Ἀνήκει στὴν ἱερὴ φάλαγγα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων.
Γεννήθηκε τὸ 270 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306 – 337) καὶ τοῦ γιοῦ τοῦ Κωνστάντιου (337 – 361).
Γενέθλια πατρίδα τοῦ ὁ Ἅγιος Σπυρίδων εἶχε ὄχι τὴν Τριμυθούντα τῆς Κύπρου, ὅπως γράφουν πολλοὶ καὶ ποὺ σήμερα εἶναι ἕνα μικρὸ χωριὸ μὲ τὸ ὄνομα Τρεμετουσία, ἀλλὰ τὴν γειτονική της κωμόπολη Ἄσσια.
Αὐτὸ μας λέγει ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος, πρῶτος Ἐπίσκοπός της Λευκωσίας καὶ μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. «Οὗτος οὒν ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ἀγροῖκος μὲν ἣν εἰπεῖν κατὰ τὴν ἀνατροφήν, ἐν χωρίω Ἀσκία καλουμένω γεννηθεῖς εἰς τὴν Κυπρίων ἐπαρχίαν». Τὸ χωριὸ Ἀσκία (πιὸ σωστὰ Ἄσκια) εἶναι ἡ γνωστὴ κωμόπολη τῆς Ἄσσιας, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Τριμυθούντα. «Ἀγροῖκος» σημαίνει ἄνθρωπος ἁπλοϊκός, ἄνθρωπος ποὺ δὲν σπούδασε, δὲν ἔμαθε νὰ γράφει καὶ νὰ διαβάζει καλά.
Ἄνθρωπος, ὅπως λέμε ἐμεῖς σήμερα τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ κάμπου. Ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου• καὶ τέτοιος πραγματικὰ ἦταν ὁ Ἅγιος μας. Τέτοιοι ἤσαν καὶ οἱ γονεῖς του. Ἄνθρωποι ἀγρότες, φτωχοί, ἀλλὰ πολὺ ἐνάρετοι καὶ πιστοί. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ παιδὶ τοὺς τὸ ἀνέθρεψαν μὲ προσοχὴ καὶ φόβο Θεοῦ. Τὸ ἀνέθρεψαν, ὅπως λέγει καὶ ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὸν μαθητὴ τοῦ Τιμόθεο, ὅτι τὸν ἀνέθρεψε ἡ γιαγιὰ τοῦ Λωΐδα καὶ ἡ μητέρα τοῦ Εὐνίκη «ἐν παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου».
Μόρφωση καὶ ζωὴ
Γράμματα ὁ Ἅγιος δὲν ἔμαθε πολλά. Οὔτε φοίτησε σὲ ἀνώτερες Σχολές, ὅπως οἱ ἄλλοι μεγάλοι ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅμως, τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ, ἦταν ὁ καθημερινὸς καὶ ἀχώριστος σύντροφός του. Ὅπου πήγαινε, μαζί του τὴν ἔπαιρνε. Μαζί του στὸ σπίτι. Μαζί του καὶ ὅταν ὁδηγοῦσε τὰ πρόβατα στὴ βοσκή, γιατί ἦταν βοσκός. Μέσα στὸ σακίδιό του, τὴν γνωστὴ κυπριακὴ βούρκα στὴν ὁποία εἶχε βαλμένο τὸ λιτό του γεῦμα, εἶχε καὶ τὸ Εὐαγγέλιό του. Πόσο συγκινητική, μὰ καὶ ἀξιομίμητη ἀλήθεια ἦταν τούτη ἡ συνήθειά του! Μιλάει μόνη της.
Τοῦτο προσθέτουμε:
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τὸν πλατύ, ὅταν τὰ πρόβατα βοσκᾶνε, ὁ Σπυρίδων καθισμένος κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο κάποιου δένδρου ἢ πάνω σε κάποιο ψήλωμα μελετοῦσε μ’ εὐφροσύνη τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν τὸν Δαβὶδ ἔψαλλε καὶ δοξολογοῦσε τὰ μεγαλεῖα του. Πολλὲς φορὲς ἀκόμη καλοῦσε κοντά του τοὺς ἄλλους βοσκοὺς καὶ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη παραδειγματική τους δίδασκε τοῦ Θεοῦ τὸν νόμο, καὶ ἀγωνιζόταν ὧρες νὰ ὁδηγήσει τὶς ψυχές τους στὰ χλοερὰ λιβάδια τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Ἀπὸ τὰ πρῶτα του βήματα τὸ λουλούδι αὐτὸ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φρόντιζε νὰ σκορπίσει παντοῦ της Ὀρθοδοξίας τὰ ἀρώματα. Κάθε μέρα ποὺ περνοῦσε, ὁ ζῆλος του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν γύρω του, μὰ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωσή του, τὸν ἀνέβαζε καὶ σὲ ψηλότερες βαθμίδες ἀρετῆς καὶ ἠθικῆς τελειώσεως. Καὶ γινόταν γιὰ τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς ἐποχῆς του, ἐποχῆς σκληρῶν διωγμῶν καὶ εἰδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους καὶ χριστιανικῆς ὁμολογίας. Στὸν διωγμό, ποὺ ἐξαπέλυσε ἐνάντια στοὺς Χριστιανοὺς ὁ Μαξιμίνος (308 – 313) συνελήφθη καὶ ὁ ἱερὸς Σπυρίδων. Ὁ φλογερὸς καὶ ὑπέρμαχος τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ ἐπίσκοπος δὲν μποροῦσε νὰ ἀγνοηθεῖ. Τὰ βασανιστήρια πολλά. Σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὅπως μᾶς λέγει κάποιος συναξαριστής, εἶχε ἐξαρθρωθεῖ καὶ τὸ πόδι του καὶ εἶχε βλαφθεῖ καὶ τὸ ἕνα του μάτι.
Τοὺς παλμοὺς τῆς καρδιᾶς του καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ὅμως στὸν Χριστὸ τίποτα δὲν μπόρεσε νὰ μειώσει. Μιὰ εὐφροσύνη πλημμύριζε ὁλόκληρό το εἶναι του, σὰν σκεφτόταν ὅτι ἔπασχε γιὰ τὴν πίστη του στὸν Σωτήρα Χριστό. «Οὐκ ἄξια τα παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἠμᾶς». (Ρωμ. ἡ΄ 18), ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε ἀπὸ μέσα του, σὰν δεχόταν τὰ ραπίσματα καὶ τοὺς ἄλλους ἐξευτελισμούς.
Μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ «ἐδίκτου τοῦ Μεδιολάνου» (313), τοῦ διατάγματος δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Λικινίου μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιβαλλόταν στὴν αὐτοκρατορία ἡ ἀνεξιθρησκεία, ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἐπέστρεψε στὴν Τριμυθούντα.
Ὁ Ἅγιος δημιουργεῖ οἰκογένεια
Μὰ καὶ στὶς ἡμέρες τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς ποὺ ἀπολάμβανε μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ποὺ ἔγινε πιθανὸν ὕστερα ἀπὸ τὴν κυκλοφορία τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ἡ φλόγα τῆς πίστεώς του στὸν Χριστὸ ἔμεινε ἀμείωτη καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ πάντα ὑποδειγματική. Εἶπα στὶς ἡμέρες τῆς οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς, γιατί νέος ὁ Ἅγιος μας, κατόπιν πιέσεως τῶν γονιῶν τοῦ δημιούργησε οἰκογένεια. Δυστυχῶς ὅμως πολὺ νωρὶς ἔχασε τὴν προσφιλῆ του σύντροφο. Τὴν κάλεσε ὁ Κύριος κοντά του. Ἔτσι ὁ Σπυρίδων ἔμεινε μόνος μὲ συντροφιὰ τὴν χαριτωμένη κόρη του, τὴν Εἰρήνη του. Ὁ πόνος ὑπῆρξε μεγάλος.
Ὅμως, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε. Τὰ λόγια τοῦ πολυάθλου Ἰὼβ ἦταν πάντα στὸ στόμα του. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο. Ὡς τῷ Κυρίω ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰώνας» (Ἰὼβ ἃ΄ 21). Παρηγοριὰ στὴν θλίψη τοῦ βρῆκε πάλι στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Γιατί μόνο τα λόγια τοῦ Θεοῦ τὶς στιγμὲς αὐτὲς εἶναι ἱκανὰ νὰ ξεκουράσουν ψυχικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν σωτηρία.
Ἡ πανθομολογουμένη ἀπὸ ὅλους εὐσέβεια καὶ ἀρετὴ τοῦ κατέστησε τὸν Ἅγιο σεβαστὸ καὶ ἀγαπητό, ὄχι μονάχα στὴν πόλη του, μὰ καὶ στὰ γύρω χωριά. Σ’ αὐτὸν ἔβρισκαν καταφύγιο οἱ δυστυχισμένοι. Αὐτὸν εἶχαν προστάτη οἱ πονεμένοι. Αὐτὸν ἔβλεπαν πατέρα τὰ ὀρφανά. Σὲ κάθε ἀνάγκη σ’ αὐτὸν κατέφευγαν ὅλοι, γιατί στὸ πρόσωπό του ἦταν βέβαιοι πὼς θὰ βρίσκανε αὐτὸ ποὺ ἤθελαν, αὐτὸ ποὺ ποθοῦσαν. Τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση.
Ὁ Σπυρίδων ποιμένας ψυχῶν
Ἔτσι, ὅταν κάποτε πέθανε ὁ ἱερέας τοῦ τόπου ἐκείνου, μικροὶ καὶ μεγάλοι μ’ ἕνα στόμα τὸν Σπυρίδωνα κάλεσαν καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ χειροτονηθεῖ ποιμένας τῶν ψυχῶν τους.
Ἀργότερα κλῆρος καὶ λαὸς μὲ τὶς παρακλήσεις τοὺς πάλι ἀνέδειξαν τὸν Ἅγιο πρῶτο Ἐπίσκοπό της Τριμυθοῦντος. Καὶ τὴν θέση αὐτὴ τίμησε καὶ δόξασε ὅσο κανένας ἄλλος ὁ ἁπλοϊκὸς βοσκός. Τὴν τίμησε καὶ τὴν δόξασε, γιατί ἦταν ὁ πράος καὶ ταπεινός. Τὰ λόγια τοῦ θείου Διδασκάλου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία» (Ματθ. ἴα΄ 29) ἦταν γι’ αὐτὸν σύνθημα ζωῆς, ἦταν καθημερινὸ βίωμα.
Ὁ Σπυρίδων ἦταν ἀκόμη ἡ προσωποποίηση τῆς ἀγάπης καὶ καλοσύνης. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἦταν πάντα ἀνοιχτῆ γιὰ κάθε ξένο καὶ περαστικό, καὶ γιὰ κάθε ὁδοιπόρο. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «τὴν φιλοξενίαν διώκετε» ἦταν γι’ αὐτὸν τρόπος ζωῆς. Ὁ Ἅγιος ἀγαποῦσε τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ὅποιος ἐρχόταν σπίτι τοῦ ἔπρεπε νὰ καθίσει νὰ ξεκουραστεῖ, νὰ διανυκτερεύσει, νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ. Πολλὲς φορὲς ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος μιμούμενος τὸν Κύριο ἔφερνε νερὸ καὶ ἐπλένε μὲ ἀγάπη τὰ πόδια τῶν κουρασμένων στρατοκόπων γιὰ νὰ τοὺς ξεκουράσει. Σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς τοῦ ὁ ταπεινὸς καὶ πράος ἐκπρόσωπος τῆς νέας πίστεως ἦταν ὁ γνήσιος ἀκόλουθος Ἐκείνου, ποὺ ἦταν καὶ εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἡ ἁγιότητά του ὑπῆρξε θαυμαστή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς πλούσια τὸν ἀντάμειψε ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμη στὴ ζωή.
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ. Θαύματα μεγάλα, ἀναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔδωκε τὴν προσωνυμία τοῦ Θαυματουργοῦ. Ἀξίζει νὰ δοῦμε καὶ νὰ γνωρίσουμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ὁ Κύριος ἐκείνους, ποὺ μὲ σταθερότητα καὶ εἰλικρίνεια ἀληθινή του δίδουν τὴν καρδιά τους.
Συμμετοχὴ σὲ Συνόδους
Σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες ποὺ ὑπάρχουν ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἔλαβε μέρος στὶς ἐργασίες τῆς Ἃ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποῦ συνεκλήθη στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ ἔτος 325, ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο. Εἶναι ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία διάφοροι ἐκκλησιαστικοὶ ἄντρες ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ζήτημα τῆς θεότητας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ πλέον συστηματικὸς πολέμιος τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ὁ Ἄρειος, πρεσβύτερός της Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ἂν καὶ ὁ Ἄρειος καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸν Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ ἀποδοκιμάστηκε ἀπὸ τοπικὴ Σύνοδο, ὁ ἴδιος καὶ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ συνέχισαν νὰ ἀναστατώνουν τὴν Ἐκκλησία μὲ τὶς αἱρετικὲς ἀπόψεις τους. Ἔτσι ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος συγκάλεσε τὴν Α΄ οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία μεταξύ των 318 πατέρων ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ὁποῖος μάλιστα διεκρίθη. Καὶ νὰ πὼς ἡ χάρη καὶ ὁ φωτισμὸς τοῦ Θεοῦ χρησιμοποίησαν τὸν χωρὶς σπουδαία μόρφωση ἅγιο Σπυρίδωνα νὰ ὑποστηρίξει τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: Ὁ Ἄρειος καὶ ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦσαν, χρησιμοποιοῦσαν τὴ λογικὴ καὶ τὴ φιλοσοφία προκειμένου νὰ στηρίξουν τὰ κατὰ τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ ἐπιχειρήματά τους.
Τότε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ἁπλὸς καὶ ταπεινὸς αὐτὸς ἐπίσκοπος, θέλοντας νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τριαδικὸς καὶ ὁ Υἱὸς εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί», καὶ ὅτι «ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρὸς πρὸ πάντων των αἰώνων», ἄρα δὲν εἶναι κτίσμα του, πῆρε στὰ χέρια τοῦ ἕνα κεραμίδι. Κάνοντας δὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, σφίγγει τὸ κεραμίδι λέγοντας! «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός», καὶ ἀπὸ τὸ κεραμίδι βγαίνει μία φλόγα• «Καὶ τοῦ Υἱοῦ», καὶ ἀπὸ τὸ κεραμίδι στάζει νερὸ• «Καὶ τοῦ Ἅγιου Πνεύματος», καὶ στὸ χέρι τοῦ μένει τὸ χῶμα. Καὶ μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια ὅλων ἐξηγεῖ μὲ λόγια ἁπλά: Τὸ χῶμα, τὸ νερὸ καὶ ἡ φωτιά, δηλαδὴ τρία ὑλικὰ στοιχεῖα, ἔκαναν τὸ ἕνα κεραμίδι. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν Ἅγια Τριάδα. Εἶναι ἕνας Θεός, ἀποτελεῖται ὅμως ἀπὸ τρία Προσωπα• τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁμοούσια μεταξύ τους. Ἄρα ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρός. Ἔτσι ἡ Α΄ οἰκουμενικὴ Σύνοδος, μὲ τὴ συμβολὴ καὶ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, θέσπισε τὴν ὁμοουσιότητα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ἀναθιμάτισε τὸν Ἄρειο καὶ ὅσους ὑποστήριξαν τὶς αἱρετικές του ἀπόψεις.
Ὁ ἅγιος Τριμυθοῦντος ἔλαβε μέρος καὶ στὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου ποὺ συνεκλήθη τὸ 342-43 στὴ Σαρδικὴ (σημερινὴ Σόφια) καὶ ὑπέγραψε τὰ Πρακτικά της, ὅπως ἀναφέρει στὴ Β΄ Ἀπολογία τοῦ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
Τὸ μακάριο τέλος
Ἦλθε ὅμως ὁ καιρός, ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ζωή, μιὰ ζωὴ ὑποδειγματικῆς πραότητας καὶ ταπεινοφροσύνης, μιὰ ζωὴ ἄδολης ἀγάπης καὶ καλοσύνης, μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀπὸ θεία χάρη νὰ ἐγκαταλείψει τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο καὶ νὰ μεταπηδήσει ἀπὸ τὸ ἐπίγειο στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὶς ὑπηρεσίες του. Αὐτὸ ἔγινε τὸ 348 μ.Χ. μὲ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου στὴν ἐπισκοπή του στὴν Τριμυθούντα. Ἔφυγε ὁ καλὸς ποιμήν. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἡ ἀγάπη ὅμως καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ζητᾶνε τὴν μεσιτεία του καὶ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸν Κύριο, δὲν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ὡς σήμερα. Καὶ θὰ συνεχίζονται μέχρι ποὺ θὰ θέλει ὁ Τριαδικὸς Θεός.
Τὰ πνευματικά του παιδιὰ θρήνησαν γιὰ καιρὸ τὴν κοίμησή Του. Τὸ λείψανό του στὴν ἀνακομιδὴ ποὺ ἔγινε μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχε μείνει ἄφθαρτο καὶ εὐωδίαζε. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ κάτοικοι τῆς προνομιούχου πόλεως, ποὺ τὸν εἶχε ποιμένα ψυχῶν, τὸ ἔβαλαν σὲ μία μαρμάρινη λάρνακα, ποὺ ἔστησαν δίπλα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν νάρθηκα, γιὰ νὰ εἶναι προσκύνημα τῶν πιστῶν.
Ἡ λάρνακα βρίσκεται ἀκόμη στὸ ἴδιο μέρος ἀλλὰ χωρὶς τὸν θησαυρό. Χωρὶς τὸ ἅγιο λείψανο. Ὅταν ἄρχισαν οἱ ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς ἡ ἐπιδρομὲς τῶν Σαρακηνῶν (648 μ.Χ.) τὸ λείψανο γιὰ ἀσφάλεια μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β΄ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ ἐκεῖ λίγο καιρὸ πρὶν νὰ πέσει ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἕνας ἱερέας ποὺ ὀνομαζόταν Γρηγόριος Πολυευκτος, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν ναὸ ποὺ φυλασσόταν μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας καὶ τὸ μετέφερε μέσον της Θράκης, Μακεδονίας καὶ Σερβίας στὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου καὶ ὕστερα στὴν Κέρκυρα γύρω στὸ 1460. Ἐπὶ τρία ὁλάκερα χρόνια ὁ εὐσεβὴς ἐκεῖνος ἱερέας περιπλανιόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο μέχρις ὅτου φτάσει στὴν Κέρκυρα. Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὰ δύο λείψανα τὰ εἶχε κρυμμένα σὲ δύο σακιὰ ἄχυρα γιὰ τὰ ὁποῖα, σὰν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς ἔλεγε, πὼς τὰ ἄχυρα ἐκεῖνα ἦταν τροφὴ γιὰ τὸ ὑποζύγιό του.
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου στὴν Κέρκυρα
Τὰ Ἑπτάνησα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ἐνετῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πολυευκτος κατέφυγε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὴν Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πὼς ἐδῶ ὁ θησαυρὸς ποὺ μετέφερε θὰ ἦταν ἀσφαλισμένος. Καὶ πραγματικά τα τίμια λείψανα ὑπῆρξαν ἐδῶ ἀσφαλισμένα. Στὴν Κέρκυρα ὁ ἱερέας Γρηγόριος Πολυευκτος βρῆκε ἕνα πρόσφυγα, τὸν ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη ἄλλοτε συμπολίτη του καὶ τοῦ κληροδότησε τὸ ἱερὸ λείψανο. Ἀπὸ αὐτὸ λείπει τὸ δεξὶ χέρι. Τοῦτο βρισκόταν στὴ Ρώμη στὸ ναὸ τοῦ τάγματος τοῦ Φ. Νέρι (Ὀρατοριανῶν) μέχρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984. Κατὰ τὸ ἔτος αὐτό, παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, μετὰ ἀπὸ ἔντονες ἐνέργειες τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν κ. Τιμοθέου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέχτηκε καὶ πρόσφερε στὴν Ἐκκλησία τῆς Κερκύρας το ὡς ἄνω ἱερὸ λείψανο. Τοῦτο πῆγε καὶ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος Κερκύρας καὶ τὸ μετέφερε ἀεροπορικῶς στὴν εὐλογημένη νῆσο. Ἔτσι τὸ ἱερὸ ὀστοῦν τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ ἁγίου, ποὺ γιὰ αἰῶνες φυλασσόταν στὴ Ρώμη ἀπὸ τότε βρίσκεται στὴν προνομιοῦχο νῆσο καὶ κάθε φορᾶ λιτανεύεται μαζὶ μὲ τὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου. Τὸ ἀριστερὸ διατηρεῖται ἀκέραιο μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο λείψανο.
Ἐπίσης καὶ τὰ μάτια τοῦ Ἁγίου κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκαν ἀλώβητα μέσα στὸν τάφο. Χιλιάδες πιστοὶ κάθε χρόνο ἀπ’ ὅλα τα μέρη τοῦ κόσμου ἐπισκέπτονται τὸν περιπιστὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἡ εὐλάβεια τοῦ Κερκυραϊκοῦ λαοῦ ἀνήγειρε πρὸς τιμή του. Τὸ ἅγιο λείψανο φυλάσσεται ἐδῶ σε πολυτελῆ λάρνακα καὶ διατηρεῖται ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο ἐνάντια στοὺς ἀμετάθετούς της φύσεως ὅρους. Ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο μένει, γιὰ νὰ διακηρύττει στοὺς αἰῶνες τὸ λόγιο, τὸ προφητικό. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῆ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος» (Ψάλμ. ἴε΄ 3).
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματά του. Γι’ αὐτὸ καὶ δεκάδες πολλές τα χρυσὰ κανδήλια, δῶρα εὐλαβῶν ψυχῶν ποὺ κρέμονται πάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν λάρνακα, ποὺ φιλοξενεῖ τὸ ἅγιο λείψανό του. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν καὶ μαρτυροῦν τὴν βαθιὰ ἐκτίμηση καὶ εὐλάβεια στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου μας ἀπὸ μέρους τῶν εὐεργετηθέντων. Ὀγδόντα ναοὶ στὴν Ἑλλάδα μᾶς διακηρύττουν τὸν σεβασμὸ τοῦ φιλοθρήσκου Ἑλληνικοῦ λαοῦ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ ὅλα τα μέρη τοῦ κόσμου χιλιάδες πιστοὶ ἀναλαμβάνουν ταξίδια μακρινὰ κάθε χρόνο γιὰ νὰ πᾶνε στὴν χάρη του, νὰ προσκυνήσουν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ νὰ παρακολουθήσουν τὶς συγκινητικὲς καὶ θεαματικὲς λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τὸν χρόνο. Μιὰ κατὰ τὸ Μ. Σάββατο σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴ σιτοδεία. Δεύτερη κατὰ τὴν Κυριακή των Βαΐων σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τρομερὴ ἐπιδημία τῆς πανώλης (πανούκλας). Τρίτη ἡ λιτανεία τῆς 11ης Αὐγούστου γιὰ ἀνάμνηση τῆς σωτηρίας τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐκστρατεία. Καὶ τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου γιὰ νὰ θυμοῦνται τὴν δεύτερη θαυμαστὴ ἀπαλλαγὴ τῆς νήσου ἀπὸ τὴν πανώλη.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος ἅ΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἠμών• διὸ νεκρὰ σὺ ἐν τάφω προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες• καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχᾶς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντας σοὶ Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστὼ• δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι• δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν
Τῷ πόθω Χριστοῦ τρωθεῖς, Ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθεῖς, τὴ αἴγλη τοῦ Πνεύματος, πρακτικὴ θεωρία, τὴν πράξιν εὖρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πάσι θείαν ἔλλαμψιν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Ὡς θησαυρὸν τῆς συμπαθείας ἀδαπάνητον καὶ τῶν θαυμάτων κρήνην ὄντως πολυχεύμονα μακαρίζομεν Σπυρίδων σὲ Ἱεράρχα. Ἀλλ’ ὡς ρύστης τῶν καλούντων σὲ ὀξύτατος ἐκ παντοίων ἀπολύτρωσαι κακώσεων τοὺς βοώντας σοί, χαίροις Πάτερ πανεύφημε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον
Ἐκ ποιμνίων προβάτων τὴν τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθεῖς, ποιμὴν θεοπρόβλητος, σὺ Σπυρίδων ἀνέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ἐλάσας τοῖς λόγοις σου, ἐν εὐσεβείας πόα, αὐτὴν ἐκτρεφόμενος• ὅθεν ἀναμέσον, θεοφόρων Πατέρων, τὴν πίστιν ἐτράνωσας, τὴ σοφία τοῦ Πνεύματος, Ἱεράρχα μακάριε• Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἐορτάζουσι πόθω, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἴκος
Τὸν ἐκ κοιλίας ἠγιασμένον Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν Σπυρίδωνα, τὸν τῆς χάριτος πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πάσι, καὶ ὡς θερμὸν καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων προστάτην, καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν• οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστὸς ἀναδέδεικται, αἰτούμενος πάσι θείαν ἔλλαμψιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθοῦντος ἡ καλλονή, Χαίροις ἀσθενούντων, καὶ πασχόντων ὁ ἰατρός, Χαίροις τῶν Πατέρων, ὠράϊσμα καὶ κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σὲ μεγαλύνομεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν θαυμάτων ὁ ποταμός• Χαίροις ἀσθενούντων, καὶ πασχόντων ὁ ἰατρός• Χαίροις τῶν λογίων του Πνεύματος ὁ σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθοῦντος, ποιμὴν τρισόλβιε.
- Κάποτε ἡ Κύπρος ὑπέφερε ἀπὸ ἀνομβρία. Πείνα μεγάλη κι ἀρρώστιες πολλὲς μάστιζαν κυριολεκτικὰ τὸν δυστυχισμένο τόπο. Πολλοὶ πέθαιναν κάθε μέρα. Ἡ κατάσταση ἦταν τραγική. Ἕνας Ἠλίας ἢ κάποιος ἄλλος ὅμοιός του χρειαζόταν τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες, γιὰ νὰ ἀνοίξει τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ σὰν τέτοιος βρέθηκε ὁ ἅγιος μας. Ὁ πόνος τοῦ λαοῦ τοῦ τὸν ἔσπρωξε σὲ θαθιὰ καὶ κατανυκτικὴ προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξε ἄμεσο. Βροχὲς πολλὲς κι εὐεργετικὲς ἄρχισαν νὰ πέφτουν σ’ ὅλο τὸν τόπο. Κι ὅταν αὐτὲς συνεχιζόντουσαν μὲ κίνδυνο τὸ κακὸ νὰ γίνει μεγαλύτερο παρὰ τὴν ἀνομβρία, τότε καὶ πάλι οἱ προσευχὲς τοῦ ἁγίου τὶς σταμάτησαν. Τὸ πονεμένο νησὶ ἀνέπνευσε. Γεννήματα ὅλων των εἰδῶν πλημμύρισαν τοὺς κάμπους. Κι οἱ ἄνθρωποι δόξασαν τὸν Μεγάλο Πατέρα, ποὺ τόσο γρήγορα καὶ μὲ τόση σπουδὴ τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὰ δεινά.
Ἰδιαίτερα ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου ἐκδηλωνόταν γιὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς δυστυχισμένους. Σ’ αὐτοὺς ἦταν ἀδύνατο ὁ φιλάνθρωπος ἐπίσκοπος νὰ ἀρνηθεῖ τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία του.
- Κάποτε πάλι μεγάλη ἀκαρπία καὶ δυστυχία κτύπησε τὸ πολύπαθο νησί. Οἱ πλούσιοι κι ὅσοι εἶχαν γεννήματα στὶς ἀποθῆκες ἔτριβαν τὰ χέρια ἀπὸ χαρά. Εὐκαιρία ἔλεγαν νὰ αὐξήσουμε τὰ πλούτη μας. Ἕνας φτωχὸς μὲ πολυμελῆ οἰκογένεια κατέφυγε σ’ ἕνα τέτοιο πλούσιο καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ δανείσει ὀλίγο σιτάρι γιὰ νὰ θρέψει τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ τοῦ τὸ ἐπιστρέψει ἢ νὰ τοῦ τὸ πληρώσει μόλις μπορέσει. Ὁ σκληρὸς πλούσιος στὰ δάκρυα καὶ τὶς παρακλήσεις τοῦ πτωχοῦ ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Καμιὰ συμπάθεια, καμιὰ συμπόνια δὲν ἔδειξε ἡ πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ὁ φτωχὸς σηκώθηκε καὶ κατευθύνθηκε στὸ σπίτι τοῦ ἁγίου. Μὲ πόνο ψυχῆς τοῦ ἀνέφερε τὸ πρόβλημά του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὴ στάση τοῦ πλουσίου ἀπέναντί του. Ὁ ἅγιος, ἀφοῦ τὸν ἤκουσε, τὸν ἐνίσχυσε καὶ τοῦ εἶπε νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι τὴν ἑπομένη ἥμερα. «Αὔριο, τοῦ εἶπε προφητικά, αὐτὸς ποὺ ἀρνήθηκε πρὸ ὀλίγου νὰ σὲ βοηθήσει, θὰ σὲ παρακαλεῖ ὁ ἴδιος νὰ σοῦ δώσει ὅσο σιτάρι θέλεις. Καὶ τὸ σπίτι σου θὰ γεμίσει ἀπὸ γεννήματα».
Μὲ τοῦτα τὰ λόγια τοῦ προανήγγελλε ὁ ἅγιος αὐτά, ποὺ θὰ γινόντουσαν τὴ νύκτα. Τὰ μεσάνυκτα βροχὴ καταρρακτώδης ἄρχισε νὰ πέφτει σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Οἱ ἀποθῆκες τοῦ πλουσίου γκρεμίστηκαν καὶ τὰ γεννήματα τοῦ πλημμύρισαν τοὺς δρόμους. Κλαίοντας ὁ πλούσιος ἔτρεχε καὶ παρακαλοῦσε τοὺς πτωχοὺς νὰ πάρουν ὅσα θέλουν.
— «Πάρτε, ἀδελφοί μου, τοὺς ἔλεγε. Πάρτε νὰ περάσετε. Δὲν θέλω χρήματα».
Τὰ λόγια τοῦ ἁγίου ἐπαλήθευσαν. Οἱ πτωχοὶ πῆραν καὶ δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐσπλαγχνία του. Πῆρε κι ὁ πτωχός μας καὶ εὐχαρίστησε κι αὐτὸς τὸν Μεγάλο Πατέρα ποὺ κανένα δὲν ἐγκαταλείπει, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μεριμνᾶ. Ἡ χαρὰ ξαναγύρισε στὶς πονεμένες καρδιές. Οἱ μορφὲς ἄλλαξαν. Μόνον τῶν πλουσίων ἡ καρδιὰ ἔμεινε ἡ ἴδια’ σκληρὴ καὶ ἀνάλγητη. Καὶ νά.
- Μιὰ μέρα, ἕνας ἄλλος πτωχὸς μὲ πολυμελῆ οἰκογένεια κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Πλησίασε τὸν ἅγιο καὶ μὲ δάκρυα τοῦ ζήτησε ἕνα δάνειο. Τὸ ἤθελε γιὰ νὰ πληρώσει κάποιο χρέος τοῦ σ’ ἕνα πλούσιο, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ τοῦ πωλήσει τὸ σπίτι του. Ποῦ νὰ βρεῖ ὅμως ὁ ἅγιος ἕνα τόσο μεγάλο ποσό; Στὸν πόνο ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν τὰ πικρὰ δάκρυα τοῦ πτωχοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴ θλίψη σπάραζε, ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος καταστενοχωρημένος ἄρχισε νὰ βηματίζει. Ξάφνου ἐκεῖ μπροστά του πῆρε τὸ μάτι τοῦ ἕνα φίδι νὰ σέρνεται μέσα στὴν πρασινάδα. Σὰν ἀστραπὴ πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ τοῦ τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρῶν, ποὺ στὸ παλάτι τοῦ Φαραὼ τ’ ἀφῆκε νὰ πέσει στὴ γῆ κι ἔγινε φίδι. «Ἃς ἦταν, Κύριε, τὸ φίδι αὐτὸ νὰ γινόταν χρυσάφι γιὰ τὸν πτωχὸ αὐτὸν οἰκογενειάρχη, εἶπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Ἃς γινόταν χρυσάφι, γιὰ νὰ βοηθηθεῖ τὸ δυστυχισμένο αὐτὸ πλάσμα σου», ξανάπε καὶ σήκωσε τὸ χέρι. Τὸ φίδι σταμάτησε. Κι ὁ ἅγιος ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε. Στὸ χέρι τοῦ τὸ σιχαμερὸ ἑρπετὸ μεταμορφώθηκε κι ἄστραψε τώρα χρυσαφένιο.
– Πάρτο, παιδί μου, εἶπε ὁ ἅγιος μὲ καλωσύνη. Πάρτο νὰ κάμεις τὴ δουλειά σου.
Κι ὁ πτωχὸς γεμάτος χαρὰ πῆρε τὸ χρυσάφι κι ἔτρεξε καὶ τὸ ‘δωκε ἐνέχυρο στὸν πλούσιο δανειστή. Ὅταν ἀργότερα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ πλήρωσε τὸ χρέος του, ὁ δανειστὴς τοῦ ἐπέστρεψε τὸ χρυσαφένιο ἐνέχυρο. Κι ὁ πτωχός το πῆρε καὶ μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης τὸ γύρισε στὸν ἅγιο. Αὐτός, ἀφοῦ τὸ ἔλαβε στὰ χέρια, ἔστρεψε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, δόξασε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία του κι ὕστερά το ἔρριξε στὴ γῆ. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Τὸ χρυσάφι ἔγινε καὶ πάλι φίδι κι ἔφυγε ἀπὸ μπροστά τους.
- Τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ ἁγίου γιὰ τὰ λογικά του πρόβατα καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ γι’ αὐτά, μᾶς τὴν δείχνει καὶ τοῦτο τὸ γεγονός.
Κάποτε ἕνας καλὸς κι ἐνάρετος χριστιανός, ποὺ ἦταν καὶ στενὸς φίλος του ἁγίου, συκοφαντήθηκε ἀπὸ μερικοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὸν φθονοῦσαν, στὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως. Ἡ συκοφαντία ἦταν βαριά. Κι ὁ ἄρχοντας, μόλις τὴν ἄκουσε ἔσπευσε νὰ ἐπιβάλει στὸν ἄνθρωπο σὰν τιμωρία τὸν θάνατο. Ἡ εἴδηση ἔφτασε καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ ἁγίου, ποὺ ἤξερε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀθῶος. Τί κάμνει; Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, ξεκινᾶ νὰ πάει νὰ βρεῖ τὸν φίλο του καὶ νὰ δεῖ, ἂν μπορεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ἦταν, ὅμως, χειμώνας. Μιὰ δυνατὴ βροχή, ποὺ εἶχε πέσει πρὶν λίγη ὥρα ἔκαμε νὰ ξεχειλίσει ἕνας χείμαρρος, ποὺ βρισκόταν στὴ μέση του δρόμου. Ἀπὸ κανένα μέρος δὲν ὑπῆρχε πέρασμα. Τὰ θολὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ κυλιόνταν μὲ πολλὴ ὁρμή. Ὁ ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ τὰ ἀναθέτει ὅλα στὸν Θεό, δὲν τὰ ‘χασέ. Ἐκεῖ ποὺ στεκόταν καὶ συλλογιζόταν τί νὰ κάμει, ἦρθε στὸν νοῦ του ἡ περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὅταν πέρασε κι αὐτὸς τὸν Ἰορδάνη μὲ τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης καὶ τὸν λαό. Σήκωσε στὴ στιγμὴ τὰ χέρια, ψιθύρισε μιὰ θερμὴ προσευχὴ κι ὕστερα μὲ φωνὴ δυνατὴ φώναξε κι εἶπε:
— Ποτάμι στάσου. Ὁ Δεσπότης Χριστὸς μὲ καλεῖ νὰ πάω νὰ γλυτώσω τὸν φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, νὰ περάσω.
Τὴν ἴδια ὥρα τὰ ὁρμητικὰ νερὰ τοῦ χείμαρρου, ποὺ λὲς καὶ κτυποῦσαν σ’ ἕνα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Ἔπαψαν νὰ κυλοῦνε. Οἱ φυσικοὶ νόμοι παραμέρισαν, Κι ἕνας δρόμος ἄνοιξε μπροστά τους. Τὰ πλήθη, ποὺ στεκόντουσαν ἐκεῖ καὶ μὲ ἀγωνία περίμεναν πότε νὰ καλμάρουν τὰ νερά, γιὰ νὰ περάσουν κι αὐτοὶ στὴν ἄλλη μεριά, μπροστὰ στὰ ὅσα ἔβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Ἔκαμαν τὸν σταυρό τους κι ἀκολούθησαν τὸν ἅγιο, ποὺ προχώρησε καὶ πέρασε πρῶτος. Ὅταν ἔφθασαν στὴν πόλη, διηγήθηκαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὰ ὅσα εἶδαν. Ὅσοι τ’ ἄκουσαν ἔμειναν κατάπληκτοι καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό, ποὺ χαρίτωσε τόσο πλούσια τὸν ἅγιό τους. Τὴν εἴδηση ἔμαθε κι ὁ ἄρχοντας. Μεγάλη ἔκπληξη δοκίμασε κι αὐτός. Κι ὅταν ὁ ἅγιος τὸν πλησίασε, ἔσπευσε μὲ συγκίνηση καὶ χαρὰ ν’ ἀφήσει ἐλεύθερο τὸν θανατοποινίτη φίλο του καὶ μαζὶ γύρισαν στὴν πόλη. Τί ὡραία ἀλήθεια, ἂν ὅλοι οἱ πνευματικοὶ ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατά τους! Πόσο διαφορετικός, ὁπωσδήποτε θὰ ‘ταν ὁ κόσμος!
Ὁ ἅγιος πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισμα νὰ διαβάζει τὶς μυστικὲς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων. Τὰ ἀκόλουθα δύο περιστατικὰ εἶναι ἀρκετὰ νὰ βεβαιώσουν καὶ τούτη τὴν ἀλήθεια.
Κάποτε ὁ ἅγιος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν φίλο καὶ μαθητὴ τοῦ Τριφύλλιο, τὸν πρῶτο ἐπίσκοπό της Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κερύνεια. Πήγαιναν ἐκεῖ γιὰ κάποια ἐργασία. Ὁ δρόμος περνοῦσε ἀπὸ τὴν Κυθρέα. Ἦταν ἄνοιξη κι ἡ φύση γύρω μιὰ ἀληθινὴ ζωγραφιά. Τὰ δένδρα ἀνθισμένα. Τὰ πουλιὰ χαρούμενα κελαηδοῦσαν γλυκὰ καὶ πετοῦσαν ἀπὸ κλαδὶ σὲ κλαδί. Στὸ βουνὸ τὰ κοπάδια βοσκοῦσαν λαίμαργά το πλούσιο χορτάρι μὲ τὰ μύρια λουλουδάκια, ποὺ μὲ τὴν εὐωδιὰ ποὺ σκορποῦσαν λὲς καὶ δοξολογοῦσαν κι αὐτὸ τὸν Δημιουργό. Ἐκεῖ ποὺ βάδιζαν ἀργὰ-ἄργα, γιατί ἦταν ἀνηφορικό το μονοπάτι, σὲ κάποια καμπὴ ὁ Τριφύλλιος στάθηκε καὶ θαυμάζοντας τὸν πανοραμικὸ κάμπο, ποὺ ἁπλωνόταν καταπράσινος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους, ἄρχισε νὰ κάμνει κάποιες σκέψεις:
Τί ὡραία, σκεφτόταν νοερά, νὰ εἶχα γιὰ τὴν ἐπισκοπή μου μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ κτήματα, ποὺ βρίσκονται σ’ αὐτὸν τὸν τόπο. Θὰ μοῦ ‘διναν ἕνα καλὸ εἰσόδημα γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζω τόσες ἀνάγκες.
-Τί σκέπτεσαι, ἀδελφέ μου; τοῦ εἶπε ὁ Σπυρίδων. Γιατί ἀφήνεις τὸ μυαλό σου τούτη τὴν ὥρα νὰ ἀσχολεῖται μὲ τόσο μάταια πράγματα;
– Γέροντά μου, μὰ διάβασες τὶς σκέψεις μου;
– Ἀδελφέ μου, «οὐ γὰρ ἐχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλου σὰν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ἰγ’, 14). Δὲν ἔχουμε ἐδῶ στὴ γῆ μόνιμη καὶ διαρκῆ πατρίδα καὶ πόλη• μὲ πόθο βαθὺ ποθοῦμε καὶ ζητοῦμε τὴ μέλλουσα, τὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Μάταια εἶναι ὅλα τα γήινα ἀγαθά. Στὴν καρδιά σου φρόντισε νὰ ἔχεις πάντα ἕνα πόθο. Τὴν ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Τὰ γήινα ἀγαθὰ εἶναι ὅλα προσωρινὰ καὶ ἀπατηλά. Σήμερα εἶναι δικά μας. Αὔριο θὰ γίνουν κτῆμα κάποιου ἄλλου. Καὶ οὐδέποτε τίνος.
— Πατέρα μου, συγχώρησε μέ. Νικήθηκα ἀπὸ τὴ θεωρία. Δεήσου κι ἐσὺ τοῦ Κυρίου μας νὰ μὲ συγχωρήσει.
– Ναί, τέκνον μου, πρόσεχε. Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ καὶ τὰ πιὸ ἀθῶα πράγματα, γιὰ νὰ μᾶς παρασύρει καὶ νὰ μᾶς σκανδαλίζει. Ἀντὶ μὲ τὴ θεωρία νὰ ἀφήνει τὸ μυαλό μας νὰ στρέφεται καὶ νὰ δοξάζει τὸν Δημιουργό, ποὺ ὅλα τα ἔκαμε γιὰ τὴ δική μας ἀγάπη καὶ εὐτυχία, ἀντίθετά το σπρώχνει νὰ ποθεῖ τὰ μάταια καὶ νὰ ζητᾶ τρόπους, γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσει, νὰ τὰ κάμει κτῆμα του.
Πόση σοφία στὰ λόγια τοῦ θεοφώτιστου ἐπισκόπου. Ἀντὶ ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὰ τόσα μεγαλεῖα του Παντοδύναμου Δημιουργοῦ νὰ ἀφήνει τὴ σκέψη του μὲ εὐγνώμονα διάθεση νὰ ὑμνεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Ποιητὴ καὶ Πλάστη Του, αὐτὸς ἕνα μόνο κατὰ κανόνα σκέπτεται καὶ ποθεῖ, τὴν ἀπόκτηση κι ἀπόλαυση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν.
- Κάποια ἄλλη φορᾶ ὁ ἐπίσκοπος, ὕστερα ἀπὸ μακρινὴ ὁδοιπορία γιὰ διδαχὴ τοῦ λαοῦ τοῦ μπῆκε κουρασμένος στὸ σπίτι ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς του, γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Στὸ ἄκουσμα τῆς εἴδησης κόσμος πολὺς ἀπὸ τὰ γειτονικὰ σπίτια στὴν ἀρχὴ κι ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴν κοινότητα ἔτρεξαν νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Ἀνάμεσα στὰ πλήθη ἦταν καὶ μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ποὺ ἦρθε κι αὐτὴ νὰ δεῖ τὸν ἅγιο. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἔπεσε καὶ κάτω, γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὰ πόδια του. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος ὁ ἅγιος, σὰν τὴν κοίταξε, γνώρισε ἀμέσως τὴν ἁμαρτία της. Χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσει κανένας, μὲ τρόπο γλυκὺ καὶ ταπεινό, ψιθύρισε στὴ γυναίκα:
-«Κυρά μου, μὴ μὲ ἐγγίσεις». Ἐκείνη ὅμως ἐπέμενε. Καὶ τότε ὁ ἅγιος μὲ αὐστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε ὅλους τὴν ἁμαρτία της. Ἡ γυναίκα θαύμασε καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς ἔσκυψε κι ἄρχισε μὲ δάκρυα νὰ ζητᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μπροστὰ στὴ μετάνοια τῆς ὁ στοργικὸς πατέρας τῆς εἶπε μὲ συγκίνηση τὰ λόγια ἐκεῖνα, ποὺ κάποτε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπηύθυνε σὲ μιὰ τέτοια ἁμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. ἀφέωνται σοὶ αἳ ἁμαρτίαι». Πήγαινε στὸ καλὸ καὶ πρόσεχε μελλοντικά. Μὲ τὸν τρόπο τοῦ ὁ ἅγιος βοήθησε τὴν ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα νὰ μετανοήσει. Ἀλλὰ κι ἔδωκε ἕνα μάθημα σὲ ὅλους. Μόνο ἡ μετάνοια ἡ εἰλικρινὴς ξεπλένει τὴν ψυχὴ καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴ θέση τὴν τιμητική, νὰ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ.
- Ὁ ἅγιος κατὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ συνήθιζε νὰ νηστεύει ἀπόλυτα. Δὲν ἔτρωγε τίποτα, οὔτε αὐτὸς οὔτε κι ἡ κόρη του. Κάποια βραδυά, σὲ περίοδο νηστείας, ἕνας ἄγνωστος ὁδοιπόρος κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐπισκοπῆς του. Ὁ ἅγιος ἔσπευσε μὲ προθυμία νὰ τοῦ ἀνοίξει καὶ νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Τοῦ πρόσφερε νερὸ νὰ ξεπλυθεῖ καὶ πῆγε νὰ βρεῖ κάτι, γιὰ νὰ τοῦ δώσει νὰ δειπνήσει. Κοίταξε παντοῦ, μὰ τίποτα δὲν βρῆκε. Οὔτε ψωμὶ δὲν εἶχε. Στὴν ἀμηχανία τοῦ ὁ ἅγιος θυμήθηκε πῶς σὲ κάποια γωνιὰ βρισκόταν κρεμάμενο ἕνα κομμάτι διατηρημένο χοιρινὸ κρέας ἀπὸ τὶς ἡμέρες τῆς κρεοφαγίας. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, φώναξε τὴν κόρη του νὰ ψήσει λίγο γιὰ τὸν φιλοξενούμενό τους. Ἡ κόρη ἑτοίμασε τὸ τραπέζι.
Ἔβαλε πάνω το ψητὸ κρέας καὶ κάλεσαν τὸν ξένο νὰ φάγει. Ὁ ξένος, σὰν εἶδε τὸ προσφερόμενο, ἀρνήθηκε νὰ τὸ δοκιμάσει λέγοντας:
— Δέσποτά μου, συγχώρεσε μέ. Νηστεύω. Εἶμαι χριστιανός.
– Ναί! παιδί μου, εἶπε ὁ ἅγιος. Κι ἐγὼ νηστεύω. Εἶμαι κι ἐγὼ χριστιανός. Μὰ μιὰ καὶ δὲν ἔχουμε τίποτε ἄλλο στὸ σπίτι κι ἐσὺ πρέπει νὰ τονωθεῖς ὕστερα ἀπὸ τὴν τόση ὁδοιπορία, θὰ φᾶς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται. Νά! ἐγὼ καταλύω πρῶτος τὴ νηστεία. Φάγε, παιδί μου, νὰ τονωθεῖς.
Κι ὁ ἅγιος, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸν ξένο, ἔφαγε κι ἔδωσε καὶ σ’ ἐκεῖνο λέγοντάς του. «Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος». Τὴν ἄλλη μέρα φυσικὰ συνέχισε καὶ πάλι τὴ νηστεία του. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δείχνει τὴν πλατιὰ ἀντίληψη τοῦ ἁγίου γιὰ τὴ νηστεία, ποὺ εἶναι κι ἡ μόνη ὀρθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β’, 27).
- Λίγα γράμματα ἔμαθε ὁ ἅγιος, ὅπως εἴδαμε. Τοῦτο, ὅμως, δὲν τὸν ἐμπόδισε ἀπὸ τοῦ νὰ προσέλθει καὶ νὰ λάβει μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνεκάλεσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὰ 325 μ.Χ., γιὰ νὰ ἀποστομώσει καὶ καθαιρέσει τὸν Ἄρειο. Ὁ τρομερὸς αὐτὸς αἱρετικός, ὅπως ξέρουμε, δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ δημιούργημα καὶ πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Κι ἡ αἱρετική του αὐτὴ διδασκαλία εἶχε προκαλέσει ἀληθινὸ σάλο κι εἶχε συνταράξει ὁλόκληρη τὴ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία.
Στὴ σύνοδο αὐτὴ ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ εἶχε παραταχθεῖ ὁ Ἄρειος μὲ τοὺς ἱκανοὺς ρήτορες καὶ ὀπαδοὺς τοῦ ἐπισκόπους. Κι ἦταν αὐτοὶ ὁ Νικομήδειας Εὐσέβιος, ὁ Νικαιας Θεαγένης καὶ ὁ Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζὶ μ’ αὐτούς, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Βασιλιά, προσῆλθαν καὶ παρεκάθησαν στὴ σύνοδο καὶ ἀρκετοὶ φιλόσοφοι ὁμοϊδεάτες τοῦ Ἀρείου καὶ ὑπερασπιστές του. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ξεχώριζε κι ἕνας Ἕλληνας φιλόσοφος, ὁ Εὐλόγιος, ποὺ στὴ διαλεκτικὴ τέχνη, τὴν εὐστροφία τοῦ λόγου καὶ τὰ σοφίσματα ἐθεωρεῖτο ἀνίκητος.
Στὴν παράταξη τῶν ὀρθοδόξων εἶχαν συγκεντρωθεῖ 314 σεβάσμιοι ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοί. Μεταξὺ αὐτῶν διακρίνονταν, οἱ ἅγιοι Νικόλαος καὶ Ἀλέξανδρος, ἱερέας ἀκόμη, ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Εὐστάθιος, ὁ Παφνούτιος ἀπὸ τὴ Θηβαΐδα, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, διάκονος τότε τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος Σπυρίδων καὶ ἄλλοι πολλοί. Ὁ τελευταῖος φυσικὰ δὲν διακρινόταν γιὰ τὴ μόρφωσή του. Διακρινόταν, ὅμως, γιὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπείνωσή του. Ἦταν ἕνα δοχεῖο ἀκένωτο ἀπὸ οὐράνιους θησαυρούς. Ἦταν ἕνα κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν αἴθουσα τῆς συνόδου ἡ καρδιὰ τοῦ κτυποῦσε δυνατὰ καὶ μὲ βαθιὰ πίστη προσευχόταν νοερὰ νὰ φωτίσει, ὁ Θεός, ὥστε στὸ τέλος νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια.
«Πάτερ, δόξασόν σου τὸν Υἱόν», ἔλεγε κι ἐπαναλάμβανε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἡ ἀγάπη του στὸν λατρευτό μας Σωτήρα Χριστὸ τοῦ φλόγιζε ὅλο το κορμὶ καὶ τὸν γέμιζε μὲ ἀκαταμάχητη δύναμη.
Στὴ συζήτηση, ποὺ εἶχε ἀνάψει ὁ τρομερὸς Ἄρειος μὲ τὴ φιλοσοφική του μόρφωση, τὴν πανουργία καὶ τὴν εὐγλωττία του, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ ρήτορες, ποὺ τὸν ἐνίσχυαν ἀφάνταστα, πετοῦσε κυριολεκτικὰ κεραυνοὺς ἐνάντια στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὧρες περνοῦσαν, χωρὶς ἕνα θετικὸ ἀποτέλεσμα. Κάποια στιγμὴ μάλιστα ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δεινοὺς ρήτορες τοῦ Ἀρείου, ὁ Ἕλληνας σοφὸς Εὐλόγιος εἶχε προβάλει τέτοια ἐπιχειρήματα καὶ μὲ τόση μαεστρία ποὺ εἶχε νομισθεῖ ὅτι τὸ δίκαιο βρισκόταν μὲ τὸ μέρος τους. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, κι αὐτὸς ὁ Μ. Ἀθανάσιος, σώπασαν. Νεκρικὴ σιγὴ εἶχε ἁπλωθεῖ γιὰ μερικὰ δευτερόλεπτα στὴ μεγάλη αἴθουσα τῆς συνόδου. Ἐκείνη τὴν ὥρα σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ὁ ἅγιος μας καὶ ζήτησε νὰ μιλήσει. Ἀργὰ προχωρεῖ πρὸς τὸ βῆμα. Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ αἱρεσιάρχη χαμογέλασαν, σὰν τὸν εἶδαν. Οἱ ἄλλοι πατέρες στενοχωρέθηκαν. Γνώριζαν πῶς ὁ ἅγιος ἦταν ἁγνὸς κι ἐνάρετος. Ἦταν ὅμως, κι ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁπλοϊκός, μὲ τὰ λίγα γράμματα καὶ χωρὶς αὐτὸ ποὺ λέμε κατὰ κόσμο σοφία καὶ γνώση. Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν ὁ ταπεινὸς βοσκὸς νὰ τὰ βγάλει πέρα μ’ ἕνα ρήτορα σοφὸ καὶ διεστραμμένο; Γι’ αὐτὸ στενοχωρέθηκαν καὶ μερικοὶ ἀγωνιζόντουσαν νὰ τὸν ἐμποδίσουν νὰ ὁμιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ὁ τραχὺς κι ἀδιάντροπος ρήτορας ζητήσει νὰ τὸν ἐκθέσει καὶ νὰ τὸν γελοιοποιήσει. Ὁ Σπυρίδωνας, ὅμως, ἐπέμενε. Κι ὁ Βασιλιὰς ἔδωκε τὸν λόγο.
Σιγῆ καὶ πάλι νεκρικὴ ἁπλώθηκε στὴν αἴθουσα. Οἱ φίλοι του Ἀρείου μὲ δυσκολία συγκρατοῦν τὴν περιφρόνησή τους, ἐνῶ οἱ πατέρες μὲ αἰσθήματα σεβασμοῦ μὰ καὶ ἀπορίας κοιτοῦνε τὸν γέροντα. Κάποια στιγμὴ ὁ μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τὴ σιωπὴ στρέφεται πρὸς τὸν φιλόσοφο καὶ μὲ φωνὴ σταθερὴ ἀρχίζει νὰ τοῦ λέγει τοῦτα τὰ λόγια:
-Ἄκουε, σοφέ. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς μὲ τὸν Λόγο Του καὶ τὸ Πνεῦμα Τοῦ δημιούργησε ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, μὰ κι ἐκεῖνα ποὺ δὲν βλέπουμε. Αὐτὸς ἔπλασε καὶ τὸ θαυμαστὸ κι ὑπέροχο δημιούργημα, τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Γιὰ τὴν ἰδικὴ μᾶς σωτηρία, πιστεύουμε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος καὶ γεννήθηκε ἀπὸ μία κόρη, τὴν Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σὰν ἄνθρωπος ἐκεῖ στὴ Ναζαρέτ, δίδαξε ἐπὶ τρία χρόνια κι ὕστερα σταυρώθηκε καὶ τάφηκε σὰν ἄνθρωπος. Ἔπειτα ἀναστήθηκε σὰν Θεὸς μετὰ τρεῖς μέρες καὶ συνανέστησε κι ἐμᾶς καὶ μᾶς χαρίζει ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ παρέμεινε στὴ γῆ μετὰ τὴν Ἀνάσταση Τοῦ ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ἀναλήφθηκε ὕστερα στὸν Οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου κι ἔστειλε στὴ γῆ μετὰ δέκα μέρες τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὸ ὁποῖο ἀπὸ τότε παραμένει στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πιστεύουμε ἀκόμη, πῶς θὰ ξανάρθει κάποια μέρα γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο ὅλο. Ἠμεῖς δέ, θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστά Του, γιὰ νὰ ἀπολογηθοῦμε σ’ Αὐτὸν γιὰ ὅλα τα ἔργα, τὰ λόγια καὶ τὰ ἐνθυμήματά μας.
-Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, Συνθρόνος, Ὁμότιμος καὶ Ὁμόδοξος. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός• Τρία Πρόσωπα ὅμως, τρεῖς Ὑποστάσεις, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὰ τρία αὐτὰ Πρόσωπα, ὁ ἕνας Θεός, ἡ μία Οὐσία εἶναι γιὰ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου κάτι τὸ ἄρρητο καὶ ἀκατάληπτο. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ βάλει κανεὶς ὅλα τα νερὰ τῆς θάλασσας σ’ ἕνα ποτήρι, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο καὶ τὸ πεπερασμένο μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ χωρέσει καὶ νὰ κατανοήσει τὸ ἄπειρό της Θεότητος. Γιὰ νὰ δώσω ὅμως μιὰ ἐξήγηση τῶν λόγων μου, ἃς μὲ συγχωρήσει ὁ Πανάγαθος ποὺ θὰ χρησιμοποιήσω αὐτὸ τὸ χειροπιαστὸ παράδειγμα.
Τότε ὁ ἅγιος ἔβαλε τὸ ἀριστερὸ χέρι στὴν τσέπη του κι ἔβγαλε ἕνα κεραμίδι καὶ δείχνοντάς το, ἔκαμε μὲ τὸ δεξί του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κι εἶπε:
— «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός».
Κι ἕσφιξε τὸ κεραμίδι. Οἱ πατέρες ποὺ παρακολουθοῦν τὴ σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί μὲ τὶς λέξεις τοῦ ἁγίου, ἡ φωτιὰ μὲ τὴν ὁποία ψήθηκε τὸ κεραμίδι ἀνέβηκε πάνω.
– «Καὶ τοῦ Υἱοῦ»,
Πρόσθεσε. Τότε τὸ νερὸ μὲ τὸ ὁποῖο ζυμώθηκε τὸ ξερὸ κεραμίδι, ἔτρεξε κάτω.
— «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Συμπλήρωσε ὁ πρακτικὸς καὶ θεοφώτιστος διδάσκαλος. Τὸ χῶμα ἔμεινε στὸ χέρι του.
– Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες μου, συνέχισε ὁ θαυματουργός• ὅπως τὸ κεραμίδι ἀποτελεῖ ἕνα πράγμα μιᾶς οὐσίας καὶ μιᾶς φύσεως, ἀλλὰ εἶναι τρισύνθετο – φωτιά, νερό, χῶμα — ἔτσι κι ὁ Ἅγιος Θεός. Ἂν καὶ δὲν πρέπει νὰ παρομοιάσουμε τὴν Ἄκτιστο καὶ Ὑπερούσια αὐτὴ Φύση μὲ κτιστὸ καὶ φθαρτὸ δημιούργημα, ἐν τούτοις γιὰ νὰ κάνουμε τὰ ἀκατάληπτα καταληπτά, – ἃς μᾶς συγχωρήσει τὸ ἄπειρο ἔλεος Τοῦ – λέμε καὶ τονίζουμε:
– Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας κατὰ τὴν οὐσία καὶ τὴ φύση. Ἀλλὰ κατὰ τὰ πρόσωπα ἢ τὶς ὑποστάσεις εἶναι Τριαδικός: Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὰ λόγια τοῦ ἁγίου κατέπληξαν τοὺς παριστάμενους. Ἡ αἴθουσα ἀντήχησε ἀπὸ τὶς δοξολογίες πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς ἐπευφημίες τῶν Πατέρων. «Τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἠμῶν. Σὺ εἰ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος». (Ψάλμ. ὅς’, 14-15). Ψάλλουν καὶ δοξολογοῦν τὸν Κύριο. Ὁ Ἄρειος κι οἱ ὀπαδοὶ τοῦ καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ὁ φιλόσοφος ταπεινωμένος ἀναγνωρίζει κι ὁμολογεῖ φανερὰ τὴν ἥττα του:
-Τὰ λόγια σου μὲ ἔπεισαν, ἅγιε γέροντα, καὶ τὸ θαῦμα μὲ ἐβεβαίωσε, ὅτι ἔχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς ἀληθινὸς κι Αὐτός, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα.
Δάκρυα χαρᾶς ἔτρεξαν ἀπὸ τὰ μάτια ὅλων καὶ πρῶτα-πρῶτα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ φιλοσόφου, ποὺ ἔσπευσε νὰ δεχθεῖ τὸ βάπτισμα καὶ νὰ γίνει χριστιανός.
Ἡ ἀλήθεια γιὰ μιὰ ἀκόμη φορᾶ θριάμβευσε. Καὶ ἐπεβλήθη «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως» (Ἃ’ Κορ. 6′, 4). Δηλαδὴ ὄχι μὲ συναρπαστικὰ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλὰ μὲ ἀπόδειξη θείας δυνάμεως, ποὺ μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε ἐπιβεβαίωσε τὴ διδασκαλία. Νὰ ποιὸς ἦταν ὁ ἅγιος μας. Φλογερός, ζηλωτὴς στὴν πίστη, θεοφώτιστος.
- Ὅταν ὁ ἅγιος ἐπέστρεψε στὴν Κύπρο, μὲ πολλὴ θλίψη ἔμαθε, πῶς ἡ κόρη τοῦ Εἰρήνη εἶχε πρὸ πολλοῦ ἀποθάνει. Ὁ πιστὸς ἐπίσκοπος δέχτηκε καὶ τούτη τὴ δοκιμασία μὲ παραδειγματικὴ καρτερία καὶ ὑπομονή. Μερικὲς μέρες ὑστερώτερα μία γυναίκα ἦρθε σ’ αὐτὸν καὶ μὲ κλάματα τοῦ ζήτησε ἕνα πολύτιμο πράγμα, ἕνα κόσμημα. Τὰ εἶχε δώσει στὴν κόρη του νὰ τὸ φυλάξει, λίγο πρὶν πεθάνει. Ὁ ἅγιος σηκώθηκε καὶ μὲ προσοχὴ ἐρεύνησε ὅλο το σπίτι, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ ξένο πράγμα. Δυστυχῶς, ὅμως, πουθενὰ δὲν τὸ βρῆκε. Τότε χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τράβηξε γιὰ τὸν τάφο τῆς κόρης του. Σὰν ἔφτασε, στάθηκε, ἀνέπεμψε μιὰ θερμὴ προσευχή, κι ὕστερα, ἀφοῦ ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸν τάφο, κάλεσε τὴ νεκρὴ κόρη του νὰ τοῦ πεῖ, ὡς νὰ ἦταν ζωντανή, ποὺ εἶχε βάλει τὸ πράγμα ποὺ τῆς ἔδωκαν. Τὴν ἴδια στιγμὴ μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ τάφου ἀκούστηκε νὰ τοῦ λέει:
– Πατέρα μου, στὸν τάδε τόπο τὸ ἔχω φυλαγμένο. Τότε κι ὁ ἅγιος της εἶπε:
– Κοιμήσου, κόρη μου, ἥσυχα. Κοιμήσου μέχρι τὴν ἥμερα ἐκείνη, ποὺ ὁ Κύριος μας θὰ σὲ ἀναστήσει στὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων μας.
Ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τρόμαξαν κι ἔμειναν σκεφτικοί. Συλλογιζόντουσαν τὴ δύναμη, μὲ τὴν ὁποία ὁ Πανάγαθος Θεὸς χαρίτωσε τὸν ἁπλοϊκὸ μὰ ἅγιο ἐπίσκοπό τους. Τὸν ποιμένα τὸν καλό, ποὺ ἔσπευδε νὰ κάμει τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν χριστιανῶν του.
- Στὰ 337 μ.Χ. πέθανε ὁ δημιουργός της Βυζαντινῆς μας αὐτοκρα τορίας Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας. Στὸν δοξασμένο θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε τώρα ὁ γιὸς τοῦ Κωνστάντιος. Αὐτὸς ξανάκτισε καὶ τὴ Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ποὺ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ σεισμὸ τὸ 343. Ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ὅμως ἡ νέα πόλη ὀνομάστηκε Κωνστάντια.
Ὁ Κωνστάντιος κυβέρνησε τὸ κράτος τοῦ Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337-360 μ.Χ.). Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ – δὲν ξέρουμε πότε ἀκριβῶς – ὁ αὐτοκράτορας ἐπισκέφθηκε τὴν πρωτεύουσα τῆς Συρίας τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀναγκάστηκε νὰ παραμείνει ἐκεῖ γιὰ καιρό, γιατί ἀρρώστησε βαριά. Οἱ καλύτεροι γιατροὶ μπαινόβγαιναν στὸ παλάτι, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ προσφέρουν τίποτα.
Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες τόσο ὁ Κωνστάντιος, ὅσο κι οἱ δικοί του κατέφυγαν ἰδιαίτερα στὴν προσευχή. Μιὰ βραδυά, ἐκεῖ ποὺ ὁ βασιλιὰς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ἕνα ἄγγελο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε μιὰ χορεία ἁγίων ἐπισκόπων ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ξεχώριζαν δύο, τοῦ εἶπε, πῶς τὴν ἀρρώστια τοῦ μόνο αὐτοὶ θὰ ἠμποροῦσαν νὰ τοῦ τὴν θεραπεύσουν. Ὁ βασιλιάς, χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε στὸ παλάτι ὅλους τους ἐπισκόπους. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς, ὅμως, ποὺ ἦλθαν δὲν εἶχε ἀναγνωρίσει τὰ δύο πρόσωπα ποὺ τοῦ εἶχε δείξει ὁ ἄγγελος. Οἱ ἐπίσκοποι προσευχήθηκαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Μέγα Ἰατρὸ τὴ θεραπεία τοῦ ἄρχοντα, ἄλλα τίποτα δὲν κατώρθωσαν. Στὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὧρες κάποιοι ὑπέδειξαν ὅτι ἀπὸ τὴν ἐκεῖ χορεία ἔλειπε ὁ Σπυρίδων τῆς Κύπρου. Χωρὶς καθυστέρηση ὁ βασιλιὰς ἔστειλε στὴ νῆσο ἄνθρωπο δικό του καὶ τὸν κάλεσε. Ὁ ταπεινὸς ἱεράρχης, ποὺ κατὰ παρὰ χώρηση Θεοῦ γνώριζε τὰ τῆς ἀρρώστιας τοῦ Βασιλιά, πῆρε μαζί του τὸν μαθητὴ τοῦ Τριφύλλιο, ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ προώριζε γιὰ μελλοντικὸ ἀρχιερέα, καὶ τὸν διάκονο τοῦ Ἀρτεμίδωρο καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη αὐτή, ὕστερα ἀπὸ ἕνα πολὺ κουραστικὸ ταξίδι, ὁ Σπυρίδων κατευθύνθηκε μὲ τὴ συνοδεία του στὸ παλάτι. Στὴν εἴσοδο τοῦ παλατιοῦ ὁ φρουρὸς ποὺ τοὺς εἶδε ἔτσι φτωχικὰ ντυμένους ζήτησε νὰ τοὺς ἐμποδίσει νὰ εἰσέλθουν. Τὸν Σπυρίδωνα μάλιστα, ποὺ εἶχε ἤδη προχωρήσει μπροστά, ὁ φρουρός, νομίζοντας τὸν γιὰ κανένα ζητιάνο, τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ ἔδωσε κι ἕνα χαστούκι στὸ πρόσωπο. Ὁ πράος ἱεράρχης, χωρὶς καθόλου νὰ θυμώσει ἔστρεψε καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ προσώπου τοῦ λέγοντας ὅτι ὁ βασιλιὰς τὸν κάλεσε. Ὅταν ὁ φρουρὸς ἀντιλήφθηκε, ὅτι μπροστά του δὲν εἶχε ζητιάνο, ἀλλὰ ἕνα ἀρχιερέα καὶ μάλιστα τὸν ὀνομαστό της Κύπρου ἀρχιερέα Σπυρίδωνα, ἔπεσε μπροστά του καὶ μὲ δάκρυα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν συγχωρήσει. Ὁ ἅγιος, ποὺ ἤξερε νὰ σκορπᾶ τριγύρω του μονὸ τὴν καλωσύνη, τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι κι ἀφοῦ τὸν ἐνουθέτησε, τοῦ ἔδωκε τὶς πατρικὲς εὐλογίες του.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλιὰ παρέλαβαν τὸν ἅγιο καὶ τὸν ὁδήγησαν μὲ τὴ συνοδεία τοῦ μπροστὰ στὸν ἄρχοντα. Στὸ ἀντικρυσμα τοὺς ὁ βασιλιὰς ἀναγνώρισε ἀμέσως τὰ δύο πρόσωπα, ποὺ τοῦ εἶχε δείξει τὴν πρώτη φορὰ ὁ ἄγγελος, καὶ μὲ τὸν πόνο τῆς ἀρρώστιας ζωγραφισμένο στὸ πρόσωπο σηκώθηκε ἀπὸ τὸν βασιλικὸ θρόνο καὶ προχώρησε πρὸς τὸν ἅγιο. Συγκινητικὴ ἡ σκηνή! Ὁ ἐπίγειος ἄρχοντας μὲ ταπείνωση σκύβει μπροστὰ στὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως, γιὰ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος καὶ τὴ χάρη Του. Ὁ ταπεινὸς ἀρχιερέας, πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπόνια στὸν ἀνθρώπινο πόνο σηκώνει τὸ σεπτὸ καὶ ἅγιο χέρι του καὶ τὸ ἀποθέτει στὸ κεφάλι τοῦ ἄρχοντα προφέροντας τὴν ἴδια ὥρα θερμὴ καὶ ἅγια προσευχή. Τὸ ἀποτέλεσμα; Θαυμαστό!
Σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ ἀρρώστια ὑποχωρεῖ καὶ χάνεται καὶ ἡ ὑγεία ὁλοκληρωτικὰ ἀποκαθίσταται καὶ παίρνει τὴ θέση της στὸ βασιλικὸ κορμί.
Οἱ καρδιὲς κτυποῦν δυνατὰ ἀπὸ συγκίνηση κι εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ γιὰ τὴ δωρεά του. Ὁ ἅγιος μετὰ τὴ θεραπεία εἶπε καὶ μερικὰ πνευματικὰ λόγια, ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ψυχικὴ σωτηρία τοῦ ἐπίγειου ἄρχοντα:
— Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε, βασιλιά, ὅτι κάθε ἐξουσία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ κι ὁ κάθε ἄρχοντας ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ του. Ὁδηγὸς στὴ ζωὴ τοῦ καθενὸς μᾶς ἃς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ καλοσύνη, ἡ φιλανθρωπία. Ὅποιος ἔχει ἀγάπη μέσα του δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κάμνει τὸ καλὸ στὸν συνάνθρωπό του. Μὲ τὴν ἀγάπη τηρεῖ καὶ ξεπληρώνει ἕνας ὅλο τὸν νόμο. Φύλαττε ἀκόμη, βασιλιά μου, τὴν εὐσέβεια καὶ μὴ δεχθεῖς στὴν Ἐκκλησία καμιὰ διδασκαλία ἀντίθετη μὲ τὰ ὅσα διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ κι ἡ ἱερὰ Παράδοση.
Αὐτὰ εἶπε ὁ ἅγιος καὶ ξεκίνησε νὰ φύγει. Κι ὅταν ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ ἐκδηλώσει σ’ αὐτὸν τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη του, τοῦ πρόσφερε χρήματα, πολλὰ χρήματα, ὁ ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ τὰ δεχθεῖ, λέγοντας πῶς πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ χρήματα εἶναι ἡ ἀγάπη. Κι ὅταν ὁ βασιλιὰς ἐπέμενε, ὁ ἅγιος, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὑπερήφανος καὶ ἀκατάδεχτος, δέχτηκε τὰ δῶρα καὶ προτοῦ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ παλάτι τὰ διαμοίρασε στοὺς αὐλικούς.
Τὴν πράξη αὐτὴ τοῦ ἁγίου σὰν ἔμαθε ὁ βασιλιὰς τὸν εὐλαβήθηκε ἀκόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα ἐξηγῶ καὶ καταλαβαίνω γιατί ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὸν ἔχει τόσο χαριτώσει». Ἐνθυμούμενος δὲ τὶς νουθεσίες τοῦ φρόντισε στὴ ζωή του νὰ κάμνει πολλὲς φιλανθρωπίες σὲ κάθε φτωχὸ καὶ πονεμένο. Κι ἀκόμη, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἅγιου Σπυρίδωνος, πρῶτος αὐτὸς ἀπ’ ὅλους τους βασιλεῖς ἐνομοθέτησε, ὥστε οἱ κληρικοὶ νὰ μὴ πληρώνουν κανένα φόρο. «Εἶναι ἄτοπο καὶ ντροπή, ἔλεγε, οἱ ὑπηρέτες καὶ ἀντιπρόσωποι τοῦ Οὐράνιου Βασιλιὰ νὰ πληρώνουν φόρους σὲ ἐπίγειους καὶ θνητοὺς ἄρχοντες».
- Ὅταν ὁ ἅγιος ἀναχώρησε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα εὐσεβὴς χριστιανὸς τὸν κάλεσε γιὰ νὰ τὸν φιλοξενήσει. Κάποια γυναίκα εἴδωλολατρισσα, ποὺ δὲν ἤξερε οὔτε Ἑλληνικά, σὰν τὸ ἔμαθε, πῆγε ἐκεῖ στὸ σπίτι μ’ ἕνα παιδάκι νεκρὸ στὴν ἀγκαλιά της καὶ τὸ ἀπέθεσε μὲ κλάματα στὰ πόδια τοῦ ἁγίου. Μὲ νεύματα καὶ χειρονομίες καὶ δάκρυα ποτάμι προσπαθοῦσε νὰ τοῦ ἐξηγήσει τί ἤθελε. Ὁ ἅγιος ἀντιλήφθηκε φυσικὰ τὸν πόθο της, ἀλλὰ δίσταζε νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Κύριο ἕνα τέτοιο πράγμα. Συγκλονισμένος, ὅμως, ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς ζήτησε κάποια στιγμὴ ἀπὸ τὸν διάκονο τοῦ Ἀρτεμίδωρο νὰ τοῦ πεῖ τί νὰ κάμει. Κι αὐτός, ἄνθρωπος εὐλαβὴς κι ἐνάρετος, ἀπήντησε: «Γέροντά μου, κάμε μιὰ δέηση καὶ γι’ αὐτὸ τὸ πονεμένο πλάσμα. Ὁ Ὑπερούσιος Λόγος ποὺ πάντα σὲ ἀκούει, θὰ σοῦ κάμει ὁπωσδήποτε κι αὐτὴ τὴ χάρη».
Ὁ ἅγιος δὲν ἐπερίμενε ἄλλο. Γονάτισε καὶ μὲ δάκρυα ποτάμι ζήτησε ἀπὸ τὸν Φιλάνθρωπο Χριστὸ νὰ κάμει τὸ θαῦμα του. Νὰ δώσει πίσω τὴ ζωὴ στὸ νεκρὸ παιδί. Κι ἡ ἀπάντηση δὲν βράδυνε. Ἕνα δυνατὸ κλάμα παιδιοῦ μαρτύρησε τὸ θαῦμα. Ἡ δυστυχισμένη μητέρα, σὰν ἄκουσε τὸ νεκρὸ παιδί της νὰ κλαίει, ἔνοιωσε μιὰ τέτοια συγκίνηση κι ἕνα τέτοιο συγκλονισμὸ ψυχῆς, ποὺ ἔπεσε κάτω νεκρή. Ὁ Ἀρτεμίδωρος, ὁ πιστὸς διάκονος, μόλις ἀντιλήφθηκε τὰ γενόμενα μὲ συντετριμμένη τὴν καρδιὰ στράφηκε πρὸς τὸν ἅγιο, καὶ τὸν παρακάλεσε αὐτὸ ποὺ ἔκαμε γιὰ τὸ νεκρὸ παιδί, νὰ κάμει καὶ γιὰ τὴ μητέρα. Νὰ δώσει μὲ τὴν προσευχή του στὸ παιδὶ ζωντανὴ τὴ μητέρα, τὴν προστάτιδά του. Ὁ ἅγιος τὴν ἀνάστησε κι αὐτὴ μὲ τὴν προσευχή του καὶ τῆς ἔβαλε στὴν ἀγκαλιὰ ζωντανό το παιδί της. Μιμούμενος δὲ σὲ ὅλα τὸν θεῖο Διδάσκαλο, συνέστησε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανένα τὰ ὅσα ἔγιναν.
- Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ὁ ἅγιος μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν πατρίδα τοῦ κοντὰ στὸ ποίμνιο τοῦ τὸ ἀγαπημένο. Λίγες μέρες μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἕνας ζωέμπορος τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ ζήτησε νὰ ἀγοράσει ἀπὸ αὐτὸν ἑκατὸν αἶγες. Ὁ ἅγιος, ὅπως εἴπαμε, εἶχε διατηρήσει καὶ μετὰ τὴ χειροτονία του σὲ ἐπίσκοπό το ποίμνιό του, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βοηθᾶ κάθε δυστυχισμένο καὶ πτωχό, ποὺ τὸν ἐπισκεπτόταν. Στὴν πρόταση ποὺ τοῦ ἔκαμε ὁ ζωέμπορος, ὁ ἅγιος του ἀπήντησε:
— Βάλε ἐκεῖ τα χρήματα καὶ πήγαινε νὰ πάρεις τὰ ἀνάλογα ζῶα ἀπὸ τὴ μάνδρα.
Ὁ ζωέμπορος σὰν εἶδε τὸν ἅγιο νὰ συνεχίζει ἀδιάφορος τὴν ἐργασία του, νόμισε τὴν εὐκαιρία κατάλληλη νὰ τὸν ξεγελάσει. Ἔβαλε, λοιπὸν στὸ μέρος ποὺ τοῦ εἶπε τὴν ἀξία 99 ζώων καὶ μπῆκε στὴ μάνδρα. Ξεχώρισε ἑκατὸν αἶγες καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὶς βγάλει γιὰ νὰ τὶς πάρει σπίτι του. Μιὰ ἀπὸ τὶς αἶγες, παρὰ τὶς προσπάθειές του, δὲν ἤθελε νὰ ἀκολουθήσει τὶς ἄλλες. Ὁ ἀγοραστής, γιὰ νὰ τὴν ἀναγκάσει νὰ πάει μαζί του, τὴ σήκωσε στοὺς ὤμους του, γιὰ νὰ τὴ μεταφέρει. Τὸ ζῶο ὅμως ἄρχισε νὰ τὸν κτυπᾶ μὲ τὰ κερατά του καὶ νὰ σπαράζει, ἀρνούμενο νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὁ ἐπίσκοπος ποὺ στὸ θόρυβο εἶχε βγεῖ ἔξω νὰ ἰδεῖ τί γίνεται, σὰν εἶδε τὴ σκηνὴ εἶπε στὸν ἀγοραστή:
– Παιδί μου, πρόσεξε. Μήπως κατὰ λάθος δὲν ἔβαλες τὴν ἀξία αὐτοῦ του ζώου μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα χρήματα καὶ γιὰ τοῦτο αὐτὸ ἀρνεῖται νὰ σὲ ἀκολουθήσει;
Στὰ λόγια τοῦ ἐπισκόπου ὁ ἀγοραστὴς ὁμολόγησε τὴν πράξη του καὶ ζήτησε συγγνώμη, Ὕστερα πλήρωσε τὸ τίμημα τοῦ ζώου, κι αὐτὸ ἀκολούθησε ἥσυχα καὶ πρόθυμα ὅπως τὰ ἄλλα.
Ἡ ἀγάπη τοῦ καλοῦ ποιμένα γιὰ τὸ κάθε πλανεμένο πρόβατο ὑπῆρξε ἀπίστευτα συγκινητική. Πόνος καὶ πόθος καὶ παλμὸς κι ἀγώνας τοῦ ἦταν ἡ σωτηρία κάθε μιᾶς ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ φρόντιζε μὲ τὰ λόγια του καὶ τὴν ὅλη ζωή του νὰ βοηθήσει τὸν καθένα, ποὺ ἐρχόταν σὲ ἐπαφὴ μαζί του, νὰ ἀντιληφθεῖ τὰ σφάλματα καὶ τὶς ἁμαρτίες του. Νὰ τὶς ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ θελήσει νὰ μετανοήσει γιὰ νὰ σωθεῖ. Ὅπως οἱ ἰατροὶ τῶν σωμάτων χρησιμοποιοῦν ποικίλα φάρμακα γιὰ τὴ θεραπεία κάποιου ἀνθρώπινου μέλους ποὺ πάσχει, ἔτσι κι ὁ στοργικὸς ἐπίσκοπος. Τὰ κύρια φάρμακα, ποὺ χρησιμοποιοῦσε, ἦταν συνήθως τὸ βάλσαμο, ἡ ἀγάπη μὲ τὰ γνωρίσματά της. Ἀγάπη στὸν καθένα. Ἀγάπη καὶ ἐπιείκεια καὶ καλωσύνη καὶ συγχωρητικότητα μέχρι παρεξηγήσεως. Ἀλλὰ καὶ καυτήρια. Τὸν εἴδαμε στὴν περίπτωση τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, ποὺ ἤθελε νὰ ἀσπασθεῖ τὰ πόδια του κι αὐτὸς τὴ διέταξε νὰ μὴ τὸν ἀγγίζει προτοῦ μετανοήσει (θαῦμα 5ο).
- Μιὰ βραδυά, τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι ἡσύχαζαν, μερικοὶ κλέφτες μπῆκαν στὴ μάνδρα, ποὺ ἤσαν τὰ πρόβατα ποὺ ἔτρεφε ὁ ἅγιος γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν του, γιὰ νὰ κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αὐτὰ ποὺ ἤθελαν καὶ δοκίμασαν νὰ φύγουν. Ἄδικα, ὅμως, προσπαθοῦν νὰ κινηθοῦν πρὸς τὴν ἔξοδο. Τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια τοὺς δέθηκαν ἀόρατα ἀπὸ Ἐκεῖνο, ποὺ ὅλα τα βλέπει καὶ τὰ παρακολουθεῖ, Ὅλο το βράδυ ἄγρυπνοι ἀγωνίζονταν χωρὶς νὰ κατορθώσουν αὐτὸ ποὺ ἤθελαν. Ὅταν ξημέρωσε καὶ πῆγε ὁ ἅγιος στὴ μάνδρα καὶ τοὺς εἶδε σὲ κεῖνα τὰ χάλια, τοὺς σπλαγχνίστηκε. Τοὺς μίλησε μὲ καλωσύνη καὶ τοὺς συνέστησε νὰ μὴν ἐπαναλάβουν αὐτὴ τὴν πράξη. Κι ἐκεῖνοι ντροπιασμένοι καὶ καταστενοχωρημένοι τοῦ τὸ ὑποσχέθηκαν. Τοὺς ἔλυσε τὰ δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα ἤσαν δεμένοι, τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀπέλυσε. Τὴν ὥρα, ποὺ ἔφευγαν, τοὺς ἔδωσε κι ἕνα κριάρι γιὰ «τὸν κόπο τῆς ἀγρυπνίας». Πόσο δίκαιο ἔχει ὁ λαὸς μᾶς ὅταν λέγει: «Ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς τὸν κλέφτη• ἀγαπᾶ ὅμως καὶ τὸν νοικοκύρη». Ὁ Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμοθ. β’ 4). Τὴ σωτηρία ὅλων μας θέλει ὁ Πανάγαθος Θεός. Τὴ σωτηρία ὅμως τὴν προσφέρει μονάχα σ’ ἐκείνους, ποὺ ἀναγνωρίζουν τὰ σφάλματά τους καὶ μὲ συντριβὴ ψυχῆς ζητοῦν μετανοημένοι τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους. Αὐτὸ τὸ κάνει κι ὁ ἅγιος. Στὴ μετάνοια καὶ λύπη ποὺ δείχνουν οἱ κλέφτες γιὰ τὴν πράξη τους, ὁ καλόκαρδος ἐπίσκοπος σπεύδει νὰ προσφέρει, ὄχι μόνο τὴ συγχώρεση καὶ τὶς εὐλογίες τοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη του, τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη του ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴ γενναιόδωρη προσφορά του.
- Ἕνα ζωντανὸ θαῦμα καὶ μιὰ ἐκδήλωση ἀγάπης εἶναι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ ἁγίου. Σελίδες πολλὲς θὰ μποροῦσε νὰ γεμίσει κανεὶς διηγούμενος μὲ κάθε συντομία τὰ θαύματα ποὺ ἔκαμε, ὅταν ἀκόμη βρισκόταν στὴ ζωή. Ἔδωσε τὴν καρδιὰ τοῦ ὁ ἅγιος ἄνευ ὅρων στὸν Οὐράνιο Δημιουργὸ καὶ Πατέρα, κι Αὐτὸς ἐπιβραβεύοντας τὴν προσφορὰ τοῦ τὸν τίμησε καὶ τὸν δόξασε ὅσο κανένα ἄλλο. Ὅ,τι πιὸ ὡραῖο, ὅ,τι πιὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ ὑπάρχει στὴ γῆ, ἡ ἀγάπη καὶ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ τὸ προσφέρει μέσον του Ἁγίου σ’ ἐκείνους ποὺ τὸ ἐκζητοῦν ἀπὸ Αὐτὸν μὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ ταπείνωση, μὰ καὶ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ πίστη φλογερή.
Μὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ ταπείνωση…
Κάποτε ὁ ἅγιος, ἐνῶ προσευχόταν τὸ βράδυ στὴν ἐκκλησία τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ κόσμος πολὺς μὲ ἔκσταση παρακολουθοῦσε τὴν προσευχή, ποὺ ἐξ’ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας ἀνέπεμπε ὁ εὐλαβὴς ἐπίσκοπος, κάποιος τὸν πλησίασε καὶ τὸν διέκοψε λέγοντάς του:
— Γέροντα, ἡ κανδήλα θὰ σβήσει. Δὲν ἔχουμε λάδι νὰ τῆς βάλουμε.
—Δεν ἔχει λάδι; εἶπε ὁ γέροντας.
Καὶ σήκωσε τὰ ἅγια του χέρια. Τὰ σήκωσε γιὰ νὰ ζητήσει λίγο λάδι, ὥστε νὰ μὴ διακοπεῖ ἡ προσευχή. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Μὲ τὸ σήκωμα τῶν χεριῶν, Ἐκεῖνος, ποὺ ὑποσχέθηκε ὅτι «πᾶς ὁ αἰτῶν λαμβάνει», ἔσπευσε νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν αἴτηση τοῦ καλοῦ καὶ πιστοῦ του δούλου. Ἡ κανδήλα ἄρχισε, ὄχι ἁπλῶς νὰ γεμίζει ἀπὸ λάδι, ἀλλὰ καὶ νὰ ξεχειλὰ καὶ νὰ τρέχει στὴ γῆ. Οἱ ὑποδιάκονοι ἔτρεξαν, ἔφεραν ἀγγεῖα, περισυνέλεξαν τὸ πλεονάζον λάδι κι ἔτσι γιὰ πολλὲς ἥμερες εἶχαν, ὅ,τι χρειαζόντουσαν γιὰ τὴν ἀνάγκη τῶν λύχνων. Μὲ τὴν ἅγια του ζωὴ ὁ εὐλαβὴς ἐπίσκοπος εἶχε τόσο εὐνοηθεῖ ἀπὸ τὸν Παντοδύναμο Πατέρα, ὥστε ἦταν ἀδύνατο σ’ αὐτὸν νὰ ὑψώσει τὰ χέρια καὶ νὰ μὴ λάβει ἀμέσως τὸ ζητούμενο.
- Ζοῦσε ἀκόμη ὁ ἅγιος στὴν ἐπισκοπή του, ὅταν ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, κινούμενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο καὶ ἐπιποθώντας νὰ ἰδεῖ τὴν ἐπαρχία τοῦ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὰ διάφορα ἑλληνικὰ εἴδωλα καὶ ξόανα μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν γεμάτος ὁ τόπος, κάλεσε στὴν ἐπισκοπὴ τοῦ ὅλους τους ἀρχιερεῖς γιὰ μιὰ κοινὴ δέηση. Ἦταν συνηθισμένος τρόπος ἡ συντριβὴ τῶν εἰδώλων μὲ τὴν προσευχὴ τῶν πιστῶν. Στὴν πρόσκληση τοῦ πατριάρχη ἔσπευσαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι κι ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς πιστῶν νὰ ἀνταποκριθοῦν. Στὴ μέρα ποὺ ὁρίστηκε ἄρχισε ἀπὸ ὅλους θερμὴ ἡ κοινὴ προσευχὴ κι οἱ παρακλήσεις. Τὸ ἀποτέλεσμα εὐλογημένο. Ἕνα ἕνα τα διάφορα εἰδωλολατρικὰ σύμβολα μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ἅγιων πατέρων κατὰ παραχώρηση Θεοῦ ἄρχισαν νὰ γκρεμίζονται καὶ νὰ γίνονται συντρίμματα. Ἕνα μονάχα ἄγαλμα, ποὺ ἦταν στημένο ἐκεῖ στὸ λιμάνι καὶ δέσποζε τῆς γύρω περιοχῆς ἔμενε ἀσάλευτο. Καὶ ἔμενε, ὄχι γιατί ὁ Παντοδύναμος ἀρνιόταν νὰ ἀκούσει τὶς παρακλήσεις τῶν πιστῶν του. Ἔμεινε, γιατί ὁ Κύριος ἤθελε μὲ τοῦτο νὰ δοξάσει περισσότερο τὸν πιστὸ δοῦλό του Σπυρίδωνα. Νὰ τὸν δοξάσει καὶ νὰ φανερώσει σ’ ὅλους τὴν ἰδιαίτερη εὔνοια, τὴν ὁποία ἔτρεφε σ’ αὐτὸν γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἁγιότητά του.
Ἕνα βράδυ ποὺ ὁ πατριάρχης βρισκόταν σὲ θερμὴ προσευχή, ἕνας ἄγγελος τοῦ φανερώθηκε καὶ τοῦ εἶπε τοῦτα τὰ λόγια: «Μὴ λυπᾶσαι, γιατί τὸ ἄγαλμα στὸ λιμάνι δὲν ἔπεσε. Αὐτὸ ποὺ ποθεῖς θὰ γίνει, ὅταν ἔλθει ἐδῶ ὁ ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος, ὁ Σπυρίδων. Στεῖλε καὶ κάλεσε τὸν». Στὴν ὑπόδειξη αὐτὴ τοῦ ἀγγέλου ὁ πατριάρχης ἔσπευσε μὲ γράμματα καὶ πρόσωπο δικό του νὰ καλέσει τὸν ἅγιο νὰ πάει στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ ταχύτερο. Ἔστειλε μάλιστα καὶ πλοῖο νὰ τὸν παραλάβει. Στὴν πρόσκληση τοῦ πατριάρχη καὶ παράκληση ὁ ταπεινὸς καὶ πάντα ἐξυπηρετικὸς ἐπίσκοπος ἑτοιμάστηκε καὶ χωρὶς ἀναβολὴ ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ, ὁ ἅγιος δὲν σταμάτησε ἀπὸ τοῦ νὰ προσεύχεται νοερὰ καὶ νὰ ζητᾶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τὸ πλοῖο ἔφτασε στὸ λιμάνι, ὁ Σπυρίδων ἔσπευσε μεταξύ των πρώτων νὰ ἀποβιβασθεῖ. Καὶ νά. Μόλις τὰ πόδια τοῦ ἁγίου πάτησαν στὴ γῆ, τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ ἀμετακίνητο εἴδωλο, τὸ εἴδωλο ποὺ στὶς προσευχὲς τόσων ἁγίων πατέρων δὲν σάλεψε ἀπὸ τὴ θέση του, στὴν ἁπλὴ παρουσία τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου Κύπρου στὴν πόλη τοῦ Ἀλέξανδρου, σείστηκε καὶ μαζὶ μὲ ὅλα τα εἰδωλολατρικὰ οἰκοδομήματα γκρεμίστηκε κι ἔπεσε σὲ συντρίμματα. Κάποιοι χριστιανοὶ ποὺ ἤσαν ἐκεῖ, ἔτρεξαν κι ἀνακοίνωσαν στὸν πατριάρχη μὲ χαρὰ τὰ γενόμενα. Κι ὁ πατριάρχης χωρὶς νὰ γνωρίζει τὴν ἄφιξη τοῦ πλοίου ἀναφώνησε:
– Πρέπει νὰ ἦλθε ὁ Σπυρίδων τῆς Κύπρου τὸ σεμνὸ καὶ θεῖο βλάστημα! Πηγαίνετε νὰ τὸν ὑποδεχθεῖτε.
Πρέπει νὰ ἦλθε ὁ Σπυρίδων! Στὸν τόπο, ποὺ πατοῦσε καὶ περπατοῦσε ὁ γνήσιος μαθητὴς τοῦ Παντοδύναμου Ἰησοῦ, δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει πιὰ θέση καὶ δύναμη καὶ ἐξουσία τὸ σύμβολο τοῦ ψεύδους, τὸ εἴδωλο ποὺ συμβόλιζε καὶ ἀντιπροσώπευε τὸν Σατανᾶ.
Μέγα το ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ». Κλῆρος καὶ λαὸς βγῆκαν νὰ προϋπαντήσουν τὸν ταπεινὸ ἐπίσκοπο. Κι αὐτὸς ἀπέριττα ντυμένος προχωρεῖ εὐχαριστώντας καὶ δοξολογώντας Ἐκεῖνο, «τὸν ποιοῦντα μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἔνδοξα τὲ καὶ ἐξαίσια».
Τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τοῦ ἁγίου κηρύχθηκε παντοῦ. Κλῆρος καὶ λαὸς μαζεύτηκαν στὸ πατριαρχεῖο γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν ἅγιο. Οἱ πιστοὶ πανηγυρίζουν. Οἱ ὀρθόδοξοι στερεώνονται στὴν πίστη καὶ γίνονται πιὸ θερμοί. Κι ἀκόμη πολλοὶ εἰδωλολάτρες πιστεύουν καὶ βαπτίζονται. Τὸ θαῦμα σὲ λίγο καιρὸ διαδόθηκε στὰ πέρατα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἔφθασε καὶ στὸ παλάτι τῆς πόλεως τοῦ Κωνσταντίνου. Τὸ ἔμαθε κι ὁ βασιλιάς. Μὲ πίστη κι εὐλάβεια δοξολογεῖ κι αὐτὸς τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ τὸν λαό του, «τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. θ’, 8).
Τὸ ἐξαίσιο αὐτὸ θαῦμα μαρτυροῦσε καὶ μιὰ πολὺ ὡραία καὶ μεγάλη εἰκόνα ποὺ βρισκόταν στὴν Τριμυθούντα μεταξύ του ἀρχοντικοῦ λεγομένου πυλῶνος καὶ τῆς ἐκκλησίας. Σ’ αὐτὴν τὴν ἐκκλησία ἐφημέρευε ὁ ἅγιος ὅσο καιρὸ ζοῦσε.
Ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας μαζὶ μὲ ἄλλους ἕνδεκα Κυπρίους ἐπισκόπους ἔλαβε μέρος καὶ στὴν τοπικὴ σύνοδο τῆς Σαρδικῆς (τῆς σημερινῆς Σόφιας), ποὺ συνεκλήθη γύρω στὸ 342 ἢ 343 κι ἡ ὁποία ἐβεβαίωσε τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἃ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια. Στὴ Σύνοδο αὐτή, ὅπως ξέρουμε, ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία του κι ὁ Μ. Ἀθανάσιος.
- Εἶναι μεγάλη, πολὺ μεγάλη ἡ προσφορὰ τοῦ ἁγίου μας στὴν Ἐκκλησία καὶ πολλά, πάρα πολλά τα θαύματα πού, ὅπως εἴπαμε, ἔκαμε καὶ κάμνει. Λέγεται πῶς ὅταν ζοῦσε καὶ λειτουργοῦσε στὸ Ἅγιο Βῆμα, οἱ χριστιανοί, ποὺ παρακολουθοῦσαν, ἄκουαν νὰ ψάλλουν μαζί του ἄγγελοι. Ὅταν ὁ ἅγιος ἔλεγε «εἰρήνη πάσι», οἱ ἄγγελοι ἀπαντοῦσαν: «Καὶ τῷ πνεύματί σου». Κι ὅταν αὐτὸς ἔλεγε, «τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», ἄγγελοι ἀποκρίνονταν «Κύριε ἐλέησον». Τοῦτο τὸ γεγονὸς πολὺ ὡραία διατύπωσε κι ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου μὲ τὶς λέξεις: «Καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχᾶς, ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντας σοὶ ἱερώτατε». Πόσο ἀλήθεια χαριτώνει ὁ Κύριος ὅλους ἐκείνους, ποὺ μὲ ταπείνωση τοῦ δίνουν τὴν καρδιά τους, καὶ μὲ εἰλικρίνεια κι ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ἀκολουθοῦν τὸν Νόμο Του!
Ἦλθε ὅμως ὁ καιρὸς ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ζωή, μιὰ ζωὴ ὑποδειγματικῆς πραότητας καὶ ταπεινοφροσύνης, μιὰ ζωὴ ἄδολης ἀγάπης καὶ καλωσύνης, μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀπὸ θεία χάρη νὰ ἐγκαταλείψει τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο καὶ νὰ μεταπηδήσει ἀπὸ τὸ ἐπίγειο στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὶς ὑπηρεσίες του. Αὐτὸ ἔγινε τὸ 348 μ.Χ. μὲ τὸν θάνατο τοῦ ἁγίου στὴν ἐπισκοπή του στὴν Τριμυθούντα. Ἔφυγε ὁ καλὸς ποιμήν. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἡ ἀγάπη ὅμως καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ζητᾶνε τὴ μεσιτεία του καὶ τὶς πρεσβεῖες του πρὸς τὸν Κύριο, δὲν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ὡς σήμερα. Καὶ θὰ συνεχίζονται μέχρι ποὺ θὰ θέλει ὁ Τριαδικὸς Θεός.
Τὰ πνευματικά του παιδιὰ θρήνησαν γιὰ καιρὸ τὴν κοίμησή Του. Τὸ λείψανό του στὴν ἀνακομιδὴ ποὺ ἔγινε μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχε μείνει ἄφθαρτο κι εὐωδίαζε. Γι’ αὐτὸ κι οἱ κάτοικοι τῆς προνομιούχου πόλεως, ποὺ τὸν εἶχε ποιμένα ψυχῶν, τὸ ἔβαλαν σὲ μιὰ μαρμάρινη λάρνακα, ποὺ ἔστησαν δίπλα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν νάρθηκα, γιὰ νὰ εἶναι προσκύνημα τῶν πιστῶν.
Ἡ λάρνακα βρίσκεται ἀκόμη στὸ ἴδιο μέρος ἀλλὰ χωρὶς τὸν θησαυρό. χωρὶς τὸ ἅγιο λείψανο. Ὅταν ἄρχισαν οἱ ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς ἡ ἐπιδρομὲς τῶν Σαρακηνῶν (648 μ.Χ.) τὸ λείψανο γιὰ ἀσφάλεια μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β’ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ ἐκεῖ λίγο καιρὸ πρὶν νὰ πέσει ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ἕνας ἱερέας ποὺ ὀνομαζόταν Γρηγόριος Πολυευκτος, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸν ναὸ ποὺ φυλασσόταν μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας καὶ τὸ μετέφερε μέσον της Θράκης, Μακεδονίας καὶ Σερβίας στὴν Παραμυθιὰ τῆς Ἠπείρου κι ὕστερα στὴν Κέρκυρα γύρω στὸ 1460. Ἐπὶ τρία ὀλάκαιρα χρόνια ὁ εὐσεβὴς ἐκεῖνος ἱερέας περιπλανιόταν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο μέχρις ὅτου φτάσει στὴν Κέρκυρα. Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὰ δύο λείψανα τὰ εἶχε κρυμμένα σὲ δύο σακκιὰ ἄχυρα γιὰ τὰ ὅποια, σὰν τὸν ρωτοῦσε κανεὶς ἔλεγε, πῶς τὰ ἄχυρα ἐκεῖνα ἦταν τροφὴ γιὰ τὸ ὑποζύγιό του.
Τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου στὴν Κέρκυρα
Τὰ Ἑπτάνησα τὴν ἐποχὴ αὐτὴ βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Ἐνετῶν. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Πολυευκτος κατέφυγε σ’ ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὴν Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πῶς ἐδῶ ὁ θησαυρὸς ποὺ μετέφερε θὰ ἦταν ἀσφαλισμένος. Καὶ πραγματικά τα τίμια λείψανα ὑπῆρξαν ἐδῶ ἀσφαλισμένα. Στὴν Κέρκυρα ὁ ἱερέας Γρηγόριος Πολυευκτος Βρῆκε ἕνα πρόσφυγα, τὸν ἱερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη ἄλλοτε συμπολίτη του καὶ τοῦ κληροδότησε τὸ ἱερὸ λείψανο. Ἀπὸ αὐτὸ λείπει τὸ δεξὶ χέρι. Τοῦτο βρισκόταν στὴ Ρώμη στὸν ναὸ τοῦ τάγματος τοῦ Φ. Νέρι (Ὀρατοριανῶν) μέχρι τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984. Κατὰ τὸ ἔτος αὐτό, παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου, μετὰ ἀπὸ ἔντονες ἐνέργειες τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας καὶ Παξῶν κ. Τιμοθέου, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέχτηκε καὶ πρόσφερε στὴν Ἐκκλησία τῆς Κερκύρας το ὡς ἄνω ἱερὸ λείψανο. Τοῦτο πῆγε καὶ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος Κερκύρας καὶ τὸ μετέφερε ἀεροπορικῶς στὴν εὐλογημένη νῆσο. Ἔτσι τὸ Ἱερὸ ὀστοῦν τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ ἁγίου, ποὺ γιὰ αἰῶνες φυλασσόταν στὴ Ρώμη ἀπὸ τότε βρίσκεται στὴν προνομιοῦχο νῆσο καὶ κάθε φορᾶ λιτανεύεται μαζὶ μὲ τὸ Ἱερὸ σκήνωμα τοῦ ἁγίου. Τὸ ἀριστερὸ διατηρεῖται ἀκέραιο μαζὶ μὲ τὸ ἅγιο λείψανο. Ἐπίσης καὶ τὰ μάτια τοῦ ἁγίου κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκαν ἀλώβητα μέσα στὸν τάφο. Τῆς ἁγίας Θεοδώρας τὸ λείψανο φυλάσσεται στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου τῆς Σπηλαιώτισσας. Εἶναι ἀκέφαλο καὶ ἑορτάζεται ἡ μνήμη της στὶς 11 Φεβρουαρίου. Ἡ ἁγία Θεοδώρα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναστήλωσε μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο τὶς ἁγίες εἰκόνες τὴν πρώτη Κυριακή των Νηστειῶν τοῦ 843. Τὴν ἀναστήλωση ἔκαμε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου τῆς Θεοφίλου. Ὁ κόσμος τοῦ νησιοῦ μὲ βαθύτατο σεβασμὸ ὑποδέχθηκε τὸν ἀνεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοὶ κάθε χρόνο ἀπ’ ὅλα τα μέρη τοῦ κόσμου ἐπισκέπτονται τὸν περιπυστο ναὸ τοῦ ἁγίου, ποὺ ἡ εὐλάβεια τοῦ Κερκυραϊκοῦ λαοῦ ἀνήγειρε πρὸς τιμή του. Τὸ ἅγιο λείψανο φυλάσσεται ἐδῶ σε πολυτελῆ λάρνακα καὶ διατηρεῖται ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο ἐνάντια στοὺς ἀμετάθετούς της φύσεως ὅρους. Ἄφθαρτο καὶ ἀκέραιο μένει, γιὰ νὰ διακηρύττει στοὺς αἰῶνες τὸ λόγιο, τὸ προφητικό. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῆ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος» (Ψάλμ. ἰέ’, 3).
Πολλὰ θαύματα ἔγιναν κι ἐδῶ στὴν Κέρκυρα καὶ γίνονται κάθε χρόνο σὲ ὅσους μὲ πραγματικὴ πίστη καταφεύγουν στὴ χάρη του καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ ταπείνωση ἐκζητοῦν τὶς πρεσβεῖες του, γιατί «ὁ θαυματουργὸς καν τέθνηκε Σπυρίδων, τοῦ θαυματουργεῖν οὐκ ἐληξεν εἰσὲ τί». Δηλαδή, ὁ θαυματουργὸς Σπυρίδων κι ἂν ἀπέθανε, δὲν ἔπαψε ὅμως κι ἀπὸ τοῦ νὰ θαυματουργεῖ. Στὸν ἅγιο αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε πραγματικὰ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Ζῶ δὲ οὔκετι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». (Γαλ. 6′, 20).
Μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ αὐτὰ θὰ ἀναφερθοῦν κι ἐδῶ γιὰ ψυχικὴ ἐνίσχυση ὅλων μας καὶ διδασκαλία.
Θαύματα
- Βρισκόμαστε στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰώνα. Τρομερὴ ἀνομβρία κτύπησε καὶ τοῦ Ἰόνιου Πελάγους τὰ νησιά. Ἰδιαίτερα τὴ νῆσο Κέρκυρα. Ἡ δύναμη ποὺ κρατοῦσε κι ἐξουσίαζε τὰ νησιὰ μὲ τοὺς πολέμους ποὺ διεξήγαγε ἐδῶ κι ἐκεῖ, δὲν εὕρισκε καιρὸ νὰ σκεφθεῖ τοὺς δουλοπάροικούς της. Ὁ λαὸς πεινᾶ. Ὑποφέρει. Ὅ,τι βρίσκει τὰ τρώγει. Ἔλειψαν καὶ τοῦ βουνοῦ τὰ λίγα χορταράκια. Στοὺς δρόμους καὶ τὰ σπίτια μιὰ παραπονιάρικη φωνὴ ἀκουόταν συνεχῶς: «Πεινοῦμε…»
Πεινοῦσαν τὰ παιδιά. Πεινοῦσαν οἱ νέοι. Πεινοῦσαν κι οἱ γέροι. Ὅλοι πεινοῦσαν. Κι αὐτῶν τῶν πλουσίων τα κελλάρια ἄρχισαν νὰ ἀδειάζουν. Πλησίαζε καὶ τὸ Πάσχα, ἡ Λαμπρή. Πῶς θὰ περνοῦσε ὁ κόσμος τέτοιες μέρες χωρὶς ψωμί;
Στὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες ὅλοι θυμοῦνται τὸν Θεό. «Ἡ παιδεία Κυρίου ἀνοίγει μου τὰ ὦτα»1 φωνάζει κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἐκκλησία ποὺ φυλάγεται τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου, 1.Ἠσαΐα, ν’, 5. ὁ λαὸς ἀγρυπνεῖ καὶ παρακαλεῖ. Κλαῖνε τὰ παιδιά. Σπαράζει ἡ καρδιὰ τῶν μητέρων. Οἱ ἱερεῖς ψέλνουν τὴν παράκληση τοῦ ἁγίου. Κι ἡ ἀπάντηση ἔρχεται τάχιστα.
Τὸ Μέγα Σάββατο τρία πλοῖα φορτωμένα μὲ σιτάρι πλέουν πρὸς τὴν Ἰταλία. Ὅταν περνοῦσαν τὴν Κέρκυρα, οἱ ναῦτες βλέπουν ξαφνικὰ καὶ τῶν τριῶν πλοίων τὴν πλώρη νὰ στρέφεται πλάγια καὶ πρὸς τὸν βοριά, ὅπου ἦταν ἡ νῆσος. Ὁ ἀέρας ἀλλάζει κατεύθυνση καὶ τὰ βοηθᾶ. Ἕνας γέροντας ρασοφόρος προχωρεῖ μπροστά, λὲς καὶ τοὺς δείχνει τὸν δρόμο. Καὶ μιὰ φωνὴ δυνατὴ ἀκούεται καὶ ἐπαναλαμβάνεται πολλὲς φορές.
– Πρὸς τὴν Κέρκυρα. Πεινοῦν ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι. Θὰ πληρωθεῖτε. Θὰ πληρωθεῖτε. Πρὸς τὴν Κέρκυρα.
Τὰ ἱστιοφόρα, γλάροι πετούμενοι προχωροῦν. Σὲ λίγο νάτα στὸ λιμάνι. Τὰ ἔφερε ὁ ἅγιος. Ρίχνουν τὶς ἄγκυρες καὶ καλοῦν τὸν κόσμο νὰ τρέξει νὰ πάρει αὐτὰ ποὺ ποθοῦσε κι εἶχε τόση ἀνάγκη. Νὰ πάρει αὐτὸ ποὺ στηρίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ πάρουν τὸ σιτάρι γιὰ νὰ φτιάξουν τὸ ψωμί.
Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ νά. Τὸ λιμάνι γέμισε ἀπὸ κόσμο. Τὰ σακκιὰ μὲ τὸν ξανθὸ θησαυρὸ σέρνονται στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ διαμοιράζονται. Οἱ καρδιὲς πανηγυρίζουν. Τὰ δάκρυα τοῦ πόνου μεταβάλλονται μὲ μιᾶς σὲ δάκρυα χαρᾶς. Δοξολογίας καὶ χαρᾶς, μὰ κι εὐγνωμοσύνης στὸν Μεγάλο Πατέρα, τὸν Πανάγαθο Θεὸ καὶ τὸν προστάτη κι ἀκοίμητο φρουρὸ ἅγιο.
Ἡ Ἑνετικὴ Κυβέρνηση μὲ θέσπισμά της ὤρισε κάθε Μ. Σάββατο νὰ γίνεται λιτάνευση τοῦ ἱεροῦ Σκηνώματος τοῦ ἁγίου, γιὰ νὰ θυμᾶται πάντα ὁ λαὸς τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας του ἀπὸ τὴν πείνα.
- Γύρω στὰ 1629-30 καινούργια δοκιμασία ἔπληξε τὸ εὐλογημένο νησὶ τῆς Κέρκυρας. Ἀρρώστια μεταδοτικὴ καὶ θανατηφόρα, τὸ κτύπησε αὐτὴ τὴ φορὰ χωρὶς διάκριση καὶ ἔλεος. Ἦταν πανώλης (πανούκλα). Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέοι καὶ γέροι, πλούσιοι καὶ πτωχοὶ προσβάλλονται καθημερινὰ ἀπὸ τὴν ἐπάρατη νόσο καὶ πεθαίνουν τόσο στὴν πόλη, ὅσο καὶ στὴν ὕπαιθρο, τὰ χωριά. Ἡ διοίκηση τοῦ νησιοῦ μὲ τὰ πρῶτα κρούσματα σπεύδει νὰ ψηφίσει καὶ νὰ διαθέσει ἕνα τεράστιο ποσό, γιὰ νὰ περιορίσει τὴν ἐξάπλωση τῆς ἀρρώστιας. Ἄδικα ὅμως ἀγωνίζεται. Σὲ λίγο καιρὸ ἡ ὡραία Κέρκυρα πάει νὰ ἐρημώσει. Τὰ καταστήματα τόσο στὴν πόλη, ὅσο καὶ στὰ μεγάλα κέντρα ἔχουν κλείσει. Ἡ ἀγορὰ νεκρώθηκε. Οἱ δρόμοι ἔχουν ἀδειάσει. Μονάχα μερικὰ ἀλογοσυρόμενα κάρα κινοῦνται κάπου-κάπου φορτωμένα μὲ πτώματα γιὰ νὰ μεταφέρουν τὸ μακάβριο φορτίο τοὺς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ ταφῆ σὲ ὁμαδικοὺς τάφους. Εἰκόνα τραγικὴ παρουσιάζει στ’ ἀλήθεια ὁλόκληρό το νησί. Ἐδῶ ποὺ ἄλλοτε ἔσφυζε ἡ ζωὴ κι ἀντηχοῦσαν τραγούδια χαρᾶς καὶ γέλια, τώρα ἀκούονται μονάχα κλάματα. Κλάματα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ λειώνουν ἀπὸ τὸν πόνο ἀναμικτα μὲ κλάματα κουκουβάγιας καὶ κρωγμοὺς κοράκων.
Κάποια μέρα στὴ συμφορὰ αὐτὴ τὴν κοσμογονικὴ ὁ πιστὸς καὶ πονεμένος λαὸς παρὰ τὶς συστάσεις τῶν ἰατρῶν νὰ ἀποφεύγει τὸν συνωστισμό, τολμᾶ καὶ σπεύδει νὰ κατακλύσει τὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ ἁγίου καὶ μὲ συντριβὴ ψυχῆς καὶ δάκρυα καυτὰ νὰ ἐκζητήσει τὴ μεσιτεία του.
— Ἅγιε, λυπήσου μας, κραυγάζουν μικροὶ καὶ μεγάλοι. Ἅγιε, σῶσε μας.
Κι ἡ σωτηρία δὲν ἀργεῖ. Προσφέρεται γρήγορα καὶ πλούσια.
Ὁ ἱστορικός της Κέρκυρας Ἀνδρέας Μάρμορας ποὺ ζοῦσε Τότε, μᾶς λέγει, πῶς ἡ τρομερὴ ἐπιδημία, παρὰ τὴν ἔλλειψη σχετικῶν φαρμάκων, σὲ λίγο περιορίστηκε στὸ ἐλάχιστο καὶ μέχρι τὴν Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Ὅλες τὶς νύκτες κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ πόλη δοκιμαζόταν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, πάνω ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ ἁγίου φαινόταν κάτι σὰν φῶς μιᾶς ὑπερκόσμιας κανδήλας. Ἦταν τὸ σημάδι πῶς ὁ ἅγιος ἀγρυπνοῦσε καὶ φρουροῦσε τὸν λαό του. Ἔτσι τὸ ἐξήγησαν οἱ πιστοί. Τὸ φῶς τὸ ἔβλεπαν συνέχεια οἱ νυχτερινοὶ σκοποὶ τῶν φρουρίων.
Ἡ τρομερὴ αὐτὴ ἐπιδημία, ἡ πανώλης, παρουσιάστηκε καὶ δεύτερη φορὰ στὴν Κέρκυρα μετὰ ἀπὸ σαράντα περίπου χρόνια, τὸ 1673. Καὶ τούτη τὴ φορὰ ἡ ἀρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σὲ πόλεις καὶ χωριά. Τὰ κρούσματα ὑπῆρξαν πάμπολλα. Τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου θέριζε κι αὐτὴ τὴ φορὰ καθημερινὰ ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ ἀπὸ τοὺς κατοίκους.
Στὶς παρακλήσεις τοῦ λαοῦ τοῦ ὁ θαυματουργὸς ἅγιος ἔσπευσε νὰ ἀνεβάσει καὶ πάλι στὸν θρόνο τῆς θείας Μεγαλωσύνης, τὴ συντριβὴ καὶ τὰ δάκρυα τοῦ πιστοῦ λαοῦ μαζὶ μὲ τὰ δικά του καὶ νὰ ἐκζητήσει καὶ νὰ λάβει τάχιστα τὸ οὐράνιο ἔλεος καὶ τὴ σωτηρία του. Τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «ἐπικάλεσαι μὲ ἐν ἡμέρα θλίψεώς σου καὶ ἐξελοῦμαί σε καὶ δοξάσεις μὲ» (ψάλμ. μθ’, 15) βρῆκαν καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους. Στὶς ἱκεσίες τοῦ θείου ἱεράρχη καὶ τοῦ μετανοημένου λαοῦ ἡ ἀπάντηση δὲν ἄργησε νὰ δοθεῖ. Τὰ κρούσματα μέρα μὲ τὴ μέρα ἐλαττώθηκαν στὸ ἐλάχιστο καὶ τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ Ὀκτώβρη σταμάτησαν ἀπότομα. Κι αὐτὴ τὴ φορὰ στὴν κορυφὴ τοῦ καμπαναριοῦ γιὰ τρεῖς νύχτες ἔβλεπαν οἱ πιστοὶ ἕνα σταθερὸ φῶς, καὶ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ὑπερκόσμιο φῶς, τὸν θαυματουργὸ ἅγιο νὰ αἰωρεῖται καὶ μ’ ἕνα Σταυρὸ στὸ χέρι νὰ καταδιώκει ἕνα κατάμαυρο φάντασμα, τὴν ἀρρώστια, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἀποφύγει τὸν ἅγιο καὶ νὰ σωθεῖ.
Ἡ εὐγνωμοσύνη κι οἱ εὐχαριστίες τοῦ πιστοῦ λαοῦ ὑπῆρξαν καὶ πάλι μεγάλες. Μὲ θέσπισμα τῆς Ἑνετικῆς διοικήσεως καθιερώθηκε ἀπὸ τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου νὰ γίνεται πανηγυρικὴ καὶ παλλαϊκὴ λιτάνευση τοῦ ἱεροῦ Σκηνώματος, γιὰ νὰ θυμᾶται ὁ λαὸς κι ἰδιαίτερα ἡ νέα γενεὰ τὸν ἀληθινὸ καὶ ἄγρυπνο προστάτη καὶ Σωτήρα της.
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου, ὅπως εἴπαμε. Θαύματα μικρὰ καὶ μεγάλα. Θαύματα ποὺ ἀναφέρονται στὴ θεραπεία κάποιας ἀνίατης ἀρρώστιας, ἀλλὰ καὶ θαύματα ποὺ ἀναφέρονται στὴ βοήθεια καὶ σωτηρία ὁλόκληρης πόλεως καὶ λαοῦ. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ τὸ παρακάτω, ποὺ ἀξίζει πολὺ νὰ τὸ προσέξουμε ὅλοι μας. Ἰδιαίτερα οἱ ἄρχοντες κι οἱ ἀρχόμενοι τῆς μαρτυρικῆς αὐτῆς νήσου, ποὺ φέρει τὸ τιμητικὸ προσωνύμιο «Νῆσος τῶν Ἁγίων».
Ὕστερα ἀπὸ τὴν πτώση τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων ἡ τούρκικη βουλιμία προχωρεῖ καὶ ἕνα – ἕνα κατακτᾶ ὅλα τα τμήματα τῆς Βυζαντινῆς μας αὐτοκρατορίας. Χρόνια δύσκολα γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Χρόνια δραματικά. Χρόνια γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ λαὸς τραγουδώντας τα θὰ λέει: «Ὅλα τάσκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά»…
- Τὸ 1715 ὁ καπουδᾶν Χοντζὰ πασάς, ἀφοῦ κατέκτησε τὴν Πελοπόννησο κατὰ διαταγὴ τοῦ σουλτάνου προχωρεῖ γιὰ νὰ καταλάβει καὶ τὰ Ἑπτάνησα. Καὶ πρῶτα – πρῶτα βαδίζει πρὸς τὴν Κέρκυρα, ποὺ τόσο αὐτή, ὅσο καὶ τὰ ἄλλα νησιὰ βρισκόντουσαν κάτω ἀπὸ τὴν Ἑνετικὴ κυριαρχία.
Ἕνα πρωὶ τῆς 24ης Ἰουνίου 1716 ἡ τουρκικὴ στρατιὰ μὲ ἐπίκεφαλης τὸν σκληρὸ στρατηγὸ της ἐπέδραμε καὶ πολιόρκησε τὴν πόλη κι ἀπ’ τὴν ξηρὰ κι ἀπὸ τὴ θάλασσα. Ἐπὶ πενήντα μέρες τὸ αἷμα χυνόταν ποτάμι κι ἀπὸ τὶς δύο μεριές. Οἱ ὑπερασπιστὲς Ἕλληνες καὶ Βενετσιάνοι ἀγωνιζόντουσαν ἀπεγνωσμένα γιὰ νὰ σώσουν τὴν πόλη. Τὰ γυναικόπαιδα, μαζεμένα στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ ἁγίου μαζὶ μὲ τοὺς γέρους κι ὅσους δὲν μποροῦσαν νὰ πάρουν ὅπλα προσεύχονται στὰ γόνατα καὶ μὲ στεναγμοὺς λαλητοὺς ἐκζητοῦν τοῦ προστάτη ἁγίου τὴ μεσιτεία. Σὰν πέρασαν οἱ πενήντα μέρες οἱ ἐχθροὶ ἀποφάσισαν νὰ συγκεντρώσουν ὅλες τὶς δυνάμεις τους καὶ νὰ κτυπήσουν μὲ πιὸ πολλὴ μανία τὴν πόλη. Κερκόπορτα ζητοῦν κι ἐδῶ οἱ ἐχθροὶ γιὰ νὰ τελειώσουν μιὰ ὥρα γρηγορώτερα τὸ ἔργο τους. Ἀπ’ τὴν Κερκόπορτα δὲν μπῆκαν κι οἱ προγονοί τους καὶ κατέκτησαν τὴ Βασιλεύουσα; Γι’ αὐτὸ καὶ προβάλλουν δελεαστικὲς ὑποσχέσεις, γιὰ νὰ πετύχουν κάποια προδοσία.
Τὸ ἑπόμενο πρωινὸ ἕνας Ἀγαρηνὸς μὲ τηλεβόα κάνει προτάσεις στοὺς μαχητὲς νὰ παραδοθοῦν, ἂν θέλουν νὰ σωθοῦν. Τὴν ἴδια ὥρα ὅμως ἀραδιάζει κι ἕνα σωρὸ ἀπειλὲς στὴν περίπτωση, ποὺ οἱ ὑπερασπιστὲς δὲν θὰ δεχόντουσαν τὴ γενναιόδωρη πρότασή του.
Περνοῦν οἱ ὧρες. Ἡ ἀγωνία κι ὁ φόβος συνέχει τὶς ψυχές. Οἱ Ἀγαρηνοὶ ἑτοιμάζονται γιὰ τὸ τελειωτικὸ κτύπημα, ὅπως λένε. Μὰ κι οἱ ὑπερασπιστὲς ἐμψυχωμένοι ἀπὸ τὶς προσευχὲς τόσο τῶν ἴδιων, ὅσο καὶ τῶν ἰδικῶν τοὺς μένουν ἀλύγιστοι κι ἀκλόνητοι στὶς θέσεις τους. Ἡ πρώτη ἐπίθεση ἀποκρούεται μὲ πολλά τα θύματα κι ἀπὸ τὶς δύο μεριές. Ἡ πόλη τῆς Κέρκυρας περνᾶ τρομερὰ δύσκολες στιγμές. Ἡ θλίψη, ὅμως, τῶν στιγμῶν ἐκείνων «ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. ε’, 3-5). Ἡ ἐλπίδα στὸν Θεὸ οὐδέποτε στ’ ἀλήθεια ντροπιάζει ἢ διαψεύδει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει. Κι ὁ λαὸς ἐλπίζει καὶ προσεύχεται. Προσεύχεται καὶ πιστεύει πῶς ὁ ἀκοίμητος φρουρὸς καὶ προστάτης ἅγιος του, δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλείψει.
Στὸν ἱερὸ ναὸ οἱ προσευχὲς τοῦ ἄμαχου πληθυσμοῦ συνεχίζονται θερμὲς κι ἀδιάκοπες.
-Ἅγιε Σπυρίδων, πατέρα μας. Λυπήσου μας. Λυπήσου τὰ παιδιά μας, τοὺς γέροντές μας, τὶς γυναῖκες μας… Λυπήσου τὶς ἐκκλησιές μας…
Μὲ τέτοιες κι ἄλλες παρόμοιες ἐπικλήσεις περνᾶ ἡ νύχτα.
Ξημέρωσε ἡ 10η Αὐγούστου. Κάτι ἀσυνήθιστο γιὰ τὴν ἐποχὴ παρατηρεῖται τὴν ἥμερα αὐτὴ ἀπὸ τὸ πρωί. Ὁ οὐρανὸς εἶναι σκεπασμένος μὲ μαῦρα πυκνὰ σύννεφα. Ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ ἑτοιμάζεται νὰ ξεσπάσει τρομερὴ καταιγίδα. Καὶ νά! Πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ μεσημέρι μιὰ βροχή, καταρρακτώδης, βροχὴ κατακλυσμιαία ἀρχίζει νὰ πέφτει στὴ γῆ. Μοναδικὴ ἡ περίπτωση. Νύχτωσε κι ἀκόμη ἔβρεχε. Σὰν ἀποτέλεσμα τῆς κακοκαιρίας αὐτῆς καμιὰ ἐπιθετικὴ προσπάθεια δὲν ἀναλήφθηκε ἐκείνη τὴν ἥμερα. Ἡ νύχτα περνᾶ ἥσυχα. Περὶ τὰ ξημερώματα τῆς 11ης Αὐγούστου συνέβη κάτι τὸ ἐκπληκτικό, τὸ ἀναπάντεχο. Μιὰ Ἑλληνικὴ περίπολος ποὺ ἔκαμνε ἀναγνωριστικὲς ἐπιχειρήσεις, γιὰ νὰ ἐξακριβώσει ἀπὸ ποὺ οἱ ἐχθροὶ θὰ ἐπιτίθεντο, βρῆκε τὰ χαρακώματα τῶν Τούρκων γεμάτα νερὸ ἀπὸ τὴ βροχὴ καὶ πολλοὺς Τούρκους στρατιῶτες πνιγμένους μέσα σ’ αὐτά. Νεκρικὴ σιγὴ βασίλευε παντοῦ. Στὸ μεταξὺ ξημέρωσε γιὰ καλά. Οἱ χρυσὲς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου πέφτουν στὴ γῆ καὶ χαιρετοῦν τὴν ἄγρυπνη πόλη. Οἱ τηλεβόες σιγοῦν. Οἱ ἐχθροὶ δὲν φαίνονται. Μήπως κοιμοῦνται; Τί νὰ συμβαίνει ἄραγε;
Μὰ δὲν τὸ εἴπαμε; Ἡ ἐλπίδα στὸν Θεὸ «οὐ καταισχύνει». Δὲν ντρὸ πιάζει ποτὲς ἐκεῖνο ποὺ τὴν ἔχει. Καὶ νά!
Ὅλη τὴ νύχτα ὁ θαυματουργὸς ἐκεῖνος ὑπερασπιστῆς τῆς νήσου, ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας τῆς Κύπρου μὲ οὐράνια στρατιὰ συνοδεία κτύπησε ἄγρια τους Ἀγαρηνούς, καὶ τοὺς διέλυσε καὶ τοὺς διεσκόρπισε. Αὐτὰ ὁμολογοῦσαν οἱ ἴδιοι οἱ Ἀγαρηνοί το πρωὶ ποὺ ἔφευγαν «χωρὶς διῶκον τος». Σωρεία τὰ πτώματα στὴν παραλία. Τὰ ἀπομεινάρια τῆς τούρκικης στρατιᾶς μαζεμένα στὰ λίγα πλοῖα ποὺ ἀπέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀληθινά! «Τὸν ἐλπίζοντα ἐπὶ Κύριον ἔλεος κυκλώσει». Καὶ «αὐτὴ ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἠμῶν». (Ἃ’ Ἴωαν. ε’, 4). Δηλαδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο, ἡ πίστη μας.
Ἡ Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ὁ πιστὸς λαός, μαζεμένος στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου, δοξολογεῖ τὸν Θεὸ καὶ ψάλλει μὲ δυνατὴ φωνή:
-Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ… δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου… Ναί! δόξα στὸν Παντοδύναμο Χριστό, ποὺ σὲ δόξασε. Δόξα καὶ σὲ σένα ἅγιε, ποὺ μὲ τὴ χάρη Τοῦ ἐνεργεῖς τὰ τόσα θαύματά σου.
Τί εὐλογία Θεοῦ θὰ ἦταν, ἂν καὶ οἱ κάτοικοι τῆς εὐλογημένης αὐτῆς νήσου, τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου μας, θυμόντουσαν κάπου – κάπου τὶς ρίζες τους καὶ ζητοῦσαν, ναί! καὶ ζητούσαμε ὅλοι ἀπὸ τὶς μυριάδες τῶν ἁγίων μας τὶς πρεσβεῖες τους γιὰ τὴν εὐτυχία καὶ τὴν ἐλευθερία μας! Τὶς ζητήσαμε τελευταία το 1955-59 καὶ μᾶς τὶς πρόσφεραν. Κι ἡ δράκα τῶν πιστῶν παιδιῶν μᾶς νίκησε κι ἐξευτέλισε μιὰ αὐτοκρατορία. Σωρεία τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν τότε. Θαύματα μεγάλα, ἀφάνταστα, τρανταχτά. Γιατί δὲν τὶς ζητοῦμε καὶ τώρα; Γιατί δὲν μεταβάλλουμε τὸ νησί μας ἀπὸ ἕνα χῶρο ἁμαρτίας καὶ διαφθορᾶς σὲ ἕνα στρατόπεδο προσευχῆς; Ἀλήθεια! Γιατί; Γιατί;
Ἡ ἀνέλπιστη σωτηρία τῆς νήσου ἀπὸ τὴν ἐκστρατεία τῶν Τούρκων ἀνάγκασε κι αὐτὴ τὴν ἀριστοκρατία τῶν Ἐνετῶν, νὰ ἀναγνωρίσει ὡς ἐλευθερωτὴ τῆς Κέρκυρας τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα. Καὶ ὡς ἐκδήλωση εὐγνωμοσύνης νὰ προσφέρει στὸν ναὸ μιὰ ἀσημένια πολύφωτη κανδήλα, καὶ νὰ ψηφίσει ὥστε τὸ λάδι ποὺ θὰ χρειαζόταν κάθε χρόνο γιὰ τὸ ἄναμμα τῆς κανδήλας αὐτῆς, νὰ προσφέρεται ἀπὸ τὸ Δημόσιο. Μὲ ψήφισμα τῆς πάλι ἡ Ἑνετικὴ διοίκηση καθιέρωσε τὴν 11 Αὐγούστου, σὰν ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ ἁγίου καὶ λιτανεύσεως τοῦ ἱεροῦ Σκηνώματός Του.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ τῆς σωτηρίας τῆς νήσου, ἀκολούθησε κι ἄλλο θαῦμα πολὺ μεγάλο κι ἐξαιρετικό, ἀλλὰ καὶ φοβερὸ στὴν ὅλη του ἐμφάνιση καὶ παρουσία.
- Ὁ ἀρχιναύαρχος τοῦ Ἑνετικοῦ στόλου καὶ διοικητὴς τῆς νήσου Κερκύρας, Ἀνδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατὰ ἕνα τρόπο πιὸ φανερὸ καὶ πιὸ θεαματικὸ νὰ ἐκδηλώσει τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν ἅγιο γιὰ τὴ σωτηρία, ἀποφάσισε νὰ στήσει στὸν ναὸ ἕνα θυσιαστήριο ἀκόμη. Ἕνα θυσιαστήριο γιὰ νὰ γίνεται ἐπάνω σ’ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατὰ τὸ Λατινικὸ δόγμα. Τὸ θυσιαστήριο, ἀλτάριο κατὰ τοὺς Λατίνους, θὰ κτιζόταν δίπλα στὴν Ἁγία Τράπεζα τῶν Ὀρθοδόξων κι ἐκεῖ θὰ γινόταν ἀπὸ Λατίνο ἱερέα ἡ θεία Λειτουργία. Στὴ σκέψη τοῦ αὐτὴ πολὺ ἐνισχύθηκε ὁ Ἐνετὸς διοικητὴς καὶ ἀπὸ ἕνα θεολόγο Λατίνο σύμβουλό του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ὁ τελευταῖος θεώρησε τὴν εὐκαιρία μοναδικὴ γιὰ νὰ τοποθετήσει στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου ἀλτάριο, δηλαδὴ ἁγία Τράπεζα φράγκικη καὶ νὰ τελεῖται μέσα στὸν ὀρθόδοξο ναὸ τοῦ ἁγίου ἡ θεία Λειτουργία μὲ ἄζυμα, κατὰ τὸ δικό τους τὸ δόγμα. Μετὰ τὴ γνωμοδότηση, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸν σύμβουλο τοῦ ὁ διοικητὴς Ἀνδρέας Πιζάνης, κάλεσε τοὺς ἱερεῖς τοῦ Ναοῦ καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε τὸν σκοπό του καὶ ζήτησε κατὰ κάποιο τρόπο ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τὴ συγκατάθεσή τους. Ἐκεῖνοι, ὅπως ἦτο φυσικό, ἀρνήθηκαν κι ὑπέδειξαν, πώς αὐτὸ θὰ ἦταν μιὰ καινοτομία ἀσύγγνωστη καὶ ἐπιζήμια καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἔπρεπε νὰ γίνει. Στὴν ἄρνηση τῶν ἱερέων νὰ συγκατατεθοῦν στὴν τοποθέτηση τοῦ ἀλταρίου, ὁ διοικητὴς τοὺς ἀπείλησε κι ἀποφάσισε νὰ προχωρήσει στὴν ἐκτέλεση τοῦ σχεδίου τοῦ χωρὶς τὴν ἄδειά τους. Οἱ ἱερεῖς στὴν ἐπιμονὴ τοῦ κατέφυγαν μὲ δάκρυα στὸν ἅγιό τους καὶ ζήτησαν μὲ θερμὴ προσευχή, τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία του. Ὁ διοικητὴς μὲ τὸ δικαίωμα ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ ἐξουσία, προσπάθησε ἀνεμπόδιστα νὰ προχωρήσει στὴν ἐκτέλεση τῆς παράνομης ἐπιθυμίας του. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος, γιὰ νὰ προλάβει μιὰ τέτοια ἀπαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατὰ συνέχεια νύκτες στὸν ὕπνο του μὲ τὸ ἔνδυμα ὀρθόδοξου μονάχου καὶ τοῦ συνέστησε νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀπόφασή του, διαφορετικὰ θὰ τὸ μετανοιωνε πολὺ πικρά. Τρομαγμένος ὁ διοικητὴς κάλεσε τὸν σύμβουλό του καὶ τοῦ φανέρωσε καὶ τὶς δύο φορὲς τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἁγίου. Ὁ θεολόγος σύμβουλος γέλασε καὶ τὶς δύο φορὲς κι ὑπέδειξε πῶς δὲν ἔπρεπε αὐτὸς ἕνας μορφωμένος ἄρχοντας νὰ βασισθεῖ στὰ ὄνειρα, ποὺ εἶναι ἔργο, ὅπως τοῦ εἶπε, τοῦ διαβόλου καὶ ποὺ σκοπὸ ἔχουν νὰ παρεμποδίσουν καὶ νὰ ματαιώσουν ἕνα καλὸ καὶ θεάρεστο ἔργο.
Τὰ λόγια τοῦ συμβούλου διασκέδασαν τὸν φόβο τοῦ διοικητοῦ, ὁ ὁποῖος μάλιστα τὴν ἑπομένη ἥμερα 11 Νοεμβρίου 1718 ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὴ συνοδεία τοῦ πρωὶ-πρωὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου γιὰ νὰ προσκυνήσει τάχατες τὸ λείψανο καὶ νὰ ἀνάψει τὸ καντήλι του. Οὐσιαστικὰ ὅμως πῆγε ἐκεῖ γιὰ νὰ καταμετρήσει τὸ μέρος ποὺ θὰ κτιζόταν τὸ ἀλτάριο καὶ νὰ καθορίσει καὶ τὶς διαστάσεις του, μῆκος, πλάτος καὶ ὕψος.
Ἐκεῖ στὸν ναὸ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορᾶ ἀγωνίστηκαν οἱ ἱερεῖς μὲ κάθε τρόπο, νὰ τὸν ἀποτρέψουν ἀπὸ τοῦ νὰ ἐκτελέσει τὸ σχέδιό του. Ἄδικα, ὅμως. Ὁ ἄρχοντας, ὄχι μόνο δὲν μεταπείσθηκε, ἀλλὰ καὶ μὲ σκληρὸ καὶ βάναυσο τρόπο τοὺς ἀπείλησε πώς, ἂν τοῦ ξαναμιλοῦσαν γι’ αὐτὸ τὸ θέμα, θὰ τοὺς ἔστελλε φυλακὴ στὴ Βενετία.
Ἔφυγε ὁ διοικητὴς μὲ τὴ συνοδεία του, μὲ τὴν ἀπόφαση τὴν ἑπομένη τὸ πρωί, δηλαδὴ στὶς 12 τοῦ Νοέμβρη, οἱ ἄνθρωποί του νὰ ἐρχόντουσαν νά ἀρχίσουν τὸ ἔργο. Οἱ ἱερεῖς κι ἕνας ἀριθμὸς πιστῶν ἔμειναν ἐκεῖ, συνεχίζοντας μὲ δάκρυα τὶς παρακλήσεις τοὺς μπροστὰ στὴν ἀνοικτὴ λάρνακα, ποὺ περιεῖχε τὸ σεπτὸ λείψανο.
Πέρασε ἡ μέρα. Νύχτωσε. Κοντὰ στὰ μεσάνυχτα, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ ὑπέροχος χρονικογράφος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, στὸ βιβλίο τοῦ «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντὲς καὶ κεραυνοὶ συνταράζουν τὴν πόλη. Ὁ σκοπός, ποὺ βρισκόταν στὴν εἴσοδο τοῦ φρουρίου κοντὰ στὴν πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχὸ νὰ προχωρεῖ μ’ ἕνα δαυλὸ ἀναμμένο στὸ χέρι καὶ νὰ μπαίνει στὸ Φρούριο. Πρόφτασε καὶ τοῦ φώναξε:
-Ποιὸς εἶσαι; Ποῦ πᾶς; Μιὰ φωνὴ τοῦ ἀπήντησε. – Εἶμαι ὁ Σπυρίδων.
Τὴν ἴδια ὥρα τρεῖς φλόγες βγῆκαν ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ τῆς ἐκκλησίας ἐνῶ ἕνα χέρι ἅρπαξε τὸν σκοπὸ καὶ τὸν πέταξε στὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ κάστρου. Ὁ σκοπὸς ἔπεσε ὄρθιος χωρὶς νὰ πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μιὰ δυνατή, ἐκκωφαντικὴ ἔκρηξη ἀκούστηκε. Καὶ τὸ φρούριο τινάχτηκε στὸν ἀέρα μὲ ὅλα τα γύρω σπίτια. Ἡ καταστροφὴ ὑπῆρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ὁ διοικητὴς Ἀνδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρὸς μὲ τὸν τράχηλο ἀνάμεσά σε δύο δοκάρια. Καὶ ὁ θεολόγος σύμβουλός του, νεκρὸς ἔξω ἀπὸ τὸ τειχόκαστρο μέσα σὲ ἕνα χαντάκι, στὸ ὁποῖο ἔτρεχαν τὰ ἀκάθαρτα νερὰ τῶν ἀποχωρητηρίων τῆς πόλεως. Τὸ ἀσημένιο πολύφωτο κανδήλι, ποὺ ἔκανε δῶρο ὁ ἄρχοντας στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου, κατέπεσε μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταστραφεῖ ἡ βάση του. Τὸ κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στὸ ἴδιο μέρος, ὅπου βρέθηκε πεσμένο. Ἔτσι μὲ ἀλάλητη φωνὴ μαρτυρεῖ ὡς σήμερα τὴ συμφορά, ποὺ ἔγινε. Καὶ στὴ Βενετία, ἐκεῖ μακρυὰ στὴ Βενετία, τὴν ἴδια στιγμὴ ἔπεσε κεραυνὸς στὸ μέγαρο τοῦ Ἀνδρέα Πιζάνη, τρύπησε τὸν τοῖχο κι ἔκαψε τὸ πορτραῖτο τοῦ ἄρχοντα. Τὴν εἰκόνα του. Μόνο τὴν εἰκόνα του.
Θὰ ἦταν ἀληθινὴ εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό, ἂν οἱ λέξεις αὐτὲς τούτου τοῦ ὕμνου γίνονταν γιὰ τὸν κάθε κάτοικο αὐτῆς τῆς νήσου μήνυμα προσευχῆς καὶ καθημερινὸ βίωμα. Μήνυμα προσευχῆς… Ἡ ἐπανάληψη κάποιων ἀληθειῶν, μπορεῖ νὰ εἶναι μερικὲς φορὲς κουραστικὴ κι ἀνιαρή. Ὁπωσδήποτε, ὅμως, ὠφέλιμη.
Στὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολή του, κεφάλαιο γ’ καὶ στίχος 1 ὁ θεῖος Παῦλος χρησιμοποεῖ τὴν ἐπανάληψη λέγοντας: «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί μου, χαίρετε ἐν Κυρίω’ τὰ αὐτὰ γράφειν ὑμὶν ἐμοὶ μὲν οὐκ ὀκνηρόν, ὑμὶν δὲ ἀσφαλές». Δηλαδή, ἀδελφοί μου, ἡ προτροπή, ποὺ ὑπολείπεται νὰ σᾶς κάμω, εἶναι τούτη. Χαίρετε πάντα τὴ χαρά, ποὺ φέρνει στὸν καθένα ἡ στενὴ σχέση καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο. Σᾶς τὸ εἶπα καὶ προηγουμένως. Τὸ νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ καὶ πάλι γράφοντάς σας τὰ ἴδια, σὲ μένα τοῦτο δὲν προκαλεῖ ἐνόχληση’ οὔτε καὶ βαριέμαι νὰ τὸ κάμω. Σέ σας, ὅμως, τοῦτο εἶναι ἀσφάλεια.
Γράψαμε πιὸ πάνω πόσο μεγάλη τιμὴ εἶναι γιὰ τὴν Κύπρο μας νὰ ἔχει κοντὰ στὸν Κύριο ἕνα τέτοιο πρεσβευτὴ σὰν τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα. Γεννᾶται, ὅμως, τὸ ἐρώτημα:
Συνειδητοποιοῦμε ὅλοι οἱ χριστιανοὶ αὐτὴ τὴν τιμή; Φροντίζουμε μὲ ἔργα καὶ τὴν ὅλη ζωή μας νὰ δείχνουμε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμησή μας στὸν μεγάλο ἅγιό μας καὶ προστάτη μας; Γιορτάζουμε καθὼς πρέπει τὴ μνήμη του; Κι ἀκόμη φροντίζουμε στὶς ποικίλες μας περιστάσεις καὶ δυσκολίες νὰ προστρέξουμε μὲ πίστη φλογερὴ στὸν Κύριο καὶ νὰ ἐκζητοῦμε διὰ τῶν πρεσβειῶν τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου μας κι ἰδιαίτερα διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου; Ἡ πραγματικότητα δυστυχῶς, ὅπως τὴ ζοῦμε, μᾶς διαψεύδει. Κι ὅμως εἶναι καιρὸς νὰ συνέλθουμε. Ἃς εἶναι καὶ τὴ δωδέκατη παρά… εἶναι ἀνάγκη νὰ συνέλθουμε καὶ νὰ καταφύγουμε στὸν «δυνάμενον σώζειν» καὶ μὲ καρδία «συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην» νὰ ζητήσουμε τὴ βοήθειά του. Καὶ θὰ μᾶς ἀκούσει ὁ Κύριος. Ναί! Θὰ μᾶς ἀκούσει.
Γιατί, ὅπως ψάλλει κι ὁ θεοφώτιστος ψαλμωδός, ὁ Κύριος εἶναι πάντα κοντὰ σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται. «Ἐγγὺς Κύριος πάσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν, πάσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτὸν ἐν ἀλήθεια. Θέλημα τῶν φοβούμενων αὐτῶν ποιήσει κοίτης δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται καὶ σώσει αὐτοὺς» (Ψάλμ. ρμδ’, 18-19). Ἀκούει ὁ Κύριος ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἁγνὰ ἐλατήρια. Τοὺς ἀκούει καὶ τοὺς προσφέρει αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητοῦν. Κι ἐμᾶς θὰ μᾶς ἀκούσει καὶ θὰ μᾶς δώσει αὐτὸ ποὺ θὰ τοῦ ζητήσουμε: Τὴ λύτρωση ἀπὸ τὰ δεινά, τὴν ποθητὴ ἐλευθερία. «Πιστὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ἠμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὁ δυνάμεθα, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῶ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ἠμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Ἃ’ Κορ. ι’, 13). Εἶναι ἄξιος κάθε ἐμπιστοσύνης ὁ Θεός. Καί, σύμφωνα μὲ τὶς ὑποσχέσεις του, δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει νὰ δοκι μασθοῦμε παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι ἀντέχουμε. Κάτι περισσότερο. Μαζὶ μὲ τὴ δοκιμασία θὰ φέρει καὶ τὸ τέλος της, καθὼς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν ἀντέξουμε. Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ πρέπει πάντα νὰ τὸ θυμόμαστε. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας βεβαιώνει πῶς πάντα ἀκούει τὶς προσευχὲς τῶν πιστῶν παιδιῶν του. «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμὶν» μᾶς λέγει. «Ζητεῖτε καὶ εὐρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμὶν» (Ματθ. ζ’, 7).
Εἶναι καιρὸς τὸ νησί μας, «ἡ Νῆσος τῶν Ἁγίων» νὰ ξαναγίνει ἕνα στρατόπεδο προσευχῆς, ἂν θέλουμε νὰ ἰδοῦμε καλύτερες μέρες. Εἶναι καιρὸς νὰ σταματήσει ἀπὸ ὅλους ἡ ἀνόητη συνήθεια, ποὺ δέρνει τὰ τελευταῖα χρόνια τοῦτο τὸν μαρτυρικὸ τόπο• «τῶν οἰκιῶν ἠμῶν ἐμπιπραμένων» ἐμεῖς νὰ μὴν ἔχουμε ἄλλη ἔγνοια παρὰ μόνον τὰ καρναβάλια καὶ τὶς δισκοθῆκες!
Εἶναι καιρὸς πιὰ νὰ συνέλθουμε. Εἶναι καιρὸς νὰ ἀνανήψουμε. Εἶναι καιρὸς ὅσοι ποθοῦμε νὰ ἰδοῦμε καλύτερες μέρες νὰ φροντίσουμε νὰ παραδειγματισθοῦμε ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων, σὲ παρόμοιες σὰν καὶ τὴ δική μας περιστάσεις. Αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴν Κέρκυρα τὸ 1940-41 εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἐνδεικτικό, ἀλλὰ ἀποδεικτικό της ἀξίας τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὸν Χριστό. Ἀναφέρουμε τὸ παράδειγμα αὐτό, ὄχι γιατί εἶναι μοναδικό, ἄλλα μιὰ καὶ μιλοῦμε γιὰ τὸ καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ τὸ εὐλογημένο νησὶ ποὺ κατέχει τὸ ἅγιο Σκήνωμά του, τὸ βρίσκουμε ἐπίκαιρο.
Ὅταν στὶς 28 τοῦ Ὀκτώβρη τοῦ 1940 μᾶς κτύπησαν οἱ Ἰταλοί, οἱ Κερκυραῖοι ἔβαλαν τελεία καὶ παύλα, ὅπως λέμε στὴν προηγούμενη ζωή τους. Μὲ συντριβὴ ψυχῆς στράφηκαν πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ βαθιὰ πίστη ἄρχισαν νὰ ἐπιζητοῦν ἀπὸ τὸν Προστάτη τοὺς τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα, τὶς ἱκεσίες καὶ τὴ βοήθειά του γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Ἑλλάδος μας, καὶ ἰδιαίτερά της νήσου των. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀλλαγῆς τῆς ζωῆς τους, ἔφερε τὸ ποθούμενο. Μολονότι τρεῖς μέρες μετὰ τὴν ἐπίθεση ἐνάντια στὴν Ἑλλάδα μας ἡ Κέρκυρα δεχόταν τὴν πρώτη καὶ ἐπὶ ἕνα ἔτος τὶς καθημερινὲς ἀεροπορικὲς ἐπιθέσεις τῶν Ἰταλῶν ἀεροπόρων, ἐν τούτοις οἱ ζημιὲς ὑπῆρξαν ἐλάχιστες.
Κατὰ τὶς ἐπιδρομὲς αὐτὲς ποὺ δὲν σταμάτησαν οὔτε καὶ τὰ Χριστούγεννα συνέβαινε κάτι τὸ πολὺ περίεργο. Ἂν καὶ τὰ Ἰταλικὰ ἀεροπλάνα πετοῦσαν συνήθως πολὺ χαμηλά, μιὰ καὶ ἡ Κέρκυρα δὲν διέθετε ἀντιαεροπορικὴ ἄμυνα, ἐν τούτοις οἱ βόμβες τοὺς κατὰ κανόνα δὲν ἔπεφταν μέσα στὴν πόλη, ἀλλὰ μακρυὰ στὴ θάλασσα. Λὲς καὶ κάποιο χέρι τὶς ἔσπρωχνε ἐκεῖ. Κι ὅταν κάποτε σ’ ἕνα βομβαρδισμὸ μιὰ βόμβα ἔπεσε στὸν γυναικωνίτη τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου, ποὺ ἃς σημειωθεῖ ἦταν γεμάτη ἀπὸ γυναικόπαιδα, ἡ βόμβα δὲν ἐξερράγη. Ὁ πυροδοτικός της μηχανισμὸς δὲν λειτούργησε. Ὁ ἅγιος δὲν τὸ ἐπέτρεψε. Ποιὸς μπορεῖ σ’ αὐτή, μὰ καὶ σ’ ἄλλη παρόμοια περίπτωση νὰ σιωπήσει καὶ νὰ μὴν ἀναφωνήσει: «Δοξασμένον τὸ Πανάγιον Ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰώνας, γλυκύτατε Ἰησοῦ».
Πολὺ χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ τοῦ Παροιμιαστοῦ. Καὶ ἀξίζει νὰ τὸ ἐνθυμούμαστε πάντοτε. «Ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ. οἱ δὲ ἐμὲ ζητοῦντες εὐρήσουσι χάριν». Ὅσους μὲ ἀγαποῦν, δηλαδή, ἐγὼ τοὺς ἀγαπῶ. Κι ὅσοι μὲ ζητοῦν θὰ βροῦν μεγάλη χάρη καὶ εὐλογία. Καιρὸς νὰ τὸ καταλάβουμε. Καιρὸς ἀκόμη νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅλοι μας, ὅτι ἀληθινὴ εὐτυχία καὶ χαρά, χαρὰ ἀτομικὴ καὶ ἐθνική, μόνον κοντὰ στὸν Χριστὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει.
Οἱ κάτοικοι τῆς Κέρκυρας σὲ κάθε δυσκολία δὲν παραλείπουν ἀπὸ τοῦ νὰ καταφεύγουν στὸν ἅγιο καὶ νὰ ἐκζητοῦν μὲ πίστη φλογερὴ τὴ μεσιτεία του. Σ’ αὐτὴ τοὺς τὴ ζηλευτὴ συνήθεια ἃς τοὺς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς. Μεγάλο θὰ εἶναι τὸ κέρδος μας. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ πίστη μας. Τὸ βεβαιώνει ἡ ἱστορία τοῦ ἁγίου.
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματά του. Γι’ αὐτὸ καὶ δεκάδες πολλές τα χρυσὰ κανδήλια, δῶρα εὐλαβῶν ψυχῶν ποὺ κρέμονται πάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴ λάρνακα, ποὺ φιλοξενεῖ τὸ ἅγιο λείψανό Του. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν καὶ μαρτυροῦν τὴ βαθιὰ ἐκτίμηση κι εὐλάβεια στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου μας ἀπὸ μέρους τῶν εὐεργετηθέντων. Ὀγδόντα ναοὶ στὴν Ἑλλάδα μᾶς διακηρύττουν τὸν σεβασμὸ τοῦ φιλοθρήσκου Ἑλληνικοῦ λαοῦ στὴ μνήμη του. Ἀπὸ ὅλα τα μέρη τοῦ κόσμου χιλιάδες πιστοὶ ἀναλαμβάνουν ταξίδια μακρινὰ κάθε χρόνο γιὰ νὰ πᾶνε στὴ χάρη του, νὰ προσκυνήσουν τὸ ἅγιο Σκήνωμά του καὶ νὰ παρακολουθήσουν τὶς συγκινητικὲς καὶ θεαματικὲς λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τὸν χρόνο. Μιὰ κατὰ τὸ Μ. Σάββατο σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴ σιτοδεία. Δεύτερη κατὰ τὴν Κυριακή των Βαΐων σὲ ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τρομερὴ ἐπιδημία τῆς πανώλους (πανούκλας). Τρίτη ἡ λιτανεία τῆς 11ης Αὐγούστου γιὰ ἀνάμνηση τῆς σωτηρίας τῆς νήσου ἀπὸ τὴν τουρκικὴ ἐκστρατεία. Καὶ τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου γιὰ νὰ θυμοῦνται τὴ δεύτερη θαυμαστὴ ἀπαλλαγὴ τῆς νήσου ἀπὸ τὴν πανώλη.
Ἡ σύνδεση τοῦ Ἁγίου μέ τήν Κέρκυρα καί θαύματα
Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ὑπῆρξε γέννημα καί θρέμμα τῆς νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς Κύπρου, ἡ ὁποία τόν τιμᾶ μέ σεμνή καύχηση καί καταφεύγει στήν προστασία του.
Πῶς ὅμως συνδέθηκε ὁ Ἅγιος μέ τήν Κέρκυρα, ἀφοῦ οὔτε μιά φορά δέν τήν ἐπισκέφθηκε ὅσο ζοῦσε;
Ἀφοῦ πέρασαν μερικά χρόνια μετά τήν κοίμηση τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του
κι οἱ πιστοί χριστιανοί διαπίστωσαν μέ θαυμασμό ὅτι τό σῶμα του εἶχε διατηρηθεῖ ἀκέραιο κι ἀλώβητο ἀπό τή φυσική φθορά. Ἔτσι τοποθέτησαν τό ἱερό του λείψανο σέ εἰδική λάρνακα γιά νά τό προσκυνοῦν καί νά λαμβάνουν χάρη καί εὐλογία. Ὡστόσο, ὅταν ἄρχισαν οἱ ἀραβικές ἐπιδρομές στήν Κύπρο (648 μ.Χ.) τό ἱερό λείψανο μεταφέρθηκε γιά ἀσφάλεια στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παρέμεινε μέχρι τήν Ἅλωση. Ἔπειτα τό τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου, προκειμένου νά μήν βεβηλωθεῖ ἀπό τούς Τούρκους, μεταφέρθηκε κρυφά στήν Κέρκυρα, ὅ που φυλάσσεται μέχρι σήμερα.
Ἀπό τότε ἡ ἱστορία τῆς Κέρκυρας καί ἡ ζωή των κατοίκων της συνδέθηκε σέ τόσο μεγάλο βαθμό μέ τόν Ἅγιο, ὥστε Κέρκυρα καί ἅγιος Σπυρίδωννά ἀποτελοῦν πλέον ἕναν ἀδιάρρηκτο δεσμό, μία ἑνιαία ταυτότητα. Αὐτόδέν συμβαίνει μόνο ἐπειδή ἡ Κέρκυρα ἀξιώθηκε νά διαφυλάττει τόν ἀνεκτίμητο θησαυρό τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου, ἀλλά καί διότι ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή πού τό ἄφθαρτο σκήνωμά του βρέθηκε στήν Κέρκυρα ἀ νέλαβε τόνησί κάτω ἀπό τήν προστασία του. Αὐτό ἄλλωστε ἀποδεικνύει ἡ τιμή καί ἡ εὐγνωμοσύνη μέ τήν ὁποία περιβάλλουν τόν Ἅγιο οἱ Κερκυραῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐ κτός ἀπό τήν ἡμέρα τῆς μνήμης του στίς 12 Δεκεμβρίου, ἑορτάζουν καί ἄλλες ἡμέρες τήν ἀνάμνηση διαφόρων θαυμάτων του καί περιφέρουν τό ἱερό σκήνωμά του μέ λαμπρές λιτανεῖες τέσσερις φορές τό χρόνο.
Τέσσερις ξεχωριστές ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες ἡ βενετοκρατούμενη Κέρκυρα σώθηκε εἴτε ἀπό θανατηφόρες ἀσθένειες, εἴτε ἀπό τήν πείνα εἴτε ἀπό ἐχθρικές ἐπιδρομές.
Πιό συγκεκριμένα, τό 1553 ὁ Ἅγιος ἔ σωσε τό νησί ἀπό τήν ἔλλειψη σιταριοῦ καί τήν πείνα. Ἦταν Μέγα Σάββατο καί τρία πλοῖα φορτωμένα μέ σιτάρι ταξίδευαν πρός τήν Ἰταλία. Ξαφνικά οἱ ναῦτες εἶδαν ἕνα ρασοφόρο γέροντα νά τούς δείχνει ἄλλη κατεύθυνση. Τήν ἴδια ὥρα ἄκουσαν ἐπιβλητική καί δυνατή μία φωνή: «Στήν Κέρκυρα νά πᾶτε. Πεινοῦν οἱ ἄνθρωποι… Πηγαίνετε καί θά πληρωθεῖτε ἐκεῖ». Καί πράγματι πῆγαν. Καί οἱ Κερκυραῖοι, ὅταν συνειδητοποίησαν μέ ποιό τρόπο ἦλθε τό ἀπρόσμενο δῶρο, εὐχαρίστησαν τόν Θεό καί τόν ἅγιο προστάτη τους. Γιά τό λόγο αὐτό καθιερώθηκε ἡ λιτανεία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Τό 1630 ἀλλά καί τό 1673, ὅταν ἡ ἐπιδημία τῆς πανώλης σκόρπιζε τό θάνατο στό νησί, οἱ παρακλήσεις στόν ἅγιο Σπυρίδωνα προκάλεσαν τήν ἐπέμβασή του, ὥστε νά ἐξαφανιστεῖ κά θε ἴχνος ἀπό τήν ἀσθένεια. Ἔτσι καθιερώθηκαν ἀντιστοίχως ἡ λιτανεία τῆς Κυριακῆς τῶνΒαΐων καί ἡ λιτανεία κάθε πρώτη Κυριακή τοῦ Νοεμβρίου. Τέλος, τό 1716 ὁ Ἅγιος ἀπάλλαξε τό νη σί ἀπό τήν πολιορκία τῶν Τούρκων. Γιά τό λόγο αὐτό καθιε ρώθη κε ἡ λιτανεία τῆς 11ης Αὐγούστου.
Τό 1718, ὅταν ὁ Βενετός διοικητής Ἀνδρέας Πιζάνης ἐπέμενε νά τοποθετήσει ἁγία Τράπεζα γιά νά λειτουργοῦν οἱ παπικοί μέσα στό ναό τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ὁ Ἅγιος μέ θαυμαστό τρόπο ἐπενέβη καί ἀπέτρε ψε τή βεβήλωση αὐτή. Ἡ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος ἑορτάζεται κά θε χρόνο στίς 12 Νοεμβρίου.
Ἀλλά καί στίς 28 Ὀκτωβρίου 1940, χάρη στήν θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἡ Κέρκυρα ἔ μεινε ἀλώβητη στίς ἐπιθέσεις τῶν Ἰταλῶν. Οἱ ἐχθρικές βόμβες δέν ἔβρισκαν τό στόχο τους, ἀλλά ἔπεφταν στή θάλασσα. Μία μόνο βόμβα ἔπεσε μέσα στό γυναικωνίτη τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἀλλά αὐτή δέν ἐξερρά γη, γιά νά γίνει ἀκόμη πιό χειροπιαστό τό θαῦμα τῆς προστασίας τοῦ Ἁγίου.
Κι εἶναι πολλά ἀκόμη –ἀμέτρητα– τά γνωστά καί ἄγνωστα θαύματα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, τά ὁποῖα ἔζησαν προσωπικά ὅ σοι εὐλαβοῦνται τόν Ἅγιο καί ζητοῦν μέ πίστη τή βοήθειά του. Εἶναι ὁλοφάνερο λοιπόν γιατί ὁ ἅγιος Σπυρίδων εἶναι καί θεωρεῖται πολιοῦχος τῆς Κέρκυρας. Κι εἶναι ἀκόμη πιό ὁλοφάνε ρο ὅτι κάθε πόλη καί χώρα πού καταφεύγει στή χάρη τῶν Ἁγίων, ἀπολαμβάνει τή θαυματουργική προστασία τους.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!