ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
(Τῶν κεφαλαίων 71-100)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 71. Γιὰ τὸ ὅτι ἡ θεότητα τοῦ Λόγου παρέμεινε ἀχώριστη ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ στὸ θάνατο τοῦ Κυρίου, καὶ ὅτι ἡ ὑπόσταση παρέμεινε μία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 72. Γιὰ τὴ φθορὰ καὶ τὴ διαφθορά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 73. Γιὰ τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 74. Γιὰ τὰ μετὰ τὴν ἀνάσταση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 75. Γιὰ τὸ ὅτι κάθεται στὰ δεξιά του Πατέρα του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 76. Σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς λένε ὅτι, ἐὰν ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φύσεις, τότε συμβαίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο: ἢ λατρεύετε καὶ τὴν κτίση, προσυνώντας τὴν κτιστὴ φύση, ἢ θεωρεῖτε ὅτι μία φύση πρέπει νὰ προσκυνεῖται καὶ μία δὲν πρέπει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 77. Γιατί ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς καὶ ὄχι ὁ Πατέρας ἢ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τί πέτυχε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 78. Ἀπάντηση σὲ ὅσους ρωτοῦν τί εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, κτιστῆ ἢ ἄκτιστη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 79. Γιὰ τὸ πότε ὀνομάσθηκε Χριστός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 80. Ἀπάντηση σ’ αὐτοὺς ποὺ ρωτοῦν, ἐὰν ἡ ἁγία Θεοτόκος γέννησε δύο φύσεις, καὶ ἐὰν δύο φύσεις κρεμάσθηκαν πάνω στὸ σταυρό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 81. Πῶς λέγεται ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πρωτότοκος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 82. Γιὰ τὴν πίστη καὶ τὸ βάπτισμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 84. Γιὰ τὸ σταυρό, καὶ ἀκόμη γιὰ τὴν πίστη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 85. Γιὰ τὴν προσκύνηση πρὸς τὴν ἀνατολή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 86. Γιὰ τὰ ἅγια καὶ ἄχραντα μυστήρια τοῦ Κυρίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 87. Γιὰ τὴ γενεαλογία τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ τὴν ἁγία Θεοτόκο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 88. Γιὰ τὴν τιμὴ τῶν Ἁγίων καὶ τῶν λειψάνων τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 89. Γιὰ τὶς εἰκόνες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 90. Γιὰ τὴν Ἁγία Γραφή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 91. Γι’ αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ τὸ Χριστό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 92. Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 93. Ὅτι δὲν ὑπάρχουν δύο ἀρχές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 94. Γιὰ ποιὸ λόγο, ἂν καὶ ὁ Θεὸς γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων ὅτι αὐτοὶ ἐπρόκειτο νὰ ἁμαρτήσουν καὶ νὰ μὴ μετανοήσουν, τοὺς δημιούργησε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 95. Σχετικὰ μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 96. Ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων, σχετικὰ μὲ τὸ Σάββατο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 97. Γιὰ τὴν Παρθενία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 98. Γιὰ τὴν Περιτομή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 99. Γιὰ τὸν Ἀντίχριστο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 100. Γιὰ τὴν Ἀνάσταση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 71. Γιὰ τὸ ὅτι ἡ θεότητα τοῦ Λόγου παρέμεινε ἀχώριστη ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ στὸ θάνατο τοῦ Κυρίου, καὶ ὅτι ἡ ὑπόσταση παρέμεινε μία. Ἐπειδὴ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν ἀναμάρτητος –«διότι δὲν ἔκαμε ἁμαρτία, αὐτὸς ποὺ σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, οὔτε εἶχε δολιότητα στὸ στόμα του»– δὲν ἐπρόκειτο νὰ γνωρίσει θάνατο, διότι ὁ θάνατος εἰσῆλθε στὸν κόσμο μὲ τὴν ἁμαρτία. Πεθαίνει ὅμως, διότι ἀναδέχεται τὸ θάνατο γιὰ χάρη μας καὶ προσφέρει τὸν ἑαυτὸ τοῦ θυσία στὸν Πατέρα του γιὰ μᾶς. Διότι ἁμαρτήσαμε ἀπέναντι στὸν Πατέρα καὶ ἔτσι αὐτὸς ἔπρεπε νὰ δεχθεῖ τὸ λύτρο μας, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν καταδίκη μας· διότι δὲν ἦταν δυνατὸ ὁ τύραννος (διάβολος) νὰ δεχθεῖ τὸ αἷμα τοῦ Δεσπότου. Πλησιάζει, λοιπόν, ὁ θάνατος καὶ ἀφοῦ κατάπιε τὸ δόλωμα τοῦ σώματος μὲ τὸ ἀγκίστρι τῆς θεότητος, σουβλίζεται· ἀφοῦ γεύτηκε τὸ ἀναμάρτητο καὶ ζωοποιὸ σῶμα, ἐξοντώνεται καὶ ἐλευθερώνει ὅλους αὐτοὺς ποὺ παλαιὰ εἶχε καταπιεῖ. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σκοτάδι διαλύεται μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ φωτός, ἔτσι καὶ ἡ φθορὰ μὲ τὴν ἔλευση τῆς ζωῆς χάνεται, καὶ ἡ ζωὴ ἐπικρατεῖ παντοῦ, ἐνῶ ἡ φθορὰ μένει σ’ αὐτὸν ποὺ τὴν προξενεῖ. Ἂν καὶ πέθανε σὰν ἄνθρωπος καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ χωρίστηκε ἀπὸ τὸ ἀμόλυντο σῶμα του, ἡ θεότητά του ὅμως παρέμεινε ἀχώριστη καὶ ἀπὸ τὰ δύο, ἐννοῶ τὴ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, καὶ ἔτσι οὔτε ἡ μία ὑπόστασή του διαιρέθηκε σὲ δύο ὑποστάσεις. Διότι καὶ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ συγχρόνως ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀπέκτησαν τὴν ὕπαρξή τους μέσα στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου· καὶ μὲ τὸ θάνατο, ἂν καὶ χωρίστηκαν μεταξύ τους, τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ ἔμεινε στὴν μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Ἑπομένως, ἡ μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου ἀποτελοῦσε τὴν ὑπόσταση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τοῦ Λόγου. Διότι ποτὲ ἡ ψυχὴ οὔτε τὸ σῶμα εἶχαν ξεχωριστὴ ὑπόσταση ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου· ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου πάντοτε ἦταν μία, καὶ ποτὲ δύο. Ἑπομένως, πάντοτε ἡ ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία. Διότι, ἂν καὶ ἡ ψυχὴ εἶχε χωριστεῖ τοπικὰ ἀπὸ τὸ σῶμα, παρ’ ὂλ’ αὐτὰ ἦταν ἑνωμένη ὑποστατικὰ μὲ τὸ Λόγο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 72. Γιὰ τὴ φθορὰ καὶ τὴ διαφθορά. Ἡ λέξη φθορὰ ἔχει δύο σημασίες. Σημαίνει πρῶτα τα ἀνθρώπινα πάθη· δηλαδὴ τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὸν κόπο, τὸ τρύπημα ἀπὸ τὰ καρφιά, τὸ θάνατο, τὸ χωρισμὸ δηλαδὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὰ παρόμοια. Σύμφωνα μ’ αὐτὴ τὴν σημασία λέμε φθαρτό το σῶμα τοῦ Κυρίου· διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ἀνέλαβε μὲ τὴ θέλησή του. Φθορὰ ἐπίσης σημαίνει καὶ τὴν τέλεια διάλυση καὶ ἐξαφάνιση τοῦ σώματος στὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ ὁποῖα συντίθεται· πολλοὶ αὐτὴν τὴν ὀνομάζουν διαφθορά. Τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου αὐτὴ τὴ διαφθορὰ δὲν τὴν γεύθηκε, ὅπως λέει ὁ προφήτης Δαβίδ: «Δὲν θ’ ἀφήσεις τὴν ψυχή μου στὸν ἅδη, οὔτε θὰ ἐπιτρέψεις ὁ ὅσιός σου νὰ γνωρίσει τὴ διαφθορά». Εἶναι λοιπὸν ἀσέβεια νὰ λέμε, σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τοῦ ἄφρονα Ἰουλιανοῦ καὶ τοῦ Γαϊανοῦ, ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση εἶναι ἄφθαρτο μὲ τὴν πρώτη σημασία τῆς λέξεως φθορά. Διότι ἐὰν εἶναι ἄφθαρτο, δὲν εἶναι ὅμοιο στὴν οὐσία μὲ τὸ δικό μας· ἀντίθετα μάλιστα, ὅλα ὅσα ἀναφέρει τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι φανταστικὰ καὶ ὄχι πραγματικά, ὅπως ἡ πείνα, ἡ δίψα, τὰ καρφιά, ἡ λόγχευση τῆς πλευρᾶς, ὁ θάνατος. Ἂν ὅμως ἦταν φανταστικά, τότε τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας εἶναι ἀπάτη καὶ θέατρο καὶ (ὁ Θεὸς) ἔγινε ἄνθρωπος κατὰ φαντασία καὶ ὄχι πραγματικά· ἐπίσης, φαινομενικὰ καὶ ὄχι ἀληθινὰ ἔχουμε σωθεῖ. Μακριὰ ὅμως ἀπὸ μᾶς τέτοια βλασφημία! Κι αὐτοὶ ποὺ τὰ λένε ἃς στερηθοῦν τὴ σωτηρία. Ἐμεῖς ὅμως κερδίσαμε καὶ θ’ ἀπολαύσουμε τὴν ἀληθινὴ σωτηρία. Σύμφωνα ὅμως μὲ τὴ δεύτερη σημασία τῆς λέξεως φθορά, ὁμολογοῦμε, σύμφωνα μὲ τὴν πίστη ποὺ μᾶς παραδωσαν οἱ θεοφόροι Πατέρες, ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶναι ἄφθαρτο, δηλαδὴ ἀδιάφθορο. Καὶ μετὰ ὅμως τὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα ἀπὸ τοὺς νεκροὺς λέμε ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν πρώτη σημασία (τῆς φθορᾶς), εἶναι ἄφθαρτο. Διότι ὁ Κύριος μὲ τὸ δικό του σῶμα χάρισε καὶ στὸ δικό μας σῶμα τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν μετέπειτα ἀφθαρσία· διότι Αὐτὸς ἔγινε γιὰ χάρη μας ἡ πρώτη ἀρχὴ τῆς ἀναστάσεώς μας, τῆς ἀφθαρσίας μας καὶ τῆς ἀπαθείας μας. Τὸ λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος: «πρέπει τὸ φθαρτὸ νὰ ντυθεῖ μὲ τὴν ἀφθαρσία».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 73. Γιὰ τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη. Ἡ θεωμένη ψυχὴ τοῦ (Χριστοῦ) κατεβαίνει στὸν ἅδη, ὥστε, ὅπως ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἀνέτειλε γιὰ τοὺς ζωντανούς, ἔτσι νὰ λάμψει καὶ τὸ φῶς στοὺς πεθαμένους ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου. Ὅπως ἔφερε στοὺς ζωντανούς το χαρμόσυνο μήνυμα τῆς εἰρήνης, τὴ λύτρωση ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία (τοῦ διαβόλου) καὶ τὸ φῶς στοὺς τυφλούς, καὶ ἔγινε σὲ ὅσους τὸν πιστεύουν ἡ αἰτία τῆς αἰώνιας σωτηρίας, ἐνῶ στοὺς ἄπιστους αἰτία καταδίκης, ἔτσι νὰ συμβεῖ καὶ στοὺς ἔνοικους τοῦ Ἅδη· «ὥστε καὶ τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ ὑπόγεια νὰ πέσουν στὰ γόνατα νὰ τὸν προσκυνήσουν». Ἑπομένως, ἀφοῦ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοὺς προαιώνια νεκρούς, ἀμέσως ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ ἄνοιξε γιὰ μᾶς τὸ δρόμο τῆς ἀναστάσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 74. Γιὰ τὰ μετὰ τὴν ἀνάσταση. Μετὰ τὴν ἀνάστασή του ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἄφησε κατὰ μέρος ὅλα τα πάθη, ἐννοῶ τὴ φθορά, τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὸν ὕπνο, τὴν κούραση καὶ τὰ παρόμοια. Διότι, ἂν καὶ δοκίμασε τροφὴ μετὰ τὴν ἀνάσταση, δὲν τὴ δοκίμασε σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους –ἀφοῦ δὲν πεινοῦσε–, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ βεβαιώσει τὴν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως μὲ τὸν τρόπο τῆς οἰκονομίας του, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἴδια ἡ σάρκα τοῦ εἶναι ποὺ ἔπαθε καὶ ἀναστήθηκε· δὲν ἄφησε κατὰ μέρος κανένα ἀπὸ τὰ μέρη τῆς φύσεώς του, οὔτε τὸ σῶμα οὔτε τὴν ψυχή, ἀλλὰ ἔχει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ λογικὴ καὶ νοερή, μὲ θέληση καὶ ἐνέργεια· καὶ ἔτσι κάθεται στὰ δεξιά του Πατέρα του, θέλοντας μὲ θεϊκὸ καὶ ἀνθρώπινο τρόπο τὴ σωτηρία μας καὶ ἐνεργώντας μὲ θεϊκὸ τρόπο τὴν πρόνοια, τὴ συντήρηση καὶ κυβέρνηση ὅλων· θυμᾶται μὲ ἀνθρώπινο τρόπο τὴ διαμονὴ τοῦ πάνω στὴ γῆ, ἐνῶ βλέπει καὶ γνωρίζει ὅτι ὅλη ἡ λογικὴ κτίση τὸν προσκυνᾶ. Διότι ἡ ἁγία του ψυχὴ γνωρίζει ὅτι ἔχει ἑνωθεῖ ὑποστατικὰ μὲ τὸ Θεὸ Λόγο καὶ ὅτι προσκυνεῖται μαζί του ὡς ψυχὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ὡς ἁπλὴ ψυχή. Καὶ ἡ ἀνάβαση ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ ἡ κατάβαση τοῦ πάλι εἶναι ἐνέργειες τοῦ περιορισμένου σώματος. Λέει (ὁ ἄγγελος) «ἔτσι πάλι θὰ ἔλθει πρὸς ἐσάς, μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸν εἴδατε νὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 75. Γιὰ τὸ ὅτι κάθεται στὰ δεξιά του Πατέρα του. Λέμε ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει καθίσει μὲ τὸ σῶμα του στὰ δεξιά του Θεοῦ καὶ Πατέρα του, ἀλλὰ δὲν ἐννοοῦμε τὴ δεξιά του Πατέρα ὡς τόπο. Διότι, πῶς ὁ ἀπερίγραπτος (Θεὸς) θὰ εἶναι δεξιὰ ἑνὸς τόπου; Τὸ «δεξιὰ» καὶ «ἀριστερὰ» ἀνήκουν στὰ περιορισμένα ὄντα. Λέγοντας «δεξιά του Πατέρα», ἐννοοῦμε τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ τῆς θεότητος, στὴν ὁποία ἐνῶ ἦταν προαιώνια ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὰν ὁμοούσιος μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα του, τοὺς ἔσχατους καιροὺς σαρκώθηκε καὶ κάθησε (στὴν ἴδια δόξα) μὲ τὸ σῶμα, ἀφοῦ καὶ ἡ σάρκα τοῦ δοξάστηκε μαζί· καὶ ὅλη ἡ κτίση τὸν προσκυνᾶ μαζὶ μὲ τὴ σάρκα μὲ τὴν ἴδια προσκύνηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 76. Σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς λένε ὅτι, ἐὰν ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φύσεις, τότε συμβαίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο: ἢ λατρεύετε καὶ τὴν κτίση, προσυνώντας τὴν κτιστὴ φύση, ἢ θεωρεῖτε ὅτι μία φύση πρέπει νὰ προσκυνεῖται καὶ μία δὲν πρέπει. Προσκυνοῦμε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση βέβαια (τὸν προσκυνοῦμε) ἀσώματο, ἐνῶ τώρα τὸν ἴδιο σαρκωμένο καὶ ὁλοκληρωμένο ἄνθρωπο μαζὶ μὲ τὴ θεότητά του. Ἡ σάρκα τοῦ βέβαια, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴ φύση της, ἂν ἀφαιρέσεις μὲ ἰσχυρὴ φαντασία τὸ φαινόμενο ἀπὸ τὸ νοούμενο, σὰν κτίσμα ποὺ εἶναι δὲν προσκυνεῖται· ἐπειδὴ ὅμως ἑνώθηκε μὲ τὸ Θεὸ Λόγο, ἐξαιτίας του καὶ στὸ πρόσωπό του προσκυνεῖται. Διότι, ὅπως ὁ βασιλιάς, εἴτε γυμνὸς εἶναι εἴτε ντυμένος, προσκυνεῖται· καὶ ἡ πορφύρα, σὰν ἁπλὴ πορφύρα τὴν πατᾶμε καὶ τὴν πετᾶμε, ἀλλὰ μόλις γίνει ἔνδυμα τοῦ βασιλιὰ τῆς ἀποδίδουμε τιμὲς καὶ δόξες, ἐνῶ, ἂν κάποιος τὴν περιφρονήσει, καταδικάζεται συνήθως σὲ θάνατο· τὸ ἴδιο, ὅπως κάποιος μπορεῖ νὰ πιάσει ἕνα ἁπλὸ ξύλο, ἀλλὰ ἂν ἑνωθεῖ μὲ τὴ φωτιὰ καὶ γίνει κάρβουνο, ὄχι ἐξαιτίας τῆς φύσεώς του ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς ἑνωμένης μαζί του φωτιᾶς, τότε γίνεται ἀπλησίαστο· καὶ δὲν εἶναι ἀπλησίαστη ἡ φύση τοῦ ξύλου, ἀλλὰ τὸ κάρβουνο, δηλαδὴ τὸ πυρωμένο ξύλο· ἔτσι καὶ ἡ σάρκα, σύμφωνα μὲ τὴ φύση της, δὲν εἶναι ἀπὸ μόνη της ἄξια προσκυνήσεως· τὴν προσκυνᾶμε ὅμως ὄχι γιὰ χάρη της, ἀλλὰ χάρη στὸ σαρκωμένο Θεὸ Λόγο, τὸ Θεὸ Λόγο ποὺ ἑνώθηκε ὑποστατικὰ μαζί της. Καὶ δὲν λέμε ὅτι προσκυνᾶμε ἁπλὴ σάρκα, ἀλλὰ τὴ σάρκα τοῦ Θεοῦ, τὸ Θεὸ δηλαδὴ ποὺ σαρκώθηκε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 77. Γιατί ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς καὶ ὄχι ὁ Πατέρας ἢ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τί πέτυχε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του. Ὁ Πατέρας εἶναι Πατέρας καὶ ὄχι Υἱός. Ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱὸς καὶ ὄχι Πατέρας. Τὸ Πνεῦμα εἶναι Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὄχι Πατέρας ἢ Υἱός· διότι ἡ ἰδιότητα δὲν ἀλλάζει. Καὶ πῶς θὰ ἦταν προσωπικὴ ἰδιότητα, ἐὰν ἄλλαζε καὶ μεταβαλόταν; Γι’ αὐτὸ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται υἱὸς ἀνθρώπου, γιὰ νὰ παραμένει ἀμετάβλητη ἡ ἰδιότητα· ὄντας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε καὶ υἱὸς ἀνθρώπου, μὲ τὴ σάρκωσή του ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο, καὶ δὲν ἔχασε τὴν προσωπική του ἰδιότητα. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ χαρίσει στὸν ἄνθρωπο αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν ἔπλασε· διότι τὸν ἔκαμε σύμφωνα μὲ τὴ δική Του εἰκόνα, νὰ ἔχει νοῦ, νὰ εἶναι αὐτεξούσιος καὶ ὅμοιος μαζί Του, δηλαδὴ τέλειος στὶς ἀρετές, ὅσο εἶναι ἐφικτὸ στὴν ἀνθρώπινη φύση· διότι αὐτὲς ὑπάρχουν σὰν γνωρίσματα τῆς θείας φύσεως· δηλαδή, ἡ ἀμεριμνησία, ἡ ἀταραξία, ἡ ἀκεραιότητα, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ σοφία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κάθε κακία. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο σὲ κοινωνία μαζί Του –«διότι τὸν ἔπλασε μὲ σκοπὸ νὰ μείνει ἄφθαρτος»–, τὸν ὁδήγησε μὲ τὴν κοινωνία τῆς φύσεώς του στὴν ἀφθαρσία. Ἐπειδὴ ὅμως μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς μαυρίσαμε καὶ ξεθωριάσαμε τὰ γνωρίσματα τῆς θείας εἰκόνος καὶ πέφτοντας στὴν κακία ἀποξενωθήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπαφή μας μὲ τὸ Θεὸ –«διότι ποιὰ ἐπικοινωνία ὑπάρχει τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι;»–, βρεθήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ὑποκύψαμε στὴ φθορὰ τοῦ θανάτου. Ἐπειδὴ μᾶς μετάδωσε τὸ καλύτερο καὶ δὲν τὸ διατηρήσαμε, μετέχει ὁ ἴδιος στὸ χειρότερο, ἐννοῶ τὴ φύση μας, ὥστε στὸ πρόσωπό του καὶ μέσω τοῦ ἐαυτοῦ του νὰ ἀνανεώσει τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση· νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἐνάρετη ζωὴ καὶ μέσω τοῦ ἐαυτοῦ του νὰ τὴν καταστήσει γιὰ μᾶς εὔκολη νὰ τὴ διαβοῦμε· μὲ τὴν κοινωνία τῆς δικῆς του ζωῆς νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ νὰ γίνει ἡ πρώτη ἀρχὴ τῆς ἀναστάσεώς μας· νὰ ξανακατασκευάσει τὸ ἄχρηστο καὶ θρυμματισμένο σκεῦος, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, ἀφοῦ μᾶς κάλεσε στὴ θεογνωσία· νὰ μᾶς ἐνδυναμώσει καὶ ἐκπαιδεύσει μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ταπείνωση νὰ καταπολεμᾶμε τὸν τύραννο. Ἡ δαιμονική, λοιπόν, θρησκεία καταργήθηκε· ἡ δημιουργία ἐξαγιάστηκε μὲ τὸ θεῖο αἷμα· οἱ βωμοὶ καὶ οἱ ναοὶ τῶν εἰδώλων καταστράφηκαν, ἡ θεογνωσία φυτεύθηκε, ἡ ὁμοούσια Τριάδα καὶ ἄκτιστη θεότητα, ὁ ἕνας Θεὸς καὶ Κύριος, ὁ δημιουργός του σύμπαντος, εἶναι αὐτὸς ποὺ λατρεύεται· οἱ ἀρετὲς καλλιεργοῦνται, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἔδωσε ὡς δῶρο τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, οἱ δαίμονες τρέμουν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πρὶν τοὺς εἶχαν ὑποχείριους· καὶ τὸ πιὸ θαυμαστό, ὅλα αὐτὰ τὰ κατόρθωσαν ὁ σταυρός, τὰ πάθη καὶ ὁ θάνατος. Σ’ ὅλη τὴ γῆ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς θείας γνώσεως κηρύχθηκε χωρὶς νὰ νικήσει τοὺς ἐχθροὺς μὲ πόλεμο, μὲ ὅπλα καὶ στρατό· ἀλλά, λίγοι ἀδύνατοι, ἀγράμματοι, κυνηγημένοι, βασανισμένοι, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τοὺς κήρυξαν τὸν σταυρωμένο καὶ θανατωμένο στὴ σάρκα (Χριστὸ) καὶ κατατρόπωσαν τοὺς σοφοὺς καὶ ἰσχυρούς· διότι ἡ πανίσχυρη δύναμη τοῦ σταυρωμένου τοὺς συνόδευε πάντοτε. Ὁ θάνατος, ποὺ πρωτύτερα προκαλοῦσε πάρα πολὺ φόβο, νικήθηκε καὶ προτιμᾶται τώρα ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὸς ποὺ πρὶν ἦταν ἀποκρουστικὸς καὶ μισητός. Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, τὰ γνωρίσματα τῆς δυνάμεώς του. Δὲν μᾶς ἔσωσε ὅπως μὲ τὸν Μωϋσῆ πού, διαιρώντας τὴ θάλασσα, ἔβγαλε ἕνα λαὸ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴ δουλεία τοῦ Φαραώ, ἀλλὰ καλύτερα, ἔσωσε ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου καὶ ἀπὸ τὸν σκληρὸ δυνάστη τῆς ἁμαρτίας· δὲν μᾶς ὁδήγησε μὲ τὴ βία στὴν ἀρετή, δὲν σκέπασε μὲ χῶμα οὔτε μᾶς ἔκαψε μὲ τὴ φωτιὰ οὔτε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πετροβολοῦν τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ μὲ πραότητα καὶ μακροθυμία, πείθει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐκλέγουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ συναγωνίζονται στοὺς κόπους γι’ αὐτὴν καὶ νὰ εὐχαριστοῦνται. Διότι προηγουμένως, ὅταν ἁμάρταναν, βασανιζόταν καὶ ἀκόμη προσηλώνονταν στὴν ἁμαρτία, καὶ αὐτὴ ἦταν ὁ θεός τους· τώρα ὅμως προτιμοῦν γιὰ χάρη τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀρετῆς τὰ βασανιστήρια, τὶς στρεβλώσεις καὶ τὸ θάνατο. Εὖγε, Χριστέ, Λόγε τοῦ Θεοῦ, σοφία καὶ δύναμη καὶ παντοκράτορα Θεέ! Τί νὰ σοῦ ἀνταποδώσουμε, ἐμεῖς οἱ φτωχούληδες, γιὰ ὅλα αὐτά; Δικά σου εἶναι ὅλα, καὶ τίποτε δὲν ζητᾶς ἀπὸ μᾶς παρὰ μόνον τὴ σωτηρία μας· ὁ ἴδιος μας τὴ χαρίζεις καί, ἀπὸ τὴν ἀνέκφραστη καλωσύνη σου, αἰσθάνεσαι εὐγνωμοσύνη σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴ δέχονται! Σὲ σένα ἀνήκει ἡ εὐγνωμοσύνη, ποὺ μᾶς χαρίζεις τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ἀληθινὴ ζωή· ἀκόμη κι ὅταν ἀπομακρυνθήκαμε ἀπ’ αὐτήν, μᾶς ἐπανέφερες μὲ τὴν ἀνέκφραστη συγκατάβασή σου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 78. Ἀπάντηση σὲ ὅσους ρωτοῦν τί εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, κτιστῆ ἢ ἄκτιστη. Ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκωσή του ἦταν ἁπλή, ἀσύνθετη, ἀσώματη καὶ ἄκτιστη· ὅταν ὅμως σαρκώθηκε, ἔγινε καὶ ὑπόσταση τῆς σάρκας· ἔτσι ἔγινε σύνθετη ὑπόσταση, ἀπὸ τὴ θεότητα τὴν ὁποία εἶχε πάντοτε, καὶ ἀπὸ τὴ σάρκα, τὴν ὁποία προσέλαβε. Ἔχει τὰ γνωρίσματα τῶν δύο φύσεων, ἐπειδὴ γίνεται γνωστὴ μὲ δύο φύσεις. Ἑπομένως, ἡ ἴδια εἶναι μία ἄκτιστη ὑπόσταση στὴ θεία φύση καὶ κτιστῆ στὴν ἀνθρώπινη, ὁρατὴ καὶ ἀόρατη. Διαφορετικά, ἀναγκαζόμαστε ἢ νὰ χωρίσουμε τὸν ἕνα Χριστὸ λέγοντας δύο τὶς ὑποστάσεις του, ἢ ν’ ἀρνηθοῦμε τὴ διαφορὰ τῶν φύσεων καὶ νὰ διδάσκουμε μετατροπὴ καὶ σύγχυση τῶν φύσεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 79. Γιὰ τὸ πότε ὀνομάσθηκε Χριστός. Ὁ νοῦς δὲν ἑνώθηκε μὲ τὸ Θεὸ Λόγο πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκωσή του ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ἀπὸ τότε ὀνομάσθηκε Χριστός, ὅπως ὁρισμένοι ψεύδονται. Αὐτὸ τὸ ἀτόπημα ἀνήκει στὶς φλυαρίες τοῦ Ὠριγένη, ὁ ὁποῖος δογμάτισε προΰπαρξη τῶν ψυχῶν. Ἐμεῖς ὅμως ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος ἔγινε καὶ ὀνομάσθηκε Χριστὸς ἀπὸ τότε ποὺ συλλήφθηκε μέσα στὴν κοιλία τῆς ἁγίας Ἀειπαρθένου καὶ πῆρε σάρκα ἀπ’ αὐτὴν χωρὶς μετατροπὴ καὶ ἡ σάρκα χρίσθηκε μὲ τὴ θεότητα· ὅπως λέει ὁ θεολόγος Γρηγόριος, «αὐτὴ εἶναι ἡ χρίση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως». Καὶ ὁ ἱερότατος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, γράφοντας στὸ βασιλέα Θεοδόσιο, τοῦ λέει τὰ ἑξῆς: «Ἐγὼ νομίζω ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζεται Ἰησοῦς Χριστὸς οὔτε ὁ Θεὸς Λόγος χωρὶς τὴν ἀνθρώπινη φύση, οὔτε ὅμως «ὁ ναὸς» (τὸ κατοικητήριο) ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν γυναίκα χωρὶς νὰ ἔχει ἑνωθεῖ μὲ τὸ Λόγο· διότι Χριστὸς θεωρεῖται ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἑνωμένος μὲ ἀπόρρητο τρόπο μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας». Καὶ πρὸς τὶς βασίλισσες ἔτσι εἶπε: «Μερικοὶ λένε ὅτι τὸ ὄνομα Χριστὸς ἁρμόζει στὸ Λόγο ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα, ποὺ νοεῖται καὶ ὑπάρχει μόνος καὶ ξεχωριστά. Ἐμεῖς ὅμως δὲν διδαχθήκαμε νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ λέμε αὐτά· διότι, ὅταν ὁ Λόγος σαρκώθηκε, τότε λέμε ὅτι καὶ ὀνομάσθηκε αὐτὸς Ἰησοῦς Χριστός. Ἐπειδὴ δηλαδὴ χρίσθηκε μὲ τὸ ἔλαιο τῆς ἀγαλλιάσεως, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Χριστός. Καὶ κανεὶς ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ σκέφτονται συνετὰ δὲν θὰ διστάσει νὰ πεῖ ὅτι ἡ χρίση ἀναφέρεται στὴν ἀνθρώπινη φύση. Καὶ ὁ ὀνομαστὸς σὲ ὅλους Ἀθανάσιος, στὸ λόγο του γιὰ τὴ Ἐπιφάνεια τοῦ Σωτῆρος, κάπως ἔτσι λέει: «Ὁ προαιώνιος Θεός, πρὶν ἀπὸ τὴν ἔνσαρκη παρουσία του, δὲν ἦταν ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεὸς κοντὰ στὸ Θεό, ἀόρατος καὶ ἀπαθής· ὅταν ὅμως ἔγινε ἄνθρωπος, δέχεται τὸ ὄνομα Χριστὸς ἐξαιτίας τῆς σαρκώσεως, ἐπειδὴ τὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ ἀκολουθεῖ τὸ πάθος καὶ ὁ θάνατος». Ἂν καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ λέει, «γι’ αὐτό σε ἔχρισε ὁ Θεὸς Πατέρας σου μὲ λάδι ἀγαλλιάσεως», πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι πολλὲς φορὲς ἡ Ἁγία Γραφὴ χρησιμοποιεῖ παρελθόντα χρόνο ἀντὶ τοῦ μέλλοντος, ὅπως στὴ φράση «μετὰ ἀπ’ αὐτὰ φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους»· διότι, ὅταν λεγόταν αὐτά, ὁ Θεὸς δὲν εἶχε φανεῖ ἀκόμη οὔτε συναναστραφεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους· τὸ ἴδιο καὶ ἡ φράση «καθήσαμε καὶ κλάψαμε ἐκεῖ, στὰ ποτάμια τῆς Βαβυλώνας»· καὶ αὐτὰ δὲν εἶχαν γίνει ἀκόμη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 80. Ἀπάντηση σ’ αὐτοὺς ποὺ ρωτοῦν, ἐὰν ἡ ἁγία Θεοτόκος γέννησε δύο φύσεις, καὶ ἐὰν δύο φύσεις κρεμάσθηκαν πάνω στὸ σταυρό. Χαρακτηριστικό της φύσεως εἶναι τὸ ἀγένητο καὶ τὸ γενητό, ποὺ γράφονται μ’ ἕνα «ν», ποὺ δείχνουν τὸ ἄκτιστο καὶ τὸ κτιστό· τὸ ἀγέννητο καὶ τὸ γεννητό, δηλαδὴ ἡ γέννηση καὶ ἡ μὴ γέννηση, ποὺ γράφονται μὲ δύο «ν», δὲν εἶναι χαρακτηριστικά της φύσεως ἀλλὰ τῆς ὑποστάσεως. Ἡ θεία φύση λοιπὸν εἶναι ἀγένητη (μὲ ἕνα «ν»), δηλαδὴ ἄκτιστη, ἐνῶ ὅλα τα μετέπειτα ἀπὸ τὴ θεία φύση εἶναι γενητὰ (μὲ ἕνα «ν»), δηλαδὴ κτιστά. Καὶ στὴ θεία καὶ ἄκτιστη φύση τὸ ἀγέννητο βέβαια θεωρεῖται στὸν Πατέρα –διότι δὲν γεννήθηκε–, ἐνῶ τὸ γεννητὸ στὸν Υἱὸ –διότι γεννήθηκε προαιώνια ἀπὸ τὸν Πατέρα–, ἐνῶ τὸ ἐκπορευτὸ θεωρεῖται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ἀπὸ κάθε εἶδος ζώων τὰ πρῶτα εἶναι ἀγέννητα, ὄχι ὅμως ἀγένητα (ἄκτιστα)· διότι ὁ Δημιουργός τα ἔπλασε, δὲν γεννήθηκαν ἀπὸ ὅμοιά τους ζῶα. Καθὼς ἡ γένεση εἶναι δημιουργία, ἐνῶ ἡ γέννηση στὸ Θεὸ εἶναι ἡ προέλευση τοῦ ὁμοουσίου Υἱοῦ ἀπὸ μόνο τὸν Πατέρα· ἐνῶ στὰ κτίσματα ἡ προέλευση ἀπὸ τὴν ὁμοούσια ὑπόσταση γίνεται ἀπὸ τὴ συνάφεια τοῦ ἀρσενικοῦ μὲ τὸ θηλυκό. Γνωρίζουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ γέννηση δὲν ἀνήκει στὴ φύση ἀλλὰ στὴν ὑπόσταση. Διότι, ἂν ἀνῆκε στὴ φύση, δὲν θὰ εἴχαμε στὴν ἴδια φύση καὶ τὸ γεννητὸ καὶ τὸ ἀγέννητο. Ἑπομένως, ἡ ἁγία Θεοτόκος γέννησε ὑπόσταση ποὺ τὴν γνωρίζουμε μὲ δύο φύσεις, μὲ τὴ θεία φύση ποὺ γεννήθηκε προαιώνια ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη, ποὺ τοὺς ἔσχατους καιροὺς σαρκώθηκε μέσα της καὶ γεννήθηκε μὲ σάρκα. Ἐὰν αὐτοὶ ποὺ ρωτοῦν ὑπαινίσσονταν ὅτι αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Θεοτόκο εἶναι δύο φύσεις, θ’ ἀπαντήσουμε· ναί, εἶναι δύο φύσεις: «διότι ὁ ἴδιος εἶναι καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος». Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴ σταύρωση, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη· δὲν εἶναι αὐτὰ χαρακτηριστικά της φύσεως, ἀλλὰ τῆς ὑποστάσεως. Ὁ Χριστός, λοιπόν, ἐνῶ εἶναι μὲ δύο φύσεις, ἔπαθε μὲ τὴ παθητὴ φύση καὶ σταυρώθηκε· διότι κρεμάσθηκε στὸ σταυρὸ μὲ τὴ σάρκα καὶ ὄχι μὲ τὴ θεότητα. Ἐπειδὴ θὰ ποῦν σὲ μᾶς, ποῦ τοὺς ρωτᾶμε: Δύο φύσεις πέθαναν; Ὄχι, θ’ ἀπαντήσουμε. Δὲν σταυρώθηκαν, λοιπόν, οὔτε δύο φύσεις, ἀλλὰ γεννήθηκε ὁ Χριστός, δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ πῆρε σάρκα· γεννήθηκε μὲ τὴ σάρκα, σταυρώθηκε μὲ τὴ σάρκα, ἔπαθε μὲ τὴ σάρκα, πέθανε μὲ τὴ σάρκα, ἐνῶ ἡ θεότητά του ἔμεινε ἀπαθής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 81. Πῶς λέγεται ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πρωτότοκος. Πρωτότοκος εἶναι αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε πρῶτος, εἴτε μονογενὴς εἴτε πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς, Ἂν βέβαια λεγόταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πρωτότοκος καὶ δὲν λεγόταν μονογενής, θὰ ὑπονοούσαμε ὅτι αὐτὸς εἶναι πρωτότοκος ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, ἐπειδὴ τάχα εἶναι δημιούργημα. Ἐπειδὴ ὅμως λέγεται καὶ πρωτότοκος καὶ μονογενής, πρέπει νὰ διατηρήσουμε σ’ αὐτὸν καὶ τὰ δύο. Τὸν ὀνομάζουμε «πρωτότοκο ὅλης της δημιουργίας», ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος προῆλθε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἡ κτίση ἔγινε ἀπὸ τὸ Θεό· αὐτὸς βέβαια, ἐπειδὴ ἔχει γεννηθεῖ προαιωνίως μόνος ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, δικαιολογημένα θὰ ὀνομασθεῖ μονογενὴς Υἱὸς καὶ πρωτότοκος, ὄχι ὅμως πρωτοδημιούργητος. Διότι ἡ κτίση δὲν προῆλθε ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατέρα ἀλλὰ μὲ τὸ θέλημά του ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Εἶναι «πρωτότοκος ἀνάμεσά σε πολλοὺς ἀδελφούς», διότι ἦταν μονογενὴς καὶ ἀπὸ μητέρα καὶ ἐπειδὴ ἔγινε μέτοχός του αἵματος καὶ σάρκας μὲ παρόμοιο τρόπο μέ μας καὶ ἔγινε ἄνθρωπος. Μέσω αὐτοῦ γίναμε κι ἐμεῖς υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ υἱοθετηθήκαμε μὲ τὸ βάπτισμα· ὁ ἴδιος ὁ κατὰ φύσιν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε πρωτότοκος μεταξύ μας, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ θέση καὶ κατὰ χάρη υἱοὶ τοῦ Θεοῦ γίναμε καὶ ὀνομασθήκαμε ἀδελφοί του. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε: «Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα σας». Δὲν εἶπε, «Πατέρα μας», ἀλλὰ «πατέρα μου», δείχνοντας τὴ φυσικὴ σχέση· καὶ εἶπε «Πατέρα σας» καὶ «Θεό μου καὶ Θεὸ σᾶς» δείχνοντας τὴ χάρη. Δὲν εἶπε «Θεὸ μᾶς» ἀλλὰ «Θεό μου» –γιὰ νὰ ξεχωρίσεις μὲ λεπτὲς ἰδέες τὸ φαινόμενο ἀπὸ τὸ νοούμενο– καὶ «Θεό σας», ὡς δημιουργὸ καὶ Κύριο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 82. Γιὰ τὴν πίστη καὶ τὸ βάπτισμα. Ὁμολογοῦμε, ἐπίσης, ἕνα βάπτισμα γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ γιὰ αἰώνια ζωή· διότι τὸ βάπτισμα φανερώνει τὸ θάνατο τοῦ Κυρίου. Μὲ τὸ βάπτισμα, λοιπόν, θαπτόμαστε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ὅπως, δηλαδή, ὁ Κύριος πέθανε μία φορά, ἔτσι πρέπει καὶ μία φορὰ νὰ βαπτιζόμαστε· καὶ νὰ βαπτιζόμαστε μάλιστα, σύμφωνα μὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου «στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ὥστε νὰ διδασκόμαστε τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅσοι βέβαια, ἀφοῦ βαπτίσθηκαν στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ διδάχθηκαν ὅτι ἡ θεότητα εἶναι μία φύση σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, μετὰ ὅμως πάλι βαπτίζονται, αὐτοὶ ξανασταυρώνουν τὸ Χριστό, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος: «Διότι εἶναι ἀδύνατο αὐτοὶ ποὺ μία φορὰ φωτίσθηκαν» καὶ τὰ λοιπά, «πάλι νὰ ἐπιστρέφουν στὴ μετάνοια· διότι μὲ τὴ στάση τοὺς ξανασταυρώνουν καὶ διαπομπεύουν τὸ Χριστό». Ὅσοι ὅμως δὲν βαπτίσθηκαν στὴν Ἁγία Τριάδα, αὐτοὶ πρέπει νὰ ξαναβαπτίζονται. Διότι, ἂν καὶ λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι «βαπτισθήκαμε στὸ Χριστὸ καὶ τὸ θάνατό του», δὲν λέει ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνεται ἡ ἐπίκληση τοῦ βαπτίσματος, ἀλλ’ ὅτι τὸ βάπτισμα ἀποτελεῖ τύπο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ· διότι τὸ βάπτισμα μὲ τὶς τρεῖς καταδύσεις συμβολίζει τὴν τριήμερη ταφὴ τοῦ Κυρίου. Τὸ νὰ βαπτισθοῦμε, λοιπόν, στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ φανερώνει το νὰ βαπτιζόμαστε σ’ αὐτὸν μὲ πίστη. Καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ πιστεύσουμε στὸ Χριστό, ἂν δὲν ἀποδεχθοῦμε τὴν ὁμολογία πίστεως στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ὁ Πατέρας ἔχρισε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως λέει ὁ προφήτης Δαβίδ: «Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς Πατέρας σου σὲ ἔχρισε μὲ λάδι ἀγαλλιάσεως περισσότερο ἀπὸ τοὺς μετόχους σου. Καὶ ὁ Ἠσαΐας λέει ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου: «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἦλθε πάνω μου καὶ μὲ ἔχρισε». Διδάσκοντας ὅμως ὁ Κύριος τους μαθητὲς τοῦ ἔλεγε τὴν ἐπίκληση: «Νὰ τοὺς βαπτίζετε στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἐπειδή, δηλαδή, ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε νὰ εἴμαστε ἄφθαρτοι, ὅταν παρακούσαμε τὴ σωτήρια ἐντολὴ τοῦ μᾶς τιμώρησε μὲ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ μὴ γίνει τὸ κακὸ ἀθάνατο· ἀπὸ εὐσπλαγχνία ὅμως ἔδειξε μακροθυμία σὲ μᾶς τοὺς δούλους του, ἔγινε σὰν κι ἐμᾶς καὶ μᾶς λύτρωσε μὲ τὸ Πάθος του ἀπὸ τὴ φθορά· ἀπὸ τὴν ἅγια καὶ ἀμόλυντη πλευρὰ τοῦ πήγασε ὁ κρουνὸς τῆς συγχωρήσεώς μας. Πήγασε νερὸ γιὰ νὰ μᾶς ἀναγεννήσει καὶ νὰ μᾶς ξεπλύνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ φθορά, ἐνῶ τὸ αἷμα ὡς ποτὸ μᾶς χάρισε τὴν αἰώνια ζωή. Ἀκόμη, μᾶς ἔδωσε ἐντολὲς ν’ ἀναγεννηθοῦμε μὲ τὸ νερὸ καὶ τὸ Πνεῦμα μὲ προσευχὴ καὶ ἐπίκληση, καθὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιφοιτᾶ στὸ νερό. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα, ἔδωσε νὰ εἶναι διπλὴ καὶ ἡ κάθαρσή μας, μὲ τὸ νερὸ καὶ τὸ Πνεῦμα. Τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὴ μιὰ ἀνανεώνει μέσα μας τὸ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση», ἐνῶ τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθαρίζει τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴ φθορά· διότι τὸ νερὸ εἰκονίζει (μὲ τὸν κατακλυσμὸ) τὸ θάνατο, ἐνῶ τὸ Πνεῦμα χορηγεῖ τὸν ἀρραβώνα τῆς ζωῆς. Πράγματι, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ (τῆς δημιουργίας) «τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ «πετοῦσε» πάνω ἀπὸ τὰ νερά». Καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ δίνει τὴ μαρτυρία ἀπὸ τὸ Θεὸ ὅτι τὸ νερὸ εἶναι καθαρτικό. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε ὁ Θεὸς μὲ τὸν κατακλυσμὸ τῶν νερῶν ξέπλυνε τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, κάθε ἀκάθαρτος μὲ τὸ νερὸ ξεπλένεται· καὶ τὰ ροῦχα ἀκόμη μὲ τὸ νερὸ καθαρίζουν. Ὁ Ἠλίας φανέρωσε τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος ἀνάμεικτη μὲ τὸ νερό, καθὼς μ’ αὐτὸ ἔβαλε φωτιὰ στὰ σφάγια τῆς θυσίας. Καὶ ὅλα σχεδόν, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, καθαρίζονται μὲ τὸ νερὸ –διότι τὰ ὁρατὰ συμβολίζουν τὰ νοούμενα–, καὶ γίνεται ἡ ἀναγέννηση τῆς ψυχῆς· διότι ἡ πίστη, παρόλο ποὺ εἴμαστε δημιουργήματα, γνωρίζει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ μᾶς κάνει παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀρχαία μακαριότητα. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, βέβαια, δίνεται ὅμοια σὲ ὅλους μὲ τὸ βάπτισμα, ἐνῶ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος δίνεται ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη καὶ τὸν ἀγώνα τῆς καθάρσεως ποὺ προηγεῖται. Τώρα, ὅμως, μὲ τὸ βάπτισμα παίρνουμε τὴν πρώτη δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἡ ἀναγέννηση μὲ τὸ βάπτισμα γίνεται γιὰ μᾶς ἡ ἀρχὴ νέας ζωῆς καὶ σφραγίδα ἀσφάλεια καὶ φωτισμός. Πρέπει μάλιστα μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας νὰ διατηροῦμε σίγουρα τὸν ἑαυτὸ μᾶς καθαρὸ ἀπὸ βρωμερὲς πράξεις, ὥστε νὰ μὴ ἐπιστρέψουμε πάλι σὰν τὸ σκυλὶ στὰ «ξεράσματά» του καὶ κάνουμε ξανὰ τὸν ἑαυτὸ μᾶς δοῦλο τῆς ἁμαρτίας. «Διότι, ἡ πίστη χωρὶς τὰ ἔργα εἶναι νεκρή», ὅπως καὶ τὰ ἔργα χωρὶς τὴν πίστη, ἐπειδὴ ἡ ἀληθινὴ πίστη ἀποδεικνύεται μὲ τὰ ἔργα. Βαπτιζόμαστε στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι τὰ ἴδια τὰ βαπτιζόμενα χρειάζονται τὴν Ἁγία Τριάδα γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ διατήρησή τους· διότι δὲν δυνατὸν νὰ μὴν παροῦσες συγχρόνως οἱ τρεῖς ὑποστάσεις, ἐπειδὴ ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ἀχώριστη. Πρῶτο βάπτισμα εἶναι ὁ κατακλυσμός, γιὰ νὰ κοπεῖ ἡ ἁμαρτία. Δεύτερο βάπτισμα διαμέσου τῆς θαλάσσης καὶ τῆς νεφέλης· διότι ἡ νεφέλη συμβολίζει τὸ Πνεῦμα, ἐνῶ ἡ θάλασσα τὸ νερό. Τρίτο βάπτισμα εἶναι τὸ νομικό· διότι κάθε ἀκάθαρτος λουζόταν μὲ τὸ νερό, ἐπλένε τὰ ροῦχα του καὶ ἔπειτα εἰσερχόταν στὸ στρατόπεδο. Τέταρτο βάπτισμα ἦταν τοῦ Ἰωάννου, ποὺ ἦταν εἰσαγωγικὸ καὶ ὁδηγοῦσε τοὺς βαπτισμένους σὲ μετάνοια, γιὰ νὰ πιστέψουν στὸ Χριστό· «Ἐγώ, λέει, σᾶς βαπτίζω μὲ τὸ νερό· αὐτὸς ὅμως ποὺ ἔρχεται πίσω μου αὐτὸς θὰ σᾶς βαπτίσει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ φωτιά». Καθαρίζει, λοιπόν, πρῶτα ὁ Ἰωάννης μὲ τὸ νερὸ γιὰ νὰ δεχθοῦν τὸ Πνεῦμα. Πέμπτο βάπτισμα εἶναι τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο αὐτὸς βαπτίσθηκε. Καὶ βαπτίζεται ὄχι διότι χρειαζόταν κάθαρση, ἀλλὰ γιὰ νὰ οἰκειοποιηθεῖ τὴ δική μου κάθαρση καὶ νὰ συντρίψει τὰ κεφάλια τῶν δαιμόνων μέσα στὸ νερό, νὰ ξεπλύνει τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ βουλιάξει ὅλο τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ μέσα στὸ νερό, ν’ ἁγιάσει τὸν βαπτιστή, νὰ συμπληρώσει τὸ νόμο, ν’ ἀποκαλύψει τὸ μυστήριο τῆς Τριάδος, νὰ γίνει σὲ μᾶς τύπος καὶ ὑπογραμμὸς γιὰ τὸ βάπτισμα. Βαπτιζόμαστε τὸ τέλειο βάπτισμα τοῦ Κυρίου, αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ τὸ νερὸ καὶ τὸ Πνεῦμα. Λέγεται ἐπίσης ὅτι ὁ Χριστὸς βαπτίζει μὲ φωτιά· διότι μὲ μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν ἔχυσε πάνω στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Διότι ὁ Ἰωάννης μᾶς βάπτισε μὲ νερό, ἐνῶ ἐσεῖς θὰ βαπτισθεῖτε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ φωτιὰ μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες»· ἢ (μᾶς βαπτίζει) μὲ τὸ βάπτισμα τῆς τιμωρίας τῆς φωτιᾶς τῆς μελλούσης κολάσεως. Ἕκτο βάπτισμα εἶναι τῆς μετάνοιας καὶ τῶν δακρύων, ποὺ εἶναι πολὺ κουραστικό. Ἕβδομο βάπτισμα εἶναι τοῦ αἵματος καὶ τοῦ μαρτυρίου, τὸ ὁποῖο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε γιὰ χάρη μας, ποὺ εἶναι πολὺ σεβαστὸ καὶ μακάριο, διότι δὲν μολύνεται μὲ ἄλλη ἀκαθαρσία. Ὄγδοο καὶ τελευταῖο βάπτισμα, ὄχι σωτήριο, ποὺ καταστρέφει ὅμως τὴν κακία καὶ τιμωρεῖ αἰώνια, καθὼς δὲν ἐξουσιάζει πλέον ἡ κακία καὶ ἡ ἁμαρτία. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο κατέβηκε πάνω στὸν Κύριο σὰν περιστέρι μὲ σῶμα κάνοντας τὴν πρώτη ἀρχὴ τοῦ δικοῦ μας βαπτίσματος καὶ τιμώντας τὸ σῶμα· διότι καὶ αὐτό, δηλαδὴ τὸ σῶμα, γίνεται μὲ τὴ θέωση Θεός. (Ἐμφανίζεται σὰν περιστέρι) ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ αὐτὸ εἶχε τὴ συνήθεια νὰ φέρει τὴν χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ τέλους τοῦ κατακλυσμοῦ. Στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους πάλι κατέβηκε σὰν φωτιά· διότι (ἡ φωτιὰ) δηλώνει τὸ Θεό, «καθὼς ὁ Θεὸς εἶναι φωτιὰ ποὺ ὅλα τα κατακαίει». Τὸ λάδι στὸ βάπτισμα χρησιμοποιεῖται διότι δείχνει τὴ χρίση μᾶς καθιστώντας μᾶς χρισμένους· μᾶς ὑπόσχεται τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μέσω τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ καὶ τὸ περιστέρι ἔφερε κλαδὶ ἐλιᾶς σὲ ὅσους σώθηκαν ἀπὸ τὸν κατακλυσμό. Ὁ Ἰωάννης βαπτίσθηκε ἀκουμπώντας τὸ χέρι του στὸ ἱερὸ κεφάλι τοῦ Κυρίου· βαπτίσθηκε ἐπίσης καὶ μὲ τὸ αἷμα του. Δὲν πρέπει ν’ ἀναβάλλεται τὸ βάπτισμα, ὅταν ἔχει διαπιστωθεῖ ἡ ἔμπρακτη πίστη αὐτῶν ποὺ προσέρχονται. Αὐτὸς ποὺ προσέρχεται μὲ δόλο στὸ βάπτισμα περισσότερο θὰ καταδικασθεῖ παρὰ θὰ ὠφεληθεῖ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 83. Γιὰ τὴν πίστη. Ἡ πίστη βέβαια εἶναι δύο εἰδῶν. «Ὑπάρχει δηλαδὴ πρῶτα πίστη ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν ἀκοή». Ἀκοῦμε δηλαδὴ τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ πιστεύουμε στὴ διδαχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ ὅμως γίνεται τέλεια, ὅταν εἶναι πίστη ἔμπρακτη σὲ ὅλα ὅσα ὁ Χριστὸς νομοθέτησε, ὅταν σέβεται καὶ ἐφαρμόζει τὶς ἐντολὲς Αὐτοῦ ποὺ μᾶς ἀνακαίνισε. Αὐτὸς ποὺ δὲν πιστεύει σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας ἢ συμμετέχει στὶς ἀπαράδεκτες πράξεις τοῦ Διαβόλου, αὐτὸς εἶναι ὁ ἄπιστος. (Δεύτερο εἶδος) «πίστεως εἶναι ἡ πραγμάτωση ὅσων ἐλπίζουμε, ἡ ἀπόδειξη πραγμάτων ποὺ δὲν βλέπουμε»· ἢ εἶναι ἀναμφίβολη καὶ ἀδιάκριτη ἐλπίδα τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς καὶ ἡ ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων μας. Τὸ πρῶτο εἶδος πίστεως εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δικῆς μας θελήσεως, ἐνῶ τὸ δεύτερο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι μὲ τὸ βάπτισμα ἀποκόπτεται ὅλο το βάρος ποὺ εἴχαμε ἀπὸ τὴ δημιουργία μας, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία, καὶ γινόμαστε πνευματικὸς Ἰσραὴλ καὶ λαὸς τοῦ Θεοῦ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 84. Γιὰ τὸ σταυρό, καὶ ἀκόμη γιὰ τὴν πίστη. «Ὁ λόγος γιὰ τὸ σταυρὸ ἀποτελεῖ ἀνοησία γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι νὰ χαθοῦν, ἐνῶ γιὰ ὅσους πρόκειται νὰ σωθοῦν εἶναι δύναμη τοῦ Θεοῦ. «Διότι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει Πνεῦμα Θεοῦ τὰ ἐξετάζει ὅλα, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος τῆς λογικῆς δὲ δέχεται τὰ πνευματικά». Ἀποτελεῖ δηλαδὴ ἀνοησία γιὰ ὅσους δὲν τὸν δέχονται μὲ πίστη καὶ δὲν ὑπολογίζουν τὴν ἀγαθότητα καὶ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐξετάζουν τὰ θεία μὲ ἀνθρώπινους καὶ φυσικοὺς λογισμούς· διότι ὅλα τα θεία ξεπερνοῦν τὴ φύση, τὴ λογικὴ καὶ τὴ σκέψη. Ἐὰν δηλαδὴ κανεὶς σκεφτεῖ, πῶς ὁ Θεὸς τὰ δημιούργησε ὅλα ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη καὶ γιὰ ποιὰ αἰτία, καὶ θελήσει νὰ τὰ συλλάβει μὲ τὴ λογική της φύσεώς του, δὲν θὰ τὰ καταφέρει· διότι αὐτὴ ἡ γνώση εἶναι ψυχικὴ καὶ διαβολική. Ἐὰν ὅμως κάποιος, μὲ ὁδηγὸ τὴν πίστη, σκεφτεῖ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός, παντοδύναμος, ἀληθινός, σοφὸς καὶ δίκαιος, τότε θὰ διαπιστώσει ὅτι ὅλα εἶναι ὁμαλὰ καὶ κανονικὰ καὶ ὁ δρόμος εὐθύς. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθοῦμε χωρὶς τὴν πίστη· διότι ὅλα, καὶ τὰ ἀνθρώπινα καὶ τὰ πνευματικά, ὑφίστανται μὲ τὴν πίστη. Οὔτε δηλαδὴ ὁ γεωργὸς χωρὶς πίστη ἀνοίγει τὸ αὐλάκι τοῦ χωραφιοῦ, οὔτε ὁ ἔμπορος ἐμπιστεύεται τὴ ζωή του σὲ μικρὸ πλοῖο μέσα στὸ φουρτουνιασμένο πέλαγος τῆς θάλασσας, οὔτε γάμοι γίνονται, οὔτε κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ βιωτικά. Μὲ τὴν πίστη δεχόμαστε ὅτι ὅλα ἔχουν προέλθει ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ· ὅλα, καὶ τὰ θεία καὶ τὰ ἀνθρώπινα, τὰ κατορθώνουμε μὲ τὴν πίστη. Ἡ πίστη εἶναι συγκατάθεση χωρὶς πολλὴ ἔρευνα. Κάθε πράξη βέβαια καὶ κάθε θαῦμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πολὺ μεγάλο, θεῖο καὶ σπουδαῖο, ἀλλὰ τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἀπ’ ὅλα εἶναι ὁ τίμιος σταυρός του. Διότι, μὲ τίποτε ἄλλο δὲν καταργήθηκε ὁ θάνατος, δὲν συγχωρέθηκε ἡ ἁμαρτία τοῦ προπάτορά μας, δὲν ἔχασε ὁ ἅδης τὰ θύματά του, δὲν μᾶς δόθηκε ὡς δῶρο ἡ ἀνάσταση, δὲν μᾶς δόθηκε ἡ δύναμη νὰ περιφρονοῦμε τὰ παρόντα καὶ τὸν ἴδιο ἀκόμη τὸ θάνατο, δὲν πετύχαμε τὴν ἐπανόδό μας στὴν παλαιὰ μακαριότητα, δὲν μᾶς ἀνοίχθηκε ὁ Παράδεισος, δὲν κάθισε ἡ φύση μας στὰ δεξιά του Θεοῦ, δὲν γίναμε παιδιὰ καὶ κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ, παρὰ μόνον (πετύχαμε ὅλα τα παραπάνω) μὲ τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὸ σταυρὸ δηλαδὴ κατορθώσαμε ὅλα αὐτά. Διότι, λέει ὁ Ἀπόστολος, «ὅσοι βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δοκιμάσαμε τὸ θάνατό του». Καὶ ὅσοι βαπτισθήκαμε στὸ Χριστό, ντυθήκαμε τὸ Χριστό. Ὁ Χριστὸς δηλαδὴ «εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ». Νά, ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ὁ σταυρός, μᾶς ἕντυσε μὲ τὴν ἐνυπόστατη σοφία καὶ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ κήρυγμα γιὰ τὸ σταυρὸ εἶναι δύναμη τοῦ Θεοῦ ἢ διότι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἡ νίκη σὲ βάρος τοῦ θανάτου, μᾶς δόθηκε χάρη σ’ αὐτόν, ἢ διότι, ὅπως ἀκριβῶς οἱ τέσσερις κεραῖες τοῦ σταυροῦ κρατοῦνται στέρεες ἀπὸ τὸ κέντρο ποὺ ὑπάρχει στὸ μέσον, ἔτσι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ συγκρατεῖται τὸ ὕψος καὶ τὸ βάθος, τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος, δηλαδὴ ὅλη ἡ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη δημιουργία. Αὐτὸς (ὁ σταυρὸς) μᾶς δόθηκε σὰν σημάδι πάνω στὸ μέτωπό μας, ὅπως στὸν Ἰσραὴλ δόθηκε ἡ περιτομή· μ’ αὐτὸν οἱ πιστοὶ ξεχωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ γινόμαστε γνωστοί. Αὐτὸς εἶναι ἡ σημαία, τὸ ὅπλο καὶ τὸ τρόπαιο ἐνάντια στὸ Διάβολο. Αὐτὸς εἶναι ἡ σφραφίδα, γιὰ νὰ μὴν μᾶς κτυπᾶ ὁ ἐξολοθρευτής μας, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τὸ στήριγμα αὐτῶν ποὺ στέκονται, τὸ ραβδὶ ποὺ μᾶς ποιμαίνει, ἡ χειραγωγία τῶν μετανοούντων, ἡ τελείωση αὐτῶν ποὺ προοδεύουν, ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ἡ ἀπόκρουση ὅλων των κακῶν, ὁ πρόξενος ὅλων των ἀγαθῶν, ἡ κατάργηση τῆς ἁμαρτίας, τὸ φυτὸ τῆς ἀναστάσεως, τὸ ξύλο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Πρέπει λοιπὸν νὰ προσκυνοῦμε ὡς ἀληθινὰ σεβαστὸ αὐτὸ τὸ τίμιο ξύλο, πάνω στὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς πρόσφερε γιὰ μᾶς θυσία τὸν ἑαυτό του, διότι ἁγιάσθηκε μὲ τὴν ἁφὴ τοῦ ἁγίου σώματος καὶ αἵματός του· πρέπει νὰ προσκυνοῦμε τὰ καρφιά, τὴ λόγχη, τὰ ἐνδύματα καὶ τοὺς ἁγίους τόπους του, ὅπως εἶναι ἡ φάτνη, τὸ σπήλαιο, ὁ σωτήριος Γολγοθάς, ὁ ζωοοποιὸς τάφος, ἡ Σιῶν, ἡ μητέρα τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὰ παρόμοια, ὅπως λέει ὁ θεοπάτορας Δαβίδ: «Θὰ εἰσέλθουμε στὰ σκηνώματά του, θὰ προσκυνήσουμε στὸν τόπο ὅπου καρφώθηκαν τὰ πόδια του». Ὅτι ἐννοεῖ τὸ σταυρό, τὸ φανερώνει καὶ τὸ ἑπόμενο: «Ἀναστήσου, Κύριε, ἀπὸ τὸ τόπο ὅπου ἔχεις ἀναπαυθεῖ»· διότι ἡ ἀνάσταση ἀκολουθεῖ τὸ σταυρό. Καὶ ἂν οἱ ἐρωτευμένοι ποθοῦν πολύ το σπίτι, τὸ κρεβάτι καὶ τὸ σκέπασμά τους, πόσο πολὺ περισσότερο (δὲν θὰ ποθοῦμε) τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας, μὲ τὰ ὁποῖα ἔχουμε σωθεῖ; Προσκυνοῦμε μάλιστα καὶ τὸ σχῆμα τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ, ἀκόμη κι ἂν εἶναι κατασκευασμένο ἀπὸ διαφορετικὸ ὑλικό· διότι, ἀλίμονο, δὲν τιμᾶμε τὴν ὕλη, ἀλλὰ τὸ σχῆμα σὰν σύμβολο τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ στὴ διαθήκη του πρὸς τοὺς μαθητὲς τοῦ εἶπε: «Τότε τὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου θὰ φανερωθεῖ στὸν οὐρανό», καὶ ἐννοοῦσε τὸ σταυρό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἄγγελος, ποῦ παρουσιάσθηκε στὶς γυναῖκες μετὰ τὴν Ἀνάσταση, τὶς εἶπε: «Ψάχνετε τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο, τὸν σταυρωμένο;»· καὶ ὁ Ἀπόστολος εἶπε ἐπίσης: «Ἐμεῖς κηρύσσουμε τὸν σταυρωμένο Χριστό». Πολλοὶ δηλαδὴ εἶναι οἱ «Χριστοὶ» καὶ οἱ «Μεσίες», ἀλλὰ ἕνας ὁ σταυρωμένος. Καὶ δὲν εἶπε λογχισμένο, ἀλλὰ σταυρωμένο. Πρέπει, λοιπόν, νὰ προσκυνᾶμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Διότι ὅπου εἶναι αὐτὸ τὸ σημεῖο, καὶ Αὐτὸς ἐκεῖ θὰ εἶναι.Καὶ τὴν ὕλη πάλι, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶναι φτιαγμένο τὸ σχῆμα τοῦ σταυροῦ, εἴτε εἶναι χρυσάφι εἴτε πολύτιμοι λίθοι, μετὰ τὴ διάλυση τοῦ σχήματος, ἐὰν τυχὸν συμβεῖ, δὲν πρέπει νὰ τὸ προσκυνᾶμε. Διότι προσκυνᾶμε ὅλα τα ἀφιερώματα στὸ Θεὸ ἀπονέμοντας τὸ σεβασμὸ σ’ Αὐτόν. Αὐτὸν τὸν τίμιο σταυρὸ προτύπωσε τὸ ξύλο τῆς ζωῆς ποὺ ὁ Θεὸς φύτευσε μέσα στὸν παράδεισο· ἐπειδή, δηλαδή, ὁ θάνατος προῆλθε ἀπὸ (τὴ γεύση) τοῦ ξύλου, ἔπρεπε καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση νὰ δοθεῖ μέσω ξύλου. Πρῶτος ὁ Ἰακὼβ ἐξεικόνισε τὸ σταυρό, μὲ τὴν προσκύνηση στὴν ἄκρη τοῦ ραβδιοῦ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ ὅταν σταυροειδῶς εὐλόγησε μὲ τὰ χέρια τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωσήφ· τὸ ραβδὶ τοῦ Μωϋσῆ, ἐπίσης, διέγραψε μὲ πολὺ σαφῆ τρόπο τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὅταν χτύπησε τὴ θάλασσα καὶ ἔσωσε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ καταποντίζοντας τὸν Φαραώ· τὸ ἴδιο καὶ τὰ χέρια ποὺ ὑψώθηκαν σὲ σχῆμα σταυροῦ καὶ οἱ Ἀμαληκίτες νικήθηκαν· ἀκόμη, τὸ πικρὸ νερὸ μὲ τὸ ξύλο ἔγινε γλυκό, ὁ βράχος (μὲ τὸ ξύλο) ἄνοιξε καὶ πήγασε νερό· τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρῶν, ἐπίσης, ποὺ δείχνει τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα· τὸ φίδι ἀκόμη ποὺ ὁδηγεῖται σὲ θρίαμβο νεκρωμένο πάνω σε ξύλο· ἐπειδὴ τὸ ξύλο ἔσωζε αὐτοὺς ποὺ ἔβλεπαν τὸν ἐχθρὸ νὰ εἶναι νεκρὸς καὶ ὅσοι πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει σταυρωθεῖ μὲ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, ἂν καὶ εἶναι ἀναμάρτητος. Ὁ μεγάλος Μωϋσῆς λέει: «Θὰ δεῖτε αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ζωή σας νὰ εἶναι κρεμασμένος σὲ ξύλο ἀπέναντί σας»· καὶ ὁ Ἠσαΐας λέει ἐπίσης: «Ὅλη τὴν ἡμέρα ἅπλωσα τὰ χέρια μου σὲ ἀνυπάκουο καὶ ἀντιρρησία λαό». Ὅσοι προσκυνᾶμε αὐτὸ (τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ) μακάρι νὰ ἀξιωθοῦμε τὴν κληρονομιὰ τοῦ σταυρωμένου Χριστοῦ. Ἀμήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 85. Γιὰ τὴν προσκύνηση πρὸς τὴν ἀνατολή. Δὲν προσκυνᾶμε ἁπλὰ καὶ τυχαία πρὸς τὴν ἀνατολή, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχουμε πλασθεῖ ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη φύση, δηλαδὴ ἀπὸ νοητὴ καὶ αἰσθητή, γι’ αὐτὸ καὶ προσφέρουμε στὸ Δημιουργὸ διπλὴ προσκύνηση, ὅπως ἀκριβῶς ψάλλουμε καὶ μὲ τὸ νοῦ καὶ μὲ τὰ χείλη τοῦ σώματος, καὶ ὅπως βαπτιζόμαστε μὲ τὸ νερὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὅπως ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Κύριο μὲ διπλὸ τρόπο, καὶ μὲ τὴ μετοχὴ στὰ μυστήρια καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Θεὸς εἶναι «νοητὸ φῶς» καὶ «ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» καὶ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἔχει μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ τὸ ὄνομα «ἀνατολή», πρέπει νὰ τοῦ ἀφιερώνουμε τὴν ἀνατολὴ γιὰ προσκύνηση· διότι καθετὶ καλὸ πρέπει ν’ ἀφιερώνεται στὸ Θεό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται κάθε ἀγαθό. Λέει μάλιστα ὁ προφήτης Δαβίδ: «Οἱ βασιλεῖες τῆς γῆς ὑμνεῖστε τὸ Θεό, ψάλατε τὸν Κύριο ποὺ ἔχει ἀνεβεῖ στὸν ἀνώτατο οὐρανὸ πρὸς τὴν ἀνατολή». Καὶ ἀκόμη λέει ἡ Γραφή: «Ὁ Θεὸς φύτευσε παράδεισο ἀνατολικὰ στὴν Ἐδὲμ ὅπου ἐγκατάστησε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔπλασε»· καὶ ὅταν αὐτὸς ἔκανε τὴν παρακοή, τὸν ἐξόρισε ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ τὸν ἐγκατάστησε «ἀπέναντι ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς ἀπολαύσεως», δηλαδὴ πρὸς τὴ δύση. Ἐπιζητοῦμε, λοιπόν, τὴν πρώτη πατρίδα μας καὶ γι’ βλέπουμε πρὸς αὐτὴν (ἀνατολικὰ) καὶ προσκυνοῦμε τὸ Θεό. Καὶ ἡ σκηνὴ τοῦ Μωϋσῆ εἶχε τὸ καταπέτασμα καὶ τὸ ἰλαστήριο πρὸς τὴν ἀνατολή. Καὶ ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, σὰν ἡ πιὸ ἐκλεκτή, ἦταν παραταγμένη ἀνατολικά. Καὶ στὸ φημισμένο Ναὸ τοῦ Σολομώντα ἡ πύλη τοῦ Κυρίου ἦταν πρὸς τὴν ἀνατολή. Ὁ Κύριος ὅμως, ὅταν σταυρωνόταν, ἔβλεπε πρὸς τὴ δύση, καὶ ἔτσι τὸν προσκυνοῦμε βλέποντας τὸ πρόσωπό του. Καὶ ὅταν ἀναλήφθηκε, πρὸς τὴν ἀνατολὴ ἀνέβαινε, καὶ ἔτσι οἱ Ἀπόστολοι τὸν προσκύνησαν· καὶ πάλι ἔτσι θὰ ἔλθει (στὴ Δευτέρα Παρουσία), μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸν εἶδαν ν’ ἀναλαμβάνεται στὸν οὐρανό, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «Ὅπως ἡ ἀστραπὴ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ καὶ φθάνει ἕως τὴ δύση, ἔτσι θὰ γίνει καὶ ἡ (δευτέρα) παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Προσμένοντας τὸν, λοιπόν, προσκυνοῦμε ἀνατολικά. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἄγραφη ἀποστολικὴ παράδοση· διότι πολλά μας τὰ παραδοσαν χωρὶς νὰ τὰ γράψουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 86. Γιὰ τὰ ἅγια καὶ ἄχραντα μυστήρια τοῦ Κυρίου. Ὁ ἀγαθὸς καὶ πανάγαθος καὶ ὑπεράγαθος Θεός, ποὺ ἔχει τὴν πληρότητα τῆς ἀγαθωσύνης, ἐξαιτίας τῆς ὑπερβολικῆς ἀγαθότητός του, δὲν ἤθελε νὰ ὑπάρχει μόνον ἡ δική του ἀγαθὴ φύση καὶ κανεὶς νὰ μὴν μετέχει σ’ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο πρῶτα ἔπλασε τὶς νοερὲς καὶ οὐράνιες δυνάμεις, ἔπειτα τὸν ὁρατὸ καὶ αἰσθητὸ κόσμο καὶ τέλος τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀποτελεῖται καὶ ἀπὸ νοερὸ καὶ ἀπὸ αἰσθητὸ μέρος. Ὅλα ὅσα Αὐτὸς δημιούργησε μετέχουν στὴ δική του ἀγαθότητα ὅσον ἀφορᾶ στὴν ὕπαρξή τους· διότι Αὐτὸς τοὺς χάρισε τὴν ὕπαρξη, ἐπειδὴ «τὰ δημιουργήματα ὑπάρχουν ἀπ’ αὐτόν»· ὄχι διότι μόνον Αὐτὸς τὰ ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ δική του ἐνέργεια συντηρεῖ καὶ συγκρατεῖ τὰ δημιουργήματά του. Περισσότερο βέβαιά τα ζωντανὰ πλάσματά του· διότι μετέχουν στὸ ἀγαθὸ καὶ λόγω τῆς ὑπάρξεώς τους καὶ λόγω τῆς μετοχῆς τους στὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς. Τὰ λογικὰ ὄντα πάλι μετέχουν περισσότερο, καὶ στὰ προαναφερθέντα καὶ στὴ λογική· διότι εἶναι πιὸ κοντὰ σ’ Αὐτόν, ἂν καὶ βέβαια Αὐτὸς τὰ ξεπερνᾶ σὲ ἀσύγκριτο βαθμό. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, μὲ τὸ νὰ γίνει λογικὸς καὶ αὐτεξούσιος, ἔχει πάρει τὴν ἐξουσία νὰ ἑνώνεται συνεχῶς μὲ τὸ Θεὸ μέσω τῆς δικῆς του θελήσεως· μὲ τὴν προϋπόθεση βέβαια νὰ παραμένει στὸ ἀγαθό, νὰ ὑπακούει δηλαδὴ στὸ Δημιουργό. Ἐπειδή, λοιπόν, ἔγινε παραβάτης τῆς ἐντολῆς τοῦ Δημιουργοῦ του καὶ ἔπεσε στὴν κατάσταση τοῦ θανάτου καὶ τῆς φθορᾶς, ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός του γένους μας, χάρη στὴν πολλή του εὐσπλαγχνία, ἔγινε ἄνθρωπος ὅμοιος μὲ μᾶς σὲ ὅλα –ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία–, καὶ ἑνώθηκε μὲ τὴ φύση μας. Ἐπειδὴ δηλαδὴ μᾶς μετέδωσε τὴν εἰκόνα του καὶ τὸ πνεῦμα του καὶ δὲν τὸ τηρήσαμε, γίνεται ὁ ἴδιος μέτοχός της φτωχῆς καὶ ἀδύναμης φύσεώς μας, γιὰ νὰ μᾶς καθαρίσει καὶ νὰ μᾶς κάνει ἄφθαρτους καὶ μέτοχους καὶ πάλι τῆς θεότητός του. Ἔπρεπε, λοιπόν, ὄχι μόνον ἡ πρώτη ἀρχὴ τῆς φύσεώς μας (ὁ Ἀδὰμ) νὰ μετάσχει στὸ ἀνώτερο (Θεό), ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπος ποὺ θέλει, νὰ μπορεῖ νὰ ξαναγεννηθεῖ γιὰ δεύτερη φορὰ καὶ νὰ τραφεῖ μὲ ξένη τροφὴ καὶ κατάλληλη γιὰ τὴν ἀναγέννησή του, καὶ ἔτσι νὰ φθάσει στὴν τελειότητα. Μὲ τὴ γέννησή του βέβαια, δηλαδὴ μὲ τὴ σάρκωση, τὸ βάπτισμα, τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάστασή του ἐλευθέρωσε τὴ φύση τοῦ προπάτορά μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸ θάνατο καὶ τὴ φθορὰ καὶ ἔγινε ἡ πρώτη ἀρχὴ τῆς ἀναστάσεως· ἔκανε τὸν ἑαυτὸ τοῦ παράδειγμα, τύπο καὶ ὑπογραμμό, ὥστε κι ἐμεῖς ν’ ἀκολουθήσουμε στ’ ἀχνάρια του· καί, ἐνῶ αὐτὸς εἶναι φυσικὸς γιός, ἐμεῖς νὰ γίνουμε θετοὶ γιοὶ καὶ κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι δικοί του. Μᾶς χάρισε, ὅπως εἶπα, δεύτερη γέννηση, ὥστε ὅπως, ὅταν γεννηθήκαμε ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, γίναμε ὅμοιοί του καὶ κληρονομήσαμε τὴν τιμωρία καὶ τὴ φθορά, ἔτσι καὶ τώρα ποὺ γεννηθήκαμε ἀπ’ Αὐτόν, νὰ γίνουμε ὅμοιοι δικοί Του καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν ἀφθαρσία, τὴν εὐλογία καὶ τὴ δόξα του. Ἀκόμη, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Ἀδὰμ εἶναι πνευματικός, ἔπρεπε καὶ ἡ γέννησή του νὰ εἶναι πνευματική· τὸ ἴδιο καὶ ἡ τροφή του. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁρισμένοι εἴμαστε διπλοὶ καὶ σύνθετοι, πρέπει καὶ ἡ γέννησή μας νὰ εἶναι διπλή, τὸ ἴδιο καὶ ἡ τροφὴ μᾶς σύνθετη. Ἡ γέννηση βέβαιά μας δόθηκε μὲ τὸ νερὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐννοῶ δηλαδὴ μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα· ἡ τροφὴ μᾶς ὅμως εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Διότι, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ καταδεχθεῖ τὸν ἑκούσιο θάνατο γιὰ χάρη μας, τὴ νύχτα ποὺ θὰ παρέδιδε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄφησε νέα διαθήκη στοὺς ἁγίους μαθητὲς καὶ ἀποστόλους του καὶ μέσω αὐτῶν σε ὅλους ὅσοι πιστεύουν σ’ αὐτόν. Στὸ ὑπερῶο, λοιπόν, τῆς ἁγίας καὶ ἐνδόξου Σιῶν, ἀφοῦ ἔφαγε τὸ παλαιὸ Πάσχα μὲ τοὺς μαθητές του καὶ ὁλοκλήρωσε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὴ συνέχεια νίπτει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του, παραδίδοντας σύμβολο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ἔπειτα ἔκοψε τὸν ἄρτο καὶ τὸν μοίρασε σ’ αὐτοὺς λέγοντας: «Πάρτε νὰ φᾶτε, αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου ποὺ κόπηκε (θυσιάστηκε) γιὰ τὴ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν σας». Παρόμοια, πῆρε καὶ τὸ ποτήριο μὲ κρασὶ καὶ νερὸ καὶ τοὺς τὸ πρόσφερε λέγοντας: «Ὅλοι νὰ πιεῖτε ἀπ’ αὐτό· αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα τῆς νέας διαθήκης ποὺ χύνεται γιὰ σᾶς, νὰ συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες σας· αὐτὸ νὰ τὸ κάνετε γιὰ νὰ μὲ θυμάστε. Ὅσες φορὲς δηλαδὴ τρῶτε αὐτὸν τὸν ἄρτο καὶ πίνετε αὐτὸ τὸ ποτήριο, κηρύσσετε τὸ θάνατο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁμολογεῖτε τὴν ἀνάστασή του, ἕως νὰ ἔλθει (πάλι μὲ τὴ δευτέρα παρουσία του). Ἐάν, λοιπόν, «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωντανὸς καὶ δραστικὸς» καὶ «ὁ Κύριος ἔκανε ὅλα ὅσα θέλησε», καὶ ἀκόμη ὅταν εἶπε «νὰ γίνει φῶς, καὶ ἔγινε καὶ νὰ γίνει τὸ στερέωμα, καὶ ἔγινε»· «ἐὰν οἱ οὐρανοὶ στερεώθηκαν μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου, καὶ ὅλη ἡ δύναμή τους στηρίζεται στὸ πνεῦμα ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του»· ἐὰν ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, τὸ νερό, ἡ φωτιά, ὁ ἀέρας καὶ ὅλα τα συναφῆ τους δημιουργήθηκαν μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου, ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ ἀξιοθαύμαστη ὕπαρξη, ὁ ἄνθρωπος· ἐὰν μὲ τὴ θέλησή του ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔκανε χωρὶς ἀνδρικὸ σπέρμα σάρκα τοῦ τὰ καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα αἵματα τῆς Ἁγίας Ἀειπαρθένου, πῶς θὰ τοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ μεταβάλει τὸν ἄρτο σὲ σῶμα του καὶ τὸ κρασὶ καὶ τὸ νερὸ σὲ αἷμα του; Εἶπε στὴν ἀρχὴ (τῆς δημιουργίας): «Ἡ γῆ νὰ βγάλει χορτάρι»· καὶ μέχρι τώρα μὲ τὴ βροχὴ ποὺ πέφτει ἡ γῆ βγάζει τὰ ἴδια χόρτα, διότι ἡ θεία ἐντολὴ τὴν παρακινεῖ καὶ τῆς δίνει δύναμη. Εἶπε ὁ Θεός: «Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου», καὶ «αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα μου», καὶ «αὐτὸ νὰ τὸ κάνετε γιὰ νὰ μὲ θυμάσθε»· καὶ πράγματι, μὲ τὸ παντοδύναμο πρόσταγμά του, αὐτὸ γίνεται ἕως νὰ ἔλθει πάλι. Διότι ἔτσι εἶπε: «ἕως ὅτου ἔλθει». Καὶ πέφτει βροχὴ γιὰ τὴ νέα καλλιέργεια μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὅλα τα σκεπάζει. Ὅπως δηλαδὴ ὅλα, ὅσα ὁ Θεὸς ἔφτιαξε, τὰ ἔφτιαξε μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔτσι καὶ τώρα ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος πραγματοποιεῖ τὰ ὑπερφυσικά, τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ νὰ τὰ χωρέσει ὁ νοῦς, παρὰ μόνον ἡ πίστη. «Πῶς θὰ μοῦ συμβεῖ αὐτό, ἀφοῦ δὲν ἔχω σχέση μὲ ἄνδρα;», ἀναρωτιέται ἡ ἁγία Παρθένος. «Τῆς ἁπαντὰ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ: «Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ σὲ ἐπισκεφτεῖ καὶ ἡ δύναμη τοῦ ὕψιστου Θεοῦ θὰ σὲ σκεπάσει». Καὶ σὺ τώρα ρωτᾶς: πῶς ὁ ἄρτος γίνεται σῶμα Χριστοῦ καὶ τὸ κρασὶ καὶ τὸ νερὸ αἷμα Χριστοῦ; Σοῦ ἀπαντῶ ἐγώ: τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὰ ἐπιφοιτᾶ καὶ τὰ μεταβάλλει ὑπερβαίνοντας τὴ λογικὴ καὶ τὴ σκέψη. Παίρνουμε (στὴ μετάληψη) ἄρτο καὶ οἶνο· διότι ὁ Θεὸς γνωρίζει τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἡ ὁποία ἀποφεύγει συνήθως αὐτὰ τὰ ὁποῖα δὲν τὰ γνώρισε μὲ τὴ χρήση, ἀφοῦ τὴ στενοχωροῦν. Δείχνοντας, λοιπόν, τὴ γνωστή του συγκατάβαση πραγματοποιεῖ τὰ ὑπερφυσικὰ μὲ μέσα γνωστὰ στὴ φύση μας. Καὶ ὅπως στὸ βάπτισμα, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι συνηθίζουν νὰ λούζονται μὲ νερὸ καὶ νὰ χρίονται μὲ λάδι, σύνδεσε μὲ τὸ λάδι καὶ τὸ νερὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸ ἔκανε λουτρὸ ἀναγεννήσεως, ἔτσι κι ἐδῶ, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι συνήθως τρῶνε ψωμὶ καὶ πίνουν νερό, σύνδεσε μ’ αὐτὰ τὰ δύο τὴ θεότητά του καὶ τὰ μετέβαλε σὲ σῶμα καὶ αἷμα δικό του, ὥστε μὲ τὰ συνηθισμένα καὶ φυσικὰ νὰ ὁδηγούμαστε στὰ ὑπερφυσικά. Τὸ σῶμα ποὺ (κοινωνᾶμε) καὶ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο εἶναι ἀληθινὰ σῶμα ἑνωμένο μὲ τὴ θεία φύση· δὲν κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸ σῶμα ποὺ ἀναλήφθηκε, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος μεταβάλλονται σὲ σῶμα καὶ αἷμα Θεοῦ. Καὶ ἐὰν θέλεις νὰ μάθεις τὸν τρόπο –πῶς γίνεται–, σοῦ ἀρκεῖ ν’ ἀκούσεις ὅτι γίνεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· ὅπως ἀκριβῶς ὁ Κύριος πῆρε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ σάρκα ἀπὸ τὴν ἁγία Θεοτόκο μέσω τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ δὲν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο, ἀλλὰ μόνον ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινός, δραστήριος καὶ παντοδύναμος, ἐνῶ ὁ τρόπος (τῆς σαρκώσεως) ἀνεξερεύνητος. Καλὸ εἶναι νὰ ποῦμε καὶ τὸ ἑξῆς, ὅτι, ὅπως εἶναι φυσιολογικὸ στὸ φαγητὸ τὸ ψωμί, τὸ κρασὶ καὶ τὸ νερὸ μὲ τὴν πρόσληψή τους νὰ μεταβάλλονται σὲ σῶμα καὶ αἷμα αὐτοῦ ποὺ τὰ τρώει καὶ τὰ πίνει, καὶ δὲν σχηματίζεται διαφορετικὸ σῶμα ἀπὸ τὸ προηγούμενο, ἔτσι καὶ ὁ ἄρτος τῆς προθέσεως, τὸ κρασὶ καὶ τὸ νερὸ μὲ τὴν ἐπίκληση καὶ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μεταποιοῦνται μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο στὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ· καὶ δὲν εἶναι δύο σώματα, ἀλλὰ ἕνα καὶ τὸ ἴδιο. Καὶ γίνεται σ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη μεταλαμβάνουν ἐπάξια ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, αἰώνια ζωὴ καὶ φυλακτήριο τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός τους, ἐνῶ, σὲ ὅσους μὲ ἀπιστία κοινωνοῦν ἀνάξια, γίνεται κολαστήριο καὶ τιμωρία· ὅπως καὶ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ἔγινε στοὺς πιστοὺς ζωὴ καὶ ἀφθαρσία γιὰ ν’ ἀπολαύσουν τὴν αἰώνια μακαριότητα, ἐνῶ στοὺς ἀνυπάκουους καὶ φονιάδες τοῦ Κυρίου ἔγινε τιμωρία καὶ αἰώνια κόλαση. Ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος δὲν εἶναι πρότυπό του σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ –ἀλίμονο–, ἀλλὰ εἶναι τὸ ἴδιο το θεωμένο σῶμα τοῦ Κυρίου, ὅπως τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου», ὄχι πρότυπό του σώματος, καὶ ὄχι πρότυπό του αἵματος ἀλλὰ «τὸ αἷμα μου»· καὶ πρὶν πεῖ αὐτό, εἶχε πεῖ στοὺς Ἰουδαίους, ὅτι, «ἐὰν δὲν φᾶτε τὴ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν θὰ ἔχετε αἰώνια ζωή. Διότι ἡ σάρκα μου εἶναι ἀληθινὸ φαγητὸ καὶ τὸ αἷμα μου ἀληθινὸ πιοτό»· καὶ ἀλλοῦ εἶπε: «Αὐτὸς ποὺ μὲ τρώει θὰ ζεῖ». Γι’ αὐτὸ μὲ κάθε φόβο, μὲ καθαρὴ συνείδηση καὶ ἀμετεώριστη πίστη ἃς πλησιάσουμε· καὶ ὁπωσδήποτε, ἐὰν δὲν ἀμφιβάλλουμε, θὰ συμβεῖ σὲ μᾶς ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη μας. Καὶ ἃς τιμήσουμε αὐτὸ μὲ κάθε καθαρότητα, ψυχικὴ καὶ σωματική· διότι εἶναι διπλό. Ἃς τὸ πλησιάσουμε μὲ θερμὸ πόθο, καὶ σταυρώνοντας τὶς παλάμες τῶν χεριῶν μας νὰ δεχθοῦμε τὸ σῶμα τοῦ σταυρωμένου (Κυρίου)· νὰ προσηλώσουμε τὰ μάτια, τὰ χείλη καὶ τὰ μέτωπα καὶ νὰ μεταλάβουμε τὸ θεῖο ἄνθρακα, ὥστε ἡ φωτιὰ τοῦ πόθου μας νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴ φωτιὰ τοῦ ἄνθρακα, νὰ κατακάψει τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ φωτίσει τὶς καρδιές μας· ἔτσι, μὲ τὴ μετοχή μας στὴ θεία φωτιὰ νὰ πυρποληθοῦμε καὶ νὰ θεωθοῦμε. Ὁ Ἠσαΐας εἶδε ἄνθρακα· καὶ ὁ ἄνθρακας δὲν εἶναι ἁπλὸ ξύλο, ἀλλὰ ἑνωμένο μὲ φωτιά· ἔτσι καὶ ὁ ἄρτος τῆς θείας κοινωνίας δὲν εἶναι ἁπλὸς ἄρτος, ἀλλὰ ἑνωμένος μὲ τὴ θεότητα. Καὶ τὸ σῶμα ποὺ ἔχει ἑνωθεῖ μὲ τὴ θεότητα, δὲν εἶναι μία φύση, ἀλλὰ ἄλλη εἶναι ἡ φύση τοῦ σώματος καὶ ἄλλη ἡ φύση τῆς θεότητος ποὺ εἶναι ἑνωμένη μ’ αὐτό· ἑπομένως, εἶναι καὶ τὰ δύο μαζί, ὄχι μία ἀλλὰ δύο φύσεις. Ὁ Μελχισεδέκ, ὁ ἱερέας τοῦ ὕψιστου Θεοῦ, φιλοξένησε τὸν Ἀβραὰμ μὲ ἄρτο καὶ οἶνο, ὅταν ἐκεῖνος ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴ σφαγὴ τῶν ἀλλοεθνῶν. Ἡ τράπεζα ἐκείνη προεικόνιζε αὐτὴ τὴ μυστικὴ τράπεζα, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος ὁ ἱερέας ἦταν τύπος καὶ εἰκόνα τοῦ ἀληθινοῦ ἀρχιερέα Χριστοῦ. Διότι εἶπε (γιὰ τὸ Χριστό): «Σὺ εἶσαι αἰώνιος ἱερέας σύμφωνα μὲ τὸν τύπο τοῦ Μελχισεδέκ». Καὶ οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως ἀπεικόνιζαν αὐτὸ τὸν ἄρτο. Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ καθαρὴ θυσία, ἡ ἀναίμακτη δηλαδή, τὴν ὁποία μέσω τοῦ προφήτη ὅρισε ὁ Κύριος νὰ τοῦ τὴν προσφέρουμε ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ ἕως τὴ δύση τοῦ ἥλιου. Εἶναι τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ συνιστᾶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας, χωρὶς νὰ δαπανᾶται καὶ νὰ φθείρεται ἢ ν’ ἀποβάλλεται στὸν ἀφεδρώνα –ποτὲ νὰ μὴν γίνει κάτι τέτοιο– ἀλλὰ συνιστᾶ τὴν οὐσία μας καὶ τὴ συντηρεῖ· ἀποτελεῖ ὀχύρωμα γιὰ κάθε εἴδους βλάβη καὶ καθαρτήριο κάθε ἀκαθαρσίας. Ἂν βέβαια δεχθεῖ νοθευμένο χρυσάφι, τὸ καθαρίζει μὲ τὴν φωτιὰ τῆς κρίσεως, γιὰ νὰ μὴν καταδικασθοῦμε στὴ μέλλουσα κρίση μαζὶ μὲ τὸν κόσμο. Καθαρίζει δηλαδὴ μὲ ἀρρώστιες καὶ κάθε λογὴς ἐπιθέσεις, ὅπως λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος: «Ἐὰν κρίναμε τὸν ἑαυτό μας, δὲν θὰ κρινόμασταν. Κι ὅταν κρινόμαστε, ὁ Κύριος μας τιμωρεῖ, γιὰ νὰ μὴν κατακριθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν κόσμο». Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέει: «Ἑπομένως, αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ ἀνάξια το σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, τρώει καὶ πίνει καταδίκη γιὰ τὸν ἑαυτό του». Καθαριζόμαστε μ’ αὐτὸ καὶ ἑνωνόμαστε μὲ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα του καὶ γινόμαστε σῶμα Χριστοῦ. Αὐτὸς ὁ ἄρτος εἶναι ἡ πρώτη ἀρχὴ τοῦ μελλοντικοῦ ἄρτου μας, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἐπιούσιος· ἡ λέξη «ἐπιούσιος» σημαίνει ἢ τὸν μελλοντικὸ ἄρτο, τῆς μέλλουσας δηλαδὴ ζωῆς, ἢ αὐτὸν ποὺ τρῶμε γιὰ τὴ συντήρηση τῆς ὑπάρξεώς μας. Εἴτε ἔτσι, λοιπόν, εἴτε ἀλλιῶς, τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου θὰ ἐννοηθεῖ κατάλληλα· διότι ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου εἶναι πνεῦμα ποὺ ζωοποιεῖ, ἐπειδὴ συνελήφθη ἀπὸ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα. «Διότι αὐτὸ ποὺ ἔχει γεννηθεῖ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα εἶναι πνεῦμα». Αὐτὸ ὅμως τὸ λέω χωρὶς νὰ καταργῶ τὴ φύση τοῦ σώματος, ἀλλὰ θέλω νὰ φανερώσω τὸ ζωοποιὸ καὶ θεῖο τοῦ γνώρισμα. Ἂν καὶ ὁρισμένοι ὀνόμασαν τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο ἀντίτυπα τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, ὅπως εἶπε ὁ θεοφόρος Βασίλειος, δὲν τὰ ὀνόμασαν μετὰ τὸν ἁγιασμό, ἀλλὰ προτοῦ ν’ ἁγιασθοῦν, ἐπειδὴ ἔτσι ὀνόμασαν τὴν προσφορά. Λέγεται μετάληψη· διότι μ’ αὐτὴν μεταλαμβάνουμε τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ. Λέγεται καὶ εἶναι ἀληθινὴ κοινωνία, ἐπειδὴ μέσω αὐτῆς βρισκόμαστε ἐμεῖς σὲ κοινωνία μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μετέχουμε στὴ σάρκα καὶ τὴ θεότητά του. Ἀκόμη μέσω αὐτῆς εἴμαστε σὲ κοινωνία καὶ ἑνότητα μεταξύ μας. Ἐπειδὴ δηλαδὴ μεταλαμβάνουμε ἀπὸ τὸν ἕνα ἄρτο, ὅλοι γινόμαστε ἕνα σῶμα καὶ ἕνα αἷμα Χριστοῦ καὶ μεταξὺ μας μέλη, μὲ τὸ νὰ γινόμαστε σύσσωμοί του Χριστοῦ. Γι’ αὐτό, μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη ἃς προσέξουμε νὰ μὴν παίρνουμε μετάληψη αἱρετικῶν, οὔτε νὰ δίνουμε. Διότι ὁ Κύριος λέει, «μὴ δῶστε τὰ ἅγια στοὺς σκύλους μήτε τοὺς μαργαρίτες σας νὰ τοὺς ρίψετε στὰ γουρούνια», γιὰ νὰ μὴ γίνουμε συνένοχοι στὴν κακοδοξία τους καὶ δεχθοῦμε τὴ δική τους τιμωρία. Διότι, ἂν (ἡ μετάληψη) εἶναι βέβαιη ἕνωση μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μεταξύ μας, τότε ὁπωσδήποτε ἑνωνόμαστε μὲ τὴν προαίρεση μὲ ὅλους ὅσοι μεταλαμβάνουν μαζὶ μέ μας· ἀφοῦ αὐτὴ ἡ ἕνωση δὲν γίνεται χωρὶς τὴ συγκατάθεσή μας, ἀλλὰ μὲ τὴ θέλησή μας. «Ὅλοι, δηλαδή, εἴμαστε ἕνα σῶμα, διότι κοινωνᾶμε ἀπὸ τὸ ἕνα ἄρτο», ὅπως λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος. Καὶ λέγονται ἀντίτυπα τῶν μελλοντικῶν, ὄχι διότι δὲν εἶναι πραγματικὰ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἀλλὰ διότι τώρα μόνο μ’ αὐτὰ μετέχουμε στὴ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ τότε νοητὰ μὲ τὴ θέα τοῦ μόνον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 87. Γιὰ τὴ γενεαλογία τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ τὴν ἁγία Θεοτόκο. Γιὰ τὴν ἁγία καὶ ὑπερύμνητη ἀειπάρθενο Θεοτόκο Μαρία στὰ προηγούμενα (κεφάλαια) ἐκθέσαμε μὲ λεπτομέρειες καὶ παρουσιάσαμε τὸ σπουδαιότερο, ὅτι εἶναι καὶ ὀνομάζεται κατεξοχὴν καὶ ἀληθινὰ Θεοτόκος· τώρα ὅμως θὰ συμπληρώσουμε τὰ ὑπόλοιπα. Αὐτὴ δηλαδὴ ἦταν προορισμένη ἀπὸ τὴν προαιώνια καὶ προγνωστικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ διάφορες προεικονίσεις καὶ λόγια τῶν προφητῶν προεικονίστηκε καὶ προαναγγέλθηκε μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καὶ ὅταν ἦλθε ὁ καθορισμένος καιρός, γεννήθηκε ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαβὶδ σύμφωνα μὲ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ εἶχαν δοθεῖ σ’ αὐτόν. Διότι λέει, «ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε στ’ ἀλήθεια στὸ Δαβὶδ καὶ δὲ θὰ ἀθετήσει τὴν ὑπόσχεση· (εἶπε) ἀπὸ τὸν καρπὸ τῶν ἀπογόνων σου θὰ βάλω στὸ θρόνο σου». Καὶ ἀλλοῦ λέει: «μία φορὰ ὑποσχέθηκα στὸν ἐκλεκτό μου, δὲν θὰ πῶ ψέματα στὸ Δαβίδ. Οἱ ἀπόγονοί του θὰ διατηρηθοῦν στοὺς αἰῶνες· ὁ θρόνος του θὰ λάμπει σὰν τὸν ἥλιο μπροστά μου, σὰν τὴ σελήνη θὰ εἶναι στέρεος στοὺς αἰῶνες καὶ στὸν οὐρανὸ θὰ ὑπάρχει ἀξιόπιστος μάρτυρας». Καὶ ὁ Ἠσαΐας λέει: «Θὰ προέλθει ραβδὶ ἀπὸ τὸν Ἰεσσαὶ καὶ θὰ βγεῖ ἀνθὸς ἀπὸ τὴ ρίζα του». Ὁ Ματθαῖος καὶ ὁ Λουκᾶς, οἱ ἀξιόπιστοι εὐαγγελιστὲς εἶπαν κατηγορηματικὰ ὅτι ὁ Ἰωσὴφ κατάγεται σίγουρα ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Δαβίδ. Ἀλλά, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος ἀναφέρει ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὸ Δαβὶδ μέσω τοῦ Σολομῶντος, ὁ Λουκᾶς λέει ἀπὸ τὸ Νάθαν. Τὴ γέννηση ὅμως τῆς ἁγίας Παρθένου καὶ οἱ δύο τὴν ἀποσιώπησαν. Πρέπει, λοιπόν, νὰ γνωρίζουμε ὅτι δὲν συνήθιζαν οἱ Ἑβραῖοι οὔτε ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ γενεαλογοῦν γυναῖκες. Ὑπῆρχε νόμος νὰ μὴ μνηστεύεται ἡ μία φυλὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὁ Ἰωσὴφ πάλι, ἐφόσον καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Δαβίδ, ὄντας δίκαιος (διότι αὐτὸ βεβαιώνει γι’ αὐτὸν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο), δὲν θὰ μνηστευόταν παράνομα τὴν ἁγία Παρθένο, παρὰ μόνον ἂν καταγόταν ἀπὸ τὴν ἴδια βασιλικὴ γενιά. Γι’ αὐτὸ τοῦ ἦταν ἀρκετὸ νὰ δείξει τὴν καταγωγὴ τοῦ Δαβίδ. Πρέπει μάλιστα νὰ γνωρίζουμε καὶ τὸ ἑξῆς, ὅτι ὑπῆρχε νόμος, ὅταν πέθαινε ἕνας ἄτεκνος ἄνδρας, ὁ ἀδελφός του νὰ νυμφεύεται τὴ γυναίκα τοῦ πεθαμένου καὶ νὰ τεκνοποιεῖ γιὰ τὸν ἀδελφό του. Τὸ παιδὶ ποὺ γεννιόταν ἀνῆκε, σύμφωνα μὲ τὴ φύση, στὸ δεύτερο (ἄνδρα), δηλαδὴ σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ γέννησε, ἐνῶ, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, ἀνῆκε σ’ αὐτὸν ποὺ εἶχε πεθάνει. Ἀπὸ τὴ γενιά, λοιπόν, τοῦ Νάθαν, τοῦ υἱοῦ τοῦ Δαβίδ, ὁ Λευΐ γέννησε τὸ Μελχὶ καὶ τὸν Πάνθηρα· ὁ Πάνθηρας γέννησε αὐτὸν ποὺ ὀνομάσθηκε Βαρπάνθηρας. Αὐτὸς ὁ Βαρπάνθηρας γέννησε τὸν Ἰωακείμ· καὶ ὁ Ἰωακεὶμ γέννησε τὴν ἁγία Θεοτόκο. Ἀπὸ τὴ γενιὰ πάλι τοῦ Σολομώντα, τοῦ γιοῦ τοῦ Δαβίδ, ὁ Ματθᾶν πῆρε γυναίκα, ἀπὸ τὴν ὁποία γέννησε τὸν Ἰακώβ. Ὅταν πέθανε ὁ Ματθᾶν, ὁ Μελχὶ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Νάθαν, γιὸς τοῦ Λευΐ, ἀδελφός του Πάνθηρα, νυμφεύθηκε τὴ γυναίκα τοῦ Ματθᾶν, τὴ μητέρα τοῦ Ἰακώβ, καὶ ἀπ’ αὐτὴν ἀπόκτησε τὸν Ἠλεῖ. Ἦταν, λοιπὸν δύο ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴν ἴδια μητέρα, ὁ Ἰακὼβ καὶ ὁ Ἠλεῖ· ὁ Ἰακὼβ ἦταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Σολομώντα, ἐνῶ ὁ Ἠλεῖ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Νάθαν. Πέθανε καὶ ὁ Ἠλεῖ, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Νάθαν, ἄτεκνος· καὶ πῆρε ὁ Ἰακώβ, ὁ ἀδελφός του ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Σολομώντα, τὴ γυναίκα τοῦ (τοῦ Ἠλεῖ) καὶ τεκνοποίησε γιὰ λογαριασμὸ τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ γέννησε τὸν Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ, δηλαδή, σύμφωνα μὲ τὴ φύση εἶναι γιὸς τοῦ Ἰακὼβ ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Σολομώντα, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο εἶναι γιὸς τοῦ Ἠλεῖ ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Νάθαν. Ὁ Ἰωακεὶμ λοιπὸν πῆρε γιὰ γυναίκα τοῦ τὴ σεμνὴ καὶ ἀξιέπαινη Ἄννα. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἡ παλαιὰ Ἄννα, ὄντας στείρα, γέννησε τὸ Σαμουὴλ μὲ προσευχὴ καὶ ὑπόσχεση, ἔτσι καὶ αὐτὴ μὲ προσευχὴ καὶ ὑπόσχεση ἀποκτᾶ τὴ Θεοτόκο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴ ὑπολείπεται καὶ σ’ αὐτὸ ἀπὸ καμιὰ ἔνδοξη προσωπικότητα. Γεννᾶ, λοιπόν, ἡ χάρη (διότι αὐτὸ σημαίνει τὸ ὄνομα Ἄννα) τὴν Κυρία (καὶ αὐτὸ σημαίνει τὸ ὄνομα τῆς Μαρίας· διότι πράγματι ἔγινε ἀληθινὴ Κυρία, καθὼς ἔγινε μητέρα τοῦ Δημιουργοῦ ὅλων των δημιουργημάτων). Γεννιέται μάλιστα στὸ σπίτι τοῦ Ἰωακεὶμ δίπλα στὴν Προβατικὴ (κολυμβήθρα) καὶ ὁδηγεῖται στὸ Ἱερό (του Ναοῦ τοῦ Σολομώντα). Ἔπειτα, μὲ τὸ νὰ φυτευθεῖ στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ εὐδοκιμήσει μὲ τὸ Πνεῦμα, σὰν πολυφορτωμένη ἐλιά, ἔγινε τὸ σκεῦος κάθε ἀρετῆς· ἀπομάκρυνε τὸ νοῦ της ἀπὸ κάθε βιωτικὴ καὶ σαρκικὴ ἐπιθυμία, καὶ ἔτσι διατήρησε τὴν ψυχὴ τῆς μαζὶ μὲ τὸ σῶμα παρθένο, ὅπως ἔπρεπε, καθὼς ἐπρόκειτο στὸ μέλλον νὰ ἐγκολπωθεῖ τὸ Θεό· διότι, αὐτὸς ποὺ εἶναι ἅγιος ἐπαναπαύεται στοὺς ἁγίους. Ἔτσι, λοιπόν, ἀποκτᾶ ἁγιοσύνη καὶ ἀναδεικνύεται ναὸς ἅγιος καὶ θαυμαστός του ὕψιστου Θεοῦ. Ὁ ἐχθρὸς ὅμως τῆς σωτηρίας μᾶς παραμόνευε τὶς παρθένες κοπέλες ἐξαιτίας τῆς προφητείας τοῦ Ἠσαΐα, ποὺ εἶπε «νά, ἡ παρθένος κόρη θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει γιὸ ποὺ θὰ τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουὴλ καὶ ποὺ σημαίνει ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας»· ἀλλὰ (ὁ Θεὸς) «ποὺ παγιδεύει τοὺς σοφοὺς μέσα στὴν πανουργία τους», γιὰ νὰ τὸν ξεγελάσει ποὺ καμάρωνε γιὰ τὴ σοφία του, (ἐπιτρέπει) οἱ ἱερεῖς νὰ δώσουν τὴν κοπέλα στὸν Ἰωσὴφ ὡς μνηστή του· τὸ ἄγραφο βιβλίο δίνεται σ’ αὐτὸν ποὺ γνώριζε γράμματα. Ἡ μνηστεία, λοιπόν, ἦταν ἡ ἀσφάλεια τῆς Παρθένου καὶ τὸ ξεγέλασμα αὐτοῦ ποὺ παραμόνευε τὶς παρθένες. «Καὶ ὅταν ἦλθε ὁ προορισμένος χρόνος», ὁ ἄγγελος Κυρίου στάλθηκε πρὸς αὐτὴν καὶ τῆς ἔφερε τὸ εὐχάριστο μήνυμα τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου. Καὶ ἔτσι συνέλαβε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὴν ὑποστατικὴ δύναμη τοῦ Πατέρα, «χωρὶς νὰ ἱκανοποιήσει τὴ σαρκικὴ ἐπιθυμία ἢ τὴ θέληση ἑνὸς ἄνδρα», χωρὶς δηλαδὴ σαρκικὴ μίξη καὶ ἀνδρικὸ σπέρμα, ἀλλὰ μὲ τὴ θέληση τοῦ Πατέρα καὶ τὴ συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. (Ἡ Θεοτόκος) πρόσφερε στὸν κτίστη τὴν κτίση του, στὸν πλάστη τὴ δημιουργία του, καὶ στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸ τὴν ἐνσάρκωση καὶ τὴν ἐνανθρώπηση ἀπὸ τὶς καθαρὲς καὶ ἀμόλυντες σάρκες καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα της, ξεπληρώνοντας τὸ χρέος τῆς προμήτορος (Εὕας). Διότι, ὅπως ἐκείνη πλάστηκε ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ χωρὶς σαρκικὴ ἕνωση, ἔτσι καὶ αὐτὴ γέννησε τὸ νέο Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε καὶ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς φύσεως καὶ μὲ τρόπο ὑπερφυσικό. Διότι αὐτός, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ Πατέρα χωρὶς μητέρα, γεννιέται ἀπὸ μητέρα χωρὶς πατέρα. Ἡ γέννησή του ἀπὸ μητέρα εἶναι φυσικὸ γεγονός, ἐνῶ ἡ γέννησή του χωρὶς πατέρα εἶναι ὑπερφυσικό· ἡ γέννησή του στὸν καθορισμένο χρόνο (γεννιέται ἀφοῦ συμπλήρωσε ἐννέα μῆνες κυοφορίας καὶ εἰσῆλθε στὸ δέκατο) εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς κυήσεως· ἡ γέννησή του ὅμως χωρὶς πόνους ξεπερνᾶ τοὺς νόμους τῆς γεννήσεως· ὅπου δηλαδὴ δὲν προηγήθηκε ἡδονή, ἐκεῖ οὔτε πόνος ἀκολούθησε, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Γέννησε, πρὶν πονέσει»· καὶ ἀλλοῦ ποὺ λέει: «προτοῦ νὰ φθάσει ἡ ὥρα τῶν πόνων, ξέφυγε καὶ γέννησε ἀγόρι». Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, καὶ σαρκωμένος Θεὸς γεννήθηκε ἀπ’ αὐτήν· δὲν γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος ποὺ δέχθηκε μέσα του τὸ Θεὸ (θεοφόρος), ἀλλὰ σὰν Θεὸς ποὺ ἔλαβε σάρκα· δὲν ἦταν σὰν προφήτης ποὺ χρίεται μὲ ἐνέργεια, ἀλλ’ ἦταν παρὼν ὅλος αὐτὸς ποὺ χρίει, ὥστε αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὴ χρίση νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ αὐτὸς ποὺ χρίσθηκε νὰ γίνει Θεός· χωρὶς ἡ φύση νὰ μεταβληθεῖ ἀλλὰ νὰ ἑνωθεῖ ὑποστατικά. Ὁ ἴδιος ἦταν καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχριε καὶ αὐτὸς ποὺ χρίονταν· ὡς Θεὸς ἔχριε τὸν ἑαυτό του ὡς ἄνθρωπο. Πῶς, λοιπόν, αὐτὴ ποῦ γέννησε ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς τὸ σαρκωμένο Θεὸ δὲν εἶναι Θεοτόκος; Ναί, πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ εἶναι Θεοτόκος καὶ Κυρία καὶ Δέσποινα ὅλων των δημιουργημάτων, διότι ἔγινε δούλη καὶ μητέρα τοῦ Δημιουργοῦ. Καὶ ὅπως Αὐτὸς μὲ τὴ σύλληψη διατήρησε παρθένο αὐτὴν ποὺ τὸν συνέλαβε, ἔτσι καὶ μὲ τὴ γέννηση τοῦ διατήρησε τὴν παρθενία τῆς ἀπείραχτη, διότι μόνος πέρασε ἀπ’ αὐτὴν καὶ τὴ φύλαξε ἀλώβητη. Ἡ σύλληψη ἔγινε μὲ τὸ ἄκουσμα (τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου) καὶ ἡ γέννηση μὲ τὴ συνηθισμένη ἔξοδο τῶν ἐμβρύων (ἀπὸ τὴν κοιλιά), ἂν καὶ ὁρισμένοι πλάθουν μύθους ὅτι αὐτὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Θεοτόκου. Δὲν ἦταν, δηλαδή, ἀδύνατο γιὰ τὸ Θεὸ καὶ νὰ περάσει ἀπὸ μέσα της καὶ νὰ μὴν πειράξει τὴ σφραγίδα τῆς παρθενίας της. Ἡ Ἀειπάρθενος παραμένει, λοιπόν, καὶ μετὰ τὸν τόκο παρθένος, χωρίς, ὡς τὸ θάνατό της, νὰ συνευρεθεῖ καθόλου μὲ ἄνδρα. Διότι, ἂν καὶ ἔχει γραφεῖ, «καὶ (ὁ Ἰωσὴφ ὁ Μνήστωρ) δὲν εἶχε σχέση μ’ αὐτήν, ἀκόμη κι ὅταν γέννησε τὸν πρωτότοκο γιό της», πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ πρωτότοκος εἶναι αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε πρῶτος, ἀκόμη κι ἂν ἦταν μοναχογιός. Ἡ λέξη «πρωτότοκος», δηλαδή, σημαίνει αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε πρῶτος, καὶ δὲν δηλώνει ὑποχρεωτικὰ καὶ τὴ γέννηση ἄλλων (παιδιῶν). Ἡ λέξη πάλι «ἕως» δείχνει βέβαια τὴν προθεσμία τοῦ περιορισμένου χρόνου, ἀλλὰ δὲν ἀποκλείει τὰ ἐπακόλουθα. Λέει, γιὰ παράδειγμα, ὁ Κύριος: «Καὶ νά, ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες ἕως τὸ τέλος τῶν αἰώνων», χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι θὰ τοὺς ἀποχωρισθεῖ μετὰ τὸ τέλος τῶν αἰώνων. Διότι λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος: «Καὶ ἔτσι πάντοτε θὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο», ἐννοώντας μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν πάντων. Πῶς, δηλαδή, θὰ καταδεχόταν τὴ συνένωση μὲ ἄνδρα, ἀφότου γέννησε τὸ Θεὸ καὶ γνώρισε τὸ θαῦμα ἀπὸ τὴν πείρα τῶν σημείων ποῦ ἔχουν ἀκολουθήσει; Μὴ βλασφημεῖς. Αὐτὲς οἱ σκέψεις δὲν χαρακτηρίζουν συνετὸ νοῦ, καὶ μήτε βέβαια κάποιον ποὺ νὰ τὰ πράττει. Αὐτὴ ὅμως ἡ τρισευτυχισμένη, ποὺ ἀξιώθηκε τὶς ὑπερφυσικὲς δωρεές, δοκίμασε τὴν ὥρα τοῦ πάθους (τοῦ γιοῦ τῆς) τοὺς πόνους ποὺ γλύτωσε κατὰ τὸν τοκετό της· ἀπὸ μητρικὴ ἀγάπη ὑπέμεινε τὸ σπαραγμὸ τῶν σπλάγχνων της· Αὐτὸν ποὺ γνώρισε ὡς Θεὸ μὲ τὴ γέννηση, τὸν βλέπει σὰν κακοῦργο νὰ σταυρώνεται· αὐτὲς οἱ σκέψεις τὴν ξεσκίζουν σὰν κοφτερὸ μαχαίρι. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς φράσεως, «καὶ τὴ δική σου ψυχὴ θὰ διατρυπήσει κοφτερὸ μαχαίρι». Ἀλλά, ἡ χαρὰ τῆς ἀναστάσεως διαλύει τὴ λύπη, διότι διακηρύσσει ὅτι αὐτὸς ποὺ πέθανε μὲ σάρκα εἶναι Θεός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 88. Γιὰ τὴν τιμὴ τῶν Ἁγίων καὶ τῶν λειψάνων τους. Πρέπει νὰ τιμᾶμε τοὺς ἁγίους σὰν φίλους του Χριστοῦ, σὰν τέκνα καὶ κληρονόμους τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ θεολόγος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής: «ὅσοι τὸν ἀποδέχθηκαν, τοὺς ἔδωσε τὴ χάρη νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ». «Ἑπομένως, καθόλου δὲν εἶναι δοῦλοι, ἀλλὰ παιδιά· καὶ ἐφόσον εἶναι παιδιά, εἶναι καὶ κληρονόμοι· εἶναι κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Κύριος, ἐπίσης, στὰ ἱερὰ εὐαγγέλια λέει στοὺς ἀποστόλους: «Ἐσεῖς εἶστε φίλοι μου. Δὲν σᾶς καλῶ πλέον δούλους· διότι ὁ δοῦλος δὲν γνωρίζει τί κάνει ὁ Κύριός του». Καὶ ἂν ὁ Δημιουργός του σύμπαντος καὶ Κύριος ὀνομάζεται «Βασιλιὰς τῶν βασιλέων, Κύριος των ἀρχόντων καὶ Θεὸς τῶν θεῶν», τότε ὁπωσδήποτε οἱ Ἅγιοι ὀνομάζονται θεοί, κύριοι καὶ βασιλεῖς. Ὁ Θεὸς καὶ Κύριος καὶ βασιλιὰς εἶναι καὶ ὀνομάζεται Θεὸς αὐτῶν (τῶν ἁγίων). Λέει στὸ Μωϋσῆ: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ. Ἐπίσης, ὁ Θεὸς ἀνέδειξε τὸ Μωϋσῆ Θεὸ τοῦ Φαραώ. Λέγοντας θεούς, βασιλεῖς καὶ κυρίους δὲν ἐννοῶ ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους. Ἐπειδὴ ὅμως ἐξουσίασαν καὶ κυριάρχησαν στὰ πάθη καὶ διαφύλαξαν ἀπείραχτη τὴ θεία εἰκόνα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία πλάσθηκαν –διότι καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ βασιλιὰ βασιλιὰς καλείται– καὶ ἐπειδὴ ἑνώθηκαν μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὴ θέλησή τους καὶ τὸν δέχθηκαν ἔνοικό τους καὶ ἔγιναν κατὰ χάρη, μὲ τὴν κοινωνία τοὺς μ’ αὐτόν, ὅ,τι εἶναι ὁ ἴδιος στὴ φύση του, (γι’ αὐτὸ τοὺς ὀνομάζω ἔτσι). Πῶς, λοιπόν, δὲν πρέπει νὰ τιμᾶμε αὐτοὺς ποὺ ἔγιναν ὑπηρέτες, φίλοι καὶ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ; Διότι ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἄξιους συνδούλους μᾶς ἀποδείχνει τὴν καλὴ διάθεσή μας πρὸς τὸν κοινὸ Δεσπότη. Αὐτοὶ ἔχουν ἀναδειχθεῖ καθαρὰ κατοικητήρια καὶ καταλύματα τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεὸς λέει, «θὰ ἐγκατασταθῶ μέσα τους, θὰ περπατήσω καὶ θὰ εἶμαι Θεός τους». Καὶ ἀκόμη ἡ Ἁγία Γραφὴ βεβαιώνει ὅτι «οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ θάνατος δὲν τὶς ἀγγίζει· διότι ὁ θάνατος τῶν ἁγίων εἶναι περισσότερο ὕπνος παρὰ θάνατος. «Κόπιασαν δηλαδὴ στὴ ζωή τους καὶ στὸ τέλος θ’ ἀπολαύσουν τὴ ζωή»· καὶ ἀκόμη (λέει ἡ Ἁγία Γραφή): «ὁ θάνατος τῶν ἁγίων του Κυρίου εἶναι πολύτιμος». Διότι τί πολυτιμότερο ὑπάρχει ἀπὸ τὸ νὰ βρίσκεται κανεὶς στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ; Ὁ Θεός, λοιπόν, εἶναι ζωὴ καὶ φῶς καὶ ὅσοι βρίσκονται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ζοῦν μέσα στὴ ζωὴ καὶ τὸ φῶς. Ἐπίσης, ὁ ἀπόστολος βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεὸς κατοίκησε στὰ σώματά τους μέσω τοῦ νοῦ: «Δὲν γνωρίζετε, λέει, ὅτι τὰ σώματά σας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποῦ ἐνοικεῖ μέσα σας;». Ἐπίσης (λέει): «Ὁ Κύριος εἶναι πνεῦμα» καὶ «ἂν κάποιος καταστρέφει τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸν καταστρέψει μὲ τὴ σειρὰ τοῦ ὁ Θεός». Πῶς, λοιπόν, δὲν πρέπει νὰ τιμᾶμε τοὺς ἔμψυχους ναοὺς τοῦ Θεοῦ, τὰ ἔμψυχα κατοικητήριά του; Αὐτοί, ὄντας στὴ ζωή, στέκονται μὲ παρρησία μπροστὰ στὸ Θεό. Ὁ Δεσπότης Χριστὸς μᾶς χάρισε τὰ λείψανα τῶν ἁγίων σὰν πηγὲς σωτηρίας, ἐπειδὴ παρέχουν τὶς εὐεργεσίες μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ ἀναβλύζουν εὐωδιαστὸ μύρο. Καὶ κανεὶς νὰ μὴν ἀμφιβάλλει. Διότι, ἂν ὁ ἀπόκρημνος καὶ σκληρὸς βράχος, μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, ἀνάβλυσε νερὸ στὴν ἔρημο, καὶ τὸ ἴδιο ἡ σιαγόνα τοῦ γαϊδουριοῦ, ὅταν ὁ Σαμψῶν δίψασε, πῶς εἶναι ἀπίστευτό τα λείψανα τῶν μαρτύρων νὰ μὴν ἀναβλύζουν εὐωδιαστὸ μύρο; Καθόλου δὲν εἶναι, γι’ αὐτοὺς ποὺ γνωρίζουν τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τιμὴ ποὺ Αὐτὸς ἀποδίδει στοὺς ἁγίους. Σύμφωνα μὲ τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο, ὅποιος ἄγγιζε νεκρὸ γινόταν ἀκάθαρτος· ἀλλὰ αὐτοὶ (οἱ ἅγιοι) δὲν εἶναι νεκροί. Ἀφότου, δηλαδή, ἡ αὐτοζωὴ καὶ πηγὴ τῆς ζωῆς συγκαταριθμήθηκε στοὺς νεκρούς, δὲν ὀνομάζουμε νεκροὺς αὐτοὺς ποὺ κοιμήθηκαν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καὶ τὴν πίστη σ’ Αὐτόν. Διότι, πῶς νεκρὸ σῶμα μπορεῖ νὰ θαυματουργεῖ; Πῶς μὲ αὐτὰ (τὰ λείψανα τῶν ἁγίων) τα δαιμόνια φυγαδεύονται, οἱ ἀσθενεῖς θεραπεύονται, οἱ τυφλοὶ βλέπουν, οἱ λεπροὶ καθαρίζονται, οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ θλίψεις ἐξαφανίζονται, καὶ μέσω αὐτῶν κάθε καλὴ δωρεὰ κατέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα τῶν φώτων σ’ αὐτοὺς ποῦ μὲ ἀκλόνητη πίστη τὴν ζητοῦν; Πόσα θὰ ἔδινες, γιὰ νὰ βρεῖς μεσάζοντα νὰ σὲ παρουσιάσει σὲ θνητὸ βασιλιὰ καὶ νὰ πεῖ σ’ αὐτὸν καλὸ λόγο γιὰ σένα; Ἀναλογικά, δὲν πρέπει νὰ τιμᾶμε τοὺς προστάτες ὅλου του ἀνθρωπίνου γένους ποῦ προσεύχονται στὸ Θεὸ γιὰ μᾶς; Ἀσφαλῶς πρέπει νὰ τοὺς τιμᾶμε, καὶ ναοὺς ν’ ἀνεγείρουμε στὸ Θεὸ μὲ τ’ ὄνομά τους, καὶ καρποὺς νὰ τοὺς προσφέρουμε, καὶ νὰ τιμᾶμε τὶς μνῆμες τους καὶ νὰ πανηγυρίζουμε πνευματικὰ σ’ αὐτές, ὥστε ἡ χαρὰ νὰ τοὺς εἶναι ἀρεστή, ποὺ μᾶς συνάζουν, γιὰ νὰ μὴν συμβαίνει τὸ ἀντίθετο, στὴν προσπάθειά μας νὰ τοὺς τιμήσουμε, νὰ τοὺς ἐξοργίζουμε. Διότι μ’ αὐτὰ ποὺ ὁ Θεὸς λατρεύεται, μ’ αὐτὰ καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ ὑπηρέτες του θὰ χαροῦν· καὶ μὲ ὅσα ὁ Θεὸς δυσαρεστεῖται, μ’ αὐτὰ καὶ οἱ ἀκόλουθοί του θὰ δυσαρεστηθοῦν. Ἃς τιμήσουμε, λοιπόν, (ἀγαπητοί μου) πιστοί, τοὺς ἁγίους «μὲ ψαλμούς, ὕμνους καὶ πνευματικὰ ἄσματα», μὲ κατάνυξη καὶ ἐλεημοσύνη τῶν φτωχῶν, μὲ τὰ ὁποῖα κατεξοχὴν ὁ Θεὸς λατρεύεται. Ν’ ἀνεγείρουμε πρὸς τιμὴ τοὺς προσκυνητάρια καὶ ὁρατὲς εἰκόνες, καὶ οἱ ἴδιοι ν’ ἀναδειχθοῦμε ἔμψυχα προσκυνητάρια καὶ εἰκόνες τους μὲ τὴ μίμηση τῶν ἀρετῶν τους. Ἃς τιμήσουμε τὴ Θεοτόκο κατεξοχὴν καὶ ἀληθινὰ σὰν μητέρα τοῦ Θεοῦ· τὸν προφήτη Ἰωάννη σὰν πρόδρομο, βαπτιστή, ἀπόστολο καὶ μάρτυρα· διότι, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «καμιὰ γυναίκα δὲν γέννησε μεγαλύτερη προσωπικότητα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη»· αὐτὸς ἀναδείχθηκε ὁ πρῶτος κήρυκας τῆς βασιλείας του. (Ἃς τιμήσουμε) τοὺς ἀποστόλους σὰν ἀδελφούς του Κυρίου, μάρτυρας καὶ διακόνους τῶν παθῶν του, «τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, κατὰ τὴν πρόγνωσή του, τοὺς προόρισε νὰ εἶναι συμμορφοι μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ του· πρῶτα ἀποστόλους, ἔπειτα προφῆτες καὶ τρίτο ποιμένες καὶ δασκάλους». (Ἃς τιμήσουμε) τοὺς μάρτυρες τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔχουν διαλεχτεῖ ἀπὸ κάθε τάξη, σὰν στρατιῶτες Χριστοῦ καὶ σὰν ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν πιεῖ τὸ ποτήρι του καὶ βαπτίσθηκαν τὸ βάπτισμα τοῦ ζωοποιοῦ θανάτου του καὶ σὰν μετόχους στὰ παθήματα καὶ τὴ δόξα, τῶν ὁποίων ἡγέτης εἶναι ὁ πρωτοδιάκονος, ἀπόστολος καὶ πρωτομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Στέφανος. (Ἃς τιμήσουμε) τοὺς ὁσίους πατέρες μας καὶ θεοφόρους πατέρες, ποὺ ἀγωνίσθηκαν τὸ πιὸ μακροχρόνιο καὶ ἐπίπονο μαρτύριο τῆς συνειδήσεως· «αὐτοὶ τριγύρισαν μὲ μηλωτές, μὲ δέρματα προβάτων, μὲ στερήσεις, θλίψεις, κακουχίες, περιπλανώμενοι στὶς ἐρήμους, τὰ ὅρη, τὰ σπήλαια, τὶς τρύπες τῆς γῆς· ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἀντάξιός τους». (Ἃς τιμήσουμε) τοὺς πρὸ Χριστοῦ προφῆτες, τοὺς πατριάρχες, τοὺς δικαίους οἱ ὁποῖοι προκατήγγειλαν τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου. Ἐξετάζοντας ὅλων αὐτῶν τὴν βιωτή, ἃς ποθήσουμε τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλπίδα, τὸ ζῆλο, τὸ βίο, τὴν ἀντοχὴ στὰ παθήματα, τὴν ὑπομονὴ μέχρι νὰ χύσουν τὸ αἷμα τους, γιὰ νὰ γίνουμε συμμέτοχοι καὶ στὰ στεφάνια τῆς δόξης τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 89. Γιὰ τὶς εἰκόνες. Ἐπειδὴ ὁρισμένοι μᾶς κατηγοροῦν ὅτι προσκυνοῦμε καὶ τιμοῦμε τὴν εἰκόνα τοῦ Σωτήρα καὶ τῆς Δέσποινάς μας, καὶ ἀκόμη τὶς εἰκόνες τῶν ὑπολοίπων ἁγίων καὶ διακόνων τοῦ Χριστοῦ, ἃς μάθουν ὅτι ἐξαρχῆς ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὴ δική του εἰκόνα. Γιὰ ποιὸ λόγο, γιὰ παράδειγμα, προσκυνοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, παρὰ μόνο διότι ἔχουμε πλασθεῖ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ; Διότι, ὅπως λέει ὁ θεοφόρος καὶ βαθὺς γνώστης τῶν θείων Βασίλειος, «ἡ τιμὴ πρὸς τὴν εἰκόνα ἀπευθύνεται στὸ πρωτότυπο· καὶ πρωτότυπο εἶναι τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο, τοῦ ὁποίου γίνεται ἀντίγραφο. Γιὰ ποιὸ λόγο, ἀκόμη, ὁ λαὸς τοῦ Μωϋσῆ προσκυνοῦσε γύρω ἀπὸ τὴ σκηνή, ποὺ εἰκόνιζε καὶ προτύπωνε τὰ ἐπουράνια ἢ καλύτερα ὅλη τὴ δημιουργία; Λέει μάλιστα ὁ Θεὸς στὸ Μωϋσῆ: «Πρόσεξε, νὰ τὰ κάνεις ὅλα σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπο ποὺ εἶδες στὸ Ὅρος». Καὶ τὰ Χερουβείμ, ἐπίσης, ποῦ ἔριχναν τὴ σκιά τους στὸ θυσιαστήριο, δὲν ἦταν ἀνθρώπινα κατασκευάσματα; Τί ἦταν πάλι ὁ περίφημος ναὸς τῶν Ἱεροσολύμων; Δὲν ἦταν χειροποίητος καὶ κτισμένος μὲ τὴν ἀνθρώπινη τέχνη; Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅμως κατηγορεῖ αὐτοὺς ποὺ προσκυνοῦν τὰ γλυπτά, ἀλλὰ καὶ ὅσους θυσιάζουν στὰ δαιμόνια. Θυσίαζαν βέβαια οἱ εἰδωλολάτρες, θυσίαζαν ὅμως καὶ οἱ Ἰουδαῖοι· οἱ εἰδωλολάτρες θυσίαζαν στοὺς δαίμονες, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι στὸ Θεό. Καὶ ἡ θυσία τῶν εἰδωλολατρῶν ἦταν ἀπορριπτέα καὶ κατακριτέα, ἐνῶ τῶν δικαίων εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸ Θεό. «Θυσίασε, δηλαδή, ὁ Νῶε καὶ μύρισε ὁ Θεὸς ὀσμὴ εὐωδίας», καθὼς μὲ τὴν εὐωδία ἀποδέχτηκε τὴν καλὴ προαίρεση καὶ τὴν εὐχαριστία (τοῦ Νῶε) πρὸς αὐτόν. Ἔτσι, τὰ γλυπτά των εἰδωλολατρῶν, ἐπειδὴ ἀπεικόνιζαν δαίμονες εἶναι ἀπορρίψιμα καὶ ἀπαγορευμένα. Ἐπιπλέον, ποιὸς μπορεῖ νὰ φτιάξει ὁμοίωμα τοῦ ἀόρατου, ἀσώματου, ἀπερίγραπτου καὶ ἀσχημάτιστου Θεοῦ; Ἡ ἀπεικόνιση τοῦ θείου ἀποτελεῖ ἀκραία παραφροσύνη καὶ ἀσέβεια. Γι’ αὐτὸ ἡ χρήση εἰκόνων δὲν ἦταν συνηθισμένη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀφότου ὅμως ὁ Θεός, ἀπὸ τὴν πολλή του ἀγάπη, ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὄχι ὅπως ἐμφανίσθηκε στὸν Ἀβραὰμ μὲ μορφὴ ἀνθρώπου, οὔτε ὅπως στοὺς προφῆτες, ἀλλὰ ἔγινε στὴν οὐσία ἀληθινὰ ἄνθρωπος· ἔζησε πάνω στὴ γῆ «καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους», ἔκανε θαύματα, ἔπαθε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε καὶ ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀληθινὰ γεγονότα· οἱ ἄνθρωποι τὸν εἶδαν καὶ τὰ ἔγραψαν αὐτὰ γιὰ νὰ τὰ γνωρίσουμε κι ἐμεῖς, καὶ νὰ τὰ διδαχθοῦν ὅσοι δὲν ἔζησαν ἐκείνη τὴν ἐποχή, γιὰ ν’ ἀξιωθοῦμε τὸ μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου (ποὺ λέει) ὅτι, ἂν καὶ δὲν εἴδαμε, ἀκούσαμε μόνο καὶ πιστέψαμε. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν γνωρίζουν ὅλοι γράμματα καὶ οὔτε ἀσχολοῦνται μὲ τὴ μελέτη, οἱ Πατέρες ἀποφάσισαν ν’ ἀπεικονισθοῦν αὐτά σε εἰκόνες, ὅπως ἀπεικονίζονται κάποια ἀνδραγαθήματα, γιὰ σύντομη ὑπενθύμηση. Διότι, χωρὶς ἀμφιβολία, πολλὲς φορές, ἐνῶ δὲν ἔχουμε στὸ νοῦ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, βλέποντας τὴν εἰκόνα τῆς σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ, θυμόμαστε τὸ σωτήριο πάθος του καὶ κάνοντας μετάνοια προσκυνοῦμε ὄχι τὴν ὕλη, ἀλλὰ τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο· ὅπως ἀκριβῶς, δὲν προσκυνοῦμε τὴν ὕλη τοῦ Εὐαγγελίου ἢ τοῦ σταυροῦ ἀλλὰ τὸ σχῆμα. Διότι, σὲ τί διαφέρει ὁ σταυρὸς ποῦ δὲν ἔχει τὴ μορφὴ τοῦ Κυρίου ἀπὸ ἐκεῖνον ποῦ τὴν ἔχει; Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴ Θεοτόκο· ἡ τιμή, δηλαδή, πρὸς τὸ πρόσωπό της ἀπευθύνεται στὸ γιό της, ποὺ ἔλαβε σάρκα ἀπ’ αὐτήν. Παρόμοια, καὶ τὰ κατορθώματα τῶν ἁγίων μας παρακινοῦν στὴν ἀνδρεία, τὸ ζῆλο, τὴ μίμηση τῆς ἀρετῆς τους καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Διότι, ὅπως εἴπαμε, ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς συνδούλους μας, ποὺ ἀποδείχτηκαν εὐγνώμονες, φανερώνει τὴν καλὴ διάθεση πρὸς τὸν κοινὸ δεσπότη· καὶ ἡ τιμὴ πρὸς τὴν εἰκόνα ἀπευθύνεται στὸ πρωτότυπο (πρόσωπο). Ὑπάρχει ἀκόμη ἄγραφη παράδοση, ὅπως προσκυνοῦμε στραμένοι στὴν ἀνατολή, νὰ προσκυνοῦμε καὶ τὸ σταυρό· καὶ ἄλλες πολλὲς παρόμοιες παραδόσεις. Διηγοῦνται κι ἕνα σχετικὸ περιστατικό. Ὅταν ὁ Αὔγαρος βασίλευε στὴν πόλη τῆς Ἔδεσσας, ἔστειλε ἕνα ζωγράφο γιὰ νὰ κάνει πανομοιότυπη εἰκόνα μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Κυρίου. Ὁ ζωγράφος ὅμως δὲν τὰ κατάφερε, διότι τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμπε ἐκθαμβωτικά. Τότε ὁ ἴδιος Κύριος ἄγγιξε ἕνα κομάτι ὕφασμα στὸ θεῖο καὶ ζωοποιὸ πρόσωπό του καὶ ἀποτύπωσε σ’ αὐτὸ τὴ μορφή του. Ἔτσι, ἔστειλε τὸ ὕφασμα στὸν Αὔγαρο μὲ τὴν ἀπεικόνιση ποὺ τόσο ποθοῦσε. Ἐπίσης, οἱ Ἀπόστολοι μᾶς ἔχουν μεταφέρει πολλὲς ἄγραφες παραδόσεις, ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος: «Ἑπομένως, ἀδελφοί, προσέχετε νὰ διατηρεῖτε τὶς παραδόσεις μας, ποὺ σᾶς διδάξαμε εἴτε προφορικὰ εἴτε γραπτά. Καὶ τοὺς Κορινθίους (γράφει): «Σᾶς ἐπαινῶ, ἀδέλφια μου, διότι θυμάσθε ὅλα τα δικά μου, καὶ διατηρεῖτε τὶς παραδόσεις ποὺ σᾶς μετάδωσα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 90. Γιὰ τὴν Ἁγία Γραφή. Ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ὑμνεῖται καὶ δοξάζεται ὡς Τριάδα καὶ τὸν ὁποῖο κηρύσσει ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Δὲν ἦλθα νὰ καταργήσω τὸ νόμο, ἀλλὰ νὰ τὸν συμπληρώσω». Διότι Αὐτὸς πραγματοποίησε τὴ σωτηρία μας, γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλεῖ ὅλη ἡ Γραφὴ καὶ ὅλα τα μυστήρια. Καὶ πάλι λέει: «Ἐρευνᾶτε τὶς Γραφές, ἐπειδὴ αὐτὲς μιλοῦν γιὰ μένα». Καὶ ὁ Ἀπόστολος εἶπε: «Σὲ πολλὲς περιπτώσεις καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους ὁ Θεὸς μίλησε τὸν παλιὸ καιρὸ στοὺς πατέρες μᾶς μέσω τῶν προφητῶν, καὶ τὶς τελευταῖες αὐτὲς ἡμέρες μᾶς μίλησε μέσω τοῦ Υἱοῦ». Μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λοιπόν, ὁ νόμος, οἱ προφῆτες, οἱ εὐαγγελιστές, οἱ ἀπόστολοι, οἱ ποιμένες καὶ οἱ δάσκαλοι μίλησαν». «Κάθε Γραφή, λοιπόν, εἶναι θεόπνευστη καὶ πολὺ ὠφέλιμη». Ἑπομένως, εἶναι πολὺ ὡραῖο καὶ πολὺ ὠφέλιμο στὴν ψυχὴ νὰ ἐρευνᾶμε τὶς θεῖες Γραφές. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα δένδρο ποὺ εἶναι φυτεμένο στὸ μέρος ποὺ ὑπάρχουν πολλὰ νερά, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἀρδεύεται μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, εὐδοκιμεῖ καὶ ἀποδίδει ὥριμους καρπούς, δηλαδὴ ὀρθόδοξη πίστη, καὶ εἶναι στολισμένη μὲ ἀειθαλῆ φύλλα, μὲ δηλαδὴ θεάρεστες πράξεις. Διότι οἱ ἅγιες Γραφὲς μᾶς ὁδηγοῦν στὶς ἐνάρετες πράξεις καὶ τὴν καθαρὴ θεωρητικὴ γνώση, ἐπειδὴ μέσα σ’ αὐτὲς βρίσκουμε τὴν προτροπὴ γιὰ κάθε ἀρετὴ καὶ τὴν ἀποτροπὴ γιὰ κάθε κακία. Ἂν εἴμαστε, λοιπόν, φιλομαθεῖς, θὰ εἴμαστε καὶ πολυμαθεῖς· διότι ὅλα τα πετυχαίνει ἡ ἐπιμέλεια, ὁ κόπος καὶ ἡ χάρη ποὺ δίνει ὁ Θεός. «Καθόσον, αὐτὸς ποὺ ζητᾶ παίρνει, αὐτὸς ποὺ ψάχνει βρίσκει καὶ αὐτὸς ποὺ χτυπᾶ τὴν πόρτα τοῦ ἀνοίγουν». Ἃς χτυπήσουμε, λοιπὸν τὴν πόρτα τοῦ πολὺ ὡραῖο παραδείσου τῶν Γραφῶν, ποὺ εἶναι μυρωδάτος, πολὺ γλυκὺς καὶ ὡραῖος καὶ γεμίζει τ’ αὐτιά μας μὲ κάθε εἴδους κελαδήματα τῶν νοερῶν θεοφόρων πτηνῶν· αὐτὸς (ὁ παράδεισος τῶν Γραφῶν) ἀγγίζει τὴν καρδιά μας καί, ὅταν αὐτὴ εἶναι λυπημένη τὴν παρηγορεῖ, ὅταν εἶναι ταραγμένη τὴν ἠρεμεῖ καὶ τὴ γεμίζει μὲ ἀνέκφραστη χαρά· ἀνεβάζει τὸ νοῦ μας στὰ χρυσαυγὴ καὶ ὑπέρλαμπρα ἐνδότερά του νοῦ τοῦ «θείου περιστεριοῦ», τὸ ὁποῖο μὲ τὰ φωτεινὰ φτερὰ τοῦ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ μονογενῆ Υἱὸ καὶ κληρονόμο τοῦ γεωργοῦ του νοητοῦ ἀμπελώνα, καὶ μέσω αὐτοῦ μας παρουσιάζει στὸν Πατέρα τῶν φώτων. Ὅμως, ἃς μὴ χτυπήσουμε τὴ θύρα μὲ ἀδιαφορία, ἀλλὰ μὲ περισσότερη προθυμία καὶ ἐπιμονή· ἃς μὴν ἀποθαρρυνθοῦμε κρούοντας· διότι ἔτσι θὰ μᾶς ἀνοίξει τὴ θύρα. Ἄν, δηλαδή, διαβάσουμε μία καὶ δύο φορὲς καὶ δὲν καταλάβουμε αὐτὰ ποὺ διαβάσαμε, ἃς μὴν ἀποθαρρυνθοῦμε, ἀλλὰ νὰ ἐπιμείνουμε, νὰ ἐντρυφήσουμε, νὰ ρωτήσουμε. Διότι λέει (ἡ Γραφή), «ρώτησε τὸν πατέρα σου καὶ θὰ σὲ πληροφορήσει, ρώτησε τοὺς πρεσβυτέρους καὶ θὰ σοῦ ποῦν». Διότι ἡ γνώση δὲν εἶναι κτῆμα ὅλων. Ἃς ἀντλήσουμε ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ παραδείσου τὰ πάντοτε ἀναβλύζοντα καὶ ὁλοκάθαρα νερὰ ποὺ μᾶς προσφέρουν τὴν αἰώνια ζωή· ἃς τ’ ἀπολαύσουμε, ἃς τὰ χαροῦμε μὲ ἀπληστία· διότι ἔχουν ἀνεξάντλητη τὴ χάρη. Ἂν πάλι μπορέσουμε ν’ ἀποκομίσουμε κάτι ὠφέλιμο ἀπὸ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι ἀπαγορευμένο. Ἃς γίνουμε ἐπιτυχημένοι τραπεζίτες συσσωρεύοντας τὸ ἀτόφιο καὶ καθαρὸ χρυσάφι καὶ ἀποφεύγοντας τὸ νοθευμένο. Ἃς δεχθοῦμε τοὺς ὡραιότατους λόγους καὶ ἃς πετάξουμε τοὺς γελοῖες καὶ ξένες μυθολογίες στὰ σκυλιά· διότι θὰ μπορέσουμε ν’ ἀποκτήσουμε ἀπ’ αὐτοὺς μεγάλη δύναμη ἐναντίον τους. Πρέπει, ἐπίσης, νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι εἴκοσι δύο, σύμφωνα μὲ τὰ γράμματα τῆς Ἑβραϊκῆς γλώσσας. Διότι αὐτὴ ἔχει εἴκοσι δύο γράμματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ πέντε διπλασιάζονται, γιὰ νὰ γίνουν αὐτὰ εἴκοσι ἑφτά· διπλὸ δηλαδὴ εἶναι τὸ Χάφ, τὸ Μέμ, τὸ Νοῦν, τὸ Φῖ καὶ τὸ Σαδί. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ βιβλία, σύμφωνα μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀριθμοῦνται εἴκοσι δύο, ἀλλὰ εἶναι εἴκοσι ἑπτά, ἐπειδὴ πέντε ἀπ’ αὐτὰ διπλασιάζονται. Ἑνώνεται, δηλαδή, τὸ βιβλίο τῆς Ροὺθ μὲ τῶν Κριτῶν καὶ οἱ Ἑβραῖοι τὰ ὑπολογίζουν ὡς ἕνα βιβλίο· ἕνα βιβλίο ἀριθμοῦνται ἡ πρώτη καὶ δεύτερή των Βασιλειῶν· ἕνα, ἐπίσης, ἡ τρίτη καὶ τέταρτη Βασιλειῶν· ἕνα βιβλίο ἀκόμη ἡ πρώτη καὶ δεύτερή των Παραλειπομένων καὶ ἕνα ἡ πρώτη καὶ δεύτερή του Ἔσδρα. Ἔτσι, λοιπόν, τὰ βιβλία συναποτελοῦν τέσσερις πεντατεύχους καὶ ὑπολείπονται ἄλλα δύο, ὥστε τὰ βιβλία ποὺ περιλαμβάνονται στὸν Κανόνα νὰ εἶναι τὰ ἑξῆς: τὰ νομικὰ πέντε· ἡ Γένεση, ἡ Ἔξοδος, τὸ Λευϊτικό, οἱ Ἀριθμοὶ καὶ τὸ Δευτερονόμιο· αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη πεντάτευχος, ἡ ὁποία λέγεται καὶ νομοθεσία. Ἔπειτα εἶναι ἡ ἄλλη πεντάτευχος, ποὺ λέγεται Γραφεῖα, καὶ ἀπὸ ὁρισμένους Ἁγιόγραφα, τὰ εἶναι εἶναι τὰ ἑξῆς: Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, Κριτὲς μὲ τὴ Ρούθ, πρώτη καὶ δεύτερη Βασιλειῶν (ἕνα βιβλίο), τρίτη καὶ τέταρτη Βασιλειῶν (ἕνα βιβλίο) καὶ τὰ δύο Παραλειπόμενα (πάλι ἕνα βιβλίο)· αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη πεντάτευχος. Τρίτη πεντάτευχος εἶναι τὰ στιχηρὰ βιβλία· δηλαδή, ὁ Ἰώβ, τὸ Ψαλτήρι, οἱ Παροιμίες τοῦ Σολομώντα, ὁ Ἐκκλησιαστῆς τοῦ ἴδιου, τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, πάλι τοῦ ἴδιου συγγραφέα (Σολομώντα). Τέταρτη πνετάτευχος εἶναι ἡ προφητική· οἱ δώδεκα (μικροὶ) προφῆτες, ἕνα βιβλίο, ὁ Ἠσαΐας, ὁ Ἱερεμίας, ὁ Ἰεζεκιήλ, ὁ Δανιήλ. Ἔπειτα τὰ δύο βιβλία τοῦ Ἔσδρα ποὺ ἀποτελοῦν ἕνα καὶ ἡ Ἐσθήρ. Καὶ ἡ Πανάρετος, δηλαδὴ ἡ Σοφία τοῦ Σολομώντα καὶ ἡ Σοφία τοῦ Ἰησοῦ, τὴν ὁποία ὁ πατέρας τοῦ Σιρὰχ ἔγραψε στὰ ἑβραϊκά, καὶ στὰ ἑλληνικὰ τὴν ἑρμήνευσε ὁ ἐγγονὸς τοῦ Ἰησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ Σιράχ. Εἶναι ἠθικὰ καὶ καλὰ βιβλία, ἀλλὰ δὲν ὑπολογίζονται στὸν ἀριθμὸ (τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης) καὶ οὔτε ἦταν τοποθετημένα μέσα στὴν κιβωτό. Καὶ (ὁ Κανόνας) τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια· τοῦ Ματθαίου, τοῦ Μάρκου, τοῦ Λουκᾶ καὶ τοῦ Ἰωάννη· ἐπίσης, οἱ Πράξεις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ποὺ ἔγραψε ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς· ἀκόμη, οἱ ἑπτὰ Καθολικὲς Ἐπιστολές: μία του Ἰακώβου, δύο του Πέτρου, τρεῖς του Ἰωάννου, μία του Ἰούδα· οἱ δεκατέσσερις ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη καὶ οἱ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ποὺ ἔγραψε ὁ Κλήμης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 91. Γι’ αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ τὸ Χριστό. Ὑπάρχουν τέσσερις γενικοὶ τρόποι αὐτῶν ποὺ λέγονται γιὰ τὸ Χριστό: Ἃ΄ ὅσα ἀφοροῦν στὰ γεγονότα πρὶν τὴν ἐνανθρώπησή του, Β΄ ὅσα ἀφοροῦν στὴν ἐνανθρώπηση, Γ΄ στὰ μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση καὶ Δ΄ στὰ μετὰ τὴν ἀνάσταση. Ἃ΄ Καὶ ὑπάρχουν ἕξι τρόποι γι’ αὐτὰ (ποὺ λέγονται) πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση: ἃ΄ Ἄλλα ἀπ’ αὐτὰ δηλώνουν τὴ συνάφεια καὶ τὸ ὁμοούσιό της φύσεώς του πρὸς τὸν Πατέρα, ὅπως τὰ χωρία «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας εἴμαστε ἕνα», τὸ «ὅποιος εἶδε ἐμένα εἶδε καὶ τὸν Πατέρα» καὶ τὸ «Αὐτὸς ἔχει τὴ μορφὴ τοῦ Θεοῦ» καὶ τὰ παρόμοια. β΄ Ἄλλα δηλώνουν τὴν τελειότητα τῆς ὑποστάσεώς του, ὅπως τὸ «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», τὸ «χαρακτήρας τῆς ὑποστάσεώς του» καὶ τὸ «ἀγγελιαφόρος τῆς σπουδαίας βουλῆς του, θαυμαστὸς σύμβουλος» καὶ τὰ παρόμοια. γ΄ Ἄλλα χωρία φανερώνουν τὴν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν ὑποστάσεων, ὅπως τὸ «ἐγὼ εἶμαι μὲ τὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατέρας μὲ μένα»· ἀκόμη ἄλλα δηλώνουν τὴν ἀδιάκοπη διαμονὴ ὅπως «λόγος», «σοφία καὶ δύναμη» καὶ «ἀπαύγασμα». Διότι ὁ λόγος εἶναι πάντοτε μὲ τὸ νοῦ –ἐννοῶ τὸ λόγο ποὺ ἔχει ὑπαρξη– καὶ ἡ σοφία τὸ ἴδιο, καὶ ἡ δύναμη εἶναι πάντα σ’ αὐτὸ ποὺ ἔχει δύναμη, καὶ ἡ ἀκτινοβολία εἶναι πάντοτε στὸ φῶς, ἐπειδὴ πηγάζουν ἀπ’ αὐτά. δ΄ Ἄλλα χωρία δηλώνουν ὅτι προῆλθε ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς αἴτιο, ὅπως «ὁ Πατέρας μου εἶναι μεγαλύτερός μου»· διότι ἀπ’ αὐτὸν ἔχει καὶ τὴν ὕπαρξη καὶ ὅλα ὅσα ἔχει· τὴν ὕπαρξη τὴν ἔχει μὲ γέννηση καὶ ὄχι μὲ δημιουργία, ὅπως (τὰ χωρία) «Ἐγὼ προῆλθα ἀπὸ τὸν Πατέρα» καὶ «ἐγὼ ζῶ γιὰ τὸν Πατέρα». Καὶ ὅλα ὅσα ἔχει, δὲν τὰ ἔχει ἀπὸ μετάδοση ἢ διδασκαλία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν (Πατέρα) ὡς αἴτιο, ὅπως τὸ (χωρίο) «ὁ Υἱὸς δὲν μπορεῖ μόνος του νὰ κάνει κάτι, ἂν δὲν βλέπει τὸν Πατέρα νὰ τὸ κάνει». Ἐάν, δηλαδή, δὲν ὑπάρχει ὁ Πατέρας, δὲν ὑπάρχει καὶ ὁ Υἱός· ὁ Υἱὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ εἶναι μὲ τὸν Πατέρα καὶ ὄχι μετὰ τὸν Πατέρα. Τὸ ἴδιο, καὶ ὅσα κάνει, μὲ αἴτιο καὶ συνεργὸ αὐτὸν (τὸν Πατέρα) τὰ κάνει. Διότι ἡ θέληση, ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ δύναμη τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μία καὶ ἴδια, καὶ ὄχι παρόμοια. ἐ΄ Ἄλλα πάλι (χωρία) φανερώνουν ὅτι ἡ εὐδοκία τοῦ Πατέρα ἐκπληρώνεται μὲ τὴ δική του (τοῦ Υἱοῦ) ἐνέργεια, ὄχι βέβαια ἐνεργώντας σὰν ὄργανο ἢ δοῦλος, ἀλλὰ σὰν πραγματικὸς καὶ ἐνυπόστατος Λόγος καὶ σοφία καὶ δύναμή του (τοῦ Πατέρα), ἐπειδὴ μία κίνηση νοεῖται στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ὅπως τὰ (χωρία) «Ὅλα ἔγιναν ἀπ’ αὐτόν», τὸ «ἀπέστειλε τὸ Λόγο του καὶ τοὺς θεράπευσε» καὶ τὸ «γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλες». Ἄλλα (χωρία) λέγονται προφητικά· κι ἀπ’ αὐτὰ ἄλλα ὡς μέλλοντα νὰ συμβοῦν, ὅπως τὸ «θὰ ἔλθει ὁλοφάνερα», ἢ αὐτὸ τοῦ Ζαχαρίου «νά, ἔρχεται ὁ βασιλιάς σου» καὶ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Μιχαίας, «νά, ὁ Κύριος φεύγει ἀπὸ τὸν τόπο του καὶ θὰ κατέβει καὶ θὰ ἀνέβει στὰ ὑψηλὰ μέρη τῆς γῆς»· ἄλλα πάλι δείχνουν τὰ μέλλοντα σὰν παρελθόντα, ὅπως: «Ἔπειτα, αὐτὸς ὁ Θεὸς μᾶς φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους», ἢ τὸ (χωρίο) «ὁ Κύριος μ’ ἔφτιαξε ἀρχὴ τῶν σχεδίων του γιὰ τὰ ἔργα του» καὶ τὸ «γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ὁ Θεός σου σὲ ἔχρισε μὲ λάδι ἀγαλλιάσεως περισσότερο ἀπὸ τοὺς μετόχους σου» καὶ τὰ παρόμοια. Ἐκεῖνα ποὺ λέγονται γι’ αὐτὸν πρὶν τὴ σάρκωσή του, θὰ τοῦ εἰπωθοῦν καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτήν· ἐνῶ ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἀποδίδονται μετὰ τὴν ἕνωση, καθόλου δὲν λέγονται πρὶν ἀπ’ αὐτήν, παρὰ μόνον προφητικά, ὅπως εἴπαμε. Β΄ Οἱ τρόποι τῶν λόγων ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἕνωση εἶναι τρεῖς: ἃ΄ Ὅταν, πρῶτα, κάνουμε ἀρχὴ ἀπὸ τὸ ἀνώτερο· τότε ὁμιλοῦμε γιὰ θέωση τῆς σάρκας, γιὰ «λόγωση», ὑπερύψωση καὶ τὰ παρόμοια, φανερώνοντας τὸν πλοῦτο ποὺ προστέθηκε στὴ σάρκα ἀπὸ τὴν ἕνωση καὶ σύνδεσή της μὲ τὸν ὕψιστο Θεὸ Λόγο. Ἔπειτα, ὅταν κάνουμε ἀρχὴ ἀπὸ τὸ κατώτερο, τότε λέμε γιὰ σάρκωση τοῦ Λόγου, γιὰ ἐνανθρώπηση, κένωση, πτωχεία καὶ ταπείνωση· αὐτὰ δηλαδὴ καὶ τὰ παρόμοια ἀποδίδονται στὸ Θεὸ Λόγο ἐξαιτίας τῆς ἑνώσεώς του μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὅταν πάλι ὁμιλοῦμε ξεκινώντας καὶ ἀπὸ τὰ δύο ταυτόχρονα, κάνουμε λόγο γιὰ ἕνωση, κοινωνία, χρίση, φυσικὴ σύνδεση, συμμόρφωση καὶ τὰ παρόμοια. Οἱ δύο προηγούμενοι τρόποι λέγονται γι’ αὐτὸν τὸν τρίτο τρόπο. Διότι μὲ τὴν ἕνωση φανερώνεται τί ἀπόκτησε τὸ καθένα ἀπὸ τὴ σύναψη καὶ περιχώρηση αὐτοῦ μὲ τὸ ὁποῖο συνδέθηκε. Ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως λέγεται ὅτι ἡ σάρκα ἔχει θεωθεῖ καὶ ἔγινε Θεὸς καὶ ὁμόθεος μὲ τὸ Λόγο· καὶ ὁ Θεὸς Λόγος σαρκώθηκε καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ θεωρεῖται κτίσμα καὶ ὀνομάζεται «ἔσχατος», ὄχι διότι τάχα οἱ δύο φύσεις μεταβλήθηκαν σὲ μία σύνθετη φύση –διότι εἶναι ἀδύνατό τα ἀντίθετα φυσικὰ γνωρίσματα νὰ ἑνωθοῦν ταυτόχρονα σὲ μία φύση–, ἀλλὰ διότι οἱ δύο φύσεις ἑνώθηκαν ὑποστατικὰ καὶ διατηροῦν μεταξύ τους ἀσύγχυτη καὶ ἀμετάβλητη τὴν περιχώρηση. Καὶ ἡ περιχώρηση δὲν ἔγινε ἐξαιτίας τῆς σάρκας, ἀλλὰ χάρη στὴ θεότητα. Διότι εἶναι ἀδύνατο ἡ σάρκα νὰ περιχωρήσει μέσω τῆς θεότητος, ἀλλὰ ἡ θεία φύση μὲ τὸ νὰ περιχωρήσει μία φορὰ μέσω τῆς σάρκας ἔδωσε καὶ στὴ σάρκα τὴν ἀνέκφραστη περιχώρηση πρὸς αὐτήν, τὴν ὁποία ὀνομάζουμε ἕνωση. Πρέπει ἀκόμη νὰ γνωρίζουμε ὅτι στὸν πρῶτο καὶ δεύτερο τρόπο αὐτῶν ποὺ λέγονται γιὰ τὴν ἕνωση νοεῖται τὸ ἀντίστροφο. Ὅταν, δηλαδή, μιλοῦμε γιὰ τὴ σάρκα, κάνουμε λόγο γιὰ θέωση, λόγωση, ὑπερύψωση καὶ χρίση· διότι αὐτὰ προέρχονται βέβαια ἀπὸ τὴ θεότητα, ἀλλὰ νοοῦνται σχετικὰ μὲ τὴ σάρκα. Ὅταν πάλι ὁμιλοῦμε γιὰ τὸ Λόγο, κάνουμε λόγο γιὰ κένωση, σάρκωση, ἐνανθρώπηση, ταπείνωση καὶ τὰ παρόμοια, τὰ ὁποῖα, ὅπως εἴπαμε, ἀποδίδονται στὸ Λόγο καὶ Θεὸ ἀπὸ τὴ σάρκα· διότι αὐτὸς ὑπέμεινε αὐτὰ μὲ τὴ θέλησή του. Εἶναι πάλι τρεῖς οἱ τρόποι γι’ αὐτὰ ποὺ ἀποδίδονται μετὰ τὴν ἕνωση. Πρῶτος εἶναι αὐτὸς ποὺ δείχνει τὴ θεία φύση, ὅπως «ἐγὼ εἶμαι μὲ τὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατέρας μὲ μένα» ἢ «ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας εἴμαστε ἕνα»· καὶ ὅλα ὅσα τοῦ ἀποδίδονται πρὶν τὴν ἐνανθρώπηση, ἐκτός του ὅτι δὲν προσέλαβε σάρκα καὶ τὰ φυσικά της ἰδιώματα, αὐτὰ θὰ τοῦ ἀποδοθοῦν καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση. Δεύτερος τρόπος εἶναι αὐτὸς ποῦ δείχνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅπως «γιατί ζητᾶτε νὰ μὲ σκοτώσετε, ἕναν ἄνθρωπο ποῦ σᾶς εἶπα τὴν ἀλήθεια;» ἢ τὸ «ἔτσι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πρέπει ν’ ἀνυψωθεῖ», καὶ τὰ παρόμοια. Ἀπ’ αὐτὰ πάλι ποὺ ἔχουν λεχθεῖ καὶ γραφεῖ γιὰ τὸ Σωτήρα Χριστό, μὲ ἀνθρωπομορφικὸ τρόπο, εἴτε στὰ λόγια εἴτε στὰ γεγονότα, οἱ τρόποι ἕξι εἶναι. Ἄλλα, δηλαδή, ἀπ’ αὐτὰ ἔχουν γίνει καὶ λεχθεῖ σύμφωνα μὲ τὸ φυσικὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ὅπως ἡ γέννηση ἀπὸ τὴν Παρθένο, ἡ σωματικὴ ἀνάπτυξη καὶ πρόοδος, ἡ πείνα, ἡ δίψα, ὁ κόπος, τὰ δάκρυα, ὁ ὕπνος, τὸ τρύπημα τῶν καρφιῶν, ὁ θάνατος καὶ τὰ παρόμοια, ὅσα ἀποτελοῦν τὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη. Διότι σ’ ὅλα αὐτὰ ἑνώνεται ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση· θεωρεῖται ὅμως ὅτι ἀνήκουν πραγματικὰ μόνο στὸ σῶμα, χωρὶς τὸ θεῖο νὰ παθαίνει τίποτε ἀπ’ αὐτά, ἀλλὰ οἰκονομεῖ μὲ αὐτὰ τὴ σωτηρία μας. Ἄλλα λέγονται προσποιητά, ὅπως τὸ ἐρώτημα «ποῦ θάψατε τὸ Λάζαρο;», ἢ ὅπως ἡ πορεία μὲ τὴ συκιά, ἡ φυγὴ κρυφά, δηλαδὴ ἡ ἀποχώρηση, ἡ προσευχή, «ἡ προσποίηση ὅτι θὰ πορευθεῖ μακρύτερα». Διότι ἀπ’ αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια δὲν εἶχε ἀνάγκη οὔτε ὡς Θεὸς οὔτε ὡς ἄνθρωπος, ὅμως προσποιοῦνταν μὲ τρόπο ποὺ ταιριάζει στοὺς ἀνθρώπους, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη· καὶ ἀπαιτοῦσε τὸ ὠφέλιμο, ὅπως τὴν προσευχή, γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν εἶναι ἀσεβὴς καὶ ὅτι τιμοῦσε τὸν Πατέρα του ὡς αἴτιό του. Ρωτοῦσε ὄχι ἀπὸ ἄγνοια, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει ὅτι, ἐκτός του ὅτι εἶναι Θεός, εἶναι καὶ ἀληθινὰ ἄνθρωπος. Καὶ ἀποχώρησε κρυφά, γιὰ νὰ διδάξει νὰ μὴν εἴμαστε ἀπερίσκεπτοι στοὺς κινδύνους καὶ νὰ μὴν παραδίνουμε τὸν ἑαυτό μας στοὺς ἐχθρούς. Ἄλλα πάλι λέγονται οἰκεῖα καὶ ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τὸ (χωρίο) «Θεέ μου, γιατί μ’ ἐγκατάλειψες;», τὸ «αὐτὸς ποὺ δὲ γνώριζε τὴν ἁμαρτία, ἔκανε τὴν ἁμαρτία γιὰ μᾶς», τὸ «ἔγινε καταραμένος ἐξαιτίας μας» καὶ τὸ «ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς θὰ ὑποταγεῖ σ’ αὐτὸν ποὺ ὑπόταξε τὰ πάντα». Διότι ποτέ, οὔτε σὰν Θεὸ οὔτε σὰν ἄνθρωπο, ὁ Πατέρας τοῦ τὸν ἐγκατάλειψε, οὔτε ἔκανε ἁμαρτία, οὔτε ἔγινε καταραμένος, οὔτε χρειάζεται νὰ ὑποταγεῖ στὸν Πατέρα. Ἐπειδὴ εἶναι Θεός, εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα καὶ δὲν εἶναι ἀντίθετος ἢ δοῦλος· καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωπος ποτὲ δὲν ἔγινε ἀνυπάκουος στὸ γεννήτορά του, γιὰ νὰ χρειασθεῖ τὴν ὑποταγή. Αὐτὰ τὰ ἔλεγε, ἐπειδὴ ἔκανε δικό του τὸ δικό μας πρόσωπο καὶ ἐπειδὴ ἔβαζε τὸν ἑαυτό του μέ μας· διότι ἐμεῖς ἤμασταν οἱ ἔνοχοί της ἁμαρτίας καὶ τῆς κατάρας, ἐφόσον ἤμασταν ἀπειθεῖς, ἀνυπάκουοι καὶ γι’ αὐτὸ ἐγκαταλειμμένοι. Ἄλλα λέγονται γιὰ τὴν ὑποθετικὴ διαίρεση. Ἄν, δηλαδή, διαιρέσεις θεωρητικὰ αὐτὰ ποὺ ἀληθινὰ εἶναι ἀχώριστα, δηλαδὴ τὴ σάρκα ἀπὸ τὸ Λόγο, τότε ὀνομάζεται καὶ δοῦλος καὶ ἄνθρωπος μὲ ἄγνοια· ἡ σάρκα μάλιστα ἦταν στοιχεῖο τῆς δούλης καὶ ἀγνοούσης φύσεως καί, ἂν δὲν εἶχε ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεὸ Λόγο, θὰ ἦταν πάντα δούλη καὶ μέσα στὴν ἄγνοια· ἐξαιτίας ὅμως τῆς ὑποστατικῆς ἕνωσης μὲ τὸ Θεὸ Λόγο οὔτε δούλη ἦταν οὔτε στὴν ἄγνοια. Καὶ ἔτσι ὀνόμασε τὸν Πατέρα Θεό του. Ἄλλα λέγονται σύμφωνα μὲ τὴ φανέρωση καὶ τὴν πιστοποίησή του σὲ μᾶς, ὅπως τὸ χωρίο «Πατέρα μου, δόξασε μὲ μὲ τὴ δόξα ποὺ εἶχα, πρὶν ὁ κόσμος δημιουργηθεῖ –διότι ὁ ἴδιος ἦταν καὶ εἶναι δοξασμένος, ἀλλὰ ἡ δόξα του δὲν εἶχε φανερωθεῖ καὶ βεβαιωθεῖ σὲ μας–, καὶ τὸ (χωρίο) ποὺ ὁ ἀπόστολος ἔχει πεῖ, ὅτι «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁρίσθηκε μὲ δύναμη καὶ πνεῦμα ἁγιωσύνης, ἀναστημένος ἀπὸ τοὺς νεκρούς», –διότι μὲ τὰ θαύματα, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φανερώθηκε καὶ ἐπιβεβαιώθηκε στὸν κόσμο ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεού–, καὶ τὸ (χωρίο) «προόδευε στὴ σοφία καὶ τὴ χάρη». Ἄλλα λέγονται γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ οἰκεῖος στοὺς Ἰουδαίους, τάσσοντας τὸν ἑαυτό του μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως λέει στὴ Σαμαρείτιδα: «Ἐσεῖς προσκυνεῖτε αὐτὸ ποὺ δὲν γνωρίζετε, ἐνῶ ἐμεῖς προσκυνοῦμε αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε, διότι ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους». Τρίτος τρόπος εἶναι αὐτὸς ποὺ δηλώνει τὴ μία ὑπόσταση καὶ παριστάνει τὴ συνένωση τῶν δύο φύσεων, ὅπως (τὸ χωρίο) «ἐγὼ ζῶ γιὰ τὸν Πατέρα, καὶ αὐτὸς ποὺ μὲ τρώει καὶ ἐκεῖνος θὰ ζεῖ γιὰ μένα», τὸ (χωρίο) «πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ πλέον δὲν θὰ μὲ βλέπετε», τὸ (χωρίο) «δὲν θὰ σταύρωναν τὸν Κύριό της δόξης», τὸ (χωρίο) «κανεὶς δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ παρὰ μόνον αὐτὸς ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό», καὶ τὰ παρόμοια. Καὶ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ λέγονται μετὰ τὴν ἀνάσταση, ἄλλα εἶναι ποὺ ἁρμόζουν στὸ Θεό, ὅπως (τὸ χωρίο) «νὰ βαπτίζετε αὐτοὺς στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶναι Θεός, καὶ τὸ «νά, ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζί σας πάντοτε ἕως τὸ τέλος τοῦ κόσμου» καὶ τὰ παρόμοια –διότι ὡς Θεὸς εἶναι μαζὶ μας–· ἄλλα πάλι (χωρία) ἁρμόζουν στὸν ἄνθρωπο, ὅπως τὸ «κράτησαν τὰ πόδια του» καὶ τὸ «ἐκεῖ θὰ μὲ δοῦν» καὶ τὰ παρόμοια. Γιὰ ὅσα πάλι, μετὰ τὴν ἀνάσταση, ἁρμόζουν στὸν ἄνθρωπο ὑπάρχουν διάφοροι τρόποι. Ἄλλα, δηλαδή, λέγονται ἀληθινά, ὄχι ὅμως σύμφωνα μὲ τὴ φύση, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν οἰκονομία, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦμε ὅτι τὸ ἴδιο το σῶμα ποὺ ἔπαθε, ἀναστήθηκε, ὅπως οἱ μωλωπισμοί, ἡ βρώση καὶ ἡ πόση μετὰ τὴν ἀνάσταση· ἄλλα λέγονται ἀληθινὰ σύμφωνα μὲ τὴ φύση, ὅπως ἡ μετάβαση χωρὶς κόπο ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ ἡ εἴσοδος μέσα ἀπὸ κλειστὲς πόρτες· ἄλλα πάλι προσποιητά, ὅπως τὸ «προσποιήθηκε ὅτι θὰ πάει πιὸ μακριά»· καὶ ἄλλα ἀνήκουν καὶ στὶς δύο φύσεις, ὅπως τὸ «ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα καὶ Πατέρα σας καὶ Θεό μου καὶ Θεό σας», καὶ τὸ «θὰ εἰσέλθει ὁ βασιλιὰς τῆς δόξης», καὶ τὸ «κάθισε στὰ δεξιά της μεγαλωσύνης του στὰ ὑψηλά»· καὶ ἄλλα λέγονται, ἐπειδὴ ἔβαλε τὸ ἑαυτὸ τοῦ μεταξύ μας, μὲ τὸν τρόπο τῆς ἁπλῆς θεωρητικῆς διαιρέσεως, ὅπως τὸ (χωρίο) «ὁ Θεός μου καὶ Θεός σας». Πρέπει, λοιπόν, ν’ ἀποδίδουμε τὰ ὑψηλὰ στὴ θεία φύση ποὺ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸ σῶμα, ἐνῶ τὰ ταπεινὰ στὴν ἀνθρώπινη· καὶ τὰ κοινὰ ν’ ἀποδίδουμε στὴ σύνθετη (ὑπόσταση), δηλαδὴ στὸν ἕνα Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, καὶ νὰ γνωρίζουμε ὅτι καὶ τὰ δύο εἶναι φύσεις τοῦ ἑνὸς καὶ αὐτοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διότι, ἂν γνωρίζουμε τὸ ἰδιαίτερο γνώρισμα τοῦ καθένα καὶ βλέπουμε ὅτι ἕνας ἐνεργεῖ καὶ τὰ δύο, τότε πιστεύουμε ὀρθὰ καὶ δὲν θὰ πλανηθοῦμε. Ἀπ’ ὅλα αὐτὰ διακρίνεται ἡ διαφορὰ τῶν φύσεων ποὺ ἑνώθηκαν καὶ «δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ἡ φυσικὴ ποιότητα τῆς θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως», ὅπως λέει ὁ θειότατος Κύριλλος. Ἕνας εἶναι, λοιπόν, ὁ Υἱὸς καὶ Χριστὸς καὶ Κύριος, καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἕνας, ἕνα εἶναι καὶ τὸ πρόσωπό του, χωρίς, μὲ κανένα τρόπο, νὰ διαιρεῖται ἡ ὑποστατικὴ ἕνωση, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ διαφορὰ τῶν φύσεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 92. Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ συνηθίζει νὰ ὀνομάζει τὴν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ ἐνέργεια, ὅπως ὅταν λέει ὁ ἀπόστολος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του: «Μήπως δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα ὁ ἀγγειοπλάστης ἀπὸ τὸ ἴδιο ὑλικὸ νὰ φτιάξει σκεῦος χρήσιμο καὶ σκεῦος ἄχρηστο;». Ὁ ἴδιος, δηλαδή, φτιάχνει καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Διότι μόνον αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργὸς ὅλων, ἀλλὰ τὰ σκεύη τὰ χρήσιμα ἢ ἄχρηστα δὲν τὰ φτιάχνει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ διάθεση τοῦ καθένα. Καὶ αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπ’ ὅσα ὁ ἴδιος ἀπόστολος λέει στὴ δεύτερη ἐπιστολή του στὸ Τιμόθεο: «Στὸ πλούσιο σπίτι δὲν ὑπάρχουν μόνον χρυσὰ καὶ ἀσημένια σκεύη, ἀλλὰ καὶ ξύλινα καὶ ὀστράκινα, καὶ ἀπὸ αὐτὰ ἄλλα εἶναι γιὰ καλὴ χρήση καὶ ἄλλα ὄχι. Ἐάν, λοιπόν, κάποιος καθαρίσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ αὐτὰ (τὰ ἄχρηστα), θὰ εἶναι χρήσιμο σκεῦος, ἁγιασμένο καὶ ἀρεστὸ στὸ Δεσπότη, ἕτοιμο γιὰ κάθε καλὸ ἔργο». Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ κάθαρση γίνεται μὲ τὴ θέλησή μας. Διότι λέει, «ἐὰν κάποιος καθαρίσει τὸν ἑαυτό του», ἐννοεῖται ὅτι ἡ ἀντίθετη φράση ἀποτελεῖ τὸν ἀντίλογο· ἐάν, δηλαδή, κάποιος δὲν καθαρίσει τὸν ἑαυτό του, θὰ εἶναι ἄχρηστο σκεῦος, ἀχρείαστο στὸ Δεσπότη, ἄξιο νὰ πεταχθεῖ. Τὸ συζητούμενο, λοιπὸν χωρίο καὶ τὸ «ὁ Θεὸς ὁδήγησε ὅλους σὲ ἀνυπακοή», ὅπως καὶ τὸ (χωρίο) «ὁ Θεὸς τοὺς χάρισε πνεῦμα κατανύξεως, μάτια νὰ μὴ βλέπουν καὶ αὐτιὰ νὰ μὴν ἀκοῦν», ὅλα αὐτὰ δὲν πρέπει νὰ τὰ ἐννοήσουμε ὡς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς παραχώρησή του, ἐπειδὴ τὸ καλὸ εἶναι αὐτεξούσιο καὶ ἀβίαστο. Ἡ Ἁγία Γραφή, λοιπόν, συνηθίζει νὰ χαρακτηρίζει τὴν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἐνέργεια καὶ ἔργο του. Καὶ μάλιστα ὅταν λέει, «ὁ Θεὸς φτιάχνει τὰ κακὰ καὶ δὲν ὑπάρχει κακία στὴν πόλη, τὴν ὁποία νὰ μὴν τὴν ἔφτιαξε ὁ Θεός», δὲ σημαίνει αὐτὸ τὸ πράγμα ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν, ἐπειδὴ τὸ ὄνομα τῆς κακίας ἐκφράζει δύο πράγματα καὶ ἔχει δύο σημασίες· ἄλλοτε, δηλαδή, σημαίνει τὸ φυσικὸ κακό, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀντίθετο στὴν ἀρετὴ καὶ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλοτε σημαίνει τὴν κακία καὶ ταλαιπωρία σύμφωνα μὲ τὴ δική μας ἀντίληψη, δηλαδὴ τὶς θλίψεις καὶ κακουχίες. Αὐτές, λοιπόν, φαινομενικὰ ἀποτελοῦν κακίες, ἐπειδὴ εἶναι ὀδυνηρές, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα βγαίνουν σὲ καλό· διότι γίνονται αἰτία ἐπιστροφῆς καὶ σωτηρίας σ’ αὐτοὺς ποὺ τὶς δοκιμάζουν. Ἡ Γραφὴ λέει ὅτι αὐτὲς οἱ θλίψεις γίνονται μὲ παραχώρηση Θεοῦ. Καὶ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε αἴτιοι καὶ αὐτῶν· διότι τὰ ἀθέλητα κακὰ προκαλοῦν καὶ αὐτὰ (κακὰ) ποὺ ἔρχονται μὲ τὴ θέλησή μας. Πρέπει ἀκόμη νὰ γνωρίζουμε καὶ τὸ ἑξῆς, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ συνηθίζει ὁρισμένα ποὺ ἐπιβάλλεται νὰ λέγονται ὡς ἀποτέλεσμα, νὰ τὰ λέει ὡς αἰτία, ὅπως τὸ (χωρίο) «μπροστά σου μόνο ἁμαρτάνω καὶ κάνω τὸ πονηρό, γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια σου καὶ νὰ δικαιωθοῦν οἱ κρίσεις σου»· δὲν ἁμάρτησε ὁ ἁμαρτωλός, γιὰ νὰ δικαιωθεῖ μὲ τὴ νίκη τοῦ ὁ Θεός, οὔτε πάλι ὁ Θεὸς ἐξαρτόταν ἀπὸ τὴ δική μας ἁμαρτία, γιὰ νὰ βγεῖ ἀπ’ αὐτὴν νικητής. Διότι χωρὶς σύγκριση ἡ δόξα τῆς νίκης τοῦ ἀνήκει περισσότερο ἀπ’ ὅλους, ἀκόμη κι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἁμάρτησαν, ἐπειδὴ εἶναι ὁ Δημιουργός, ἀκατάληπτος, ἄκτιστος καὶ ἔχει τὴ δόξα ἀπὸ τὴ φύση του καὶ ὄχι ὡς ἀπόκτημα. Διότι ἀποδεικνύεται νικητὴς τῆς κακίας μας· καὶ ὅταν ἐμεῖς ἁμαρτάνουμε, δὲν εἶναι ἄδικος ποὺ ὀργίζεται ἐναντίον μας· καὶ ὅταν μετανοοῦμε, μᾶς συγχωρεῖ. Καὶ ἐμεῖς βέβαια δὲν ἁμαρτάνουμε σκόπιμα, ἀλλὰ διότι ἔτσι συμβαίνουν τὰ πράγματα· ὅπως ἀκριβῶς, ἂν ἀναπαύεται κανεὶς ἀπὸ τὴν ἐργασία του, καὶ ἔλθει κάποιος φίλος του, λέει ὅτι ἦλθε φίλος καὶ δὲν θὰ ἐργασθῶ σήμερα. Ὁ φίλος βέβαια δὲν ἦλθε, γιὰ νὰ μὴν ἐργασθεῖ, ἀλλὰ ἔτσι συνέπεσε· καὶ ἐπειδὴ ἀσχολεῖται μὲ τὴ φιλοξενία τοῦ φίλου, δὲν ἐργάζεται. Καὶ αὐτὰ λέγονται σύμφωνα μὲ τὸ ἀποτέλεσμα, διότι ἔτσι τὰ πράγματα καταλήγουν. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι ὁ μόνος δίκαιος, ἀλλὰ ὅλοι, κατὰ δύναμη, νὰ τοῦ ὁμοιάσουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 93. Ὅτι δὲν ὑπάρχουν δύο ἀρχές. Θὰ μάθουμε ἀπὸ τὸ ἑξῆς, ὅτι δὲν ὑπάρχουν δύο ἀρχές, μία ἀγαθὴ καὶ μία πονηρή: διότι τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ πονηρὸ εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους, καὶ τὸ ἕνα καταστρέφει τὸ ἄλλο, καὶ δὲν ὑπάρχουν τὸ ἕνα μέσα στὸ ἄλλο οὔτε συνυπάρχουν. Γι’ αὐτὸ τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ θὰ ὑπάρχει σ’ ἕνα μόνο μέρος ἀπὸ τὸ ὅλο. Καὶ πρῶτα βέβαιά το καθένα ἀπ’ αὐτὰ θὰ ὁριστεῖ ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ ὅλο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ ὅλου. Ἔπειτα, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ καθορίζει τὴν περιοχὴ τοῦ καθενός; Διότι δὲν θὰ ποῦν ὅτι συγκρούσθηκαν μεταξύ τους καὶ συμφιλιώθηκαν, ἐπειδὴ τὸ κακὸ παύει νὰ εἶναι κακό, ὅταν εἰρηνεύει καὶ συμφιλιώνεται μὲ τὸ ἀγαθό· καὶ τὸ ἀγαθὸ παύει νὰ εἶναι ἀγαθό, ἂν συμφιλιώνεται μὲ τὸ κακό. Ἂν ὅμως αὐτὸς ποὺ καθόρισε γιὰ τὸν καθένα ἀπ’ αὐτὰ τὴν περιοχὴ τοῦ εἶναι ἄλλος, ἐκεῖνος μᾶλλον εἶναι ὁ Θεός. Εἶναι ὑποχρεωτικὸ νὰ συμβαίνει τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο: ἢ νὰ σχετίζονται καὶ νὰ καταστρέφει τὸ ἕνα το ἄλλο ἢ νὰ ὑπάρχει κάτι ἐνδιάμεσο στὸ ὁποῖο δὲν θὰ ὑπάρχει οὔτε ἀγαθὸ οὔτε τὸ κακό, ὅπως ἀκριβῶς κάποιο διάφραγμα ποὺ διαχωρίζει καὶ τὰ δύο μεταξύ τους. Καὶ ἔτσι δὲν θὰ ὑπάρχουν δύο ἀλλὰ τρεῖς ἀρχές. Εἶναι ἀκόμη ἀνάγκη καὶ τὸ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ἢ νὰ εἰρηνεύει, πράγμα τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει τὸ κακὸ –διότι αὐτὸ ποὺ εἰρηνεύει δὲν εἶναι κακὸ– ἢ νὰ πολεμᾶ, πράγμα ποὺ τὸ ἀγαθὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει –διότι αὐτὸ ποὺ πολεμᾶ δὲν εἶναι τελείως ἀγαθό–· ἢ τὸ μὲν κακὸ νὰ πολεμᾶ καὶ τὸ ἀγαθὸ νὰ μὴν ἀνταποδίδει τὸν πόλεμο, ἀλλὰ νὰ καταστρέφεται ἀπὸ τὸ κακὸ ἢ διαρκῶς νὰ λυπᾶται καὶ νὰ κακοπαθεῖ, πράγμα ποὺ δὲν εἶναι γνώρισμα τοῦ ἀγαθοῦ. Διότι μία ἀρχὴ τοῦ ἀγαθοῦ ὑπάρχει, ἡ ὁποία εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε κακία. Ἀλλά, ρωτοῦν, ἂν συμβαίνει αὐτό, ἀπὸ ποῦ προέρχεται τὸ κακό; Διότι εἶναι ἀδύνατο νὰ δημιουργηθεῖ τὸ κακὸ ἀπὸ τὸ ἀγαθό. Λέμε, λοιπόν, ὅτι τὸ κακὸ δὲν τίποτε ἄλλο παρὰ στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ καὶ παρεκτροπὴ ἀπὸ τὴ φυσικὴ κατάσταση στὴν παρὰ φύση· διότι κανένα κακὸ δὲν ἀποτελεῖ φυσικὴ κατάσταση. Ὅλα, δηλαδή, ὅσα ὁ Θεὸς δημιούργησε εἶναι πολὺ καλά, σύμφωνα μὲ τὸ δημιουργικό τους σκοπό. Ἄν, λοιπόν, παραμένουν ἔτσι, ὅπως δημιουργήθηκαν, «εἶναι πολὺ καλά»· ἂν ὅμως ἀπομακρυνθοῦν μὲ τὴ θέλησή τους ἀπὸ τὴ φυσικὴ κατάσταση καὶ ἔλθουν στὸ παρὰ φύση, καταλήγουν στὸ κακό. Στὴν κατὰ φύση βέβαια κατάσταση ὅλα εἶναι ὑπόδουλα καὶ ὑπάκουα στὸ Δημιουργό. Ὅταν, λοιπόν, μὲ τὴ θέλησή του κάποιο δημιούργημα ἐπαναστατήσει καὶ παρακούσει στὸ δημιουργό του, σχηματίζει μέσα του τὴν κακία· ἡ κακία, δηλαδή, δὲν εἶναι κάποια οὐσία, οὔτε χαρακτηριστικὸ κάποιας ὑπάρξεως, ἀλλὰ εἶναι κάποιο συμβάν, δηλαδὴ θεληματικὴ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴ φυσικὴ στὴν παρὰ φύση κατάσταση, πράγμα ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἀπὸ ποῦ, λοιπόν, προῆλθε ἡ ἁμαρτία; Εἶναι ἐφεύρημα τῆς αὐτεξούσιας γνώμης τοῦ Διαβόλου. Εἶναι, δηλαδή, ὁ Διάβολος κακός; Σύμφωνα μὲ τὴ δημιουργία του δὲν εἶναι κακὸς ἀλλὰ καλός· διότι ὁ Δημιουργὸς τὸν ἔπλασε λαμπρὸ καὶ φωτεινὸ ἄγγελο, αὐτεξούσιο ὡς λογικὸ ὅν· μὲ τὴ θέλησή του ὅμως ἐγκατάλειψε τὴ φυσικὴ ἀρετὴ καὶ ἔπεσε στὸ σκοτάδι τῆς κακίας, μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸ μόνο ἀγαθὸ καὶ φωτοποιὸ Θεό. Διότι ἀπ’ Αὐτὸν προέρχεται κάθε ἀγαθό, καὶ ἀνάλογα ὅποιος μὲ τὴν ἀπόφασή του (καὶ ὄχι τοπικὰ) ἀπομακρύνεται ἀπ’ Αὐτόν, πέφτει στὸ κακό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 94. Γιὰ ποιὸ λόγο, ἂν καὶ ὁ Θεὸς γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων ὅτι αὐτοὶ ἐπρόκειτο νὰ ἁμαρτήσουν καὶ νὰ μὴ μετανοήσουν, τοὺς δημιούργησε. Ὁ Θεὸς ἀπὸ καλωσύνη δημιουργεῖ τὰ ὄντα ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη καὶ προγνωρίζει αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν. Ἄν, βέβαια, δὲν ἐπρόκειτο νὰ ὑπάρχουν, οὔτε κακοὶ ἐπρόκειτο νὰ γίνουν καὶ οὔτε θὰ εἶχε γίνει ἡ πρόβλεψη τῆς δημιουργίας τους. Διότι οἱ γνώσεις ἀφοροῦν σὲ ὅ,τι ὑπάρχει καὶ οἱ προγνώσεις σὲ ὅ,τι θὰ ὑπάρξει· προηγεῖται, δηλαδή, ἡ ὕπαρξη, καὶ ἀκολουθεῖ ἡ καλὴ ἢ κακὴ ὕπαρξη. Ἐὰν ὅμως (τὰ ὄντα) ἐπρόκειτο νὰ δημιουργηθοῦν ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ κατόπιν θὰ γίνονταν κακοὶ ἐξαιτίας τῆς δικῆς τους θελήσεως, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ Θεὸς ἀρνοῦνταν νὰ τὰ δημιουργήσει, τότε τὸ κακὸ θὰ νικοῦσε τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός, ὅμως, πλάθει ἀγαθὰ ὅλα τα ὄντα ποὺ δημιουργεῖ· καὶ καθένας μὲ τὴ δική του θέληση γίνεται καλὸς ἢ κακός. Μολονότι εἶπε ὁ Κύριος, «συνέφερε σ’ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴ γεννιόταν», τὸ ἔλεγε ὄχι ἐπικρίνοντας τὸ δημιούργημά του, ἀλλὰ ἐπέκρινε τὴν κακία ποὺ προστέθηκε στὸ πλάσμα του, ἐξαιτίας τῆς θελήσεως καὶ ραθυμίας του. Διότι ἡ ραθυμία τῆς γνώμης τοῦ πλάσματος ἀχρήστευσε τὴν εὐεργεσία τοῦ Δημιουργοῦ, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ κάποιον πού, ἐνῶ ὁ βασιλιὰς τοῦ ἔδωσε πλοῦτο καὶ ἐξουσία, αὐτὸς φέρεται ἀχάριστα στὸν εὐεργέτη· (ὁ βασιλιὰς) αὐτὸν θὰ τὸν δέσει καὶ θὰ τὸν τιμωρήσει, ἂν τὸν δεῖ μέχρι τέλος νὰ παραμένει στὴν ἐξουσία τοῦ τυράννου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 95. Σχετικὰ μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας. Τὸ θεῖο εἶναι ἀγαθὸ καὶ ὑπεράγαθο, καὶ τὸ θέλημά του ἐπίσης· διότι ἀγαθὸ εἶναι ὅποιο θέλει ὁ Θεός. Καὶ ἡ ἐντολὴ ποὺ τὸ διδάσκει ἀποτελεῖ νόμο, ὥστε, τηρώντας τὸ θέλημά του, μένουμε μέσα στὸ φῶς. Καὶ ἡ παράβαση αὐτῆς τῆς ἐντολῆς εἶναι ἁμαρτία. Αὐτὴ (ἡ ἁμαρτία) συνίσταται ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τοῦ Διαβόλου καὶ ἀπὸ τὴ δική μας ἀβίαστη καὶ θεληματικὴ ἀποδοχή· καὶ αὐτὴ μάλιστα ὀνομάζεται νόμος. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, κυριαρχώντας πάνω στὸ νοῦ μας, τὸν ἑλκύει πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ παροτρύνει τὴ συνείδησή μας. Καὶ ἡ συνείδησή μας μάλιστα λέγεται νόμος τοῦ νοῦ μας. Καὶ ἡ ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ πάλι, δηλαδὴ ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας, κυριαρχεῖ πάνω στὰ μέλη τῆς σάρκας μας καὶ μέσω αὐτῆς μας ἐπιτίθεται. Διότι, ἂν παραβοῦμε μιὰ φορὰ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ συγκατατεθοῦμε στὴν ἐπίθεση τοῦ πονηροῦ, ἀνοίξαμε τὸ δρόμο στὴν ἁμαρτία καὶ τῆς πουλήσαμε δοῦλο τὸν ἑαυτό μας. Γι’ αὐτό, τὸ σῶμα μας μὲ προθυμία ὁδηγεῖται πρὸς αὐτήν. Ἀκόμη ἡ μυρουδιὰ καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας ποὺ ὑπάρχει στὸ σῶμα μας, δηλαδὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἡδονὴ τοῦ σώματος, ὀνομάζεται νόμος ποὺ ὑπάρχει στὰ μέλη τῆς σάρκας μας. Ὁ νόμος, λοιπόν, τοῦ νοῦ, δηλαδὴ ἡ συνείδηση, εὐχαριστεῖται μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐντολή, καὶ αὐτὴν θέλει. Ὁ νόμος ὅμως τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ ἡ ἐπίθεση (τοῦ διαβόλου), μὲ τὸ νόμο ποὺ κυριαρχεῖ στὰ μέλη (τοῦ σώματος), δηλαδὴ μὲ τὴν ἐπιθυμία, τὴ ροπὴ καὶ τὴ κίνηση τοῦ τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἀλόγου μέρους τῆς ψυχῆς, πολεμᾶ τὸ νόμο τοῦ νοῦ μου –ἐννοῶ τὴ συνείδηση– καὶ μὲ αἰχμαλωτίζει· καὶ ἐνῶ θέλω καὶ ἀγαπῶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θέλω τὴν ἁμαρτία, σύμφωνα μὲ τὴν ἐξέταση, μὲ τὴ γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς καὶ τὴν ἐπιθυμία τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἀλόγου μέρους τῆς ψυχῆς, ὅπως εἶπα, μὲ ἀποπλανᾶ καὶ μὲ πείθει νὰ διαπράξω τὴν ἁμαρτία. «Ὁ Θεός, ὅμως, τὴν ἀδυναμία τοῦ νόμου, ἐπειδὴ ὁ νόμος ἐξαιτίας τῆς σάρκας ἦταν ἀσθενής, ἀποστέλλοντας τὸν Υἱό του σὲ ὁμοίωμα τῆς ἁμαρτωλῆς σάρκας –πῆρε δηλαδὴ τὴ σάρκα, ὄχι ὅμως τὴν ἁμαρτία– καταδίκασε τὴν ἁμαρτία στὴ σάρκα, γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ δίκαιη ἀπαίτηση τοῦ νόμου σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν βαδίζουν σύμφωνα μὲ τὴ σάρκα ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸ Πνεῦμα. Διότι τὸ Πνεῦμα μᾶς βοηθάει στὴν ἀδυναμία μας» καὶ δίνει τὴ δύναμη στὸ νόμο τοῦ νοῦ μας νὰ στραφεῖ ἐναντίον τοῦ νόμου τῶν μελῶν τῆς σάρκας μας. Διότι τὸ χωρίο «δὲν ξέρουμε τί νὰ προσευχηθοῦμε, ὅπως πρέπει, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα μεσιτεύει γιὰ χάρη μας μὲ στεναγμοὺς ἀλάλητους», μᾶς διδάσκει, τί θὰ προσευχηθοῦμε. Ἑπομένως εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐκτελέσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, παρὰ μόνον μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 96. Ἡ ἕβδομη ἡμέρα ἔχει ὀνομασθεῖ Σάββατο καὶ φανερώνει τὴν ξεκούραση· διότι αὐτὴ τὴν ἡμέρα «ὁ Θεὸς ἀναπαύθηκε ἀπὸ τὰ ἔργα του», ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀριθμὸς (τῶν ἡμερῶν) προχωρεῖ μέχρι τὸ ἑπτά, ἐπανέρχεται καὶ ἀρχίζει πάλι ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα. Ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς εἶναι σεβαστὸς στοὺς Ἰουδαίους, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς πρόσταξε νὰ τὸν σέβονται –ὄχι μὲ χαλαρότητα–, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ αὐστηρὲς τιμωρίες σὲ περίπτωση παραβάσεως. Καὶ δὲν τὸ διέταξε αὐτὸ χωρὶς λόγο, ἀλλὰ γιὰ κάποιους λόγους ποὺ γίνονται ἀντιληπτοὶ μὲ μυστικὸ τρόπο ἀπὸ τοὺς προχωρημένους πνευματικὰ καὶ τοὺς διορατικούς. Ὅπως, λοιπόν, ἐγὼ ὁ ἀμαθὴς γνωρίζω –γιὰ νὰ ἀρχίσω ἀπὸ τὰ κατώτερα καὶ χονδροειδή–, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς γνώριζε τὴν ἀναισθησία, τὴ φιλοσαρκία καὶ τὴ ροπὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ πρὸς τὴν ὕλη, καὶ συγχρόνως τὴν ἀδιακρισία του, γι’ αὐτὸ πρῶτα (καθιερώνει τὴν ἀνάπαυση τῆς ἑβδόμης ἡμέρας) «γιὰ ν’ ἀναπαύονται οἱ δοῦλοι καὶ τὰ μεταφορικὰ ζῶα», ὅπως λέει ἡ Γραφή, ἐπειδὴ «ὁ δίκαιος ἄνθρωπος λυπᾶται τὰ ζῶα του»· καὶ παράλληλα, γιὰ νὰ διακόπτουν τὴν ἀπασχόλησή τους μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ νὰ συγκεντρώνονται νὰ ὑμνήσουν τὸ Θεὸ «μὲ ψαλμούς, ὕμνους καὶ πνευματικὰ ἄσματα»· μὲ τὴ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν νὰ περνοῦν ὅλη τὴν ἕβδομη ἡμέρα καὶ ν’ ἀναπαύονται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν, δηλαδή, δὲν ὑπῆρχε νόμος, δὲν ὑπῆρχε οὔτε θεόπνευστη Γραφὴ οὔτε τὸ Σάββατο ἦταν ἀφιερωμένο στὸ Θεό. Ὅταν ὅμως ἡ θεόπνευστη Γραφὴ δόθηκε μὲ τὸ Μωϋσῆ, τότε καὶ τὸ Σάββατο ἀφιερώθηκε στὸ Θεό, γιὰ νὰ ἐντρυφοῦν στὴ μελέτη τῆς κατὰ τὴ διάρκειά του (τοῦ Σαββάτου) ὅσοι δὲν ἀφιερώνουν ὅλη τους τὴ ζωὴ στὸ Θεὸ καὶ ὅσοι δὲν ὑπηρετοῦν μὲ πόθο τὸ Θεὸ ὡς Πατέρα· ἀλλά, σὰν ἀχάριστοι δοῦλοι, κι ὅταν ἀκόμη ἀφιερώνουν ἕνα μικρὸ καὶ ἐλάχιστο μέρος τῆς ζωῆς τους στὸ Θεό, τὸ ἀφιερώνουν ἀπὸ φόβο γιὰ τὶς εὐθύνες τῆς παραβάσεως καὶ τὶς τιμωρίες. Βέβαια, «δὲν ὑφίσταται νόμος γιὰ τὸν δίκαιο», ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀδίκους. Ὅταν πρῶτος ὁ Μωϋσῆς ἔμεινε κοντὰ στὸ Θεὸ σαράντα ἡμέρες καὶ πάλι ἄλλες σαράντα ἡμέρες ἔμεινε νηστεύοντας, ὁπωσδήποτε νήστευε καὶ τὰ Σάββατα καὶ ταλαιπωροῦσε τὸν ἑαυτό του, παρόλο ποὺ ὁ νόμος πρόσταζε νὰ μὴν ταλαιπωροῦν τὸν ἑαυτὸ τοὺς τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Ἂν ὅμως ἰσχυρισθοῦν ὅτι αὐτὸ γινόταν πρὶν ἀπὸ τὸ νόμο, τί θὰ ποῦν γιὰ τὸ Θεσβίτη Ἠλία, ὁ ὁποῖος διήνυσε δρόμο σαράντα ἡμερῶν μ’ ἕνα γεῦμα; Αὐτός, δηλαδή, ταλαιπώρησε τὸν ἑαυτό του καὶ κατάργησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου ὄχι μόνον μὲ τὴ νηστεία, ἀλλὰ καὶ μὲ σαρανταήμερη πορεία καὶ τὶς ἡμέρες τοῦ Σαββάτου· καὶ ὁ Θεός, ποὺ ἔδωσε τὸ νόμο, δὲν θύμωσε μαζί του, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιβραβεύσει τὴν ἀρετή του, τοῦ ἐμφανίσθηκε στὸ (ὅρος) Χωρήβ. Καὶ τί θὰ ποῦν γιὰ τὸν Δανιήλ; Δὲν πέρασε τρεῖς ἑβδομάδες χωρὶς φαγητό; Καὶ τί κάνει ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός; Ἂν συμβεῖ ἕνα ἀγόρι νὰ ὀγδοήσει τὸ Σάββατο, δὲν τοῦ κάνει περιτομή; Καὶ πάλι, δὲν τηροῦν τὴ μεγάλη νηστεία, ποὺ τὴν θέσπισε ὁ νόμος, καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἂν τυχὸν συμπέσει; Ἀλλὰ καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευΐτες δὲν καταργοῦν τὸ Σάββατο μὲ τὴν ὑπηρεσία στὴ Σκηνή, καὶ κανένας δὲν τοὺς κατηγορεῖ; Ἀκόμη καὶ τὸ ζῶο, ἂν τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου πέσει στὸ βόθρο, αὐτὸς ποῦ τὸ ἀνασύρει εἶναι ἀθῶος, ἐνῶ αὐτὸς ποῦ τὸ παραμελεῖ εἶναι ἔνοχος; Τί ἔκανε ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ; Δὲν περιέφερε τὴν Κιβωτὸ τοῦ Θεοῦ γύρω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοὺς ἑπτὰ ἡμέρες, μέσα στὶς ὁποῖες ἦταν ὁπωσδήποτε καὶ τὸ Σάββατο; Ὅπως εἶπα, λοιπόν, ἡ τήρηση τοῦ Σαββάτου καθιερώθηκε γι’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶναι νήπιοι πνευματικὰ καὶ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν περισσότερο ἀπὸ τὰ σωματικὰ καὶ τὸ γράμμα (τοῦ νόμου)· ἔγινε γιὰ ν’ ἀναπαύονται καὶ νὰ λατρεύουν τὸ Θεό, νὰ τοῦ ἀφεριώνουν λίγο καιρό, καὶ νὰ ξεκουράζονται καὶ ὁ δοῦλος καὶ τὸ μεταφορικὸ ζῶο. «Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ κατάλληλος καιρός, ὁ Θεὸς ἔστειλε στὸν κόσμο τὸν μονογενῆ του Υἱό, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ γυναίκα, σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ νόμου, γιὰ νὰ λυτρώσει τοὺς ὑποκείμενους στὸ νόμο, καὶ ἔτσι ὅλοι νὰ γίνουμε παιδιά του». Καὶ ὅσοι τὸν δεχθήκαμε, μᾶς ἔδωσε τὸ δικαίωμα, ἐφόσον πιστεύουμε σ’ αὐτόν, νὰ γίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, δὲν εἴμαστε πλέον δοῦλοι ἀλλὰ υἱοί· δὲν εἴμαστε στὴν ἐξουσία τοῦ νόμου, ἀλλὰ τῆς χάριτος. Δὲν ὑπηρετοῦμε τὸν Κύριο, κατὰ ἕνα μέρος τῆς ζωῆς μας, ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ὀφείλουμε νὰ τοῦ ἐμπιστευόμαστε ὅλη μας τὴ ζωὴ καὶ πάντοτε σταματᾶμε τὸ δοῦλο, ἐννοῶ τὸ θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία, νὰ διαπράττει τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν κάνουμε νὰ ὑπηρετεῖ τὸ Θεό. Ὑψώνουμε συνεχῶς ὅλη μας τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ὁπλίζουμε τὸ θυμὸ μᾶς ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του Θεοῦ. Παρόμοια καὶ τὸ ὑποζύγιό μας, τὸ σῶμα δηλαδή, τὸ ἐλευθερώνουμε ἀπὸ τὸ δουλικὸ φορτίο τῆς ἁμαρτίας καὶ τὸ παρακινοῦμε νὰ ἐκτελεῖ μὲ προθυμία τὶς θεῖες ἐντολές. Αὐτὰ μας παραγγέλλει ὁ πνευματικὸς νόμος τοῦ Κυρίου καὶ ὅσοι τὸν τηροῦν ἔχουν γίνει ἀνώτεροι ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Μωϋσῆ· διότι, ὅταν ἔλθει τὸ τέλειο, τὸ μερικὸ καταργεῖται, καὶ ὅταν μὲ τὴ Σταύρωση τοῦ Σωτήρα σχίσθηκε τὸ κάλυμμα τοῦ νόμου, τὸ καταπέτασμα δηλαδή, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔλαμψε μὲ πύρινες γλῶσσες, τότε καταργήθηκε τὸ γράμμα τοῦ νόμου, τὰ σωματικὰ ἔργα σταμάτησαν, ὁ νόμος τῆς δουλείας ἐκπλήρωσε τὴν ἀποστολή του καὶ μᾶς δόθηκε ὁ νόμος τῆς ἐλευθερίας. Ἑορτάζουμε πλέον τὴν τέλεια ἀνάπαυση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἐννοῶ τὴν ἑορτὴ τῆς ἀναστάσεως, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς καὶ Σωτήρας, μᾶς ἔδωσε τὴν κληρονομία ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ σ’ αὐτοὺς ποὺ λατρεύουν πνευματικά το Θεό· σ’ αὐτὴν Αὐτὸς πρῶτος εἰσῆλθε γιὰ λογαριασμό μας, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ ἄνοιξε Αὐτὸς τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ κάθησε μὲ τὸ σῶμα του στὰ δεξιά του Πατέρα του· ἐκεῖ θὰ εἰσέλθουν καὶ ὅσοι τηροῦν τὸν πνευματικὸ νόμο. Ὅλη, λοιπόν, ἡ ἀπόθεση τῶν σαρκικῶν ἔργων, ἡ πνευματικὴ λατρεία καὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ εἶναι γιὰ μᾶς ποὺ βαδίζουμε σύμφωνα μὲ τὸ Πνεῦμα καὶ ὄχι μὲ τὸ γραπτὸ νόμο. Διότι περιτομὴ εἶναι ἡ ἀποβολὴ τῆς σωματικῆς ἡδονῆς, τῶν περιττῶν καὶ τῶν ἀχρήστων· ἐνῶ ἀκρυβυστία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ δέρμα, περίττωμα τοῦ γεννητικοῦ μορίου τῆς ἡδονῆς. Μάλιστα, κάθε ἡδονὴ ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δὲν γίνεται σύμφωνα μὲ τὸ Θεό, εἶναι περίττωμα τῆς ἡδονῆς· ἡ ἀκροβυστία ἀποτελεῖ τὸν τύπο της· ἐνῶ τὸ Σάββατο (συμβολίζει) τὴν κατάπαυση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἑπομένως, καὶ τὰ δύο εἶναι ἕνα, καὶ ἔτσι, ὅταν πνευματικοὶ ἄνθρωποι ἐκτελοῦν καὶ τὰ δύο, δὲν κάνουν τὴν παραμικρὴ παράβαση. Πρέπει ἀκόμη νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ φανερώνει ὅλο το χρόνο τῆς παρούσης ζωῆς, ὅπως λέει ὁ σοφότατος Σολομῶν: «Νὰ δώσεις μερίδα στοὺς ἑπτὰ καὶ τοὺς ὀκτώ». Καὶ ὁ θεηγόρος Δαβίδ, ψάλλοντας τὴν ὄγδοη ἡμέρα, ἔψαλλε γιὰ τὴ μελλοντικὴ κατάσταση μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ὁ νόμος, λοιπόν, δίνοντας ἐντολὴ τὴν ἕβδομη ἡμέρα ν’ ἀναπαύονται ἀπὸ τὰ σωματικὰ ἔργα καὶ ν’ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ πνευματικά, φανέρωσε μὲ μυστικὸ τρόπο ὅτι πρέπει καθ’ ὅλο το χρόνο ὁ ἀληθινὸς Ἰσραηλίτης, ποὺ ἔχει νοῦ καὶ βλέπει τὸ Θεό, νὰ ὁδηγεῖ τὸν ἑαυτό του στὸ Θεὸ καὶ νὰ ξεπερνᾶ τὰ σωματικὰ ἔργα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 97. Γιὰ τὴν Παρθενία. Οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι συκοφαντοῦν τὴν παρθενία καί, ὄντας φιλήδονοι, ἐπικαλοῦνται ὡς ἀπόδειξη τὸ (χωρίο) «καταραμένος νὰ εἶναι ὅποιος δὲν ἀφήνει ἀπογόνους στὸν Ἰσραήλ». Ἐμεῖς ὅμως, παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὸ Θεὸ Λόγο ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο, ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἡ παρθενία ἐξαρχῆς δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ στὴ φύση τῶν ἀνθρώπων. Πράγματι, ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπὸ τὴν παρθένο γῆ, ἡ Εὕα δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μόνο καὶ ἡ παρθενία βασίλευε στὸν παράδεισο. Λέει μάλιστα ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι «ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα, παρόλο ποὺ ἦταν γυμνοί, δὲν ντρέπονταν». Ὅταν ὅμως ἔκαναν τὴν παρακοή, τότε «ἔνιωσαν ὅτι ἦταν γυμνοὶ» καὶ ἀπὸ ντροπὴ ἔρραψαν ροῦχα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Καὶ μετὰ τὴν παράβαση, ὅταν ὁ Ἀδὰμ ἄκουσε «ὅτι ἀπὸ τὴ γῆ προῆλθες καὶ στὴ γῆ θὰ καταλήξεις» καὶ ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως εἰσῆλθε ὁ θάνατος στὴ ζωή μας, τότε «ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ γυναίκα τοῦ Εὕα, καὶ αὐτὴ συνέλαβε καὶ γέννησε». Ἑπομένως, ὁ γάμος ἐπινοήθηκε γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ καὶ ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὸ θάνατο τὸ ἀνθρώπινο γένος, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ διασωθεῖ μὲ τὴ γέννηση τῶν παιδιῶν. Ἀλλὰ ἴσως μᾶς ἀντείπουν: Τότε, τί χρειάζεται (ἡ διάκριση) σὲ «ἀρσενικὸ καὶ θηλυκὸ (φύλο)» καὶ τὸ (χωρίο ποῦ λέει) «αὐξηθεῖτε κι πολλαπλασιασθεῖτε»; Θ’ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτὰ ὅτι τὸ μὲν «αὐξηθεῖτε κι πολλαπλασιασθεῖτε» δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε τὸν πολλαπλασιασμὸ μὲ τὴν ἕνωση τοῦ γάμου. Διότι μποροῦσε ὁ Θεὸς καὶ μὲ ἄλλο τρόπο νὰ πολλαπλασιάσει τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἐὰν αὐτὸ τηροῦσε ἀπαράβατη τὴν ἐντολὴ ὡς τὸ τέλος. Ἀλλά, ἐπειδὴ ὁ προγνώστης ὁ Θεός, ποὺ «γνωρίζει τὰ πάντα, πρὶν ἀκόμη δημιουργηθοῦν», γνώριζε ὅτι πρόκειται νὰ κάνουν τὴν παράβαση καὶ νὰ τιμωρηθοῦν μὲ θάνατο, πρόλαβε καὶ ἔκανε ἀρσενικὸ καὶ θηλυκὸ καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ τῆς αὐξήσεως καὶ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ. Ἃς ἐπιστρέψουμε, ὅμως, στὸ θέμα γιὰ νὰ ἐξετάσουμε τὰ κατορθώματα τῆς παρθενίας· εἶναι τὸ ἴδιο νὰ μιλήσουμε καὶ γιὰ τὴν ἁγνότητα. Ὅταν ὁ Νῶε πῆρε τὴν ἐντολὴ νὰ εἰσέλθει στὴν κιβωτὸ καὶ ἀνέλαβε νὰ σώσει τὴ φύτρα τῶν ἀνθρώπων, προστάχθηκε τὰ ἑξῆς: «Μπὲς μέσα (στὴν κιβωτὸ) ἐσύ, οἱ γιοί σου, ἡ γυναίκα σου καὶ οἱ γυναῖκες τῶν γιῶν σου». (Ὁ Θεὸς) τοὺς ξεχώρισε ἀπὸ τὶς γυναῖκες, γιὰ νὰ γλυτώσουν μὲ τὴν ἁγνότητα τὴ φουρτούνα καὶ τὸ παγκόσμιο ἐκεῖνο ναυάγιο. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὴν παύση τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ εἶπε (ὁ Θεός): «Βγὲς ἔξω (ἀπὸ τὴν κιβωτὸ) ἐσύ, οἱ γιοί σου, ἡ γυναίκα σου καὶ οἱ γυναῖκες τῶν γιῶν σου». Καὶ νά, πάλι ἐπιτρέπει τὸ γάμο γιὰ τὸν πολλαπλασιασμό. Ἔπειτα ὁ Ἠλίας, ὁ πυρφόρος καὶ οὐρανοδρόμος ἁρματηλάτης, δὲν προτίμησε τὴν ἀγαμία καὶ δὲν ἀπόκτησε τὴν καλὴ μαρτυρία μὲ τὴν ὑπεράνθρωπη ἀρετή του; Ποιὸς ἔκλεισε τοὺς οὐρανούς; Ποιὸς ἀνέστησε νεκρούς; Ποιὸς διαίρεσε τὸν Ἰορδάνη; Δὲν ἦταν ὁ παρθένος Ἠλίας; Ἀλλὰ καὶ ὁ μαθητὴς τοῦ Ἐλισσαῖος δὲν ἐπέδειξε τὴν ἴδια ἀρετὴ καί, ὅταν τὸ ζήτησε, δὲν πῆρε ὡς κληρονομιὰ διπλάσια (ἀπὸ τὸν Ἠλία) τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος; Καὶ τί ἔγινε μὲ τοὺς τρεῖς παῖδες; Μὲ τὴν ἄσκηση τῆς παρθενίας δὲν φάνηκαν πιὸ ἀνθεκτικοὶ ἀπὸ τὴ φωτιά, ἐπειδὴ τὰ παρθενικά τους σώματα ἔγιναν ἄκαυστα; Δὲν ἦταν πάλι ὁ Δανιήλ, ποῦ ἡ παρθενία τοῦ σώματος ἐμπόδισε τὰ δόντια τῶν θηρίων νὰ νὰ μπηχθοῦν σ’ αὐτό; Δὲν ἦταν ὁ Θεός, ποῦ γιὰ νὰ ἐμφανισθεῖ στοὺς Ἰσραηλίτες ἀπαιτοῦσε νὰ ἀγνίσουν τὸ σῶμα τους; Δὲν ἦταν οἱ ἱερεῖς ποὺ καθάριζαν τὸν ἑαυτό τους, γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὰ ἄδυτα (τοῦ Ναοῦ) καὶ νὰ προσφέρουν τὶς θυσίες; Δὲν ἦταν ὁ νόμος ποῦ διακήρυξε τὴν ἁγνότητα ὡς μεγάλη εὐλογία; Πρέπει, λοιπόν, τὴν ἐντολὴ τοῦ νόμου νὰ τὴ θεωροῦμε μὲ πνευματικὸ νόημα. Ὑπάρχει, δηλαδή, πνευματικὸ σπέρμα ποὺ μὲ ἀγάπη καὶ φόβο Θεοῦ συλλαμβάνεται μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς ψυχῆς, καὶ ἡ ὁποία κοιλοπονεῖ καὶ γεννᾶ πνεῦμα σωτηρίας. Ἔτσι πρέπει νὰ ἐννοήσουμε καὶ τὸ (χωρίο) «εὐτυχισμένος ὅποιος ἔχει παιδιὰ στὴ Σιῶν καὶ συγγενεῖς στὴν Ἱερουσαλήμ». Τί ἐννοεῖ, δηλαδή; Ἀκόμη κι ἂν εἶναι πόρνος ἢ μέθυσος ἢ εἰδωλολάτρης, εἶναι εὐτυχής, ἐφόσον ἔχει παιδιὰ στὴ Σιῶν καὶ συγγενεῖς στὴν Ἱερουσαλήμ; Κανένας συνετὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἰσχυριστεῖ κάτι τέτοιο. Ἡ παρθενία εἶναι τὸ πολίτευμα τῶν ἀγγέλων, τὸ γνώρισμα ὅλης της ἀσωμάτου φύσεως. Καὶ τὰ λέμε αὐτὰ χωρὶς νὰ κατηγοροῦμε τὸ γάμο –ἀλίμονο μας–, διότι γνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὴν παρουσία τοῦ εὐλόγησε τὸ γάμο καὶ εἶπε: «Νὰ εἶναι τίμιος ὁ γάμος καὶ τὸ νυφικὸ κρεβάτι ἀμόλυντο»· ἀναγνωρίζουμε ὅμως τὴν παραθενία ὡς καλύτερη ἀπὸ τὸ καλό. Διότι καὶ ἀνάμεσα στὶς ἀρετὲς ὑπάρχουν ἀνώτερες καὶ κατώτερες, ὅπως καὶ στὶς κακίες. Γνωρίζουμε ὅτι, μετὰ τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὅλοι οἱ θνητοὶ εἶναι καρπὸς τοῦ γάμου. Διότι ἐκείνους (ἀρχηγοὺς) δημιούργησε ἡ παρθενία καὶ ὄχι ὁ γάμος· ἐνῶ ἡ ἀγαμία, ὅπως εἴπαμε, εἶναι μίμηση τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς. Καὶ ὅσο ὁ ἄγγελος εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τόσο ἡ παρθενία εἶναι πιὸ πολύτιμη ἀπὸ τὸ γάμο. Καὶ γιατί ἀναφέρω τὸν ἄγγελο; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἡ δόξα τῆς παρθενίας, ὄχι μόνο γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα αἰώνια, ἀλλὰ καὶ χωρὶς ρεύση καὶ ἐπαφή· καὶ πάλι ἔγινε ἄνθρωπος σὰν κι ἐμᾶς, γιὰ χάρη μας, χωρὶς νὰ γεννηθεῖ μὲ σαρκικὴ σχέση ἀλλὰ ἀπὸ Παρθένο· καὶ ὁ ἴδιος πραγματοποίησε στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴν ἀληθινὴ καὶ τέλεια παρθενία. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὴν ἔδωσε ὡς νόμο σὲ μᾶς· «διότι, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος, δὲν τὴν ἀντέχουν ὅλοι». Μᾶς τὴ δίδαξε ὅμως στὴν πράξη καὶ μᾶς ἐνίσχυσε πρὸς αὐτήν. Διότι, ποιὸς δὲ γνωρίζει ξεκάθαρα ὅτι τώρα ἡ παρθενία εἶναι τρόπος ζωῆς μεταξύ των ἀνθρώπων; Ἡ τεκνογονία, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπὸ τὸ γάμο, εἶναι βέβαια καλή· καὶ ὁ γάμος εἶναι καλὸς γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς πορνείας, διότι τὴν περιορίζει· ἡ λυσσασμένη ἐπιθυμία, μὲ τὴ νόμιμη σχέση, δὲν ἐκτρέπεται σὲ διαστροφικὲς πράξεις. Εἶναι καλὸς ὁ γάμος γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν ἐγκράτεια. Ἀνώτερη ὅμως εἶναι ἡ παρθενία, ἐπειδὴ αὐξάνει τὴν καρποφορία τῆς ψυχῆς καὶ προσφέρει στὸ Θεὸ σὰν ὥριμο καρπὸ τὴν προσευχή. «Ὁ γάμος νὰ εἶναι τίμιος καὶ τὸ νυφικὸ κρεβάτι ἀμόλυντο, διότι ὁ Θεὸς θὰ τιμωρήσει τοὺς πόρνους καὶ τοὺς μοιχούς».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 98. Γιὰ τὴν Περιτομή. Ἡ περιτομὴ δόθηκε στὸν Ἀβραὰμ πρὶν ἀπὸ τὸ νόμο, μετὰ ἀπὸ εὐλογία καὶ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ· ἦταν σημάδι γιὰ νὰ ξεχωρίζει αὐτὸς καὶ οἱ συγγενεῖς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, μὲ τοὺς ὁποίους ζοῦσαν μαζί. Καὶ εἶναι ξεκάθαρο: ὅταν ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς περιπλανιόταν στὴν ἔρημο σαράντα χρόνια, ἔζησε μόνος του χωρὶς ν’ ἀναμιχθεῖ μὲ ἄλλο ἔθνος· καὶ ὅσοι γεννήθηκαν ἐκεῖ,δὲν περιτμήθηκαν. Περιτμήθηκαν, ὅταν ὁ Ἰησοῦς (τοῦ Ναυῆ) τοὺς πέρασε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη καὶ ἔγινε ὁ δεύτερος νόμος τῆς περιτομῆς. Τὴν ἐποχή, δηλαδή, τοῦ Ἀβραὰμ δόθηκε ὁ νόμος τῆς περιτομῆς καὶ ἔπειτα σταμάτησε στὴν ἔρημο γιὰ σαράντα χρόνια. Καὶ πάλι, γιὰ δεύτερη φορά, ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν Ἰησοῦ τὸ νόμο τῆς περιτομῆς, μετὰ τὴ διάβαση τοῦ Ἰορδάνη, ὅπως περιγράφεται στὸ βιβλίο Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ: «Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ Κύριος εἶπε στὸν Ἰησοῦ: Κᾶνε γιὰ τὸν ἑαυτό σου πέτρινα κοφτερὰ μαχαίρια καὶ νὰ κάνεις γιὰ δεύτερη φορὰ περιτομὴ στοὺς γιοὺς τοῦ Ἰσραήλ»· καὶ λίγο παρακάτω (λέει): «Γιὰ σαράντα δύο χρόνια ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς περιφέρονταν στὴν ἔρημό της Βαττάρας καὶ γι’ αὐτὸ οἱ περισσότεροι μάχιμοι ἄνδρες, ποὺ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἦταν ἀπερίτμητοι· ἐπειδὴ δὲν ὑπάκουσαν στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, (ὁ Κύριος) ὅρισε ὅτι δὲν θὰ τοὺς ἀφήσει νὰ δοῦν τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τὴν ὁποία ὁ Κύριος ὁρκίστηκε ὅτι θὰ δώσει στοὺς πατέρες μας, γῆ ποὺ ρέει μέλι καὶ γάλα. Καὶ στὴ θέση τοὺς ἔβαλε τοὺς γιούς τους, στοὺς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς ἔκανε περιτομή, ἐπειδὴ ἦταν ἀπερίτμητοι λόγω τῆς ὁδοιπορίας». Ἑπομένως, ἡ περιτομὴ ἦταν σημάδι ποὺ ξεχώριζε τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ ἄπό τα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, μὲ τὰ ὁποῖα ζοῦσε μαζί. Ἦταν μάλιστα τύπος τοῦ βαπτίσματος. Διότι, ὅπως ἡ περιτομὴ ἀποκόπτει ἕνα ἀχρείαστο μέλος τοῦ σώματος, ἄχρηστο πλεόνασμα, ἔτσι καὶ μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα ἀποκόπτουμε τὴν ἁμαρτία. Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ ἄχρηστο περίττωμα τῆς ἐπιθυμίας, ἀχρείαστη ἡδονή· διότι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ἔχει κανεὶς καμία ἐπιθυμία ἢ νὰ εἶναι τελείως ἄπειρός της ἡδονῆς, ἀλλὰ ἐδῶ εἶναι ἡ ἄχρηστη ἡδονὴ καὶ ἄχρηστη ἐπιθυμία, δηλαδὴ ἁμαρτία. Τὸ ἅγιο βάπτισμα αὐτὴν ἀποκόπτει προσφέροντας σὲ μᾶς ὡς σημάδι τὸν τίμιο σταυρὸ στὸ μέτωπο, χωρὶς νὰ μᾶς ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ἔθνη –διότι ὅλα τα ἔθνη βαπτίσθηκαν καὶ σφραγίσθηκαν μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυρού–, ἀλλὰ σὲ κάθε ἔθνος διακρίνει τὸν πιστὸ ἀπὸ τὸν ἄπιστο. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ ἀλήθεια φανερώθηκε, ὁ τύπος καὶ ἡ σκιὰ δὲν ἔχουν νόημα. Ἑπομένως, τώρα ἡ περιτομὴ εἶναι περιττὴ καὶ ἀντίθετη στὸ ἅγιο βάπτισμα. «Διότι αὐτὸς ποὺ περιτέμνεται, ὑποχρεώνεται νὰ τηρήσει ὅλο το νόμο». Κι ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τηρήσει τὸ νόμο, δέχθηκε τὴν περιτομή. Καὶ τήρησε ὅλο το νόμο καὶ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, γιὰ νὰ συμπληρώσει καὶ ἀνορθώσει τὸ νόμο. Ἀφότου ὅμως βαπτίσθηκε καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα φανερώθηκε μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους νὰ κατεβαίνει πάνω του μὲ μορφὴ περιστεριοῦ, ἀπὸ τότε ἔχει κηρυχθεῖ ἡ πνευματικὴ λατρεία καὶ ζωή, καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 99. Γιὰ τὸν Ἀντίχριστο. Ὀφείλουμε νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἀντίχριστος πρέπει νὰ ἔλθει. Καθένας βέβαια ποὺ δὲν παραδέχεται ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεὸς ὁ ἴδιος, δὲν ἔχει σαρκωθεῖ, ὅτι δὲν εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ δὲν ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος παραμένοντας Θεός, αὐτὸς εἶναι ἀντίχριστος. Ὅμως ἰδιαίτερα καὶ ξεχωριστὰ Ἀντίχριστος ὀνομάζεται αὐτὸς ποὺ θὰ ἔλθει στὰ τέλη τῶν αἰώνων. Πρῶτα, δηλαδή, πρέπει τὸ εὐαγγέλιο νὰ κηρυχθεῖ σὲ ὅλα τα ἔθνη, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, καὶ τότε (ὁ Ἀντίχριστος) θὰ ἔλθει γιὰ νὰ ἐλέγξει τὴν ἀσέβεια τῶν Ἰουδαίων. Διότι ὁ Κύριος τους εἶπε: «Ἐγὼ ἦλθα ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, καὶ δὲν μὲ δέχεσθε· θὰ ἔλθει ὅμως ἄλλος ἀπὸ δική του πρωτοβουλία, καὶ ἐκεῖνον θὰ τὸν δεχθεῖτε». Καὶ ὁ ἀπόστολος (λέει): «Ἐπειδὴ δὲν δέχθηκαν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀλήθεια (δηλαδὴ τὸ Χριστό), γιὰ νὰ σωθοῦν, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς θὰ τοὺς στείλει μιὰ πλάνη, γιὰ νὰ πιστέψουν στὸ ψέμα, καὶ ἔτσι νὰ καταδικασθοῦν ὅλοι ὅσοι δὲν πίστεψαν στὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ τοὺς ἄρεσε ἡ ἀδικία». Οἱ Ἰουδαῖοι, λοιπόν, ἂν καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ὁ ἴδιος, δὲν τὸν δέχθηκαν, ἐνῶ θὰ δεχθοῦν τὸν ἀπατεώνα ποὺ θὰ διαδίδει ὅτι δῆθεν εἶναι Θεός. Καὶ πὼς θὰ τολμήσει νὰ καλέσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ Θεό, τὸ πληροφορεῖ ὁ ἄγγελος στὸ Δανιὴλ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Δὲν θὰ φροντίζει τοὺς θεοὺς τῶν πατέρων του». Τὸ λέει καὶ ὁ ἀπόστολος: «Κανεὶς μὲ κανένα τρόπο νὰ μὴν σᾶς ἐξαπατήσει· διότι (δὲ θὰ ἔρθει ἡ ἡμέρα ἐκείνη τῆς κρίσεως), ἐὰν δὲν ἔλθει πρῶτα ἡ ἀποστασία καὶ δὲν φανερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀδικίας, ὁ γιὸς τῆς ἀπώλειας, αὐτὸς ποὺ ἀντιτάσσεται καὶ ὑψώνει τὸν ἐνάντια σὲ καθέναν ποὺ λέγεται θεὸς ἢ σέβασμα, ὥστε αὐτὸς νὰ καθίσει σὰν θεὸς στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ δείχνει τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι θεός». Ἐννοεῖ, βέβαια, ὄχι τὸ δικό μας ναὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν παλαιό, τὸν Ἰουδαϊκό. Διότι δὲν θὰ ἔλθει σὲ μᾶς, ἀλλὰ στοὺς Ἰουδαίους· δὲν θὰ ἔλθει γιὰ τὸ Χριστό, ἀλλὰ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν χριστιανῶν, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Ἀντίχριστος. Πρέπει, λοιπόν, πρῶτα νὰ κηρυχθεῖ τὸ εὐαγγέλιο σὲ ὅλα τα ἔθνη. «Καὶ τότε θὰ φανερωθεῖ ὁ ἄνομος, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία θὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ μὲ πολλὴ δύναμη, μὲ σημεῖα καὶ τέρατα ψεύδους, μὲ κάθε ἀπάτη ἀδικίας σ’ αὐτοὺς ποὺ χάνονται· αὐτὸν ὁ Κύριος Ἰησοῦς θὰ ἐξολοθρεύσει μὲ τὴν πνοὴ τοῦ στόματός του καὶ θὰ τὸν καταργήσει μὲ τὴν ἐπιφάνεια τῆς παρουσίας του». Ὁ Διάβολος βέβαια δὲν γίνεται ἄνθρωπος, ὅπως ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος –ἀλίμονο μας–, ἀλλὰ γεννιέται πρῶτα ἕνας ἄνθρωπος μὲ τρόπο πορνικὸ καὶ δέχεται μετὰ ὅλη τὴν ἐνέργεια τοῦ Σατανᾶ. Ἐπειδή, δηλαδή, ὁ Θεὸς προγνωρίζει τὴ διαστροφὴ τῆς μελλοντικῆς προαιρέσεως (αὐτοῦ του ἀνθρώπου), ἐπιτρέπει ( ὁ Θεὸς) νὰ μπεῖ μέσα του ὁ Διάβολος. Γεννιέται, λοιπόν, (ὁ Ἀντίχριστος) ὅπως εἴπαμε, μὲ πορνεία, καὶ ἀνατρέφεται κρυφά· καὶ ξαφνικὰ ἐπαναστατεῖ, ἀνταρτεύει καὶ κυριαρχεῖ ὡς βασιλιάς. Καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς βασιλείας του –ἢ καλύτερά της τυραννίας τού–, προσποιεῖται ἁγιότητα· ὅταν ὅμως στερωθεῖ καλὰ στὴν ἐξουσία, τότε καταδιώκει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκδηλώνει ὅλη τὴν πονηριά του. Καὶ θὰ ἔλθει «μὲ σημεῖα καὶ τέρατα ψεύτικα», πλαστὰ καὶ ὄχι ἀληθινά· θὰ ἐξαπατήσει καὶ θὰ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ ζωντανὸ Θεὸ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἑτοιμόρροπη καὶ χωρὶς θεμέλιο τὴ βάση τῆς διάνοιάς τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σκανδαλισθοῦν «καὶ οἱ ἐκλεκτοί, ἂν εἶναι δυνατόν». Τότε θὰ ἀποσταλεῖ ὁ Ἐνὼχ καὶ ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης καὶ θὰ ἐπιστρέψουν οἱ καρδιὲς τῶν πατέρων κοντὰ στὰ παιδιά τους· θὰ ἐπιστρέψει, δηλαδή, ἡ συναγωγὴ κοντὰ στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ στὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, καὶ τότε (ὁ Ἀντίχριστος) θὰ τοὺς φονεύσει. Καὶ ἀμέσως ὁ Κύριος θὰ ἔλθει ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τὸν εἶδαν ν’ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, μὲ δόξα καὶ δύναμη, δηλαδὴ ὡς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, καὶ θὰ ἐκμηδενίσει μὲ τὴν πνοὴ τοῦ στόματός του τὸν ἄνθρωπο τῆς ἀδικίας καὶ γιὸ τῆς ἀπωλείας (τὸν Ἀντίχριστο). Κανείς, λοιπόν, ἃς μὴν περιμένει ὁ Κύριος νὰ ἔλθει ἀπὸ τὴ γῆ, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅπως ὁ ἴδιος μας τὸ βεβαίωσε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 100. Γιὰ τὴν Ἀνάσταση. Πιστεύουμε ἐπίσης καὶ στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Θὰ γίνει πράγματι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ὅταν λέμε ἀνάσταση, ἐννοοῦμε τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Διότι ἀνάσταση εἶναι τὸ δεύτερο ζωντάνεμα αὐτοῦ ποῦ ἔχει πεθάνει· διότι οἱ ψυχές, ποῦ εἶναι ἀθάνατες, πῶς θὰ ἀναστηθοῦν; Ἂν πράγματι ὁρίζουν ὡς θάνατο τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε ὁπωσδήποτε ἀνάσταση εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ψυχῆς πάλι μὲ τὸ σῶμα καὶ δεύτερη ἀνόρθωση τῆς ὑπάρξεως ποὺ πέθανε καὶ διαλύθηκε. Τὸ ἴδιο, λοιπόν, σῶμα ποὺ φθάρθηκε καὶ διαλύθηκε, θὰ ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο. Διότι αὐτὸς ποὺ τὸ ἔπλασε στὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς μπορεῖ καὶ πάλιν νὰ τὸ ἀναστήσει, παρόλο ποὺ λύθηκε στὰ στοιχεῖα του καὶ ἐπέστρεψε στὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία πλάσθηκε μὲ ἀπόφαση τοῦ Δημιουργοῦ. Διότι, ἂν δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση, «ἃς φᾶμε καὶ πιοῦμε», ἃς ἐπιδιώξουμε τὴ ζωὴ τῶν ἡδονῶν καὶ τῶν ἀπολαύσεων. Ἂν δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση, σὲ τί διαφέρουμε ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα; Ἐὰν δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση, ἃς μακαρίσουμε τὰ θηρία τοῦ δάσους ποὺ ἡ ζωὴ τοὺς κυλᾶ χωρὶς λύπη. Ἂν δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση, οὔτε Θεὸς ὑπάρχει, οὔτε ἡ πρόνοιά του, καὶ ὅλα γίνονται στὴν τύχη. Βλέπουμε, γιὰ παράδειγμα, πάρα πολλοὺς δίκαιους νὰ εἶναι φτωχοί, ν’ ἀδικοῦνται καὶ νὰ μὴν ἔχουν στὸν παρόντα βίο καμιὰ βοήθεια· ἀντίθετα, ἁμαρτωλοὶ καὶ ἄδικοι νὰ εὐημεροῦν μέσα στὸν πλοῦτο καὶ κάθε ἀπόλαυση. Καὶ ποιὸς λογικὸς ἄνθρωπος θὰ τὸ θεωροῦσε αὐτὸ δίκαιη καὶ σοφὴ πράξη; Θὰ γίνει, λοιπόν, θὰ γίνει ἡ ἀνάσταση. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος καὶ βραβεύει μὲ μισθὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν ὑπακοῦν. Ἂν βέβαια ἡ ψυχὴ ἀγωνίσθηκε μόνη στὸν ἀγώνα τῶν ἀρετῶν, καὶ μόνη αὐτὴ θὰ βραβευθεῖ. Κι ἂν μόνη της ἔπεσε στὸ βοῦρκο τῶν ἡδονῶν, θὰ ἦταν δίκαιο μόνη αὐτὴ νὰ τιμωροῦνταν. Ἀλλά, ἐπειδὴ οὔτε ἡ (ἀνθρώπινη) ὕπαρξη ἔχει δύο χωριστὰ μέρη, οὔτε ἡ ψυχὴ ἐργάσθηκε τὴν ἀρετὴ ἢ τὴν κακία ξεχωριστὰ ἀπὸ τὸ σῶμα, εἶναι δίκαιο καὶ τὰ δύο (ψυχὴ καὶ σῶμα) νὰ λάβουν τὶς ἀμοιβές. Μάλιστα, ἡ Ἁγία Γραφὴ βεβαιώνει ὅτι θὰ γίνει ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Λέει, λοιπόν, ὁ Θεὸς στὸ Νῶε μετὰ τὸν κατακλυσμό: «Σᾶς τὰ ἐπιτρέπω ὅλα ἕως τὰ λάχανα καὶ τὰ χόρτα. Ὠμὸ ὅμως κρέας, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ αἷμα του, δὲν θὰ φᾶτε· καὶ ὁπωσδήποτε τὸ αἷμα καὶ τὴ ζωή σας θὰ τὰ ζητήσω πίσω ἀπὸ τὰ θηρία ποὺ τὰ κατασπάραξαν, ὅπως τὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου θὰ τὴ ζητήσω πίσω ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἀδελφοῦ του (ποὺ τὸν σκότωσε). Ὅποιος χύσει αἷμα ἀνθρώπου, ἀπὸ ἄνθρωπο θὰ χυθεῖ τὸ αἷμα του, διότι ἔπλασα τὸν ἄνθρωπο σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ». Πῶς θὰ ζητήσει πίσω το αἷμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ θηρία ποῦ τὸν κατασπάραξαν, παρὰ μόνον μὲ τὸ ὅτι θὰ ἀναστήσει τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων ποῦ πέθαναν; Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πεθάνουν θηρία σὲ ἀντάλλαγμα τῶν ἀνθρώπων. Καὶ πάλι λέει στὸ Μωϋσῆ: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς τῶν νεκρῶν», δηλαδὴ αὐτῶν ποὺ πέθαναν καὶ δὲν θὰ ὑπάρχουν πιά, ἀλλὰ τῶν ζωντανῶν, τῶν ὁποίων οἱ ψυχὲς βρίσκονται στὰ χέρια του, ἐνῶ τὰ σώματά τους θὰ ζήσουν πάλι μὲ τὴν ἀνάστασή τους. Καὶ ὁ θεοπάτορας Δαβὶδ λέει στὸ Θεό: «Θ’ ἀφαιρέσεις τὸ πνεῦμα τους καὶ θὰ χαθοῦν, καὶ θὰ ἐπιστρέψουν στὴ γῆ τους». Νά, ἐδῶ γίνεται λόγος γιὰ τὰ σώματα. Ἔπειτα προσθέτει: «Θ’ ἀποστείλεις τὸ πνεῦμα σου καὶ θὰ πλασθοῦν καὶ θὰ ἀνανεώσεις τοὺς κατοίκους τῆς γῆς». Καὶ ὁ Ἠσαΐας πάλι λέει: «Οἱ νεκροὶ θ’ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τοὺς τάφους». Εἶναι γνωστὸ ὅτι στοὺς τάφους ἐναποτίθενται τὰ σώματα καὶ ὄχι οἱ ψυχές. Καὶ ὁ μακάριος Ἰεζεκιὴλ λέει: «Καὶ μόλις προφήτευσα, νά, ἔγινε σεισμὸς καὶ συναρμολογήθηκαν τὰ ὀστᾶ, ἕνα πρὸς ἕνα, τὸ καθένα στὴ θέση του. Καὶ παρατήρησα, ἀμέσως προστέθηκαν νεῦρα σ’ αὐτά, φύτρωσαν σάρκες καὶ σχηματίσθηκε καὶ τὰ περιέβαλε ἀπὸ παντοῦ δέρμα». Στὴ συνέχεια, ἀναφέρει, πῶς μὲ τὴν προσταγὴ ἐπανῆλθε ἡ ζωὴ (σ’ αὐτά). Καὶ ὁ θεῖος Δανιὴλ λέει: «Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο θὰ σηκωθεῖ ὁ Μιχαήλ, ὁ μεγάλος ἄρχοντας, ὁ ὁποῖος στέκεται γιὰ τοὺς γιοὺς τοῦ λαοῦ σου· καὶ θὰ εἶναι καιρὸς θλίψεως, τέτοια θλίψη ποὺ ποτὲ δὲν ἔγινε ἕως τότε, ἀφότου ἐμφανίσθηκαν οἱ λαοὶ τῆς γῆς. Καὶ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο (τῆς θλίψεως) θὰ σωθεῖ ὁ λαός σου, καθένας ποὺ θὰ βρεθεῖ γραμμένος στὸ βιβλίο. Καὶ πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ κοιμοῦνται μέσα στὸ χῶμα τῆς γῆς θ’ ἀναστηθοῦν, ἄλλοι γιὰ αἰώνια ζωὴ καὶ ἄλλοι γιὰ καταδίκη καὶ αἰώνια ντροπή. Καὶ οἱ συνετοὶ θὰ λάμψουν ὅπως ἡ λαμπρότητα τοῦ ἔναστρου οὐρανοῦ, καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι πολὺ δίκαιοι θὰ λάμψουν στὴν αἰωνιότητα ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄστρα». Μὲ τὴ φράση «πολλοὶ ποὺ κοιμοῦνται στὸ χῶμα τῆς γῆς θ’ ἀναστηθοῦν», εἶναι φανερὸ ὅτι ἐννοεῖ τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Διότι ποτὲ δὲν θὰ ἔλεγε κάποιος ὅτι οἱ ψυχὲς κοιμοῦνται στὸ χῶμα τῆς γῆς. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια ὁλοφάνερα κήρυξε τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Λέει, γιὰ παράδειγμα: «Ὅσοι κείτονται πεθαμένοι στοὺς τάφους θ’ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ θ’ ἀναστηθοῦν· ὅσοι ἔκαναν τὰ καλὰ ἔργα θ’ ἀναστηθοῦν γιὰ τὴ ζωή, ἐνῶ ὅσοι ἔκαναν τὰ κακὰ θ’ ἀναστηθοῦν γιὰ τὴν καταδίκη». Κανένας, λοιπόν, λογικὸς ἄνθρωπος δὲν λέει ποτὲ ὅτι στοὺς τάφους κείτονται οἱ ψυχές. Καὶ ὁ Κύριος πιστοποίησε τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων ὄχι μόνον μὲ λόγια ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα. Πρῶτα, βέβαια, μὲ τὴν τετραήμερη ἔγερση τοῦ Λαζάρου, ποὺ ἤδη εἶχε διαλυθεῖ καὶ μύριζε· μάλιστα, δὲν ἀνάστησε ψυχὴ χωρὶς σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα μαζὶ μὲ τὴν ψυχή· καὶ ὄχι ἄλλο σῶμα, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ποὺ εἶχε διαλυθεῖ. Διότι, πῶς θὰ γινόταν γνωστὴ καὶ πιστευτῆ ἡ ἀνάσταση τοῦ πεθαμένου, ἂν δὲν διατηροῦσε τὰ χαρακτηριστικὰ ἰδιώματα ποῦ συνιστοῦν τὴν ὑπόστασή της; Καὶ τὸ Λάζαρο βέβαια τὸν ἀνάστησε, γιὰ ν’ ἀποδείξει τὴ θεότητά του καὶ νὰ βεβαιώσει τὴ δική του καὶ δική μας ἀνάσταση, ἂν καὶ (ὁ Λάζαρος) ἐπρόκειτο πάλι νὰ ἐπιστρέψει στὸ θάνατο. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Κύριος ἔγινε ἡ πρώτη ἀρχὴ τῆς τελείας ἀναστάσεως, ἡ ὁποία δὲν ὑποπίπτει στὸ θάνατο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Ἐὰν οἱ νεκροὶ δὲν θ’ ἀναστηθοῦν, οὔτε ὁ Χριστὸς ἔχει ἀναστηθεῖ. Ἑπομένως, ἡ πίστη μᾶς εἶναι μάταιη καὶ βρισκόμαστε ἀκόμη μέσα στὶς ἁμαρτίες μας». Καὶ λέει ἀκόμη: «Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ἡ ἀρχὴ γιὰ τὴν ἔγερση τῶν νεκρῶν». Ἐπίσης λέει: «Πρῶτος βγῆκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς». Καὶ ἀκόμη: «Ἂν πιστεύουμε ὃ τί ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Θεὸς μὲ τὸν Ἰησοῦ θὰ ἐγείρει καὶ τοὺς νεκροὺς μαζί του». Εἶπε τὴ φράση «μὲ τὸν ἴδιο τρόπο», ὅπως δηλαδὴ ὁ Κύριος ἀναστήθηκε. Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἦταν ἕνωση τοῦ σώματος, ποὺ ἔγινε ἄφθαρτο, καὶ τῆς ψυχῆς (διότι αὐτὰ τὰ δύο εἶχαν χωρισθεῖ μεταξύ τους)· εἶπε μάλιστα (ὁ Κύριος): «Γκρεμίστε τὸ ναό, καὶ μέσα σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ξανακτίσω». Καὶ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἀποτελεῖ ἀξιόπιστο μάρτυρα ὅτι ἐννοοῦσε (μὲ τὴν παραπάνω φράση) τὸ σῶμα του». Λέει, ἐπίσης, ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του, ποὺ νόμιζαν πὼς βλέπουν φάντασμα: «Ἀγγίξτε μὲ καὶ γνωρίστε ὅτι ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι καὶ δὲν ἔχω ἀλλάξει· διότι (τὸ φάντασμα) δὲν ἔχει σάρκα καὶ ὀστᾶ, ὅπως βλέπετε νὰ ἔχω ἐγώ». «Καὶ ἀφοῦ εἶπε τὰ λόγια αὐτά, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά του», καὶ καλεῖ τὸ Θωμὰ νὰ τὸν ἀγγίξει. Ἑπομένως, αὐτὰ δὲν εἶναι ἀρκετὰ γιὰ νὰ βεβαιώσουν τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων; Λέει, ἐπίσης, ὁ θεῖος ἀπόστολος: «Πρέπει αὐτὸ τὸ φθαρτὸ (σῶμα) νὰ γίνει ἄφθαρτο καὶ τὸ ἴδιο το θνητὸ (σῶμα) νὰ γίνει ἀθάνατο». Καὶ πάλι λέει: «Πεθαίνει (σῶμα) φθαρτὸ καὶ ἀνασταίνεται ἄφθαρτο· πεθαίνει ἀσθενικὸ καὶ ἀνασταίνεται δυνατό· πεθαίνει ἄσημο καὶ ἀνασταίνεται ἔνδοξο· πεθαίνει σῶμα ψυχικὸ (δηλαδὴ ὑλικὸ καὶ θνητὸ) καὶ ἀνασταίνεται σῶμα πνευματικό», δηλαδὴ ἄτρεπτο, ἀπαθές, ἄϋλο. Τὸ «πνευματικὸ» (σῶμα) ἔχει αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὅπως εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο μετὰ τὴν ἀνάστασή του διαπερνᾶ κλειστὲς πόρτες, δὲν κουράζεται, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τροφή, ὕπνο καὶ πιοτό. Βεβαιώνει ὁ Κύριος: «θὰ εἶναι (μετὰ τὴν ἀνάσταση) σὰν ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ»· οὔτε γάμος οὔτε παιδιά. Καὶ λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος: «Ἡ ἀληθινὴ ζωὴ μᾶς εἶναι στὸν οὐρανό, ἀπ’ ὅπου περιμένουμε τὸν Σωτήρα μᾶς Κύριο Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ θ’ ἀλλάξει τὴ μορφὴ τοῦ ταπεινοῦ σώματός μας, γιὰ νὰ ὁμοιάσει στὴν ὄψη τοῦ δικοῦ του ἐνδόξου σώματος». Δὲν ἐννοεῖ, βέβαια, –ἀλίμονο κάτι τέτοιο–, τὴν ἀλλαγή μας σὲ ἄλλη μορφή, ἀλλὰ ἐννοεῖ τὴν ἀλλαγή μας ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς φθορᾶς σ’ αὐτὴν τῆς ἀφθαρσίας. Θὰ ρωτήσει ὅμως κάποιος: Πῶς θ’ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί; Πῶ, πῶ, ἀπιστία! Πῶ, πῶ, ἀνοησία! Αὐτὸς ποὺ μετέβαλε τὸ χῶμα σὲ σῶμα μόνο μὲ τὴ βούλησή του, Αὐτὸς ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ σὲ μιὰ μικρὴ σταγόνα τοῦ σπέρματος ν’ αὐξηθεῖ μέσα στὴ μήτρα καὶ νὰ σχηματίσει αὐτὸ τὸ πολυσχιδὲς καὶ πολύμορφο ὄργανο τοῦ σώματος, δὲν θὰ μπορέσει καὶ πάλι μὲ τὴ βούλησή του ν’ ἀναστήσει αὐτὸ ποὺ δημιουργήθηκε καὶ στὴ συνέχεια διαλύθηκε; «Μὲ ποιὸ σῶμα θ’ ἀναστηθοῦν; (ρωτάει). Ἀνόητε!». Ἐὰν ἡ πώρωσή σου δὲν σοῦ ἐπιτρέπει νὰ πιστεύεις στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, τουλάχιστον πίστευε στὰ ἔργα του. «Ἐσὺ αὐτὸ ποὺ σπείρεις δὲν φυτρώνει, ἐὰν δὲν θαφτεῖ· καὶ δὲν σπείρεις τὸ φυτὸ ποὺ θὰ φυτρώσει, ἀλλὰ γυμνὸ σπόρο, εἴτε τύχει σταριοῦ εἴτε κάτι ἄλλο. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι ποὺ δίνει, σύμφωνα μὲ τὴ θέλησή του, τὸν κορμὸ σ’ αὐτὸ (τὸ σπόρο)· παρόμοια δίνει στὸ κάθε σπόρο τὸ δικό του κορμό». Δές, λοιπόν, πὼς οἱ σπόροι παραχώνονται μέσα στὰ αὐλάκια σὰν σὲ τάφους. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τοὺς δίνει ρίζες, κορμὸ καὶ φύλλα, στάχια καὶ πολὺ λεπτὰ καλάμια. Δὲν εἶναι ὁ Δημιουργός των πάντων; Δὲν εἶναι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ποῦ τὰ κατασκεύασε ὅλα; Παρόμοια, λοιπόν, πίστευε ὅτι θὰ γίνει καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, μὲ τὴ θεία βούληση καὶ τὸ θεῖο πρόσταγμα· διότι ἡ δύναμή του συνεργεῖ ἀμέσως μὲ τὴ βούλησή του. Θ’ ἀναστηθοῦμε, λοιπόν, μὲ τὴν ἕνωση πάλι τῶν ψυχῶν μὲ τὰ σώματα, τὰ ὁποῖα θὰ γίνουν ἄφθαρτα καὶ θ’ ἀποβάλλουν τὴ φθορά· καὶ θὰ παρουσιασθοῦμε στὸ φοβερὸ κριτήριο τοῦ Χριστοῦ. Τότε ὁ Διάβολος, οἱ δαίμονές του, ὁ ἄνθρωπός του, –ὁ Ἀντίχριστος ἐννοώ–, καὶ ὅλοι οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ παραδοθοῦν στὸ αἰώνιο πῦρ, ὄχι τὸ ὑλικό, ὅπως ἡ φωτιὰ ποὺ ἐμεῖς ἔχουμε, ἀλλὰ σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς γνωρίζει. Τότε, ὅσοι ἔκαναν τὰ καλὰ ἔργα θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο στὴν αἰώνια ζωὴ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ μὲ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ὁποῖο θὰ βλέπουν συνεχῶς· μὲ τὴ θέα του θὰ ἀπολαμβάνουν τὴν ἀτελείωτη χαρὰ ποὺ προσφέρει, καὶ θὰ τὸν δοξολογοῦν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ἄπειρη αἰωνιότητα. Ἀμήν.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!