- 1 . ῾Ο πράγματι μακάριος ᾿Αββᾶς Δωρόθεος, ὅταν μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ἀσπάσθηκε τὸν μοναχικὸ βίο, ἀνεχώρησε στὸ Κοινόβιο τοῦ ᾿Αββᾶ Σερίδου. ᾿Εκεῖ εὑρῆκε μερικοὺς μεγάλους καὶ ἀξιόλογους ἀσκητὰς οἱ ὁποῖοι ἐζοῦσαν ὡς ῾Ησυχασταί, μεταξὺ τῶν ὁποίων διέπρεπαν δύο μεγάλοι Γέροντες, ὁ ἁγιώτατος Βαρσανούφιος καὶ ὁ μαθητὴς ἤ συνασκητής του ᾿Αββᾶς ᾿Ιωάννης, ποὺ ἐπωνομάσθηκε Προφήτης ἀπὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα(2), τὸ ὁποῖο εἶχε ἀπὸ τὸν Θεό(3). Στοὺς Πατέρας αὐτοὺς παρέδωσε τὸν ἑαυτό του μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καὶ συνωμιλοῦσε μὲ τὸν μεγάλο μὲν Γέροντα διὰ μέσου τοῦ ἁγίου ᾿Αββᾶ Σερίδου, τὸν δὲ ᾿Αββᾶ ᾿Ιωάννη τὸν Προφήτη καταξιώθηκε καὶ νὰ τὸν ὑπηρετήση.Οἱ ῞Αγιοι αὐτοὶ Γέροντες λοιπὸν ἐσκέφθηκαν καὶ ἀπεφάσισαν ἀπὸ κοινοῦ, ὅτι ἔπρεπε νὰ κτίση καὶ νὰ ὀργανώση ὁ Δωρόθεος ἐκεῖ Νοσοκομεῖο καὶ νὰ τὸ φροντίζη ὁ ἴδιος, διότι πολὺ ἐταλαιπωροῦντο οἱ ᾿Αδελφοὶ ὅταν ἀρρώσταιναν, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν κανέναν γιὰ νὰ τοὺς περιποιηθῆ. Λοιπόν, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἔκτισε τὸ Νοσοκομεῖο, γιὰ τὸ ὁποῖο τὶς δαπάνες ἐχορήγησε ὁ κατὰ σάρκα ἀδελφός του, ὁ ὁποῖος ἦταν πολὺ φιλόχριστος καὶ φιλομόναχος ἄνθρωπος. Καὶ ὅπως εἶπα, ὁ ἴδιος ὁ ᾿Αββᾶς Δωρόθεος μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους εὐλαβεῖς ᾿Αδελφοὺς ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀρρώστους. Καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶχε τὴν φροντίδα τῆς διοικήσεως αὐτῆς.
2. Μία ἡμέρα λοιπὸν καλεῖ τὸν ᾿Αββᾶ Δωρόθεο ὁ ῾Ηγούμενος ᾿Αββᾶς Σέριδος. Καὶ ὅταν ἦλθε, εὑρίσκει πλησίον του ἕναν νεαρό, ὁ ὁποῖος φοροῦσε στρατιωτικά, ἦταν δὲ λεπτεπίλεπτος καὶ ὡραιότατος. Αὐτὸς εἶχε ἔλθει τότε στὸ Μοναστήριο μαζὶ μὲ μερικοὺς γνωστοὺς τοῦ ῾Ηγουμένου, ἀνθρώπους τοῦ Δουκός(4). Μόλις ἦλθε λοιπὸν ὁ ᾿Αββᾶς Δωρόθεος, τὸν παίρνει ἰδιαιτέρως ὁ ᾿Αββᾶς Σέριδος καὶ τοῦ λέγει: «Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἔφεραν τοῦτον τὸν νεαρό, λέγοντας ὅτι θέλει νὰ μείνη ἐδῶ στὸ Μοναστήρι, καὶ φοβοῦμαι μήπως ἀνήκει σὲ κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους καὶ ἤ ἔκλεψε ἤ κάτι ἄλλο ἔκανε, γι᾿ αὐτὸ καὶ θέλει νὰ φύγη, καὶ μήπως ἔτσι πέσουμε σὲ πειρασμοὺς καὶ δοκιμασίες. Οὔτε ἡ ἐμφάνισίς του οὔτε ἡ ὄψις του δείχνουν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ μονάση».
3. Αὐτὸς ὁ νεαρὸς ἦταν ἀκόλουθος κάποιου στρατηγοῦ καὶ ζοῦσε μὲ πολλὴ μαλθακότητα, διότι οἱ ἀκόλουθοι τέτοιων ἀνθρώπων ζοῦν πάντοτε μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα τρυφηλῆς ἁμαρτωλότητος καὶ ματαιοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν εἶχε ἀκούσει λόγο Θεοῦ. Μερικοὶ ἄνθρωποι τοῦ στρατηγοῦ διηγήθηκαν ἐνώπιόν του τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ῾Αγία Πόλι τῆς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐπεθύμησε νὰ ἰδῆ τοὺς τόπους ἐκείνους. ᾿Εζήτησε λοιπὸν ἀπὸ τὸν στρατηγὸ νὰ τὸν στείλη γιὰ νὰ περιοδεύση τοὺς ῾Αγίους Τόπους. ᾿Εκεῖνος δέ, μὴ θέλοντας νὰ τὸν λυπήση, εὑρῆκε ἕνα γνήσιο φίλο του ποὺ ἐπήγαινε πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ τοῦ λέγει: «Κάνε μου τὴν χάρι καὶ πάρε αὐτὸν τὸν νεαρὸ μαζί σου, γιὰ νὰ περιοδεύση τοὺς ῾Αγίους Τόπους». Καὶ ἐκεῖνος, ἐπειδὴ δέχθηκε τὸ παιδὶ ἀπὸ ἕναν στρατηγό, τὸ εἶχε σὲ μεγάλη τιμὴ καὶ περιποίησι καὶ ἔτρωγαν μαζὶ στὸ οἰκογενειακό του τραπέζι. ῞Οταν λοιπὸν ἦλθαν στὴν ῾Αγία Πόλι καὶ προσκυνοῦσαν τοὺς ῾Αγίους Τόπους, ἐπισκέφθηκαν τὴν Γεθσημανῆ. ῾Υπῆρχε δὲ ἐκεῖ μία παράστασις τῆς κολάσεως. Καθὼς ἐστεκόταν λοιπὸν ὁ νεαρὸς προσέχοντας τὴν παράστασι καὶ ἐκπληττόμενος, βλέπει μία γυναίκα σεμνή, ἡ ὁποία ἐφοροῦσε πορφυρᾶ ἱμάτια, νὰ στέκεται πλησίον του καὶ νὰ τοῦ δείχνη τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς κατακρινομένους καὶ νὰ τοῦ λέγη νουθεσίες ἀπὸ μέρους της. Τὸ δὲ παιδί, ἀκούοντας αὐτήν, ἔμεινε ἄναυδο καὶ κατάπληκτο, διότι, ὅπως εἶπα, δὲν εἶχε ἀκούσει ποτὲ λόγο Θεοῦ ἤ ὅτι ὑπάρχει Κρίσις. Λέγει λοιπὸν τὸ παιδὶ πρὸς τὴν γυναῖκα, ἡ ὁποία βεβαίως ἦταν ἡ Παναγία Θεοτόκος: «Κυρία, τί πρέπει νὰ κάνη κανεὶς γιὰ νὰ ἀποφύγη αὐτὲς τὶς τιμωρίες;». Καὶ ᾿Εκείνη τοῦ ἀπάντησε: «Νὰ νηστεύης καὶ νὰ μὴ τρώγης κρέας καὶ νὰ προσεύχεσαι συνεχῶς· ἔτσι, θὰ ἀποφύγης τὶς τιμωρίες». Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε αὐτὲς τὶς τρεῖς ἐντολές, δὲν ξαναφάνηκε σὲ αὐτόν, ἀλλὰ ἔγινε ἄφαντος. Στὸ ἑξῆς λοιπόν, τὸ παιδὶ ἔμεινε σὲ κατάνυξι καὶ ἐφύλαττε τὶς τρεῖς ἐντολές, τὶς ὁποῖες τοῦ ἔδωσε ἡ Θεοτόκος. ῾Ο φίλος ὅμως τοῦ στρατηγοῦ, βλέποντας τὸν νεαρὸ νὰ νηστεύη καὶ νὰ μὴν τρώγη κρέατα, ἐθλίβετο γιὰ λογαριασμὸ τοῦ στρατηγοῦ, διότι ἐγνώριζε ὅτι τὸν εἶχε σὲ μεγάλη ἐκτίμησι. Οἱ δὲ στρατιῶτες ποὺ ἦσαν μαζί του, βλέποντας αὐτὸν νὰ ἔχη τέτοια διαγωγή, τοῦ λέγουν· «Τέκνον, αὐτὰ ποὺ κάνεις δὲν εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ ζῆ στὸν κόσμο· ἐὰν λοιπὸν ἔτσι θέλης, πήγαινε σὲ Μοναστήρι νὰ σώσης τὴν ψυχή σου». Αὐτὸς ὅμως δὲν ἐγνώριζε τίποτε οὔτε γιὰ τὸν Θεὸ οὔτε τί εἶναι Μοναστήρι· ἁπλῶς, ἐφύλαττε ὅσα ἄκουσε ἀπὸ τὴν Θεοτόκο. Τοὺς λέγει λοιπόν: «῾Οδηγήσατέ με, ὅπου νομίζετε, διότι ἐγὼ δὲν γνωρίζω ποῦ νὰ ὑπάγω». Μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτούς, ὅπως εἶπα, ἦσαν γνωστοὶ τοῦ ᾿Αββᾶ Σερίδου, καὶ ἦλθαν στὸ Μοναστήρι, φέροντας μαζί τους τὸ παιδί.
4. ῞Οταν λοιπὸν ὁ μακάριος Δωρόθεος ἐστάλθηκε ἀπὸ τὸν ᾿Αββᾶ Σέριδο γιὰ νὰ ὁμιλήση μαζὶ μὲ τὸν νεαρὸ καὶ νὰ ψυχολογίση αὐτόν, ὁ νέος δὲν ἐγνώριζε νὰ εἰπῆ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο: «Θέλω νὰ σωθῶ». ῎Ερχεται λοιπὸν ὁ ᾿Αββᾶς καὶ λέγει στὸν ῾Ηγούμενο: «᾿Εὰν πραγματικὰ θεωρῆς σκόπιμο νὰ τὸν δεχθῆς, νὰ μὴ φοβηθῆς καθόλου, διότι δὲν ἔχει τίποτε τὸ φαῦλο». Καὶ τοῦ λέγει ὁ ᾿Αββᾶς Σέριδος: «Λοιπόν, κάνε μου τὴν χάρι νὰ τὸν πάρης κοντά σου γιὰ νὰ σωθῆ, διότι δὲν θέλω νὰ μείνη μαζὶ μὲ τοὺς ᾿Αδελφούς». ᾿Εκεῖνος ὅμως ἀπὸ ταπεινοφροσύνη δὲν ἤθελε νὰ δεχθῆ τὸν νεαρὸ καὶ ἔλεγε: «Εἶναι ἐπάνω ἀπὸ τὴν δύναμί μου νὰ δεχθῶ τὸ βάρος κάποιου καὶ δὲν εἶναι στὰ μέτρα μου(5) αὐτό». Τοῦ λέγει ὁ ῾Ηγούμενος: «᾿Εγὼ βαστάζω τὸ βάρος τὸ ἰδικό σου καὶ τὸ ἰδικό του· ἐσὺ γιατί θλίβεσαι;» Τότε τοῦ λέγει ὁ ᾿Αββᾶς Δωρόθεος: «Λοιπόν, ἀφοῦ ὁπωσδήποτε ἔτσι ἔκρινες, ἐὰν θεωρῆς τοῦτο ὀρθὸ καὶ εἶναι εὐλογημένο, ἀνάφερέ το στὸν Γέροντα Βαρσανούφιο». Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: «Καλά, θὰ τὸν ἐνημερώσω». Πηγαίνει λοιπὸν ὁ ᾿Αββᾶς Σέριδος καὶ τὸ λέγει στὸν Μεγάλο Γέροντα καὶ Αὐτὸς ἔδωσε τὴν ἑξῆς ἀπάντησι γιὰ τὸν ᾿Αββᾶ Δωρόθεο: «Νὰ δεχθῆς αὐτὸν τὸν νέο, διότι ὁ Θεὸς πρόκειται νὰ τὸν σώση διὰ σοῦ». Τότε, αὐτὸς τὸν ἐδέχθηκε μὲ χαρὰ καὶ τὸν εἶχε μαζί του στὸ Νοσοκομεῖο. Τὸ δὲ ὄνομα τοῦ νέου ἦταν Δοσίθεος.
5. ῞Οταν λοιπὸν ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ, λέγει ᾿Αββᾶς Δωρόθεος στὸν Δοσίθεο: «Φάγε νὰ χορτάσης, μόνο νὰ μὲ ἐνημερώσης πόσο ἔφαγες». Καὶ ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔφαγε, ἦλθε καὶ τοῦ εἶπε: «῎Εφαγα ἕνα καὶ μισὸ καρβέλι». Ζύγιζε δὲ τὸ κάθε καρβέλι τέσσερις λίτρες(6). Καὶ τοῦ λέγει: «Αἰσθάνεσαι καλά, Δοσίθεε;». ᾿Αποκρίνεται: «Ναί, καλὰ εἶμαι, Γέροντα». Τοῦ λέγει: «Μήπως πεινᾶς;». ᾿Απαντᾶ: «῎Οχι, δέσποτα, δὲν πεινῶ». Τότε τοῦ λέγει: «Λοιπόν, νὰ τρῶς τὸ ἕνα καρβέλι καὶ ἕνα τέταρτο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ κόψε τὸ ἄλλο τέταρτο σὲ δύο, καὶ φάγε τὸ μισὸ καὶ ἄφησε τὸ ἄλλο μισό». Καὶ ἔκανε ἔτσι. Τὸν ἐρωτᾶ: «Πεινᾶς, Δοσίθεε;». Καὶ ἀποκρίνεται : «Ναί, Γέροντα, πεινῶ λιγάκι». ῎Επειτα ἀπὸ ὀλίγες ἡμέρες τοῦ λέγει πάλι ὁ ᾿Αββᾶς Δωρόθεος: «Πῶς εἶσαι, Δοσίθεε; ᾿Εξακολουθεῖς νὰ πεινᾶς;». Τοῦ ἀπαντᾶ: «῎Οχι, Γέροντα, διὰ τῶν εὐχῶν σου, εἶμαι καλά». Τοῦ λέγει: «Λοιπόν, ἀφαίρεσε καὶ τὸ ἄλλο μισὸ τοῦ τετάρτου». ῎Ετσι καὶ ἔκανε. ῎Επειτα ἀπὸ ὀλίγες ἡμέρες τοῦ λέγει πάλι: «Πῶς εἶσαι τώρα; Μήπως πεινᾶς;». ᾿Αποκρίνεται: «Καλὰ εἶμαι, Γέροντα». Τοῦ λέγει ὁ ᾿Αββᾶς: «Κόψε τὸ ἄλλο τέταρτο σὲ δύο, φάγε τὸ μισὸ καὶ ἄφησε τὸ μισό». Καὶ ἔκανε ὁμοίως. Καὶ ἔτσι, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μικρὸν κατὰ μικρὸν ἀπὸ ἕξι λίτρες κατέληξε νὰ τρώγη ὀκτὼ οὐγκίες(7). Διότι καὶ τὸ φαγητὸ εἶναι καὶ αὐτὸ μία συνήθεια.
6. ῏Ηταν δὲ αὐτὸς ὁ νεαρὸς ἱκανώτατος σὲ κάθε ἔργο ποὺ ἔκανε. ῾Υπηρετοῦσε τοὺς ἀρρώστους στὸ Νοσοκομεῖο καὶ ὁ καθένας ἦταν ἱκανοποιημένος ἀπὸ τὴν διακονία του, διότι ἔκανε τὰ πάντα μὲ τρόπο τέλειο. ᾿Εὰν δὲ συνέβαινε νὰ παραμελήση κάποιον ἄρρωστο καὶ νὰ εἰπῆ ἕναν λόγο μὲ ὀργή, τὰ ἄφηνε ὅλα, εἰσερχόταν στὸ κελλάρι καὶ ἔκλαιγε, καθισμένος κατὰ γῆς. ῞Οταν λοιπὸν εἰσήρχοντο οἱ ἄλλοι διακονητὲς τοῦ Νοσοκομείου γιὰ νὰ τὸν παρηγορήσουν καὶ αὐτὸς δὲν εἶχε παρηγορία, ἐπήγαιναν στὸν ᾿Αββᾶ Δωρόθεο καὶ τοῦ ἔλεγαν: «Κάνε ἀγάπη, Γέροντα, καὶ μάθε τί ἔχει αὐτὸς ὁ ᾿Αδελφός, διότι κλαίει καὶ δὲν γνωρίζουμε γιατί». Τότε, εἰσήρχετο ὁ ᾿Αββᾶς καὶ τὸν εὕρισκε νὰ κάθεται κατὰ γῆς καὶ νὰ κλαίη. Καὶ τοῦ ἔλεγε: «Τί συμβαίνει, Δοσίθεε; Τί ἔχεις; Γιατί κλαῖς;». Καὶ ἀπαντοῦσε: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, διότι ὠργίσθηκα καὶ κακομίλησα στὸν ᾿Αδελφό μου». Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἔλεγε: «Ναί, Δοσίθεε;!… Δὲν ἐντρέπεσαι νὰ ὀργίζεσαι καὶ νὰ κακομιλῆς στὸν ᾿Αδελφό σου; Δὲν γνωρίζεις, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὅτι θλίβεις τὸν Χριστό;». Καὶ ὁ Δοσίθεος ἔσκυβε κάτω τὸ πρόσωπό του, κλαίγοντας χωρὶς νὰ λέγη τίποτε. ῞Οταν δὲ ὁ ᾿Αββᾶς Δωρόθεος ἔβλεπε ὅτι αὐτὸς εἶχε κλάψει ἀρκετά, τοῦ ἔλεγε μετά: «῾Ο Θεὸς νὰ σὲ συγχωρήση. Σήκω! ᾿Απὸ τώρα ἂς βάλουμε ἀρχὴ μετανοίας(8). ῍Ας ἀγωνισθοῦμε μὲ ζῆλο στὸ ἑξῆς καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βοηθήση…». ᾿Αμέσως δὲ μόλις ἄκουγε αὐτὰ τὰ λόγια, ἐσηκώνετο καὶ ἔτρεχε μὲ χαρὰ στὴν διακονία του, μὲ τὴν ἀκράδαντη πίστι, ὅτι δέχθηκε τὴν συγχώρησι πράγματι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. ᾿Αφοῦ λοιπὸν ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Νοσοκομείου τὴν συνήθειά του αὐτή, ὅταν τὸν ἔβλεπαν νὰ κλαίη, ἔλεγαν: «Τί ἔχει τάχα ὁ Δοσίθεος; ῏Αρά γε, τί σφάλμα ἔκανε;». Καὶ ἔλεγαν στὸν μακάριο Δωρόθεο: «Γέροντα, εἴσελθε στὸ κελλάρι, διότι ἔχεις δουλειὰ ἐκεῖ». ῞Οταν λοιπὸν εἰσήρχετο καὶ τὸν εὕρισκε νὰ κάθεται κατὰ γῆς καὶ νὰ κλαίη, καταλάβαινε ὅτι κακομίλησε, καὶ τοῦ ἔλεγε: «Τί συμβαίνει, Δοσίθεε; Πάλι ἔθλιψες τὸν Χριστό; Πάλι ὠργίσθηκες; Δὲν ἐντρέπεσαι; Δὲν διορθώνεσαι ἐπὶ τέλους;». Καὶ ὁ Δοσίθεος συνέχιζε νὰ κλαίη πολλὴ ὥρα. ῞Οταν λοιπὸν ἔβλεπε ὁ ᾿Αββᾶς ὅτι εἶχε χορτάσει νὰ κλαίη, τοῦ ἔλεγε: «Σήκω! ῾Ο Θεὸς νὰ σὲ συγχωρήση. Βάλε πάλι ἀρχὴ μετανοίας. Διορθώσου λοιπόν…». ᾿Εκεῖνος δὲ ἀμέσως, μὲ πίστι ἀδιάκριτη στὸν λόγο τοῦ Γέροντός του, ἀπετίνασσε τὴν λύπη καὶ ἐπήγαινε στὸ διακόνημά του.
7. ῎Εστρωνε δὲ τὰ κρεβάτια τῶν ἀσθενῶν πολὺ καλὰ καὶ ἐπιτήδεια. Καὶ ἦταν τόσο ἐλεύθερος καὶ ἄνετος νὰ ἐξομολογῆται καὶ νὰ φανερώνη τὸν λογισμό του, ὥστε πολλὲς φορές, καθὼς φιλοκαλοῦσε μία στρωμνή, ἔβλεπε τὸν μακάριο Δωρόθεο νὰ περνᾶ καὶ τοῦ ἔλεγε: «Γέροντα, Γέροντα, μοῦ λέγει ὁ λογισμός· καλὰ καὶ ὡραῖα στρώνεις». Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρινόταν: «᾿Αλλοίμονο, ᾿Αδελφέ μου! Εἶσαι λοιπὸν καλὸς δοῦλος, ἔγινες καλὸς ὑπηρέτης. Μήπως ὅμως ἔγινες καὶ καλὸς Μοναχός;». ᾿Επίσης, ὁ ᾿Αββᾶς Δωρόθεος ποτὲ δὲν ἄφησε τὸν Δοσίθεο νὰ ἔχη προσπάθεια καὶ προσκόλλησι σὲ κάποιο πρᾶγμα ἤ σὲ κάποιο ὑλικὸ ἀντικείμενο. Καὶ ἐκεῖνος τὰ ἐδέχετο ὅλα, ὅσα τὸν ἐπρόσταζε ὁ Γέροντάς του, μὲ χαρὰ καὶ ἀδιάκριτη πίστι· ἦταν ὑπάκουος σὲ ὅλα μὲ προθυμία. ῞Οταν δὲ χρειαζόταν ἔνδυμα, ἐκεῖνος τοῦ ἔδιδε τὸ ὕφασμα καὶ αὐτὸς ἐπήγαινε καὶ τὸ ἔρραβε μὲ πολλὴ χάρι καὶ ἐπιμέλεια. Καὶ ἀφοῦ ἐτελείωνε αὐτό, τὸν ἐρωτοῦσε ὁ ᾿Αββᾶς: «Δοσίθεε, ἔρραψες ἐκεῖνο τὸ ἔνδυμα;» Καὶ ἀπαντοῦσε: «Ναί, Γέροντα, καὶ τὸ περιποιήθηκα μάλιστα μὲ πολλὴ τέχνη». Καὶ τοῦ ἔλεγε: «Πήγαινε λοιπὸν νὰ δώσης αὐτὸ στὸν τάδε ᾿Αδελφὸ ἤ στὸν τάδε ἀσθενῆ». Καὶ ἐπήγαινε καὶ τὸ ἔδιδε μὲ προθυμία. Πάλι τοῦ ἔδιδε ἄλλο καὶ ὁμοίως μετὰ τὸ ράψιμο καὶ τὴν περιποίησι τοῦ ἔλεγε: «Δῶσε το στὸν τάδε ᾿Αδελφό». Καὶ ἀμέσως, χωρὶς ἀντίρρησι, τὸ ἔδιδε καὶ ποτὲ δὲν ἐστενοχωρήθηκε οὔτε ἐγόγγυσε, ὥστε νὰ εἰπῆ: «᾿Αφοῦ τόσο κοπιάζω νὰ τὸ ράβω καὶ νὰ τὸ φιλοκαλῶ, γιατί τὸ παίρνει ἀπὸ ἐμένα καὶ τὸ δίδει σὲ ἄλλον;». ᾿Αλλὰ ὅ,τι καλὸ ἄκουγε, τὸ ἐκτελοῦσε μὲ προθυμία.
8. Κάποια ἄλλη φορά, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀποκρισιάριους-διακονητὰς(9) τῆς Μονῆς ἔφερε ἕνα μαχαίρι πολὺ καλὸ καὶ ὄμορφο. ῾Ο Δοσίθεος τὸ ἐπῆρε καὶ τὸ ἔφερε στὸν ᾿Αββᾶ Δωρόθεο, λέγοντας: «῾Ο δεῖνα ᾿Αδελφὸς ἔφερε αὐτὸ τὸ μαχαίρι καὶ τὸ ἐπῆρα, ὥστε — ἄν εἶναι εὐλογημένο — νὰ τὸ ἔχουμε στὸ Νοσοκομεῖο, διότι κόβει καλὰ τὸ ψωμί». Σημειωτέον, ὅτι ὁ μακάριος Δωρόθεος ποτὲ δὲν εἶχε ἀποκτήσει στὸ Νοσοκομεῖο κάτι ὄμορφο, δηλαδὴ κάτι, τὸ ὁποῖο νὰ εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὸ μέτριο. Τοῦ λέγει λοιπόν: «Δός μου νὰ τὸ ἰδῶ, ἐὰν εἶναι καλό». Καὶ αὐτὸς τοῦ τὸ ἔδωσε, λέγοντας: «Ναί, Γέροντα, εἶναι πολὺ κατάλληλο γιὰ τὸ ψωμί». Πράγματι, ἔβλεπε καὶ ὁ Δωρόθεος, ὅτι ἦταν καλὸ καὶ χρήσιμο γιὰ τὴν διακονία αὐτή. ῞Ομως, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ ἔχη ὁ Δοσίθεος προσπάθεια καὶ προσκόλλησι σὲ ὁ,τιδήποτε ὑλικὸ ἀντικείμενο, δὲν ἠθέλησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψη γιὰ νὰ τὸ κρατήση. Τοῦ λέγει λοιπόν: «Δοσίθεε, σοῦ ἀρέσει τόσο πολύ; Θέλεις νὰ εἶσαι δοῦλος αὐτοῦ τοῦ μαχαιριοῦ καὶ ὄχι δοῦλος τοῦ Θεοῦ(10); Ναί, Δοσίθεε, σοῦ ἀρέσει νὰ ἔχης προσπάθεια καὶ προσκόλλησι στὸ μαχαίρι τοῦτο; Καὶ δὲν ἐντρέπεσαι ποὺ θέλεις νὰ σὲ ἐξουσιάζη αὐτὸ τὸ μαχαίρι καὶ ὄχι ὁ Θεός;». ᾿Εκεῖνος δὲ ἄκουγε σιωπηλά, μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι. ῞Υστερα ὁ Δωρόθεος, ἀφοῦ τὸν ἐπέπληξε ἀρκετά, τοῦ λέγει: «Πήγαινε καὶ βάλε αὐτὸ στὴν θέσι του καὶ ποτὲ νὰ μὴν τὸ ἀγγίξης». Καὶ ἐτήρησε τὴν ἐντολὴ μὲ τόσο μεγάλη ἀκρίβεια, ὥστε οὔτε γιὰ νὰ τὸ δώση σὲ κάποιον ἄλλο δὲν τὸ ἔπιασε. ᾿Αλλά, ἐνῶ οἱ ἄλλοι διακονητὲς τὸ χρησιμοποιοῦσαν, μόνο αὐτὸς δὲν τὸ ἄγγιζε. Καὶ ποτὲ δὲν εἶπε: «Γιατί μόνο ἐγὼ καὶ ὄχι οἱ ἄλλοι;». ᾿Αλλά, ὅσα ἄκουγε, ὅλα τὰ ἔπραττε μὲ χαρά.
9. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ λοιπὸν πολιτεύθηκε τὸν ὀλίγο χρόνο ποὺ ἔζησε στὸ Μοναστήρι ὁ εὐλογημένος Δοσίθεος, διότι ἔζησε μόνο πέντε περίπου ἔτη καὶ ἔτσι ἐκοιμήθη στὴν ὑπακοή, χωρὶς νὰ κάνη οὔτε ἕνα θέλημά του σὲ κάποιο πρᾶγμα, χωρὶς νὰ πράξη τίποτε μὲ προσπάθεια καὶ προσκόλλησι. ῞Οταν δὲ ἀσθένησε καὶ αἱμόπτυσε, διότι πέθανε ἀπὸ φυματίωση, ἄκουσε ἀπὸ κάποιον, ὅτι τὰ μελᾶτα αὐγὰ ὠφελοῦν τοὺς φυματικούς. Αὐτὸ τὸ ἐγνώριζε βέβαια καὶ ὁ μακάριος Δωρόθεος, ὁ ὁποῖος ἤθελε πολὺ νὰ θεραπευθῆ ὁ Δοσίθεος, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς περισπασμοὺς τῶν διακονιῶν ἐλησμόνησε τοῦτο. Τοῦ λέγει λοιπὸν ὁ Δοσίθεος: «Γέροντα, θέλω νὰ σοῦ εἰπῶ γιὰ ἕνα πρᾶγμα, τὸ ὁποῖο ἄκουσα ὅτι θὰ μὲ ὠφελήση, ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ μοῦ δώσης ἀπὸ αὐτό, ἐπειδὴ — ἐνῶ δὲν τὸ σκέφθηκες ἐσὺ — μὲ ἐνοχλεῖ γι᾿ αὐτὸ ὁ λογισμός μου νὰ προτείνω τὸ θέλημά μου». Καὶ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «῎Ας μοῦ εἰπῆς τί εἶναι, Δοσίθεε, ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα;». Καὶ τοῦ λέγει ὁ Δοσίθεος: «Δῶσε μου τὸν λόγο σου, ὅτι δὲν θὰ μοῦ τὸ δώσης, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, μὲ ἐνοχλεῖ γι᾿ αὐτὸ ὁ λογισμός μου νὰ προτείνω τὸ θέλημά μου». Τοῦ λέγει ὁ ᾿Αββᾶς: «Καλά, θὰ κάνω ὅπως θέλεις». Τότε ἐκεῖνος εἶπε τὸν λογισμό του: «῎Ακουσα ἀπὸ κάποιους ὅτι τὰ μελᾶτα αὐγὰ ὠφελοῦν τοὺς φυματικούς· ἀλλά, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας, ἐὰν εἶναι εὐλογημένο, ἐφ᾿ ὅσον δὲν τὸ σκέφθηκες μόνος σου, ἀλλὰ ἦταν ἰδικός μου λογισμός, νὰ μὴ μοῦ τὸ δώσης». Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Γέρων: «Καλά, ἀφοῦ δὲν θέλεις, δὲν σοῦ δίνω, μὴ στενοχωρῆσαι». ᾿Εφρόντιζε δὲ νὰ τοῦ παρέχη ἄλλα πράγματα ὠφέλιμα ἀντὶ τῶν αὐγῶν, ἐπειδὴ εἶχε εἰπεῖ: «Μὲ ἐνοχλεῖ ὁ λογισμὸς γιὰ τὰ αὐγά». ᾿Ακόμη δηλαδὴ καὶ σὲ μία τόσο σοβαρὰ ἀσθένεια εὑρισκόμενος, ἀγωνιζόταν ἐναντίον τοῦ θελήματός του.
10. Εἶχε δὲ πάντοτε καὶ μνήμη Θεοῦ(11). Διότι ὁ Δωρόθεος τοῦ εἶχε παραδώσει νὰ λέγη τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή: «Κύριε, ᾿Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Καὶ ἐνδιάμεσα: «Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, βοήθησόν μοι». Εἶχε λοιπὸν πάντοτε τὴν εὐχὴ αὐτή. ῞Οταν λοιπὸν ἀσθένησε, τοῦ λέγει: «Δοσίθεε, φρόντισε γιὰ τὴν εὐχή, πρόσεχε νὰ μὴ χάσης αὐτήν». Αὐτὸς δὲ ἀποκρίνεται: «Καλῶς, Γέροντα, νὰ εἶναι εὐλογημένο καὶ νὰ εὔχεσαι γιὰ μένα». ῞Οταν ἐβάρηνε ὀλίγο, τοῦ λέγει πάλι: «Τί γίνεται, Δοσίθεε, πῶς πηγαίνει ἡ εὐχή; Τὴν κρατᾶς ἀκόμη;». Καὶ ἀπαντᾶ: «Ναί, Γέροντα, διὰ τῶν εὐχῶν σου». ῞Οταν ὅμως ἐβάρηνε περισσότερο, διότι ἔφθασε σὲ τέτοια κατάστασι, ὥστε νὰ τὸν βαστάζουν μὲ τὸ σεντόνι, τοῦ λέγει: «Πῶς ἔχει ἡ εὐχή, Δοσίθεε;». Τότε ἀπαντᾶ: «Συγχώρησέ με, Γέροντα, δὲν μπορῶ πλέον νὰ τὴν κρατήσω». Καὶ ὁ ᾿Αββᾶς τοῦ λέγει: «῎Αφησε λοιπὸν τὴν εὐχή. Νὰ διατηρῆς μόνο τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ αἰσθάνεσαι Αὐτὸν σὰν νὰ εἶναι ἐνώπιόν σου». ᾿Επειδὴ ὅμως ὁ Δοσίθεος ὑπέφερε πολύ, παρεκάλεσε, διὰ μέσου τοῦ ᾿Αββᾶ του, τὸν Μεγάλο Γέροντα Βαρσανούφιο: «᾿Απόλυσέ με, διότι δὲν ἔχω πλέον δυνάμεις». Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Γέρων: «Κάνε ὑπομονή, τέκνον, διότι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι πλησίον». ῾Ο δὲ μακάριος Δωρόθεος τὸν ἔβλεπε νὰ ὑποφέρη καὶ τὸν ἐφρόντιζε, ὥστε νὰ μὴ ζημιωθῆ ἡ ψυχή του. ῎Επειτα ἀπὸ ὀλίγες ἡμέρες παρακαλεῖ πάλι τὸν Μεγάλο Γέροντα: «Δέσποτά μου, δὲν ἀντέχω πλέον». Τότε τοῦ στέλνει μήνυμα ὁ Μέγας Γέρων: «῞Υπαγε ἐν εἰρήνῃ… Εἶθε νὰ παρασταθῆς ἐνώπιον τῆς ῾Αγίας Τριάδος… Καὶ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν».
11. Οἱ ᾿Αδελφοὶ τοῦ Κοινοβίου, ὅταν ἄκουσαν τὴν ἀπόκρισι τοῦ Γέροντος, ἄρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν καὶ νὰ λέγουν: «Τί καλὸ ἔκανε, τέλος πάντων, ποιά ἦταν ἡ πνευματική του ἐργασία, ὥστε νὰ ἀκούση τοὺς λόγους αὐτούς ;». Διότι, πράγματι, δὲν ἔβλεπαν αὐτὸν νὰ νηστεύη ἀνὰ δύο ἡμέρας(12), ὅπως ἔκαναν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ᾿Αδελφοὺς ἐκείνου τοῦ Μοναστηριοῦ, ἤ νὰ ἀγρυπνῆ κατ᾿ ἰδίαν πρὶν ἀπὸ τὴν ᾿Αγρυπνία(13). Μάλιστα, οὔτε στὴν ᾿Αγρυπνία ἐπήγαινε ἀπὸ τὴν ἀρχή, παρὰ μόνο μὲ ἀρκετὴ καθυστέρησι(14). Οὔτε τὸν ἔβλεπαν νὰ ἐπιδίδεται σὲ καμμία ἰδιαίτερη ἄσκησι, ἀλλὰ τὸν ἔβλεπαν νὰ τρώγη, ἂν τύχαινε, ὀλίγο ζωμὸ ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους καί, ἄν ἐπερίσσευε, κανένα κεφαλάκι ἀπὸ ψάρι ἤ κάτι ἄλλο παρόμοιο. ῏Ησαν δὲ ἐκεῖ, ὅπως εἶπα, μερικοὶ ᾿Αδελφοί, οἱ ὁποῖοι γιὰ πολὺ καιρὸ ἐνήστευαν ἀνὰ δύο ἡμέρας, ἔκαναν διπλὲς ἀγρυπνίες καὶ ἀσκήσεις. ῞Οταν λοιπὸν ἄκουσαν τέτοια ἀπόκρισι νὰ στέλλεται ἀπὸ τὸν Μέγα Γέροντα σὲ ἕναν νεαρὸ Μοναχό, ὁ ὁποῖος εἶχε μόνο πέντε ἔτη στὸ Μοναστήρι, ἐταράχθηκαν, διότι ἀγνοοῦσαν τὴν πνευματική του ἐργασία, τὴν ὑπακοή του σὲ ὅλα μέχρι τοῦ σημείου νὰ μὴ κάνη ποτὲ ἔστω καὶ ἕνα θέλημά του. ᾿Επίσης, αὐτοὶ ἀγνοοῦσαν τὴν ἀδιάκριτη καὶ μὲ ἁπλότητα ὑπακοή του, ἡ ὁποία ἦταν τέτοια, ὥστε ἂν ἐτύχαινε καμμία φορὰ ὁ μακάριος Δωρόθεος νὰ τὸν διατάξη ἀστειευόμενος νὰ κάνη κάτι, ἐπήγαινε τρέχοντας καὶ τὸ ἐκτελοῦσε ἀδιακρίτως, χωρὶς νὰ σκεφθῆ τίποτε. ῍Ας φέρω ἕνα παράδειγμα. ῾Ο Δοσίθεος, παρὰ τὸν κανονισμὸ τοῦ Κοινοβίου, ἀπὸ συνήθεια ὡμιλοῦσε τραχύτερα, δυνατά. ῾Ο μακάριος λοιπὸν Δωρόθεος τοῦ λέγει κάποια ἡμέρα ἀστειευόμενος: «Χρειάζεσαι βουκάκρατο, Δοσίθεε. Πήγαινε λοιπὸν καὶ πάρε βουκάκρατο(15)… Βάλε κάτι στὸ στόμα σου, γιὰ νὰ τὸ συγκρατῆς καὶ νὰ μιλᾶς ἢμερα». ᾿Εκεῖνος, μόλις ἄκουσε τὴν ἐντολή, χωρὶς νὰ καταλάβη τὸ ἀστεῖο τοῦ Γέροντός του, φεύγει καὶ ἐπιστρέφει μὲ μία φιάλη κρασὶ καὶ ἄρτο καὶ τοῦ προτείνει αὐτά, ὡσὰν γιὰ νὰ λάβη εὐλογία. ῾Ο δὲ ᾿Αββᾶς, μὴ ἐννοώντας τί θέλει, τὸν παρατηροῦσε παραξενεμένος καὶ τοῦ λέγει: «Τί θέλεις;». ᾿Εκεῖνος τοῦ ἀποκρίνεται: «Μὲ πρόσταξες νὰ λάβω βουκάκρατο… Εὐλόγησέ το». Τότε τοῦ λέγει: «᾿Ανόητε, ἐπειδὴ φωνάζεις ὅπως οἱ Γότθοι, γι᾿ αὐτὸ σοῦ εἶπα νὰ πάρης βουκάκρατο, διότι καὶ σὺ φωνάζεις σὰν Γότθος… Καὶ αὐτοί, ὅταν θυμώνουν, ἔτσι φωνάζουν». Μόλις λοιπὸν ὁ Δοσίθεος ἄκουσε αὐτά, ἔβαλε μετάνοια, ζητώντας συγχώρησι, καὶ τὰ πῆγε πίσω στὴν θέσι τους.
12. ῎Αλλοτε πάλι, ὁ Δοσίθεος ἔρχεται καὶ ἐρωτᾶ τὸν ᾿Αββᾶ γιὰ τὸ νόημα ἑνὸς χωρίου τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, διότι ἀπὸ τὴν καθαρότητά του ἄρχισε νὰ κατανοῆ μερικὰ χωρεῖα τῆς Γραφῆς. ῾Ο Γέροντάς του ὅμως δὲν ἤθελε νὰ ἀσχολῆται αὐτὸς ἀπὸ τόσο ἐνωρὶς μὲ τέτοια θέματα, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ φυλαχθῆ διὰ μέσου τῆς ταπεινώσεως. ῞Οταν λοιπὸν τὸν ἐρώτησε, τοῦ ἀπαντᾶ: «Δὲν γνωρίζω». ᾿Εκεῖνος, ἐπειδὴ δὲν ἀντελήφθη τὸ πνεῦμα τῆς ἀπαντήσεως, ἔρχεται πάλι νὰ τὸν ἐρωτήση γιὰ ἄλλο κεφάλαιο. Τότε ὁ ᾿Αββᾶς τοῦ λέγει: «Δὲν γνωρίζω, ἀλλὰ πήγαινε καὶ ἐρώτησε τὸν ῾Ηγούμενο». Καὶ αὐτὸς ἔκανε ὑπακοὴ μὲ ἁπλότητα καὶ πῆγε χωρὶς νὰ ὑποπτευθῆ τίποτε. ῾Ο ᾿Αββᾶς Δωρόθεος ὅμως εἶχε προηγουμένως εἰπεῖ στὸν ῾Ηγούμενο κατ᾿ ἰδίαν: «᾿Εὰν ἔλθη ὁ Δοσίθεος νὰ σὲ ἐρωτήση τίποτε σχετικὸ μὲ τὴν ῾Αγία Γραφή, νὰ τὸν ἀποπάρης λιγάκι». Μόλις λοιπὸν ὁ Δοσίθεος ἐπῆγε καὶ τὸν ἐρώτησε, ἄρχισε ὁ ῾Ηγούμενος νὰ τὸν ἀποπαίρνη, λέγοντάς του: «Δὲν κάθεσε στὴν ἡσυχία σου, μιᾶς καὶ δὲν ξέρεις τίποτε; ᾿Αποτολμᾶς ἐσὺ νὰ ἐρωτᾶς τέτοια πράγματα καὶ δὲν φροντίζης νὰ μετανοήσης γιὰ τὴν ἀκαθαρσία σου; Δὲν κοιτᾶς τὰ χάλια σου;». Καὶ ἀφοῦ τοῦ εἶπε ἀκόμη μερικὰ ἄλλα τέτοια, τὸν ἀπόδιωξε, δίδοντάς του καὶ δύο χαστούκια. Τότε ὁ Δοσίθεος ἐπέστρεψε στὸν ᾿Αββᾶ Δωρόθεο, καὶ δείχνοντάς του τὰ μάγουλά του, τὰ ὁποῖα ἦσαν κόκκινα ἀπὸ τὰ χαστούκια, λέγει: «Τὶς ἅρπαξα καὶ μάλιστα γερές». Καὶ δὲν τοῦ εἶπε: «Γιατί δὲν μὲ διώρθωσες ἐσύ, ἀλλὰ μὲ ἔστειλες στὸν ῾Ηγούμενο;». Τίποτε τέτοιο δὲν εἶπε, ἀλλὰ ἐδἐχετο ἀπὸ αὐτὸν τὰ πάντα μὲ πίστι καὶ τὰ ἐκτελοῦσε ἀδιακρίτως, δηλαδὴ χωρὶς νὰ σκεφθῆ τίποτε. ῞Οταν δέ ἐρωτοῦσε ἐξομολογητικῶς τὸν ᾿Αββᾶ γιὰ κάποιο λογισμό του, μὲ τέτοια ἐμπιστοσύνη καὶ πληροφορία ἐδέχετο ὅσα ἄκουγε καὶ τὰ ἐφύλαττε μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε δὲν ἐχρειάζετο νὰ ἐρωτήση ποτὲ πλέον γιὰ δεύτερη φορὰ περὶ τοῦ ἰδίου λογισμοῦ.
13. ᾿Αγνοώντας λοιπὸν μερικοὶ ᾿Αδελφοὶ τὴν θαυμαστὴ αὐτὴ ἐργασία τοῦ Δοσιθέου, ὅπως εἶπα, ἐγόγγυζαν γιὰ τὴν ἀπόλυσι, τὴν ὁποία τοῦ ἔκανε ὁ Μέγας Γέρων Βαρσονούφιος. ῞Οταν ὅμως ἠθέλησε ὁ Θεὸς νὰ φανερώση τὴν δόξα, ἡ ὁποία ἑτοιμάσθηκε στὸν Δοσίθεο γιὰ τὴν ἁγία ἐκείνη ὑπακοή του, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ χάρισμα, τὸ ὁποῖο εἶχε ὁ μακάριος Δωρόθεος νὰ σώζη ψυχές, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μαθητής, αὐτὸς ποὺ τόσο σωστὰ καὶ σύντομα ὡδήγησε τὸν Δοσίθεο πρὸς τὸν Θεό, τότε οἰκονόμησε νὰ συμβῆ τὰ ἑξῆς. ῎Οχι πολὺ χρόνο ἔπειτα ἀπὸ τὴν μακαρία τελευτὴ τοῦ Δοσιθέου, ἐπεθύμησε κάποιος ἀπὸ τοὺς ῾Αγίους, Μέγας Γέρων, περαστικὸς ἀπὸ ἐκεῖ, νὰ ἰδῆ τοὺς ῾Αγίους τοὺς προκοιμηθέντας στὸ Κοινόβιο ἐκεῖνο, καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώση ἀποκάλυψι σχετικὰ μὲ αὐτό. Τότε, εἶδε σὲ ὄραμα ὅλους τοὺς Πατέρας τοῦ Κοινοβίου νὰ στέκωνται μαζὶ σὰν σὲ χορό, ἐν μέσῳ δὲ αὐτῶν ἦταν κάποιος νεώτερος. Καὶ ἀναρωτήθηκε: «῏Αρά γε, ποιός νὰ εἶναι ὁ νεώτερος ποὺ εἶδα μαζὶ μὲ τοὺς Πατέρας;». Καὶ μόλις περιέγραψε τὰ χαρακτηριστικά του, ἀντελήφθησαν ὅλοι οἱ ᾿Αδελφοί, ὅτι ἦταν ὁ Δοσίθεος. Καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεό, θαυμάζοντας ἀπὸ ποιὸ τρόπο βίου καὶ ἀπὸ ποιὰ ἀρχικὴ διαγωγὴ καταξιώθηκε νὰ φθάση σὲ τόσο ὑψηλὰ μέτρα τελειότητος, καὶ μάλιστα σὲ τόσο σύντομο χρόνο, μὲ τὸ νὰ κρατήση τὴν ὑπακοὴ καὶ νὰ κόψη τὸ θέλημά του.
(*) Πηγές:
α) Dorothée de Gaza, Oeuvres Spirituelles, Sources Chrétiennes-No 92, Paris
1963.
β) ᾿Αββᾶ Δωροθέου, Πραγματεῖαι καὶ ᾿Επιστολαί, Ε.Π.Ε. τ. 12, Θεσσα-
λονίκη 1981.
γ) ᾿Αββᾶ Δωροθέου, ῎Εργα ᾿Ασκητικά, ἔκδοσις ϛ, «῾Ετοιμασία», ῾Ιερὰ
Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2000. Οἱ ὑποσημειώσεις 2 καὶ 5-13
εἶναι τῆς παρούσης ἐκδόσεως.
1. Τὴν 13η Αὐγούστου, μαζὶ μὲ τὸν ῞Οσιο Δοσίθεο, τιμᾶται καὶ ἡ μνήμη
τοῦ Γέροντός του ᾿Αββᾶ Δωροθέου, ὡς καὶ τοῦ ῾Ηγουμένου ᾿Αββᾶ Σερίδου.
῾Ιερὰ ᾿Ακολουθία πρὸς τιμὴν τοῦ ῾Οσίου Δοσιθέου συνέταξε ὁ
ἀείμνηστος Γεράσιμος Μοναχὸς Μικραγιαννανίτης χάριν τοῦ ἐν Μοναχοῖς
Μουσικολογιωτάτου Δοσιθέου Κατουνακιώτου τοῦ Τυφλοῦ (†) καὶ ἐξεδόθη
εἰς τὰς ᾿Αθήνας ἐν ἔτει 1973.
2. Τὸ «διορατικὸν χάρισμα» εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ ῾Αγίου Πνεύμα-
τος ποὺ καθιστᾶ τὴ φιλόθεο ψυχὴ «ἐποπτική». Γιατὶ «ἴδιόν ἐστι τῆς
θεότητος ἡ ἐποπτικὴ τῶν ὄντων δύναμίς τε καὶ ἐνέργεια. Οὐκοῦν ὁ ἐν
ἑαυτῷ ἔχων ὅπερ ἐπόθησε, καὶ αὐτὸς ἐποπτικὸς γίνεται καὶ τὴν τῶν
ὄντων διασκοπεῖται φύσιν» (Γρηγ. Νύσ. W. Jaeger G.N.O. V40).
῾Η διόρασις γεννιέται ἀπὸ τὴ διάκριση καὶ εἶναι καρπὸς τῆς ταπει-
νώσεως καὶ τῆς καθαρότητας, χαρακτηριστικά της δὲ εἶναι «τὸ γινώ-
σκειν τά τε ἴδια πταίσματα, πρὶν εἰς ἔργον φθάσωσι καὶ τὰ κατὰ
κλοπὴν γινόμενα ὑπὸ τῶν δαιμόνων· ἔπειτα καὶ ἐν τοῖς αἰσθητοῖς
κτίσμασιν» (Πέτρ. Δαμ. Αʹ Φιλοκ. 72).
῾Ο πρωτόπλαστος πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση ἦτο «ἐκ φύσεως» διορατι-
κός, ἀλλὰ ἡ ἐποπτικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς του, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν
καθαρότητά του καλύφθηκε, σὰν ἀπὸ πυκνὸ σκοτάδι, ἀπὸ τὴν ἐπικρά-
τηση τῶν παθῶν. Μὲ τὴ ζωὴ ὅμως τῆς «ἐν Χριστῷ» νηπιότητας
«ἔρχεται ἡ χάρις καὶ ἀνοίγει τὸν ὀφθαλμὸν τῆς ψυχῆς, ὅν ἐτύφλωσεν ὁ
διάβολος, καὶ εὐθέως ἄρχεται ὁ ἄνθρωπος βλέπειν τὰ πράγματα κατὰ
φύσιν» (Πέτρ. Δαμ. Βʹ Φιλ., 139). ῎Ετσι, ὅποιος ἔχει τὴν πνευματικὴ
αὐτὴ ὅραση ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίζει -ἂν ὄχι «κατ᾿ οὐσίαν»,
ἀλλὰ «κατ᾿ ἰδέαν»- τὴν ψυχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ κατάσταση κάθε
ἀνθρώπου καὶ νὰ διαπιστώνει, καὶ ἀπὸ μόνη τὴν ὄψη του, ἂν καὶ κατὰ
πόσο καταξιώθηκε νὰ κοινωνήσει μὲ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα (Σ. Ν. Θεολ.
S.C. 113, 156).
῾Η διόραση δὲν σχετίζεται μὲ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις, οὔτε εἶναι
ἀποτέλεσμα κάποιας ψυχοσωματικῆς ἀλλοιώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐπάνοδος στὸ «ἀρχαῖον κάλλος» καὶ «εἴσοδος» στὴν ἴδια τὴ «φύση καὶ τὴν πνευματικὴ τάξη» (᾿Ισ. Σῦρος, ᾿Ασκητικά, σ. 256).
᾿Απὸ τὴν ζωὴ τῶν ὁσίων Πατέρων ἔχουμε πλῆθος ἀπὸ παραδείγματα ποὺ φαίνεται τὸ διορατικό τους χάρισμα, ὅπως τοῦ Μ. ᾿Αντωνίου ὅταν εἶδε τὴν ψυχὴ τοῦ ἀββᾶ ᾿Αμμοῦν νὰ ὑψώνεται στὸν οὐρανὸ ἢ «ὅλα τὰ ἐν Αἰγύπτῳ γινόμενα» (Μ. ᾿Αθαν. ΒΕΠΕΣ 33, 51). ῾Ο ἴδιος ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὅτι «ὁ νοῦς πάντα ὁρᾶ καὶ τὰ ἐν οὐρανοῖς· καὶ οὐδὲν αὐτὸ ἐπισκοτεῖ, εἰ μὴ μόνον ἡ ἁμαρτία· τῷ δὲ καθαρῷ οὐδὲν ἀκατάλη- πτον» (Μ. ᾿Αντων. Αʹ Φιλ. 19) καὶ ὅτι «καθαρεύουσα ψυχὴ πανταχό- θεν, καὶ κατὰ φύσιν ἑστῶτα, δύναται, διορατικὴ γενομένη, πλείονα καὶ μακροτέρα βλέπειν τῶν δαιμόνων» (Μ. ᾿Αντων. ΒΕΠΕΣ 33, 29). 3. ῾Η μνήμη τῶν Μεγάλων Γερόντων Βαρσανουφίου καὶ ᾿Ιωάννου τιμᾶται κατὰ τὴν 6ην Φεβρουαρίου.
4. «Δούξ»: ἐλέγετο ὁ διοικητὴς μεγάλης περιφερείας τοῦ βυζαντινοῦ Κράτους, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ στρατιωτικὰ καὶ πολιτικὰ καθήκοντα.
5. Πνευματικὰ «μέτρα»: Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸ οἱ Πατέρες ἐννοοῦν τὸ βαθμὸ παγιωμένης προόδου κάθε ἀνθρώπου στὴν ὁδὸ τῆς ἀποκαταστάσεως τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καὶ τῆς ὁλοκληρώσεως τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», σὲ κάθε δεδομένη χρονικὴ στιγμή.
Στὴν ἀσκητικὴ παράδοση ὑπάρχουν δυὸ φαινομενικὰ ἀντίθετες συμ- βουλὲς τῶν Πατέρων: α) τὸ «μὴ μετρεῖν ἑαυτὸν» (᾿Αποφθ. Πατ. P.G. 65, 332Β) καὶ β) τὸ «μετρᾶτε» («῾Εαυτὸν μετρῶ ἵνα μὴ ἐν καυχήσει ἀπόλλυμαι» – ᾿Ιγν. ᾿Αντιοχ. P.G. 11, 1073Β). Εἶναι ὅμως εὐνόητο πὼς τὸ «μὴ μετρεῖν» ἀναφέρεται στὸ ὅτι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ μετράει (ἀξιολογεῖ) τὸν ἑαυτόν του, μὲ μέτρο τὸν ἑαυτόν του (Βʹ Κορ. 10, 12) ἢ μὲ βάση τὸν πλησίον· ἐνῶ τὸ «μετρᾶτε» ἀναφέρεται στὴ σύγκριση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ «μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (᾿Εφεσ. 4, 13). ῾Επομένως καὶ οἱ δύο συμβουλὲς ξεκινᾶνε ἀπὸ διαφορε- τικὲς ἀφετηρίες ἀλλὰ ἀποσκοποῦν στὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου ὅρισαν ἐμπειρικὰ σὰν μέτρο τελειώσεως «τὸ δοξάζειν τὸν πλησίον ὑπὲρ ἑαυ- τόν» (᾿Αβ. Ματτώης), πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι «καθόρισαν σὰν ἐφαρ- μοσμένο μέτρο γιὰ τὴν τελείωση, τὴ χριστομίμητη ταπείνωση.
6. «Τέσσαρας λίτρας»: Πρόκειται προφανῶς γιὰ Ρωμαϊκὲς λίτρες ποὺ χωρίζονταν σὲ 12 οὐγγιές, δηλ. 327 γραμ. Τὸ κάθε καρβέλι τῶν τεσσάρων λίτρων ζύγιζε 1.308 γραμ. ῾Ο Δοσίθεος, λοιπόν, ὅταν ξεκίνησε, ἔτρωγε περίπου δυὸ κιλά.
7. ᾿Οκτὼ οὐγγιὲς ἀντιστοιχοῦν σὲ 218 γραμ.
8. «Βάλωμεν ἀρχήν»: Βάζω ἀρχὴ μετανοίας. Νηπτικὸς ὅρος ποὺ σημαίνει τὴν ἀνανέωση τῆς ἀποφάσεως κάθε πνευματικοῦ ἀγωνιστῆ γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, μὲ περισσότερη νήψη καὶ συναί- σθηση τῆς ἁμαρτωλότητας, ποὺ συνειδητοποιεῖται ἐντονότερα μετὰ ἀπὸ κάθε πτώση σὲ ἁμαρτία ἢ μετὰ ἀπὸ τὴν συνειδητοποίηση τῆς χαλαρώσεως τοῦ ζῆλου καὶ τῆς ἀγωνιστικότητας. «Δύναται ἄνθρωπος καθ᾿ ἡμέραν βαλεῖν ἀρχήν; Εἶπε ὁ γέρων: ἐὰν ἐστιν ἐργάτης, δύναται καὶ καθ᾿ ὥραν βάλλειν ἀρχήν». (᾿Αβ. Σιλουαν. P.G. 65, ιαʹ). Χαρακτη- ριστικὴ εἶναι καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ ἀββᾶ ᾿Αρσενίου: «῾Ο Θεὸς ὁ Θεός μου μὴ ἐγκαταλείπῃς με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἐνώπιόν Σου ἀγαθόν· ἀλλὰ δός μοι κατὰ τὴν Σὴν ἐπιείκειαν βαλεῖν ἀρχήν».
9. «᾿Αποκρισιάριος»: ὁ ἐκπρόσωπος, ἀνταποκριτής, τροφοδότης. Κάθε Μο- ναστήρι καὶ περισσότερο κάθε Κοινόβιο, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζει ὅσες ἀπὸ τὶς ἀνάγκες του ἀπαιτοῦν σχέσεις καὶ συναλλαγὲς μὲ τὸν κόσμο, διορίζει σὰν ἀποκρισιάριους ἄνδρες λαϊκοὺς ἢ καμιὰ φορὰ καὶ γέρον- τες καὶ φρόνιμους μοναχούς. Αὐτοὶ ἐνεργοῦν γιὰ λογαριασμὸ τῆς Μο- νῆς καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀποφεύγεται ἢ τελείως ἢ «κατὰ τὸ μέγι- στον δυνατὸν» ἡ ἀποστολὴ καὶ παραμονὴ μοναχῶν (καὶ μάλιστα νέων) στὸν κόσμο.
10. ῎Ελεγε δὲ ὁ ᾿Αββᾶς Ζωσιμᾶς τῆς Γάζης, διδάσκαλος τοῦ ᾿Αββᾶ Δωροθέου: «᾿Εὰν ζήσῃ τις ἔτη τοῦ Μαθουσάλα, καὶ μὴ ὁδεύσῃ ταύτην τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν ἢν ὥδευσαν πάντες οἱ ἅγιοι, λέγω δὴ τὴν τοῦ ἀτιμάζε- σθαι καὶ φέρειν γενναίως, οὐ μὴ προβῇ, οὐ μικρόν, οὐ μέγα· οὐδὲ εὑρήσει τὸν ἐν ταῖς ἐντολαῖς κρυπτόμενον θησαυρόν· ἀλλὰ μόνον τὰ ἔτη αὐτοῦ ἀναλίσκει διακενῆς. ῎Εστι γὰρ ὅτι καταφρονεῖ τις πολλῶν κεντηναρίων καὶ ἔρχεται εἰς ραφίδιον· καὶ ἡ προσπάθεια αὐτοῦ ποιεῖ αὐτὸν ταράττεσθαι, καὶ ποιεῖ τὸ ραφίδιον ἐκεῖνο τόπου κεντηναρίου, καὶ γίνεταί τις τοῦ ραφιδίου δοῦλος, ἢ τοῦ κουκουλίου, ἢ τοῦ μανδηλί- ου, ἢ τοῦ βιβλίου· καὶ οὐκ ἔστι δοῦλος τοῦ Θεοῦ· καὶ καλῶς εἰπέ τις τῶν σοφῶν ὅτι ὅσα πάθη ψυχῆς, τοσοῦτοι καὶ δεσπόται. Καὶ ὁ Κύριος: ῾῾῞Οπου ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ ἔσται ἡ καρδία σου᾿᾿. Καὶ πάλιν ὁ ᾿Απόστολος: ῾῾ᾧ τις ἢττηται, τούτῳ καὶ δεδούλωται᾿᾿» (᾿Αβ. Ζωσιμᾶς P.G. 78, 1689Β).
11. «Μνήμη Θεοῦ». ῾Η μνήμη τοῦ Θεοῦ εἶναι εὐχαριστιακὴ ἀναφορὰ τῆς ὅλης ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ Θεό, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν πίστη, ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς θείας παρουσίας καὶ καλλιερ- γεῖ τὴν ἔννοια τῆς ἐσχατολογικῆς διαστάσεως τοῦ ἀνθρώπου «ἐν Χρι- στῷ».
Οἱ Πατέρες ἐπισήμαναν τὴ σπουδαιότητά της, τὴν χαρακτήρισαν σὰν «Θεοῦ ἐνοίκησιν» (Μ. Βασ. P.G. 32, 229) καὶ τὴ σύστησαν σὰν ἀσκητικὴ μέθοδο γιὰ τὴν «τήρησιν τοῦ νοὸς» καὶ τὴν κατάκτηση τῆς ζωῆς: «ὄντως μνήμην ἔχειν Θεοῦ, ζωῆς ἐστι μνήμην ἔχειν» (Θεοτιμ. Σκυθ. P.G. 96, 520). ῎Ετσι μᾶς παρέδωσαν τὴν ἀσκητικὴ τέχνη τῆς νοερᾶς προσευχῆς, μὲ τὴν «εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ» (Κύριε, ᾿Ιησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με) — ποὺ ἐκφράζει μὲ συντομία τὴ δογματικὴ συνείδηση τῆς ἐκκλησίας γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ «ἐν τῇ Τριαδικῇ θεότητι», καὶ τὴ λαχτάρα τῆς ψυχῆς ποὺ μετανοεῖ γιὰ τὴν ἀπόλαυση τοῦ θείου ἐλέους — σὰν τὸ πλέον εὔχρηστο ὅπλο στὸν πνευ- ματικὸ ἀγώνα, γιὰ κάθε τόπο καὶ περίσταση.
Μὲ τὴν «εὐχὴ» διευρύνονται οἱ πνευματικὲς διαστάσεις τῆς ψυχῆς, ἀναγεννιέται ὁ «ἔσω ἄνθρωπος» «κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτὸν» (Βʹ Κορ. 3, 10) καὶ ἡ «ὁσία ἔννοια τοῦ Θεοῦ, ὡς σφραγὶς ἀνεξίτηλος» (Μ. Βασ. P.G. 31, 921), «οὐρανὸν τὴν τοῦ ἀνθρώπου διάνοιαν ἀπεργά- ζεται» (Νεῖλ. P.G. 79, 169).
῾Ο ἄνθρωπος καίτοι «ἐκ φύσεως ἐφίεται» πρὸς τὸ ᾿Αρχέτυπό του εὐχαριστιακά, παρὰ ταῦτα, ὅσο ἀκόμα βρίσκεται στὴν ὁδὸ «πρὸς κάθαρσιν» τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη, συναντάει πολλὲς δυσκολίες στὴν «ὑπαρξιακὴ ἐμμονή του ἐν τῷ Θεῷ». Γι᾿ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ βιώνει τὴν προσπάθεια αὐτὴ σὰν «στένωση» τῆς διάνοιας (Διαδ. Φωτ. Αʹ Φιλ. 249), ποὺ γρήγορα ὅμως ὁδηγεῖ στὸν «πλατυσμὸ» καὶ τὴν ἀνάπαυση. «Εἴωθε γὰρ ὁ νοῦς ἐν οἷς χρονίζει πράγμασι, ἐν αὐτοῖς καὶ πλατύνε- σθαι» (Μάξ. ῾Ομ. P.G. 90, 1037).
῾Η ἀσκητικὴ ἐμπειρία τῶν ὁσίων Πατέρων ἐφιστᾶ ἰδιαίτερα τὴν προσοχή, ὅσων ἀγωνίζονται πνευματικά, στὸ ρόλο τοῦ διαβόλου γιὰ τὴ «διάσπαση» καὶ τὴ «λήθη» τῆς ψυχῆς. Χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ ῞Αγ. ᾿Ισαὰκ ὁ Σῦρος ὅτι ὁ διάβολος ἀνθίσταται καὶ μισεῖ τόσο πολὺ τὴν εἴσοδο τῆς ψυχῆς στὴν «ἐν Χριστῷ» θεία παρουσία, ὥστε ἂν ἦταν δυνατόν, θὰ χάριζε στὸν ἄνθρωπο τὴ βασιλεία ὅλου τοῦ κόσμου προ- κειμένου νὰ τὸν ἀποκλείσει στὴν αἰσθησιακὴ ἀντιμετώπιση τοῦ ἑαυ- τοῦ του καὶ τοῦ κόσμου. Κι αὐτὸ γιατὶ γνωρίζει καλὰ ὅτι ἡ γλυκύτη- τα, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ παράκληση ποὺ χαρίζεται ἀπὸ τὴ «μνήμη τοῦ Θεοῦ» εἶναι τόσο δυνατὴ ἐμπειρία, ὥστε «εἰ ἀφῆκεν τὴν ἀληθῆ ταύτην θεωρίαν τοῖς ἀνθρώποις ὀλίγον καιρόν, εἶχε ἂν ὁ κόσμος οὗτος διαμεῖ- ναι ἀδιάδοχος» (᾿Ισ. Σῦρος, ᾿Ασκητικά).
12. «Νηστεύω δύο δύο». ῾Ο ὅρος αὐτὸς δὲν σημαίνει νηστεύω δυὸ μέρες στὶς τρεῖς, ἀλλὰ νηστεύω μέρα παρὰ μέρα, ἢ τρώω κάθε δυὸ μέρες ἢ νηστεύω δυὸ μέρες καὶ δυὸ τρώω. «῎Ελεγον περὶ τοῦ ἀββᾶ Σισώη τοῦ Θηβαίου ὅτι ἔμεινε εἰς τὸν Καλαμῶνα τοῦ ᾿Αρσενοΐτου· καὶ ἄλλος γέ- ρων ἠσθένει εἰς τὴν ἄλλην λαύραν. Καὶ ὡς ἤκουσεν, ἐθλίβη. ᾿Επειδὴ δὲ δυὸ-δυὸ ἐνήστευε, καὶ ἧν ἡ ἡμέρα ᾗ οὐκ ἤσθιε καὶ ὅτε ἤκουσε, λέγει τῷ λογισμῷ· Τί ποιήσω; ᾿Εὰν ἀπέλθω, μήπως ἀναγκάσωσί με οἱ ἀδελ- φοὶ φαγεῖν· καὶ ἐὰν παραμείνω εἰς τὴν αὔριον μήποτε τελευτήσῃ; Πλὴν τοῦτο ποιῶ, ὑπάγω καὶ οὐκ ἐσθίω. Καὶ οὕτως ἀπῆλθε νῆστις, πληρώσας τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ· καὶ τὴν διὰ τὸν Θεὸν πολιτείαν αὐτοῦ οὐκ ἔλυσεν». (᾿Αβ. Σισώης P.G. 65, 401Δ).
Σὲ πολλοὺς ὅμως Πατέρες ἐπικράτησε ἡ γνώμη ὅτι ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς νηστείας εἶναι ἀκραῖος καὶ σύστησαν τὴ μέση ὁδὸ τῆς καθημερι- νῆς τροφῆς μὲ ἐγκράτεια. «᾿Ηρώτησεν ὁ ἀββᾶς ᾿Ιωσὴφ τὸν ἀββᾶ Ποι- μένα, πῶς χρὴ νηστεύειν»· λέγει αὐτῷ ὁ ἀββᾶς Ποιμήν· ἐγὼ θέλω τὸν ἐσθίοντα καθ᾿ ἡμέραν, παρὰ μικρὸν ἐσθίειν, ἵνα μὴ χορτάζηται· λέγει αὐτῷ ὁ ἀββᾶς ᾿Ιωσήφ· ὅτε ἧς νεώτερος, οὐκ ἐνήστευσας δύο-δύο ἀββᾶ; καὶ εἶπεν ὁ γέρων· φύσει καὶ τρεῖς καὶ τέσσαρας καὶ ἑβδομάδα καὶ ταῦτα πάντα ἐδοκίμασαν οἱ Πατέρες, ὡς δυνατοὶ καὶ εὗρον ὅτι καλὸν ἐστι τὸ καθ᾿ ἡμέραν ἐσθίειν, παρὰ μικρὸν δέ· καὶ παρέδωκαν ἡμῖν τὴν βασιλικὴν ὁδόν, ὅτι ἐλαφρὰ ἐστιν» (᾿Αβ. Ποιμήν. P.G. 65 λαʹ).
13. «᾿Αγρυπνοῦντα πρὸ τῆς ἀγρυπνίας»: ᾿Αγρυπνία πρὸ τῆς καθορισμένης ἀγρυπνίας. ᾿Εννοεῖ μᾶλλον τὴν «κατ᾿ ἰδίαν» προσευχὴ τῶν μοναχῶν ἢ τὸ λεγόμενο κανόνα, δηλ. ἕναν ὁρισμένο ἀριθμὸ κομποσκοινίων καὶ μετανοιῶν μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ποὺ ὑποχρεώνεται νὰ κάνει καθη- μερινὰ ὁ μοναχὸς καὶ ποὺ γίνεται πρὶν ἀπὸ τὴν πρωϊνὴ ἀκολουθία. Μὲ τὸν ὅρο ὅμως αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐννοεῖ καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη πνευματικὴ ἄσκηση προσευχῆς, μελέτης ἢ καὶ ἐργοχείρου ἀκόμη, ποὺ γίνεται χάριν τῆς μειώσεως τῶν ὡρῶν τοῦ ὕπνου καὶ τῆς ἀναπαύσεως. Οἱ ζηλωτὲς μοναχοὶ χαρακτηρίζονται ἀπὸ ὅσα μυστικὰ ἐργάζονται στὸ κελλί τους. ᾿Εκεῖ βρίσκεται τὸ μέλι τῆς ἡσυχίας.
14. «Μετὰ δύο ἀκολουθίας»: Δὲν φαίνεται νὰ πρόκειται γιὰ αὐτοτελεῖς ᾿Ακολουθίες ἐδῶ, ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ τμήματα ᾿Ακολουθιῶν. 15.«Βουκάκρατο»: Τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ στηρίζεται σὲ ἕνα λογοπαίγνιο μὲ βάσι τὴν λέξι βουκάκρατο, τῆς ὁποίας τὸ μὲν πρῶτο συνθετικὸ εἶναι ἀπὸ τὴν λατινικὴ λέξι bucca: χαψιά, στόμα, τὸ δὲ δεύτερο συνθετικὸ εἶναι διπλῆς προελεύσεως: ἄκρατος (οἶνος ἄκρατος) ἢ κράτος (κυριαρχία, συγκράτησις).
῾Η λέξις βουκάκρατο ἔχει δύο μορφές: μὲ τὴν μορφὴ βουκα-άκρατος σημαίνει ψωμόκρασο, κομμάτι ἄρτου βουτηγμένου στὸ κρασί· μὲ τὴν μορφὴ βουκά-κρατος σημαίνει γλωσσοδέτην, συκράτημα τοῦ στόματος, ὥστε ἡ φωνὴ νὰ εἶναι ἢμερος. ᾿Αντὶ γιὰ τὴν φράσι: «῞Υπαγε, λαβὲ βουκάκρατον», σήμερα θὰ ἐλέγετο: «῎Αντε βάλε τίποτα στὸ στόμα σου, γιὰ νὰ πάψης νὰ μιλᾶς».
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!