Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου του Χρυσοστόμου
«Ἔλα, ὢ ἀδελφὲ Κυριακέ, νὰ μαλακώσω τὴν πληγὴ τῆς δικῆς σου λύπης καὶ νὰ διασκεδάσω τοῦ λογισμοῦ σου τὸ σύννεφο. Τί πράγμα εἶναι, ποὺ σὲ κάνει, ἀδελφέ, νὰ λυπᾶσαι καὶ νὰ ἀγωνιᾶς; διότι ὁ χειμώνας εἶναι μεγάλος καὶ ἡ φουρτούνα αὐτή, ποὺ πλάκωσε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, εἶναι πικρὴ καὶ βαρειά; ναί, καὶ ἐγὼ τὸ γνωρίζω καὶ κανένας σὲ αὐτὸ δὲν ἀντιλέγει. Ἀλλά, ἐὰν ἐπιθυμῆς, ἐγὼ νὰ σοὺ παρουσιάσω μία παρομοίωσι τῶν τωρινῶν ταραχῶν. Πολλὲς φορὲς βλέπουμε τὴν αἰσθητὴ θάλασσα, ποὺ ἀναταράσσεται ὅλη κάτω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο. Βλέπουμε ἀκόμη καὶ τοὺς ναῦτες, οἱ ὁποῖοι, μὴ ἔχοντας τί νὰ κάνουν ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ τῆς φουρτούνας, δένουν τὰ χέρια στὰ γόνατά τους καὶ κάθονται μὲ ἀπορία, ἐπειδὴ δὲν βλέπουν οὔτε οὐρανό, οὔτε πέλαγος, οὔτε γῆ, ἀλλὰ βρίσκονται ἐπάνω στὸ κατάστρωμα τοῦ καϊκιοῦ καὶ ἐκεῖ κλαῖνε καὶ ὀδύρονται. Ὅπως λοιπὸν παρόμοια φουρτούνα γίνεται στὴν ὁρατὴ θάλασσα, ἔτσι καὶ τώρα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ συμβαίνει χειρότερη φουρτούνα καὶ περισσότερα κύματα.
Γι’ αὐτὸ παρακάλει, ἀδελφέ, τὸν Δεσπότη καὶ Κυριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος δὲν καταπραΰνει τὴν φουρτούνα αὐτὴ μὲ τέχνη καὶ δυσκολία, ἀλλά με μόνο τὸ νεῦμα καὶ τὴν θέλησι τοῦ διαλύει τὴν ταραχή. Και ἂν πολλὲς φορὲς παρακάλεσες τὸν Κύριο καὶ δὲν εἰσακούσθηκες, μὴν λιποψυχήσης. Διότι ἔτσι συνηθίζει ὁ φιλάνθρωπος Θεός, νὰ μὴν εἰσακούη ἀμέσως φροντίζοντας γιὰ τὴν σωτηρία μας. Διότι μήπως δὲν μποροῦσε νὰ λυτρώση τους τρεῖς Ἁγίους Παίδας εκεινους, γιὰ νὰ μὴ ριχθοῦν στὴν κάμινο; Ναί, μποροῦσε. Ἀλλ’ ὅμως δὲν τοὺς ἐλευθέρωσε νωρίτερα. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνοι ἔγιναν σκλάβοι στὴν Βαβυλώνα καὶ ὅταν ρίχθηκαν στὴν χώρα τῶν βαρβάρων καὶ ἐξωρίσθηκαν ἀπὸ τὴν πατρική τους κληρονομιὰ• καὶ ἀφοῦ ρίχθηκαν στὴν κάμινο καὶ ἀπελπίσθηκαν ἀπὸ ὅλους, ὥστε δὲν τοὺς ἀπέμεινε καμία βοήθεια• τότε, λοιπόν, τότε ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἔκανε ξαφνικὰ τὸ θαῦμα του καὶ διασκόρπισε τὴν φωτιά, ποὺ ἦταν στὴν κάμινο τῶν Χαλδαίων. Καὶ ἔτσι η κάμινος ἔγινε Ἐκκλησία στοὺς Παίδας, ποὺ ἦταν μέσα σ’ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ καὶ καλοῦσαν ὅλα τὰ κτίσματα, ἀγγέλους, δυνάμεις, στοιχεῖα καὶ ἔτσι ὅλα συγκεντρώνοντας ἔλεγαν• «Εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον»- Δᾶν. 3, 28. Βλέπεις, ἀδελφέ, ὄτι η ὑπομονὴ τῶν δικαίων μετέβαλε τὴν φωτιὰ σὲ δρόσο; Καὶ ὅτι αὐτὴ ἔπεισε τὸν τύραννο Ναβουχοδονόσορ νὰ στέλνη γράμματα σὲ ὅλη τὴν βασιλεία του καὶ νὰ λέη• «Μέγας εἶναι ὁ Θεὸς Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Αὐδεναγῶ»; Καὶ βλέπε πόσο ἀπότομο καὶ φοβερὸ ὁρισμὸ ἔκανε «Ὅποιος», λέει, «θὰ πῆ λόγο ἐναντίον τῶν Τριῶν Παίδων, αὐτοῦ τὸ σπίτι νὰ διαρπάζεται καὶ τὰ ὑπάρχοντά του νὰ γίνωνται κρατικά».
Λοιπὸν μὴ λυπᾶσαι, ἀδελφὲ Κυριακέ, διότι καὶ ἐγώ, ὅταν ἐξωρίσθηκα ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, δὲν φρόντιζα γιὰ κανένα πράγμα, ἀλλὰ ἔλεγα τὰ ἑξῆς στὸν ἑαυτὸ μοὺ• «Ἂν θέλη ἡ βασίλισσα νὰ μὲ ἐξορίση, ἂς μὲ ἐξορίση. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψάλ. 23,1). Ἂν θέλη νὰ μὲ πριονίση, ἂς μὲ πριονίση. Ἔχω σ’ αὐτὸ παράδειγμα τὸν Προφήτη Ἠσαΐα. Ἂν θέλη νὰ μὲ ρίξη στὸ πέλαγος, θυμᾶμαι τὸν Προφήτη Ἰωνά, ποὺ αὐτὸ ἔπαθε. Ἂν θέλη νὰ μὲ βάλη μέσα σὲ λάκκο, ἔχω παράδειγμα τὸν Προφήτη Δανιήλ, ποὺ ρίχθηκε στὸν λάκκο τῶν λεόντων. Ἐὰν θέλη νὰ μὲ λιθοβολήση, ἔχω τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανο, ποὺ δοκίμασε αὐτό. Ἂν θέλη νὰ μὲ ἀποκεφαλίση, ἔχω ὑπόδειγμα τὸν Βαπτιστὴ Ἰωάννη. Ἂν θέλη νὰ πάρη τὰ ὑπάρχοντά μου, ἐὰν ἔχω, ἂς τὰ πάρη. «Γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι» (Ἰὼβ 1,21).
Σ’ ἐμένα παραγγέλλει καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγοντας• «Ὁ Θεὸς δὲν ἀποβλέπει σὲ πρόσωπο ἀνθρώπου» (Γάλ. 2,6) καί, «Ἐὰν ἐπεδίωκα νὰ ἀρέσω στοὺς ἀνθρώπους, δοῦλος τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ εἶμαι» (Γάλ. 1,10). Μὲ ἐξοπλίζει ἀκόμη καὶ ὁ Δαβὶδ λέγοντας• «Μιλοῦσα γιὰ τὶς ἐντολές σου ἐνώπιον τῶν βασιλέων καὶ δὲν ντρεπόμουν» (Ψάλ. 118,46).. Πολλά κατασκεύασαν ἐναντίον μου οἱ μισοῦντες μέ. Ἀλλὰ ὅλα τὰ ἔκαναν ἀπὸ τὸν φθόνο καὶ τὴν κακία τους. Γνωρίζω, βέβαια, ὅτι λυπᾶσαι, ἀδελφέ, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ποὺ μὲ ἐξόρισαν, ὑπερήφανα βαδίζουν στὶς ἀγορὲς καὶ τοὺς συνοδεύει πλῆθος δορυφόρων καὶ δούλων. Ἀλλ’ ὅμως θυμήσου πάλι τὸν πλούσιο καὶ τὸν Λάζαρο, ποιὸς θλίφτηκε στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ ποιὸς τὴν ἀπόλαυσε. Διότι, σὲ τί ἔβλαψε τὸν Λάζαρο ἡ ἐδῶ πτωχεία; δὲν ὠδηγήθηκε ἐκεῖνος στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ μὲ δόξα σὰν ἀθλητὴς καὶ τροπαιοῦχος; Τί πάλι ὠφέλησε τὸν πλούσιο ὁ πλοῦτος, τὸν ντυμένο μὲ πορφύρα καὶ βύσσο; Τίποτε βέβαια. Διότι, ποῦ εἶναι τώρα οἱ ραβδοῦχοι του; ποῦ οἱ δορυφόροι του; ποῦ εἶναι τὰ χρυσοχάλινα ἄλογά του; ποῦ εἶναι οἱ κόλακες καὶ ἡ βασιλική του τράπεζα; Δὲν ὠδηγήθηκε στὸν τάφο ὁ ἄθλιος, δεμένος σὰν ληστής, ἔχοντας τὴν ψυχὴ τοῦ γυμνὴ ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ φωνάζοντας μὲ εὔκερη καὶ ἀνώφελη φωνὴ• «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησε μὲ καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βάψη τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ δάκτυλό του στὸ νερό, καὶ μὲ αὐτὸ νὰ δροσίση τὴν γλώσσα μου, ἡ ὁποία τηγανίζεται πικρὰ στὴν φλόγα αὐτή»; (Λούκ. 16,24).
…Ἐπειδὴ στὸν χειμώνα τῆς παρούσης ζωῆς δὲν ἔσπειρε, γι’ αὐτὸ ἦλθε τὸ θέρος τῆς ἄλλης ζωῆς καὶ δὲν θέρισε. Τότε κάθε Μάρτυρας θὰ γνωρίση τὸν τύραννο, ποὺ τὸν βασάνισε. Καὶ ἀντίστροφα, κάθε τύραννος θὰ γνωρίση τὸν Μάρτυρα, ποὺ τιμώρησε.
Καὶ ὅτι αὐτὰ ποὺ λέω δὲν εἶναι δικά μου λόγια, ἄκουσε τὴν σοφία τοῦ Σολομῶντος, ποὺ λέει• «Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ δίκαιος θὰ σταθῆ μὲ πολὺ θάρρος ἐνώπιον ἐκείνων, ποὺ τὸν ἔθλιψαν» (Σόφ. Σόλ. 5,1). Διότι ὅπως ὁ ὁδοιπόρος, ποὺ βαδίζει στὸ καῦμα τοῦ ἥλιου, ἂν τύχη νὰ βρῆ κάποια βρύση μὲ καθαρὸ νερό, κατακαίεται ἀπὸ τὴν δίψα, ἐμποδίζεται ὅμως νὰ πιῆ νερὸ• ἢ ὅπως ἕνας, ποὺ πεινᾶ πολὺ καὶ κάθεται βέβαια κοντὰ σὲ κάποια τράπεζα, ποὺ ἔχει διάφορα φαγητά, ἐμποδίζεται ὅμως ἀπὸ κανέναν δυνατώτερο νὰ μὴ φάη• ὅπως, λέω, οἱ παρόμοιοι, καὶ ὁ διψασμένος δηλαδὴ καὶ ὁ πεινασμένος πολὺ πόνο καὶ τιμωρία δοκιμάζουν, διότι καὶ ὁ διψασμένος δὲν μπορεῖ νὰ σβήση τὴν δίψα του μὲ τὸ νερὸ καὶ ὁ πεινασμένος δὲν μπορεῖ νὰ παρηγορήση τὴν πείνα του μὲ τὸ φαγητὸ• ἔτσι θὰ συμβῆ καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Δηλαδή, θὰ βλέπουν βέβαια οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοί τους Ἁγίους νὰ εὐφραίνωνται, δὲν θὰ μποροῦν ὅμως νὰ ἀπολαύσουν καὶ αὐτοὶ κάτι ἀπὸ τὴν βασιλικὴ τράπεζα τῶν δικαίων.
/Ἂν τυχὸν ὅμως, ἀδελφὲ Κυριακέ, δὲν ἀνταμώσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον στὴν παροῦσα ζωή, ἀλλ’ ὅμως ἐκεῖ στὴν ἄλλη, κανένας δὲν θὰ μᾶς ἐμποδίση ἀπὸ τὸ νὰ συναντηθοῦμε καὶ νὰ συζοῦμε ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο. Τότε θὰ δοῦμε καὶ ἐκείνους πού μας ἐξώρισαν, ὅπως καὶ ὁ Λάζαρος εἶδε τὸν πλούσιο καὶ οἱ Μάρτυρες θὰ δοῦν τοὺς τυράννους, ποὺ τοὺς μαρτύρησαν. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν μὴ λυπᾶσαι, ἀγαπητὲ ἀδελφέ, ἀλλὰ νὰ θυμᾶσαι τὸν Προφήτη Ἠσαΐα ποὺ λέει• «Μὴ φοβῆσθε τὸν ὀνειδισμὸ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπὸ τὸν ἐξευτελισμό, πού σας κάνουν, μὴ κάμπτεσθε. Διότι, ὅπως τὸ ἱμάτιο θὰ καταφαγωθοῦν ἀπὸ τὸν χρόνο καί, ὅπως τὰ μαλλιὰ θὰ καταφαγωθοῦν ἀπὸ τὸν σκῶρο» (Ἤσ. 51,7). Σκέψου ἀκόμη και τον Δεσπότη μας Χριστό, ὅτι διώχνοταν μέσα ἀπὸ τὰ σπάργανα καὶ στὴν βάρβαρη γῆ τῶν Αἰγυπτίων ἀπορρίπτονταν. Ποιός; Ἐκεῖνος ποὺ κρατεῖ τὸν κόσμο στὰ χέρια του. Καὶ γιατί; για νὰ γίνη τύπος σέ μας καὶ παράδειγμα, γιὰ νὰ μὴ παραπονούμαστε καὶ νὰ γογγύζουμε στοὺς πειρασμούς. Θυμήσου γιὰ χάρι δική μου καὶ τὸ πάθος τοῦ Σωτῆρος καὶ πόσες ὕβρεις ὁ Δεσπότης τῶν ἁπάντων ὑπέμεινε γιὰ χάρι μας. Διότι ἄλλοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τον ὀνόμαζαν Σαμαρείτη καὶ οἰνοπότη. Ἄλλοι πάλι δαιμονισμενο καὶ ψευδοπροφήτη «Ἔλεγαν, νά, ἄνθρωπος φαγος καὶ οἰνοπότης» (Λούκ. 7,34), καὶ «στὸ ὄνομα τοῦ ἄρχοντα τῶν δαιμονίων βγάζει τὰ δαιμόνια» (Μάτθ. 9,34).
Τί νὰ σοὺ λέω ἀκόμη, ὅτι πῆγαν, ὢ τοῦ θαύματος!, νὰ τὸν γκρεμίσουν; Καὶ ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ ἔφτυναν; Καὶ ραπίσματα τοῦ ἔδιναν; Τί νὰ σοὺ λέω, ὅτι τὸν πότιζαν χολὴ καὶ μὲ τὸν κάλαμο χτυποῦσαν τὴν παναγία του κεφαλή; Καὶ τὸν ἕντυναν μὲ περιπαικτικὴ χλαμύδα; Τί νὰ σοὺ λέω, ὅτι μὲ ἀγκάθια στεφάνωναν αὐτὸν καὶ γονάτιζαν μπροστὰ τοῦ περιπαίζοντας καὶ κάθε εἶδος περιγελάσματος προσφέροντάς του; Τί νὰ σοὺ λέω, ὅτι τὸν ὠδήγησαν στὸ πάθος καὶ στὸν σταυρὸ γυμνὸ καὶ κατάκριτο, οἱ αἱμοβόροι ἐκεῖνοι σκύλοι; Καὶ ὅτι ὅλοι οἱ Μαθητὲς τοῦ τὸν ἐγκατέλειψαν; Διότι ὁ Πέτρος τὸν ἀρνήθηκε, ὁ Ἰούδας, τὸν πρόδωσε, οἱ δὲ ὑπόλοιποι ἔφυγαν καὶ μόνος λοιπὸν στεκόταν γυμνὸς στὴν μέση τῶν ὄχλων ἐκείνων. (Διότι τότε ἦταν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ἡ ὁποία συγκέντρωνε ὅλους τους Ἰουδαίους στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ ἑορτάσουν). Ἢ τί νὰ σοὺ λέω, ὅτι τὸν σταύρωσαν ὡς πονηρὸ ἀνάμεσα σὲ δυὸ κλέφτες; Τί ἀκόμη νὰ σοὺ διηγοῦμαι, ὅτι ὁ Κύριος ἔμενε ἄταφος, ὅταν τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὸν σταυρό, ἕως ὅτου ἦλθε Ἰωσὴφ ὁ Ἀριμαθαῖος καὶ τὸν ζήτησε γιὰ νὰ τὸν θάψη; Καὶ ὅτι τὸν συκοφάντησαν, ὅτι δὲν ἀναστήθηκε, ἀλλὰ οἱ μαθητὲς τοῦ τὸν ἔκλεψαν;
Θυμήσου πάλι τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου, ὅτι στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου διώκονταν ἀπὸ κάθε τόπο καὶ ὅτι κρύβονταν στὶς πόλεις. Καὶ ὁ μὲν Παῦλος ἦταν κρυμμένος στὴν πορφυροπώλιδα γυναίκα. Ὁ Πέτρος στὸν Σίμωνα τὸν ταμβάκη. Καὶ ὅτι δὲν εἶχαν θάρρος μπροστὰ στοὺς πλουσίους. Ὕστερα ὅμως ὅλα ἔγιναν εὔκολα γι’ αὐτούς. Ἔτσι καὶ σύ, ἀδελφέ, μὴ λυπᾶσαι, ἂν τώρα συμβαίνουν τὰ λυπηρά. Διότι ἀργότερα θὰ ἀκολουθήσουν τὰ χαροποιά….… Γι’ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ, σὲ ἱκετεύω, πέφτω στὰ γόνατά σου, ἀδελφέ, ἀποδίωξε τὴν λύπη τῆς ἀθυμίας σου, μὴν παραλείπεις νὰ μὲ θυμᾶσαι στὶς προσευχές σου, καὶ γράφε μου τακτικά».
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!