Ὁ ἅγιος Λουκιανὸς ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ μεγάλου διωγμοῦ (304-312). Καταγόταν ἀπὸ τὴν ᾿Αντιόχεια (κατ’ ἄλλους ἀπὸ τὰ Σαμόσατα). “Οταν πέθαναν οἱ γονεῖς του, μοίρασε ὅλη τὴν περιουσία στοὺς πτωχούς, ἄφησε τὴ γενέτειρά του καὶ πῆγε στὴν Ἔδεσσα τῆς ’Οσροηνὴς γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὴν πνευματικὴ διδασκαλία τοῦ Μακαρίου, ἑνὸς φημισμένου διδασκάλου. Ἔλαβε τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ πέρασε κατόπιν ἐκεῖ πολλὰ χρόνια σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση. Μοναδικἡ του συναναστροφὴ ἦταν ἡ νηστεία, οί ἀγρυπνίες καὶ τὰ δάκρυα. Ὁ διδάσκαλός του τοῦ εἶχε μεταδώσει μεγάλο πόθο γιὰ τὴ μελέτη τῆς ‘Αγίας Γραφῆς, σὲ βαθμὸ ποὺ ὁ Λουκιανὸς περνοῦσε όλες του τὶς νύκτες χωρὶς σχεδὸν νὰ κοιμηθεῖ’ τόσο πολὺ κοντὰ στὴν ἐπουράνιο καὶ αἰώνια πραγματικότητα τὸν ἔφερνε ὴ ο’ινάγνωση τῶν Γραφῶν καὶ ὴ προσευχή. ”Εχοντας ἐπίγνωση τοῦ θεαρε’στου βίου του, ἡ Ἐκκλησία τῆς ᾿Αντιοχείας τὸν κάλεσε νὰ ἐπιστρέψει καὶ τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. ᾽Εκεῖ, στὴν ᾽Αντιόχεια, ὁ ἅγιος Λουκιανὸς ἵδρυσε τὴν περίφημη «Σχολὴ τῶν ‘Ερμηνευτῶν», ὅπου ὑπὸ τὴν καθοδήγησή του οἱ μαθητὲς διδάσκονταν τὴν ἑρμηνεία τὴς Ἁγίας Γραφῆς κατὰ τὴν ἱστορικὴ καὶ φιλολογικὴ ἔννοιαΙ. Καθὼς δὲ ἦταν γνώστης τῆς ἑβραϊκἣς γλώσσας, ἦταν σὲ θέση νὰ διορθώσει τὰ κείμενα ποὺ εἶχαν φθαρεῖ μὲ τὸν χρόνο ὴ ἀπο τὶς ἐπεμβάσεις τῶν αἱρετικῶν. “Οταν πληροφορἡθηκε ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμίνος Δάια γιὰ τὴν ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσε ὁ Λουκιανός, διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν φέρουν στὴ Νικομήδεια, ὅπου διέμενε. Φθάνοντας στὴν πόλη αὐτὴ, ὁ ἅγιος ἄρχισε μὲ μεγάλο ζήλο νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἀπο τὸν φόβο τῶν βασανιστηρίων, ἐγκατέλειπαν τὴν πίστη καὶ ἀσπάζονταν τὴν εἰδωλολατρία. Τοὺς ἔδειξε μὲ ἀναφορὲς στὴν Ἁγία Γραφή, ὅτι ἡ αἰώνια τιμωρία ποὺ ἐπιφυλάσσεται στοὺς ἀποστάτες εἶναι κατὰ πολύ φρικτότερη ἀπο τὰ σύντομα βασανιστήρια ποὺ ἐπινόησαν οἱ είδωλολάτρες. Τὰ λόγια του εἶχαν τέτοια δύναμη ὥστε ὅλοι μετανόησαν γιὰ τὴ δειλία τους καὶ ἕτοιμοι ἀνυπομονοῦσαν νὰ δώσουν τὸν ἀγώνα τοῦ μαρτυρίου. Ὁ ἅγιος ἀκτινοβολοῦσε τόσο ὥστε συχνὰ ἀρκοῦσε στούς συνομιλητές του νὰ δοῦν τὸ πρόσωπό του, ποὺ ἔλαμπε ἀπο τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων του. ’Απὸ φόβο μήπως πέσει καὶ ὁ ἴδιος θύμα αὐτῆς τῆς χάριτος, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας κάλεσε τόν ἅγιο νὰ παρουσιασθεῖ ἐνώπιόν του, ἔβαλε ἀνάμεσά
τους ἕνα παραπέτασμα. Καθὼς κανένα του ἐπιχείρημα δὲν κατόρθωσε νὰ κλονίσει τὸν ἅγιο Λουκιανό, ὁ Μαξιμίνος διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν καὶ νὰ τὸν ἀφήσουν ἔπειτα νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα στὸ κελλί του.
Καθὼς πλησίαζε ὴ ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, μεγάλος ἀριθμος μαθητῶν τοῦ ἁγίου Λουκιανοῦ ἦλθε ἀπὸ τὴν ’Αντιόχεια καὶ ἀπο άλλες πόλεις γιὰ νὰ τὸν δοῦν γιὰ τελευταία φορὰ καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Ὅταν ἦλθε ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, οὶ μαθητές του ποὺ εἶχαν καταφέρει νὰ φθάσουν στὸ κελλί του μὲ τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἷνο ποὺ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὴν τέλεση τῶν θείων Μυστηρίων, τὸν παρακάλεσαν νὰ τελέσει μιὰ ἀκόμη φορὰ γι’ αὐτοὺς τὴ λογικὴ καὶ ἀναίμακτο θυσία. Καθὼς δὲν ὑπῆρχε θυσιαστήριο καθαγιασμένο σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς Ἐκκλησίας, ὸ Λουκιανὸς τέλεσε τὴ θεία Λειτουργία πάνω στὸ στέρνο του: τὸ πλέον ἄξιο θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κατ᾿ εἰκόνα Του ἐπλάσθη ὁ ἄνθρωπος. Οἱ ὴμέρες περνοῦσαν καὶ ὁ ἅγιος ἔμενε ἀκλόνητος στὴν πείνα καὶ στὴ δίψα. Γιὰ νὰ κάνουν τὸ μαρτύριό του ἀκόμα πιὸ δυσβάστακτο, οὶ εἰδωλολάτρες ἔβαλαν μπροστά του ἕνα τραπέζι γεμάτο εἰδωλόθυτα κρέατα καὶ ἐδέσματα. Ὁ ἅγιος τὰ καταφρόνησε καὶ κάθε φορὰ ποὺ τὸν παρακινοῦσαν νὰ ένδώσει ἀπαντοῦσε: «Χριστιανός εἰμι!» Τὴν τρίτη φορά, μετὰ τὴν ἀπάντηση, παρέδωσε πράος τὴν ψυχή του στὸν Κύριο (7 ’Ιανουαρίου 312). Ὁ αὐτοκράτορας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ρίξουν τὸ σῶμα του στὴ θάλασσα, ἀλλὰ ἔνα δελφίνι τὸ πῆρε στὴ ράχη του καὶ τὸ ἔφερε στὴν ἀκρογιαλιά, κοντὰ στὸ Δρέπανο τὴς Βιθυνίας, γενέτειρα τῆς ἁγίας Ἑλένης [21 Μαΐου]. Μπόρεσαν ἔτσι οὶ πιστοὶ νὰ τὸν ἐνταφιάσουν ὅπως ἔπρεπε καὶ νὰ γίνουν κοινωνοὶ τῆς χάριτος ποὺ ἀνέβλυζε ἀπὸ τὸ τίμιο λείψανό του. ᾽Εκεῖ ἵδρυσε ἀργότερα ὸ Μέγας Κωνσταντίνος τὴν Ἑλενούπολη, ὅπου κτίσθηκε μεγάλος ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Λουκιανοῦ.
Νέος Συναξαριστής Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!