1.Καταγωγὴ – Ἐπάγγελμα
Ὁ ἅγιος Λογγίνος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς στοὺς βίους καὶ τὴν πολιτεία Ἁγίων Μηνὸς Μαρτίου ἀναφέρει ὅτι, ἀνῆκε στὴν Ἰουδαϊκὴ συναγωγὴ (P.G., Τόμ. 115, σ. 32 Α).

Ὁ Ἅγιος καταγόταν ἀπὸ τὴν κωμόπολη Σανδιάλη τῆς Καππαδοκίας (P.G., Τόμος 115, σελ. 41). Ἐκεῖ, λοιπόν, ἀποσύρθηκε μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ὅταν παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ Ρωμαϊκὸ στρατὸ ποὺ ὑπηρετοῦσε καὶ ἐκήρυξε «Χριστὸν ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».

Ὁ Λογγίνος ὑπηρέτησε ὡς Ἀξιωματικὸς στὸ Ρωμαϊκὸ στρατὸ καί ἔφερε τὸ βαθμὸ τοῦ Κεντυρίωνα – Ἑκατόνταρχου.
(Ἡ λέξη Κεντυρίων προέρχεται ἀπὸ τὴ λατινικὴ λέξη Centum ποὺ σημαίνει ἑκατό, διοικητὴς δηλαδὴ ἑκατὸ στρατιωτῶν, ἑκατόνταρχος).

Κατὰ τὴν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου ἐπὶ τῆς γῆς τελοῦσε ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Ποντίου Πιλάτου, Ρωμαίου Ἐπάρχου στὴν Ἰουδαία (26 – 33 μ.Χ.).

2. Ἐποπτεύει κατὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ
Κατὰ τὴν παράδοση τοῦ Ἰησοῦ στοὺς Ἑβραίους γιὰ νὰ τὸν σταυρώσουν, ὁ Πιλάτος ἔδωκε ἐντολὴ στὸν ἑκατόνταρχο Λογγίνο νὰ ὑπηρετήσει στὰ τίμια πάθη καὶ τὴ σταύρωση, μετὰ τῶν στρατιωτῶν του.

Τὸ ὄνομα τοῦ Ἑκατόνταρχου δὲν ἀναγράφεται σὲ κανένα ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια. Σ’ ὅλα μνημονεύεται μὲ τὸ ἀξίωμά του, εἴτε ὡς Κεντυρίων, εἴτε ὡς Ἑκατόνταρχος.

Αποτέλεσμα εικόνας για βιος αγιου λογγινουἜτσι, ὁ Λογγίνος, ἐκτελώντας τὴ διαταγὴ τοῦ Πιλάτου, ἐπιστάτησε καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν φρικτῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου στὸ Γολγοθά. Ὡς ἐκ τούτου, ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρας ὅλων τῶν ἐκεῖ θαυμαστῶν γεγονότων κατὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Κυρίου.

Ὁ μακάριος θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ, ὅταν ἔφθασε στὸ Γολγοθά, ὅτι – εὐθὺς μετὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ – θὰ γινόταν ὁ πρῶτος ὁμολογητὴς τῆς Θεότητας Αὐτοῦ; Ἀδύνατον! Ὅπως γνωρίζουμε, μετὰ τὴ θεία Σταύρωση, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς τοῦ Κυρίου γιὰ τὸ φόβο τῶν Ἰουδαίων ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ Γολγοθά.
Ὁ Λογγίνος ὅμως ἔμεινε κοντὰ στὸν Ἐσταυρωμένο. Ἡ ψυχὴ του εἶχε συγκινηθεῖ ἀπὸ τὴν ἄδικη Σταύρωση τοῦ ἀθώου Ἰησοῦ. Ἡ προσωπικότητα τοῦ Ναζωραίου τὸν εἶχε σαγηνεύσει. Κάτι τοῦ ἔλεγε μέσα του πὼς αὐτὸς δὲν ἦταν ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος.

Καὶ ὄντως, ἔτσι ἦταν! Τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἐπακολούθησαν τὸν συντάραξαν καὶ τοῦ μετέβαλαν σιγὰ – σιγά, ἀλλὰ σταθερά, τὴν ἐσωτερική του αὐτὴ φωνὴ σὲ ἀκλόνητη πίστη.

Τὴν ἕκτη ὥρα ἁπλώθηκε πυκνὸ σκοτάδι σ’ ὅλη τὴ γῆ, ποὺ διήρκεσε τρεῖς ὧρες (Ματθ. κζ’ 45, Μάρκου ε’ 33 καὶ Λουκᾶ κγ’ 44).

Τὴν ἐνάτη ὥρα ὁ Χριστὸς παρέδωκε τὸ πνεῦμα Του, ὄχι σὰν κοινὸς ἄνθρωπος. Παραδόξως, δὲν περιῆλθε σὲ κωματώδη κατάσταση, ἐνῶ βρισκόταν ἐπὶ ἕξι (6)ὧρες στὸ Σταυρό, γεγονὸς ἀνθρωπίνως ἀδύνατο καὶ παντελῶς ἄγνωστο στὴν ἱστορία τῶν σταυρικῶν ἐκτελέσεων. Ἀλλά, πρὶν νὰ παραδώσει τὸ πνεῦμα Του, μὲ δυνατὴ φωνὴ ἀναβόησέ το: «ἠλί, ἠλί, λιμὰ σαβαχθανὶ» δηλαδὴ «Θεέ μου, Θεέ μου, ἴνα τί μὲ ἐγκατέλιπες» (Ματθ. κζ 46, Μάρκου ιε, 34).

Καὶ εὐθύς, μετὰ τὸν θάνατό Του, ἡ γῆ σείσθηκε, βουνὰ καὶ πέτρες ἐσχίσθηκαν καὶ μνημεῖα ἀνοίχθηκαν, ἅγιοι δὲ ἀναστήθηκαν καὶ ἐμφανίσθηκαν σὲ πολλούς, μέσα στὴν Ἱερουσαλήμ, μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου (Ματθ. κζ’ 51-53, Μάρκου ιε’ 38 καὶ Λουκᾶ κγ’ 45-46).

Αποτέλεσμα εικόνας για βιος αγιου λογγινουὉ Λογγίνος ὡς συνετὸς ἄνθρωπος καταλήφθηκε ἀπὸ ἱερὸ φόβο. Ὅλα αὐτὰ τὰ παράδοξα γεγονότα δὲν τὰ ἔβλεπε τυχαῖα. Ἐξ ἄλλου, γιὰ πρώτη φορὰ συνέβαιναν στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.

Ἦταν θαύματα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὁπωσδήποτε ἔγιναν χάριν αὐτοῦ ποὺ σταυρώθηκε στὸν Γολγοθά. Αὐτοῦ, πού, ὅπως θὰ μάθει μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ἀπὸ ἄπειρη εὐσπλαχνία, κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, Θεὸς ὄντας, στὴ γῆ καὶ ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μὲ τὴ σταυρική Του θυσία.
Ὁ Ἑκατόνταρχος συναισθάνεται τὴν Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ νὰ μαρτυρεῖ τὴν ὀργὴ Του γι’ αὐτὸν τὸν ἀθῶο.

3. Ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἥν».
Μετ’ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὰ θαύματα, ποὺ εἶδε καὶ ἄκουσε ὁ Λογγίνος, ἄλλο ἕνα θαῦμα ἐξίσου μεγάλο καὶ συγκλονιστικὸ ἄρχισε νὰ συντελεῖται στὴν ψυχή του. Αὐτό, βέβαια, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ συλλάβει, γιατί ἦταν ἔργο τῆς Θείας Χάριτος. Μετὰ τὸ ληστή, ὁ Ἑκατόνταρχος, βλέπει τὰ γενόμενα, τὰ κρίνει ὅσο μπορεῖ ψύχραιμα καὶ ὁδηγεῖται στὴ μετάνοια, στὴν ἀληθινὴ πίστη.

Ὁ Λογγίνος ἦταν καλοπροαίρετος καὶ εἰλικρινὴς ἄνθρωπος. Κάτω ἀπὸ τὸ ἐπιβλητικὸ παράστημά του καὶ τὸ αὐστηρὸ ὕφος του κρυβόταν ἀγαθὴ διάθεση. Ἀφοῦ παρακολούθησε μὲ ἐνδιαφέρον ὅλα τά θαυμάσια καὶ εἶδε τὸν ἄδικο καὶ παράδοξο θάνατο τοῦ Ἰησοῦ, αἰσθάνθηκε συμπάθεια καὶ συγκίνηση, ἀλλὰ καὶ θαυμασμὸ πρὸς τὸν ἐσταυρωμένο.

Τώρα πιά, δὲν εἶχε καμιὰ ἀμφιβολία, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ ἐπίστευσε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς του. Ἐκεῖ, ἐπάνω στὸ λόφο τοῦ Γολγοθά, ἐμπρὸς στὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ, ὁ Λογγίνος, κατεχόμενος ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς ἀληθείας ποὺ διέλαμψε μέσω τῶν τόσων θαυμαστῶν γεγονότων, ἀνοίγει τὸ στόμα του γιὰ νὰ κάνει – αὐτὸς πρῶτος – τὴ μεγάλη ὁμολογία: «Ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος, Υἱὸς ἣν Θεοῦ» (Μάρκου ιε’ 39, Λουκᾶ κγ’ 47 καὶ Ματθ. κζ’ 54). Εἶναι ὁ πρῶτος Ἀξιωματικός, ἀλλὰ καὶ ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἐπισήμους ποὺ ὁμολογεῖ τὴ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ εὐθὺς μετὰ τὴν σταύρωσή Του.

Τὴν ἰδίαν ὁμολογίαν ἔκαναν καὶ οἱ στρατιῶτες, ποὺ φρουροῦσαν τὸν Ἰησοῦ καὶ ἦταν ὑπὸ τὶς διαταγὲς του (Ματθ. κζ’ 54).

Ἡ ὁμολογία ἦταν ἐνσυνείδητη, σαφὴς καὶ σταθερή. Ἡ εὐστοχώτερη τῆς ὥρας ἐκείνης. Ἀπαντητικὴ φωνὴ πρὸς τὴν ταραγμένη καὶ πενθοῦσα φύση, πρὸς τοὺς φοβισμένους καὶ κατηφεῖς μαθητὲς τοῦ Θείου Διδασκάλου. Ὁμολογία συγκλονιστική, ἀξιωματούχου τῆς Ρωμαϊκῆς Διοικήσεως στὴν Ἰουδαία, τῆς ὁποίας ὁ ἀντίλαλος θ΄ ἀκούγεται, ὅσο θὰ ὑπάρχει ζωὴ στὸν πλανήτη αὐτό. Ἀναμφισβήτητα, ὑπῆρξε πολύτιμη, γιατί ἀπὸ κάθε ἐχέφρονα ἐκτιμᾶται καὶ σὰν ἀποδεικτικὸ μέσο της Θεότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι, μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς παρανομίας, τῆς μοχθηρίας καὶ τῆς κακίας, τῶν βλασφημιῶν καὶ ὕβρεων, βρέθηκε καὶ ἕνα στόμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξῆλθε τὸ ἄρωμα τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς δοξολογίας πρὸς τὸ Θεό, συνάμα δὲ καὶ τὸ μεγαλεῖο της ταπεινώσεως.

«Καὶ φωνήσας φωνὴ μεγάλη ὁ Ἰησοῦς εἶπε· πάτερ, εἰς χείρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου· καὶ ταῦτα εἰπῶν, ἐξέπνευσεν· ἰδὼν δὲ ὁ Ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον ἐδόξασε τὸν Θεόν, λέγων, ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἣν» (Λουκᾶ κγ’ 46 – 47 καὶ Μάρκου ιε’ 39).

Καὶ τὸ στόμα αὐτὸ δὲν ἦταν, οὔτε τῶν Γραμματέων, οὔτε τῶν Πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων, ποὺ καὶ αὐτοὶ εἶδαν καὶ ἄκουσαν τὰ ἐξαιρετικὰ συμβάντα καὶ ἠμποροῦσαν νὰ τὰ κατανοήσουν, ἀλλὰ τοῦ Ἑκατοντάρχου ποὺ ὑπηρετοῦσε ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Πιλάτου.

Ὅμως, ὁ Θεός, δὲν τοὺς ἀξίωσε. Γιατί ὁ Κύριος, ὡς παντογνώστης ποὺ εἶναι, δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀξιώσει τέτοιας ἐξαιρετικῆς τιμῆς ἀνθρώπους, ὑποκριτές, συμφεροντολόγους, ἀδίκους, μοχθηρούς, φαντασμένους, ὑπερήφανους καὶ ἀχάριστους. Μὲ αὐτὴ τὴν τιμὴ ἀξίωσε τὸν Ἑκατόνταρχο, ποὺ εἶχε ἀγαθὴ ψυχὴ καὶ διάθεση.

Ὁ Ἑκατόνταρχος Λογγίνος, ἀφοῦ ἐγνώρισε τὴν ἀλήθεια, μὲ ἐνθουσιασμό, ἀλλὰ καὶ ἀπόλυτη πίστη στὴ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς κανένα φόβο καὶ μὲ ἐλευθέρα γλώσσα ἐμφανίσθηκε στὸ μέσο τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπανέλαβε: «Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἣν οὗτος». Ἀκολούθως, ὅταν ἐνταφίασαν τὸ ζωοποιὸ καὶ πανακήρατο σῶμα τοῦ Κυρίου, ὁ Ἑκατόνταρχος διατάχθηκε ἀπὸ τὸν Πιλάτο νὰ φυλάξει μὲ τὴν κουστωδία του τὸν τάφο, καίτοι εἶχε εὐνοϊκὴ γνώμη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἐπίστευε, πὼς εἶναι Υἱὸς Θεοῦ. Προφανῶς, στὴν ἀνάθεση καὶ πάλι τῆς φυλάξεως ἀπὸ τὸν Λογγίνο, οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἀντέδρασαν, διότι, μετὰ τὰ τόσα θαυμαστὰ γεγονότα, κατὰ καὶ μετὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Κυρίου, ὁπωσδήποτε εὑρίσκονταν ὑπὸ μεγάλη σύγχυση.
Ἔτσι, ὁ Ἑκατόνταρχος Λογγίνος, ἐκτελώντας τὴ διαταγὴ τοῦ προϊσταμένου του, βρέθηκε αὐτόπτης μάρτυρας τῶν ὅσων συνέβησαν κατὰ τὴ, μὲ τρόπο θαυμαστό, ἀναγγελία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τοῦ Γαβριὴλ στὶς Μυροφόρες.
Συγκλονίστηκε μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του ἀπὸ τὸ δυνατὸ σεισμό. Εἶδε τὸ ἀστραπόμορφο ἄγγελο, ὁ ὁποῖος ἐκύλησε τὸ μέγα λίθο ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου καὶ ἔζησε τὰ μετὰ τὸ ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ θαυμάσια, μέσα σὲ ἀγωνία, φόβο, συγκίνηση ἀλλὰ καὶ ἀνεκλάλητη χαρά. Ἡ συγκίνησή του ἔγινε «πιστεύω». Ἡ ξεχωριστὴ τιμὴ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Κύριος νὰ εἶναι «παρὼν» στὸ μνῆμα Του, κατὰ τὴ διαπίστωση τῆς Ἐγέρσεώς Του, ἐσφραγισμένου τοῦ Τάφου, ἀπὸ τοὺς φρουροὺς – Ρωμαίους στρατιῶτες, Μαθητές Του καὶ Μυροφόρες, ἔγινε «θρησκεία».
«Τώρα, ποιὸς μπορεῖ νὰ μοῦ κλονίσει τὸ “πιστεύω” μου, ἔλεγε. Ἰδοὺ ὁ κενὸς Τάφος, τὰ ἐντάφια, τὸ σουδάριο, ὁ ἀποκυλισθεῖς λίθος».

Οἱ Εὐαγγελιστὲς δὲν ἀναφέρουν πότε ἔγινε ἡ Ἀνάσταση ἀκριβῶς καὶ ἂν εἶδε κανεὶς τὸ Χριστὸ τὴν ὥρα τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ὁ Κύριος ἠγέρθη τοῦ Τάφου, ἐσφραγισμένου – ὄντως – αὐτοῦ καὶ φυλασσομένου ἀπὸ Ρωμαϊκὴ κουστωδία.

4. Συκοφαντεῖται ἡ Ἀνάσταση, δωροδοκοῦνται φρουροί.
Μετὰ τὸ θαυμαστὸ ἄνοιγμα τοῦ Τάφου καὶ τὴ βεβαίωση τῶν φρουρῶν, περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἔτρεξαν μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνήγγειλαν τὰ γενόμενα στοὺς Ἀρχιερεῖς.

Ἐκεῖνοι δέ, ἐπειδὴ ἐθεώρησαν μεγάλη ντροπὴ τους τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔκαναν ἀμέσως μὲ τοὺς Πρεσβυτέρους συμβούλιο καὶ γιὰ νὰ σκεπάσουν τὸ σφάλμα τους σκέφθηκαν τὴν δωροδοκία.
Ἔδωκαν στοῦ φρουροὺς ἀρκετὰ χρήματα νὰ συκοφαντήσουν τὴν Ἀνάσταση καὶ νὰ διαδώσουν, ὅτι οἱ μαθητὲς του πῆγαν κρυφὰ τὴ νύχτα, τὴν ὥρα ποὺ αὐτοὶ ἐκοιμοῦντο, καὶ ἔκλεψαν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. κη’ 13).

Αὐτά, λοιπόν, διεκήρυξαν οἱ στρατιῶτες τῆς κουστωδίας. Ἀλλά, πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ εἶναι ὅλοι συγχρόνως κοιμώμενοι, ὅταν γνώριζαν ὅτι, μιὰ τέτοια ἀμέλεια ὁ Ρωμαϊκὸς Νόμος τὴν τιμωροῦσε μὲ θάνατο; Καί, τὸ σπουδαιότερο. Πῶς ἡ σκηνὴ αὐτὴ μαρτυρεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐκοιμοῦντο;
Ὁ πιστὸς Λογγίνος δὲν ἔλαβε κανένα ἀργύριο, ἀλλ’ οὔτε καὶ θέλησε νὰ ἐνδώσει στὶς πιέσεις τῶν Προεστώτων Ἰουδαίων. Ἀπεναντίας, μὲ παρρησία ἤλεγξε τὴν συκοφαντία τῶν Ἑβραίων καὶ ἐκήρυξε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. Ὁ Κύριος ὅμως, τὸν Ὁποῖον ὁμολόγησε ὡς Θεόν, ἐπεφύλαξε στὸν ἀγαθὸ Ἑκατόνταρχο καὶ ἄλλη τιμή. Τὴν τιμὴ τοῦ μαρτυρίου ὑπὲρ αὐτοῦ.

5. Παραιτεῖται ἀπὸ τὸ Ρωμαϊκὸ στρατό.
Αὐτά, ὅταν τὰ ἔμαθαν ὁ Πιλάτος, οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ τὸ Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων, ἔστρεψαν κατὰ τοῦ Λογγίνου ὅλο τὸ μίσος ποὺ εἶχαν κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ζητοῦσαν εὐκαιρία νὰ τὸν θανατώσουν. Ὁ Ἑκατόνταρχος, μόλις πληροφορήθηκε ἀπὸ ἕνα φίλο του τὸ σχέδιο τῶν Ἰουδαίων καὶ γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ, ὅσο τὸ δυνατὸν ἐνωρίτερα ἀπ’ αὐτούς, τοὺς φθονεροὺς καὶ θεοκτόνους, ἀπορρίπτει τὴ ζώνη καὶ τὴ χλαμύδα, περιφρονεῖ τὸ ἀξίωμά του, ἀπαρνεῖται τοὺς συναδέλφους του, τοὺς συνεργάτες του, τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του καὶ πηγαίνει στὴν πατρίδα του, τὴν Καππαδοκία, μαζὶ μὲ δύο στρατιῶτες τῆς συνοδείας του ποὺ ἐπίστευσαν στὸν Χριστό.

Ἐκεῖ, λοιπόν, γίνεται – μετὰ τῶν συντρόφων του – κήρυκας τῶν παραδόξων καὶ θαυμασίων του Χριστοῦ καὶ ἄλλος ἀπόστολος. Κηρύττει δέ, ὅσα ἔζησε κατὰ τὴν Σταύρωση καὶ Ἀνάσταση. Ὁμολογεῖ τὸν Χριστὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὁμολογία του διαδόθηκε σχεδὸν σ’ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Χωρὶς φόβο κηρύττει, ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς εἶναι Θεὸς ἀληθινός.

Αὐτό, ὅταν τὸ ἔμαθαν οἱ Χριστομάχοι Ἰουδαῖοι, ὄχι μόνο θορυβήθηκαν, ἀλλὰ καὶ ἐξεμάνησαν ἐναντίον του. Μαζεύθηκαν καὶ κατάφεραν τὸν Πιλάτο νὰ γράψει κατηγορίες γιὰ τὸν Λογγίνο πρὸς τὸν Καίσαρα τῆς Ρώμης Τιβέριο.
Ὁ Πιλάτος ἀνέφερε, ὅτι ὁ Λογγίνος περιφρόνησε τὸ ἀξίωμά του καὶ τὴν πίστη του καὶ ἐκήρυττε ἕναν ἄνθρωπο Ἰησοῦ Χριστὸ γιὰ βασιλέα αἰώνιο, παρέσυρε δὲ στὴ γνώμη αὐτὴ τοὺς περισσοτέρους ἀπὸ τοὺς Καππαδόκες. Οἱ Ἰουδαῖοι, μαζὶ μὲ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Τιβέριο, ἔστειλαν καὶ ἀργύρια γιὰ νὰ τὸν πείσουν νὰ καταδικάσει τὸ Λογγίνο σὲ θάνατο.

6. Ἐκδίδεται διάταγμα καταδίκης του σὲ θάνατο.
Ἔτσι, ἀφοῦ διέβαλαν τὸν Λογγίνο στὴ Ρωμαϊκὴ ἐξουσία, ἐπέτυχαν τὴν ἔκδοση αὐτοκρατορικοῦ διατάγματος, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Πιλάτος ἐπροστάσσετο ὅπως φονεύσει αὐτὸν καὶ τοὺς δύο συντρόφους του.

Μόλις ἔλαβαν γνώση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Καίσαρα οἱ Ἰουδαῖοι, ἀμέσως, ὡς γύπες σαρκοβόροι ἐκινήθηκαν νὰ τοὺς θανατώσουν, ἀποστέλλοντας στὴν Καππαδοκία στρατιῶτες πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτό.

Ὁ ἀγαθὸς Λογγίνος διέμενε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη σ’ ἕνα κτῆμα ποὺ ἦταν πατρικό του, ζώντας μὲ τοὺς δύο συντρόφους του μία ἀσκητικὴ καὶ ἤρεμη ζωὴ Μπορεῖ δέ, καὶ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς ἱδρυτὴς τοῦ ἀτύπου κοινοβιακοῦ χριστιανικοῦ βίου.
Οἱ στρατιῶτες, λοιπόν, ποὺ πήγαιναν νὰ φονεύσουν τὸ Λογγίνο, ἔφθασαν ἕνα βράδυ στὸ σπίτι του καὶ μὴ γνωρίζοντες, ὅτι ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ζητοῦσαν, τὸν ρώτησαν μυστικὰ νὰ τοὺς ὑποδείξει τὸν τόπο ποὺ κατοικοῦσε ὁ πρώην Ἀξιωματικός τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, Ἑκατόνταρχος Λογγίνος. Τὸ εἶπαν αὐτό, γιατί ἤθελαν νὰ ὑπάγουν αἰφνιδίως νὰ τὸν συλλάβουν. Ἐπίστευαν, ὅτι ἂν τὸ ἐπληροφορεῖτο θὰ ἔφευγε καὶ δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ φέρουν εἰς πέρας τὴν ἀποστολή τους. Δὲν ἦταν ποτὲ δυνατὸ νὰ ἐννοήσουν οἱ ἄφρονες, ὅτι ἐκεῖνος δικαίως ἐπιθυμοῦσε νὰ θανατωθεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος τόσα φρικτὰ μαρτύρια ὑπέστη γιὰ τὴ δική μας σωτηρία, μιμούμενος τὸ Πάθος Του.

7. Φιλοξενεῖ τοὺς δημίους του.
Οἱ διῶκτες του τὸν καταζητοῦν καὶ μπαίνουν στὸ σπίτι του, ἀγνοώντας ποιὸς εἶναι ὁ οἰκοδεσπότης. Ὁ Λογγίνος ἐγνώρισε ἀπὸ πνεῦμα Ἅγιο τί τὸν ἤθελαν. Παρ’ ὅλα αὐτὰ τοὺς εἶπε μὲ φωνὴ ἤρεμη καὶ γεμάτη καλωσύνη.

«Μὴν ἀνησυχεῖτε, ἐγὼ θὰ σᾶς τὸν ὑποδείξω αὐτὸν ποὺ ζητεῖτε». Ἀνίκητη μυστικὴ ἕλξη πρὸς τὸ μαρτύριο ἀποδεικνύεται, κυρίως, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο. Ὁ Λογγίνος φλογερὸς ἐραστὴς τοῦ θείου Νυμφίου ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποθάνει στὴν παλαίστρα, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστό. Νοσταλγεῖ τὴν Ἄνω Ἱερουσαλὴμ καὶ σπεύδει νὰ Τὸν συναντήσει.
Ἐπειδὴ ἐγνώριζε πρὸ τοῦ μαρτυρίου, πόση εὐχαρίστηση ἐπρόκειτο νὰ ἀπολαύσει μετὰ τὸν θάνατό του, σκεπτόμενος ἔλεγε πρὸς τὸν ἑαυτό του: «Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθὰ» (Ρωμ. Ἰ’ 15, Ἠσαΐου νβ’ 7).

«Τώρα , ἀξιώνομαι νὰ ἴδω τοὺς οὐρανοὺς ἀνοιγμένους, νὰ ἱστορήσω τὴ δόξα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Πατρός, νὰ θωρήσω τὴν ἀνέκφραστη ἀστραπὴ τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τώρα, θὰ εἴπω, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμα μου, ὅπως ὁ πρῶτος των Μαρτύρων, Στέφανος. Τώρα, ἀπέρχομαι στὴν ἀνωτάτη χρυσοπύργο Ἱερουσαλήμ, ὅπου εἶναι ἡ πατρίδα τῶν ἀγγέλων καὶ ἡ μητρόπολη ὅλου τοῦ χοροῦ τῶν ἁγίων…Τώρα, γυμνώνομαι ἀπὸ τὸν πήλινο χιτώνα, ἐλευθερώνομαι ἀπὸ τοὺς πολυστενάκτους δεσμοὺς τῆς σάρκας καὶ ἀπαλλάσσομαι ἀπὸ τὴ φθορά. Ἐνδύομαι μὲ τὴ μεγάλη χαρά, τὴν ἀφθαρσία καὶ πηγαίνω πρὸς τὸ λιμένα ἐκεῖνον τῆς ζωῆς, ὅπου κατοικοῦν οἱ ἅγιοι. Εὐφραίνου, λοιπόν, ψυχή μου, γιατί πηγαίνεις πρὸς τὸν Σωτήρα καὶ Ποιητή σου. Δεῖξε, ὢ Λογγίνε, εὐχάριστο καὶ γελαστὸ πρόσωπο, γι’ αὐτή σου τὴν κλήση».

Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ποὺ ἔκαμε, ἐπῆρε ὁ μακάριος τούς δημίους στὸ σπίτι του. Μάλιστα, ἔδωκε ἐντολὴ στοὺς οἰκείους του: «Πολυτελῆ παραθήσωμεν τράπεζαν, τοῖς ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἠμῶν καλούσι τὸ βασιλικόν». Ὁποία θεία φιλοσοφία κρύβεται στοὺς λόγους τοῦ μελλοθανάτου. Οἱ δήμιοι φονεύοντας τὸ Μάρτυρα προσκαλοῦν στὸ βασιλικὸ Δεῖπνο τοῦ Οὐρανοῦ. Ὁ Μάρτυς Λογγίνος ὁραματίζεται τὸ Οὐράνιο Δεῖπνο, θεωρεῖ εὐεργέτες τοὺς δημίους καὶ παρακάθεται στὸ ἴδιο τραπέζι μὲ αὐτούς. Ἀφοῦ τοὺς ἐφιλοξένησε πλουσιώτατα, τοὺς ἐρώτησε γιὰ ποιὰ αἰτία ζητοῦσαν τὸ Λογγίνο.

Ἐκεῖνοι ἀνύποπτοι, ἀφοῦ τὸν ὅρκισαν νὰ μὴν ἀνακοινώσει σὲ κανένα τὴν ὑπόθεση, τοῦ ἀνέφεραν ὅτι ὁ Τιβέριος ἔγραψε στὸν Πιλάτο νὰ θανατώσει τὸν πρώην Ἑκατόνταρχο καὶ τοὺς δύο στρατιῶτες ποὺ τὸν ἀκολούθησαν.

Τότε, ὁ Λογγίνος, ἐρώτησε νὰ μάθει τὰ ὀνόματα τῶν στρατιωτῶν καὶ ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι πρόκειται περὶ τῶν συντρόφων του, τοὺς εἶπε: «Ἀναπαυθεῖτε δύο μέρες στὸ σπίτι μου, γιατί αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἔρχονται ἐδῶ μεθαύριο καὶ θὰ σᾶς τοὺς παραδώσω, χωρὶς νὰ πᾶτε ἐσεῖς νὰ τοὺς ἀναζητήσετε».

Αὐτὸ τὸ εἶπε, γιατί οἱ ἄλλοι δύο ἔλειπαν σὲ κάποια ὑπηρεσία.
Ἔχοντας πόθο νὰ μαρτυρήσουν καὶ οἱ τρεῖς μαζί, τοὺς εἰδοποίησε νὰ ἐπιστρέψουν ἀμέσως. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Λογγίνος περιποιήθηκε τοὺς δημίους του πλουσιοπάροχα, σὰν τέλειος μαθητὴς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Τὸ ἐπικείμενο μαρτύριο, καθόλου δὲν τὸν ἐμπόδισε στὴ φιλοξενία τῶν ἀνθρώπων ποὺ μετ’ ὀλίγον θὰ τὸν ἀποκεφάλιζαν.

Ἀπεναντίας ἔχαιρε καὶ περίμενε πότε νὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἀδελφοὶ-στρατιῶτες του.

8. Ἀποκαλύπτεται στοὺς δημίους του.
Ὅταν ἄκουσε πὼς ἔρχονταν καὶ οἱ ἄλλοι δύο, τότε εἶπε πρὸς τοὺς δημίους του ὁ Λογγίνος:
«Ἀγαπητοί μου φίλοι, ἦλθε ἡ ὥρα νὰ σᾶς ἀνακοινώσω τὸ μυστικό, ποὺ σᾶς ἔκρυβα μέχρι τώρα. Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἑκατόνταρχος Λογγίνος, τὸν ὁποῖον ἐσεῖς ζητεῖτε».

Ἐκεῖνοι, μόλις ἄκουσαν τὴν πληροφορία – ἀποκάλυψη, ἐξεπλάγησαν. Ἐπειδὴ τὸν ἔβλεπαν μὲ πρόσωπο χαρωπὸ στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν ἐπίστευσαν. Ὅταν ὅμως, βεβαιώθηκαν ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ καταζητούμενος, ἐπόνεσε ἡ ψυχή τους καὶ βαρειὰ ἀναστέναξαν. Τοὺς ἔτυπτε ἡ συνείδησή τους, γιατί ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ τοῦ ἀνταποδώσουν τέτοιο κακό, παρ’ ὅτι τοὺς ἐφιλοξένησε μὲ τόση καλωσύνη καὶ ἀγάπη, γνωρίζοντας ὅτι ἦταν οἱ δήμιοί του. Τοῦ ἔλεγαν δέ, μὲ πόνο καὶ θλίψη: «Γιατί, φίλε Λογγίνε, ἔκαμες τέτοιο ἐγχείρημα νὰ ὑποδεχθεῖς τοὺς δημίους σου στὸ σπίτι σου καὶ ἡ φιλοξενία τους νὰ γίνει γιὰ σένα θάνατος; Τί σὲ ἔκανε νὰ φιλοξενήσεις τόσο πλούσια τούς σφαγεῖς σου, ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες;

Πήγαινε εἰς εἰρήνην, ὢ ἄνθρωπε, ἃς εἶναι ἡ ζωή σου χάρισμα γιὰ τὸ μισθὸ τῆς φιλοξενίας σου. Φοβούμεθα νὰ βάλουμε τὸ μαχαίρι στὸ λαιμό σου. Εὐλαβούμεθα τὸ ἁλάτι καὶ τὰ φιλεύματα ποὺ φάγαμε στὸ σπίτι σου. Φοβούμεθα ἀκόμα τὸ Θεό, οὐ εἶναι ὁ ἔφορος τῆς φιλοξενίας. Πῶς νὰ σηκώσουμε τὰ χέρια μας ἐπάνω σου; Δειλιάζουν, ὄχι μόνο τα χέρια μας, ἀλλὰ καὶ τὰ πόδια μας καὶ ὅλο το σῶμα. Πῶς νὰ κάνουμε τέτοιο κακό; Δὲν μποροῦμε νὰ γίνουμε φονευτὲς τοῦ εὐεργέτου καὶ ξενοδόχου μας. Καλλίτερα νὰ κινδυνεύσουμε ἀπὸ τὸν Πιλάτο, παρὰ νὰ μολύνουμε τὴ συνείδησή μας καὶ νὰ διαπράξουμε ἕνα τέτοιο ἀνοσιούργημα».

Αὐτὰ ἔλεγαν οἱ δήμιοι, στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου, διότι συμπονοῦσαν τὸν Ἅγιο. Ἀλλ’ ἐκεῖνος πρόθυμος καὶ εὔψυχος ἀθλητὴς» δὲν παραιτεῖται τοῦ ἀγώνα ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου καὶ πρὸς αὐτοὺς «εὐθαρσὼς ἀποκρίνεται».
«Γιατί φθονεῖτε τὰ ἀγαθά, πού μου δίνετε παρὰ τὴ θέλησή σας; Γιατί ὀδύρεσθε γιὰ τὸν θάνατό μου, ποὺ εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς ζωῆς μου καὶ βασιλεία αἰώνιος; Μὴ λυπεῖσθε, φίλοι μου, ἀλλὰ παρηγορηθεῖτε, διότι τοῦτο τὸ τέλος μοῦ προξενεῖ αἰώνιο ἀγαλλίαση, ἀφοῦ μὲ ἀξιώνει νὰ συνευφραίνομαι πάντοτε στὸν Παράδεισο μὲ τὸ Δεσπότη μου Χριστό. Αὐτὸς εἶναι Θεὸς ἀληθέστατος, ὅπως – ὅλα τά κτίσματά του κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ἑκουσίου πάθους του – ὁμολόγησαν. Ὁ οὐρανὸς ἐμαύρισε. Ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη. Ἡ γῆ ἐταλαντεύθη. Οἱ πέτρες ἐσχίσθηκαν. Καὶ ἐγὼ νὰ γίνω ἀναισθητότερος ἀπὸ τὰ λιθάρια καὶ τὰ ἄλλα κτίσματα; Νὰ μὴ γνωρίσω τὸν κτίστη μου; Μὴ θελήσετε νὰ μὲ δεῖτε προδότην τῆς ζωῆς κι’ ἀποστερημένον τῆς θείας χάριτος. Φοβοῦμαι, ὅτι θὰ εὕρω κατήγορον τὴν κτίσιν ἂν δείξω τέτοια ἀπιστία. Δὲν πρόκειται νὰ ἀρνηθῶ Ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἅπαξ ὠμολόγησα. Μὴ θελήσετε νὰ ζημιωθῶ τὴν δόξαν ἐκείνην. Μὴ γένοιτο». Αὐτὰ καὶ ἕτερα, ἔλεγε ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ πείσει τοὺς ἀπεσταλμένους νὰ ἐκτελέσουν τὴ διαταγὴ ποὺ πῆραν ἀπὸ τὸν Πιλάτο. Ἐν τῷ μεταξὺ ἔφθασαν καὶ οἱ δύο σύντροφοι τοῦ Λογγίνου. Μόλις τοὺς ἀντικρυσε, χάρηκε πάρα πολὺ καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀγκάλιασε καὶ τοὺς κατεφίλησε ἀδελφικά, τοὺς εἶπε: «Χαίρετε, ὢ συστρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, νικητὲς τῶν θείων ἀγώνων καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Χαίρετε, γιατί ἄνοιξε γιὰ μᾶς ἡ πύλη τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ μέλλουν νὰ παραλάβουν τὶς ψυχές μας καὶ νὰ τὶς προσφέρουν στὸ μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἰδού, βλέπω τὶς λαμπάδες καὶ κατοπτεύω τὰ στεφάνια καὶ τὰ βραβεῖα στοχάζομαι, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ σταθοῦμε πρὸ τοῦ βήματος τοῦ Νυμφίου, ἀγαλλόμενοι».

Τὸ θαῦμα ὀφείλεται στὴν πίστη τὴν «δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην» (Γαλάτ. ε’ 6). Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λογγίνος ντύνεται «στολὴν καθαράν…ὡς ἐπὶ γάμον καὶ νυμφώνα καλούμενος», εὐφραίνεται, μελετᾶ τὴ θυσία τοῦ μαρτυρίου καὶ βαδίζει χαίροντας πρὸς τὸν Κύριο καὶ Δεσπότη.

Μία μόνο ἐπιθυμία εἶχε. Τὸ σῶμα του ἤθελε νὰ ἐνταφιασθεῖ σ’ ἕνα λόφο, τὸν ὁποῖον καὶ ὑπέδειξε στοὺς «φίλους» του δημίους.

9. Ἡ ἀποκεφάλιση τοῦ Ἑκατοντάρχου καὶ τῶν δύο στρατιωτῶν του.
Ὁ ἅγιος Λογγίνος ἐραστὴς τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἔχοντας τὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς δημίους, πείθει τοὺς φιλοξενηθέντες στρατιῶτες – δημίους, κάμπτει τὸ γόνατο, ἀποκεφαλίζεται καὶ ἐγγράφεται στοὺς χοροὺς τῶν Ἀποστόλων καὶ Μαρτύρων. Ἀκολούθως καὶ οἱ σύντροφοί του πανευτυχεῖς, λαμπροστολισμένοι, ἔσκυψαν τὶς τίμιες κεφαλές τους καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι τὶς ἀπέκοψαν, ἐκτελώντας τὸ αὐτοκρατορικὸ πρόσταγμα. Ἔτσι, προστέθηκαν καὶ αὐτοὶ οἱ δύο στοὺς πρώτους ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἐνδόξους Μάρτυρες.

Ἡ ἀποκεφάλισή τους ἔλαβε χῶραν τὴν 16ην Ὀκτωβρίου. Οἱ μακάριες ψυχὲς τῶν τριῶν «Ἀθλητῶν» τῆς πίστεώς μας ἀνέβηκαν παρευθὺς στὰ οὐράνια, γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν νικητὴ τοῦ θανάτου, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὑπὲρ τῆς σωτηρίας αὐτῶν καὶ ὅλου τοῦ κόσμου ἀπέθανε.

Ὄντως, στὸ Λογγίνο καὶ στοὺς δύο στρατιῶτες τοῦ «ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνο εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλιπ. α’ 29).

Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ πίστη καὶ ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ Ἑκατοντάρχου, ὁ ὁποῖος θανατώθηκε γιατί ἐκήρυττε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ὡς καὶ τὸ μαρτύριο τῶν δύο στρατιωτῶν του, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ἀποτελοῦν, θὰ λέγαμε, ἀμάχητη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἐκ νεκρῶν.

Οἱ δήμιοι, μετὰ τὴν ἀποκεφάλιση, πῆραν τὴν κεφαλὴ τοῦ Μάρτυρα Λογγίνου καὶ τὴν ἔφεραν στὸν Πιλάτο γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ πὼς τὸν θανάτωσαν καὶ νὰ εὐφρανθοῦν καὶ οἱ Ἰουδαῖοι βλέποντας αὐτή.

Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν εἶδαν τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἑκατοντάρχου Λογγίνου, χάρηκαν καὶ ἔδωκαν στοὺς δημίους – στρατιῶτες πολλὰ ἀργύρια. Ὁ Πιλάτος, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει πιὸ πολύ τους μοχθηροὺς Ἰουδαίους, διέταξε καὶ πέταξαν τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Μάρτυρα περιφρονητικά, ἔξω ἀπὸ τὴν Πόλη.

Ἀλλὰ ὁ Κύριος, γιὰ τὸν Ὁποῖον κόπηκε ἡ τιμία αὐτὴ κεφαλή, δὲν τὴν ἄφησε νὰ μείνει καταφρονημένη ἐκεῖ στὶς ἀκαθαρσίες ποὺ τὴν ἔρριψαν. Τὴν ἐφύλαξε ἀοράτως καὶ δὲν ἔπαθε καμία ἀλλοίωση, παρ’ ὅτι ἔμεινε ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα μέσα σὲ βρώμικο τόπο.

Ὄχι μόνο το σημεῖο τοῦτο ἐτέλεσε, ἀλλὰ καὶ ἄλλο πιὸ θαυμαστό.

10. Χήρα ἀνευρίσκει τὴν τιμία κεφαλὴ τοῦ Μάρτυρα, μετὰ ἀπὸ ὄνειρο
Μία γυναίκα χήρα ἦταν τυφλὴ καὶ εἶχε μικρὴ παρηγορία στὴ χηρεία της καὶ τὴν τυφλότητά της ἕνα γυιὸ μονάκριβο. Αὐτή, λοιπόν, εἶχε στὸ Θεὸ μεγάλη πίστη καὶ εὐλάβεια. Γι’ αὐτό, μίαν ἡμέρα πῆρε τὸ ραβδί της καὶ μὲ ὁδηγὸ τὸ γιὸ της ἔφυγε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσει τὸν Πανάγιο Τάφο. Ἤλπιζε, ὅτι ὁ Δεσπότης Χριστός, ὡς παντοδύναμος ποὺ εἶναι, θὰ τὴν ἐλυπεῖτο καὶ θὰ τῆς ἔδινε τὸ φῶς της.
Ὅταν ἔφθασε στοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπῆρε χῶμα καὶ μὲ εὐλάβεια τὸ ἔβαλε ἐπάνω στὰ μάτια της. Δυστυχῶς ὅμως, δὲν ἀποκαταστάθηκε ἡ ὅρασή της . Κοντὰ σ’ αὐτὴ τὴ στενοχώρια, τὴ βρίσκει κι’ ἄλλη μεγαλύτερη συμφορά. Ἀπρόοπτα, ἀρρώστησε ὁ γιὸς της, τὸν ὁποῖο εἶχε – ἀντὶ τῶν ματιῶν τῆς – ὁδηγὸ καὶ βοήθεια καὶ ἀπέθανε. Ἔκλαιε ἡ ταλαίπωρη καὶ ὀδυρόταν γιὰ τὶς συμφορὲς ποὺ τὴν εἶχαν εὕρει καὶ ἔλεγε:

«Διατί, Κύριέ μου, μὲ ἐγκατέλειπες τελείως τὴν ταλαίπωρη; Ἐβαρύνθη εἰς ἐμὲ ἡ ἁγία σου χεὶρ καὶ ἔκαμεν εἰς ὅλους παραβολὴν καὶ αἰσχύνονται εἰς ἐμὲ οἱ δοῦλοι σου; Τάχα, ἐγὼ μόνο ἁμάρτησα καὶ διὰ τοῦτο μόνη κολάζομαι καὶ μὲ ἐστέρησες τοῦ μονογενοῦς μου υἱοῦ, τὸ ὁποῖον εἶχα ἀντὶ τοῦ φωτὸς τῶν ὀφθαλμῶν μου; Ποία ἐλπὶς σωτηρίας καὶ παραμυθίας μου ἔμεινεν; Ὢ γλυκύτατον τέκνον μου. παρηγορία τοῦ πάθους μου, τί νὰ γίνω ἡ ταλαίπωρος; Πῶς νὰ κυβερνηθῶ χωρὶς ἐσέ;».

Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια μοιρολόγια, κατὰ τὴ συνήθεια τῶν γυναικών, ἔλεγε ἡ δυστυχὴς ἐκείνη γυναίκα. Καθὼς ἦταν κουρασμένη, ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὰ δάκρυα, τὴν πῆρε ὁ ὕπνος. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Βλέπει στὸ ὄνειρό της τὸν Ἅγιο Λογγίνο, ὁ ὁποῖος, ὄχι μόνο τῆς ἔδωκε κουράγιο, ἀλλὰ τῆς ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ γίνει καλά:

«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Λογγίνος ὁ Ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος, ὅταν οἱ Ἑβραῖοι σταύρωσαν τὸ Χριστὸ καὶ Σωτήρα μας, ὁμολόγησα ὅτι εἶναι Θεοῦ Υἱὸς καὶ ὁ Πιλάτος, κατὰ διαταγὴν τοῦ Τιβερίου, ἔστειλε στρατιῶτες καὶ μὲ ἀποκεφάλισαν στὴν πατρίδα μου, τὴν Καππαδοκία. Γιὰ νὰ πεισθοῦν δὲ οἱ αἱμοχαρεῖς Ἑβραῖοι ἔφεραν τὴν κεφαλήν μου ἐδῶ καὶ τὴν ἔρριψαν εἰς τὴν κοπριὰν ἔξω της πόλεως. Ὕπαγε, λοιπόν, εἰς τὸν τόπον αὐτὸν σκάλισε βαθέως εἰς τὴν κοπριὰν καὶ θέλεις εὔρεις τὴν κεφαλήν μου. Ἔγγισον αὐτὴν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ θὰ ἀναβλέψης. Τότε, θὰ σοῦ δείξω καὶ τὸν υἱόν σου εἰς πόσην δόξαν εὑρίσκεται καὶ θὰ παρηγορηθῆς διὰ τὰ παθήματά σου».

Μόλις ἐξύπνησε ἡ τυφλὴ ἐπῆγε στὸ τόπο ποὺ τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος, μὲ κόπο πολύ, βοηθουμένη ἀπὸ ἄλλον, ἄρχισε δὲ μὲ προθυμία νὰ σκαλίζει τὴν κοπριὰ μὲ τὰ χέρια της. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Καθὼς ἐρευνοῦσε βρῆκε τὴν τιμία κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Λογγίνου.

11. Ἡ τιμία κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου θαυματουργεῖ.
Ἡ χαρὰ τῆς τυφλῆς ἦταν πολὺ μεγάλη. Κατασυγκινημένη ἀκούμπησε τὴν τιμία κεφαλή, ὅπως τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος στὸν ὕπνο της, στὰ μάτια της καὶ ἀμέσως ἀνέβλεψε. Ὁ ἀτίμητος αὐτὸς θησαυρὸς ἔλαμπε σὰν ἀστέρι ὑπέρλαμπρο. Ἀσπαζόταν, λοιπόν, καὶ κατεφίλει – μὲ θερμοτατα δάκρυα – τὴν τιμία κεφαλὴ τοῦ Μάρτυρα Λογγίνου. Δοξολογοῦσε τὸ Θεό, διότι τῆς ἔδωκε τὸ φῶς της καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Ἅγιο γιὰ τὴ βοήθειά του. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἐκαθάρισε μὲ ἐπιμέλεια τὴν τιμία κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου, τὴν ἄλειψε μὲ μύρα καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της, ἔχοντας προστασία, συντροφιὰ καὶ εὐλογία ἕνα τέτοιο πολύτιμο μαργαρίτη.

Κατὰ τὴν ἑπομένη νύχτα φάνηκε πάλι στὸν ὕπνο της ὁ Μάρτυρας, κρατώντας τὸ γιό της στὴν ἀγκαλιά του, σὰν παιδί του. Ἦταν δὲ ὁ γιὸς τῆς ντυμένος μὲ πλούσια ἐνδύματα γάμου καὶ χαρούμενος. Τότε, τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος. «Ἰδὲ τὸν υἱόν σου, διὰ τὸν ὁποῖον ἐθρήνεις, πόσην ἀπόλαυσιν εὗρε, μὴ λυπῆσαι λοιπόν, ἀλλὰ χαῖρε, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τῆς Βασιλείας Του καὶ μοῦ τὸν ἔδωκε συνοδείαν, νὰ μὴ ἀποχωρισθῆ ποτὲ ἀπὸ ἐμέ. Λάβε, λοιπόν, τὴν κεφαλήν μου καὶ τὸ λείψανον τοῦ υἱοῦ σου καὶ θάψον εἰς ἕνα τάφον ἀμφότερα, εὐχαρίστει δὲ τὸν Κύριον, ὅστις τὸν ἀνέπαυσεν εἰς τόσην δόξαν καὶ εὐφροσύνην αἰώνιον».

Αὐτά, μόλις ἄκουσε ἡ γυναίκα, ἔβαλε σὲ θήκη τὴν κεφαλὴ τοῦ Μάρτυρα καὶ τὸ λείψανο τοῦ γιοῦ της καὶ τὰ μετέφερε στὴν πατρίδα τοῦ ἁγίου, τὴν Καππαδοκία, στὴν κωμόπολη Σανδιάλη. Παραδόξως καὶ αὐτὴ ἔπαθε τὸ ἴδιο, ποὺ ἔπαθε καὶ ὁ Σαούλ. Διότι, καθὼς ἐκεῖνος ζητοῦσε τοὺς ὄνους τοῦ πατέρα του καὶ βρῆκε – παρ’ ἐλπίδα – βασιλεία, ἔτσι κι΄ αὐτή, καθὼς ζητοῦσε νὰ ἀπολάβει τὸ φῶς τῶν ματιῶν της καὶ αὐτὸ ἔλαβε καὶ θερμὸν προστάτην τὸν Ἅγιον Λογγίνο βρῆκε.
Μετὰ ταῦτα, ἔκτισε Ἐκκλησία πρὸς τιμὴ τοῦ Ἁγίου καὶ ἀποθησαύρισε σὲ αὐτὴ τὴν ἱερὰ κεφαλὴ τοῦ Μάρτυρα. Ἔτσι, ἀπόκτησε γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τους συμπατριῶτες τῆς Χριστιανοὺς πηγὴ ἰαμάτων. Στὶς εὐχαριστίες ποὺ ἀνέπεμπε πρὸς τὸν Θεό, ἔλεγε:

«Τώρα ἐγνώρισα πόσων ἀγαθῶν ἀξιοῦνται ὅσοι ἀγαπῶσι τὸν Κύριον»! Ὀφθαλμοὺς ἐζήτουν σώματος, ἐγὼ δὲ καὶ τοὺς τοῦ πνεύματος ἔλαβον, ἐλυπούμην διὰ τὴν ζημίαν τοῦ τέκνου μου καὶ εἶδα αὐτὸ εἰς δόξαν μεγάλην, συγκληρονόμον τῶν Ἁγίων, πλησίον Θεοῦ παριστάμενον, συναυλιζόμενον μετὰ τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Μαρτύρων καὶ μετὰ τοῦ Ἑκατοντάρχου Λογγίνου, ἐνδεδυμένους λαμπρότατα καὶ ψάλλοντας ὁμοὺ ὠδὴν ἐπινίκιον, λέγοντες τὴν ἱερὰν ἐκείνην φωνήν. «Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἣν οὗτος (Ματθ. κζ’ 54) καί ἐστι καὶ ἔσται ἡ Βασιλεία Αὐτοῦ αἰώνιος καὶ ἡ δεσποτεία Αὐτοῦ ἀτελεύτητος. Αὐτῶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν».

12. Παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως.
Ἐντός του πανθαυμάστου κτιριακοῦ συγκροτήματος τοῦ Πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ὅπου ὁ Ἱερὸς Γολγοθὰς καὶ ὁ ζωηφόρος Πανάγιος Τάφος, τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἀνήγειρε πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Λογγίνου, ἀκριβῶς ὄπισθέν του Ἱεροῦ του ναοῦ τῶν Ὀρθοδόξων, παρεκκλήσιο.

Τὸ παρεκκλήσιο ἀνήκει στοὺς Ὀρθοδόξους καὶ μέσα σ’ αὐτὸ φυλάσσεται μέρος ἀπὸ τὰ κομμάτια τοῦ Γολγοθά, ποὺ κόπηκαν γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως τὸ ἔτος 1810 μ.Χ.

Κατὰ μία πληροφορία, στὴν τοποθεσία ὅπου βρίσκεται τὸ παρεκκλήσιο, ἐνταφιάσθηκε ἡ τιμία κάρα τοῦ Ἁγίου, ἐνῶ κατ’ ἄλλους, εἶναι ἡ θέση στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ Ἅγιος, ὅταν θαυματουργικὰ πετάχθηκε στὸν «πάσχοντα ὀφθαλμὸ του» σταγόνα αἵματος – κατὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Κυρίου – καὶ τὸν ἐθεράπευσε (κατὰ τὸν ἀείμνηστο ἱεροκήρυκα Δημ. Παναγόπουλον).

Οἱ προσκυνητὲς τοῦ Πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως δὲ χάνουν καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ προσέλθουν καὶ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Λογγίνου. Θὰ σταθοῦν μὲ εὐλάβεια καὶ ταπείνωση καὶ θὰ ζητήσουν στὴ δέησή τους νὰ ἀποκτήσουν καὶ αὐτοί, ἂν ὄχι τὸ θριαμβευτικὸ μαρτύριό του, τουλάχιστον τὰ χάρισμα τῆς καλῆς ὁμολογίας…

Ἐκδόσεις “Ὀρθόδοξος Κυψέλη”
ὁ Ὅσιος Φιλόθεός της Πάρου

πηγή

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *