11 Ἰανουαρίου
Τὰ νεανικά του χρόνια
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, ὁ Κοινοβιάρχης, γεννήθηκε τὸ 423 ἢ 424 μ. Χ. σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Καππαδοκίας, τὸ ὁποῖον ὀνομαζότανε Μογαρισσός. Οἱ γονεῖς του ἤτανε εὐσεβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸν διαπαιδαγώγησαν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, στὴ χριστιανικὴ πίστη, στὴ χριστιανικὴ ἀρετὴ καὶ στὴν χριστιανικὴ ζωή. Ὁ πατέρας του ὀνομαζότανε Προαιρέσιος, ἡ δὲ μητέρα του Εὐλογία. Ἀπὸ πολὺ μικρὸς ὑπηρετοῦσε ὁ Θεοδόσιος στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς πατρίδος του, σὰν ἀναγνώστης. Ἐκεῖ μέσα, στοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἐξωκκλήσια ἄρχισε νὰ μεγαλώνει μέσα του μιὰ ἔντονη δίψα γιὰ ζωὴ χριστιανική. Ἤθελε νὰ ζήση γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, σὰν ἀθλητής. Ἡ ἀπόφασή του νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια ὡρίμαζε ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Ἤθελε νὰ γίνει ἀσκητὴς στὴν ἔρημο.
Στὰ Ἱεροσόλυμα
Τὸ 451 μ. Χ. ἐγκαταλείπει ὁ Θεοδόσιος τὴν ἰδιαιτέρα του πατρίδα, τὸ χωριό του καὶ πηγαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι νὰ δὴ τοὺς Ἁγίους τόπους καὶ νὰ προσκύνηση ἐκεῖ ὅπου χύθηκε τὸ Αἷμα τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ. Ὅταν ἔφθασε ὁ Θεοδόσιος στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ἔκανε ἕνα σταθμό. Ἤθελε νὰ δεῖ ἐκεῖ καὶ νὰ πάρει τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτου. Ὅταν ἔφτασε κοντὰ στὸν ἅγιο ἐκεῖνο ἄνδρα, τὸν ἐπίασε ρίγος καὶ συγκίνηση. Ὁ Συμεὼν τοῦ μίλησε μὲ τ’ ὄνομά του, σὰν νὰ τὸν γνώριζε! Ἔπειτα ἀνέβηκε πάνω στὸν στύλο γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸν ἅγιο καὶ νὰ κουβεντιάσει μαζί του. Ἐκεῖ ἄκουσε ὁ Θεοδόσιος λόγια, γεμάτα σοφία καὶ προφητικὴ δύναμη. Εὐτυχισμένος καὶ τονωμένος ἀποχαιρετάει τὸν γέροντα Συμεὼν καὶ προχωρεῖ γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ πάλι ἡ καρδιὰ του πλημμυρίζει ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν Μεγάλη θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ζεῖ ἐσωτερικά τό Θεῖο Δράμα καὶ ἡ πίστης του μεγαλώνει καὶ δυναμώνει. Ἀρχίζει ἔπειτα νὰ σκέφτεται τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες, ποὺ χρειάζονται ἄθλησης τῆς ἀρετῆς στὴν ἔρημο. Ἀποφασίζει, λοιπόν, νὰ προετοιμαστεῖ, γιὰ τὸ στάδιο τῆς ἀσκήσεως. Καὶ ἡ πρώτη του σκέψη εἶναι νὰ ἀσκηθεῖ προηγουμένως κοντὰ σὲ κάποιο γέροντα, δίπλα σε κάποιον πατέρα ἀσκητή, γιὰ νὰ μάθη ν’ ἀντιμετωπίζει τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἀσάρκων ἔχθρων, τῶν σκοτεινῶν δαιμόνων.
Κοντὰ στὸ Λογγίνο
Πῆγε τότε ὁ Θεοδόσιος στὸν ξακουστὸ γέροντα Λογγίνο. Κοντὰ στὸν Λογγίνο διδάχθηκε πολλὰ ὁ Θεοδόσιος. Εἶδε τὶς νηστεῖες του, τὶς προσευχές του, τὶς ἀρετές του καὶ τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἐναντίον τοῦ πονηροῦ. Διδάχτηκε τὴν ὑπομονή, τὴν ὑπακοή, τὴν καρτερία καὶ τὴν χαλιναγώγηση σὲ κάθε τί τὸ ἁμαρτωλὸ καὶ ψυχοφθόρο. Ἔτσι πέρασε ἀρκετὸς χρόνος. Ὁ Θεοδόσιος ἤτανε πλέον ἕνας καλογυμνασμένος στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς ἄνδρας. Ἔπρεπε τώρα ν’ ἀποσυρθεῖ σὲ δικό του Ἡσυχαστήριο. Ἔπρεπε νὰ δοκιμάσει καὶ μόνος του νὰ παλέψει μὲ τὸν σατανᾶ…. Ἀποχαιρέτησε, λοιπόν, μὲ συγκίνηση τὸν γέροντα ἡσυχαστὴ Λογγίνο καὶ πῆγε σὲ δικό του οἶκο ἀσκήσεως. Ἐκεῖ ἔλαμψε ἡ προσωπικότης του καὶ ἔγινε ξακουστὸ τ’ ὄνομά του. Τὸν λάμπρυνε ἡ αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή του καὶ οἱ ἀδαμάντινες ἀρετές του… Κόσμος πολὺς ἄρχισε νὰ τρέχει ἐκεῖ κοντά του, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσει, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευτεῖ, γιὰ νὰ δεῖ τὴν ἀσκητικὴ μορφή του. Ὅταν ὅμως πύκνωσαν πολὺ οἱ ἐπισκέπτες, ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, ἀποφάσισε, ν’ ἀπομακρυνθεῖ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν κόσμο. Προχώρησε, λοιπόν, ψηλὰ – ψηλὰ πρὸς τὸ ὅρος. Βαθειὰ πρὸς τὴν ἔρημο. Πολλὰ χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκε μιὰ σπηλιά, τὴν ὁποίαν χρησιμοποίησε γιὰ ἡσυχαστήριο. Λέγεται πὼς σ’ ἐκείνη τὴ σπηλιὰ διανυκτέρευσαν καὶ οἱ τρεῖς Μάγοι, μετὰ τὴν προσκύνηση τοῦ Θείου Βρέφους. Ἐδῶ στὸ ὅρος ἀρχίζει ὁ Ὅσιος μιὰ νέα περίοδο πιὸ ἔντονης ἀσκητικῆς ζωῆς.
Ἡ θαυματουργικὴ φανέρωσης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ
Μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων πολλοὶ νέοι φωτίζονται ἀπὸ τὴν Ἁγία ζωὴ τοῦ Θεοδοσίου καὶ τρέχουν ἐκεῖ κοντά του γιὰ νὰ τὸν μιμηθοῦν στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς. Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀδελφῶν, ποὺ συγκεντρώνονται στὸ ὅρος, μεγάλωνε καὶ ἡ πύκνωσης αὐτὴ ἄρχισε νὰ βάζει σὲ σκέψεις τὸν Θεοδόσιο. Τί πρέπει τώρα νὰ κάνη; Ν’ ἀποσυρθεῖ σὲ νέο, δικό του ἡσυχαστήριο ἢ νὰ ἀναλάβει τὴν μέριμνα ὅλων των ἀδελφῶν, πού συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ; Σκέπτεται: Ποῖο ἄραγε εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Τότε, στὴν δύσκολη αὐτὴ ὥρα τῆς ἀμφιβολίας, ζητάει τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Παίρνει τὸ θυμιατήρι του, βάζει μέσα σβηστὰ κάρβουνα, προσθέτει καὶ λιβάνι καὶ λέει στοὺς ἀδελφούς του:
– Ἀδελφοί μου, θὰ ζητήσω σημεῖο ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ μᾶς φανερώσει δηλαδὴ ποιὸ εἶναι τὸ θέλημά Του. Νὰ φτιάξουμε ἢ ὄχι κοινόβιο;
Θὰ προχωρήσουμε γὶ αὐτὸ προσευχόμενοι μέσα στὴν ἔρημο. Καὶ ἂν τὰ κάρβουνα στὸ θυμιατήρι μου ἀνάψουν μόνα τους, ἐκεῖ μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο, ποὺ θὰ συμβεῖ αὐτό, θὰ κτίσουμε τὸ Μοναστήρι ὅπου θὰ ζοῦμε χριστιανικὰ ὅλοι μαζί. Ἐκεῖ θὰ ἱδρύσουμε τὸ Κοινόβιο. Πῆρε λοιπὸν τὸ θυμιατήρι ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καὶ ἀκολουθούμενος ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς του, προχώρησε πρὸς τὴν ἔρημο, προσευχόμενος. Έτσι μὲ σιγῆ, μὲ κατάνυξη καὶ προσευχὴ προχώρησαν πολύ. Πέρασαν πολλὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο κατάλληλα γιὰ Μοναστήρι, ἀλλὰ τὸ θεϊκὸ σημάδι δὲν φαίνονταν. Φτάσανε μέχρι τὴν ἔρημο Κουτιλὰ καὶ πέρασαν στὴν λίμνη τῆς Ἀσφαλίτιδος. Ἔπειτα σταμάτησε γιὰ λίγο ὁ ὅσιος Θεοδόσιος καὶ εἶπε στοὺς ἀδελφούς, ὅτι θὰ ἀκολουθούσανε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Πίστεψε ὁ Ὅσιος γιὰ μιὰ στιγμή, ὅτι ἴσως, δὲν ἤτανε θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ κτιστεῖ τὸ Μοναστήρι. Δὲν σταμάτησε ὅμως τὴν πορεία, οὔτε ὀλιγοπίστησε. Μὲ τὸν ἴδιο ἐνθουσιασμὸ καὶ μὲ τὴν αὐτὴ θερμὴ προσευχὴ συνέχισε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ὅταν φτάσανε κοντὰ στὸ σπήλαιο, ἐκεῖ ποὺ ἤτανε τὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Ὁσίου, τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὰ σβησμένα κάρβουνα μέσα στὸ θυμιατήρι ἄναψαν μόνα τους καὶ ἁπλώθηκε τότε τὸ ἄρωμα, ἡ μοσχοβολῶ τοῦ λιβανιοῦ! Οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, μόλις εἴδανε τὸ θαῦμα, δοξάσανε τὸν Θεὸ καὶ ἡ πίστη τοὺς στερεώθηκε πιὸ πολύ.
Τὸ κτίσιμο τοῦ Μοναστηριοῦ
Τὸ Μοναστήρι, λοιπόν, δὲν ἄργησε νὰ κτιστεῖ. Πέσανε ὅλοι μὲ ζῆλο στὴ δουλειά. Ἀνοίξανε θεμέλια καὶ κουβαλούσανε ὑλικά. Πολλὰ πουγκιὰ πλουσίων ἄνοιξαν καὶ δώσανε δωρεὲς γιὰ τὴν ἀγορὰ τῶν ὑλικῶν. Ἐπικρατοῦσε χαρὰ οὐράνιος καὶ ἐνθουσιασμός. Ἡ δουλειὰ προχωροῦσε καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας εὐλογοῦσε τὸ ἔργο. Ἔτσι, ἐκεῖ σ’ ἕνα ἐρημικὸ τόπο ποὺ βρίσκεται πέραν τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, κτίσθηκε μεγάλος Ναὸς καὶ Μοναστήρι. Τὸ Μοναστήρι ἐκεῖνο, μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, ἔγινε λιμάνι τῶν πονεμένων καὶ τῶν δυστυχισμένων. Δὲν στέγαζε μονάχα τοὺς ἄπορους καὶ δὲν χόρταινε τοὺς νηστικοὺς μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον τοὺς τόνωνε, τοὺς δυνάμωνε καὶ τοὺς προετοίμαζε ν’ ἀντιμετωπίσουν τὴν ζωὴ μὲ χαρὰ καὶ αἰσιοδοξία. Τοὺς ἔφερνε κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ στὴ σωτηρία. Στὸ Μοναστήρι αὐτὸ ἐφαρμοζόντανε οἱ κανόνες τῆς ζωῆς τῶν Μοναχῶν. Τὸ κοινόβιο λειτουργοῦσε σύμφωνα μὲ τὶς γραμμὲς ποὺ χάραζε ὁ σεβάσμιος γέροντας Θεοδόσιος. Αὐτὸς ἤτανε ὁ Ἀρχηγὸς τοῦ Κοινοβίου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Κοινοβιάρχης.
Τὸ Κοινόβιο
Ἑπτακόσιοι περίπου Μοναχοὶ συγκεντρώνονται στὸ Κοινόβιο τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια 693 ἀναφέρονται ἀλλοῦ οἱ μαθητὲς τοῦ Ἁγίου ἐκείνου ἀνδρός. Ὅλοι αὐτοὶ ζοῦν στὸ Κοινόβιο, τελειώνουν θεάρεστα τὴν ζωή τους. Ἄλλοι ἀπ’ αὐτοὺς ἀναδεικνύονται ἡγούμενοι καὶ ἄλλοι ἐπίσκοποι. Ἀνεβαίνουν στὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα ὄχι μὲ κίνητρα καὶ ἐπιδιώξεις. Δὲν χρησιμοποιοῦν πρόσωπα ἰσχυρὰ καὶ πλάγια μέσα. Τοὺς ἀνεβάζει ἡ λαμπρότης τους, ὁ ἀδαμάντινος χαρακτήρας, ἡ ἀρετή τους. Ἡ ἐκλογή τους δὲν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπιστράτευση, ἀλλὰ θεία καὶ οὐράνια κλήση. Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου καὶ ἡ ὑποδειγματικὴ ὀργάνωσης τοῦ Κοινοβίου διαδίδεται παντοῦ. Κόσμος πολὺς τρέχει νὰ ζήση καὶ νὰ χαρεῖ ἐκεῖ -ἄλλοι γιὰ λίγο καὶ ἄλλοι γιὰ πάντα- τὴν ζωὴ τῶν ἀρνητῶν τοῦ ψεύτικου κόσμου, τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἡρωικῆς ἀσκήσεως τῶν Μοναχῶν. Μὲ πραότητα, καὶ καλοσύνη καὶ γλυκύτητα φερότανε σὲ ὅλους. Ὁ λόγος του ἔσταζε μέλι. Προσπαθοῦσε νὰ πείσει τὸν συνάνθρωπό του στὴν ἀλήθεια φυσικὰ καὶ χωρὶς βιασύνη. Ὠφελοῦσε, ἐπίσης ἀφάνταστα τούς μαθητές του μὲ περικοπὲς ποὺ ἀνέφερε ἀπὸ τὶς Γραφὲς καὶ μὲ λόγια τῶν Ἁγίων Πατέρων. Δὲν ἔχανε ποτὲ εὐκαιρία, ποὺ νὰ μὴ πῆ ἕνα ρητό, μιὰ σοφία, ἕνα παράδειγμα ἀπ’ ὅσα ἄκουσε, ἔμαθε, ἡ διάβασε. Τοῦ ἄρεσε πολὺ νὰ περνάει τὶς ἐλάχιστες στιγμὲς τῆς ἡσυχίας τοῦ διαβάζοντας τὶς ἀστείρευτες πηγὲς τῆς γνώσεως, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Στύλος Ὀρθοδοξίας
Ἀλλὰ ἐνῶ σὲ ὅλες του τὶς ἐκδηλώσεις ἤτανε ἤρεμος, πράος, ταπεινὸς καὶ ἥσυχος ὁ Θεοδόσιος, δὲν συνέβαινε τὸ ἴδιο καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κινδυνέψει ἡ πίστης, ὅταν σκοτεινὲς καὶ σατανικὲς δυνάμεις ἀπειλοῦσαν τὴν Ὀρθοδοξία. Τότε ὁ Ἅγιος γέροντας θέριευε. Ὕψωνε ἀνάστημα καὶ γινότανε σὰν φωτιὰ καὶ σὰν μαχαίρι ποὺ καίει, ποὺ κόβει κι ἀφανίζει τὰ ζιζάνια. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ὁ Ὅσιος γίνεται λιοντάρι, γίνεται παλληκάρι τοῦ Χριστοῦ καὶ πολεμάει τοὺς αἱρετικούς. Δὲν ἐξετάζει τί εἶναι, πὼς λέγονται, ποιὰ δύναμη καὶ ποιὰ ἐξουσία ἔχουνε. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως – Ἀναστασίου (491-518), εἶχε ξεσπάσει σὰν θύελλα ἡ αἵρεση τῶν δυσσεβῶν Εὐτυχοῦς, Διοσκούρου καὶ Σεβήρου. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος ὁ Α΄ συμπαθοῦσε τήν αἵρεση αὐτὴ τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ προσπάθησε μὲ κάθε τρόπο νὰ κλείσει τὰ στόματα τῶν Ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ τῶν ἀγωνιστῶν Μοναχῶν καὶ ἀργότερα διέταξε κλῆρο καὶ λαὸ νὰ ὑποταχθοῦν στὸν Μονοφυσιτισμό. Ἀλλὰ ὁ Θεοδόσιος ἀναλαμβάνει ἀγώνα γενικῆς ἐξεγέρσεως ἐναντίον τῶν αὐτοκρατορικῶν ἀτοπημάτων. Ξεσηκώνει ὅλα τα Μοναστήρια. Τρέχει σὲ πόλεις καὶ σὲ χωριὰ καὶ μιλάει. Διαφωτίζει καὶ κατατοπίζει τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν σοβαρότητα τῆς καταστάσεως. Ξεσηκώνει τὸν Ὀρθόδοξο Λαὸ καὶ τὸν προετοιμάζει γιὰ σθεναρὴ ἄμυνα, γιὰ ἀντίδραση στὰ σχέδια τῶν αἱρετικῶν. Τοὺς προετοιμάζει νὰ ἀγωνιστοῦν, νὰ πολεμήσουν τὸ σκότος τῶν αἱρέσεων, ἀψηφώντας τὶς ἀπειλὲς καὶ τοὺς κινδύνους.
Στὴν ἐξορία
Ὁ αὐτοκράτορας μαθαίνει τὴν δραστηριότητα τοῦ Ὁσίου καὶ τὴν ἀντίσταση ποὺ ὀργανώνεται ἐξ αἰτίας ἐκείνου, στὰ αἱρετικὰ σχέδιά του. Μαθαίνει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους του ὁ Ἀναστάσιος, ὅτι ἡ κινητήρια δύναμις, ὁ μοχλὸς τῆς ἀντιστάσεως, ὁ ἰθύνων νοῦς ὅλων τῶν ἐνεργειῶν εἶναι ὁ Θεοδόσιος. Γεμάτος, λοιπόν, θυμὸ ὁ αὐτοκράτορας καὶ τυφλωμένος ἀπὸ ἐγωισμό, διατάζει νὰ ἐξοριστεῖ ὁ Ὅσιος. Ὁδηγεῖται τότε ὁ Σεβάσμιος γέροντας μακριὰ ἀπὸ τὸ Κοινόβιο στὴν ἐξορία, ἐνῶ ἐφαίνετο ὅτι μαῦρα καὶ σκοτεινὰ σύννεφα ἁπλωνόταν στὸν ὁλοκάθαρο καὶ φωτεινὸ οὐρανὸ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε γιὰ πολὺ τὸν κίνδυνο νὰ περικυκλώσει τὴν Ὀρθοδοξία. Ἀφαίρεσε τὴν ζωὴ τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου. Ὕστερα ἀπ’ αὐτὸ ἡ ταραχὴ στὴν Ἐκκλησία κόπασε καὶ τὰ σκάνδαλα ἡσυχάσανε. Τότε ἀπομακρύνθηκαν οἱ αἱρετικοὶ ἀρχιερεῖς, ἀπὸ τοὺς θρόνους τους καὶ ὅλοι οἱ ἐξόριστοι ἀρχιερεῖς, ὅλοι οἱ ὑπερασπιστές τῆς Ὀρθοδοξίας, πῆραν τὶς θέσεις τους. Ἔτσι μετὰ τὸ θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου διακόπτεται καὶ ἡ ἐξορία τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, ὁ ὁποῖος θριαμβευτὴς πλέον, ἐπιστρέφει κοντὰ στοὺς ἀδελφούς του, στὸ Κοινόβιο. Ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀμείψει τὴν πίστη καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, τοῦ ἔδωσε τὴν δύναμη νὰ κάνη θαύματα. Καὶ πολλὰ θαύματα ἔκανε ὁ Ἅγιος.
Τὸ αἱρετικὸ Μοναστήρι
Κάποτε πήγαινε ὁ Ὅσιος σ’ ἕνα χωριὸ Βόστρα ὀνομαζόμενο γιὰ νὰ ἐπισκεφτεῖ ἐκεῖ ἕνα κοινόβιο. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ Κοινοβίου ἐκείνου ἤτανε ἐνάρετος φίλος του, ὀνόματι Ἰουλιανός. Καθώς, λοιπόν, προχωροῦσε πρὸς τὰ ἐκεῖ, πέρασε δίπλα ἀπὸ ἕνα ἄλλο μοναστήρι, τοῦ ὁποίου οἱ μοναχοὶ ἀκολουθούσανε τὴν αἵρεση τῶν Μονοφυσιτῶν. Οἱ Καλόγεροι ἐκεῖνοι μόλις τὸν εἴδανε συγκεντρώθηκαν κι ἄρχισαν νὰ τὸν κοροϊδεύουν. Συγχρόνως δὲ καὶ μιὰ ἀδιάντροπη γυναίκα τὸν ἔβριζε καὶ τὸν ὀνόμαζε πλάνο, ψεύτη κ.λ.π. Τότε ὁ ἅγιος γέροντας καταράστηκε τὸ Μοναστήρι ἐκεῖνο καὶ εἶπε νὰ μὴ μείνει οὔτε λιθάρι ἐκεῖ… Καὶ ὁ λόγος του εἰσακούστηκε. Ἡ μὲν γυναίκα ἐκείνη βρῆκε τρομερὸ θάνατο, τὸ δὲ Μοναστήρι τὸ κατέστρεψαν μιὰ νύχτα οἱ Ἀγαρηνοί, ἀφοῦ πήρανε μαζί τους σκλάβους τοὺς αἱρετικοὺς Μοναχούς!
Τὸ τέλος τοῦ Ὁσίου
Τὰ χρόνια ὅμως πέρασαν. Τὸ στερημένο καὶ βασανισμένο κορμὶ τοῦ Ἁγίου, ποὺ πέρασε τόσες ἀγρυπνίες, νηστεῖες καὶ κακουχίες, λύγισε. Μέσα στὰ βαθειὰ γεράματα τὸν βρίσκει καὶ μιὰ μεγάλη ἀρρώστια. Εἶναι ἡ τελευταία δοκιμασία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀρρώστια αὐτὴ τὸν κρατάει ἕνα ὁλόκληρο χρόνο στὸ κρεβάτι. Βασανίζεται ὁ Ὅσιος μὲ πόνους φοβερούς. Τὸ σῶμα του γίνεται πλέον σὰν σκελετός. Ὁ ὑπέροχος ὅμως ἀθλητὴς τῆς ἐρήμου δὲν βαρυγγομάει. Ἀντιθέτως δοξάζει τὸν Θεὸ καὶ προσεύχεται. Ἀλλὰ καὶ ἄρρωστος συνεχῶς δίδασκε τοὺς Μοναχούς. Τοὺς καθοδηγοῦσε καὶ τοὺς ἔλεγε πὼς νὰ πολεμοῦν τοὺς πειρασμοὺς καὶ νὰ μὴ τὰ χάνουν στοὺς κινδύνους, στοὺς πόνους καὶ τὶς θλίψεις. Τρεῖς μέρες προτοῦ κοιμηθεῖ, ὁ Ὅσιος κάλεσε τρεῖς ἐπισκόπους ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐζήτησε συγχώρηση. Ἔπειτα τοὺς ἀσπάστηκε, ἐνῶ ἐκεῖνοι ἔκλαιγαν, διότι πίστευαν πὼς ἡ ἀπώλειά του, ὁ θάνατός του ἤτανε μεγάλη ζημία. Περίμενε ἔπειτα μὲ ψυχραιμία τὸν θάνατο. Μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ προσευχότανε ὁ Ὅσιος. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς θέλησε, σταύρωσε τὰ χέρια του καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ ἀνέβηκε ὁλόλευκη στοὺς οὐρανούς. Στὶς 11 Ἰανουαρίου τοῦ 529 τελείωσε ἡ ἐπίγεια ζωὴ τοῦ μεγάλου Ὁσίου Θεοδοσίου. Λύπη τότε ἁπλώθηκε σ’ ὅλο το Κοινόβιο γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ Κοινοβιάρχου. Ἡ εἴδησης διαδόθηκε σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ Μοναστήρι σὲ Μοναστήρι καὶ ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε μαθευτὸ καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα. Πλῆθος κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαὸς πολὺς ἔτρεξαν στὸ Κοινόβιο, γιὰ νὰ βρεθοῦν στὴν κηδεία τοῦ Ἁγίου ἀνδρός. Καὶ ὅταν εἶχαν πλέον συγκεντρωθεῖ ὅλοι, ἱερεῖς, ἡγούμενοι, ἀρχιερεῖς καὶ μέγα πλῆθος κόσμου καὶ ψάλλανε τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία, βρίσκανε μεγάλη δυσκολία στὸν ἐνταφιασμό. Κι αὐτὸ συνέβαινε, διότι ὅλο το ἀναρίθμητο πλῆθος ἤθελε ν’ ἀσπασθεῖ τὸν Ἅγιο! Ἤθελε νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν ἀγγίξει.
Ὁ δαιμονισμένος
Μέσα στὸ πλῆθος προβάλλει κι’ ἕνας δαιμονισμένος, ποὺ κλαίει καὶ ὀδύρεται. Πλησιάζει τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου καὶ χτυπάει τὰ χέρια του ἀπελπισμένος. Ἀλλοίμονό μου, λέει. Ὅσο ζοῦσες ἐσύ, ἅγιε Γέροντα, εἶχα ἐλπίδα νὰ γίνω καλά. Ὅσες φορὲς ἐρχόμουνα ἐδῶ καὶ σ’ ἔβλεπα μ’ ἀνακούφιζε ἡ ἐλπίδα. Τώρα τί νὰ κάνω ὁ ταλαίπωρος. Εἶναι καλύτερα νὰ ταφῶ μαζί σου, ἅγιε, ζωντανὸς παρὰ νὰ μὲ βασανίζει ὁ τρισκατάρατος… Κι ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ ἀγγίζοντας τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου, τὸ κορμὶ τοῦ σείστηκε, ἔπεσε κάτω καὶ κυλίστηκε μὲ σπασμούς. Ὁ Ὅσιος μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ -καὶ μὲ τὸ λείψανό του τώρα- ἔκανε τὸ θαῦμα του. Ὕστερα ἀπὸ τοὺς σπασμοὺς τὸ δαιμόνιο, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου, ἐγκατέλειψε τὸν δαιμονισμένο. Ἐκεῖνος σηκώθηκε κατόπιν ὑγιὴς καὶ γαλήνιος κι’ εὐχαρίστησε τὸν Ὅσιο δοξάζοντας τὸν Θεό, ποὺ δίνει τέτοια δύναμη στοῦς ἁγίους Του… Ἔπειτα ἔγινε ἡ ταφὴ τοῦ Ἁγίου. Ἤτανε τότε 105 ἐτῶν.
Στίχος
Κοινοῦ Θεοδόσιος Ἡγεμὼν βίου, κοινὴ Μονασταῖς ἐκβιώσας ζημία. Ἑνδεκάτη ὁλοὸν βίοτον λίπε Κοινοβιάρχης.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας·καὶ γέγονας φωστὴρ τὴ οἰκουμένη, λάμπων τοῖς θαύμασιν. Θεοδόσιε Πατὴρ ἠμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, σωθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλάγιος ἅ΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ἀρεταῖς θεοσδότοις ἐκλάμψας ὅσιε, Μοναστικῆς πολιτείας ὤφθης λαμπρὸς χαρακτήρ, καὶ φωστὴρ θεοειδῆς Πάτερ καὶ ἔξαρχος, Θεοδόσιε σοφέ, τῶν Ἀγγέλων μιμητά, θεράπων ὅ της Τριάδος ἣν ἐκδυσώπει ἀπαύστως,ἐλεηθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄ Τὴ ὑπερμάχω
Πεφυτευμένος ἐν αὐλαῖς ταῖς τοῦ Κυρίου σου, τὰς σᾶς ὁσίας ἀρετᾶς τερπνῶς ἐξήνθησας, καὶ ἐπλήθυνας τὰ τέκνα σου ἐν ἐρήμω, τῶν δακρύων σου τοῖς ὄμβροις ἀρδευόμενα, ἀγελάρχα τῶν Θεοῦ θείων ἐπαύλεων· ὅθεν κράζομεν· Χαίροις Πάτερ Θεοδόσιε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον
Ἐγκρατεία καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ὁσίων Ἀοίδιμε· καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰάσθαι τὰς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ Δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις τὴ χάριτι, θεοφόρε Θεοδόσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἐορτάζουσι πόθω, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἴκος
Ἄνθρωπος μὲν τὴ φύσει ἐχρημάτισας Πάτερ, ἀλλ’ ὤφθης συμπολίτης Ἀγγέλων· ὡς γὰρ ἄσαρκον ἐπὶ τῆς γῆς βιοτεύσας σοφέ, τῆς σαρκὸς ἅπασαν τὴν πρόνοιαν ἀπέρριψας· διὸ καὶ πὰρ ἠμῶν ἀκούεις· Χαίροις, πατρὸς εὐλαβοῦς ὁ γόνος, χαίροις, Μητρὸς εὐσεβοῦς ὁ κλάδος. Χαίροις, τῆς ἐρήμου πολιστῆς παγκόσμιος· χαίροις οἰκουμένης φωστὴρ ὁ πολύφωτος. Χαίροις, ὅτι ἐκ νεότητος ἠκολούθησας Χριστῷ, χαίροις ὅτι κατεμάρανας τῆς σαρκὸς τὰς ἠδονᾶς. Χαίροις, τῶν Μοναζόντων πρόξενος σωτηρίας, χαίροις, τῶν ραθυμούντων τρόπος παρηγορίας. Χαίροις, πολλοὺς ἐκ πλάνης ρυσάμενος, χαίροις, κρουνοὺς θαυμάτων δωρούμενος. Χαίροις, πτωχῶν τὴν φροντίδα ποιήσας, χαίροις, ἠμῶν ὁ προστάτης καὶ ρύστης· Χαίροις, Πάτερ Θεοδόσιε.
Μεγαλυνάριον
Δόσιν θεοδώρητον εἰληφῶς, δόσεσιν ὀσίαις, τὰς χορείας τῶν Μοναστῶν, ἱερῶς ρυθμίσας, δοτοὺς Θεῶ προσήξας, τοὺς σοὶ ἐφαπομένους, ὢ Θεοδόσιε.