Ο Ιωάννης ο Ερημίτης καταγόταν από την Αίγυπτο και έζησε περί το έτος 1550. Ἔδρασε στήν, Κύπρο, τήν Ἀττάλεια καί τήν Κρήτη, στήν ὁποία ὁδηγήθηκε μαζί μέ ἄλλους ἐνενήντα οκτώ ἁγίους Πατέρες, οι οποίοι, μαζί με τον Ιωάννη, συμπλήρωναν τον άριθμό ενενήντα εννιά. Για τον άριθμό αυτόν 99 των αγίων Πατέρων, στην ακολουθία τους αναφέρεται χαρακτηριστικά ο εξής συμβολισμός. ότι, δηλαδή, «έχοντες τόν Χριστόν ὡς κεφαλήν ἀπετέλουν πλήρη ἑκατοντάδα».
Η περιπετειώδης άφιξη των αγίων Πατέρων στην Κρήτη
Ἡ περιπετειώδης ἄφιξη τῶν ἁγίων ενενήντα οκτώ Πατέρων και του Ιωάννου του Ερημίτου στήν Κρήτη ἀπό τουρκοκρατούμενες ἤ ἀπειλούμενες ἀπό τούς Τούρκους περιοχές (Μικρά Ἀσία, Αἴγυπτο, Κύπρο) δέν θά πρέπει, ασφαλώς, νά εἶναι ἄσχετη μέ τίς ἱστορικές συνθῆκες τῶν χρόνων ἐκείνων. Σύμφωνα, πάντως, μέ τό συναξάρι τους, στήν Κρήτη οἱ Ἅγιοι κατέληξαν ἕνεκεν τῆς μεγάλης τους ταπεινοφροσύνης καί προκειμένου νά βροῦν τόπο μοναχικής ἡσυχίας και προσευχής. γιατί σέ ὅποιον τόπο, λέγει, κι ἄν πήγαιναν παντοῦ τούς ἀκολουθοῦσε ἡ μεγάλη τους φήμη, ὥστε «συνέτρεχον πολλοί… πολλούς γάρ ἀσθενεῖς καί κακῶς ἔχοντας ἐθεράπευον… καί παρεκάλουν τόν Θεόν νά τούς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἁρμόδιον, ὥστε νά μή τούς βλέπωσιν οἱ ἄνθρωποι καί τούς δοξάζωσι, διότι πολλά τούς εὐφημοῦσαν οἱ ἄνθρωποι …καί δέν ἤθελον τήν δόξαν καί τόν ἔπαινον τῶν ἀνθρώπων».
Έτσι, ο Ιωάννης και τριάντα πέντε ακόμα Αιγύπτιοι ασκητές ξεκίνησαν από την Αίγυπτο και πήγαν στην Κύπρο, ακολουθώντας πιστά τα λόγια του Θεού προς τον πατριάρχη Αβραάμ: «έξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενείας σου, και εκ του οίκου του πατρός σου εις την γην την οποίαν θέλω σοι δείξει…». Και εδώ, όμως, στην Κύπρο ταχέως διαδόθηκε η φήμη της αγιότητάς τους σε ολόκληρο το νησί. Πολλοί προσέρχονταν προς αυτούς, γιατί ωφελούνταν ψυχικά και σωματικά και πολλοί ασθενείς θεραπεύονταν. Εκεί, στην Κύπρο, βρισκόντουσαν και άλλοι τριάντα εννέα Πατέρες σε διάφορους τόπους του νησιού, ζώντας, επίσης, ασκητικά. Όταν άκουσαν την άρετήν των οσίων που ήλθαν από την Αίγυπτο, πήγαν και αυτοί και συνενώθηκαν μαζί τους, ζώντας, τώρα, όλοι μαζί, ζωή ενάρετη και ασκητική. Έπειτα, επιθυμώντας και οι Κύπριοι να απομακρυνθούν από την πατρίδα τους- σύμφωνα με τον παραπάνω παλαιοδιαθηκικό του Θεού προς τον Αβραάμ λόγο- αναχώρησαν και από την Κύπρο και μετέβησαν στην απέναντι μικρασιατική ακτή, στηνΑττάλεια, λιμάνι όπου, κατά την αρχαιότητα, βρισκόταν η Παμφυλία. Εκεί συνάντησαν άλλους είκοσι τέσσερις αναχωρητές, που συνενώθηκαν και εκείνοι μαζί τους και έτσι ο χορός των οσίων Πατέρων έφθασε στους ενενήντα εννέα, «έχοντες δε καί τόν Χριστόν ὡς κεφαλήν ἀπετέλουν»- όπως είπαμε παραπάνω- «πλήρη ἑκατοντάδα». Αφού παρέμειναν και στην Αττάλεια για λίγο καιρό και βλέποντας ο Θεός τον πόθο και την επιθυμία τους να βρουν ακόμα μεγαλύτερη ησυχία σε τόπο ξένο και αρμόδιο, μακριά από τις επευφημίες και τη δόξα των ανθρώπων, τους οδήγησε να αναχωρήσουν και από την Αττάλεια και να έλθουν στην Κρήτη, τελικό σταθμό και προορισμό της οδοιπορίας τους.
Μπήκαν, λοιπόν, όλοι μαζί σε ένα πλοίο, αλλά, μετά από λίγες μέρες, όταν, πια, πλησίαζαν στις ακτές της Κρήτης, τους έτυχε σφοδρός εναντίος άνεμος- σαν και τον Ευροκλύδωνα του Αποστόλου Παύλου- ώστε δεν μπόρεσαν να προσορμιστούν σε αυτήν και κινδύνεψε, μάλιστα, να συντριβεί και το πλοίο που τους μετέφερε. Αξίζει να πούμε, στο σημείο αυτό, ότι οι Πατέρες είχαν σκοπό να αποβιβαστούν στο ανατολικότερο άκρο της Μεγαλονήσου, στη Σητεία, που βρίσκεται πλησιέστερα προς τη Μικρά Ασία, απ’ όπου και ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Η φουρτούνα, όμως, τους ανάγκασε να τραβήξουν νότια και ύστερα δυτικά και έτσι, περνώντας από Ιεράπετρα και Καλούς Λιμένες, κατάφεραν να αράξουν σε κάποιο μικρό κολπίσκο τής νήσου Γαύδου (τής περίφημης ομηρικής Ωγυγίας), όπου διέμειναν για εικοσιτέσσερις μέρες)
Όταν έγινε γαλήνη, μπήκαν και πάλι στο πλοίο και αναχώρησαν για την Κρήτη. Θέλοντας, όμως, ο Θεός να δοξάσει τον Ιωάννη και να φανερώσει στους ανθρώπους την αρετή του, τον «σκέπασε»- λέγει το συναξάριό τους- εκεί όπου κοιμόταν και δεν τον είδαν οι άλλοι συνασκητές του όταν αναχώρησαν ότι απέμεινε πίσω, στη Γαύδο. Όπως, περαιτέρω, αναγράφεται στο ίδιο κείμενο αυτό συνέβη κατά θείαν παραχώρησιν και οικονομίαν, προκειμένου, δηλαδή, ο Θεός να δείξει στους Κρητικούς τη δύναμή Του και να τους διδάξει ότι περισσότερο μπορεί να βοηθά τους δούλους του με μια ράβδο και ένα ράσο, παρόσον μπορούσαν να βοηθούν τους Κρητικούς τα ξίφη και τα ακόντια εναντίον των Ενετών δυναστών που τους κυριαρχούσαν. Και αυτό τους το δίδαξε με το θαύμα που αμέσως μετά ακολούθησε.
Ο Ιωάννης, δηλαδή, όταν είδε ότι οι συνασκητές αδελφοί του είχαν αποχωρήσει από τη Γαύδο και τους άκουσε από μακριά, από την απέναντι στεριά της Κρήτης, που του φώναζαν «γεγονυία τη φωνή», με μεγάλη και αδίστακτη προς τον Θεό πίστη: «Αδελφέ Ιωάννη, ελθέ προς ημάς αφόβως και μη δειλιάσης»- πλησίασε στον αιγιαλό και, αφού προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο και σφράγισε τα νερά της θάλασσας με το σημείο του σταυρού, άπλωσε το ράσο του επάνω τους (εικ. 5). Ανέβηκε σε αυτό, σαν να επιβιβαζόταν σε βάρκα, και άρχισε να πλέει προς την απέναντι στεριά, από της τρίτης μέχρι της έκτης ώρας. Και«ούτω πλέων και ψάλλων (μας λέγει το συναξάρι τού Οσίου), «δι’ άπνοος πανίου» (ωδή δ΄) έτρεχεν αδιστάκτως προς τους Αδελφούς»αυτού, οπότε αβλαβής έφθασε στη νήσο Κρήτη, στην περιοχή Γιανισκάρι, κοντά στους Ανύδρους. Εκεί τον υποδέχθηκαν οι λοιποί αδελφοί του συνασκητές, «έδωκεν αυτώ ο πρώτος των Αδελφών την δεξιάν και ασπασάμενοι αυτόν άπαντες έψαλλον .τω συνδέσμω τής αγάπης συνδεόμενοι οι ανάξιοι τω δεσπόζοντι των όλων εαυτούς αναθέμεθα, ευαγγελιζόμενοι πάσιν ειρήνην». Από εκεί και μέσω του Αζωγυριανού φαραγγιού οι Πατέρες έφθασαν στο χωριό Αζωγυρές.
Στο χωριό Αζωγυρές του Σελίνου
Εδῶ, στό χωριό Ἀζωγυρές Σελίνου, ως γνωστόν, φέρεται ότι έδρασε και ο Ιωάννης ο Ξένος (εικ. 7 και 7α). Εδώ βρήκαν το ποθούμενον μέρος, στη θέση που ονομάζεται της Μεγάλης Πέτρας του Χάρακος. Εδώ διέμειναν με ησυχία και προσευχή, η δε τροφή τους ήταν από σκινόκαρπο, κεράτια και χόρτα της γης. Αλλά, επειδή το σπήλαιο όπου διέμεναν ήταν μικρό και δεν χωρούσαν όλοι μαζί, μοιράστηκαν στα δύο και οι μεν τριάντα έξι πέρασαν στην απένατι του ποταμού όχθη, σε ένα άλλο σπήλαιο, οι υπόλοιποι δε έμειναν στο πρώτο σπήλαιο μέχρι το τέλος της ζωής τους (εικ. 8).
Και ενώ οι λοιποί Πατέρες ήταν ευχαριστημένοι με το κοινόβιο που είχαν εγκαθιδρύσει εκεί, στον Αζωγυρέ, ο Ιωάννης που ήταν θερμός υποστηρικτής του απόλυτου μοναχικού βίου, θεωρούσε την παρουσία ακόμη και των σεβασμίων εκείνων αδελφών εμπόδιο στην προσπάθεια μιας ολόψυχης αφιερώσεως και επικοινωνίας με τον Θεό, θέλοντας«μόνος μόνω Θεώ προσεύχεσθαι». Ανακοινώνει, λοιπόν, την επιθυμία του προς τους αδελφούς του Πατέρες και εκείνοι, βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του, του έδωκαν την άδεια να αναχωρήσει, κάνοντας την παρακάτω προσευχή προς τόν Χριστό: «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, επειδή Ιωάννης, ο ημέτερος αδελφός, μέλλει να αναχωρήση από ημάς, οδήγησον αυτόν να διέλθη την ζωήν του εν ειρήνη και ησυχία και αξίωσον ημάς, Δέσποτα των απάντων, τήν ἡμέραν καθ’ ήν ἡ χάρις σου οικονομήσει νά πληρώσῃ ὁ εἷς ἐξ ημών τό τέλος τῆς παρούσης ζωῆς, τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ (αξίωσον ημάς, Δέσποτα) νά δώσωμεν το κοινόν χρέος της μεταστάσεως πάντες, και σύναξον ημάς συν αυτώ εις την ουράνιόν σου βασιλείαν. Αμήν».
Ο Ιωάννης απομονώνεται σε σπήλαιο παρά το Ακρωτήριο Κυδωνίας, ζώντας με εξαιρετική άσκηση, προσευχή και νηστεία.
Ο Ιωάννης, λοιπόν, αναχώρησε από την αδελφότητά του στον Αζωγυρέ Σελίνου κι έφθασε στό Ἀκρωτήρι Κυδωνίας (Κύαμον στήν ἀρχαιότητα, Μελέχας κατά τήν Ἑνετοκρατία), πλησίον τῆς Μονῆς Γουβερνέτου (παλαιοῦ Γδερνέτου) (εικ. 9). Ἐκεῖ, πάνω ἀπό τό στενότερο σημεῖο ἑνός μεγάλου καί ὁρμητικοῦ χειμάρρου, στίς πλαγιές τοῦ ὁποίου, σωστές ἀετοφωλιές, βρίσκονται κλιμακωτά οἱ πανάρχαιες σκῆτες, πού, ἀνέκαθεν, ἀποτέλεσαν χῶρο συγκέντρωσης ἐρημιτῶν στήν περιοχή τῆς Κυδωνίας, βρίσκεται ἡ παλιά, ἡ ἀρχική μονή τοῦ Γδερνέτου, γνωστή σήμερα ὡς Καθολικό Ἐκεῖ βρίσκεται καί τό περίφημο σπήλαιο τοῦ αγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐρημίτου, ὄμορφο, μέ πολλούς καί ὑπερμεγέθεις σταλακτίτες καί σταλαγμίτες, 150 μέτρα μῆκος, 40 μέτρα πλάτος καί κυμαινόμενο ἀπό 3 ἕως 20 μέτρα ὕψος.
Αὐτή ἡ παλιά μονή (Καθολικό)- σύμφωνα μέ τήν παράδοση- ἀργότερα μεταφέρθηκε στή σημερινή της θέση, λίγο πιο πάνω καί σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τήν παλιά, μέσα στήν ἀγκάλη καί τό διάφανο φῶς τοῦ γαληνοῦ ακρωτηριανοῦ ὀροπεδίου, και, ἀπό τήν ἵδρυσή της, ταυτίστηκε ἀπόλυτα μέ τόν ὅσιο Ἰωάννη τόν Ἐρημίτη καί ἐνῶ τιμᾶται στήν Κυρία Θεοτόκο («Κυρία τῶν Ἀγγέλων»), ὅμως, ἀπ’ ὅλους ἀκούγεται, μέχρι καί σήμερα, ὡς ἡ «Μονή τοῦ αγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐρημίτου», ο οποίος λατρεύεται στο αριστερό παρεκκλήσι της, όπου, μέσα σε παλαιά λειψανοθήκη, φυλάσσεται και η τιμία κάρα του.
Ἡ ἀρχαιολογική, πάντως, πραγματικότητα εἶναι, σήμερα, ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τήν παράδοση αὐτήν, ἀφοῦ, τελικά, ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ μονή τοῦ Γουβερνέτου πού ἱδρύθηκε ἀνάμεσα στά ἔτη 1537 καί 1548, σύμφωνα μέ τίς δύο ἐπιγραφές στό ὑπέρθυρο τῆς κυρίας εἰσόδου τῆς Μονῆς- εἶναι παλιότερη τοῦ Καθολικοῦ πού ἱδρύθηκε ἀρκετά μεταγενέστερα, ἀνάμεσα στά τελευταία χρόνια τοῦ 16ου αἰώνα καί τό ἔτος 1618, ὡς ἐξάρτημα-προσκύνημα τῆς μονῆς Γουβερνέτου. Στή συνέχεια, τό ἐν λόγω Καθολικό, στό βάθος τοῦ φαραγγιοῦ, ἀποτελοῦσε προσκύνημα καί κέντρο λατρείας τοῦ Ὁσίου μέχρι, περίπου, τόν 18ο αἰώνα, ὁπότε τό κέντρο λατρείας τοῦ Ὁσίου ἐπαναμεταφέρθηκε στήν Ἱ. Μονή Γουβερνέτου.
Εδώ ο Ιωάννης , ἐρημίτης τωόντι, μέ τήν ἀκριβή τῆς λέξεως σημασία, καί ἐραστής τῆς μονώσεως, ἀφοῦ, οὐσιαστικά, γιά νά ἐπιτύχει περισσότερη μόνωση γιά προσευχή και νηστεία, ἀποκόπηκε ἀπό τή συνοδεία τῶν ἐνενήντα οκτώ συνασκητῶν του Πατέρων, ἔζησε ἀπομονωμένος, «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ» και «αγγέλων ομοδίαιτος(γενόμενος)» (ωδή δ΄), μέ ὑπέρμετρη ἄσκηση, προσευχή και νηστεία, τρεφόμενος τον μεν χειμώνα με χόρτα της γης, το δε καλοκαίρι με σκινόκαρπο και αγριοκέρατα, ακολουθώντας πιστά τον λόγο του συγγραφέα της Κλίμακος: «όταν θλίβεται η κοιλία ταπεινώνεται η καρδία». Ο όσιος από την εξαντλητική νηστεία στην οποία υπέβαλλε εαυτόν αδυνάτισε τόσο πολύ, ώστε έχασε παντελώς τις δυνάμεις του και δεν μπορούσε, πλέον, να στέκεται στα πόδια του όρθιος, αλλά περπατούσε σκυφτός σαν τετράποδο. και “τετραποδίζων ως ζώον και διάγων βίον αγγελικόν” έβρεχε «δάκρυσι» μετανοίας νυχθημερόν τα βράχια του σπηλαίου όπου διέμενε.
6. Η τόξευσή του από τον βοσκό
Μια μέρα, λοιπόν- ήταν η έκτη Οκτωβρίου- όταν ο Θεός έμελλε να παραλάβει τον Ιωάννη. Εξήλθε στην εξοχή, όπως έκανε καθημερινά, για να εξοικονομήσει τη συνηθισμένη του τροφή, όταν ένας νέος και«επιτήδειος εις το τόξον» βοσκός προβάτων, που κυνηγούσε στο σημείο εκείνο, τόν ἐξέλαβε ὡς θήραμα, σκυφτός μέ τά τέσσερα ὅπως περπατοῦσε, και, κατά λάθος, τον τόξευσε καίρια στο μέρος της καρδιάς (εικ. 1). Ο Ιωάννης κατάλαβε ότι είχε φθάσει, πλέον, το τέλος και παρακάλεσε τον Θεό να τον αξιώσει να φθάσει στο σπήλαιο όπου διέμενε, παρά τό Αὐλάκι. Ο κυνηγός έτρεξε αμέσως για να βρει και να πάρει το θήραμα, όπως νόμιζε, και τότε μόνο κατάλαβε το τραγικό λάθος του, όταν, ακολουθώντας τις σταγόνες του αίματός του, βρήκε τον Άγιο κατάκοιτο στο σπήλαιο, βαριά τραυματισμένο και αιμόφυρτο από το θανατηφόρο βέλος του, το οποίο βρισκόταν, ακόμα, μπηγμένο στη θέση της καρδιάς του.
Στο συναξάριο του αγίου Ιωάννου αναφέρεται, στο σημείο αυτό, η μετάνοια του κυνηγού και η συγχώρηση του Αγίου προς αυτόν, που, πέφτοντας στα πόδια του και ασπαζόμενος αυτά, κλαίγοντας και οδοιρόμενος, έλεγε: «αλοίμονον εις εμέ τον ταλαίπωρον, τι έπαθον σήμερον; Φευ μοι τω αθλίω, πώς ετυφλώθην και έγινα φονεύς εις άνδρα δίκαιον και άγιον; τι να γένω; τι να κάμω; ούκ έχω που να προσδράμω ειμή μόνον εις σε άγιε δούλε του Θεού να συγχωρήσεις το σφάλμα μου και να παρακαλέσεις τον Θεόν να με οδηγήσει εις μετάνοιαν».
Και ο Άγιος, με ταπεινή και ήρεμη φωνή, του λέγει: «Ο Θεός ο άγιος τέκνον μου, όστις αγαπά την σωτηρίαν των ανθρώπων, να σου δώσει μετάνοιαν και να σου συγχωρήση το αμάρτημα όπερ έκαμες σήμερον εις εμέ τον ανάξιον αυτού δούλον και να σε αξιώση της αυτού Βασιλείας, αμήν».
Λέγεται, μάλιστα, ότι ο εν λόγω βοσκός έγινε, στη συνέχεια, και ο πρώτος κήρυκας της αγιότητος του τρωθέντος, από το δικό του βέλος, άγνωστου αυτού ασκητή, βεβαιωθείς σε τούτο από το έκπαγλο φως που είδε να εκπέμπεται μέσα στο σπήλαιο κατά την κοίμησή του.
7. Ο κοινός θάνατος και των 99 Πατέρων
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐρημίτου και των ενενήντα οκτώ συνασκητών του Πατέρων ἑορτάζεται στίς 7- ἀντί τῆς 6ης – Ὀκτωβρίου, γιά τή μνήμη τοῦ ἁγίου καί ἀποστόλου Θωμᾶ, πού τιμᾶται κατά τήν ἡμέρα αὐτήν. Κατά τό συναξάρι τους, ὁ Ἰωάννης καί οἱ ἐνενήντα οκτώ συνασκητές του Πατέρες κοιμήθηκαν ὅλοι μαζί τήν 6ην Ὀκτωβρίου, από την τρίτη ώρα της ημέρας έως την εβδόμη, σύμφωνα με την προαναφερθείσαν ἐπιθυμίαν τους καί κοινή προς τόν Κύριο προσευχή τους, δηλαδή: «τήν ἡμέραν ὅπου ἡ χάρις Του εὐδοκήσει νά πληρώσῃ ὁ εἷς ἐξ αὐτῶν τό τέλος τῆς παρούσης ζωῆς, ἐν τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ νά ἀξιώσῃ αὐτούς ὁ Κύριος νά δώσωσιν ὅλοι τό κοινόν χρέος τοῦ θανάτου». Και ως έλεγαν κάποιοι εντόπιοι, άλλους τους έβλεπες καθιστούς και ακουμπισμένους στα ραβδιά τους, άλλους προσευχόμενους και άλλους γονατιστούς ή κοιμώμενους να παραδίνουν ταυτόχρονα τις μακάριες ψυχές τους στον Κύριο, σύμφωνα με την εκφρασθείσα επιθυμία και προσευχή τους.
Πρόκειται για ένα γεγονός μοναδικό στα συναξάρια της Εκκλησίας, ειρηνικής κατάληξης πολλών αγίων μαζί. Αντίθετα, στα συναξάρια είναι πολύ συνήθη τα ομαδικά μαρτύρια. Γι’ αυτό, η ειρηνική κατάληξη, εδώ, πολλών ανθρώπων μαζί θεωρήθηκε ως σημείο της αγιότητας των Πατέρων του Ιωάννη του Ερημίτου, που αποδεικνύει, ακριβώς, τα έργα της πίστης και του «δεσμού της αγάπης», όπως κατά την ημέρα αυτήν η Εκκλησία γηθοσύνως υμνεί:
Χορὸς πολυάριθμος, τῶν Ἀσκητῶν τοῦ Χριστοῦ, λαμπρῶς συγκροτούμενος, τῷ τῆς ἀγάπης δεσμῶ, ἐν Κρήτῃ ἐξέλαμψεν ἔνθα καὶ ὁμοφρόνως, ἐνασκήσαντες πίστει, πάντες μία ἡμέρα, μετετέθησαν ἄνω, πρεσβεύοντες Χριστῷ τῷ Θεῷ, δοῦναι πάσιν ημὶν συγχώρησιν
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!