Βλέπω παράξενο καὶ παράδοξο μυστήριο, ποιμένες, ἀντὶ νὰ παίζουν μὲ τὶς φλογέρες τους κάποιο μελωδικὸ σκοπό, ψάλλουν οὐράνιο ὕμνο καὶ γεμίζουν μὲ τοὺς ἤχους τους τὰ αὐτιά μου. Ψάλλουν ἄγγελοι καὶ ἀνυμνοῦν ἀρχάγγελοι, ὑμνοῦν τὰ Χερουβὶμ καὶ δοξολογοῦν τὰ Σεραφίμ. Ὅλοι πανηγυρίζουν γιατί βλέπουν τὸ Θεὸ στὴ γῆ καὶ τὸν ἄνθρωπο στοὺς οὐρανούς. Βλέπουν Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι πάνω στὸν οὐρανό, νὰ βρίσκεται κάτω στὴ γῆ λόγω τῆς οἰκονομίας του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι στὴ γῆ, νὰ βρίσκεται ψηλὰ στὸν οὐρανὸ ἐξαιτίας τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ.
Σήμερα ἡ Βηθλεὲμ ἔγινε ὅμοια μὲ τὸν οὐρανό, ἀφοῦ ἐμφανίστηκαν σ΄ αὐτὴν ἀντὶ γιὰ ἀστέρια ἄγγελοι ποὺ ἀνυμνοῦν τὸ Θεό, καὶ δέχτηκε μὲ τρόπο θαυμαστὸ στὸ χῶρο της ὄχι τὸ φυσικὸ ἥλιο, ἀλλὰ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Καὶ μὴ ζητᾶς νὰ μάθεις πὼς ἔγινε αὐτό. Γιατί ἐκεῖ ὅπου ἐκδηλώνεται ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ, νικῶνται οἱ φυσικοὶ νόμοι. Θέλησε λοιπὸν ὁ Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο, γιατί τὰ πάντα ὑπακούουν στὸ Θεό. Σήμερα γεννιέται ὁ αἰώνιος καὶ γίνεται ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν. Ἐνῶ δηλαδὴ ἦταν Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσει νὰ εἶναι Θεός. Δὲν ἔχασε δηλαδὴ τὶς θεϊκές του ἰδιότητες γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος, οὔτε πάλι ἄλλαξε κι ἀπὸ ἄνθρωπος ἔγινε Θεός. Ἀλλὰ ἐνῶ ἦταν Θεὸς Λόγος, χωρὶς νὰ πάθει τίποτε, προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, καὶ ἡ θεία φύση παρέμεινε ἀμετάβλητη.
Καὶ ὅταν γεννήθηκε, οἱ Ἰουδαῖοι δὲν παραδεχόντουσαν τὴν παράδοξη γέννησή του καὶ οἱ μὲν Φαρισαῖοι παρερμήνευαν τὶς θεῖες Γραφές, οἱ δὲ Γραμματεῖς δίδασκαν τὰ ἀντίθετα τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Ὁ Ἡρώδης γύρευε τὸ νεογέννητο, ὄχι γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει τιμές, μὰ γιὰ νὰ τὸ φονεύσει. Γιατί ἔβλεπαν ὅτι σήμερα τὰ πράγματα ἦρθαν ἀντίθετα πρὸς τὶς προσδοκίες τους. Γιατί ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός: «δὲν ἔγιναν αὐτὰ κρυφὰ ἀπὸ τὰ παιδιά τους καὶ θὰ γίνουν γνωστὰ καὶ στὶς ἐπερχόμενες γενεές».
Προσῆλθαν λοιπὸν βασιλεῖς νὰ δοῦν μὲ θαυμασμὸ τὸ Βασιλέα τῶν οὐρανῶν καὶ ἀποροῦσαν πὼς ἦρθε στὴ γῆ χωρὶς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους καὶ θρόνους καὶ κυριότητες καὶ δυνάμεις καὶ ἐξουσίες, καὶ πέρασε ἀπὸ δρόμο παράξενο καὶ ἀπάτητο, δηλαδὴ ἀπὸ σπλάχνα παρθενικά, χωρὶς νὰ παύσει νὰ ἐπιστατεῖ τοὺς ἀγγέλους Του καὶ χωρὶς νὰ χάσει τὶς θεϊκές του ἰδιότητες ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦρθε κοντά μας. Βασιλεῖς λοιπὸν ἦρθαν νὰ προσκυνήσουν τὸν ἔνδοξο Βασιλέα τῶν οὐρανῶν, στρατιῶτες νὰ ὑπηρετήσουν τὸν ἀρχιστράτηγο τῶν οὐρανίων δυνάμεων, γυναῖκες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ γυναίκα, γιὰ νὰ μετατρέψει σὲ χαρὰ τὶς λύπες τῆς γυναικός. Ἦρθαν παρθένοι στὸν υἱὸ τῆς Παρθένου κι ἀποροῦσαν πὼς ὁ δημιουργός των μητρικῶν μαστῶν καὶ τοῦ γάλακτος, Ἐκεῖνος ποὺ κάνει τοὺς μαστοὺς νὰ βγάζουν μόνοι τους ἄφθονο γάλα, πὼς ἔφαγε παιδικὴ τροφὴ ἀπὸ μητέρα Παρθένο. Ἦρθαν τὰ νήπια σ΄ Ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε νήπιο γιὰ νὰ συντεθεῖ ὕμνος στὸν Κύριο ἀπὸ νήπια ποὺ ἀκόμα θηλάζουν. Ἦρθαν παιδιὰ πρὸς τὸ Παιδὶ ποὺ τὰ ἔκανε μάρτυρές Του ἐξαιτίας τῆς θηριωδίας τοῦ Ἡρώδου. Ἦρθαν οἱ ἄνδρες σ΄ Ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ θεράπευσε τὶς ταλαιπωρίες τῶν δούλων Του. Ἦρθαν ποιμένες στὸν καλὸ Ποιμένα ποὺ θυσιάζεται γιὰ νὰ σώσει τὰ πρόβατά Του. Ἦρθαν ἱερεῖς σ΄ Ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε Ἀρχιερέας κατὰ σειρὰ διαδοχῆς ἀπὸ τὸν Μελχισεδέκ. Ἤρθαμε οἱ δοῦλοι σ΄ Ἐκεῖνον ποὺ ἔλαβε δούλου μορφή, γιὰ νὰ μετατρέψει σὲ ἐλευθερία τὴ δουλεία μας. Ἦρθαν οἱ ψαράδες σ΄ Ἐκεῖνον ποὺ τοὺς μετέτρεψε ἀπὸ ἁπλοὺς ψαράδες σὲ ψαράδες ἀνθρώπων. Ἦρθαν τελῶνες σ΄ Ἐκεῖνον ποὺ ἀνέδειξε ἕναν ἀπὸ τοὺς τελῶνες σὲ εὐαγγελιστή. Ἦρθαν οἱ πόρνες σ΄ Ἐκεῖνον ποὺ ἄφησε τὰ πόδια Του νὰ τὰ βρέξει μὲ τὰ δάκρυά της ἡ πόρνη. Καὶ γιὰ νὰ μιλήσω μὲ συντομία, ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἦρθαν νὰ δοῦν τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ σήκωσε πάνω Του τὴν ἁμαρτία ὅλου τοῦ κόσμου, οἱ ταπεινοὶ μάγοι, οἱ ποιμένες ποὺ τὸν τίμησαν, οἱ τελῶνες ποὺ κήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο, οἱ πόρνες ποὺ τοῦ πρόσφεραν μύρα, ἡ Σαμαρείτιδα ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ γευθεῖ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ἡ Χαναναία ποὺ εἶχε ἀκλόνητη πίστη.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλοι πανηγυρίζουν χαρούμενοι, κι ἐγὼ ἐπιθυμῶ νὰ σκιρτήσω, καὶ νὰ χορέψω καὶ νὰ πανηγυρίσω. Χορεύω χωρὶς νὰ παίζω κιθάρα, χωρὶς νὰ κινῶ κλάδους κισσοῦ, χωρὶς νὰ κρατάω αὐλό, χωρὶς νὰ κρατάω ἀναμμένες λαμπάδες, ἀλλὰ κρατώντας στὰ χέρια μου ἀντὶ γιὰ μουσικὰ ὄργανα, τὰ σπάργανα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί αὐτὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα μου, αὐτὰ εἶναι ἡ ζωή, αὐτὰ εἶναι ἡ σωτηρία μου αὐτὰ εἶναι γιὰ μένα αὐλὸς καὶ κιθάρα. Γὶ΄ αὐτὸ τὰ ἔχω μαζί μου, γιὰ νὰ μοῦ δώσουν μὲ τὴ δική τους δύναμη τὴν ἱκανότητα νὰ πῶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους: «Δόξα στὸν ὕψιστο Θεό», καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες: «καὶ ἃς ἐπικρατήσει εἰς τὴν γῆ ἡ εἰρήνη καὶ στοὺς ἀνθρώπους ἡ ἀγάπη».