«Ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ ἑβδόμη Σύνοδος ἔγινε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας (787 μ.Χ.), γιὰ δεύτερη φορὰ (ἡ πρώτη ἔγινε τὸ 325 μ.Χ. ὅταν συνῆλθαν οἱ Πατέρες τῆς Ἃ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), ἐπὶ Κωνσταντίνου βασιλέως καὶ τῆς μητέρας τοῦ Εἰρήνης, καὶ ἐπὶ Ἀδριανοῦ πάπα Ρώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανοῦ Ἀλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Ἀντιοχείας καὶ Ἠλία Ἱεροσολύμων. Οἱ πατέρες ποὺ συναθροίστηκαν τότε ἦταν τριακόσιοι ἑξήντα πέντε. Αὐτοὶ ὅλοι συνήλθαν κατὰ τῶν εἰκονομάχων καὶ ἀναθεμάτισαν ἐγγράφως κάθε αἵρεση, ὅπως καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν αἱρέσεων, ἔπειτα καὶ ὅλους τους εἰκονομάχους. Ἐγγράφως ἐξέθεσαν καὶ κατέγραψαν ὅτι ὅποιος δὲν προσκυνᾶ τὶς ἅγιες εἰκόνες εἶναι ξένος πρὸς τὴν πίστη τῶν ὀρθοδόξων, ὅτι ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνας διαβαίνει πρὸς τὸ πρωτότυπο καὶ ὅτι αὐτὸς ποὺ προσκυνᾶ καὶ τιμᾶ τὴν εἰκόνα προσκυνᾶ σ’ αὐτήν, τὴν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζομένου. Κι ἀφοῦ διέταξαν τὰ πράγματα μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἰσχυροποίησαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ὁ καθένας ἀπῆλθε στὴ δική του ἐπισκοπή».
Θὰ πρέπει καταρχᾶς νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀποτελοῦν τὸ ἀνώτερο καὶ σπουδαιότερο ὄργανο ποὺ διαθέτει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, προκειμένου νὰ ἐκφράζει καὶ νὰ διατυπώνει τὴν πίστη καὶ τὴ ζωή της, νὰ καταδικάζει κάθε προσπάθεια ἀλλοίωσης τῆς πίστης καὶ τῆς ζωῆς αὐτῆς, δηλαδὴ τὴν αἵρεση, ὅπως βεβαίως καὶ νὰ καθορίζει τὰ πρακτικὰ πλαίσια πορείας της. Ἡ ἔκφραση τῆς πίστεως, ὅταν βεβαίως δίνεται ἡ ἀφορμὴ μὲ τὴν ἐμφάνιση μίας αἵρεσης, ὁπότε τότε διακυβεύεται ἡ πίστη – κάτι ποὺ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ οἰκουμενικὴ σύνοδος, μολονότι θεσμικὰ κατοχυρωμένη, συνιστᾶ ἔκτακτο καὶ χαρισματικὸ γεγονὸς – γίνεται μὲ τοὺς ὅρους ἢ τὰ δόγματα, ἐνὼ ὁ καθορισμὸς τῶν πρακτικῶν πλαισίων ζωῆς γίνεται μὲ τοὺς κανόνες. Μὲ ἁπλὰ λόγια μία οἰκουμενικὴ σύνοδος συνιστᾶ τὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς εἶναι ἀπολύτως ὑποχρεωτικὲς γιὰ κάθε μέλος αὐτῆς, ποὺ σημαίνει ὅτι μὲ τὴν ὑπακοὴ τοῦ μέλους διακρατεῖται ζωντανὴ ἡ κοινωνία του μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἄρα περαιτέρω διακρατεῖται ζωντανὴ ἡ κοινωνία μὲ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους Του. Διότι βεβαίως ὁ ἀγώνας τῶν Πατέρων ποὺ συγκροτοῦν τὴν οἰκουμενικὴ σύνοδο εἶναι πῶς νὰ παρουσιάσουν ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία ζεῖ: τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Πνεῦμα Του. Ἐκεῖ μάλιστα ποὺ ὁ πιστὸς λαὸς διαγιγνώσκει ὅτι ἡ Σύνοδος δὲν ἐξέφρασε ὅ,τι οἱ ἀπόστολοι κήρυξαν, ἐκεῖ διαμαρτύρεται καὶ ἀρνεῖται τὴν ὑπακοή, καὶ μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ ὁ πιστὸς λαὸς θεωρεῖται τελικῶς ὡς ὁ φύλακας τῆς ὀρθόδοξης πίστης.
Ὁ ὑμνογράφος καταγράφει τὴν παραπάνω ἀλήθεια καὶ γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. «Ἀποστολικῶν παραδόσεων ἀκριβεῖς φύλακες γεγόνατε Ἅγιοι Πατέρες». Ὁ ἀγώνας τοὺς ἦταν πῶς νὰ μείνουν στὴν ἀκρίβεια τῆς παράδοσης τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν πρὸ αὐτῶν Πατέρων. Καὶ γι’ αὐτό, τὸ πρῶτο ποὺ ἔκαναν στὴ σύνοδο ἦταν νὰ καταδικάσουν πρῶτα καὶ αὐτοὶ τὸν Ἄρειο, τὸν Μακεδόνιο, τὸν Νεστόριο, τὸν Εὐτυχῆ καὶ τοὺς ἄλλους προγενέστερους αἱρεσιάρχες. «Τῆς γὰρ ἁγίας Τριάδος τὸ ὁμοούσιον ὀρθοδόξως δογματίσαντες, Ἀρείου το βλάσφημον συνοδικῶς κατεβάλετε. Μεθ’ ὃν καὶ Μακεδόνιον Πνευματομάχον ἀπελέγξαντες, κατεκρίνατε Νεστόριον, Εὐτυχέα καὶ Διόσκορον, Σαβέλλιον τὲ καὶ Σεβῆρον, τὸν Ἀκέφαλον». Πόσο ἄμεσα φαίνεται τοῦτο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁρισμένοι ὕμνοι εἶναι ἀκριβεῖς ἐπαναλήψεις τῆς ἀκολουθίας τῶν Πατέρων τῆς Ἃ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου! Νομίζει κανεὶς σὲ πρῶτο ἄκουσμα ὅτι ἔγινε κάποιο λάθος: «Ὅλην συγκροτήσαντες τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιστήμην, καὶ τῷ θείω Πνεύματι συνδιασκεψάμενοι, τὸ οὐράνιον καὶ σεπτὸν Σύμβολον οἱ σεπτοὶ Πατέρες θεογράφως διεχάραξαν». Κι ὅμως! Εἶναι τέτοια ἡ πεποίθηση ὅτι οἵ της Ζ΄ Συνόδου Πατέρες βρίσκονται στὴν ἴδια πορεία μὲ τοὺς τῆς Ἃ΄ Συνόδου, ὥστε σὰν νὰ «σβήνεται» τὸ παρὸν καὶ νὰ ἀκούγεται τὸ παρελθὸν ὡς παρόν. Ἡ ταυτότητα τῆς πίστεως ὅλων των Πατέρων στὸ ἀπόγειό τους.
Ποιὰ ἡ αἵρεση τὴν ὁποία κατεδίκασε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ ἡ ὁποία συνόψιζε τὶς προγενέστερες αἱρέσεις; Ἡ εἰκονομαχία, ἡ ἐναντίωση στὶς εἰκόνες, ἡ ἄρνηση δηλαδὴ τῆς δυνατότητας ἐξεικονισμοῦ τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἡ ἄρνηση αὐτὴ σήμαινε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν πραγματικὸς καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, φάνηκε ὡς ἄνθρωπος, συνεπῶς ἡ εἰκονομαχία συνέχιζε καὶ διαιώνιζε μὲ ἄλλον τρόπο τὸν μονοφυσιτισμό, ἢ ἀπὸ ἄλλη ὄψη τὸν νεστοριανιασμό. Στὸ βάθος τῆς δηλαδὴ ἡ εἰκονομαχία συνιστοῦσε χριστολογικὴ αἵρεση. Ἔτσι ἐνῶ φαινόταν «λογικὴ» ἡ πολεμικὴ κατὰ τῶν εἰκόνων: νὰ μὴν ξεπέσουμε σὲ εἰδωλολατρία, στὴν οὐσία ἦταν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τῶν εἰκόνων τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦσε τὸ πιὸ κραυγαλέο κήρυγμα πίστεως στὴν ἐνανθρώπησή Του. «Διὰ τοῦτο τὴν ἀληθινὴν πίστιν κρατοῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως». Καὶ βεβαίως ἐννοεῖται ὅτι ὁ ἐξεικονισμὸς τοῦ Χριστοῦ ἀναφερόταν στὸ περιγραπτό της ἀνθρώπινης φύσεώς Του καὶ ὄχι τῆς θεϊκῆς. Τὸ θεῖο πράγματι δὲν ἐξεικονίζεται, γι’ αὐτὸ καὶ ὅποια προσπάθεια ζωγραφικῆς ἀποδόσεως τῆς ἁγίας Τριάδος δὲν βρίσκεται μέσα σὲ ὀρθόδοξα πλαίσια. Ἡ ἁγία Σύνοδος μάλιστα μνημόνευε καὶ τὸν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὸν ὁποία χρησιμοποίησε καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ θεολόγος τῶν εἰκόνων, ὅτι «ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνος ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει», γιὰ νὰ τονίσει δηλαδὴ ὅτι δὲν τιμᾶται τὸ ξύλο ἢ τὸ χρῶμα τῆς εἰκόνας, ἀλλὰ τὸ πρόσωπο στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται. Κι ἐννοεῖται τέλος ὅτι οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων γίνονταν ἀποδεκτές, διότι οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ κατεξοχὴν φίλοι του Χριστοῦ, συνεπῶς τιμώντας αὐτοὺς τὸν Χριστὸ τελικῶς τιμᾶμε.
Πηγή: http://aktines.blogspot.gr/2011/10/787.html
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!