Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, ποὺ συνέγραψε τὴν Κλίμακα γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι».
Μόνασε στὴ Μικρὰ Ἀσία (στὸ Μοναστήρι Κελλιβάρα τοῦ ὅρους Λάτρου) καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀνεξάντλητη ὑπομονή του. Ἔλεγε μάλιστα: «πλανῶνται ὅσοι νομίζουν ὅτι δὲν θυμώνω ποτέ. Θυμώνω, ἀλλὰ κατὰ τῶν δύο μεγαλυτέρων ἐχθρῶν. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Σατανᾶς, τὸν ἄλλο περιττὸ νὰ σᾶς τὸν πῶ» καὶ ἔδειχνε τὸν ἑαυτό του.
Στὸ Μοναστήρι εἶχε πολὺ δύστροπο προϊστάμενο, ἀλλὰ ἀπέναντί του ὁ Ἀκάκιος δὲν ἔλεγε τὸ παραμικρό. Ὁ Ἡγούμενος τὸν κακοποιοῦσε καὶ ὁ Ἀκάκιος τὸν ἀγαποῦσε, ὅμως τὸν ἔθλιβε τὸ γεγονὸς ὅτι κινδύνευε ἡ σωτηρία τοῦ Ἡγουμένου του ἀπὸ τὴν ὅλη διαγωγή του.
Ὁ Ἀκάκιος πέθανε νέος, ἔχοντας παροιμιώδη ὑπομονὴ καὶ ζωντανὴ ἐλπίδα στὸν Θεό.
Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου συνέγραψε ὁ σοφολογιότατος διδάσκαλος Χριστοφόρος Προδρομίτης.
«Κλίμαξ» Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου
ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ: Περί υπακοής
[…] Αὐτὸς λοιπὸν μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑπόμενα:
«Στὸ Μοναστήρι μου, στὴν Ἀσία ‐ἀπὸ ἐκεῖ προερχόταν ὁ ἐνάρετος αὐτός‐ εὑρισκόταν ἕνα ἡλικιωμένος μοναχὸς πολὺ ἀμελὴς καὶ ἀκόλαστος. Αὐτὸ τὸ λέγω ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνω, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρουσιάσω τὴν ἀλήθεια. Αὐτὸς λοιπὸν ‐δὲν γνωρίζω πῶς‐ ἀπέκτησε ἕναν νεαρὸ ὑποτακτικό, ὀνόματι Ἀκάκιο, μὲ ἁπλότητα ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ σύνεσι λογισμοῦ. Τὰ ὅσα δὲ ὑπέφερε ἀπὸ τὸν Γέροντα αὐτὸν θὰ φανοῦν στοὺς πολλοὺς ἀπίστευτα. Ὄχι μόνο μὲ ὕβρεις καὶ ἀτιμίες ἀλλὰ καὶ μὲ κτυπήματα δυνατὰ τὸν ἐβασάνιζε κάθε ἡμέρα. Ἡ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειχνε ὁ Ἀκάκιος φαινόταν ἀνόητη, ἀλλὰ δὲν ἦταν. Εἶχε τὴν θέσι της.
» Βλέποντάς τον ἐγὼ νὰ ταλαιπωρῆται τόσο πολὺ καθημερινὰ σὰν ἀγορασμένος δοῦλος, τὸν ἐρωτοῦσα πολλὲς φορὲς ὅταν τὸν συναντοῦσα: «Πῶς εἶσαι, ἀδελφὲ Ἀκάκιε; Πῶς πέρασες σήμερα;» Καὶ ἀμέσως μοῦ ἔδειχνε ἄλλοτε τὸ μάτι του μελανιασμένο, ἄλλοτε πρησμένο τὸν τράχηλο καὶ ἄλλοτε κτυπημένο τὸ κεφάλι του. Ἐγὼ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἐργάτης τῆς ἀρετῆς, τοῦ ἔλεγα: «Καλὰ πηγαίνομε! Καλά! Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ ὠφεληθῆς».
» Ἀφοῦ πέρασε ἐννέα ἔτη στὴν ὑπακοὴ τοῦ σκληροῦ Γέροντα, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον. Πέντε ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν ταφή του στὸ κοιμητήριο τῶν πατέρων, ὁ Γέροντας τοῦ Ἀκακίου ἐπῆγε σ᾿ ἕνα μεγάλο Γέροντα, ἐκεῖ πλησίον, καὶ τοῦ λέγει: «Πάτερ, ὁ ἀδελφὸς Ἀκάκιος ἀπέθανε»! Ἐκεῖνος μόλις τὸ ἄκουσε, τοῦ ἀποκρίνεται: «Πίστεψέ μὲ, Γέροντα! Δὲν τὸ πιστεύω». Αὐτὸς τότε τοῦ λέγει: «Ἔλα νὰ ἰδῆς»!
Σηκώνεται τότε γρήγορα καὶ μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα τοῦ «μακαρίου πύκτου», φθάνει στὸ κοιμητήριο καὶ φωνάζει στὸν νεκρὸ σὰν σὲ ζωντανὸ ‐καὶ πράγματι, ἂν καὶ νεκρὸς ζοῦσε‐ καὶ τοῦ λέγει: «Ἀδελφὲ Ἀκάκιε, ἀπέθανες»; Ἐκεῖνος δὲ ὁ καλὸς ὑποτακτικός, δείχνοντας ὑπακοὴ καὶ μετὰ θάνατον, ἀποκρίθηκε στὸν μεγάλο Γέροντα: «Πῶς εἶναι δυνατόν, πάτερ, νὰ πεθάνη ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς»;
» Τότε ὁ Γέροντας ποὺ ἐθεωρεῖτο πνευματικὸς πατήρ του, κυριεύθηκε ἀπὸ φόβο καὶ ἔπεσε κατὰ πρόσωπον στὴ γῆ γεμάτος δάκρυα. Ἐν συνεχείᾳ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο τῆς Λαύρας ἕνα κελλὶ κοντὰ στὸ μνῆμα καὶ ἔζησε μὲ καθαρότητα τὴν ὑπόλοιπη ζωή του, ὀμολογώντας συνεχῶς στοὺς Πατέρες ὅτι διέπραξε φόνο». […]
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στὸν Συναξαριστή του, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἄφθορο καὶ σῶο γιὰ πολλὰ χρόνια.
Μᾶς διηγεῖται δὲ καὶ τὴν ἑξῆς ἱστορία:
«Συνέβη δὲ μίαν φορᾶν νὰ εὔγουν οἱ μοναχοί του Μοναστηρίου ἐκείνου διὰ νὰ θερίσουν. Ἐπειδὴ εἰς τοῦτο τοὺς ἐκάλει ὁ τοῦ θέρους καιρός. Δύω δὲ μόνον ἀδελφοὶ ἔμειναν εἰς τὸ Μοναστήριον. Ὁ ἕνας μέν, διὰ νὰ τὸ φυλάττη, ὁ δὲ ἄλλος, διατὶ ἦτον ἀσθενής. Ἠκολούθησε λοιπὸν καὶ ἀπέθανεν ὁ ἀσθενής. Ὁ δὲ ἄλλος ἀδελφός, μόνος ὤντας, δὲν ἐδύνετο νὰ σκάψη τάφον, καὶ τὰ ἄλλα νὰ κάμη τὰ εἰς ταφὴν ἐπιτήδεια. Ὅθεν ἀνοίξας τὸν ἕτοιμον τάφον τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, ἐκεῖ ἔβαλε τὸν ἀποθανόντα ὁμοὺ μὲ τὸν Ἅγιον.
Κατὰ τὴν αὐριανὴν δὲ ἡμέραν πηγαίνωντας εἰς τὸν τάφον, εὐρῆκεν ἐρριμμένον ἔξω τοῦ τάφου τὸν ἀποθανόντα ἀδελφόν. Καὶ πάλιν ἔβαλεν αὐτὸν μέσα εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου. Ἐπειδὴ δὲ πάλιν εὖρεν αὐτὸν ἔξω ἐρριμμένον, ἐπαραπονεῖτο πρὸς τὸν Ἅγιον, δικαιολογούμενος καὶ λέγων. Ἤκουσα, Ἅγιε Ἀκάκιε, ὅτι κανένας ἄλλος δὲν ἐπρόκοψεν εἰς τὴν ὑπακοὴν καθὼς ἐσύ. Ἀλλὰ τώρα, ὡς βλέπω, ἔγινες παρήκοος καὶ ὑπερήφανος τόσον, ὥστε ὁπού δὲν δέχεσαι τὸν ἀδελφὸν μέσα εἰς τὸν τάφον σου, ἀλλὰ τὸν ρίπτεις ἔξω. Λοιπὸν ἢ ἅφες αὐτὸν νὰ εὑρίσκεται μαζί σου εἰς ἕνα τάφον, ἢ ἀνίσως πάλιν ρίψης αὐτὸν ἔξω, πλέον δὲν θέλω σὲ ὑποφέρω, ἀλλὰ θέλω σὲ ἐκβάλω ἀπὸ τὸν τάφον. Ὅθεν ἔβαλε τὸν ἀδελφὸν πάλιν εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου καὶ ἀνεχώρησε. Τὴν αὐρινὴν δὲ ἡμέραν πηγαίνωντας πάλιν, τὸν μὲν ἀποθανόντα ἀδελφόν, εὗρε κείμενον εἰς τὸν τάφον, τὸν δὲ Ἅγιον Ἀκάκιον δὲν εὐρῆκεν. Ὅθεν ἕως τῆς σήμερον βλέπεται ὁ τάφος ἄδειος, ἔχων τὴν ἐπωνυμίαν τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου».
Απολυτίκιον.Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἑώας ἐξήστραψας, ὥσπερ ἀστὴρ φαεινός, καὶ πάντας ἐφαίδρυνας τῶν μονοτρόπων χορούς, Ἀκάκιε ὅσιε, αἴγλη τῶν ἀρετῶν σου, καὶ διήγειρας τούτους, ἄνθεσιν ἐγκωμίων, καταστέφειν σὺν πόθῳ, τὴν σὴν φαιδρὰν καὶ σεπτήν, καὶ πάντιμον μνήμην.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!