(Δεκεμβρίω) ΙΘ΄
῾Ο ἅγιος Βονιφάτιος ἦταν δοῦλος στὴν ὑπηρεσία τῆς ᾽Αγλαίας, πλούσιας Ρωμαίας ἀρχόντισσας, κόρης τοῦ ἀνθύπατου τῆς πρωτεύουσας τὴν ἐποχὴ τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305). ῏Ηταν ὑπεύθυνος γιὰ τὴν διαχείριση τῆς περιουσίας τῆς ἀφέντρας του καὶ ζοῦσε βίο ἀκόλαστο, σύμφωνο μὲ τὰ ἔκλυτα ἤθη τῶν Ρωμαίων τῆς ἐποχῆς του, Παραδομένος στὴν κραιπάλη καὶ τὴν πορνεία, εἶχε μοιχευθεῖ μὲ τὴν ᾽Αγλαία καὶ δὲν ἔδειχνε νὰ διακατέχεται ἀπὸ τύψεις. ῏Ηταν πάντως καλὸς καὶ γενναιόδωρος, προσέφερε ἀφειδῶς φιλοξενία στοὺς ξένους καὶ μοίραζε μὲ συμπόνια ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχούς.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἄστατου βίου καὶ κραιπάλης, ἡ ᾽Αγλαία, βασανιζόμενη ἀπὸ τύψεις συνειδήσεως καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τῆς ἀπολογίας γιὰ τὶς ἁμαρτίες της ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἅκουσε νὰ λένε οἱ χριστιανοὶ ὅτι ὅποιος τιμᾶ καὶ ὑπηρετεῖ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων μαρτύρων χαίρει τῆς μεσιτείας τους παρὰ τῷ Θεῷ καὶ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες του. Γεμάτη ἐλπίδα κάλεσε τότε τὸν Βονιφάτιο καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ πάει στὴν Μικρὰ ᾽Ασία, ἐκεῖ ὅπου οἱ χριστιανοὶ ὑπέφεραν διωγμοὺς καὶ μαρτύρια, νὰ ἐξαγοράσει ἅγια λείψανα καὶ νὰ τὰ φέρει στὴν Ρώμη. Ὁ δὲ Βονιφάτιος χαμογελώντας, ἀπεκρίθη: <Κι ἂν φέρω τὸ δικό μου σῶμα ὡς λείψανο, θὰ μὲ τιμήσεις ὡς ἅγιο;» <Δὲν εἶναι ὥρα γιὰ εὐφυολογήματα», ἀποκρίθηκε ἡ ᾽Αγλαία ἐπιτιμητικά. <Πρέπει…νὰ ἑτοιμαστεῖς γιὰ τὸ ταξίδι, γιατὶ ἐγὼ ἡ ἁμαρτωλὴ ἀνυπόμονα θὰ περιμένω τὴν ἐπιστροφή σου ὥστε νὰ λάβω παρὰ Θεοῦ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μου».
῾Ο Βονιφάτιος ἔφθασε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας, ἐπικεφαλῆς πολυάριθμης συνοδείας ἐφοδιασμένης μὲ μεγάλη ποσότητα χρυσοῦ καὶ μὲ ὅ,τι ἄλλο ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ νὰ ταριχεύσουν καὶ νὰ μεταφέρουν γρήγορα τὰ λείψανα τῶν ἁγίων. Πῆγε στὸ ἀμφιθέατρο τῆς πόλεως, ὅπου παρακολούθησε κατάπληκτος τὸ μαρτύριο μιᾶς εἰκοσάδας μαρτύρων. Τοῦ ἑνὸς τὰ ἄκρα δέθηκαν σὲ τέσσερεις στύλους καί ἐξαρθρώθηκαν, ἕναν τὸν κρέμασαν ἀνάποδα, ἄλλους οἱ δήμιοι τοὺς μαστίγωναν ἢ καταξέσχιζαν τὶς σάρκες τους μὲ σιδερένια ἄγκιστρα. ῞Ολοι ὅμως οἱ μάρτυρες παρέμηναν τόσο ἀπαθεῖς καὶ ἔδειχναν τόση καρτερία, ὥστε ὁ ἄσωτος Βονιφάτιος ἔνιωσε τὴν καρδιά του νὰ ραγίζει. Μὲ ἀναφιλητὰ ἔπεσε στὰ πόδια τους, ἀσπάσθηκε μὲ σέβας τὰ δεσμά τους καὶ ἀφοῦ ζήτησε τὴν ἀρωγὴ τῆς προσευχῆς τους διακήρυξε δημόσια ὅτι καὶ ἐκεῖνος ἐπίσης ἦταν ὀπαδὸς τοῦ Χριστοῦ. Τὸν συνέλαβαν ἀμέσως καὶ τὸν πῆγαν στὸ δικαστήριο τοῦ ἐπάρχου, ὅπου ὁ Βονιφάτιος χλεύασε μὲ βδελυγμία τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων καὶ εὐθαρσῶς ὁμολόγησε τὸν Σωτήρα Χριστό. Τὸν πῆγαν κατόπιν στὴν ἀρένα, ὅπου χάρις στὶς προσευχὲς τῶν ἁγίων ὑπέστη κάθε λογῆς βασάνους μὲ τὴν ἀπάθεια ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἐξέλθει ἀπὸ τὸ σαρκίο του καὶ εἶναι ξένος πρὸς τὸν κόσμο. ῎Εμπηξαν αἰχμηρὰ καλάμια κάτω ἀπὸ τὰ νύχια του, ἔρριξαν στὸ στόμα του λιωμένο μολύβι, τὸν ἔρριξαν σὲ καζάνι μὲ καυτὴ πίσσα, καὶ κάθε φορὰ παρέμενε ἀπτόητος καὶ ἀβλαβής.
Τὴν ἐπαύριο, ὁ ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ πληροφορήθηκε μὲ χαρὰ τὴν καταδίκη του σὲ θάνατο καὶ πρὶν ἀποκεφαλιστεῖ, ἔχοντας ὁπλισθεῖ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀνέπεμψε στὸν Κύριο διάπυρο προσευχὴ γιὰ τὴν ἐνδυνάμωση τῶν χριστιανῶν ποὺ βασανίζονταν· παρακάλεσε ἐπίσης, ὁ κατὰ μίμηση Χριστοῦ θάνατός του νὰ τοῦ παράσχει ἄφεση ἁμαρτιῶν ὥστε νὰ ἀξιωθεῖ νὰ εἰσέλθει στὴν αἰώνια χαρά.
Τὰ μέλη τῆς συνοδείας του σκέφτηκαν ὅτι, καταπῶς συνήθιζε, ὁ Βονιφάτιος θὰ ἦταν σὲ κάποιο καπηλειὸ ἢ χαμαιτυπεῖο· ἀνησύχησαν γιὰ τὴν παρατεταμένη ἀπουσία του καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἀναζητοῦν. Συνάντησαν τὸν ἀδελφὸ τοῦ δημίου ποὺ ἀποκεφάλισε τὸν Βονιφάτιο καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ἀκριβῶς τὴν προηγουμένη εἶχε θανατωθεῖ ἕνας Ρωμαῖος ποὺ ταίριαζε στὴν περιγραφὴ τοῦ συντρόφου τους. Παρότι θεωροῦσαν ἀδιανόητο ὁ ἐν λόγῳ μάρτυς νὰ εἶναι ὁ φιλήδονος Βονιφάτιος, ἔσπευσαν στὸ ἀμφιθέατρο καὶ κατάπληκτοι βρῆκαν τὸ τίμιο σκήνωμά του, τὸ ὁποῖο ἐξαγόρασαν γιὰ πενήντα λίβρες χρυσοῦ καὶ μετέφεραν μὲ μεγάλη τιμὴ καὶ ἐπισημότητα στὴν Ρώμη.
῎Αγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε τότε στὴν ᾽Αγλαία καὶ τῆς εἶπε: «Σήκω καὶ πρόστρεξε σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἦταν δοῦλος σου καὶ σύντροφος στὴν κραιπάλη καὶ τώρα ἔγινε ἀδελφὸς ἡμῶν. Δέξου τον ὡς αὐθέντη σου, διότι χάρις σὲ αὐτὸν θὰ ἀφεθοῦν ὅλες σου οἱ ἁμαρτίες». Γεμάτη ἀγαλλίαση, ἡ ᾽Αγλαῖα διοργάνωσε λαμπρὴ πομπὴ καὶ συνοδεία γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ, σύμφωνα μὲ τὴν ἀκούσια προφητεία του, τὸ τίμιο λείψανο τοῦ ἁγίου Βονιφατίου, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Ρώμη, σὲ τοποθεσία ὅπου ἀργότερα ἔβαλε νὰ χτίσουν ὡραῖο καὶ μεγάλο ναὸ πρὸς τιμήν του καὶ ὅπου ἐπιτελέσθηκαν πολλὰ θαύματα. ᾽Απέταξε τὰ ἐγκόσμια καὶ τὴν μάταιη δόξα, διεμοίρασε τὴν περιουσία της στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν ἄσκηση καὶ στὴν προσευχὴ μὲ τόσο ζῆλο, ὥστε ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὸ χάρισμα νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα. ᾽Εκοιμήθη εἰρηνικὰ ἐν Κυρίῳ δεκατρία χρόνια ἀργότερα, ἔχοντας λάβει διαβεβαίωση ὅτι ὅλοι οἱ ρύποι τοῦ παρελθόντος βίου της εἶχαν ἀπαληφθεῖ χάρις στὴ μεσιτεία τοῦ ἁγίου Βονιφατίου.
Μακαρίου ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου
Τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Ζητῶν Βονιφάτιος ὀστᾶ Μαρτύρων,
Ἐαυτὸν εὗρε Μάρτυρα τμηθεῖς ξίφει.
Ἐννεακαιδεκάτη Βονιφάτιος αὐχένα κάρθη.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Διοκλητιανοῦ, ἐν ἔτει σ²΄ [290], δοῦλος μιᾶς γυναικὸς συγκλητικῆς, ὀνόματι Ἀγλαΐδος, θυγατρὸς Ἀκακίου τοῦ ἀνθυπάτου Ρώμης. Οὗτος λοιπὸν καθὸ ἄνθρωπος, ἐνικάτο μέν, ἀπὸ τὸ κρασίον καὶ ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς κυρίας του. Ἦτον ὅμως ἐλεήμων καὶ φιλόξενος. Προθύμως μὲν βοηθῶν τοὺς δεομένους, σπλαγχνιζόμενος δὲ καὶ συμπονῶν εἰς τὰς συμφορᾶς καὶ παρακαλέσεις τῶν καταπονουμένων. Ὁμοίως καὶ ἡ κυρία τοῦ ἦτον ἐλεήμων, καὶ τοὺς τοῦ Χριστοῦ Μάρτυρας ἀγαπώσα. Ἐν μιὰ δὲ τῶν ἡμερῶν λέγει αὕτη εἰς τὸν Βονιφάτιον. Πήγαινε εἰς τὴν Ἀνατολήν, ὁπού μαρτυρούσιν οἱ Ἅγιοι, καὶ φέρε λείψανα Ἁγίων, διὰ νὰ ἔχωμεν αὐτὰ εἰς βοήθειαν καὶ ψυχικὴν σωτηρίαν μας. Ὁ δὲ Βονιφάτιος χαμογελώντας, ἀπεκρίθη. Ἀνίσως δὲ φέρω τὸ ἐδικόν μου λείψανον, δέχεσαι τοῦτο; Ἡ δὲ Ἀγλαΐς, δὲν εἶναι καιρός, τοῦ εἶπε, νὰ παίζης. Ὅθεν ἀρκετὰ τοῦτον ἐπιτιμήσασα, ἔβαλεν εἰς τὴν καρδίαν του τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον. Εἴτα εὐξαμένη νὰ ἐπαναγυρίση μὲ δεξιὸν γύρισμα ἀπέστειλεν αὐτόν, ὅπου ἐβασανίζοντο οἱ του Χριστοῦ Μάρτυρες.
Πηγαίνωντας λοιπὸν ὁ Βονιφάτιος εἰς Κιλικίαν μὲ δούλους δώδεκα, καὶ μὲ χρυσίον πολύ, εὐρῆκεν ἄνδρας Ἁγίους μαρτυροῦντας, καὶ κατεφίλει τὰ δεσμὰ καὶ πληγᾶς των. Ὅθεν παρασταθεῖς ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος καὶ ὁμολογήσας τὸν ἐαυτὸν του Χριστιανόν, ἐκρεμάσθη κατακέφαλα, καὶ κατεξεσχίσθη εἰς τὸ σῶμα ἕως καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κόκκαλα. Εἴτα ἔμπηξαν εἰς τὰ ὀνύχιά του καλάμια κοπτερᾶ. Καὶ ἐπότισαν αὐτὸν μολύβι βρασμένον. Μετὰ ταῦτα ἔβαλαν αὐτὸν μέσα εἰς ἕνα καζάνι γεμάτον ἀπὸ πίσσαν βρασμένην. Καὶ ὁ μὲν Ἅγιος ἐφυλάχθη ἀπὸ αὐτὰ ἀβλαβὴς μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, διεφθάρησαν δὲ δήμιοι πεντήκοντα.
Τελευταῖον δέ, ἀπέκοψαν τὴν τιμίαν κεφαλήν του. Καὶ ἀπὸ τὸ κόψιμον εὐγῆκε παραδόξως γάλα, ἀνακατωμένον μὲ αἷμα. Ὅθεν ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν ἄνδρες πεντήκοντα. Οἱ δὲ σύνδουλοὶ του νομίσαντες ὅτι εὑρίσκεται εἰς καπηλεία καὶ μέθας κατὰ τὴν συνήθειάν του, ἐτριγύριζον ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ζητοῦντες αὐτόν. Μόλις δὲ ἔμαθον ἀπὸ τοὺς στρατιώτας τὰ γενόμενα. Ὅθεν εὑρόντες τὸ λείψανόν του, ἐπεσον ἐπάνω εἰς αὐτὸ καὶ ἔκλαυσαν, καταφιλοῦντες καὶ ζητοῦντες συγχώρησιν, διὰ ὅσα πρότερον τὸν ἐκατηγόρουν. Εἴτα ἀγοράσαντες αὐτὸ μὲ πεντακόσια φλωρία, τὸ ἐπῆραν καὶ τὸ ἐπήγαν εἰς τὴν κυρίαν τους. Εἰς τὴν ὁποίαν ἐπρομηνύθη ὁ ἐρχομὸς τοῦ λειψάνου μὲ ἀποκάλυψιν ἁγίου Ἀγγέλου.
Ἡ δὲ Ἀγλαΐς μετὰ χαρᾶς προϋπαντήσασα τὸ ἅγιον λείψανον, καὶ πολυτελῶς τοῦτο τιμήσασα, ἐνταφίασεν αὐτὸ τέσσαρα μίλια σχεδὸν ἔξω της πόλεως Ρώμης. Ὕστερον δὲ οἰκοδόμησε καὶ Ναὸν εἰς τὸ ὄνομά του ἐν τῷ μέσω τῆς πόλεως, κατὰ τὸ κάλλος καὶ κατὰ τὴν ὕλην λαμπρότατον. Ὅπου καθ’ ἑκάστην πηγᾶς ἰαμάτων προχέει. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερα, ὁσίως καὶ θεαρέστως καὶ ἐκείνη διεπέρασε τὴν ζωήν της, μεταχειριζομένη τόσην τραχυτάτην ἄσκησιν, ὥστε ὁπού ἠξιώθη νὰ λάβη καὶ χάριν θαυμάτων. Καὶ οὕτως ἐν εἰρήνη τὸ πνεῦμα αὐτῆς τῷ Κυρίω παρέδωκε. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Τὸν δὲ ἑλληνικὸν τούτου Βίον συνέγραψεν ὁ Μεταφραστής, οὐ ἡ ἀρχή· «Καὶ τὰ τῶν ἄλλων μὲν τοῦ Χριστοῦ». Σώζεται ἐν τῇ Λαύρα, ἐν τῇ Μονὴ τῶν Ἰβήρων καὶ ἐν ἄλλαις.)