῾Ο ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στὴν πόλη Πραιτώρια, κοντὰ στὸν ᾽Ακράγαντα τῆς Σικελίας, ἐπὶ βασιλείας ᾽Ιουστινιανοῦ (527-565). Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Χαρίτων καὶ Θεοδότη, ἐκ τῶν ἐπιφανῶν τῆς πόλεως, ἐμπιστεύθηκαν τὸν ὀκταετῆ Γρηγόριο στὸν ἀνάδοχό του, ἐπίσκοπο Ποταμιανό, γιὰ νὰ λάβει τὴν καλύτερη δυνατὴ μόρφωση στὰ ἱερὰ καὶ θύραθεν γράμματα. Ἔμαθε γρήγορα νὰ διαβάζει καὶ γνώριζε ἤδη ἀπὸ στήθους τὸ Ψαλτήρι, ὅταν ἐκάρη ἀναγνώστης, σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν. Προικισμένος ἐκ φύσεως μὲ ὡραία φωνή, ἐμάγευε ὅλους τοὺς παρευρισκομένους ὅταν διάβαζε τὴν ῾Αγία Γραφή, τὸ νόημα τῆς ὁποίας ἧταν σὲ θέση νὰ ἐκφράζει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, καθόσον ἐγκαρτεροῦσε μέρα καὶ νύκτα στὴ μελέτη της, βοηθούμενος ἀπὸ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή. Σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ χρόνων, ἐνθαρρυμένος ἀπὸ ἕνα ὅραμα, ξεκίνησε γιὰ προσκύνημα στοὺς ῾Αγίους Τόπους, μὲ σκοπὸ νὰ κατανοήσει καλύτερα τὰ μυστήρια τῆς Γραφῆς.
῾Εφθασε πρῶτα στὴν Καρθαγένη, ὅπου συνάντησε τρεῖς μοναχοὺς προερχόμενους ἀπὸ τὴ Ρώμη, οἱ ὁποῖοι τοῦ πρότειναν νὰ τὸν πάρουν μαζί τους στὴν ῾Ιερουσαλήμ. Ἀκόμη καὶ στὸ ταξίδι, ὁ νέος δὲν ἑτρωγε παρὰ κάθε δύο ἤ τρεῖς ἡμέρες, ἐνασχολούμενος ἀκαταπαύστως μὲ τὴ μελέτη τῆς Γραφῆς. ᾽Αφοῦ ἐπισκέφθηκαν τὴν Τρίπολη καὶ ἄλλες περιοχὲς τῆς Αἰγύπτου, ἔφθασαν στὰ ῾Ιεροσοὅλυμα, ἀφοῦ ταξίδευσαν πεζῆ τέσσερις μῆνες. Προσκύνησαν μὲ δάκρυα στὰ μάτια ὅλους τοὺς τόπους ποὺ καθαγίασε μὲ τὴν παρουσία του ὁ Κύριος, καὶ ἐπισκέφθηκαν τὸ πλῆθος τῶν μοναχῶν τῆς πόλεως καὶ τῆς περιοχῆς γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία τους καὶ τὶς διδαχές τους, Πέρασαν τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ σὲ ἕνα μοναστήρι, ὅπου ὁ Γρηγόριος προξένησε τὸν θαυμασμὸ ὅλων τῶν μοναχῶν γιὰ τὴν αὐστηρή του ἄσκηση καὶ τὴν τόσο πρόωρη τελειότητά του στὶς ἀρετὲς τῆς ταπεινώσεως, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς φυλακῆς τῆς καρδίας ἀπέναντι στοὺς πονηροὺς λογισμούς.
Γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα πῆγαν στὴν πόλη καὶ τοὺς ὑποδέχθηκε θερμὰ ὁ πατριάρχης Μακάριος, ὁ ὁποῖος φωτισμένος ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα φανέρωσε τὴν ταυτότητα τῶν τριῶν μοναχῶν – Μάρκου, Σεραπίωνος καὶ Λεοντίου – οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν τὴν ἀνωνυμία τους μέχρι τότε. Τοὺς εὐχαρίστησε θερμὰ ποὺ εἶχαν φέρει μαζί τους τὸν Γρηγόριο, τοῦτο τὸ σκεῦος ἐκλογῆς, καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἡμερῶν αὐτῶν μπόρεσε νὰ θαυμάσει τὶς ἀρετὲς τοῦ νέου, ἰδιαιτέρως δὲ τὴν ἀδιάκοπη ἐντρύφησή του στὴ μελέτη τῆς ῾Αγίας Γραφῆς κατὰ τὶς μακρὲς ἀγρυπνίες.
Μετὰ τὶς ἑορτές, οἱ τρεῖς μοναχοὶ πῆραν τὸ πλοῖο γιὰ τήν Ρώμη καὶ στὸν δρόμο σταμάτησαν στά ᾽Ακράγαντα, ὅπου πληροφόρησαν τοὺς γονεῖς τοῦ Γρηγορίου καὶ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως γιὰ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία του. Τὴν Πεντηκοστή, ὁ Γρηγόριος χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν πατριάρχη Μακάριο, καὶ γιὰ ἕνα χρόνο ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ ῎Ορος τῶν ᾽Ελαιῶν. Κατόπιν ἀναχώρησε γιὰ τοὺς τραχεῖς ἀγῶνες τῆς ἐρήμου. Γιὰ τέσσερα χρόνια ἑζησε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση ἑνὸς ἑμπειρου στοὺς ἀγῶνες τῆς ἐρήμου Γέροντα καὶ ἐτελειώθη στὶς ἀρετὲς καὶ τὴ θεολογικὴ γνώση, σὲ σημεῖο νὰ λάβει τὴν προσωνυμία δεύτερος Χρυσόστομος.
᾽Επιστρέφοντας στὰ ῾Ιεροσολυμα ὑπηρέτησε ἕνα χρόνο στὸ Πατριαρχεῖο, ἐν συνεχείᾳ δὲ μετέβη στὴν ᾽Αντιόχεια, ὅπου ἐγκαταβίωσε σὲ ἕνα κελλὶ ποὺ τοῦ παραχώρησε ὁ πατριάρχης Εὐστάθιος. ῾Η γνώση καὶ οἱ ἀρετές του προκάλεσαν τὸν θαυμασμὸ ὅλων τῶν πιστῶν τῆς πόλεως, ἐκεῖνος ὅμως, ὑπακούοντας μόνον στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀναχώρησε μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη ὁδηγημένος ἀπὸ ἕνα ὅραμα. Ἒγινε δεκτὸς στὴ Μονὴ ῾Αγίων Σεργίου καὶ Βάκχου, ὅπου ἔζησε ὡς ξένος τῷ σώματι, τρώγοντας μόνον λίγα λαχανικὰ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ καὶ περνώντας ὅλες τὶς νύκτες του προσευχόμενος καὶ μελετώντας τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. ῾Ο ἡγούμενος ποὺ τὸν θαύμαζε, μίλησε γι’ αὐτὸν στὸν πατριάρχη, ὁ ὁποῖος ἀποφάσισε νὰ δοκιμάσει τὶς θεολογικές του γνώσεις. Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ ἱεράρχη ζήτησαν ἀπὸ τὸν ταπεινόφρονα Γρηγόριο νὰ τοὺς διαβάσει ἕνα δύσκολο ἐδάφιο ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ νὰ τοὺς τὸ ἐξηγήσει. ᾽Εκεῖνος τότε τὸ ἀπήγγειλε ἀπὸ μνήμης καὶ ἔδωσε μία φωτισμένη ἑρμηνεία του. ῎Εγινε ἔτσι ἕνας ἀπὸ τοὺς κοντινοὺς ἀνθρώπους τοῦ πατριάρχη, ὁ ὁποῖος ἀρεσκόταν νὰ συνομιλεῖ μαζί του γιὰ τὰ ἱερὰ δόγματα νύκτες ὁλόκληρες. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ διαιροῦσε τὴν ᾽Εκκλησία τῆς Κωνσταντινουπὸλεως, ἀλλὰ ὁ ἅγιος μπόρεσε νὰ μεταστρέψει τὴ γνώμη πολλῶν αἱρετικῶν μὲ τὸν λόγο καὶ τὴν ἀλάνθαστη γνώση τῆς Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων. ῎Ελαβε ἐξάλλου μέρος σὲ μία Σύνοδο ποὺ συγκάλεσε ὁ αὐτοκράτορας ᾽Ιουστίνος Β’ (565-578), ὅπου καὶ ἀντέκρουσε μὲ ἠρεμία καὶ βεβαιότητα τὰ ἐπιχειρήματα τῶν αἱρετικῶν.
῾Η ἐκτίμηση ποὺ ἔτρεφαν γιὰ τὸ πρόσωπό του ὁ αὐτοκράτορας καὶ ἡ αὐλὴ δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ φύγει ἐν συνεχείᾳ γιὰ τὴ Ρώμη, ὅπου ἀφοῦ προσκύνησε τοὺς τάφους τῶν ἁγίων ᾽Αποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου καθὼς καὶ τῶν πρώτων μαρτύρων ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Σάββα, ὅπου ζοῦσε ὁ πνευματικός του πατέρας, Μάρκος. Μόλις εἶχε κοιμηθεῖ τότε ὁ ἐπίσκοπος ᾽Ακραγαντίνων Θεόδωρος, καὶ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως δὲν κατάφερναν νὰ συμφωνήσουν στὴν ἐκλογὴ τοῦ διαδόχου του. Τελικά, οἱ ὑποστηρικτὲς τῶν διαφόρων ὑποψηφίων ἀποφάσισαν νὰ στείλουν ἀντιπροσώπους στὸν πάπα γιὰ νὰ ἀποφασίσει ἐκεῖνος, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πόλη καὶ τὸ τμῆμα ἐκεῖνο τῆς Σικελίας ἐξαρτιόταν τότε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. ῾Ο πάπας ποὺ ἦταν πληροφορημένος ἀπὸ τοὺς ἀντιπροσώπους του στὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Γρηγορίου, εἶδε τότε ἕνα ὅραμα ποὺ τοῦ φανέρωσε ὅτι ὁ σοφὸς αὐτὸς ἄνθρωπος διέμενε στὴ Ρώμη καὶ ἦταν ὁ μόνος ἄξιος νὰ ἀνέλθει στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο στά ᾽Ακράγαντα. Παρὰ τὶς ἀντιστάσεις τοῦ ἁγίου καὶ τὴν ἀποστροφή του πρὸς τὶς τιμές, τελικῶς χειροτονήθηκε. Στὸν δρόμο γιὰ τὴν πατρίδα του πραγματοποίησε πολλὰ θαύματα καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πρώτης Λειτουργίας του, παρουσίᾳ ὅλου τοῦ πασίχαρου λαοῦ, ἕνας ἐπίσκοπος ποὺ τὸν συνόδευε εἶδε ἕνα περιστέρι πάνω ἀπὸ τὸν ἅγιο.
῾Ο νέος ἐπίσκοπος ἄρχισε ἀμέσως τὸ ποιμαντικό του ἔργο: ἀναδιοργάνωσε τὴν ἐπισκοπή του, χειροτόνησε διακόνους καὶ πρεσβυτέρους, ἐπισκέφθηκε τὶς ἐνορίες, φρόντισε προσωπικὰ γιὰ τὴ βοήθεια στοὺς φτωχοὺς καὶ τὴν ἐκπαίδευση τῶν νέων. ῾Ο φθονερὸς ὅμως δαίμων δὲν τὸν ἄφησε γιὰ πολὺ ἐν εἰρήνη· προκάλεσε έναντίον του τὸν φθόνο τοῦ πρεσβυτέρου Σαβίνου καὶ τοῦ διακόνου Κρησκεντίνου, οἱ ὁποῖοι διέδωσαν ποταπὲς συκοφαντίες ἐναντίον τοῦ ἁγίου, λέγοντας πὼς θεράπευε χρησιμοποιώντας τὴ μαγεία καὶ πὼς ἦταν δαιμονισμένος, ἀφοῦ οὔτε ἑτρωγε οὔτε ἔπινε, Πλήρωσαν μάλιστα καὶ μία πόρνη γιὰ νὰ πεῖ ὅτι πέρασε μιὰ νύκτα μαζί του. ᾽Απέναντι σὲ τοῦτες τὶς πρόστυχες κατηγορίες, ὁ Γρηγόριος, ὁ μαθητὴς τοῦ πραότατου ᾽Ιησοῦ, δὲν ἀντέταξε καμμία προσπάθεια νὰ ἀπολογηθεῖ. ῎Αφησε μάλιστα νὰ τὸν φυλακίσουν, ἀφοῦ συγκράτησε τὸν λαὸ ποὺ ἤθελε νὰ τὸν ὑπερασπίσει μὲ τὴ βία, λέγοντας πὼς προτιμοῦσε νὰ δεῖ τὸ αἶμα του νὰ χύνεται, παρὰ νὰ γίνει ἀφορμὴ γιὰ ὁποιεσδήποτε βιαιότητες ἢ ἀδικίες. Τὸν μετέφεραν στὴ Ρώμη, ὅπου παρέμεινε φυλακισμένος δυόμισι χρόνια πρὶν δικασθεῖ ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο, στὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ παρευρίσκονται ἀντιπρόσωποι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Μὲ τὴν ἐνθάρρυνση τῶν ἁγίων ᾽Αποστόλων ποὺ τοῦ φανερώθηκαν καὶ τὸν προέτρεψαν νὰ δείξει ὑπομονή, ὁ Γρηγόριος περνοῦσε στὸ κελλί του ὅλη τὴν ὥρα του προσευχόμενος, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἔκρινε ἄξιο νὰ ὑποστεῖ ἀδικίες καὶ διώξεις. Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ (Ματθ. 5, 10-11). Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δίκης, ἡ πόρνη ποὺ ἐκλήθη ὡς μάρτυς ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ τρέμει σύγκορμη ἀπὸ σπασμοὺς καὶ ὁμολόγησε τὸ ψέμα της, καταγγέλλοντας ταυτοχρόνως τὴ δολιότητα τῶν κατηγόρων τοῦ ἁγίου. ῾Η ἀθωότητα τοῦ Γρηγορίου διακηρύχθηκε ἐπισήμως σὲ Λειτουργία ποὺ ἐτελέσθη στὴ βασιλικὴ τοῦ ῾Αγίου Πέτρου καὶ ὁ πάπας καταδίκασε τὸν Σαβίνο, τὸν Κρησκεντίνο καὶ τοὺς συνεργούς τους σὲ ἐξορία. ῾Ο Γρηγόριος ὅμως, ἀνίκανος γιὰ ὁποιαδήποτε μνησικακία ἀπέναντι στοὺς ἐχθρούς του, κατάφερε νὰ τοὺς δοθεῖ ἡ δυνατότητα νὰ ἐπιστρέψουν στά Ἀκράγαντα, παραμένοντας ὡστόσο ἀποκλεισμένοι ἀπὸ τὴν τάξη τοῦ κλήρου.
Κατόπιν αἰτήματος τοῦ πάπα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς φυλακίσεώς του είχε ἀποκτήσει μεγάλη φήμη θαυματουργοῦ, ἐλευθέρωσε τὸν Τίβερη ἀπὸ μεγάλα δένδρα ποὺ ἐμπόδιζαν τὴ ναυσιπλοία, θυμιάζοντάς τα μὲ τὴ βοήθεια ἀναμμένων κάρβουνων ποὺ κρατοῦσε στὸν μανδύα του, δίχως αὐτὸς νὰ καίγεται.
Μαθαίνοντας ὅτι οἱ ἀντίπαλοί του εἴχαν τοποθετήσει στὴ θέση του στὸν θρόνο στά ᾽Ακράγαντα τὸν Λεύκιο, ἕναν αἱρετικό, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπιπλέον καταστρέψει τίμια λείψανα, ὁ Γρηγόριος προτίμησε νὰ μὴ σταθεῖ αἰτία γιὰ νέες διχοστασίες. ῾Αφησε τὸν πάπα νὰ ἐκδιώξει τὸν αἱρετικὸ καὶ νὰ ρυθμίσει τὶς ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις στά ᾽Ακράγαντα καὶ ζήτησε νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του. Μετέβη λοιπὸν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, ἀφοῦ τιμήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ἀποσύρθηκε στὴν ἡσυχία, στὴ Μονὴ τῶν ῾Αγίων Σεργίου καὶ Βάκχου. Λίγο καιρὸ ἀργότερα ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του, ὅπου τὰ πράγματα εἶχαν ἡσυχάσει, ἔγινε ἀσμένως δεκτὸς ἀπὸ τὸν λαό του καί συνέχισε τὸ ποιμαντικὸ καὶ συγγραφικό του ἔργο μέχρι τὴν ἐν εἰρήνῃ κοίμησή του (603).
Νέος Συναξαριστής, Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!