- Περί Αὐταπαρνήσεως
- Περί Ἐλεημοσύνης
- Περί Ὑπομονῆς
- Περί τῆς Θείας Εὐχαριστίας
- Περί πνευματικῆς Καρποφορίας
- Περί Πίστεως
- Περί Ἀνεξικακίας
- Περί Ταπεινοφροσύνης
- Περί τῆς πρός τόν Θεόν Ἐλπίδος
- Περί Μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς
- Περί Ἀγάπης
Ἕνας ἀπό τούς Γέροντες τῆς σκήτης ἀρρώστησε κάποτε κι ἐπεθύμησε, σάν ἄνθρωπος, νά φάει λίγο ζεστό ψωμί. Ποῦ νά βρεθεῖ ὅμως τέτοιο πράγμα σ’ ἐκείνη τήν ἔρημο;Ὅταν τό ἔμαθε ἕνας ἀπό τούς νέους Μοναχούς ἔβαλε στό δισάκι τοῦ ὅλα τα ξερά ψωμιά πού εἶχε καί ξεκίνησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἡ πόλη ἀπεῖχε δύο ἡμερῶν δρόμο ἀπό τήν ἔρημο. Ὁ καλός νέος ἀψήφησε τόν κόπο. Κατέβηκε, ἄλλαξε τά ψωμιά, κι ἐπέστρεψε ὅσο πιό γρήγορα μποροῦσε στή σκήτη.
-Ποῦ βρῆκες φρέσκο ψωμί; τόν ρωτοῦσαν μέ ἀπορία οἱ ἀδελφοί.
-Στήν Ἀλεξάνδρεια, ἀπαντοῦσε μέ πολλή φυσικότητα ἐκεῖνος, σάν νά ἐπρόκειτο γιά τό γειτονικό χωριό.
Ὅταν τό ἄκουσε ὁ Γέροντας δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά τό κρατήσει.
-Πῶς νά τό φάω; Ἔλεγε. Αὐτό εἶναι τό αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ μου. Οἱ ἄλλοι ὅμως τόν ἀνάγκασαν νά τό φάει γιά νά μήν πάει χαμένη ἡ θυσία τοῦ ἀδελφοῦ.
Τήν ἐποχή πού Βάνδαλοι, σάν πραγματική θεομηνία, σάρωναν ἀλύπητα τίς χῶρες τῆς Εὐρώπης κι ἄφηναν μόνο ἐρείπια στό πέρασμά τους, ἡ Ἰταλία πέρασε τά πιό πολλά δεινά. Οἱ ὡραῖες πόλεις τῆς ἀφανίζονταν ἡ μία μετά τήν ἄλλη. Οἱ ἄνθρωποι ὠδηγοῦντο, σάν κοπάδια, αἰχμάλωτοι στά βάθη τῆς Ἀφρικῆς.
Τά δύστυχα αὐτά χρόνια ὁ Παυλίνος, ὁ Ἐπίσκοπος μιᾶς πόλεως τῆς Καμπανίας, ξώδευσε τήν περιουσία του κι ὅλα τα χρήματα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἐξαγορά αἰχμαλώτων. Τό κακό ὅμως ἦταν τόσο μεγάλο, πού, ἄν καί ἔμεινε μόνο μέ τά ροῦχα πού φοροῦσε, ὁ φιλάνθρωπος Ἐπίσκοπος, δέ μπόρεσε νά ἐπαρκέσει γιά ὅλους.
Μιά μέρα πῆγε καί τόν βρῆκε μιά φτωχή χήρα μέ σπαραγμένη καρδιά. Ἐπίασαν τό μοναχογυιό τῆς αἰχμάλωτο καί ζητοῦσε ἀπό τόν καλό Ἐπίσκοπο νά τόν ἀπελευθερώσει. Οἱ θρῆνοι τῆς ράγιζαν ἀκόμη καί τίς πέτρες.
Ὁ Παυλίνος τή συμπόνεσε, ἔκλαψε μαζί της. Ἔψαξε καί ξανάψαξε τό ἀδειανό του σπίτι. Ἀπελπισμένος διαπίστωσε πώς δέν εἶχε μείνει πιά τίποτε γιά νά δώσει. Ξαφνικά του ἦρθε κάποια ἔμπνευση.
-Βλέπεις κι ἐσύ ἡ ἴδια, εἶπε στήν πονεμένη μητέρα, πώς δέν μοῦ ἔμεινε πιά τίποτε γιά νά ἀνακουφίσω τή δυστυχία πού μᾶς βρῆκε ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Ὅ,τι διαθέτω αὐτή τή στιγμή εἶναι ὁ ἐαυτός μου. Εὐχαρίστως τόν προσφέρω γιά νά πάρεις πίσω το παιδί σου.
Ἡ ἀπαρηγόρητη γυναίκα τά ἔχασε πρός στιγμῆς. Νόμιζε πώς ὁ Ἐπίσκοπος ἤθελε νά τήν ξεγελάσει καί ξέσπασε σέ ἀσυγκράτητο ὀδυρμό. Ὁ Παυλίνος τῆς εἶπε τότε νά τόν ἀκολουθήσει. Πῆγαν στόν βάρβαρο πού κρατοῦσε τό γυιό της καί γιά μεγάλη της ἀνακούφιση εἶδε πώς κατώρθωσε νά κάνει τήν ἀνταλλαγή.
Μαζί μέ πολλούς ἄλλους αἰχμαλώτους ὠδηγήθηκε καί ὁ Παυλίνος στήν Ἀφρική. Ὅταν ἔγινε ἡ διανομή, αὐτόν τόν κράτησε στήν ὑπηρεσία τοῦ ὁ γαμπρός τοῦ Ἡγεμόνος τῶν Βανδάλων καί τόν ἔβαλε νά καλλιεργεῖ τόν κῆπο του.
Μέ μεγάλη ἐπιμέλεια ἐπεδόθηκε ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος στή δουλειά πού τοῦ ἀνέθεσαν νά κάνει. Κάθε μέρα ἔφερνε στό τραπέζι τοῦ ἀφέντη τοῦ καλοπεριποιημένα λαχανικά καί φροῦτα. Μέ τήν καλωσύνη καί τήν ἐργατικότητά του κέρδισε τήν ἐκτίμησή του. Συχνά πήγαινε στόν κῆπο καί κουβέντιαζαν μαζί χίλια δυό πράγματα. Ὁ βάρβαρος θαύμαζε τή σοφία καί τήν πολυμάθεια τοῦ δούλου του. Σύν τῷ χρόνω δημιουργήθηκε μιά στενή φιλία μεταξύ του ξένου αἰχμαλώτου καί τοῦ νεαροῦ δουκός.
Ὕστερα ἀπό πολύ καιρό εἶπε μιά μέρα, ἐκεῖ πού συνομιλοῦσαν στόν κύριό του ὁ Παυλίνος, κάπως αἰνιγματικά:
-Εἶναι καιρός νά φροντίσετε γιά τή μελλοντική διοίκηση τοῦ βασιλείου σας.
-Γιατί τό λές αὐτό, Παυλίνε; ρώτησε ὁ νεαρός δούκας.
Στήν ἀρχή ὁ Παυλίνος ἀρνήθηκε νά δώσει περισσότερες ἐξηγήσεις. Ὕστερα ὅμως ἐξαναγκάστηκε νά τοῦ φανερώσει, πώς τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὁ Θεός, ὅτι θά πέθαινε πολύ γρήγορα ὁ γερό-βασιλιάς. Ὁ δούκας, ἄν καί δέν τό πολυπίστεψε, τό εἶπε στό πεθερό του. Ἐκεῖνος πάλι θέλησε ἀπό περιέργεια νά γνωρίσει αὐτόν τόν παράξενο ἄνθρωπο πού ἄκουγε, καθώς ἔλεγε, τόν Θεό του νά τοῦ ὁμιλῆ.
-Ἔλα αὔριο νά φᾶμε μαζί το μεσημέρι καί θά τόν δεῖς στό τραπέζι μου, τοῦ εἶπε ὁ γαμπρός του.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ βασιλιάς πῆγε στό παλάτι τοῦ δουκός. Ὁ Παυλίνος, ὅπως συνήθιζε πάντοτε, ἔφερε φρέσκα φροῦτα στό τραπέζι. Σάν τόν εἶδε ὁ βασιλιάς ταράχτηκε.
-Κάποιο μυστήριο κρύβει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ψιθύρισε στ’ αὐτί τοῦ γαμπροῦ του.
Ὅταν ὁ Παυλίνος ἀπομακρύνθηκε, τοῦ διηγήθηκε ἕνα παράξενο ὄνειρο πού εἶχε δεῖ τήν περασμένη νύχτα.
-Μοῦ φάνηκε πώς μέ πήγαιναν δεμένο στό κριτήριο, γιά νά δικαστῶ τάχα γιά ὅλες μου τίς πράξεις. Ἀνάμεσα στούς δικαστές μου, πού ἦταν πολλοί, βρισκόταν καί τοῦτος ὁ ἄνθρωπος. Ἔδειχνε πώς κατεῖχε ξεχωριστή θέση, γιατί πρόσταξε νά πάρουν τό σκῆπτρο ἀπό τά χέρια μου καί μ’ αὐτό νά μέ δείρουν. Γιά ρώτησε τόν νά σοῦ φανερώσει ποιός εἶναι. Μά τήν ἀλήθεια, δέν μοῦ φαίνεται συνηθισμένος ἄνθρωπος.
Παραξενεμένος ὁ δούκας ἀπ’ ὅσα ἄκουσε ἀπό τό στόμα τοῦ πεθεροῦ του, πῆρε παράμερα τόν αἰχμάλωτό του κι ἄρχισε νά τόν ἐξετάζει γιά τήν πατρίδα καί τήν καταγωγή του.
-Εἶμαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ὁ Παυλίνος, πού σύ δέχτηκες νά τόν κρατήσεις ἀντί τοῦ γιοῦ τῆς χήρας.
Ὁ δούκας ὅμως, δέν ἤθελε πιά νά πεισθεῖ. Τόν ὤρκισε λοιπόν μέ ὅρκους φοβερούς νά τοῦ φανερώσει τήν ἀλήθεια.
Ἔτσι ὁ Παυλίνος ἀναγκάστηκε νά φανερώσει, πώς ἦταν Ἐπίσκοπος καί πώς θεληματικά παραδόθηκε αἰχμάλωτος γιά τήν ἀγάπη τοῦ πλησίον του. Σάν ἄκουσε αὐτές τίς ἀποκαλύψεις ὁ κύριός του, τόσο τόν εὐλαβήθηκε, πού ἔπεσε στή γῆ καί τοῦ φιλοῦσε τά πόδια. Ὕστερά τα διηγήθηκε ὅλα στό βασιλιά κι οἱ δυό μαζί φώναξαν τόν Παυλίνο καί τοῦ εἶπαν:
-Ζήτησέ μας ὅ,τι θέλεις, γιά νά σέ στείλουμε μέ πολλά δῶρα, ὅπως σου ταιριάζει, πίσω στήν πατρίδα σου, γιατί εἶναι ἄπρεπο νά κρατᾶμε ἐδῶ αἰχμάλωτο ἕναν ἄνθρωπο σάν κι ἐσένα.
Ὁ Παυλίνος τούς εὐχαρίστησε γιά τίς καλές τους διαθέσεις, ἀλλά δέν δέχτηκε νά πάρει δῶρα.
-Σέ τίποτε δέν θά μοῦ χρησιμεύσουν, ἔλεγε. Ἄν ὅμως ἐπιθυμεῖτε πραγματικά νά κάνετε κάποιο καλό, ἐλευθερῶστε ὅλους τους συμπατριῶτες μου πού κρατᾶτε ἐδῶ αἰχμαλώτους.
Οἱ ἡγεμόνες δέχτηκαν εὐχαρίστως νά κάνουν γιά χατήρι τοῦ αὐτή τήν προσφορά. Ἔγιναν ἔρευνες σ’ ὅλο το βασίλειο, γιά νά βρεθοῦν οἱ συμπατριῶτες τοῦ Παυλίνου. Ἀφοῦ τούς συγκέντρωσαν ὅλους, τούς ἔστειλαν μέ πλοῖα πίσω στήν πατρίδα τούς μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπό τους καί μέ πολλά τρόφιμα καί δῶρα ἀπό τόν βασιλιά.
Ὕστερα ἀπό λίγο καιρό πραγματοποιήθηκε ἡ προφητεία τοῦ Παυλίνου. Ὁ γερό-βασιλιάς πέθανε καί τόν διαδέχθηκε ὁ νεαρός δούκας, πού σ’ ὅλη του τή ζωή θυμόταν τόν ἅγιο Ἐπίσκοπο καί τό φωτεινό παράδειγμά του.
Οταν ἐλεήσεις τόν πτωχό ἀδελφό σου, συμβουλεύει ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας, μή τόν φωνάξεις νά σέ βοηθήσει στή δουλειά σου, γιά νά μή χάσεις τό μισθό τῆς εὐεργεσίας.
Ἕνας ἅγιος Γέροντας ἔμενε μέ τόν ὑποτακτικό του σέ μιά καλύβη, ὄχι μακριά ἀπό ἕνα κεφαλοχώρι. Κάποτε ἔπεσε στόν τόπο μεγάλη δυστυχία κι ὁ φτωχός κόσμος πέθαινε σχεδόν ἀπό τήν πείνα. Πολλοί στήν ἀπελπισία τούς πήγαιναν καί κτυποῦσαν στήν καλύβη τοῦ ἐρημίτη. Ἐκεῖνος πάλι, πού ἦταν πολύ ἐλεήμων, ἔδινε μέ τήν καρδιά τοῦ ἀπ’ ὅ,τι τύχαινε νά ἔχει. Ὁ ὑποτακτικός ὅμως πού ἔβλεπε μέ τρόπο τό ψωμί τους νά λιγοστεύει, εἶπε μιά μέρα στενοχωρημένος στό Γέροντα:
-Ἀββᾶ, δέ μοῦ ξεχωρίζεις τά ψωμιά πού μου ἀναλογοῦν, κι ἀπό δῶ καί πέρα μοίραζε ἀπό τά δικά σου ἐλεημοσύνη. Ἔτσι ὅπως πᾶμε τώρα, γρήγορα θά πεινάσουμε κι οἱ δυό.
Ὁ ἀγαθός Γέροντας χώρισε τά ψωμιά τοῦ ὑποτακτικοῦ του, χωρίς νά πεῖ τίποτα κι ἐξακολούθησε νά δίνει ἀπό τά δικά του στούς φτωχούς. Μά κι ὁ Θεός πού εἶδε τήν καλή του προαίρεση τά εὐλόγησε, κι ὅσο ἐκεῖνος ἔδινε, τόσο αὐτά ἐπληθύνονταν.
Ὁ ὑποτακτικός στό μεταξύ ἔφαγε τά δικά του. Ὅταν πιά δέν τοῦ ἔμειναν παρά λίγα ψίχουλα, πῆγε στόν Γέροντά του καί τόν παρακαλοῦσε νά τρῶνε πάλι μαζί. Ἐκεῖνος τόν δέχτηκε χωρίς νά φέρει ἀντίρρηση. Τώρα ὅμως εἶχαν αὐξηθεῖ καί οἱ ζητιάνοι, κι ὁ ὑποτακτικός ἄρχισε πάλι νά δυσανασχετεῖ. Ὁ ὑποτακτικός κατσούφιασε.
-Δῶσε τοῦ ἕνα καρβέλι, πρόσταξε ὁ Γέροντας, πού ἔκανε πώς δέν εἶδε τό μορφασμό του.
-Μοῦ φαίνεται πώς δέν ἔχουμε πιά νά φᾶμε οὔτε ἐμεῖς. Εἶπε φωναχτά ὁ ὑποτακτικός, γιά νά τόν ἀκούσει κι ὁ ζητιάνος.
-Πήγαινε καί ψάξε καλά, πρόσταξε ὁ Γέροντας.
Σηκώθηκε ἐκεῖνος ἀπρόθυμα νά πάει στό κελλαρικό. Μά τρόμαξε ν’ ἀνοίξει τήν πόρτα. Τό βρῆκε γεμάτο ὡς ἐπάνω ἀπό καλοψημένα φρέσκα καρβέλια!
Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη ἀπόκτησε μεγάλη ἐμπιστοσύνη στόν ἅγιο Γέροντά του κι ἔγινε πρόθυμος στό ν’ ἀνακουφίζει τούς φτωχούς.
Ἕνας καλός ἱερέας κάθε Κυριακή μετά τή Λειτουργία μάζευε τούς φτωχούς της ἐνορίας του καί τούς μοίραζε τά χρήματα, πού μάζευε τό «κιβώτιο τῶν πτωχῶν».
Μιά Κυριακή πῆγε μία γυναίκα μέ παλιά ξεσκισμένα ροῦχα μέ ὕφος κακομοίρικο. Ὁ Ἱερέας τή λυπήθηκε. Ἔβαλε τό χέρι του στό κιβώτιο μέ τήν πρόθεση νά τῆς δώσει ὅσα χρήματα χωροῦσε ἡ παλάμη του. ὅταν τό τράβηξε ἔξω, εἶδε πώς εἶχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε νά τῆς τά δώσει, γιατί πίσω της περίμενε ἄλλη νά πάρει φιλοδώρημα. Αὐτή φοροῦσε περιποιημένα φορέματα. Ὁ ἱερέας σκέφτηκε πώς ἦταν ἀπό κεῖνες πού χωρίς λόγο ζητιανεύουν. Θά τῆς ἔδινε λίγα, γιά νά μήν τήν ἀφήσει νά φύγει ἔτσι καί τῆς ἔμενε ἡ ντροπή. Ἔβαλε πάλι τό χέρι του στό κιβώτιο κι ἡ χούφτα τοῦ γέμισε χρυσά νομίσματα.
Σάν εὐλαβής πού ἦταν κατάλαβε τή θεία ἐπέμβαση. Ζήτησε λοιπόν πληροφορίες καί γιά τίς δύο ἐκεῖνες γυναῖκες. Ἔμαθε τότε πώς ἡ μία πού φαινόταν καλοντυμένη, ἦταν ἀπό καλή οἰκογένεια, πού τελευταία ἀπό διάφορα ἀτυχήματα φτώχυνε καί ὑπέφερε πολύ. Ἀπό ἀξιοπρέπεια φοροῦσε περιποιημένα ροῦχα. Ἡ ἄλλη ἔβαζε κουρέλια, ὅταν ἔβγαινε νά ζητιανέψει, γιά νά τῆς δίνουν εὐκολότερα.
Ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης, παρακάλεσε τόν Ὅσιο Παμβῶ νά τοῦ πεῖ ἕναν ὠφέλιμο λόγο, πού νά τόν θυμᾶται σ’ ὅλη του ζωή.
-Ἀπόκτησε ἔλεος γιά ὅλους τους συνανθρώπους σου, Ἀββᾶ Θεόδωρε, γιά νά ‘ χεις παρρησία στό Θεό, τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος Γέρων.Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει τά ἀκόλουθα ἀξιοπρόσεκτα γιά τήν ἐλεημοσύνη: Ὄχι μόνο διά τῆς ἐλεημοσύνης πού γίνεται μέ χρήματα φαίνεται ἡ διάθεση τῆς ἀγάπης, ἀλλά πολύ περισσότερο μέ τό νά μεταδίδεις στόν ἄλλο λόγο Θεοῦ. Ἀκόμη δέ καί μέ κάθε εἴδους ἐξυπηρέτηση. Ἐκεῖνος πού πραγματικά ἔχει ἀποξενωθεῖ ἀπό τόν κόσμο κι ἐξυπηρετεῖ τόν πλησίον του μέ εἰλικρινῆ ἀγάπη, γρήγορα θ’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη καί θά γίνει συμμέτοχος τῆς θείας ἀγάπης καί γνώσεως. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀγαπᾶ ἀπαραιτήτως καί τόν πλησίον του. Αὐτός δέν μπορεῖ νά κρατᾶ τίποτα γιά τόν ἑαυτό του. Οἰκονομεῖ τά πάντα ὅπως ἀρέσει στόν Θεό καί δίνει μέ προθυμία ἐλεημοσύνη σ’ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη.Ὑπομονή (μέρος δεύτερο)Καθημερινῶς ἀτενίζουμε πρός τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου μας καί μελετᾶμε τά πάθη Του. Γιατί ὅμως δέ δείχνουμε ὑπομονή, οὔτε στήν παραμικρή περιφρόνηση ποῦ τυχόν μᾶς κάνουν; Διερωτᾶται ἕνας ἀπό τούς Πατέρες.
Ἕνας Ἐρημίτης πού βασανιζόταν συχνά ἀπό τόν δαίμονα τῆς ἀκηδίας, ἔλεγε στόν ἑαυτό τοῦ κάθε φορᾶ πού ἐκεῖνος τοῦ ψιθύριζε νά κατεβαίνει στήν πολιτεία καί νά συναναστρέφεται τούς ἀνθρώπους:
-Γιατί χάνεις τήν ὑπομονή σου, ἄθλιε, καί ζητᾶς νά τρέχεις ἄσκοπα ἐδῶ κι ἐκεῖ; Ἀρκεῖ πού δέν εἶσαι ἱκανός γιά τίποτα, τουλάχιστον δόξαζε τόν Θεό πού μένοντας ἐδῶ δέν σκανδαλίζεις καί δέ στενοχωρεῖς τούς συνανθρώπους σου. Οὔτε σύ θλίβεσαι καί σκανδαλίζεσαι ἀπ’ αὐτούς. Ἀναλογίσου τά κακά ἀπό τά ὁποῖα σ’ ἔχει προφυλαγμένο ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Δέν ἀργολογεῖς, δέν ἔρχονται στ’ αὐτιά σου ἀνώφελες κουβέντες, τά μάτια σου δέ βλέπουν βλαβερές εἰκόνες. Ἕνα κακό σέ πολεμᾶ, ἡ ἀκηδία. Ἀλλ’ ὁ Κύριός σου εἶναι Παντοδύναμος καί θά σέ λυτρώσει ἀπό τήν ἀδυναμία σου καί δέ θά ἐπιτρέψει ποτέ νά δοκιμάσεις πιό μεγάλο πειρασμό ἀπό τή δύναμή σου.
Μ’ αὐτά τά λόγια ὁ Ἐρημίτης δίδασκε τόν ἑαυτό του κι ἀντιστεκόταν μέ πεῖσμα στίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ, ἕως ὅτου ὁ Θεός βλέποντας τήν ὑπομονή τοῦ τόν ἀπάλλαξε ἐντελῶς ἀπό τήν ἀκηδία.Τό δέντρο πού συχνά μεταφυτεύεται δέν καρποφορεῖ, λέει κάποιος ἔμπειρος Γέροντας. Κι ὁ μοναχός, πού χάνει τήν ὑπομονή του κι ἀλλάζει διαρκῶς τόπο διαμονῆς, δέν προοδεύει στήν ἀρετή.
Ὁ Ἀββᾶς Μάρκος ρώτησε κάποτε τόν Ὅσιο Ἀρσένιο γιατί οἱ περισσότεροι εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι νά φεύγουν ἀπό τόν κόσμο μέ πολλές θλίψεις καί στερήσεις.
-Οἱ θλίψεις γιά κείνους πού τίς δέχονται μέ ὑπομονή, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος, εἶναι τό ἁλάτι πού προλαβαίνει τή σήψη τῆς ἁμαρτίας καί κάνει τούς ἀνθρώπους νά παρουσιάζονται στόν Οὐρανό καθαροί.
Ἕνας ἐρημίτης ἔμενε σέ μιά καλύβα, δώδεκα μίλια μακριά ἀπό τήν πηγή πού ὅλη ἡ σκήτη ἔπαιρνε νερό. Ἔτσι ἦταν ἀναγκασμένος νά κάνει πολύ συχνά ὅλη ἐκείνη τήν πεζοπορία. Μιά μέρα, πού ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη, ἔχασε τήν ὑπομονή του.
-Εἶναι τάχα ἀνάγκη νά κοπάζω τόσο; Εἶπε μέ τό λογισμό του. Δέν ἔρχομαι νά κατοικήσω πιό κοντά στήν πηγή;
Καθώς ἔκανε αὐτές τίς σκέψεις, ἔνοιωσε κάποιον νά βαδίζει πίσω του. Γύρισε καί εἶδε ἕνα νέο ἀστραπόμορφο.
-Ποιός εἶσαι ἐσύ; τόν ρώτησε μέ θαυμασμό καί ἀπορία.
-Ἀπεσταλμένος τοῦ Κυρίου νά μετρῶ τά βήματα πού κάνεις γιά νά σοῦ δοθεῖ ἀκέραιός της ὑπομονῆς ὁ μισθός, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος κι ἔγινε ἄφαντος.
Τόση δύναμη ἔδωσαν στόν ἐρημίτη μᾶς τά λόγια τοῦ Ἀγγέλου πού ὄχι μόνο κοντά στήν πηγή δέν πῆγε νά κατοικήσει, μά ἄλλη καλύβα ἔφτιαξε βαθύτερα στήν ἔρημο, γιά νά βαδίζει ἄλλα τόσα μίλια.
Ἕνας Γέροντας διηγεῖται πώς κάποτε συνάντησε ἕνα Μοναχό τόσο φτωχό, πού ἔλειπαν καί τά πιό στοιχειώδη μέσα γιά τή συντήρησή του, ἡ τροφή δηλαδή καί τά σκεπάσματα. Ἦταν χειμώνας καί τό κρύο ἀνυπόφορο. Ὁ φτωχός Καλόγερος εἶχε ἕνα τριμμένο ψαθί. Ἔστρωνε τό μισό στίς παγωμένες πλάκες τοῦ κελιοῦ του γιά νά πλαγιάσει καί μέ τό ἄλλο μισό προσπαθοῦσε νά σκεπαστεῖ. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά βασανίζεται ὁλόκληρες νύχτες ἄγρυπνος, τρέμοντας ἀπό τό κρύο.
Μιά φορά ὁ Γέροντας τόν ἄκουσε νά μονολογεῖ δίνοντας θάρρος στόν ἑαυτό του:
-Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιά τ’ ἀγαθά πού μου ἔχεις δώσει. Πόσοι συνάνθρωποί μου αὐτή τή στιγμή δέ βρίσκονται στίς φυλακές ἁλυσοδεμένοι ἤ μέ τά πόδια περασμένα στό τιμωρητικό ξύλο καί δέν μποροῦν νά κάνουν τήν παραμικρή κίνηση; Ἐνῶ ἐγώ ξαπλώνω τά πόδια μου καί ξεκουράζομαι σάν βασιλιάς.
Ἕνας ἐρημίτης πείνασε κάποιο πρωινό.
-Δέν τρῶνε τό πρωί οἱ Μοναχοί, εἶπε στόν ἑαυτό του. Ἅς περιμένω τουλάχιστον ὡς τήν τρίτη ὥρα.
Σάν ἔφτασε ἡ τρίτη ἀνέβαλε ὡς τήν ἕκτη. Ὅταν κι ἡ ἕκτη πλησίαζε, ἔβρεξε τά παξιμάδια του κι εἶπε στό λογισμό του:
-Κᾶνε λίγη ὑπομονή, δέ θ’ ἀργήσει κι ἡ ἐνάτη.
Ὅταν πιά ἔφτασε ἡ δύση τοῦ ἡλίου, σηκώθηκε νά προσευχηθεῖ γιά νά καθίσει στό τραπέζι. Εἶδε τότε τήν ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ, πού ἀπό τό πρωί τοῦ εἶχε φέρει πείνα, σάν βρωμερός καπνός, ἀπό τό στόμα του. Παρευθύς ἐλευθερώθηκα ἀπό τήν ἐπιθυμία. Καί φυσικά δέν ἔφαγε.
Δέν προοδεύουμε σήμερα στήν ἀρετή, ἔλεγε ἕνας γέροντας στούς μαθητές του, οὔτε θά κατορθώσουμε ποτέ νά φτάσουμε στά μέτρα τῶν παλαιῶν Πατέρων, γιατί δέν ἔχουμε ὑπομονή νά τελειώσουμε τό ἔργο πού ἀρχίζουμε. Ἐπιθυμοῦμε ν’ ἀποκτήσουμε χαρίσματα, ἀλλά χωρίς κόπο, γι’ αὐτό εὔκολα ξεγλιστρᾶμε στό κακό. Συχνά καί χωρίς λόγο ἀλλάζουμε τόπο διαμονῆς, σάν νά θέλουμε τάχα νά βροῦμε μέρος πού δέν ὑπάρχει διάβολος. Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε:
Ἐκεῖνος πού γιά ἕνα διάστημα ἀγωνίζεται καί κοπιάζει πέρα ἀπό τό μέτρο κι ὕστερα πέφτει σέ ἀμέλεια κι ἀρχίζει πάλι ἐντατικό ἀγώνα καί γρήγορα ἀτονεῖ, ποτέ δέν θά ἀποκτήσει ὑπομονή. Ἀπ’ αὐτόν μήν περιμένεις ποτέ πρόοδο.
Ἕνας Μοναχός βρῆκε πολλούς πειρασμούς στόν τόπο πού πρωτάρχισε ν’ ἀγωνίζεται. Κάποτε ἔχασε τήν ὑπομονή του κι ἀποφάσισε νά φύγει μακριά γιά νά βρεῖ τήν ἡσυχία του. Καθώς ἔσκυψε νά δέσει τά σανδάλια του γιά νά ξεκινήσει, εἶδε ἀντίκρυ του κάποιον ἄλλο νά δένει κι ἐκεῖνος τά δικά του.
-Ποιός εἶσαι σύ; τόν ρώτησε.
-Ἐκεῖνος πού σέ βγάζει ἀπό δῶ. Καί νά ‘μαι πάλι ἕτοιμος νά πορευθῶ ἐκεῖ πού σκοπεύεις νά καταφύγεις.
Ἦταν ὁ διάβολος πού ἐπεχείρησε νά τόν διώξει, ἀλλά δέν τό κατόρθωσε γιατί ὁ Ἀδελφός ἔμεινε, ὕστερα ἀπ’ αὐτό, στό κελί του κι ἀγωνίστηκε μέ ὑπομονή, ἕως ὅτου νίκησε τούς πειρασμούς.
Ἕνας ἀρχάριος μοναχός, πού εἶχε πέσει σέ ἀμέλεια, πῆγε στόν Ἀββᾶ Μάρκο τόν Ἀσκητή νά ἐξομολογηθεῖ.
-Μοῦ λέει ὁ λογισμός, Ἀββᾶ, νά σηκωθῶ νά φύγω ἀπό τό κελί μου, γιατί καί πού κάθομαι σ’ αὐτό δέν κατορθώνω τίποτα.
-Ἀπάντησέ του, τόν συμβούλεψε ὁ διακριτικός Γέροντας, πώς γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, θά μείνω σ’ αὐτό σ’ ὅλη μου τή ζωή καί θά φυλάω τούς τέσσερις τοίχους.Ἕνας ἀσκητής πού ζοῦσε στήν ἔρημο μέ ὑπερβολική σκληραγωγία, ἔγινε κάποτε Ἐπίσκοπος. Ἐπεχείρησε νά συνεχίσει καί στόν κόσμο τήν ἴδια ἄσκηση, μά στάθηκε ἀδύνατο νά τό κατορθώσει.
-Μήπως γιά τό ἀξίωμα πῆρες ἀπό μένα τή χάρη σου, Κύριε; Ἔλεγε μέ δάκρυα στήν προσευχή του.
Τότε ὁ Θεός τοῦ ἀποκάλυψε πώς τόν καιρό πού ἀγωνιζόταν μόνος στήν ἔρημο, τοῦ ἔδινε μεγαλύτερη ἐνίσχυση γιά νά μή πέσει σέ ἀκηδία. Στόν κόσμο πού εἶχε τήν παρηγοριά τῶν ἀνθρώπων τόν ἄφηνε νά παλεύει μόνος του.
Μιά συλλογή κειμένων ἀπό τό Γεροντικό γιά τήν ὑπομονή, γιά νά ἐμπνευστοῦμε ἀπό τό φωτεινό παράδειγμα τῶν Θεόπνευστων Πατέρων πού ἀγωνίστηκαν γιά τήν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν.
«Ὁ Θεός δέν ἐπιτρέπει, ἔλεγε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, μεγάλους πειρασμούς στούς σημερινούς ἀνθρώπους, γιατί εἶναι ἀσθενέστεροι ἀπό τούς παλαιότερους καί δέν κάνουν ὑπομονή.»Ἕνας ἀπό τούς μεγάλους της ἐρήμου ἀγωνιστές ἔβαλε ὄρο στόν ἑαυτό τοῦ σαράντα μέρες νά μή πιεῖ νερό. Δέν ἀρκοῦσε μόνο αὐτό. Ὅταν στό διάστημα ἐκεῖνο ἔκανε ζέστη ἀφόρητη κι ἡ δίψα τοῦ φλόγιζε τά σπλάχνα, ἐπλένε τό ποτήρι του, τό γέμιζε ὡς ἐπάνω κρυστάλλινο νερό ἀπ’ τήν πηγή καί τ’ ἄφηνε ἀπέναντί του.
-Γιατί νά τό κάνεις αὐτό; τόν ρώτησε κάποιος γείτονάς του ἐρημίτης.
-Γιά νά ἐξασκηθῶ στήν ὑπομονή, ἀπάντησε ὁ γενναῖος ἀθλητής.
Ὁ Ἀββᾶς Ναθαναήλ πρωτοβγαίνοντας στήν ἔρημο νέος στήν ἡλικία κι ἀρχάριος στήν μοναχική πολιτεία, βρῆκε μιά σπηλιά σ’ ἕνα ἀπόκρημνο βράχο. Γεμάτος ζῆλο κι ἐνθουσιασμό γιά ἄσκηση, ἔμεινε ἐκεῖ ν’ ἀγωνίζεται μόνος. Γρήγορα ὅμως ἀπόκαμε ἀπό τήν τραχύτητα τοῦ τόπου καί τίς πολλές στερήσεις. Περνοῦσε ἑβδομάδες ὁλόκληρες χωρίς ψωμί καί νερό. Ἀποφάσισε τέλος ν’ ἀφήσει τό σπήλαιο καί νά μείνει σέ πιό ἤρεμο τόπο. Ἔφτιαξε μιά καλύβα στή σκήτη τῶν Πατέρων γιά νά ζήσει πιό κοντά σ’ αὐτούς.
Τήν πρώτη νύχτα, πού ἐγκαταστάθηκε στή νέα του διαμονή, ἀναστατώθηκε κυριολεκτικά ἀπό ἕνα ἀσυνήθιστο θόρυβο στή στέγη τῆς καλύβας. Χαλοῦσε ὁ κόσμος ἀπό τά χτυπήματα. Ἀνήσυχος βγῆκε νά δεῖ τί συνέβαινε. Μπροστά του στεκόταν ἕνα ἀπαίσιο ὑποκείμενο. Φοροῦσε παλιά χιλιομπαλωμένη στρατιωτική στολή καί κρατοῦσε στά χέρια τοῦ ἕνα πελώριο τσεκούρι. Μ’ αὐτό φαίνεται θά προξενοῦσε ὅλη αὐτή τή φασαρία.
-Ποιός εἶσαι τοῦ λόγου σου ποῦ δέν μ’ ἀφήνεις νά ἡσυχάσω τέτοια ὥρα; ρώτησε ὁ Ἀββᾶς.
-Δέ μέ γνώρισες ἀκόμη; εἶπε ἐκεῖνος μ’ ἕνα ἀποκρουστικό γέλιο πού ἔφερνε ἀνατριχίλα. Ἐγώ σ’ ἔδιωξα ἀπό τή πρώτη σου κατοικία. Καί νά ‘μαι πάλι πρῶτος καί καλύτερος νά σέ βγάλω ἀπό ἐδῶ.
-Ἀλίμονό μου, συλλογίστηκε ὁ Ἀββᾶς Ναθαναήλ, ἔγινα περίγελος τοῦ σατανᾶ.
Τό ἄλλο πρωί χωρίς ἀναβολή γύρισε στή σπηλιά πού εἶχε ἀφήσει. Ἔμεινε πιά ἐκεῖ ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς του, ὑποφέροντας μέ ὑπομονή, ὄχι μόνο τήν ἀγριότητα τοῦ τόπου, ἀλλά καί τίς καθημερινές ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ.
Ἐπιχείρησε κάποτε νά ξεγελάσει ὁ διάβολος καί τόν Ἀββᾶ Μακάριο τόν Ἀλεξανδρέα, νά βγεῖ ἀπό τό κελί του καί νά γυρίσει στήν πολιτεία.
-Ἀφοῦ ἔχεις χάρισμα ἀπό τό Θεό νά θεραπεύεις ὅλες τίς ἀρρώστιες, τοῦ ψιθύριζε στό λογισμό του, γιατί δέν πᾶς στή Ρώμη νά φανεῖς χρήσιμος στούς ἀνθρώπους;
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ διέκρινε ἀμέσως τά ζιζάνια τῆς κενοδοξίας καί βάλθηκε νά τά ξεριζώσει. Μιά μέρα πού οἱ λογισμοί ἔγιναν πιό ἐνοχλητικοί ἀπό κάθε ἄλλη φορᾶ, ξάπλωσε φαρδύς πλατύς μπρός στό κατώφλι τῆς πόρτας του καί ἔλεγε, φιλονικώντας μέ τό διάβολο:
-Σύρε μέ διά τῆς βίας, ἄν ἔχεις τέτοια ἐξουσία, πονηρέ. Ἐγώ μέ τή θέλησή μου δέν κάνω βῆμα ἔξω ἀπό τό κελί μου.
Ἄλλη φορᾶ πάλι, γιά νά διώξει παρόμοιους λογισμούς φορτώθηκε στήν πλάτη ἕνα μεγάλο σακκί ἄμμο καί πηγαινοερχόταν ὁλόκληρη τή νύχτα μέσα στήν ἔρημο.
-Τί κάνεις αὐτοῦ, Ἀββᾶ; τόν ρώτησε ὁ γείτονάς του Ἀββᾶς Θεοσέβιος, πού ἔτυχε νά τόν συναντήσει.
-Ξεγελῶ ἐκεῖνον πού προσπαθεῖ νά μέ ξεγελάσει, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος. Ἐνῶ ἔχω βρεῖ ἐδῶ τήν ἡσυχία μου μέ ξεσηκώνει γιά ταξίδια.
Μέ τόν ἀγώνα καί τήν ὑπομονή τοῦ ἀπομάκρυνε ἐντελῶς τούς ἐνοχλητικούς λογισμούς.
Ἀρρώστησε κάποτε πολύ βαριά ἕνας γέρος Ἐρημίτης. Δέν εἶχε κανένα νά τόν περιποιηθεῖ. Μέ μεγάλη δυσκολία ἑτοίμαζε μόνος λίγο φαγητό, εὐχαριστώντας τόν Θεό γιά τή δοκιμασία, πού τοῦ ἔστειλε. Ὁλόκληρος μήνας πέρασε καί ἄνθρωπος δέ βρέθηκε νά χτυπήσει τήν πόρτα του καί νά τόν ἀνακουφίσει. Εἶδε ὅμως ὁ Θεός τήν ὑπομονή του κι ἔστειλε θεῖο Ἄγγελο νά τόν ὑπηρετεῖ. Στό μεταξύ οἱ ἀδελφοί θυμήθηκαν τό γερό-Ἐρημίτη καί πῆγαν ὡς τήν καλύβα του νά δοῦν τί κάνει. Μόλις χτύπησαν τήν πόρτα, ἀποτραβήχτηκε ὁ Ἄγγελος. Ὁ Ἐρημίτης ἀπό μέσα φώναξε παρακαλεστικά:
-Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φύγετε, ἀδελφοί μου.
Ἐκεῖνοι ὅμως ἄνοιξαν διά τῆς βίας καί τόν ρωτοῦσαν τί εἶχε πάθει καί φώναζε.
-Τριάντα μέρες βασανιζόμουν ὁλομόναχος καί δέ σκέφτηκε κανείς νά ἔλθει νά μέ δεῖ κι ὁ Κύριος μου ἔστειλε Ἄγγελο νά μέ συντροφεύει. Τώρα ἤλθατε σεῖς καί διώξατε τόν Ἄγγελο.
Καί καθώς ἔλεγε αὐτά ὁ Γέροντας μέ γλυκύτητα ἐκοιμήθη.
Ὅταν ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἦταν ἀκόμη πολύ νέος στήν ἡλικία κι ἀρχάριος στήν ἄσκηση, ἔπεσε σέ ἀκηδία. Ἀγωνιζόταν ὁλομόναχος βαθιά στήν ἔρημο, δέν εἶχε ὁδηγό κι οἱ λογισμοί ἄρχισαν νά τοῦ φέρνουν σύγχυση. Δέν ἔχασε ὅμως τήν ἐμπιστοσύνη του στό Θεό. Γονάτισε καί προσευχήθηκε μ’ αὐτά τά λόγια:
-Κύριε, θέλω νά σωθῶ, ἀλλά δέ μ’ ἀφήνουν οὔτε στιγμή ἥσυχο οἱ λογισμοί μου. Δέν ἔχω ἄλλον ἀπό Σε, Κύριέ μου, νά μέ διδάξει τί νά κάνω. Μή θελήσεις ποτέ νά μέ ἀφήσεις.
Ἡ προσευχή τόν ἀνακούφισε. Ἀμέσως πῆρε καί τήν ἀπάντηση πού ζητοῦσε. Μόλις σηκώθηκε εἶδε στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ κελιοῦ τοῦ ἕναν ἄλλο Ἀντώνιο, καθισμένο σέ σκαμνί νά πλέκει ψαθί. Στάθηκε σαστισμένος καί τόν παρακολουθοῦσε. Σέ λίγο τόν εἶδε ν’ ἀφήνει τό ἐργόχειρο καί νά προσεύχεται μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό. Ὕστερα ξανακάθισε στό ἐργόχειρο καί πάλι σηκώθηκε γιά προσευχή. Στό τέλος στράφηκε στόν ἴδιο τόν Ἀντώνιο καί τοῦ ὑπέδειξε:
-Κᾶνε κι ἐσύ τό ἴδιο καί θά σωθεῖς. Κι ἔγινε ἄφαντος!
Τότε κατάλαβε ὁ Ἀντώνιος πώς ὁ Θεός τοῦ ἔστειλε τόν Ἄγγελό του νά τόν διδάξει. Πῆρε θάρρος καί δόθηκε στήν ἄσκηση μέ μεγάλη ὑπομονή καί προθυμία.
Καθημερινῶς ἀτενίζουμε πρός τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου μας καί μελετᾶμε τά πάθη Του. Γιατί ὅμως δέ δείχνουμε ὑπομονή, οὔτε στήν παραμικρή περιφρόνηση ποῦ τυχόν μᾶς κάνουν; Διερωτᾶται ἕνας ἀπό τούς Πατέρες.
Ἕνας Ἐρημίτης πού βασανιζόταν συχνά ἀπό τόν δαίμονα τῆς ἀκηδίας, ἔλεγε στόν ἑαυτό τοῦ κάθε φορᾶ πού ἐκεῖνος τοῦ ψιθύριζε νά κατεβαίνει στήν πολιτεία καί νά συναναστρέφεται τούς ἀνθρώπους:
-Γιατί χάνεις τήν ὑπομονή σου, ἄθλιε, καί ζητᾶς νά τρέχεις ἄσκοπα ἐδῶ κι ἐκεῖ; Ἀρκεῖ πού δέν εἶσαι ἱκανός γιά τίποτα, τουλάχιστον δόξαζε τόν Θεό πού μένοντας ἐδῶ δέν σκανδαλίζεις καί δέ στενοχωρεῖς τούς συνανθρώπους σου. Οὔτε σύ θλίβεσαι καί σκανδαλίζεσαι ἀπ’ αὐτούς. Ἀναλογίσου τά κακά ἀπό τά ὁποῖα σ’ ἔχει προφυλαγμένο ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Δέν ἀργολογεῖς, δέν ἔρχονται στ’ αὐτιά σου ἀνώφελες κουβέντες, τά μάτια σου δέ βλέπουν βλαβερές εἰκόνες. Ἕνα κακό σέ πολεμᾶ, ἡ ἀκηδία. Ἀλλ’ ὁ Κύριός σου εἶναι Παντοδύναμος καί θά σέ λυτρώσει ἀπό τήν ἀδυναμία σου καί δέ θά ἐπιτρέψει ποτέ νά δοκιμάσεις πιό μεγάλο πειρασμό ἀπό τή δύναμή σου.
Μ’ αὐτά τά λόγια ὁ Ἐρημίτης δίδασκε τόν ἑαυτό του κι ἀντιστεκόταν μέ πεῖσμα στίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ, ἕως ὅτου ὁ Θεός βλέποντας τήν ὑπομονή τοῦ τόν ἀπάλλαξε ἐντελῶς ἀπό τήν ἀκηδία.Τό δέντρο πού συχνά μεταφυτεύεται δέν καρποφορεῖ, λέει κάποιος ἔμπειρος Γέροντας. Κι ὁ μοναχός, πού χάνει τήν ὑπομονή του κι ἀλλάζει διαρκῶς τόπο διαμονῆς, δέν προοδεύει στήν ἀρετή.Ὁ Ἀββᾶς Μάρκος ρώτησε κάποτε τόν Ὅσιο Ἀρσένιο γιατί οἱ περισσότεροι εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι νά φεύγουν ἀπό τόν κόσμο μέ πολλές θλίψεις καί στερήσεις.
-Οἱ θλίψεις γιά κείνους πού τίς δέχονται μέ ὑπομονή, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος, εἶναι τό ἁλάτι πού προλαβαίνει τή σήψη τῆς ἁμαρτίας καί κάνει τούς ἀνθρώπους νά παρουσιάζονται στόν Οὐρανό καθαροί.Ἕνας ἐρημίτης ἔμενε σέ μιά καλύβα, δώδεκα μίλια μακριά ἀπό τήν πηγή πού ὅλη ἡ σκήτη ἔπαιρνε νερό. Ἔτσι ἦταν ἀναγκασμένος νά κάνει πολύ συχνά ὅλη ἐκείνη τήν πεζοπορία. Μιά μέρα, πού ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη, ἔχασε τήν ὑπομονή του.
-Εἶναι τάχα ἀνάγκη νά κοπάζω τόσο; Εἶπε μέ τό λογισμό του. Δέν ἔρχομαι νά κατοικήσω πιό κοντά στήν πηγή;
Καθώς ἔκανε αὐτές τίς σκέψεις, ἔνοιωσε κάποιον νά βαδίζει πίσω του. Γύρισε καί εἶδε ἕνα νέο ἀστραπόμορφο.
-Ποιός εἶσαι ἐσύ; τόν ρώτησε μέ θαυμασμό καί ἀπορία.
-Ἀπεσταλμένος τοῦ Κυρίου νά μετρῶ τά βήματα πού κάνεις γιά νά σοῦ δοθεῖ ἀκέραιός της ὑπομονῆς ὁ μισθός, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος κι ἔγινε ἄφαντος.
Τόση δύναμη ἔδωσαν στόν ἐρημίτη μᾶς τά λόγια τοῦ Ἀγγέλου πού ὄχι μόνο κοντά στήν πηγή δέν πῆγε νά κατοικήσει, μά ἄλλη καλύβα ἔφτιαξε βαθύτερα στήν ἔρημο, γιά νά βαδίζει ἄλλα τόσα μίλια.Ἕνας Γέροντας διηγεῖται πώς κάποτε συνάντησε ἕνα Μοναχό τόσο φτωχό, πού ἔλειπαν καί τά πιό στοιχειώδη μέσα γιά τή συντήρησή του, ἡ τροφή δηλαδή καί τά σκεπάσματα. Ἦταν χειμώνας καί τό κρύο ἀνυπόφορο. Ὁ φτωχός Καλόγερος εἶχε ἕνα τριμμένο ψαθί. Ἔστρωνε τό μισό στίς παγωμένες πλάκες τοῦ κελιοῦ του γιά νά πλαγιάσει καί μέ τό ἄλλο μισό προσπαθοῦσε νά σκεπαστεῖ. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά βασανίζεται ὁλόκληρες νύχτες ἄγρυπνος, τρέμοντας ἀπό τό κρύο.
Μιά φορά ὁ Γέροντας τόν ἄκουσε νά μονολογεῖ δίνοντας θάρρος στόν ἑαυτό του:
-Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιά τ’ ἀγαθά πού μου ἔχεις δώσει. Πόσοι συνάνθρωποί μου αὐτή τή στιγμή δέ βρίσκονται στίς φυλακές ἁλυσοδεμένοι ἤ μέ τά πόδια περασμένα στό τιμωρητικό ξύλο καί δέν μποροῦν νά κάνουν τήν παραμικρή κίνηση; Ἐνῶ ἐγώ ξαπλώνω τά πόδια μου καί ξεκουράζομαι σάν βασιλιάς.Ἕνας ἐρημίτης πείνασε κάποιο πρωινό.
-Δέν τρῶνε τό πρωί οἱ Μοναχοί, εἶπε στόν ἑαυτό του. Ἅς περιμένω τουλάχιστον ὡς τήν τρίτη ὥρα.
Σάν ἔφτασε ἡ τρίτη ἀνέβαλε ὡς τήν ἕκτη. Ὅταν κι ἡ ἕκτη πλησίαζε, ἔβρεξε τά παξιμάδια του κι εἶπε στό λογισμό του:
-Κᾶνε λίγη ὑπομονή, δέ θ’ ἀργήσει κι ἡ ἐνάτη.
Ὅταν πιά ἔφτασε ἡ δύση τοῦ ἡλίου, σηκώθηκε νά προσευχηθεῖ γιά νά καθίσει στό τραπέζι. Εἶδε τότε τήν ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ, πού ἀπό τό πρωί τοῦ εἶχε φέρει πείνα, σάν βρωμερός καπνός, ἀπό τό στόμα του. Παρευθύς ἐλευθερώθηκα ἀπό τήν ἐπιθυμία. Καί φυσικά δέν ἔφαγε.Δέν προοδεύουμε σήμερα στήν ἀρετή, ἔλεγε ἕνας γέροντας στούς μαθητές του, οὔτε θά κατορθώσουμε ποτέ νά φτάσουμε στά μέτρα τῶν παλαιῶν Πατέρων, γιατί δέν ἔχουμε ὑπομονή νά τελειώσουμε τό ἔργο πού ἀρχίζουμε. Ἐπιθυμοῦμε ν’ ἀποκτήσουμε χαρίσματα, ἀλλά χωρίς κόπο, γι’ αὐτό εὔκολα ξεγλιστρᾶμε στό κακό. Συχνά καί χωρίς λόγο ἀλλάζουμε τόπο διαμονῆς, σάν νά θέλουμε τάχα νά βροῦμε μέρος πού δέν ὑπάρχει διάβολος. Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε:
Ἐκεῖνος πού γιά ἕνα διάστημα ἀγωνίζεται καί κοπιάζει πέρα ἀπό τό μέτρο κι ὕστερα πέφτει σέ ἀμέλεια κι ἀρχίζει πάλι ἐντατικό ἀγώνα καί γρήγορα ἀτονεῖ, ποτέ δέν θά ἀποκτήσει ὑπομονή. Ἀπ’ αὐτόν μήν περιμένεις ποτέ πρόοδο.Ἕνας Μοναχός βρῆκε πολλούς πειρασμούς στόν τόπο πού πρωτάρχισε ν’ ἀγωνίζεται. Κάποτε ἔχασε τήν ὑπομονή του κι ἀποφάσισε νά φύγει μακριά γιά νά βρεῖ τήν ἡσυχία του. Καθώς ἔσκυψε νά δέσει τά σανδάλια του γιά νά ξεκινήσει, εἶδε ἀντίκρυ του κάποιον ἄλλο νά δένει κι ἐκεῖνος τά δικά του.
-Ποιός εἶσαι σύ; τόν ρώτησε.
-Ἐκεῖνος πού σέ βγάζει ἀπό δῶ. Καί νά ‘μαι πάλι ἕτοιμος νά πορευθῶ ἐκεῖ πού σκοπεύεις νά καταφύγεις.
Ἦταν ὁ διάβολος πού ἐπεχείρησε νά τόν διώξει, ἀλλά δέν τό κατόρθωσε γιατί ὁ Ἀδελφός ἔμεινε, ὕστερα ἀπ’ αὐτό, στό κελί του κι ἀγωνίστηκε μέ ὑπομονή, ἕως ὅτου νίκησε τούς πειρασμούς.Ἕνας ἀρχάριος μοναχός, πού εἶχε πέσει σέ ἀμέλεια, πῆγε στόν Ἀββᾶ Μάρκο τόν Ἀσκητή νά ἐξομολογηθεῖ.
-Μοῦ λέει ὁ λογισμός, Ἀββᾶ, νά σηκωθῶ νά φύγω ἀπό τό κελί μου, γιατί καί πού κάθομαι σ’ αὐτό δέν κατορθώνω τίποτα.
-Ἀπάντησέ του, τόν συμβούλεψε ὁ διακριτικός Γέροντας, πώς γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ, θά μείνω σ’ αὐτό σ’ ὅλη μου τή ζωή καί θά φυλάω τούς τέσσερις τοίχους.
Ἕνας ἀσκητής πού ζοῦσε στήν ἔρημο μέ ὑπερβολική σκληραγωγία, ἔγινε κάποτε Ἐπίσκοπος. Ἐπεχείρησε νά συνεχίσει καί στόν κόσμο τήν ἴδια ἄσκηση, μά στάθηκε ἀδύνατο νά τό κατορθώσει.
-Μήπως γιά τό ἀξίωμα πῆρες ἀπό μένα τή χάρη σου, Κύριε; Ἔλεγε μέ δάκρυα στήν προσευχή του.
Τότε ὁ Θεός τοῦ ἀποκάλυψε πώς τόν καιρό πού ἀγωνιζόταν μόνος στήν ἔρημο, τοῦ ἔδινε μεγαλύτερη ἐνίσχυση γιά νά μή πέσει σέ ἀκηδία. Στόν κόσμο πού εἶχε τήν παρηγοριά τῶν ἀνθρώπων τόν ἄφηνε νά παλεύει μόνος του.
Για κάποιον Ἅγιο Ἐπίσκοπο, λέγουν οἱ Πατέρες, πώς ὅταν ἔβγαινε νά κοινωνήσει τόν λαό, ἔβλεπε νά πηγαίνουν οἱ χριστιανοί, ἄλλοι μέ κατάμαυρο πρόσωπο, ἄλλοι μ’ ἐξογκωμένα κι ἐρεθισμένα μάτια, πού μόλις ἔπαιρναν τά Ἄχραντα Μυστήρια, ἐκαίγοντο.Ἄλλοι πάλι πήγαιναν μέ ὁλόλευκα φορέματα καί φωτισμένη ὄψη. Τό Ἅγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου, πού ἔπαιρναν μέ πολλή προσοχή κι εὐλάβεια, τούς λάμπρυνε περισσότερο. Ὁ Ἐπίσκοπος παρακάλεσε τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψει τό μυστήριο πού ἔβλεπε μπροστά του. Ἄγγελος Κυρίου τοῦ ἐξήγησε πώς ὅσοι πήγαιναν νά κοινωνήσουν μέ λαμπρό πρόσωπο καί λευκή στολή, ζοῦσαν μ’ ἁγνότητα καί σωφροσύνη, ἦταν δίκαιοι, συμπαθεῖς στούς ἄλλους καί φιλεύσπλαχνοι. Πλησίαζαν τά Ἅγια Μυστήρια μέ καθαρή συνείδηση καί ἡ Θεία Χάρις τούς ἐπεσκίαζε. Ἐκεῖνοι πού φαίνονταν κατάμαυροι, ἦταν βυθισμένοι στή λάσπη τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν. Ὅσοι εἶχαν ἐρεθισμένα καί ἐξογκωμένα μάτια, ἦταν πονηροί καί ἄδικοι, φθονεροί καί ἄπληστοι. Αὐτοί, ὄχι μόνο δέν ὠφελοῦντο ἀπό τή θεία Κοινωνία, μά καταδικάζονταν, γιατί τολμοῦσαν νά πλησιάσουν μέ βαρυμένη συνείδηση, χωρίς μετάνοια καί προετοιμασία.
Ἀπό τότε ὁ καλός Ποιμενάρχης κήρυξε μετάνοια καί διόρθωση ζωῆς στό ποίμνιο πού τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Κύριος κι ἐμπόδιζε τούς ἀνάξιους ἀπό τή θεία Κοινωνία.
Ὁ Ἰσαάκ, ὁ μαθητής τοῦ Ἀββᾶ Ἀπολλώ, ἀνάμεσα στίς ἄλλες ἀρετές του, εἶχε καί ξεχωριστή εὐλάβεια γιά τά Ἄχραντα Μυστήρια. Ὅταν ἐπρόκειτο νά κοινωνήσει, ἑτοιμαζόταν πολλές ἡμέρες πρίν μέ προσευχή ἰδιαίτερη καί πνευματική μελέτη. Ὅσο διαρκοῦσε ἡ θεία Λειτουργία, δέν ἄφηνε κανένα, ὁποιαδήποτε ἀνάγκη κι ἄν παρουσιαζόταν, νά τοῦ μιλήσει μέσα στήν ἐκκλησία. Ὕστερα ἀπό τήν ἀπόλυση ἔτρεχε στό κελλί του, σάν νά τόν κυνηγοῦσαν.
Εἶχε γίνει συνήθεια στή σκήτη νά δίνουν στούς Ἀδελφούς, μετά τή Λειτουργία, ἕνα κομμάτι ἀπό τήν προσφορά κι ἕνα ποτήρι κρασί. Ὁ Ἰσαάκ ποτέ δέ στάθηκε νά πάρει, γιά νά μή χρονοτριβήσει ἔξω ἀπό τό κελλί του καί σκορπιστεῖ ὁ νοῦ του.
-Γιατί μᾶς ἀποφεύγεις, Ἀββᾶ, ὅταν ἔρχεσαι στήν ἐκκλησία; τόν ρώτησαν κάποτε οἱ νεώτεροι.
-Ὁ Θεός νά σᾶς πληροφορήσει, Ἀδελφοί μου, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, πώς δέν ἀποφεύγω ἐσάς, ἀλλά τήν πονηρία τοῦ διαβόλου. Ὅταν κρατᾶς ἀναμμένη λαμπάδα καί σταθεῖς πολλή ὥρα στόν ἀέρα, δίχως ἄλλο θά σοῦ σβήσει. Τό ἴδιο παθαίνει κι ὁ νοῦς. Φωτίζεται ἀπό τή Χάρι τῶν Μυστηρίων στήν ἐκκλησία, μά σάν ἀργοπορήσουμε ἔξω ἀπό τό κελλί μας, φυσᾶ σ’ αὐτόν ὁ ἄνεμος τῆς πολυπραγμοσύνης καί σβήνει ὁ ταλαίπωρος.
Τήν παρακάτω ἱστορία διηγήθηκε ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος στούς μαθητές του. Ἐκεῖνοι τήν ἔγραψαν μαζί μέ ἄλλες πού τούς εἶχε πεῖ. Ἔτσι ἔφτασε ὡς ἐμᾶς.
Κάποιος Ἀναχωρητής, ἀπό ἀμάθεια πιό πολύ, δέν ἤθελε νά παραδεχτεῖ πώς ὁ Ἅγιος Ἄρτος, πού μεταλαμβάνουμε, εἶναι αὐτό τό Σῶμα τοῦ Κυρίου. Οἱ Γέροντες πού τό ἔμαθαν, τόν φώναξαν κι ἐπιχείρησαν νά τοῦ ἐξηγήσουν τήν ὀρθή ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας γιά τά Ἄχραντα Μυστήρια, ὥστε νά τόν βγάλουν ἀπό τήν πλάνη του. Ἐκεῖνος ὅμως δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά πειστεῖ. Οἱ Πατέρες τόν ἄφησαν, ἀλλά ἔκαναν προσευχή νά τόν φωτίσει ὁ Θεός νά καταλάβει τήν ἀλήθεια γιά νά μή χάσει τούς κόπους του.
Μιά Κυριακή ὁ Ἀναχωρητής παρακολούθησε τή Θεία Λειτουργία μαζί μέ δυό ἀπό τούς Γέροντες ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα τοῦ ναοῦ τῆς σκήτης. Τή στιγμή πού ὁ Ἱερέας πῆρε στά χέρια τοῦ τό πρόσφορο, γιά νά προσκομίσει, εἶδαν κατάπληκτοι ἕνα Βρέφος ξαπλωμένο πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Κι ὅταν ἄρχισε νά διαμελίζει τόν Ἄρτο, φάνηκε Ἅγιος Ἄγγελος πάνω ἀπό τό Θυσιαστήριο, κρατώντας μάχαιρα στά χέρια του. Διαμέλιζε κι αὐτός, συγχρόνως μέ τόν Ἱερέα, τό Θεῖο Βρέφος κι ἔχυνε τό Αἷμα Του στό Ἅγιο Ποτήριο.
Ὁ πλανεμένος Ἀναχωρητής ταράχτηκε ἀπό τό φοβερό ἐκεῖνο θέαμα. Ἡ ταραχή τοῦ ὅμως μεταβλήθηκε σέ τρόμο, πού τόν συγκλόνισε ὁλόκληρο, ὅταν ὕστερα ἀπό λίγο, πού πῆγε νά κοινωνήσει, εἶδε στόν Ἅγιο Ποτήριο ἀνθρώπινη σάρκα βαμμένη στό αἷμα. Κλαίγοντας τότε ὁμολόγησε τήν πλάνη του καί παρακάλεσε τόν Κύριο νά σκεπάσει μέ τή Χάρη Τοῦ τά Θεῖα Μυστήρια γιά νά τολμήσει νά κοινωνήσει. Ἔτσι εἶδε πάλι Ἄρτο καί Οἶνο μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο.Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου σέ κάποια εὐγενῆ Πατρικία: «Καλό καί ὠφέλιμο εἶναι νά κοινωνεῖς κάθε ἡμέρα καί νά μεταλαμβάνεις τό Ἅγιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, διότι αὐτός ὁ ἴδιος μας λέει, «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον». Ποιός λοιπόν ἀμφιβάλλει, ὅτι συμμετέχων διαρκῶς τῆς ζωῆς, δέν σημαίνει τίποτε ἄλλο παρά τό ὅτι ζεῖ πολυμερῶς; Ἐμεῖς ἐδῶ συνηθίζουμε νά κοινωνοῦμε τέσσερις φορές τήν ἑβδομάδα, δηλαδή κάθε Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή καί Σάββατο καί ὅποια ἄλλη ἡμέρα τύχει μνήμη Ἁγίου».
Οταν ἀποφεύγει ὁ ἄνθρωπος τίς πολλές κουβέντες, τίς διαμάχες, τήν ταραχή καί τήν σύγχυση, ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπισκιάζει τήν ψυχή του καί τότε, ὅσο στείρα κι ἄν εἶναι, θά βλαστήσει καρπούς πνευματικούς.
Τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ:
Ὁ Θεός, καθώς λέγει ἡ Γραφή, εἶναι ἥλιος δικαιοσύνης, πού μέ τίς ἀκτίνες τῆς καλωσύνης Τοῦ ὀμορφαίνει τό σύμπαν. Ἡ ψυχή πάλι, ἀνάλογα μέ τήν προαίρεσή της, γίνεται ἤ κερί, σάν φιλόθεη, ἤ πηλός, σάν φιλόυλη». Ὅπως λοιπόν ὁ πηλός, ὅταν ἐκτεθεῖ στόν ἥλιο, ξεραίνεται καί τό κερί μαλακώνει, τό ἴδιο κι ἡ ψυχή. Ἐκείνη πού εἶναι δοσμένη στά ἐγκόσμια καί ὑλικά, ὅταν ἔλθει σ’ ἐπαφή μέ τόν Θεό, σκληραίνεται, σάν τό Φαραώ, καί χάνει κάθε ἐλπίδα σωτηρίας. Ἡ φιλόθεη ψυχή ὅμως, ὅταν ἐκτεθεῖ στίς φλογερές ἀκτίνες τῆς θείας ἀγάπης, ἁπαλύνεται, ἀποτυπώνει τούς χαρακτῆρες τῶν Ἁγίων καί γίνεται κατοικία Θεοῦ. Ἔτσι, στή φυσική «κατ’ εἰκόνα» ὀμορφιά προσθέτει καί τήν «καθ’ ὁμοίωσιν».
νας ἀρχάριος μοναχός ἐξομολογήθηκε στόν Ἀββᾶ Σισώη, πώς ἐπιθυμοῦσε μέν νά διατηρεῖ καθαρή τήν καρδιά του, ἀλλά δέν τό κατόρθωνε πάντοτε.
-Ὅσο ἀφήνουμε, παιδί μου, ἀνοιχτῆ τήν πόρτα μέ τήν γλώσσα μας, δέν καταλαβαίνεις πῶς εἶναι ἀδύνατο νά κρατήσουμε καθαρή τήν καρδιά μας; Τοῦ εἶπε ὁ σοφός Ἀββᾶς.
Ἕνας εὐλαβής χριστιανός ἄφησε τόν κόσμο, πῆρε τό μικρό του γιό κι ἐπῆγε στήν ἔρημο. Πέρασαν χρόνια. Ὁ πατέρας, πού εἶχε προοδεύσει πολύ στήν ἀρετή, ἔφερε μέ τήν προσευχή του στά λογικά του κάποιο δαιμονισμένο. Τότε ὁ γιός πῆγε σ’ ἕνα μεγάλο Γέροντα καί τοῦ παραπονέθηκε:
Ὁ πατέρας μου, Ἀββᾶ, πρόκοψε πιό πολύ ἀπό μένα καί διώχνει δαιμόνια.
-Δέν εἶναι μόνο αὐτό σημάδι προκοπῆς, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας. Δέν εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τοῦ Θεοῦ ἡ δύναμη πού κάνει θαύματα, καθώς κι ἡ πίστη τοῦ ἀρρώστου ἤ τῶν συγγενῶν του. Πολλοί πού δέν κατάλαβαν αὐτό, ἔπεσαν σέ ὑπερηφάνεια καί ζημιώθηκε ἡ ψυχή τους. Ἡ πιό μεγάλη προκοπή γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ταπεινοσύνη τῆς καρδιᾶς. Ὅποιος ἀξιωθεῖ νά τήν ἀποκτήσει, δέν ἔχει φόβο νά παρασυρθεῖ ποτέ ἀπό τό κακό καί τήν ἁμαρτία.
Σάν πλησίαζε ἡ ἐνάτη ὥρα, θύμιζε πάντοτε στόν Ὅσιο Σισωή ὁ μαθητής του νά σηκωθεῖ νά φάγει τό λίγο ψωμάκι του.
-Δέ φάγαμε τέκνον; Ρωτοῦσε ὁ Γέροντας.
-Ὄχι ἀκόμη, Ἀββᾶ.
-Ε, τότε ἅς φᾶμε.
Δέν αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη τῆς ὑλικῆς τροφῆς, γιατί τρεφόταν μέ πνευματική ἡ καθαρή ψυχή του.
Διηγοῦνται οἱ συνασκητές του γιά τόν ἀββᾶ Ἰωάννη τόν Κολοβό, πώς ὁ νοῦς τοῦ πολύ συχνά σταματοῦσε σέ πνευματική θεωρία καί τήν ὥρα ἀκόμη πού ἦταν ἀπασχολημένος μέ τό ἐργόχειρό του. Μιά μέρα ἔπλεξε ψαθί γιά δυό ζεμπύλια καί τό ἕραψε σέ ἕνα. Τό κατάλαβε πιά, ὅταν πῆγε νά τό κρεμάσει στή θέση του.
Ἄλλοτε πάλι πέρασε ἀπό τό κελλί τοῦ ἕνας Ἀδελφός νά πάρει στήν ἀγορά τά ζεμπύλια τοῦ Γέροντος. Ἐκεῖνος πῆγε μέσα νά τά φέρει, ἀλλά, ἀπορροφημένος στίς σκέψεις τοῦ καθώς ἦταν, λησμόνησε καί κάθισε στό πλέξιμό του. Βλέποντας πώς ἀργοῦσε, ὁ Ἀδελφός χτύπησε πάλι τήν πόρτα. Σάν βγῆκε ὁ Γέροντας, τοῦ θύμισε τά ζεμπύλια. Μπῆκε ἐκεῖνος νά τά φέρει, μά πάλι τά ξέχασε. Γιά τρίτη φορά λοιπόν ἀναγκάστηκε νά χτυπήσει ὁ Ἀδελφός.
-Τί ζητᾶς, παιδί μου; Ρώτησε προβάλλοντας πάλι στήν πόρτα ὁ Ὅσιος.
-Τά ζεμπύλια, Ἀββᾶ.
Ὁ Γέροντας τότε τόν πῆρε ἀπό τό χέρι καί τόν ἔφερε μέσα στό κελλί.
-Ἄν ἦλθες γιά ζεμπύλια, τοῦ εἶπε, νά ἐδῶ εἶναι. Πάρε ὅσα σου χρειάζονται, γιατί ἐγώ δέν εὐκαιρῶ.
Ὁ πιστός χριστιανός, ἔλεγε κάποιος Πατήρ, βαδίζει τό δρόμο τοῦ Θεοῦ, βιάζοντας διαρκῶς τόν ἑαυτό τοῦ ν’ ἀποφεύγει τό κακό καί νά πράττει τό ἀγαθό. Αὐτός κατέχει θέση ὁμολογητού.
Τόν καιρό πού ὁ Ἀββᾶς Λώτ ἦταν νέος κι ἀρχάριος στήν ἀσκητική ζωή, ὁ Ἀββᾶς Ἰωσήφ, ὁ Γέροντάς του, τοῦ ἔδινε συχνά αὐτή τή συμβουλή: -Δέ θά γίνεις ποτέ καλός Μοναχός, τοῦ ἔλεγε, ἄν δέν διατηρήσεις ἄσβεστη στήν καρδιά σου τή φλόγα τῆς πίστεως. Αὐτή θά σέ φωτίζει νά περιφρονεῖς τιμές καί ἀναπαύσεις. Νά κόβεις τά θελήματά σου καί νά φυλάττεις ὅλες γενικῶς τίς θεῖες ἐντολές.
Οἱ ἀδελφοί κάποιας σκήτης περικύκλωσαν ἕναν ἀπό τούς ἐκεῖ Πατέρες, γιά ν’ ἀκούσουν λόγο πνευματικό ἀπό τό στόμα του. -Γιατί ἡ ψυχή δέν προσελκύεται ἀπό τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ εὐκολότερα παρασύρεται ἀπό τίς ἀπατηλές του κόσμου; ρώτησε κάποιος. -Γιατί δέν ἔχει πίστη, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας. Ὅταν διά τῆς πίστεως γευθεῖ ἡ ψυχή τά οὐράνια ἀγαθά, εἶναι ἀδύνατον πιά νά παρασυρθεῖ ἀπό τή ματαιότητα τοῦ κόσμου.
Ἔστειλε μιά φορά τόν ὑποτακτικό του ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος ὁ Θηβαῖος, νά φέρει νερό ἀπό τό πηγάδι. Καθώς ἔσκυψε ἐκεῖνος νά τραβήξει, εἶδε μέσα μιά μεγάλη ἀσπίδα (δηλητηριῶδες ἑρπετό). Ἄφησε συγχυσμένος τόν κουβά κι ἔτρεξε στό Γέροντά του. -Ἀββᾶ, χαθήκαμε. Τό νερό μᾶς δηλητηριάστηκε. Βρῆκα ἀσπίδα στό πηγάδι. -Κι ἄν ὁ διάβολος ἀποφασίσει νά ρίξει ἀσπίδες σ’ ὅλα τα πηγάδια, ἐσύ θά πεθάνεις ἀπό τή δίψα; Ρώτησε ὁ Γέροντας κουνώντας τό κεφάλι του γιά τή δειλία τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Ὕστερα πῆγε στό πηγάδι, πῆρε τόν κάδο κι ἔβγαλε μόνος του νερό. Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ἤπιε πρῶτος, κατόπιν ἔδωσε στόν ὑποτακτικό του. -Ὅπου ὑπάρχει σταυρός, εἶπε, δέ μπορεῖ νά σταθεῖ ἡ κακία τοῦ ἐχθροῦ.
Ὁ δειλός ἄνθρωπος, διδάσκει ὁ σοφός Ἰσαάκ ὁ Σύρος, πάσχει κυρίως ἀπό δύο ψυχικές ἀσθένειες. Ἀπό ὀλιγοπιστία κι ἀπό φιλοσωματία. Ὅποιος ἀγωνίζεται νά νικήσει αὐτά τά δύο μεγάλα κακά εἶναι φανερό πώς πιστεύει ὁλόψυχα στόν Θεό κι εἶναι ἕτοιμος νά δεχθεῖ ὅλα τα δυσάρεστα πού τυχόν Ἐκεῖνος θά παραχωρήσει. Ἡ ὑπερβολική τόλμη πάλι καί καταφρόνηση τῶν κινδύνων γεννῶνται ἤ ἀπό μεγάλη πίστη στό Θεό ἤ ἀπό τή σκληροκαρδία τοῦ ἀνθρώπου. Καί τή σκληροκαρδία ἀκολουθεῖ ἀπαραιτήτως ἡ ὑπερηφάνεια, τήν πίστη ὅμως ἡ ἀληθινή ταπεινοσύνη.
Ἕνας ἀρχάριος μοναχός ποῦ πῆγε νά ἐξομολογηθεῖ σέ κάποιον Γέροντα, ἀνάμεσα στ’ ἄλλα τοῦ ἔκανε κι αὐτή τήν ἐρώτηση: -Γιατί, Ἀββᾶ μου, πέφτω τόσο συχνά σέ ἀμέλεια; -Σοῦ λείπει ἡ πίστη πού θά σέ ἔκανε νά βλέπεις παντοῦ τόν Θεό, γι’ αὐτό μπορεῖς νά μεριμνᾶς καί ν’ ἀμελεῖς τή σωτηρία σου, ἐξήγησε πολύ σοφά ὁ διακριτικός Γέροντας.
Ὁ Ὅσιος Βενιαμίν, Ἡσυχαστής στό ὅρος τῆς Νιτρίας, εἶχε μεγάλη ἀφοσίωση καί πίστη στό Θεό. Ὀγδόντα χρόνια ἔζησε στήν ἔρημο μέ προσευχή καί ἄσκηση καί ἀξιώθηκε νά λάβει χαρίσματα πνευματικά. Νά διώχνει πονηρά πνεύματα καί νά θεραπεύει ὅλες τίς ἀρρώστιες. Λίγους μῆνες, προτοῦ φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτός ὁ Ὅσιος, ἔπαθε ὑδρωπικία. Τόσο πολύ διωγκώθηκε τό σῶμα του, πού ἦταν θέαμα φρικτό. Οἱ Ἀδελφοί πού τόν ἐπισκέπτοντο γύριζαν ἀλλοῦ το πρόσωπο, γιατί τούς ἐπίανε λιποψυχία νά τόν βλέπουν. Ἀντί λοιπόν νά τόν ἀνακουφίζουν καί νά τόν παρηγοροῦν, τόν ἄκουγαν νά τούς στηρίζει μ’ αὐτά τά λόγια: -Προσεύχεσθε, Ἀδελφοί μου, νά μήν ὑδρωπιάσει ὁ μέσα ἄνθρωπος. Τό σῶμα τοῦτο οὔτε ὅταν ἔθαλλε ἐπρόσφερε καμμία ὠφέλεια στήν ψυχή, οὔτε τώρα πού πάσχει ἔχει τή δύναμη νά τή βλάψει. Καί τό σπουδαιότερο, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὑπέφερε ἀπό ἀφόρητους πόνους, ἐξακολουθοῦσε μέχρι τήν τελευταία του πνοή νά θεραπεύει τούς ἀρρώστους πού τοῦ πήγαιναν στό κελλί του.
Κάποιος σοφός πατήρ λέει: «Ἐκεῖνος πού ἀδικεῖται καί συγχωρεῖ, ὁμοιάζει μέ τόν Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος πού δέν ἀδικεῖ μέν, ἀλλ’ οὔτε νά ἀδικεῖται τοῦ ἀρέσει, εἶναι στή θέση τοῦ Ἀδάμ. Ὁ ἄδικος ὅμως, ὁ κακεντρεχής κι ὁ συκοφάντης δέν διαφέρει ἀπό τόν διάβολο».
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος ὁ Πρεσβύτερος μιᾶς σκήτης στήν Αἴγυπτο εἶχε τόση ἀνεξικακία, ὥστε ἔπαιρνε κοντά του κι διόρθωνε ὅλους τους κακούς ὑποτακτικούς. Ὅταν λόγου χάρι συνέβαινε νά ἔχει κανένας ἀπό τούς Γέροντες ὑποτακτικό ἀντίλογο ἤ ἀνυπότακτο καί ἤθελε νά τόν διώξει, ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος προλάβαινε καί τοῦ ἔλεγε:
-Φέρε τόν σέ μένα, ἀδελφέ.
Τόν κρατοῦσε στό κελί, καί μέ τήν καλωσύνη καί τήν ὑπομονή τοῦ τόν διόρθωνε καί τόν ἔστελνε σωφρονισμένο στό Γέροντά του.
Στήν Ἐκκλησία πάλι τό πιό προσφιλές του κήρυγμα ἦταν τό «ἐάν γάρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν…»(Ματθ.6, 14).
-Ἀδελφοί, συγχωρήσατε, συγχωρήσατε τούς ἀδελφούς σας, γιά νά συγχωρηθοῦν αἵ ἁμαρτίαι σας, φώναζε ἀπό τόν ἄμβωνα μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς τοῦ ὁ ἅγιος Γέροντας.
Κάποιος χριστιανός πῆγε νά συμβουλευθεῖ τόν Ἀββᾶ Σιλουανό.
-Ἔχω ἕνα θανάσιμο ἐχθρό, Πάτερ, τοῦ ἐξομολογηθεῖ. Τά κακά πού μου ἔχει προξενήσει αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀναρίθμητα. Πρό καιροῦ κέρδισε μέ ἀπάτη ἕνα μεγάλο κομμάτι ἀπό τό χωράφι μου. Μέ συκοφαντεῖ, ὅπου βρεθεῖ, κακολογεῖ κι ἐμένα καί τήν οἰκογένειά μου. Μοῦ ἔχει κάνει τό βίο ἀβίωτο. Τώρα τελευταία μάλιστα ἐπιβουλεύεται καί τήν ζωή μου. Πρίν λίγες ἡμέρες ἔμαθα πώς ἀποπειράθηκε νά μέ δηλητηριάσει. Δέν παίρνει ἄλλο λοιπόν. Εἶμαι ἀποφασισμένος νά τόν παραδώσω στή δικαιοσύνη.
-Κᾶνε ὅπως θέλεις, τοῦ εἶπε μέ ἀδιαφορία ὁ Ἀββᾶς Σιλουανός.
-Δέ νομίζεις, Πάτερ, πώς ὅταν τιμωρηθεῖ καί μάλιστα αὐστηρά, ὅπως τοῦ πρέπει, θά σωθεῖ ἡ ψυχή του; ρώτησε ὁ ἄνθρωπος, πού τώρα ἄρχισε νά ἐνδιαφέρεται καί γιά τήν ψυχική ὠφέλεια τοῦ ἐχθροῦ του.
-Κᾶνε ὅ,τι σέ ἀναπαύει, ἐξακολουθοῦσε νά λέγει μέ τό ἴδιο ὕφος ὁ Ὅσιος.
-Πηγαίνω, λοιπόν, στόν δικαστή κατ’ εὐθείαν, εἶπε ὁ χριστιανός καί σηκώθηκε νά φύγει.
-Μή βιάζεσαι τόσο, τοῦ εἶπε μέ ἠρεμία ὁ Ὅσιος. Ἅς προσευχηθοῦμε πρῶτα νά κατευοδώσει ὁ Θεός τήν πράξη σου.
Ἄρχισε τό «Πάτερ ἠμῶν».
«Καί μή ἀφίης ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς οὐδέ ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν», ἀκούστηκε νά λέγει μεγαλοφώνως ὁ Ὅσιος, σάν ἔφτασε σ’ αὐτόν τόν στίχο.
-Λάθος, Ἀββᾶ, δέ λέγει ἔτσι ἡ Κυριακή Προσευχή, ἔσπευσε νά διορθώσει ὁ χριστιανός.
-Ἔτσι ὅμως εἶναι, ἀποκρίθηκε μ’ ὅλη του τήν ἀπάθεια ὁ Γέροντας. Ἀφοῦ ἀποφάσισες νά παραδώσεις τόν ἀδελφό του στό δικαστή, ὁ Σιλουανός δέν κάνει ἄλλη προσευχή γιά σένα.
Ἕνας ἀγαθώτατος ἐρημίτης γειτόνευε μέ κάποιον τεμπέλη Μοναχό, πού βαρειόταν νά δουλέψει καί γιά νά ζήσει πήγαινε κρυφά στήν καλύβη τοῦ γείτονά του καί τοῦ ἔκλεβε τά πράγματα. Ὁ Ἐρημίτης τό εἶχε καταλάβει, ἀλλά δέν ἔκανε ποτέ τοῦ λόγο γι’ αὐτό στόν ἔνοχο.
-Γιά νά κάνει τέτοια πράξη, θά ἔχει πολλή ἀνάγκη ὁ Ἀδελφός, ἔλεγε συχνά στόν ἑαυτό τοῦ ὁ ἀγαθός Γέροντας.
Δούλευε ὅμως σκληρά, γιά νά καταφέρει νά ζήσει καί μ’ ὅλο τοῦτο, ὑστερεῖτο, γιατί ὁ κλέπτης παίρνοντας γιά κουταμάρα τή σιωπή τοῦ εἶχε ἐντελῶς ἀποθρασυνθεῖ καί δέν τοῦ ἄφηνε σχεδόν οὔτε ψωμί νά φάγει.
Ἔφθασε ἡ ὥρα νά κοιμηθεῖ ὁ Ἐρημίτης κι οἱ Ἀδελφοί της σκήτης μαζεύτηκαν γύρω του νά πάρουν τήν εὐχή του. Ἀνάμεσά τους ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶδε ἐκεῖνον πού τόσα χρόνια τόν εἶχε κάνει νά ὑποφέρει μέ τίς κλεψιές του. Τοῦ ἔγνεψε νά πάει κοντά του, καί , ὅταν ἐκεῖνος πλησίασε, πῆρε τά χέρια τοῦ μέσα στά δικά του κι ἄρχισε νά τά φιλεῖ.
-Εὐχαριστῶ τά χέρια αὐτά, ἔλεγε, πού ἔγιναν ἀφορμή νά βρῶ σήμερα τόν Παράδεισο.
Ἄν μάθεις πώς κάποιος σέ μισεῖ καί σέ κακολογεῖ – λέγει ἕνας ἀπό τούς Πατέρες- μή τοῦ κρατᾶς κακία. Ἄν μπορεῖς μάλιστα στεῖλε τοῦ ἕνα δῶρο. Ἔτσι θά ἔχεις τό θάρρος νά πεῖς στόν Χριστό τήν ὥρα τῆς Κρίσης
-Ἅφες μου, Δέσποτα, τά ὀφειλήματά μου, καθώς καί ἐγώ ἀφήκα τά ὀφειλήματα τοῦ πλησίον μου.
Μερικοί εὐλαβεῖς νέοι ἀνέβηκαν στή σκήτη νά ἐπισκεφθοῦν ἕνα πνευματικό Γέροντα. Ἔξω ἀπό τήν καλύβη τοῦ βρῆκαν κάτι τσομπανόπουλα, πού ἔβοσκαν τά κοπάδια τους. Ἔκαναν ὅμως τόση φασαρία μέ τά παιχνίδια καί τίς φωνές τους, πού ἀπόρησαν οἱ ἐπισκέπτες.
-Πῶς ἀνέχεσαι αὐτά τά παλιόπαιδα, Πάτερ, καί δέν τά διώχνεις; Ρώτησαν τόν Γέροντα.
-Εἶναι καιρός τώρα, τέκνα μου, ἀπεκρίθη ὁ ἀγαθός Γέρων, πού ἔχω ἀποφασίσει νά τά μαλώσω καί νά τά διώξω. Κάθε φορᾶ ὅμως ἀναβάλλω, λέγοντας στόν ἑαυτό μου ἄν τόσο μικρή ἐνόχληση δέν ἀνέχεσαι, πῶς θά σηκώσεις ἕνα πιό μεγάλο πειρασμό; Ἔτσι συνηθίζω νά δέχομαι εὐχαρίστως τίς μικροδοκιμασίες, πού μου στέλνει ὁ Κύριός μου.
Κάποιος ἐρημίτης εἶχε ἕνα νεαρό μαθητή δύστροπο κι ἀνυπότακτο. Μέ κανένα τρόπο δέν ἐννοοῦσε ν’ ἀκούσει τίς συμβουλές τοῦ Γέροντός του καί νά διορθωθεῖ. Ὁ Ὅσιος μακροθυμοῦσε, ἐλπίζοντας πώς μέ τόν καιρό θά φρονίμευε.
Μιά μέρα ὁ ὑποτακτικός κλείδωσε τό κελλαρικό πού φύλαγαν τά λίγα τρόφιμά τους καί κατέβηκε στήν πόλη, χωρίς νά πεῖ σέ κανένα τίποτα κι ἔμεινε δύο ἑβδομάδες. Στό διάστημα αὐτό ὁ Γέροντας τοῦ ἔμεινε νηστικός, ἀφοῦ δέν ἔβρισκε τί νά φάει. Κάποτε, τέλος πάντων, τόν πῆρε εἴδηση ἕνας γείτονάς του καί τοῦ πῆγε λίγες μαγειρεμένες φακές.
-Σάν ν’ ἄργησε πολύ ὁ ὑποτακτικός σου, εἶπε ὁ γείτονας.
Καί ὁ ἀγαθώτατος Γέροντας, μ’ ὅλη του τήν ἀνεξικακία
-Ε, ὅταν εὐκαιρήσει ὁ ἀδελφός, θά ἔλθει πάλι, ἀποκρίθηκε.
Ἕνας ἀπό τούς Γέροντες δίνει τήν ἀκόλουθη ἀξιοπρόσεκτη συμβουλή:
Ἄν μεταξύ σου καί κάποιου ἄλλου εἰπωθοῦν λόγια δυσάρεστα κι ἐκεῖνος, ὕστερα ἀπό λίγο, ἀρνηθεῖ αὐτά πού εἶπε, σύ μή ἐπιμένεις νά τοῦ λέγεις, ναί τά εἶπες, γιατί σίγουρα θά παρεκτραπεῖ πάλι καί θά σοῦ ἀπαντήσει:
-Ναί, τά εἶπα. Καί μέ τοῦτο τί;
Καί ἔτσι θά μεγαλώσει ἡ φιλονικία. Λησμόνησε λοιπόν τά πικρά λόγια γιά νά ἔλθει μεταξύ σας ὁμόνοια καί εἰρήνη.
Μέ τήν κακία δέν μπορεῖς νά διώξεις τήν κακία- λέει ὁ Ὅσιος Ποιμήν. Ἄν λοιπόν σου κάνει κανένα κακό ὁ ἀδελφός σου, προσπάθησε σύ νά τοῦ τό ἀνταποδώσεις μέ καλό. Μόνο ἡ καλοσύνη μπορεῖ νά νικήσει τήν κακία.
Μᾶς λέγει ἡ παράδοση ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος, ὁ ἀδελφός του Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, τήν ὥρα πού ὠδηγεῖτο στό μαρτύριο, συνήντησε στό δρόμο ἐκεῖνον πού τόν εἶχε καταδώσει. Τόν σταμάτησε καί τόν ἐφίλησε λέγοντάς του:
-Εἰρήνευε, ἀδελφέ.
Βλέποντας ἐκεῖνος τόση ἀνεξικακία, ἐθαύμασε κι ἐφώναξε μέ ἐνθουσιασμό:
-Χριστιανός εἶμαι ἀπό σήμερα κι ἐγώ.
Ὕστερα ἀπ’ αὐτή τήν ὁμολογία ἀποκεφαλίστηκε μαζί μέ τόν Ἀπόστολο.
Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἔδωσε κάποτε μερικά βιβλία σ’ ἕνα καλλιγράφο νά τοῦ ἀντιγράψει. Ὅταν ἐκεῖνος τά ἑτοίμασε, εἰδοποίησε τόν Ὅσιο νά στείλει νά τά πάρει. Κάποιος ἄλλος ὅμως, πού ἤξερε τήν παραγγελία, πῆγε δῆθεν ἐκ μέρους τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καί παρέλαβε τά βιβλία. Ὕστερα ἀπό λίγο ἔστειλε κι ὁ Γέροντας τό μαθητή του νά τά πάρει. Κατάλαβε τότε ὁ καλλιγράφος πώς ἐξαπατήθηκε ἀπό τόν ἄλλο καί ταραγμένος ἀπειλοῦσε:
-Δέν θά πέσει στά χέρια μου; Θά τόν κανονίσω, ὅπως τοῦ ἀξίζει, τόν αὐθάδη.
Ὅταν τό ἄκουσε ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς παρήγγειλε στόν καλλιγράφο:
-Ἀποκτοῦμε βιβλία, ἀδελφέ, γιά νά μᾶς διδάξουν ἀγάπη κι ἀνεξικακία. Ἄν πρόκειται γιά χάρι τους νά μαλώνουμε, χίλιες φορές καλύτερα νά μᾶς λείπουν. «Δοῦλον Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι»(Β’ Τιμ.2. 24).
Ὁ Ἀββᾶς Γελάσιος εἶχε ἕνα πολύ ὡραῖο βιβλίο, πού περιεῖχε καλλιγραφημένη τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Ἄξιζε τοῦ εἶχαν πεῖ πάνω ἀπό δεκαπέντε νομίσματα. Τό ἄφηνε ὅμως στήν Ἐκκλησία νά τό χρησιμοποιοῦν ὅλοι οἱ ἀδελφοί στή σκήτη. Κάποτε ἕνας περαστικός καλόγερος ἔκλεψε τό βιβλίο. Ὁ Ἀββᾶς Γελάσιος, ἄν καί τό κατάλαβε ἀμέσως, δέ θέλησε νά κυνηγήσει τόν κλέπτη. Ἐκεῖνος μόλις κατέβηκε στήν πόλη βρῆκε ἀγοραστή κι ἄρχισε νά διαπραγματεύεται τήν πώληση τοῦ βιβλίου. Γύρευε δεκαέξι νομίσματα. Ὁ ἀγοραστής ἔλεγε πώς δέν ἄξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν νά τοῦ ἀφήσει ὁ καλόγερος τό βιβλίο, νά τό δείξει σέ κάποιο γνωστό του, εἰδικό σ’ αὐτά. Ἔτσι, τό πῆρε ὁ ἄνθρωπος καί τό πῆγε στόν Ἀββᾶ Γελάσιο, πού ἦταν φίλος του.
-Ν’ ἀγοράσω αὐτό τό βιβλίο γιά δεκαέξι νομίσματα, Ἀββᾶ; Ἀξίζει τόσο; τόν ρώτησε.
Ὁ Ὅσιος το γνώρισε ἀμέσως, ἀλλά δέν τό φανέρωσε. Τό πῆρε στά χέρια του, τό ψηλάφησε, σάν νά τό ἔβλεπε γιά πρώτη φορά.
-Ἀξίζει, ἀγόρασέ το, εἶπε στό φίλο του.
Γυρίζοντας ὅμως ἐκεῖνος δέν εἶπε τήν ἀλήθεια.
-Ἔδειξα τό βιβλίο σου στόν Ἀββᾶ Γελάσιο καί μοῦ εἶπε πώς γυρεύεις πολλά. Δέν ἀξίζει τόσο.
-Δέ σοῦ εἶπε ἄλλο τίποτε; ρώτησε ἐκεῖνος ταραγμένος, μόλις ἄκουσε γιά τόν Ἀββᾶ Γελάσιο.
-Ὄχι.
-Μετανόησα. Δέν θά τό πουλήσω, εἶπε ὕστερα ἀπό λίγο ὁ καλόγερος.
Μέσα του γινόταν μιά πάλη. Ἀπό τήν μιά μεριά ἐθαύμαζε τήν ἀνεξικακία τοῦ Ὁσίου κι ἀπό τήν ἄλλη ἐλεγχόταν γιά τήν κακή πράξη του. πῆρε λοιπόν τό βιβλίο κι ἀνέβηκε στή σκήτη. Ὅταν βρῆκε τόν Ἀββᾶ Γελάσιο, ἔπεσε στά πόδια του καί ζήτησε συγχώρηση, δίνοντας πίσω στό κλοπιμαῖο. Ἐκεῖνος πάλι, ὄχι μόνο τόν συγχώρεσε μ’ ὅλη του τήν ψυχή, ἀλλ’ ἐπέμενε νά τοῦ χαρίσει τό βιβλίο. Ποῦ νά τό δεχθεῖ τώρα ὁ καλόγερος!
-Ἄν δέν τό πάρεις πίσω Ἀββᾶ, δέν θά βρεῖ ἀνάπαυση ἡ ψυχή μου.
-Ἄν εἶναι ἔτσι, πήγαινε στήν Ἐκκλησία καί ἄφησέ το ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου το πῆρες, τοῦ εἶπε μέ καλωσύνη ὁ Ὅσιος. Ἀπό τότε διορθώθηκε ὁ κακοσυνηθισμένος καλόγερος καί ποτέ πιά δέν ἔπεσε σέ τόσο βαρύ σφάλμα.
Τήν παρακάτω ἱστορία τήν διηγεῖται στούς μαθητές τοῦ ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς.
Κοντά σ’ ἕνα Κοινόβιο εἶχε στήσει τήν καλύβη τοῦ ἕνας Γέροντας, πού ὅλοι γύρω οἱ Ἀδελφοί τόν ὑπεραγαποῦσαν. Ἐκεῖ κοντά ἔμενε καί κάποιος ἄλλος Ἐρημίτης.
Κάποτε ὁ Γέροντας ἔλειψε γιά λίγες μέρες κι ὁ γείτονάς του, πού βρῆκε εὐκαιρία, μπῆκε στήν καλύβη του καί τοῦ πῆρε τά βιβλία καί τ’ ἄλλα μικροπράγματα πού εἶχε. Ὅταν γύρισε ἐκεῖνος καί βρῆκε τήν καλύβη τοῦ ἀνοιχτή καί ἄδεια, πῆγε νά πεῖ στό γείτονά του τί τοῦ συνέβαινε. Προβάλλοντας στήν πόρτα τοῦ εἶδε τά πράγματά του στή μέση του κελλιοῦ τοῦ γείτονα. Δέν εἶχε προφθάσει ἀκόμη νά τά συμμαζέψει. Ὁ ἀγαθός Γέροντας μή θέλοντας νά ντροπιάσει τόν κλέπτη ἀπομακρύνθηκε μέ κάποια πρόφαση γιά νά τοῦ δώσει καιρό νά τά κρύψει. Σάν γύρισε ἄρχισε νά κουβεντιάζει μαζί του γιά τά πράγματα ἐντελῶς ἄσχετα μέ τήν κλοπή.
Μά οἱ γνωστοί του, πού ἔμαθαν τό πάθημά του, φρόντισαν καί βρῆκαν τόν κλέπτη καί τόν ἔβαλαν στή φυλακή, χωρίς ἐκεῖνος νά πάρει εἴδηση. Ὅταν ἔμαθε ὁ Ἐρημίτης πώς ὁ γείτονάς του βρισκόταν στή φυλακή γιά ἄγνωστη σ’ αὐτόν αἰτία, πῆγε στόν Ἡγούμενο τοῦ Κοινοβίου καί τόν παρεκάλεσε νά τοῦ δώσει δυό ψωμιά καί λίγα αὐγά. Ἐκεῖνος τοῦ τά ἔδωσε πρόθυμα νομίζοντας πώς εἶχε νά φιλοξενήσει ξένους.
Ὁ καλός Γέροντας ἔβαλε τά τρόφιμα σ’ ἕνα καλάθι, κατέβηκε στήν πόλη καί πῆγε νά δεῖ τό γείτονά του στή φυλακή. Βλέποντας τόν ἐκεῖνος ἔπεσε στά πόδια τοῦ μετανοημένος καί τοῦ ἔλεγε μέ δάκρυα.
-Συγχώρεσε μέ, Πάτερ, γιά σένα βρίσκομαι, ὅπως μου ἀξίζει, ἐδῶ σήμερα. Ἐγώ ἔκλεψα τά πράγματά σου. Νά κι ἕνα ἀπό τά βιβλία σου. Συγχώρεσε μέ.
Ὁ καημένος ὁ Γέροντας τά ἔχασε. Ὅταν συνῆλθε ἀπό τήν πρώτη ἔκπληξη, τοῦ εἶπε μέ καλωσύνη.
-Ὁ Θεός ἅς σέ πληροφορήσει, Ἀδελφέ μου, πώς δέν ἦρθα γι’ αὐτό ἐδῶ σήμερα. οὔτε καν εἶχα ὑποτευθεῖ πώς ἐξ αἰτίας μου σ’ ἔβαλαν στή φυλακή. Τώρα ὅμως πού μου τό λέγεις, θά κάνω ὅ,τι μπορῶ γιά νά σέ βγάλω. Ἐν τῷ μεταξύ ὅμως φάε λίγο ἀπό τά τρόφιμα πού σου ἔφερα σέ τοῦτο τό καλάθι.
Τοῦ ἔδωσε τ’ αὐγά καί τό ψωμί καί ἔφυγε ἀμέσως γιά νά φροντίσει νά βγάλει τόν ἀδελφό του ἀπό τήν φυλακή καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τό πέτυχε.Κάποιος πιστός τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας προδόθηκε ἀπό μιά δούλη του. ἀφοῦ βασανίστηκε σκληρά, ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπό τήν πόλη γιά ν’ ἀποκεφαλιστεῖ. Στό δρόμο ἔτυχε νά συναντήσει τήν κακή ἐκείνη δούλη. Μόλις τήν εἶδε ἔβγαλε τό χρυσό του δακτυλίδι τῆς τό ἔδωσε καί σφίγγοντας μ’ εὐγνωμοσύνη τό χέρι τῆς τῆς εἶπε:
-Σ’ εὐχαριστῶ ἀπό τήν ψυχή μου πού ἔγινες αἴτια ν’ ἀπολαύσω τέτοια τιμή, νά γίνω Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ μου.
Μή συνηθίζεις νά ταπεινολογεῖς, συμβουλεύει ἕνας Γέροντας, ἀλλά νά ταπεινοφρονεῖς. Χωρίς ταπεινοσύνη δέ μπορεῖς νά προοδεύσεις στά πνευματικά καί νά τηρεῖς τό θεῖο θέλημα.
Πέρασε κάποτε ἀπό τό λογισμό τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου σέ τίνος τάχα ἁγίου μέτρα νά εἶχε φτάσει. Ὁ Θεός ὅμως, πού ἤθελε νά τοῦ ταπεινώσει τό λογισμό, τοῦ φανέρωσε μιά νύχτα στ’ ὄνειρό του πώς καλύτερός του ἦταν ὁ μπαλωματής, πού εἶχε ἕνα μικρομάγαζο σ’ ἕνα παράμετρο δρόμο τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Μόλις ξημέρωσε, ὁ Ὅσιος πῆρε τό ραβδάκι του καί ξεκίνησε γιά τήν πόλη. Ἤθελε νά γνωρίσει ἀπό κοντά τόν περίφημο μπαλωματή καί νά δεῖ τίς ἀρετές του. Μέ πολλή δυσκολία ἀνακάλυψε τό μαγαζάκι του, μπῆκε μέσα, κάθισε πλάι του στόν πάγκο κι ἄρχισε νά τόν ρωτᾶ γιά τή ζωή του.
Ὁ ἁπλοϊκός ἄνθρωπος, πού δέ τοῦ πήγαινε ὁ νοῦς ποιός μποροῦσε νά ἦταν ἐκεῖνος ὁ γερό-καλόγερος πού ἦλθε τόσο ξαφνικά νά τόν ἐξετάσει, χωρίς νά πάρει τά μάτια του ἀπό τό παπούτσι πού μπάλωνε, τοῦ ἀποκρίθηκε ἀργά- ἀργά μέ ἠρεμία:
-Δέν ξέρω, Ἀββᾶ μου, νά ἔχω κάνει ποτέ κανένα καλό. Κάθε πρωί σηκώνομαι, κάνω τήν προσευχή μου κι ἀρχίζω τή δουλειά μου. Λέω ὅμως πρῶτα στό λογισμό μου, πῶς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σ’ αὐτή τήν πόλη, ἀπό τόν πιό μικρό ὡς τόν πιό μεγάλο, θά σωθοῦν καί μόνο ἐγώ θά καταδικαστῶ γιά τίς πολλές μου ἁμαρτίες. Κι ὅταν τό βράδυ πάω νά πλαγιάσω, πάλι τό ἴδιο συλλογίζομαι.
Ὁ Ὅσιος σηκώθηκε μέ θαυμασμό, τόν ἀγκάλιασε, τόν φίλησε, καί τοῦ εἶπε μέ συγκίνηση:
-Σύ, ἀδελφέ μου, σάν καλός ἔμπορος, κέρδισες τόν πολύτιμο μαργαρίτη ἄκοπα. Ἐγώ γέρασα στήν ἔρημο, ἵδρωσα καί κόπιασα, μά δέν ἔφτασα τήν ταπεινοσύνη σου.
Ἀκούγοντας ὁ εὐσεβής Ἔπαρχος τῆς Ἀλεξανδρείας τήν καλή φήμη τοῦ Ἀββᾶ Μωϋσέως τοῦ Αἰθίοπος, ἀνέβηκε κάποτε στή σκήτη νά τόν γνωρίσει ἀπό κοντά. Σάν τό ἔμαθε ὅμως ἐκεῖνος, ἔφυγε κρυφά ἀπό τήν καλύβα του καί πῆγε κατά τό ἕλος. Στό δρόμο συνάντησε τόν ἄρχοντα καί τήν ἀκολουθία του, πού ἔτυχε νά περνᾶνε ἀπό κεῖ. Οἱ ξένοι, πού δέν τόν γνώριζαν, τόν σταμάτησαν καί τόν ρώτησαν νά τούς δείξει τήν καλύβα τοῦ Ἀββᾶ Μωϋσέως.
-Τί γυρεύετε ἀπ’ αὐτόν; ἔκανε μ’ ἀποστροφή ὁ Γέροντας. Αὐτός εἶναι ἄνθρωπος μωρός.
Ὁ ἄρχοντας λυπήθηκε πού εἶχε κάνει ἄδικα τόσο κόπο. Ὅταν ἔφτασε στήν ἐκκλησία τῆς σκήτης, εἶπε στούς κληρικούς:
-Κάτω στήν πόλη λένε τόσα καλά γιά τόν Ἀββᾶ Μωϋσῆ, γι’ αὐτό ξεκίνησα νά τόν συναντήσω. Μά πρίν ἀπό λίγο συναντήθηκα μ’ ἕνα Καλόγερο κι ἔμαθα ἀπό λόγου του πώς πρόκειται γιά ἀνόητο ἄνθρωπο.
-Τί ἄνθρωπος ἦταν αὐτός, ρώτησαν ἀγανακτισμένοι οἱ κληρικοί, πού τόλμησε νά μιλήσει ἔτσι γιά τόν Ἅγιο.
-Ἕνας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, μέ τριμμένα ροῦχα.
Οἱ κληρικοί γέλασαν μέ τήν καρδιά τους.
-Ἄμ αὐτός εἶναι ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς.
Ὁ ἄρχοντας θαύμασε τήν ταπεινοσύνη τοῦ Γέροντος καί γύρισε στήν πόλη ὠφελημένος.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος εἶχε συνήθεια μιά ἤ καί περισσότερες φορές τήν ἑβδομάδα νά συγκεντρώνει τούς Μοναχούς του Κοινοβίου του καί νά τούς διδάσκει τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Κάποτε, ἀντί νά διδάξει ὁ ἴδιος, πρόσταξε τόν Θεόδωρο, νέο ἀκόμη στήν ἡλικία κι ἀρχάριο στή μοναχική ζωή, νά μιλήσει στούς ἀδελφούς. Ἤθελε μ’ αὐτό νά δοκιμάσει τήν ὑπακοή του. Ὁ καλός ὑποτακτικός, χωρίς ἀντιρρήσεις καί ταπεινολογίες, ἔκανε εὐθύς τήν προσταγή τοῦ Ἡγουμένου του. Σηκώθηκε κι ἄρχισε νά διδάσκει τό θεῖο λόγο. Αὐτό ὅμως δέν καλοφάνηκε στούς γεροντότερους. Θύμωσαν κι ἐπιδεικτικά ἄφησαν τή συγκέντρωση κι ἔφυγαν γιά τά κελλιά τους. Σάν τέλειωσε ἡ διδασκαλία, ἔστειλε ὁ Ὅσιος καί τούς κάλεσε νά παρουσιασθούν μπροστά του.
-Γιατί φύγατε ἀπό τή σύναξη; τούς ρώτησε αὐστηρά.
-Τί ἤθελες νά κάνουμε, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκαν μέ ἀγανάκτηση ἐκεῖνοι, ἀφοῦ ἔβαλες ἕνα παιδί νά διδάξει τούς γέρους;
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἀναστέναξε βαθειά καί δάκρυα ἀνέβηκαν στά μάτια του.
-Καλά λένε πώς ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ρίζα ὅλων των κακῶν καί γκρεμίζει ὅλα τα καλά, πού χτίζει ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος μέ τόσους κόπους. Φεύγοντας ἀπό τή σύναξη δέν καταφρονήσατε, ἄθλιοι, τόν Θεόδωρο, ἀλλά τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού μιλοῦσε δί’ αὐτοῦ. Δέν εἴδατε ἐμένα, τόν πνευματικό σας Πατέρα καί διδάσκαλο, μέ πόση προσοχή παρακολουθοῦσα; Καί σᾶς βεβαιώνω πώς πιό ὠφέλιμη διδασκαλία δέν εἶχα ἀκούσει ἕως σήμερα.
Λέγοντας αὐτά, τούς ἔδωσε αὐστηρό ἐπιτίμιο γιά νά συντρίψει τόν ἐγωισμό τους.
Ἕνας πολύ ταπεινός σέ κάποιο Κοινόβιο, ἀκολουθώντας πιστά τήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου, «ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε», ὅταν ἔσφαλλε κανένας ἀπό τούς Μοναχούς, ἔπαιρνε αὐτός τήν εὐθύνη, κατηγοροῦσε τόν ἑαυτό του καί δεχόταν εὐχαρίστως τίς τιμωρίες πού τοῦ ἐπέβαλλαν.
Μερικοί Καλόγεροι ὅμως πού δέν ἔβλεπαν τήν ἀρετή τοῦ ἀδελφοῦ, ἀλλά κάποια ἀδεξιότητα πού εἶχε στό ἐργόχειρο – ἦταν λίγο ἀργός- , τόν κατηγοροῦσαν συχνά καί ἔλεγαν μεταξύ τους:
-Κοίταξε κεῖ πόσα σφάλματα κάνει διαρκῶς καί γιά τίποτα δέν εἶναι ἱκανός.
Ὁ Ἡγούμενος ὅμως, πού ἤξερε καλά πόσο ἐνάρετος ἦταν ὁ ἀδελφός, ἔλεγε σ’ ἐκείνους πού τόν κατηγοροῦσαν:
-Προτιμῶ ἕνα δικό του ψαθί, πλεγμένο μέ ταπεινοσύνη, ἀπό ὅσα φτιάχνετε ἐσεῖς μέ ὑπερηφάνεια.
Μιά μέρα, πού ἐπίασε πάλι ὁ Ἡγούμενος τούς καλογήρους νά κατακρίνουν τόν ἀδελφό γιά τήν ἀδεξιότητά του, πῆρε ἀπό τά χέρια τούς τά καλάθια πού ἔπλεκαν καί τά πέταξε στή φωτιά, πού ἦταν ἀναμμένη στή μέση της αὐλῆς. Πέταξε μαζί καί τό καλάθι τοῦ ταπεινοῦ ἀδελφοῦ. Ὅλων των ἄλλων ἔγιναν σέ λίγο στάχτη, τό δικό του βγῆκε ἀκέραιο ἀπό τή φωτιά.
Βλέποντας αὐτό τό θαῦμα οἱ φιλοκατήγοροι καλόγεροι, ἔβαλαν μετάνοια στόν ἀδελφό καί τοῦ ζήτησαν συγγνώμη. Ἀπό τότε τόν τιμοῦσαν σάν πνευματικό Πατέρα.
Συνεχίζουμε καί αὐτή τήν ἑβδομάδα τή δημοσίευση διηγήσεων ἀπό τό γεροντικό μέ κεντρικό θέμα αὐτή τή φορά, τό ζήτημα τῆς ἐλπίδας πρός τό Θεό.
“Ἄν ὄντως πιστεύεις πώς ὁ Θεός εἶναι Παντοδύναμος καί ἀληθινός”, λέει ὁ Ἀββᾶς Εὐπρέπιος, “στήριζε σ’ αὐτόν μόνο τήν ἐλπίδα Σου καί νά εἶσαι βέβαιος πώς θά κληρονομήσεις τά ἀγαθά Του.”
Ἡ ἀκόλουθη διήγηση εἶναι παρμένη ἀπό τή ζωή τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου.
Ὅταν πρωτοϊδρύθηκε τό Κοινόβιο τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου στήν Παλαιστίνη, ἦταν τόσο φτωχό πού συχνά δέν ὑπῆρχαν οὔτε τά ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιά τήν συντήρηση τῶν Μοναχῶν.
Ἦταν Μέγα Σάββατο ἀπόγευμα.
Περίμεναν νά γιορτάσουν τό Ἅγιο Πάσχα. Οἱ Ἀδελφοί ἔψαχναν ἀπελπισμένοι ὁλόκληρό το μοναστήρι. Δέν ζητοῦσαν μεγάλα πράγματα. Γιά τίποτα φαγώσιμο, οὔτε συζήτηση πιά δέν γινόταν. Μιά μικρή προσφορά κοίταζαν νά βροῦν, ξεχασμένη ἀπό ἄλλη φορᾶ, γιά νά μή στερηθοῦν τή Θεία Κοινωνία. Ἀδύνατον ν’ ἀνακαλύψουν. Κι ἐδῶ στέρηση, συλλογίζονταν. Τό εἶπαν στό Γέροντά τους, στόν Ὅσιο Θεοδόσιο. Τούς ἄκουσε μέ ἀπόλυτη ἠρεμία σάν νά συνέβαιναν ὅλα αὐτά σε ξένη περιοχή. Οὔτε τήν ἀνησυχία τούς φαινόταν νά συμμερίζεται ὁ οὐράνιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος καί διαταγή ἔδωσε νά εἶναι ἕτοιμο γιά τή νυκτερινή Λειτουργία τό Ἅγιο Βῆμα, ἀκόμη κι ἡ τράπεζα γιά τό πασχαλινό γεῦμα.
-Μάταιη παρηγοριά, ψιθύρισαν μερικοί.
Ὁ Ὅσιος ἔκανε πώς δέν ἄκουσε.
-Μήπως ἔγινε ἀσθενέστερος στή δύναμη ἡ ἀτονώτερος στό νά χορηγεῖ καί σήμερα Ἐκεῖνος πού ἔθρεψε μά τό μάννα ὁλόκληρο λαό στήν ἔρημο καί χόρτασε τόσο πλῆθος μέ πέντε ψωμιά;
Θαύμαζαν οἱ Μοναχοί τήν πεποίθηση τοῦ Ἡγουμένου τους, μά δέ κατόρθωσαν νά τή συμμεριστοῦν.
Βασίλευε ὁ ἥλιος ὅταν χτύπησε τήν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ κάποιος ἄγνωστος. Μαζί του ἔφερνε δυό καμῆλες φορτωμένες.
-Πήγαινα μιά μικρή δωρεά σέ κάποια σκήτη λίγο πιό πέρα ἀπό τό Μοναστήρι σας, ἐξήγησε στούς Ἀδελφούς. Μά μόλις ἔφθασα ἐδῶ, τά ζῶα μου σταμάτησαν καί μέ κανένα τρόπο δέν μποροῦσα νά τά κάνω νά προχωρήσουν βῆμα. Λέω μήπως θέλει ὁ Θεός ν’ ἀφήσω σέ σᾶς αὐτά τά λίγα τρόφιμα;
Λίγα τρόφιμα! Αὐτά ἔφτασαν ὡς τήν Πεντηκοστή καί πέρα ἀκόμα. Οὔτε προσφορές ἔλειπαν γιά τή Θεία Λειτουργία ἀπό τήν ἀνέλπιστη δωρεά. -Πολύ μεγάλη ἡ ἐλπίδα! Ἔλεγαν μεταξύ τους οἱ καλόγεροι τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου κι εὐλαβοῦντο τόν Ἅγιο Γέροντά τους πού τόν στόλιζε κι αὐτή.
Νά τί συμβουλεύει τούς Μοναχούς ὁ μεγάλος τους διδάσκαλος, ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος:
«Ἀδελφέ, ἄν συμβεῖ ν’ ἀρρωστήσεις, μή γράφεις ποτέ στούς συγγενεῖς ἤ στούς γνωστούς καί φίλους σου νά σοῦ στείλουν φάρμακα ἤ τρόφιμα. Γιατί μαθαίνεις ἔτσι νά καταφεύγεις στήν ἀνθρώπινη προστασία, σέ νεκρή μέ ἄλλα λόγια βοήθεια. Στήριξε στόν Θεό τίς ἐλπίδες σου. Ὑπόμενε περιμένοντας τό ἔλεός του νά σέ κυβερνήσει σέ ὅλα. Ἐκεῖνος πού ἐπέτρεψε, γιά ψυχική σου ὠφέλεια, νά ἀρρωστήσεις νά εἶσαι βέβαιος, πώς θά προνοήσει γιά σένα. Δέ θά ἐπιτρέψει ποτέ, τό λέει ἡ Γραφή, νά δοκιμάσεις πιό μεγάλο πειρασμό ἀπό ὅσο ἔχεις δύναμη νά σηκώσεις. Φρόντισε λοιπόν ν’ ἀρέσεις σ’ Αὐτόν πού μεριμνᾶ γιά σένα.»
Κάποιος φιλομόναχος χριστιανός ἐπισκεπτόταν τακτικά τους Γέροντες στήν ἔρημο γιά νά ὠφελεῖται ἀπό τή διδασκαλία τους. Κάποτε ἀνακάλυψε ἕνα πολύ γέρο καί ἄρρωστο Ἐρημίτη. Τόν λυπήθηκε καί θέλησε νά τοῦ ἀφήσει ὅσα χρήματα εἶχε μαζί του, γιά τίς ἀνάγκες του.
-Κράτησέ τα, Ἀββᾶ, τοῦ ἔλεγε παρακαλεστικά. Εἶσαι γέρος κι ἄρρωστος. Δέν μπορεῖς πιά νά ἐργάζεσαι.
-Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια ὑποφέρω ἀπό τούτη τήν ἀρρώστια καί μέ τοῦ Θεοῦ τή βοήθεια δέ μοῦ ἔλειψε ποτέ τίποτα. Ἐκεῖνος πού ἔχει τή φροντίδα μου ἀδιάκοπά μου στέλνει πάντα τα ἀναγκαῖα. Θέλεις λοιπόν τώρα ἐσύ, Ἀδελφέ, νά διώξεις τόν Τροφέα μου; Εἶπε ὁ γέρων Ἐρημίτης καί μέ κανένα τρόπο δέ δέχτηκε τά χρήματα.
Μετά ἀπό τήν ἀνταπόκριση πού εἶχε τό προηγούμενο ἄρθρο τῆς σειρᾶς, συνεχίζουμε σήμερα τή δημοσίευση ἀποσπασμάτων ἀπό τό Γεροντικό μέ μιά σειρά κειμένων γιά τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὥστε νά διδαχτοῦμε ἀπό τήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία περιέβαλαν οἱ Θεόπνευστοι Πατέρες τή Βίβλο.Οἱ ἱεροί συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνέγραψαν βιβλία, ἔλεγε κάποιος Γέροντας. Οἱ Πατέρες φρόντισαν νά ἐφαρμόσουν στό βίο τούς τά γραφόμενα. Ἡ ἑπόμενη γενεά τ’ ἀποστήθισε. Οἱ δέ νεώτεροί τα ἀντέγραψαν καί τά κλείδωσαν στίς βιβλιοθῆκες.
Πῆγαν κάποτε μερικοί Γέροντες νά ἐπισκεφτοῦν τόν Ὅσιο Ἀντώνιο. Μαζί τους ἦταν κι ὁ Ἀββᾶς Ἰωσήφ. Ὁ Μέγας Πατήρ, γιά νά τούς δοκιμάσει, διάλεξε κάποιο Γραφικό ρητό καί ρώτησε ἕναν- ἕναν νά πεῖ τήν ἑρμηνεία του. Ἄρχισε τότε ὁ καθένας νά τό ἐξηγεῖ σύμφωνα μέ τίς γνώσεις του.
-Δέν τό βρῆκες, ἀπαντοῦσε, σ’ ὅλους ὁ Ὅσιος.
Ἔφτασε κι ἡ σειρά τοῦ Ἀββᾶ Ἰωσήφ.
-Τί λές ἐσύ γι’ αὐτό, Ἰωσήφ; τόν ρώτησε ὁ Μέγας Ἀντώνιος.
-Ἐγώ δέ γνωρίζω ἀπ’ αὐτά, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος.
-Ὁ Ἀββᾶς Ἰωσήφ ἔδωσε τή σωστή ἀπάντηση, εἶπε τότε ὁ Ὅσιος, θαυμάζοντας τήν ταπεινοσύνη του.
Μαζεύτηκαν κάποτε οἱ Πατέρες τῆς σκήτης νά συνομιλήσουν πνευματικά καί λησμόνησαν νά καλέσουν τόν Ἀββᾶ Κόπρι. Ἄρχισαν νά συζητοῦν γιά τό πρόσωπο τοῦ Μελχισεδέκ καί δέν συμφωνοῦσαν στίς γνῶμες. Τότε θυμήθηκαν τόν Ἀββᾶ Κόπρι κι ἔστειλαν νά τόν φωνάξουν γιά νά πάρουν τήν γνώμη του. Σάν ἄκουσε ἐκεῖνος τήν ὑπόθεση τῆς διαφωνίας καί τό θέμα, πού τόση ὥρα ἔχασαν γιά νά συζητοῦν, κτύπησε τρεῖς φορές τό στόμα του καί εἶπε:
-Ἀλλοίμονό σου, Καλόγερε. Ἄφησες κατά μέρος ἐκεῖνα πού γυρεύει ἀπό σένα ὁ Θεός καί ψάχνεις νά βρεῖς αὐτά πού ποτέ δέ θά σοῦ ζητήσει.
Ἀκούγοντας τά σοφά του λόγια οἱ ἄλλοι Γέροντες, ἔφυγαν ἀπό τή σύναξη καί γύρισαν συλλογισμένοι στά κελλιά τους.
Εἶδα κάποτε τό διάβολο, ἔξω ἀπό τό κελλί τοῦ μαθητοῦ μου, ἔλεγε ἕνας διορατικός Γέρων, νά παραμονεύει. Ἔριξα τότε μιά ματιά μέσα νά δῶ τί ἔκανε ἐκεῖνος. Εἶχε ἀνοιχτή ἐμπρός του τήν Ἁγία Γραφή κι ἦταν βυθισμένος στή μελέτη. Μόλις τελείωσε τό διάβασμα κι ἔκλεισε τό βιβλίο, ὅρμησε μέσα ὁ διάβολος νά τόν πειράξει.
Μιά συλλογή κειμένων ἀπό τό Γεροντικό γιά τήν ἀγάπη, γιά νά ἐμπνευστοῦμε ἀπό τό φωτεινό παράδειγμα τῶν Θεόπνευστων Πατέρων πού ἀγωνίστηκαν γιά τήν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν.
“Οὐδέποτε ἐπλάγιασα νά κοιμηθῶ, ἔχοντας λύπη στήν καρδιά μου γιά τόν πλησίον μου. Καί ὅσο πάλι ἑξαρτάτο ἀπό μένα, δέν ἄφησα ἄνθρωπο νά κοιμηθεῖ στενοχωρημένος μαζί μου”, ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων.
Τρεῖς ἀδελφοί συμφώνησαν νά θερίσουν ἑξήντα στρέμματα χωράφι. Τήν πρώτη μέρα ὅμως πού ἐπίασαν δουλειά ἔτυχε ν’ ἀρρωστήσει ὁ ἕνας ἀπό τούς τρεῖς καί ἀναγκάστηκε νά γυρίσει πίσω στή σκήτη.
Οἱ ἄλλοι δύο πού ἔμειναν εἶπαν μεταξύ τους:
-Δέν κάνουμε μιά μικρή προσπάθεια νά θερίσουμε κι ἐκεῖνο ποῦ ἀναλογεῖ στόν Ἀδελφό; Μέ τήν εὐχή του θά τό κατορθώσουμε.
Τό εἶπαν καί τό ἔκαναν. Ὅταν τέλειωσε τό θέρισμα, κάλεσαν τόν Ἀδελφό νά πάρει τό μισθό του.
-Ποιό μισθό; ἔλεγε ἐκεῖνος. Ἀφοῦ δέν πρόλαβα νά θερίσω
-Μέ τήν εὐχή σου ἔγινε ὅπως πρέπει ἡ δουλειά, τοῦ ἀπαντοῦσαν οἱ δύο ἄλλοι. Ἔλα τώρα νά πληρωθεῖς.
Ἐπειδή ἐκεῖνος δέν δεχόταν νά πάρει μισθό καί οἱ ἄλλοι ἐπέμεναν νά τοῦ δώσουν, γιά νά μή φιλονικοῦν πῆγαν σ’ ἕνα γείτονά τους Γέροντα νά τούς λύσει τή διαφορά.
-Ἀββᾶ, ἄρχισε πρῶτος ὁ Ἀδελφός πού εἶχε ἀρρωστήσει, πήγαμε οἱ τρεῖς μας νά θερίσουμε. Ἐγώ ὅμως, προτοῦ πιάσω δρεπάνι στό χέρι, ἀρρώστησα καί ἔφυγα. Οἱ Ἀδελφοί ἐδῶ μέ ἀναγκάζουν τώρα νά πάρω μισθό, πού δέν ἐργάστηκα. Τό βρίσκεις δίκαιο αὐτό;
-Ἀββᾶ, ἐπενέβησαν οἱ ἄλλοι, οἱ τρεῖς μαζί ἀναλάβαμε ἑξήντα στρέμματα χωράφι. Ἄν θερίζαμε ὅλοι, εἶναι ἀπίθανο νά τελειώναμε στήν ὁρισμένη προθεσμία. Ὅμως μέ τήν εὐχή τοῦ Ἀδελφοῦ οἱ δύο μας τό βγάλαμε εἰς πέρας πολύ πιό γρήγορα. Δέν εἶναι λοιπόν δίκαιο νά πάρει τό μισθό του;
Ὁ Γέροντας θαύμασε τήν ἀγάπη τῶν Ἀδελφῶν ἐκείνων. Πῆρε εὐθύς το ξύλο κι ἔκρουσε γιά νά μαζευτοῦν ὅλοι οἱ Μοναχοί της σκήτης σέ σύναξη.
-Ἐλᾶτε, Πατέρες καί Ἀδελφοί, νά κάνουμε σήμερα μιά δίκη, τούς εἶπε, ὅταν συγκεντρώθηκαν, καί διηγήθηκε τήν ὑπόθεση.
Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναγκάσουν τόν Ἀδελφό νά πάρει τό μισθό του. Ἐκεῖνος τόν πῆρε κλαίγοντας κι ἔλεγε διαρκῶς, πώς τήν ἡμέρα ἐκείνη οἱ Ἀδελφοί τόν εἶχαν ἀδικήσει.
Ὁ Ὑποτακτικός κάποιου Γέροντος ἔμενε σέ μιά καλύβα δέκα μίλια μακριά ἀπό τή σκήτη. Μιά μέρα θέλησε νά τόν εἰδοποιήσει ὁ Γέροντας νά ἔρθει νά πάρει τό ψωμί του. Ὕστερα ὅμως σκέφτηκε: Γιά λίγα ψωμιά νά κάνω τόν Ἀδελφό νά περπατήσει δέκα μίλια; Ἅς τοῦ τά πάω μόνος. Ἔβαλε τό ταγάρι στόν ὦμο καί ξεκίνησε.
Πηγαίνοντας, σκόνταψε σέ μιά πέτρα κι ἔκανε τέτοια πληγῆ στό πόδι, πού ἦταν ἀδύνατον νά σταματήσει τό αἷμα. Ἀπό τόν ὑπερβολικό πόνο πού ἔνοιωσε ἄρχισε νά κλαίει.
-Γιατί κλαῖς, Ἀββᾶ; Ἄκουσε πίσω του μιά γλυκιά φωνή νά τόν ρωτᾶ. Ἔστρεψε τό κεφάλι καί εἶδε ἕναν ὡραῖο Ἄγγελο. Δέν φοβήθηκε ὅμως, ἀλλά τοῦ ἔδειξε μέ τό δάκτυλο τήν πληγή.
-Παῦσε νά κλαῖς γι’ αὐτό τό τιποτένιο πράγμα, τόν πρόσταξε ὁ Ἄγγελος. Τά βήματα πού κάνεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Ἀδελφοῦ τα ἔχω μετρημένα καί θά πάρεις τήν ἀμοιβή σου ἀπό τόν Θεό.
Ὁ Γέροντας πῆρε θάρρος καί χαρούμενος συνέχισε τό δρόμο του. Ἀπό τότε προθυμοποιήθηκε νά ἐξυπηρετεῖ τούς Ἀδελφούς.
Μιά μέρα πῆρε πάλι ψωμιά νά τά πάει σ’ ἄλλον Ἐρημίτη πού ἔμενε πολύ πιό μακριά. Συνέβη ὅμως νά ἔρχεται κι ἐκεῖνος μέ τόν ἴδιο σκοπό καί συναντήθηκαν στό δρόμο.
-Ἀδελφέ μου, εἶπε πρῶτος ὁ Γέροντας, μέ κόπο ἀπέκτησα ἕνα μικρό θησαυρό καί πρόλαβες ἐσύ νά μοῦ τόν πάρεις.
-Μήπως ἡ στενή πύλη χωράει μόνο ἐσένα, Ἀββᾶ; Κᾶνε λίγο τόπο νά περάσουμε κι ἐμεῖς, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀδελφός.
Ἐνῶ ἔλεγαν αὐτά, ἦρθε πάλι ὁ Ἄγγελος καί τούς εἶπε: -Αὐτή τή φιλονικία σάν εὐωδιαστό λιβάνι ἀνεβαίνει στόν οὐρανό.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης μέ μερικούς ἀκόμη ἀδελφούς πήγαιναν νά ἐπισκεφτοῦν κάποια πολύ μακρινή σκήτη. Περπατώντας νυχτωθήκανε κι ὁ Μοναχός πού τούς εἶχαν δώσει γιά ὁδηγό ἔχασε τό δρόμο. Οἱ ἀδελφοί το κατάλαβαν καί ρώτησαν τόν Γέροντα ἰδιαιτέρως:
-Τί πρέπει νά κάνουμε τώρα, Ἀββᾶ; Ἄν ἐξακολουθήσουμε νά προχωρᾶμε, κινδυνεύουμε νά χαθοῦμε σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἀπέραντη ἔρημο.
-Ἄν δείξουμε πώς καταλάβαμε ὅτι ἔχασε τό δρόμο θά ντραπεῖ καί θά στενοχωρηθεῖ ὁ ἀδελφός, εἶπε ὁ ἀγαθός Γέροντας. Θά προφασιστῶ καλύτερα πώς εἶμαι κουρασμένος καί δέν μπορῶ νά περπατήσω ἄλλο καί ἅς μείνουμε ἐδῶ νά ξημερώσει.
Ἔτσι κι ἔκανε γιά νά μή λυπήσει τόν ἀφηρημένο ὁδηγό τους.
Ἄν φιλονικήσουν δύο ἀδελφοί, λέει ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, ἐκεῖνος πού θά ζητήσει συγγνώμη πρῶτος, θά κερδίσει τόν στέφανο τῆς νίκης. Θά γίνει συγκατάβασις καί γιά τόν ἄλλον, ἄν δέν περιφρονήσει τόν ἀδελφό του, ἀλλά προθυμοποιηθεῖ νά εἰρηνεύσουν μεταξύ τους.
Ἕνας ἐρημίτης ἔστειλε μιά μέρα στήν πόλη τόν ὑποτακτικό του ν’ ἀνεβάσει στή σκήτη μιά καμήλα γιά νά μεταφέρουν τά καλάθια τους στήν ἀγορά.
Ἐπιστρέφοντας, τόν συνάντησε κάποιος ἄλλος Ἐρημίτης, γείτονάς τους, καί τοῦ εἶπε:
-Τί κρίμα νά μή πάρω εἴδηση πώς κατεβαίνεις τήν πόλη! Θά σοῦ ζητοῦσα νά ἔφερνες μιά καμήλα καί γιά μένα, νά πάω τά πανέρια μου στήν ἀγορά.
Ὁ ὑποτακτικός το εἶπε στόν Γέροντά του. Ἐκεῖνος τόν πρόσταξε νά δώσει παρευθεῖς τήν καμήλα στόν γείτονα καί νά τοῦ πεῖ πώς τό δικό τους φορτίο εἶναι τακτοποιημένο.
-Πήγαινε μαζί του στήν πόλη κι ὅταν τελειώσει ἐκεῖνος, φέρε πίσω το ζῶο νά φορτώσουμε κι ἐμεῖς.
Ὁ ὑποτακτικός ἔκανε πρόθυμα τήν προσταγή τοῦ Γέροντος. Ὅταν τέλειωσε ὁ γείτονας τή δουλειά τοῦ πῆρε πάλι τήν καμήλα.
-Ποῦ πηγαίνεις, Ἀδελφέ; Τόν ρώτησε ἐκεῖνος.
-Πίσω στή σκήτη νά μεταφέρω τά καλάθια μας. Τήν εὐχή σου, Ἀββᾶ, εἶπε ὁ νέος κι ἔφυγε τρεχάτος νά προλάβει.
Λυπήθηκε πολύ ὁ γείτονας σάν ἄκουσε πώς εἶχαν ἀφήσει στή μέση τή δουλειά τους, γιά νά τόν ἐξυπηρετήσουν καί, ὅταν ἐπέστρεψε στήν ἔρημο, ἔβαλε μετάνοια στόν Γέροντα λέγοντας:
-Συγχώρεσε μέ, Ἀδελφέ, ἀλλ’ ἡ πολλή σας ἀγάπη κέρδισε τόν καρπό τοῦ κόπου μου.
Πολλά ἀνέκδοτα διηγοῦνται οἱ Πατέρες γιά τόν Ἀββᾶ Ἀγάθωνα καί τήν πολλή ἀγάπη πού ἔκρυβε στήν καρδιά του γιά τόν συνάνθρωπό του.
Κάποτε κατέβηκε στήν πόλη νά πουλήσει τά πανέρια του καί σκόνταψε πάνω σ’ ἕνα δυστυχισμένο ἄνθρωπο, παραπεταμένο στό δρόμο, ξένο καί ἄρρωστο, πού ὡς τή στιγμή ἐκείνη κανένας διαβάτης δέν εἶχε σκεφτεῖ νά τόν βοηθήσει.
Ὁ Ὅσιος τόν σήκωσε, τόν περιποιήθηκε καί μέ τά χρήματα πού πῆρε ἀπό τά πανέρια τοῦ νοίκιασε δωμάτιο καί τόν ἔβαλε μέσα. Λέγουν μάλιστα πώς ἔμεινε ἀρκετό καιρό κοντά του καί τόν φρόντιζε, ἐνῶ συγχρόνως ἐργαζόταν γιά νά βγάλει τά ἔξοδά του. Ὅταν πιά ὁ ξένος ἔγινε ἐντελῶς καλά καί ἦταν σέ θέση νά γυρίσει στήν πατρίδα του, ἐπέστρεψε καί ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων στήν ἀγαπημένη τοῦ ἡσυχία.
Ἄλλη φορᾶ πάλι, πού πήγαινε στήν πόλη νά δώσει τό ἐργοχειρό του καί νά προμηθευτεῖ τό λίγο ψωμάκι του, βρῆκε κοντά στήν ἀγορά ἕνα πτωχό γέρο ἀνάπηρο. -Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, Ἀββᾶ, ἄρχισε τά παρακάλια ὁ γέρος μόλις εἶδε τόν Ὅσιο, μή μέ ἀφήσεις κι ἐσύ ἀβοήθητο τόν δυστυχῆ, πάρε μέ κοντά σου.
Ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων τόν ἔβαλε νά καθίσει δίπλα του ἐκεῖ πού ἀράδιασε τά καλάθια του γιά νά τά πουλήσει.
-Πόσα λεπτά πῆρες, Ἀββᾶ; τόν ρωτοῦσε ὁ γέρος κάθε φορᾶ πού ἔδινε ἕνα καλάθι.
-Τόσα, τοῦ ἔλεγε ὁ Ὅσιος.
-Καλά εἶναι. Δέν μοῦ ἀγοράζεις ὅμως μιά μικρή πίττα, Ἀββᾶ; Ἔτσι γιά νά δεῖς καλό, πού ἔχω ἀπό χθές βράδυ νά φάω.
-Μετά χαρᾶς, ἔλεγε ὁ Ὅσιος καί ἔκανε ἀμέσως τήν ἐπιθυμία του.
Σέ λίγο του ζήτησε φροῦτα, ὕστερα ἕνα γλυκό. Ἔτσι σέ κάθε καλάθι πού πουλοῦσε ξόδευε τά χρήματα, χάρι τοῦ προστατευομένου του, ἕως ὅτου ἔδωσε ὅλα τα καλάθια καί ὅλα τα χρήματα ὁ Ὅσιος χωρίς νά τοῦ μείνει γιά τόν ἑαυτό του οὔτε δίλεπτο. Καί τό σπουδαιότερο πώς τό ἔκανε μέ μεγάλη προθυμία, ἐνῶ ἤξερε πώς εἶχε περάσει τώρα τουλάχιστον μιά ἑβδομάδα χωρίς ψωμί.
Ἀφοῦ ἔδωσε καί τό τελευταῖο του καλάθι ἑτοιμάστηκε νά φύγει ἀπό τήν ἀγορά.
-Φεύγεις λοιπόν; τόν ρώτησε ὁ ἀνάπηρος.
-Ναί τέλειωσα πιά τή δουλειά μου.
-Ἐ τώρα θά κάνεις ἀγάπη γιά τήν ἔρημο, εἶπε πάλι παρακαλεστικά ὁ παράξενος γέρος.
Ὁ ἀγαθότατος Ἀγάθων τόν φορτώθηκε στήν πλάτη καί μέ πολλή δυσκολία τόν μετέφερε ἐκεῖ πού τοῦ ζητοῦσε γιατί ἦταν κατάκοπος ἀπό τήν ἐργασία τῆς ἡμέρας.
Σάν ἔφτασαν στό σταυροδρόμι κι ἑτοιμάστηκε νά ἀποθέσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, ἄκουσε γλυκιά φωνή νά τοῦ λέγει:
-Εὐλογημένος νά εἶσαι, Ἀγάθων, ἀπό τόν Θεό καί στή γῆ καί στόν Οὐρανό.
Σήκωσε τά μάτια ὁ Ὅσιος νά δεῖ ἐκεῖνον πού τοῦ μιλοῦσε. Ὁ δῆθεν γέρος εἶχε γίνει ἄφαντος γιατί ἦταν Ἄγγελος σταλμένος ἀπό τό Θεό νά δοκιμάσει τήν ἀγάπη τοῦ Ὁσίου.
Ἕνας Μοναχός πολύ ἁπλός καί ἄπλαστος πήγαινε συχνά στόν Ἀββᾶ Ἰωάννη τόν Κολοβό γιά νά ὠφελεῖται ἀπό τίς σοφές συμβουλές του. Ἐκεῖνος τόν δεχόταν μέ ἀγάπη καί δέν ἔπαυε νά τόν διδάσκει. Κάθε φορᾶ πού πήγαινε καί κάτι καινούριο εἶχε νά τοῦ πεῖ γύρω ἀπό τήν πνευματική ζωή. Ὁ Μοναχός ὅμως πολύ λίγα καταλάβαινε ἀπό ὅσα τοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας καί ἀπ’ αὐτά τά περισσότερά τα λησμονοῦσε. Ἔτσι ρωτοῦσε καί ξαναρωτοῦσε ὅλο γιά τά ἴδια πράγματα.
Κάποτε σταμάτησε τίς ἐπισκέψεις του. Ὁ γέροντας ἀπόρησε γι’ αὐτό. Μιά Κυριακή λοιπόν πού συναντήθηκαν στήν Ἐκκλησία τόν ρώτησε:
-Ἔχω πολύ καιρό νά σέ δῶ, Ἀδελφέ. Τί σου συμβαίνει; Μήπως ἀρρώστησες;
-Ὄχι, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκε μέ συστολή ὁ Μοναχός, ἀλλ’ ὅπως βλέπεις, ὁ νοῦς μου εἶναι παχύς καί δέν παίρνει εὔκολα τίς συμβουλές σου καί ντρέπομαι νά σ’ ἐνοχλῶ διαρκῶς γιά τά ἴδια πράγματα.
-Πάρε αὐτό, τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης, καί τοῦ ἔδειξε ἕνα λυχνάρι, πού βρισκόταν στή γωνιά τῆς Ἐκκλησίας καί ἄναψέ το.
Ὁ ἀδελφός το ἄναψε.
-Πήγαινε τώρα καί φέρε τά λυχνάρια τῶν ἀδελφῶν καί ἄναψέ τα ὅλα παίρνοντας φῶς ἀπό τοῦτο ἐδῶ. Ὁ ἄπλαστος μοναχός ἔκανε παρευθύς τήν προσταγή τοῦ Γέροντος.
-Μήπως λιγόστεψε τό φῶς τοῦ λυχναριοῦ, ρώτησε ὁ Γέροντας, ἐπειδή ἄναψες μ’ αὐτό τόσα ἄλλα λυχνάρια;
-Ὄχι, βέβαια, εἶπε χαμογελώντας ὁ ἀδελφός.
-Οὔτε κι ὁ Ἰωάννης χάνει τίποτα, ἔστω καί ἄν συμβουλεύει ὁλόκληρη τή σκήτη.
Νά ἔρχεσαι λοιπόν κι ἐσύ χωρίς δισταγμό.
Ἀπό τότε ὁ ἀδελφός πήγαινε τακτικά στό Γέροντα καί μέ τή βοήθεια τοῦ ἔγινε ἄριστος Μοναχός.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!