Τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, σύμφωνα μὲ τὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας˙ μνήμην ἄγειν ἐτάχθημεν παρὰ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, ἀπὸ Ἀδὰμ ἄχρι καὶ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατὰ γενεαλογίαν, καθὼς ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἱστορικῶς ἠριθμήσατο, ὁμοίως καὶ τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Προφητίδων.
Ἀνάμεσα δὲ στοὺς εὐαρεστήσαντες τὸν Θεὸ περιλαμβάνονται καὶ ὁρισμένα πρόσωπα, ποὺ δὲν ἐντάσσονται στὴν γνωστὴ γενεαλογία τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ δίκαιος Ἰώβ.
Τὸν Ἰὼβ ἐπαινοῦν οἱ συναξαριακοὶ στίχοι τῆς ἡμέρας μὲ τὰ παρακάτω θαυμάσια λόγια˙

Ὕψιστον εὑρὼν ἀξίως ἐπαινέτην,
Ἰὼβ ἐπαίνων οὐ δέῃ τῶν γηΐνων.

Στὸν Ἰὼβ εἶναι ἀφιερωμένο ἕνα ἐξαιρετικὰ διδακτικὸ βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸ ὁμώνυμο βιβλίο τοῦ Ἰώβ. Γραμμένο σχεδὸν ὁλόκληρο μὲ ποιητικὴ μορφὴ προσεγγίζει τὸ πρόβλημα καὶ τὸ ἐρώτημα τῆς δυστυχίας τῶν δικαίων ἀνθρώπων. Αὐτὴ ἡ δυστυχία ἐγείρει λογικὰ ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἐρωτήματα, ποὺ βασανίζουν πολλοὺς ἀνθρώπους διαχρονικά. ὸ βιβλίο τοῦ Ἰὼβ διηγεῖται ἀκριβῶς τὴν ἱστορία ἑνὸς δίκαιου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δοκιμάζεται σκληρὰ ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπομονὴ τοῦ βιώνει στὸ τέλος πλούσια τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἰὼβ ζοῦσε σὲ μία χώρα, ποὺ ὀνομαζόταν Αὐσίτιδα, Νοτιοανατολικά της Νεκρᾶς Θάλασσας. Σύμφωνα μὲ τὴν διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἦταν δίκαιος καὶ τέλειος, μὲ βαθειὰ πίστη καὶ εὐσέβεια στὸν Θεὸ καὶ ἀποστροφὴ πρὸς τὸ κακό. Εἶχε ἑφτὰ γιούς, τρεῖς κόρες καὶ πολὺ μεγάλη περιουσία, ἦταν ὁ πλουσιότερος ἄνθρωπος τῆς Ἀνατολῆς! Ἀγαποῦσε πολὺ τὰ παιδιά του καὶ εἶχε ἀγωνία γιὰ τὴν πνευματική τους κατάσταση, ἀνησυχοῦσε μήπως ἁμαρτήσουν καὶ φύγουν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ προσευχόταν θερμὰ στὸν Θεὸ νὰ τὰ εὐλογεῖ καὶ νὰ τὰ συγχωρεῖ, ἀκόμα καὶ ἂν ἁμάρτησαν μόνο μὲ τὴν σκέψη τους.

Μία μέρα παρουσιάστηκε μπροστὰ στὸν Θεὸ ὁ διάβολος. Αὐτὸς ἦταν ὁ πρῶτος ἀποστάτης στὴν ἱστορία ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καθὼς ὑπερηφανεύτηκε καὶ θέλησε νὰ ὑπερυψωθεῖ πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας ἐξέπεσε ἀπὸ τὸ ἀρχαγγελικό του ἀξίωμα καί, ἐνῶ εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς ὁλοφώτεινος ἄγγελος, ἔγινε διάβολος. Ἀπὸ τότε μέχρι καὶ σήμερα ἀγωνίζεται, ὥστε καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ μιμηθοῦν τὴν δική του διαγωγή. Νὰ φύγουν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Αὐτὸ ἔκανε μὲ τοὺς πρωτόπλαστους, τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα, τὸ ἴδιο προσπάθησε νὰ ἐπιτύχει καὶ μὲ τὸν Ἰώβ. Ὅταν εἶπε ὁ Θεὸς στὸν διάβολο ὅτι ὁ Ἰὼβ εἶναι ὁ πιὸ δίκαιος ἄνθρωπος στὴ γῆ, ὁ σατανᾶς ἀπέδωσε τὴν δικαιοσύνη τοῦ Ἰὼβ στὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξέφρασε τὴν βεβαιότητα ὅτι, ἂν ὁ Ἰὼβ ὑποστεῖ σοβαρὲς δοκιμασίες, θὰ χάσει τὴν πίστη του. Ἐπέτρεψε τότε ὁ Θεὸς νὰ συμβοῦν στὸν ἀγαπημένο δοῦλο Του, Ἰώβ, δοκιμασίες μεγάλες καὶ σκληρές.
Ληστὲς ἅρπαξαν τὰ βόδια καὶ τὰ γαϊδούρια τῶν κοπαδιῶν του καὶ σκότωσαν τοὺς δούλους του.
Φωτιὰ ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἔκαψε τὰ πρόβατα καὶ τοὺς δούλους του, ποὺ τὰ βοσκοῦσαν. Χαλδαῖοι ἅρπαξαν τὶς καμῆλες καὶ σκότωσαν καὶ ἐκείνους τοὺς δούλους.
Ἄνεμος δυνατὸς γκρέμισε τὸ σπίτι, στὸ ὁποῖο βρίσκονταν ὅλα τὰ παιδιά του, καταπλακώθηκαν ἀπὸ τὰ συντρίμμια καὶ σκοτώθηκαν!
Τότε ὁ Ἰὼβ ἔπεσε στὴν γῆ προσκύνησε τὸν Θεὸ καὶ εἶπε· Γυμνὸς γεννήθηκα γυμνὸς στὴ μάνα γῆ θὰ γυρίσω. Ὁ Κύριος ὅλα τὰ ἔδωσε τώρα τὰ πῆρε πίσω. Μὰ τ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου μοναχὰ θὰ εὐλογήσω τὸ ὄνομά Του τὸ ἅγιο ποτὲ δὲν θὰ βλασφημήσω. Ἔτσι, ὁ Ἰὼβ δὲν ἁμάρτησε καὶ δὲν ἔχασε τὴν σύνεσή του οὔτε τὴν πίστη του στὸν Θεό[1].

Ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκαν αὐτὲς οἱ δοκιμασίες ὁ Θεὸς εἶπε στὸν σατανᾶ. εἶδες τὸν δοῦλο μου τὸν Ἰώβ; Παραμένει ἄκακος, ἀληθινός, εὐσεβὴς πιστός, ἀποστρέφεται τὸ κακό. Ὁ διάβολος ἀπάντησε ὅτι δὲν ἦταν ἀρκετὲς οἱ προηγούμενες δοκιμασίες ἀλλά, ἂν ἐπέτρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἀσθενήσει σοβαρὰ ὁ ἴδιος ὁ Ἰώβ, τότε σίγουρα θὰ βλασφημοῦσε τὸν Θεό.  Πραγματικά, ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ συμβεῖ καὶ αὐτὴ ἡ δοκιμασία. Τὸ σῶμα του γέμισε πληγές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὑπέφερε φοβερά.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΙώβἩ ἴδια ἡ γυναίκα του ἀντὶ νὰ τὸν στηρίξει τοῦ ἔλεγε νὰ βλασφημήσει ἐπιτέλους τὸν Θεὸ καὶ νὰ πεθάνει. Ὁ Ἰώβ, ὅμως, τῆς ἀπάντησε αὐστηρά˙ εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;
Δηλαδή, ἂν δεχτήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ καλὰ καὶ τὶς εὐλογίες, τώρα δὲν πρέπει νὰ ὑπομείνουμε καὶ τὶς δοκιμασίες, πού ἐπέτρεψε ἡ ἀγάπη Του νὰ συμβοῦν σὲ ἐμᾶς;
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Ἰὼβ ἔμεινε ἀσάλευτος στὴν βαθειὰ πίστη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ δὲν ὑπέπεσε στὴν βλασφημία, ὅπως ἀνέμενε ὁ διάβολος[2].

ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΙΩΒΤρεῖς φίλοι τοῦ Ἰώβ, ὁ Ἐλιφάζ, ὁ Βιλδὰδ καὶ ὁ Σωφάρ, μόλις ἔμαθαν τὶς συμφορὲς τοῦ φίλου τους ἔσπευσαν νὰ τὸν ἐπισκεφτοῦν καὶ νὰ τὸν παρηγορήσουν. Ὅταν, ὅμως, πλησιάζοντας τὸν εἶδαν ἀπὸ μακριὰ σὲ τόσο ἄθλια κατάσταση ξέσπασαν σὲ θρῆνο καὶ γιὰ ἑφτὰ μερόνυχτα δὲν εἶπαν λέξη. Μόνο μὲ τὴν παρουσία τους καὶ σιωπηλὰ συμμετεῖχαν στὸν πόνο τοῦ Ἰώβ[3].
Ὁ Ἰὼβ στὴ συνέχεια σὲ κατάσταση ἀκραίας ταπείνωσης καὶ συντριβῆς ἐξέφρασε τὸν πόνο καὶ τὴν δυστυχία του μὲ τὴν εὐχὴ νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ ποτέ, καθὼς ἔχασε τὴν εἰρήνη, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀνάπαυση καὶ νοιώθει μόνο ταραχὴ ἔχοντας χάσει πιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς[4].
Στὰ λόγια αὐτὰ ἀπαντᾶ ὁ φίλος του, Ἐλιφάζ, ποὺ τὸν μαλώνει αὐστηρὰ ὑπενθυμίζοντας στὸν Ἰὼβ τὸν τρόπο, ποὺ ἐκεῖνος πάντα παρηγοροῦσε καὶ ἐνδυνάμωνε ὅσους ὑπέφεραν, γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὴν ὑπομονή τους.
Προσπαθεῖ νὰ τὸν στηρίξει καὶ νὰ τὸν βοηθήσει, ὥστε νὰ μὴν χάσει τὴν ἐλπίδα του. Ἐπίσης, τὸν βοηθᾶ νὰ κατανοήσει ὅτι δὲν εὐθύνεται ὁ Θεὸς γιὰ τὸ κακό, ποὺ τὸν βρῆκε, καὶ τὸν συμβουλεύει νὰ ἀπευθύνει θερμὴ προσευχὴ στὸν Θεό[5]. Ὁ Ἐλιφὰζ ἑρμηνεύει ὡς εὐλογία, νουθεσία καὶ παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ τὶς δοκιμασίες καὶ προσπαθεῖ νὰ στερεώσει τὴν ἐλπίδα τοῦ Ἰὼβ ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλείψει ἀλλὰ καὶ θὰ τὸν εὐλογήσει πάλι πολλαπλάσια[6].
Ὁ Ἰώβ, ὅμως, βυθισμένος στὸν πόνο καὶ τὴν ἀπελπισία ἀδυνατεῖ νὰ δεχτεῖ αὐτὲς τὶς σοφὲς παραινέσεις. Ἀντίθετα, πιστεύει ὅτι μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ τὸν λυτρώσει. Ἡ διάνοιά του λυγίζει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν συμφορῶν νοιώθοντας ἀδύναμος νὰ συνεχίσει τὸν ἀγώνα καὶ μέσα στὴν ἀπελπισία του κινδυνεύει νὰ πεῖ λόγια φοβερά, κινδυνεύει νὰ χάσει τὴν πίστη του στὸν Θεό[7].
Ὅλες αὐτὲς οἱ σκέψεις γίνονται παράπονο καὶ ἀναπέμπονται ὡς προσευχὴ στὸν Θεό. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ πλημμυρίζει μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ Ἰὼβ καὶ συνοψίζεται στὸ ἀγωνιῶδες καὶ ἀναπάντητο ἐρώτημα ποιὰ ἀσυγχώρητη ἁμαρτία του μπορεῖ νὰ ξεσήκωσε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ[8].
Ὁ φίλος τοῦ Ἰώβ, Βιλδάδ, παίρνει στὴ συνέχεια τὸν λόγο καὶ προσπαθεῖ παρηγορητικὰ μὲ πολὺ ἀγάπη νὰ ἀναπαύσει αὐτοὺς τοὺς σκοτεινοὺς λογισμούς. Ὁ Βιλδὰδ προσπαθεῖ νὰ σώσει τὸν Ἰὼβ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῆς ἀσέβειας βεβαιώνοντάς τον γιὰ τὴν θεία δικαιοσύνη. Ἡ δικαιοσύνη αὐτὴ θὰ ἐκφραστεῖ, σύμφωνα μὲ τὸν Βιλδάδ, μὲ τὸ τέλος τῶν δοκιμασιῶν καὶ ἀποκατάσταση τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ στὸν εὐσεβῆ δοῦλο Του, τὸν Ἰώβ[9]. Οὔτε τὰ λόγια τοῦ Βιλδάδ, ὅμως, μπόρεσαν νὰ παρηγορήσουν τὸν Ἰώβ. Ὁ Ἰὼβ νοιώθει δίκαιος καὶ ἀθῶος καὶ ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει γιατί ὁ Παντοδύναμος Θεὸς δὲν φανερώνει τὸ ἔλεός Του καὶ τὸν βασανίζει τόσο φριχτά. Δὲν τὸν ἀπασχολοῦν τόσο πολὺ ὅσα πολύτιμα ἔχασε οὔτε ἡ ἴδια ἡ ὑγεία καὶ ἡ ζωὴ του ὅσο τὸ ἀναπάντητο ἐρώτημα· γιατί συμβαίνουν ὅλες αὐτὲς οἱ συμφορὲς σὲ ἕναν ἄνθρωπο δίκαιο καὶ ἀγαθό[10].
Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, μίλησε ὁ τρίτος φίλος τοῦ Ἰώβ, ὁ Σωφάρ. Ὁ Σωφὰρ κατηγορεῖ τὸν Ἰὼβ γιὰ φλυαρία ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ὑπερήφανες σκέψεις του ὅτι εἶναι ἀπόλυτα δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, τὸν ἐπιπλήττει γιὰ τὴν ἀμφισβήτηση τῆς σοφίας καὶ τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν καθοδηγεῖ πνευματικά, ὥστε νὰ στρέψει παρακλητικὰ καὶ νὰ στηλώσει τὴν καρδιά του στὸν Θεὸ μὲ ἀκλόνητη πίστη καὶ βέβαιη ἐλπίδα.
Μετὰ τὴν παρέμβαση καὶ τοῦ Σωφάρ, ὁ Ἰὼβ κατηγορεῖ τοὺς φίλους του ὅτι ἐνῶ λένε λόγια σοφὰ καὶ ἀληθινὰ δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν ὅτι τὸ πρόβλημά του δὲν εἶναι οἱ συμφορὲς ἀλλὰ τὸ αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης. Θέλει νὰ δικαστεῖ, ὥστε νὰ κριθεῖ ἔνοχος ἢ ἀθῶος. Δὲν ἀντέχει ἄλλο τὴν θεοεγκατάλειψη. Φιλοσοφεῖ τὴν συντομία τῆς ζωῆς καὶ στέκεται ἄναυδος καὶ ἐκστατικὸς μπροστὰ στὸ ἀδιέξοδο τοῦ θανάτου[11] κινδυνεύοντας νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀσέβεια. Μπροστὰ στὸν κίνδυνο αὐτὸ τὸν ἐπιπλήττει ὁ φίλος του, Ἐλιφάζ, ἐφιστώντας του τὴν προσοχὴ νὰ μὴν στρέφεται μὲ ἀσέβεια ἐναντίον τοῦ πάνσοφου Δημιουργοῦ καὶ νὰ μὴν Τὸν προκαλεῖ μέ τὰ ἀνόητα λόγια του[12].
Ὡστόσο, ὁ Ἰὼβ καὶ πάλι δὲν ἀποδέχεται τὶς συμβουλὲς ἐπιζητώντας ἐπίμονα νὰ ἀποδώσει ὁ Θεὸς δικαιοσύνη, ὥστε νὰ δικαιωθεῖ ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Νοιώθει πιὰ περίγελως τοῦ κόσμου καὶ ἐπιθυμεῖ μόνο νὰ πεθάνει[13]. Περιφρονεῖ τὶς συμβουλὲς τῶν φίλων του, νοιώθει ἀδικημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ πιστεύει ὅτι στὸ τέλος μὲ κάποιον τρόπο θὰ τὸν δικαιώσει[14]. Καὶ πάλι, ὅμως, ταλανίζεται ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴν παρατήρηση ὅτι οἱ ἀσεβεῖς συνήθως στὴ ζωὴ τοὺς εὐημεροῦν καὶ καλοπερνοῦν χωρὶς νὰ βιώσουν ἔντονους πειρασμοὺς καὶ σκληρὲς δοκιμασίες. Γιὰ αὐτὸ ξαναζητὰ ἐπίμονα νὰ στήσει δικαστήριο ὁ Θεὸς καὶ νὰ ἀποδώσει δικαιοσύνη. Νὰ πάψουν πιὰ οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ ἀδικοῦν, νὰ ἀφανιστεῖ ἀπὸ τὴ γῆ ἡ ἀδικία.
Παρατηρώντας καὶ ἀξιολογώντας τὴν ἀπελπισία τοῦ Ἰώβ, ὅπως περιγράφεται στὴν παραπάνω διήγηση, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο καῖνε τὸν ἄνθρωπο οἱ φλόγες τῆς κόλασης. Ἐπιτρέπει ἡ πάνσοφη θεία ἀγάπη νὰ ζήσει ὁ Ἰὼβ αὐτὴ τὴν ἄκρως ὀδυνηρὴ πνευματικὴ ἐμπειρία, γιὰ νὰ τὴν ἀξιολογήσει διαλεκτικὰ πρὸς τὸν Παράδεισο. Γιατί Παράδεισος εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο νὰ ζεῖ μαζί Του, νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, νὰ μετέχει στὶς Ἐνέργειές Του, νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὸ Φῶς Του. Αὐτὲς οἱ ἀναμνήσεις κάνουν ἐντονότερο τὸν πόνο του[15] καὶ ἀβάσταχτη τὴν ἀθλιότητα τῆς κατάστασής του[16], ἐνῶ ὁρκίζεται ὅτι εἶναι καθαρὸς καὶ ἀθῶος, καθὼς περιγράφει τὴν δίκαιη ζωὴ του[17].

Τότε παρεμβαίνει ὁ Ἐλιού, ἕνας τέταρτος φίλος τοῦ Ἰώβ, ὁ ὁποῖος πῆρε τὸν λόγο μὲ θυμὸ καὶ μὲ θεία φώτιση κατέκρινε τὸν Ἰὼβ τόσο γιὰ τὴν αὐτοδικαίωσή του ὅσο καὶ γιὰ τὴν προσπάθειά του νὰ κατανοήσει καὶ νὰ ἑρμηνεύσει τὸν Θεὸ μὲ ἀνθρώπινα μέτρα. Ὁ Θεός, ὅμως, εἶναι παιδαγωγὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ σκοπὸ νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου χαρίζοντας σὲ αὐτὸν καὶ πάλι τὴν ζωή, γιὰ νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ πλημμυρισμένος ἀπὸ τὸ δικό Του ἅγιο Φῶς[18]. Ἐπίσης, τονίζει ὁ Ἐλιοὺ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ κάνει ὁ Θεὸς κακὸ καὶ ἀδύνατο νὰ ἀδικήσει ὁ Παντοδύναμος[19] καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ εἶναι πολὺ ἀνόητο ἐκ μέρους τοῦ Ἰὼβ νὰ κατηγορεῖ τὸν Θεὸ γιὰ μὴ ἀπόδοση δικαιοσύνης. Ἡ κρίση καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποδίδονται μόνο σὲ αὐτὴν τὴ ζωὴ καὶ εἶναι ἄστοχο νὰ ὑποδεικνύουμε ἐμεῖς στὸν Θεὸ μὲ ποιὸν τρόπο πρέπει νὰ τιμωρήσει τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους[20].  Ἄλλωστε ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη οὔτε τὶς δικαιοσύνες μας ἀλλὰ καὶ οὔτε βλάπτεται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων[21]. Μὲ τὰ φωτισμένα αὐτὰ λόγια ὁ Ἐλιοὺ ἐνθαρρύνει τὸν Ἰὼβ νὰ κάνει ὑπομονὴ δείχνοντας ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ἑρμηνεύει τὶς δοκιμασίες τῶν δικαίων ὡς θεία εὐλογία καὶ παιδαγωγία, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν τὰ ἔργα τους, τὶς ἁμαρτίες τους καὶ τὴν ὑπερηφάνειά τους, ὥστε νὰ προσέχουν καὶ νὰ μεταστρέφονται ἀπὸ τὸ κακὸ ἀποδεχόμενοι μὲ ὑπακοὴ τὸ θεῖο θέλημα[22]. Ὁ Παντοδύναμος Θεὸς εἶναι ἀναμφισβήτητα δίκαιος Κριτὴς καὶ εἰσακούει ὁπωσδήποτε τὴν προσευχὴ τῶν δικαίων[23].

Ἀκολουθοῦν δυὸ συγκλονιστικὰ κεφάλαια τοῦ βιβλίου, τὸ τριακοστὸ ὄγδοο καὶ τὸ τριακοστὸ ἔνατο, στὰ ὁποῖα ἀπαντᾶ στὸν Ἰὼβ ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς θέτοντάς του συγκεκριμένα ἐρωτήματα. Ὁμιλεῖ ὁ Θεὸς καὶ λέει: Ποιὸς εἶναι αὐτός, πού κρύβοντας τὰ λόγια του μέσα στὴν καρδιά του, νομίζει ὅτι θὰ τὰ κρύψει ἀπὸ Ἐμένα; Ποῦ ἤσουν ἐσύ, Ἰώβ, ὅταν Ἐγὼ θεμελίωνα τὴν γῆ; Ποιὸς ὅρισε τὶς διαστάσεις της; Πάνω σὲ τί στηρίγματα μπῆκαν τὰ θεμέλιά της καὶ ποιὸς ἔβαλε τὸν θεμέλιο λίθο; … Μὲς τὴ ζωή σου πρόσταξες ποτὲ νὰ ἀνατείλει ἡ μέρα; … Ἔφτασες ποτὲ στὴν πηγὴ τῆς θάλασσας ἢ περπάτησες στοὺς πυθμένες τῆς ἀβύσσου; Μήπως ἄνοιξαν μπροστά σου οἱ πύλες τοῦ θανάτου ἢ οἱ φύλακες τοῦ ἅδη σὲ εἶδαν καὶ τρόμαξαν[24]; Στοὺς παραπάνω στίχους καὶ σὲ σύνολο τὸ κείμενο τῶν δυὸ κεφαλαίων ὁ Ἰὼβ παιδαγωγεῖται αὐστηρὰ ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἐπικριτικὴ ἀμφισβήτηση τῆς δικαιοσύνης Του. Καί, πραγματικά, εἶναι πολὺ ἀνόητο ἐμεῖς μὲ τὸν φτωχὸ νοῦ μας νὰ προσπαθοῦμε νὰ συλλάβουμε τὴν ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ.
Νὰ ἐξηγήσουμε καὶ νὰ κατανοήσουμε μὲ λογικὸ τρόπο ὅλα αὐτά, ποὺ μόνο ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἀποκαλύψει μὲ τρόπο μυστηριακὸ μέσα στὴν καρδιά μας ἀλλὰ καὶ ὡς θεόπνευστα λόγια καὶ ἀλήθειες μᾶς δόθηκαν πολυτιμότατη καὶ ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη μέσα στὴν Ἁγία Γραφή.
Ὁ Ἰὼβ διπλὰ ταπεινωμένος, τόσο ἀπὸ τὶς δοκιμασίες ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ «μάθημα», ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀναγνωρίζει καὶ ἀναφωνεῖ τὴν ἀσημαντότητά του καὶ ζητᾶ συγχώρεση γιὰ τὰ περίσσια λόγια[25], ἐνῶ ἡ πρόσωπο πρὸς Πρόσωπο ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ τὸν ὁδηγεῖ σὲ πλήρη ντροπὴ καὶ ταπείνωση[26]. Ἡ ταπείνωση αὐτή, ἡ ἐξομολόγηση τοῦ λάθους καὶ ἡ παραδοχὴ τῆς θείας δικαιοσύνης ἔγιναν δεκτὰ μὲ εὐάρεστο τρόπο στὸν Θεὸ καὶ τὸν συγχώρεσε.
Ὁ δὲ Κύριος ὄχι μόνο τοῦ ἔδωσε πάλι εὐλογίες καὶ πλούτη ἀλλὰ διπλάσια ἀπὸ ὅσα εἶχε πρὶν τοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου. Ἀπέκτησε ἀκόμα ἑφτὰ γιοὺς καὶ τρεῖς κόρες, ὅσα παιδιὰ εἶχε χάσει, καὶ ἔζησε μέχρι τὰ βαθειὰ γεράματα μακάριος καὶ εὐλογημένος.

Ἡ ἱστορία τοῦ Ἰὼβ ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι πλήρης ἀπὸ πολύτιμα διδάγματα. Τὰ κυριότερα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι τὰ ἑξῆς: πρῶτο, νὰ ἀφήνεται ὁ ἄνθρωπος μὲ ἐμπιστοσύνη στὰ «χέρια» τοῦ Θεοῦ. Δεύτερο, νὰ ἐμπιστεύεται μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ του τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴν ἀμφισβητεῖ τὴν δικαιοσύνη Του. Τρίτο, ὅτι οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ δοκιμασίες δὲν εἶναι τιμωρία τοῦ Θεοῦ, καθὼς ὁ Θεὸς εἶναι Πανάγαθος. Τέταρτο, ὅτι στὶς θλίψεις καὶ τὶς δυσκολίες ὑπάρχει ἕνα βαθύτερο παιδαγωγικὸ νόημα, καθὼς βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ συνειδητοποιήσει τὰ λάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες του καὶ μποροῦν νὰ τὸν ὁδηγήσουν σὲ ἀληθινὴ μετάνοια.  Πέμπτο, ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποδέχεται μὲ ὑπακοὴ τὸ θεῖο θέλημα, ὅποιο καὶ ἂν εἶναι αὐτό, μὲ εὐχαριστία καὶ δοξολογία πρὸς Ἐκεῖνον. Ἕκτο, τὸ παράδειγμα τῆς ὑπομονῆς τοῦ Ἰώβ, ποὺ ἔμεινε μὲ διδακτικὸ τρόπο στὴν ἱστορία. Γιὰ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος στὴν Καθολικὴ Ἐπιστολή του, μακαρίζοντας ὅσους κάνουν ὑπομονή, προβάλλει ὡς παράδειγμα τὸν Ἰώβ, καθὼς μὲ τὴν ὑπομονὴ του ἔφτασε ὡς τὸ τέλος ὑπερβαίνοντας τὸν πειρασμὸ καὶ πλημμυρίζοντας ἀπὸ τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ[27]. Αὐτὰ εἶναι ὁρισμένα μόνο ἀπὸ τὰ πολλὰ σοφὰ διδάγματα τοῦ βιβλίου τοῦ Ἰώβ, μὲ τὰ ὁποία διδασκόμαστε, ἐπίσης, ὅτι ἂν ἀναζητοῦμε ἀληθινὲς καὶ θεόπνευστες ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα, ποὺ μπορεῖ νὰ βασανίζουν τὴν διάνοιά μας, τὶς ἀπαντήσεις αὐτὲς θὰ τὶς βροῦμε ὁπωσδήποτε μέσα στὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

[1] Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως ἐδῶ· Ἰὼβ α΄ κεφ.
[2] Ἰὼβ 2, 1 – 10
[3] Ἰὼβ 2, 11 – 13
[4] Πρβλ. Ἰὼβ κέφ. 3
[5] Ἰὼβ 5, 6 – 8
[6] Πρβλ. Ἰὼβ κέφ. 5
[7] Πρβλ. Ἰώβ, κέφ. 6
[8] Ἰώβ, κέφ. 7
[9] Πρβλ. Ἰώβ, κέφ. 8
[10] Ἰώβ, κέφ. 9 – 10
[11] Ἰώβ, 14, 11 – 15˙ ἄνθρωπος δὲ κοιμηθεὶς οὐ μὴ ἀναστῇ, ἕως ἂν ὁ οὐρανὸς οὐ μὴ συρραφῇ• καὶ οὐκ ἐξυπνισθήσονται ἐξ ὕπνου αὐτῶν. εἰ γὰρ ὄφελον ἐν ᾅδῃ με ἐφύλαξας, ἔκρυψας δέ με ἕως ἂν παύσηταί σου ἡ ὀργὴ καὶ τάξῃ μοι χρόνον, ἐν ᾧ μνείαν μου ποιήσῃ• ἐὰν γὰρ ἀποθάνῃ ἄνθρωπος, ζήσεται συντελέσας ἡμέρας τοῦ βίου αὐτοῦ• ὑπομενῶ ἕως ἂν πάλιν γένωμαι. εἶτα καλέσεις, ἐγὼ δέ σοι ὑπακούσομαι, τὰ δὲ ἔργα τῶν χειρῶν σου μὴ ἀποποιοῦ.
[12] Πρβλ. Ἰώβ, κέφ. 15
[13] Ἰώβ, κέφ. 17
[14] Ἰώβ, 19, 25
[15] Πρβλ. Ἰώβ, κέφ. 29
[16] Πρβλ. Ἰώβ, κέφ. 30
[17] Πρβλ. Ἰώβ, κέφ. 31
[18] Ἰώβ, 33, 30
[19] Ἰώβ, 34, 10
[20] Ἰώβ, 34, 33 κ.ἔ.
[21] Ἰώβ, 35, 6 – 7
[22] Πρβλ. Ἰώβ, κέφ. 36
[23] Ἰώβ, 37, 23
[24] Ἰώβ, 38, 2 – 17
[25] Ἰώβ, 40, 3 – 5
[26] Ἰώβ, 42, 5 – 6
[27] Ἰάκ. 5

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *