Ἡ ἐμφάνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸν Ἅγιο Ἀλέξανδρο τοῦ Σβὶρ

Ἑορτάζει στὶς 30 Αὐγούστου καὶ στὶς 17 Ἀπριλίου
(ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν λειψάνων του)

Κατὰ τὸ 1508, ποὺ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος συμπλήρωνε τὸν 23ο χρόνο στὴν ἔρημο κι ἐνῶ ἦταν στὸ ἐρημικὸ κελὶ τοῦ μία νύχτα καὶ κατὰ τὴ συνήθεια τοῦ προσευχόταν, ξαφνικὰ στὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν ἔλαμψε ἕνα μεγάλο φῶς. Ὁ Ὅσιος ξαφνιάστηκε καὶ σκέφτηκε: «Τί νὰ σημαίνει αὐτό;» Καὶ ἀμέσως εἶδε τρεῖς ἀνθρώπους νὰ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν ντυμένοι μὲ λαμπρά, λευκὰ ἐνδύματα. Ἦταν ὡραιότατοι καὶ ἁγνοί, λάμποντας περισσότερο ἀπ’ τὸν ἥλιο καὶ ἀστράφτοντας μὲ μία ἀνέκφραστη οὐράνια δόξα. Καθένας τοὺς κρατοῦσε στὸ χέρι κι ἕνα σκῆπτρο.

Ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Ὅσιος ἔτρεμε ὁλόκληρος, γιατί τὸν κατέλαβε φόβος καὶ τρόμος. Καὶ μόλις συνῆλθε λίγο προσπάθησε νὰ τοὺς προσκυνήσει μέχρι τὸ ἔδαφος. Ἐκεῖνοι ὅμως τὸν ἔπιασαν ἀπ’ τὸ χέρι, τὸν σήκωσαν καὶ τοῦ εἶπαν:

– Ἔχε πίστη, μακάριε, καὶ μὴ φοβᾶσαι.

 

Καὶ ὁ Ἅγιος εἶπε:

-Κύριοί μου, ἐὰν βρῆκα κάποια χάρη ἐνώπιόν σας, πέστε μου ποιοὶ εἶστε πού, ἐνῶ ἔχετε τόση δόξα καὶ λαμπρότητα, καταδεχθήκατε νὰ ἔρθετε πρὸς τὸ δοῦλο σας, γιατί ποτέ μου δὲν εἶδα κανένα μὲ τέτοια δόξα ὅπως ἐσεῖς.

Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν:

Μὴ φοβᾶσαι, ἄνθρωπε θείων ἐπιθυμιῶν, γιατί τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εὐαρεστήθηκε νὰ κατοικήσει σὲ σένα γιὰ τὴν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς σου καὶ ὅπως σου προεῖπα πολλὲς φορὲς ἔτσι καὶ τώρα σου λέω ὅτι πρέπει νὰ φτιάξεις ἐκκλησία, νὰ συγκεντρώσεις ἀδελφοὺς καὶ νὰ δημιουργήσεις μοναστήρι, γιατί μὲ σένα εὐδόκησα νὰ σώσω πολλὲς ψυχὲς καὶ νὰ τοὺς φέρω στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας.

Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ Ὅσιος γονάτισε καὶ πλημμυρισμένος ἀπὸ δάκρυα εἶπε:

– Κύριέ μου, ποιὸς εἶμαι ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός, ὁ χειρότερος ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους, ποῦ θὰ ἤμουν ἄξιος ν’ ἀναλάβω τέτοιες εὐθύνες, σὰν κι αὐτὲς γιὰ τὶς ὁποῖες μου μίλησες; Εἶμαι ἀδύνατος γιὰ ν’ ἀποδεχτῶ τέτοια ἀποστολή. Γιατί ἐγὼ ὁ ἀνάξιος δὲν ἦρθα σ’ αὐτὸν τὸν τόπο γιὰ νὰ κάνω αὐτὰ ποὺ μὲ προστάζεις, ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου.

Μόλις εἶπε αὐτὰ ὁ Ὅσιος κειτόταν κάτω στὸ ἔδαφος καὶ ὁ Κύριος τὸν ἔπιασε πάλι ἀπ’ τὸ χέρι, τὸν σήκωσε καὶ τοῦ εἶπε:

-Σήκω ὄρθιος, πάρε θάρρος καὶ δύναμη καὶ κάνε ὅλα ὅσα σὲ πρόσταξα.

Ὁ Ὅσιος ἀπάντησε:
– Κύριέ μου, μὴ θυμώνεις μαζί μου ποῦ τόλμησα νὰ σοῦ ἀντιμιλήσω – πές μου, σὲ τίνος τὸ ὄνομα θέλεις νὰ τιμᾶται ἡ ἐκκλησία ποῦ ἡ ἀγάπη Σου γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος θέλει νὰ χτιστεῖ σ’ αὐτὸν τὸν τόπο;

Καὶ ὁ Κύριος εἶπε στὸν Ὅσιο:

– Ὅπως βλέπεις τὸν Ἕναν νὰ σοῦ μιλάει μὲ τρία Πρόσωπα, φτιάξε τὴν ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Ἁγίας Τριάδος «ἐν μίᾳ τη οὐσία». Σοὺ ἀφήνω τὴν εἰρήνη Μου καὶ ἡ εἰρήνη Μου πού σοῦ χαρίζω θὰ εἶναι μαζί σου.

Καὶ ξαφνικὰ ὁ Ὅσιος εἶδε τὸν Κύριο μὲ ἁπλωμένα φτερὰ νὰ βαδίζει στὸ ἔδαφος, σὰν νὰ περπατοῦσε μὲ τὰ πόδια, καὶ μετὰ ἔγινε ἄφαντος.

Ὁ ὅσιος Ἀλέξανδρος ἦταν συνεπαρμένος ἀπὸ πολλὴ χαρὰ καὶ φόβο καὶ εὐχαρίστησε θερμὰ γι’ αὐτὸ τὸ Θεό, ποὺ τόσο ἀγαπάει τὸ ἀνθρώπινο γένος. Μετὰ ἄρχισε νὰ σκέπτεται πὼς καὶ ποὺ θὰ χτίσει τὴν ἐκκλησία. Ἀφοῦ σκέφτηκε πολὺ καὶ προσευχήθηκε γι’ αὐτὸ στὸ Θεό, ἄκουσε ξαφνικὰ μία μέρα μία φωνὴ νὰ τοῦ μιλάει ἀπὸ ψηλά. Κοιτάζοντας πρὸς τὰ πάνω ὁ Ὅσιος εἶδε ἕναν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ ποὺ φοροῦσε μανδύα καὶ κουκούλι νὰ στέκεται στὸν ἀέρα μὲ ἁπλωμένα φτερὰ καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἄλλοτε ἐμφανίστηκε στὸ μεγάλο Παχώμιο, μὲ τὰ χέρια τοῦ τεντωμένα πρὸς τὸν οὐρανὸ νὰ λέει: «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός, Ἀμήν». Καὶ μετὰ εἶπε στὸν Ὅσιο:

– Ἀλέξανδρε, ἂς χτιστεῖ ἡ ἐκκλησία σ’ αὐτὸν τὸν τόπο στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ποὺ ἐμφανίστηκε σὲ σένα μὲ τρία πρόσωπα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ἀδιαιρέτου Τριάδος.

Καὶ λέγοντας αὐτὰ σημείωσε στὸν τόπο ἐκεῖνο τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μὲ τὸ χέρι του καὶ ἔγινε ἄφαντος. Ὁ Ὅσιος εὐφράνθηκε πολὺ μὲ τὸ ὅραμα αὐτό, δοξολόγησε τὸ Θεὸ ποὺ δὲν παρεῖδε τὴ δέησή του καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ τοποθέτησε ἕνα σταυρό. Ἡ φήμη τοῦ ὡς ἁγιασμένου ἀσκητῆ ἐξαπλώθηκε γρήγορα καὶ πολλοὶ μοναχοὶ μαζεύτηκαν γύρω του, ἐνῶ ὁ ἁπλὸς λαὸς τὸν τιμοῦσε ὡς ἅγιο ὅταν ἦταν ἐν ζωῇ. Ὁ Ὅσιος, ἔζησε συνολικὰ 85 χρόνια καὶ ἀναπαύτηκε στὶς 30 Αὐγούστου τοῦ 1533.

 

Ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ.

Τὸ θαυμαστὸ ἄφθαρτο λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Σβὶρ ἀνακομίσθηκε στὶς 17 Ἀπριλ?οὐ τὸ 1641. Ὅταν ἐπικράτησε ὁ ἄθεος κομμουνισμὸς στὴ Ρωσία, τὸ «ἀπήγαγαν» καὶ τὸ ἔκλεισαν στὸ «ἐπιστημονικὸ ἐργαστήριο» τῆς Ἀκαδημίας Πολέμου Πετρουπόλεως, γιά… πειραματισμοὺς καὶ στὴ συνέχεια τὸ πέταξαν σὲ μία ἀποθήκη.. Μετὰ τὴν τελευταία εὕρεσή του, ὅταν τὸ Λείψανο μετεφέρθη στὸν Ναὸ τῆς Μονῆς του, ἡ ροὴ τοῦ εὐώδους μύρου ἦταν τόσο ἰσχυρή, ὥστε πετοῦσαν μέλισσες κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου. Μυροβλύζει καὶ θαυματουργεῖ. Εἰκόνες τοῦ Ἁγίου, οἱ ὁποῖες εὐλογήθηκαν στὴν λειψανοθήκη, ἄρχισαν ὁμοίως νὰ ἀναδίδουν εἴτε μύρο εἴτε εὐωδία.

Ὁ Ἡγούμενός μας πληροφορεῖ ὅτι πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ Ἅγιος σήκωσε μὲ τὰ χέρια τοῦ ἕνα βρέφος, ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὴ μητέρα του στὴ Λάρνακα, καὶ τὸ ἔβαλε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μπρὸς στὰ ἔκπληκτα μάτια Μοναχῶν καὶ Προσκυνητῶν.» (ε. Α, σ. 7-8).

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Ἦχος β’

Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὔρομεν Πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες· αὔτη γὰρ ἠμᾶς ἔσωσε.

Ταχείαν καὶ σταθηρᾶν δίδου παραμυθίαν τοὶς δούλοις σου, Ἰησοῦ, ἐν τῷ ἀκηδιᾶσαι τὰ πνεύματα ἠμῶν, μὴ χωρίζου τῶν ψυχῶν ἠμῶν ἐν θλίψεσι, μὴ μακρύνου τῶν φρενῶν ἠμῶν ἐν περιστάσεσιν, ἀλλὰ ἀεὶ ἠμᾶς πρόφθασον. Ἔγγισον ἠμίν, ἔγγισον ὁ πανταχοῦ, ὡς πὲρ καὶ τοὶς Ἀποστόλοις σου πάντοτε συνής, οὕτω καὶ τοὶς σὲ ποθούσιν ἔνωσον σαυτὸν οἰκτίρμον, ἴνα συνημμένοι σοὶ ὑμνῶμεν, καὶ δοξολογῶμεν τὸ πανάγιόν σου Πνεῦμα.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *