει. Ἀφοῦ τὰ μέτρησε, νόμισε πὼς τὰ ἔβαλε πάλι μέσα στὸ ροῦχο του, ἐκεῖνα ὅμως τοῦ ἔπεσαν στὴ γῆ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει…
Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ καβαλίκεψε τὸ ἄλογό του ἀφήνοντας ἐκεῖ τὰ φλουριά…
Σὲ λίγο πέρασε ἀπὸ κεῖ ἕνας δεύτερος, ὁδοιπόρος αὐτός, καὶ σταμάτησε γιὰ νὰ πιεῖ νερό. Βρίσκει ὅμως τὶς λίρες, τὶς παίρνει, καὶ φεύγει γρήγορα. Κατόπιν ἦλθε ἕνας ἄλλος τρίτος καὶ φτωχὸς πεζοδρόμος, φορτωμένος καὶ κουρασμένος καὶ κάθισε κι αὐτὸς ν’ ἀναπαυθεῖ.
Ἐνῶ ἔβγαζε ἕνα παξιμάδι γιὰ νὰ φάει, ἔρχεται ὁ πλούσιος, πέφτει πάνω στὸ φτωχὸ καὶ τοῦ λέει μὲ θυμό:
«Γρήγορα, δῶσε μου τὶς λίρες ποὺ βρῆκες».
Ὁ φτωχὸς μὲ ὅρκους μεγάλους ἔλεγε πὼς δὲν εἶδε τέτοιο πράγμα. Τότε ὁ πλούσιος ἄρχισε νὰ τὸν δέρνει μὲ τὴ βίτσα τοῦ λουριοῦ τοῦ ἀλόγου του, καὶ μ’ ἕνα χτύπημα στὰ μηνίγγια τὸν σκότωσε… Μετά, ἄρχισε νὰ ψάχνει ὅλα τὰ ροῦχα καὶ τὰ πράγματα τοῦ φτωχοῦ, καὶ μὴ βρίσκοντας τίποτα, ἔφυγε πολὺ λυπημένος…
O Ἀββᾶς κρυμμένος στὸ δένδρο, βλέποντας ὅλα αὐτὰ ἔκλαιγε καὶ σπαρασσόταν ἡ καρδιά του γιὰ τὸν ἄδικο φόνο καὶ παρακαλώντας τὸν Κύριο, ἔλεγε:
«Κύριε, μὰ δὲν βλέπεις τὸ ἄδικο; Καὶ πῶς ἡ ἀγαθότητά Σου ὑπομένει ὅλη αὐτὴ τὴν κατάσταση; »
Τότε παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε:
«Μὴ λυπᾶσαι, Γέροντα, γιατί ὅλα αὐτὰ γίνονται μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, κι΄ ὄχι στὴν τύχη καὶ ἀπὸ μόνα τους !
Ἄλλα λοιπὸν γίνονται κατὰ παραχώρηση Θεοῦ ( δηλαδὴ τὰ ἐπιτρέπει…), ἄλλα γίνονται γιὰ παίδευση ( λόγω προηγούμενων ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων ), καὶ ἄλλα γίνονται γιὰ οἰκονομία ( ἐλάφρυνση καταδίκης) πρὸς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους…
Μάθε λοιπὸν ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὶς λίρες ( ὁ πλούσιος ), εἶναι γείτονας τοῦ δεύτερου, δηλαδὴ ἐκείνου ποὺ τὶς βρῆκε. O δεύτερος εἶχε ἕνα περιβόλι ἀξίας 100 λιρῶν, αὐτὸς δὲ ὁ πλούσιος ὡς πλεονέκτης ποὺ ἦταν, τὸ πῆρε πιάνοντας τοὺς δικαστὲς μόνο γιὰ 50 λίρες !
Κι ἐπειδὴ παρακαλοῦσε ὁ φτωχὸς περιβολάρης τὸ Θεὸ νὰ κάνει ἐκδίκηση, οἰκονόμησε ἔτσι ὁ Θεὸς καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε διπλά, ὥστε ἀντὶ 50 χρυσὰ νομίσματα, νὰ πάρει δηλαδὴ τὰ 100, ποὺ πραγματικὰ ἄξιζε νὰ πάρει !
Μάθε ἀκόμη, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ φονεύθηκε ἄδικα, εἶχε κάνει παλαιότερα ἕνα φόνο, ἐπειδὴ ὅμως μετὰ εἶχε ἔργα χριστιανικὰ καὶ θεάρεστα μετανοώντας εἰλικρινὰ μὲ κλάματα καὶ ὀδυρμοὺς γιὰ τὸ ἁμάρτημά του καὶ ἐξομολογούμενος σὲ ἱερέα, γι΄ αὐτὸ θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ τὸν σώσει καὶ νὰ τὸν καθαρίσει καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ φόνου, οἰκονόμησε νὰ σκοτωθεῖ ἄδικα καὶ ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ σωθεῖ ἔτσι, κάπως ἡ ψυχή του…
Αὐτὸς δὲ ὁ πλούσιος καὶ πλεονέκτης ποὺ ἔκανε τὸ φόνο, ἔμελλε νὰ κολαστεῖ ἀπὸ τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν πλεονεξία τοῦ γι’ αὐτὸ τὸν ἄφησε ὁ Θεὸς νὰ πέσει στὸ ἁμάρτημα τοῦ φόνου, γιὰ νὰ πονέσει ἡ ψυχή του καὶ νὰ ζητήσει καὶ αὐτὸς κάποια μετάνοια…
Καὶ νὰ τώρα, ἦλθε καὶ σ΄ αὐτὸν ἡ μετάνοια καὶ σὲ λίγο ἀφήνει τὸν κόσμο καὶ πάει νὰ γίνει μοναχός…
Λοιπόν, πήγαινε τώρα στὸ κελί σου καὶ μὴν πολυεξετάζεις τὶς κρίσεις τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτὲς εἶναι ἀνεξερεύνητες καὶ ἀνεξιχνίαστες καὶ δὲν μοιάζουν καθόλου μὲ τὶς ἀνθρώπινες κρίσεις. Γνώριζε ἐπίσης ὅτι καὶ πολλὰ ἄλλα γίνονται στὸν κόσμο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ λόγους ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν γνωρίζουν. Κι ἔτσι τὸ σωστὸ εἶναι νὰ λέει ὁ καθένας: «Δίκαιος εἰ Κύριε, καὶ εὐθεῖαι αἳ κρίσεις σου.» (Ψαλμ. ΡΙΗ, 137)…»
Ὁ Ἀββᾶς, ἀφοῦ ἄκουσε ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἄγγελο, σηκώθηκε χαρούμενος καὶ δόξασε τὸ Θεὸ !
paraklisi
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!