Νὰ πάλι πανηγύρι.
Νὰ πάλι χαρούμενο ἀναψοκέρι γιὰ τὴν μητέρα τοῦ Κυρίου.
Νὰ ἡ προπόρευσις τῆς ἀψεγάδιαστης νύμφης.
Νὰ τὸ πρῶτο ξεπροβόδισμα τῆς βασιλίσσης.
Νὰ τὸ σίγουρο σημάδι γιὰ τὴν δόξα ποὺ τὴν περιμένει.
Νὰ προάγγελος τῆς χάριτος ποὺ πρόκειται νὰ τὴν ἐπισκιάση.
Νὰ γνώρισμα, ποὺ φαίνεται ἀπὸ μακρυά, τῆς ὑπερβολικῆς της καθαρότητος.
Διότι ἐκεῖ ποὺ ὁ ἱερέας εἰσερχόμενος ὄχι πολλὲς φορές, ἀλλὰ μόνον μία φορὰ τὸν χρόνο, τελεῖ τὶς μυστικὲς λατρεῖες, ἐκεῖ γιὰ νὰ παραμένη μόνιμα ὁδηγεῖται ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, οἱ ὁποῖοι ἀναδεικνύονται ἔτσι λειτουργοί της χάριτος.
Ποιὸς γνώρισε παρόμοια περίπτωσι στὸ παρελθόν; Ποιὸς εἶδε ἢ ἄκουσε τώρα ἢ ἀπὸ παληὰ κορίτσι νὰ ὁδηγεῖται βαθειὰ στὰ Ἅγια των ἁγίων, αὐτὰ πού, παρὰ λίγο θὰ ἦταν ἀπλησίαστα καὶ γιὰ τοὺς ἄνδρες, καὶ σ’ αὐτὰ νὰ μένη καὶ νὰ τρέφεται; Ἄραγε δὲν εἶναι αὐτὸ τρανὴ ἀπόδειξις τῶν ἀσυνήθιστα μεγάλων θαυμασίων ποῦ θὰ τῆς γίνουν μελλοντικά; Ἄραγε δὲν εἶναι σημάδι ξεκάθαρο; Ἄραγε δὲν εἶναι σίγουρη ἀπόδειξις;
Ἃς μᾶς δείξουν ὅσοι κακολογοῦν ἐναντίον της, καὶ ἐνῶ βλέπουν εἶναι σὰν νὰ μὴ βλέπουν: Ποὺ τὰ εἶδαν αὐτά, δηλ. κόρη καὶ μάλιστα μόλις τριῶν ἐτῶν, ποὺ γεννήθηκε μὲ θεία ὑπόσχεσι, νὰ προσφέρεται ὡς δῶρο τέλειο καὶ γιὰ νὰ ζήση ἐκεῖ, καὶ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τοὺς πλουσίους του λαοῦ, νὰ ὁδηγεῖται μὲ λαμπάδες, καὶ νὰ παραλαμβάνεται ἀπὸ τὰ γνώριμα χέρια τῶν ἱερέων καὶ τῶν προφητῶν; Γιατί δὲν θέλησαν νὰ ἔρθουν στὰ καλά τους; Γιατί, ἐνῶ ἔβλεπαν τὰ πρῶτα σημάδια, δὲν πίστεψαν στὰ κατοπινά. Γιατί ἐνῶ προϊδεάσθηκαν ἀπὸ τὰ παράξενα καὶ διαφορετικά, δὲν ἀποδέχθηκαν τὰ ὅσα ἔγιναν μετά. Διότι, ὅσα ἔγιναν στὴν ἀρχὴ γύρω ἀπὸ αὐτήν, δὲν ἤσαν συμπτωματικὰ καὶ τυχαία, ἀλλ’ ὅλα ἦταν προμηνύματα γιὰ ὅσα θὰ γίνονταν στὴ συνέχεια.
Ἐπὶ τέλους ἃς μᾶς ποῦν τὶς ματαιοπονίες τοὺς αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται σοφοί. Γιατί ἡ θυγατέρα καμμιᾶς ἀπὸ τὶς στεῖρες ποὺ γέννησαν δὲν ὁδηγήθηκε στὰ ἅγια των ἁγίων καὶ δὲν παραλήφθηκε ἀπὸ τοὺς προφῆτες;
Σίγουρα, αὐτοὶ ποὺ λεπτολογοῦν πάνω σ’ αὐτά, τίποτα δὲν εἶχαν νὰ ποῦν, ὅπως (δὲν εἶχαν νὰ ποῦν τίποτα) καὶ οἱ μεταγενέστεροι ὁμόφρονές τους γιὰ τὸν υἱὸ ἐκείνης, ἄλλ? ἁπλῶς σήκωναν τοὺς ὤμους μὲ τὴν ἀπορία• «Ἄραγε τί θὰ γίνη αὐτὸ τὸ παιδί;» Τίποτε ἀπολύτως δὲν εἶχαν νὰ ποῦν.
Σίγουρα μποροῦν νὰ πορεύωνται τὸν δρόμο τῆς ἀπωλείας, ὅσοι ἔχουν πλανεμένη πίστι, καὶ εἶναι ἐλεύθεροι νὰ πέφτουν στὸν λάκκο ποὺ μόνοι τους ἔσκαψαν. Ὅμως ἐμεῖς, ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἱερεῖς καὶ ἄρχοντες, δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι, τεχνίτες καὶ γεωργοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἐλᾶτε νὰ συγκεντρωθοῦμε πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου καί, κατ’ οἰκονομίαν, νὰ παρακολουθήσωμε ὅσα θαυμαστά της ἔγιναν. Πῶς δηλ. προσφέρεται σήμερα ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, ἡ κάθ? ὅλα ἱερή, στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖται. Πῶς ὁ προφήτης αὐτὴν τὴν δέχεται μέσα στὸ ναὸ καὶ τὴν εἰσάγει στὰ ἄδυτα, χωρὶς ἀντίρρησι, χωρὶς νὰ πῆ στοὺς γονεῖς της: Δὲν τὸ κάνω αὐτὸ τὸ πρωτόφαντο τόλμημα καὶ νὰ φέρω ἕνα κορίτσι νὰ ζῆ συνέχεια στὰ ἅγια των ἁγίων, ὅπου μόνον σὲ ἐμένα μία φορὰ τὸ χρόνο μου δόθηκε ἡ ἐντολὴ νὰ μπαίνω. Ὁ προφήτης ἐκεῖνος τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶπε, ἀλλὰ τὴ δέχεται μὲ προθυμία, ὡσὰν νὰ προγνώριζε αὐτὸ ποὺ θὰ γινόταν, ἐξ ἄλλου προφήτης ἦταν, σίγουρα ἐπειδὴ τὴν περίμενε καὶ τὴν ἀνέμενε, ὅπως τὸν υἱὸ τῆς μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ Συμεών.
Ἔπειτα, ἀφοῦ χαιρέτησε βιαστικὰ τὴν μητέρα, καὶ κρατώντας ἀπὸ τὰ χέρια τὴν κόρη, τὴν προσφώνησε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια: Ἀπὸ ποὺ καὶ πὼς ἦρθες ἐδῶ, γυναίκα, καὶ ποιὸς ὁ σκοπὸς τῆς πράξεώς σου; Καὶ πώς, ἐνῶ δὲν ἔχεις προηγούμενο παράδειγμα, ἔφερες καὶ ζητᾶς νὰ γίνη τοῦτο τὸ νέο δράμα, ποὺ δὲν ἀκούσθηκε ἄλλη φορᾶ, δηλ. νὰ ὁδηγεῖται κόρη καὶ νὰ ζῆ κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη τοῦ ναοῦ στὰ ἅγια; Πὲς μᾶς ποιὸ εἶναι τὸ ἐπιχείρημά σου, ἡ δικαιολογία σου, καὶ τί ἔχεις στὸ μυαλό σου;
Ἐγώ, εἶπε στὸν προφήτη ἡ συνώνυμη μὲ τὴ χάρι γυναίκα, προέρχομαι ἀπὸ ἱερατικὴ γενηά, ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἀαρῶν, ἔχω ρίζα προφητικὴ καὶ βασιλική. Καὶ ἔγινα ἕνα κλαδὶ ἀπὸ Δαβίδ, τὸν Σολομώντα τοὺς διαδόχους τους, καί, ἐπὶ πλέον, εἶμαι συγγενής της γυναίκας σου Ἐλισάβετ. Μετά, στὸν καταληλο καιρό, συνδέθηκα μὲ ἄνδρα κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Δεσπότου. Βρέθηκα ὅμως στείρα καὶ ἄγονος γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ κανένα φάρμακο, ποὺ θὰ μὲ ἁπάλλασε ἀπὸ τὴ συμφορά, κατέφυγα πρὸς τὸ Θεό, τὸν μόνο κυρίαρχο, ποὺ μπορεῖ νὰ δίνη διέξοδο στὶς δυσκολίες, καὶ σ’ αὐτὸν ἄνοιξα μὲ σοβαρότητα τὸ στόμα μου, σ’ αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ μόνος φιλάνθρωπος, καὶ μὲ πόνο καρδίας καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔκραξα καὶ αὐτὰ τοῦ εἶπα: Ὢ Κύριε, Κύριέ μου, ἀπευθύνομαι σὲ σένα ποὺ ἀκοῦς ἀμέσως τὴν φωνὴ τῶν πονεμένων ψυχῶν.
Γιατί μὲ διαφοροποίησες ἀπὸ τὴ φύσι τῶν προγόνων μου;
Γιατί μὲ θεατρίνισες στὴν γενιά μου, καὶ ἔκανες τὰ μέλη τῆς φυλῆς μου νὰ κινοῦν τὸ κεφάλι τους μὲ νόημα;
Γιατί μὲ ἔκανες συμμέτοχο τῆς κατάρας τῶν προφητῶν, δίνοντάς μου μήτρα ἄτεκνη καὶ μαστοὺς στερημένους ἀπὸ γάλα;
Γιατί ἀπέρριψες τὶς προσφορές μου ὡς ἄτεκνης;
Γιατί μὲ ἄφησες νὰ γίνω περιγελως στοὺς γνωστοὺς γείτονές μου;
Ρίξε τὸ βλέμμα σου πάνω μου Κύριε, ἄκουσε τὴν προσευχή μου Δέσποτα, λυπήσου μὲ Ἅγιε, κᾶνε μὲ ὅμοια μὲ τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ, μὲ τὰ θηρία τῆς ξηρᾶς, μὲ τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, διότι καὶ αὐτὰ εἶναι γόνιμα μπροστά σου. Νὰ μὴ φανῶ, Ὕψιστε, ἐγώ, ποὺ ἀπὸ σένα ἔγινα σύμφωνα μὲ τὴν δική σου εἰκόνα, χειρότερη ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα.
Κοντὰ σὲ αὐτὰ ποὺ εἶπα πρόσθεσα καὶ τοῦτο. Διότι δικό σου Δέσποτα, θὰ εἶναι δῶρο εὐχαριστήριο, σὰν ἱερὸ τάμα, καὶ δῶρο πολύτιμο αὐτό, πού μου δωρήθηκε ἀπὸ σένα τὸν πλουσιότατο δωρητὴ τῶν τελείων χαρισμάτων.
Αὐτὰ ἐγὼ (ἔλεγα) ὅσο βρισκόμουν ὑπαίθρια στὸν δικό μου κῆπο, ρίχνοντας τὸ βλέμμα μου στοὺς οὐρανοὺς καὶ κτυπώντας τὸ στῆθος μου μὲ τὰ χέρια μου, ἔκραζα πρὸς τοὺς οὐρανούς. Ὁ δὲ σύζυγός μου, ἐνῶ βρισκόταν ὁλομόναχος στὸ βουνὸ καὶ γιὰ σαράντα μερόνυχτα νήστευε, καὶ γιὰ τόσα ἐκλιπαροῦσε τὸν Θεό.
Ἔτσι λοιπὸν ὁ φιλάνθρωπος Κύριος ποὺ εἶναι πάντα πρόθυμος νὰ δείξη τὸν οἶκτο του, ἀφοῦ κάμφθηκε ἀπὸ τὶς προσευχὲς καὶ τῶν δυό μας, ἔστειλε τὸν ἄγγελό του νὰ μᾶς ἀναγγείλη τὴ σύλληψι τῆς θυγατρός μας.
Ἀμέσως λοιπόν, ἀφοῦ διατάχθηκε ἡ φύσις ἀπὸ τὸ Θεό, ἀποδέχθηκε τὸ σπέρμα. Διότι αὐτὴ δὲν εἶχε τολμήσει νὰ τὸ δεχθῆ, πρὶν ἀπὸ τὴ θεία χάρι, παρὰ μόνον ἀφοῦ ἐκείνη πρώτη εἰσῆλθε, καὶ ἀφοῦ ἔτσι πέρασε, ἄνοιξε ἡ μήτρα τὶς δικές της πύλες, καὶ ἀφοῦ δέχθηκε αὐτὸ ποὺ τῆς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, τὸ κράτησε μέσα της μέχρι πού, μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, τὸ σπέρμα ποὺ τοποθετήθηκε μέσα της, βγῆκε στὸ φῶς.
Εὐχαριστῶ τὸ Θεό μου μὲ ὅσες εὐχαριστίες συνέθεσαν τὰ χείλη μου καὶ ἐκφώνησε τὸ στόμα μου μέσα στὴ θλίψι μου. Καὶ γί? αὐτὸ τὸ λόγο, συγκέντρωσα τὸ χορὸ τῶν παρθένων, συγκάλεσα τοὺς ἱερεῖς, ξεσήκωσα τοὺς συγγενεῖς, καὶ σὲ ὅλους ἔλεγα τὰ παρακάτω:
Χαρεῖτε ὅλοι μαζί μου, διότι σήμερα ἀναδείχθηκα καὶ μητέρα καὶ ἀφιερώτρια, ποὺ πρόσφερα τὸ δικό μου τέκνο ὄχι σὲ ἐπίγειο βασιλέα, οὔτε ἦταν πρέπον, ἀλλὰ ποὺ τὸ ἀφιέρωσα στὸν ἐπουράνιο βασιλέα, ἀφοῦ ἦταν καὶ δικό του δῶρο. Νὰ δεχθῆς λοιπόν, ὢ προφήτα τὴ δική μου θυγατέρα, νὰ τὴ δεχθῆς καὶ νὰ τὴν εἰσαγάγης καὶ νὰ τὴ ριζώσης σὲ τόπο ἁγιασμοῦ, καὶ νὰ ἑτοιμασθῆ γιὰ νὰ γίνη κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ περιεργάζεσαι τίποτε, μέχρις ὅτου ἐπιτρέψει νὰ πραγματοποιηθοῦν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτήν, αὐτὸς ποὺ προτρέπει νὰ μείνει αὐτὴ ἐδῶ.
Αὐτὰ τὰ λόγια ἀφοῦ τὰ ἄκουσε ὁ Ζαχαρίας, ἀμέσως ἀπάντησε στὴ γυναίκα καὶ εἶπε: Εὐλογημένη ἡ ρίζα σου παντιμε, δοξασμένη ἡ μήτρα σου φίλανδρε καὶ πιὸ δοξασμένη ἡ ἀφιέρωσί σου φιλόθεε.
Μετά, ὅλος χαρὰ καὶ ἔχοντας στὰ χέρια τοῦ τὴν κόρη, πρόθυμα τὴν προσφέρει στὰ ἅγια των ἁγίων, λέγοντας περίπου αὐτὰ τὰ λόγια πρὸς αὐτήν:
Ἔλα ἐκπλήρωσις τῆς προφητείας μου.
Ἔλα ἔργο τῶν ἐδῶ συζύγων.
Ἔλα ἐπισφράγισμα τῆς διαθήκης του.
Ἔλα τὸ τέλος τῶν θελημάτων του.
Ἔλα φανέρωσις τῶν μυστηρίων του.
Ἔλα ὅραμα ὅλων των προφητῶν.
Ἔλα ἕνωσις τῶν παλιὰ χωρισμένων.
Ἔλα στήριγμα τῶν ταπεινωμένων.
Ἔλα ἀνανέωσις τῶν παλιωμένων.
Ἔλα φῶς τῶν ὅσων βρίσκονται στὸ σκοτάδι.
Ἔλα τὸ πιὸ καινούριο καὶ θεῖο δώρημα.
Ἔλα Δέσποινα ὅλων των θνητῶν, μπὲς στὴ δόξα τοῦ Κυρίου σου, τώρα μὲν στὴν κάτω, ποὺ πατεῖται, μετὰ ἀπὸ λίγο δὲ στὴν ἄνω καὶ ἄβατη στοὺς ἀνθρώπους.
Ἔτσι, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀφοῦ μίλησε πρὸς τὴν κόρη ὁ ἱερέας, τὴν ὁδήγησε καὶ τὴν ἄφησε ἐκεῖ ποὺ τῆς ταίριαζε στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, σὰν σὲ νυφικὸ δωμάτιο, καταχαρούμενη καὶ πολὺ εὐχαριστημένη, τρίχρονη ὡς πρὸς τὴν ἡλικία, ἄλλ? ὡς πρὸς τὸ Θεὸ τῶν ὅλων κάθ? ὅλα τελεία.
Ἔμεινε λοιπὸν αὐτὴ στὰ ἐσώτερα ἅγια των ἁγίων, τρεφομένη ἀπὸ ἄγγελο μὲ τροφὴ ἀμβροσίας καὶ ποτιζομένη μὲ θεῖο νέκταρ, μέχρι τὴν εἴσοδό της στὴν ἐφηβεία. Καὶ τότε, μὲ θεῖο νεῦμα καὶ μὲ τὴ γνώμη τῶν ἱερέων, δίνεται γί? αὐτὴν κλῆρος, καὶ μὲ κλῆρο παίρνει τὴν ἁγία αὐτὴ Παρθένο ὁ Ἰωσὴφ ὁ δίκαιος καὶ κάτ? οἰκονομίαν τὴν παραλαμβάνει ἀπὸ τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἱερέων του, γιὰ νὰ ξεγελασθῆ ὁ ἀρχέκακος ὄφις, γιὰ νὰ μὴν προσβάλη τὴν καθαρὴ κόρη ὡς παρθένο, ἀλλὰ νὰ τὴν προσπεράση ὡς μνηστευμένη.
Βρισκόταν λοιπὸν ἡ πεντακάθαρη στὸ σπίτι τοῦ τέκτονος Ἰωσήφ, φυλασσόμενη γιὰ τὸν ἀρχιτέκτονα Θεό, μέχρις ὅτου πραγματοποιήθηκε σ’ αὐτὴν τὸ πρὶν ἀπὸ ὅλους τους αἰῶνες κρυφὸ καὶ ἅγιο μυστήριο, καὶ ἀπὸ αὐτὴν ὁ Θεὸς ἔγινε ὅμοιος μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλὰ τοῦτο εἶναι θέμα ἄλλης πραγματείας καὶ εὐκαιρίας, ποὺ ἂν τὸ ἐπιτρέψη ὁ καιρὸς θὰ γίνη ὁ ἀναγκαῖος λόγος. Τώρα στὸ προκείμενο πάλι, νὰ ἐπανέλθη ὁ λόγος καί, μέρα ποὺ εἶναι, νὰ δοξολογηθοῦν σήμερα τὰ εἰσόδια.
Πήγαινε λοιπόν, ὢ Δέσποινα Θεομῆτορ, πήγαινε στὴν κληρωμένη θέσι σου, καὶ βάδιζε κοντὰ στὸν Κύριο, νὰ χαίρεσαι καὶ ἀγάλλεσαι, νὰ τρέφεσαι καὶ νὰ ἐλπίζης, περιμένοντας ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, τὸν ἐρχομὸ μέσα σου τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὴν ἐπισκίασι τῆς δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου, καὶ τὴ σύλληψι τοῦ υἱοῦ σου, σύμφωνα μὲ τὴν προσφώνησι πού σου ἔκανε ὁ Γαβριήλ.
Καὶ νὰ χαρίσης, σὲ ὅσους τελοῦν τὴν ἑορτή σου, τὴν βοήθειά σου, τὴν σκέπη σου καὶ τὴν προστασία σου, σώζωντάς τους πάντοτε, μὲ τὶς ἱκεσίες σου, ἀπὸ κάθε ἀνάγκη καὶ κινδύνους, ἀρρώστιες καὶ δοκιμασίες καὶ διάφορες συμφορές, καὶ ἀπὸ τὴ μέλλουσα ἀπειλῆ τοῦ υἱοῦ σου.
Ὡς μητέρα τοῦ Δεσπότου καὶ τελεία δόσις τῶν ἐπιθυμητῶν, κατάταξέ τους σὲ τόπους φωτός, εὐφροσύνης καὶ εἰρήνης. Νὰ γίνουν ἄλαλά τα πονηρὰ χείλη ποὺ κακολογοῦν μὲ ὑπερηφάνεια καὶ περιφρόνησι ἐσένα τὴ δίκαιη. Νὰ ἐκμηδενισθῆ ἡ παρουσία τοὺς μέσα στὴν πόλι σου, νὰ ντραποῦν καὶ νὰ σβήσουν, καὶ νὰ καταλάβουν ὅτι τὸ ὄνομά σου εἶναι Δέσποινα καὶ ὅτι ἐσὺ εἶσαι ἡ μόνη Θεονυμφος Θεοτόκος.
Ἐμεῖς ἐσένα μὲ πίστι σὲ εὐλογοῦμε, μὲ πόθο σὲ δοξολογοῦμε καὶ μὲ φόβο σὲ προσκυνοῦμε, πάντοτε ἐσένα μεγαλύνοντες καὶ μὲ σεβασμὸ μακαρίζοντες. Διότι πράγματι εἶναι μακάριος ὁ πατέρας σου ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡ μητέρα σου ἀπὸ τὶς γυναῖκες.
Μακάριό το σπίτι σου
Μακάριοι οἱ γνωστοί σου
Μακάριοι ὅσοι σὲ εἴδανε
Μακάριοι ὅσοι σου μίλησαν
Μακάριοι οἱ τόποι σου
Μακάριος ὁ ναὸς στὸν ὁποῖο σὲ ἀφιερώσανε,
Μακάριος ὁ Ζαχαρίας ποὺ σὲ ἀγκάλιασε.
Μακάριό το κρεββάτι σου.
Μακάριος ὁ τάφος σου.
Διότι ἐσὺ εἶσαι ἡ τιμὴ ὅσων σὲ τιμοῦν καὶ βραβεῖο τῶν βραβείων καὶ κορυφὴ τῶν κορυφῶν, ἡ μόνη θεία δροσιὰ τοῦ ἐσωτερικοῦ μου καύσωνος, ἡ θεοστάλακτη δροσιὰ τῆς ξεραμένης μου καρδιᾶς, τῆς μαύρης μου ψυχῆς ἡ φωτεινότατη λαμπάδα, ὁ ὁδηγὸς τῆς πορείας μου, ἡ δύναμις τῆς ἀσθενείας μου, τὸ ντύσιμο τῆς γυμνότητός μου, ὁ πλοῦτος τῆς πτωχείας μου, ἡ θεραπεία τῶν ἀγιάτρευτων πληγῶν, τὸ σκούπισμα τῶν δακρύων, τὸ σταμάτημα τῶν στεναγμῶν, ἡ μεταστροφὴ τῶν συμφορῶν, ἡ ἐλάφρυνσις τῶν πόνων, τὸ λύσιμο τῶν δεσμῶν, ἡ μόνη ἐλπίδα κατὰ τῆς πικρίας.
Εἰσάκουσε τὶς προσευχές μου, συμπόνεσε τοὺς στεναγμούς μου, ἐλέησε μέ, μαλακώνοντας ἀπὸ τὰ δάκρυά μου, λυπήσου μὲ ὡς μητέρα τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, ρίξε τὸ βλέμμα σου πάνω μου καὶ ἠρέμησε τὴν τρικυμία μου.
Ἱκανοποίησέ μου τὴ μεγάλη ἐπιθυμία καὶ κατάταξε μὲ μαζὶ μὲ τὴ σύζυγό μου καὶ δική σου δούλη, στὴν γῆ τῶν πράων, στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων, στὸ χορὸ τῶν ἁγίων.
Καὶ ἀξίωσε μέ, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ προστασία ὅλων, ἡ χαρὰ καὶ ἡ λαμπρὴ εὐθυμία ὅλων, νὰ χαιρόμαστε μέσα σὲ αὐτή, σὲ παρακαλῶ, τὴ χαρά, τὴν πραγματικὰ ἀνέκφραστη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ βασιλέα τὸν γεννημένο ἀπὸ σένα, καὶ στὸν ἄφθαρτό σου νυμφώνα καὶ στὴν ἀτελείωτη καὶ ἀπέραντη βασιλεία σου.
Πράγματι, Δέσποινα, καὶ δική μου καταφυγή, ἡ ζωὴ καὶ ἡ βοήθειά μου, τὸ ὅπλο καὶ τὸ καμάρι μου, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ δύναμίς μου, δῶσε μαζὶ μὲ αὐτὴν νὰ ἀπολαύσω τὶς ἀνεκδιήγητες καὶ ἀκατάληπτες δωρεὲς στὴν ἐπουράνιο διαμονή. Διότι ἔχεις μαζὶ μὲ τὴν θέλησι καὶ τὸν τρόπο, ὡς μητέρα τοῦ Ὑψίστου, καὶ γί? αὐτὸ τολμῶ νὰ τὸ ζητήσω.
Μὴ λοιπὸν γίνει νὰ στερηθῶ, πανάχραντε καὶ κυρία Δέσποινα, αὐτὸ ποὺ περιμένω, ἀλλὰ νὰ τὸ πετύχω αὐτό, Θεονυμφε, ποὺ εἶσαι ὁλονῶν προσδοκία καὶ ἀναμονή, ἐσὺ πού, μὲ τρόπο ποὺ ξεπερνάει τὴ λογική, γέννησες τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Δεσπότη, στὸν ὁποῖο ταιριάζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνημα, μαζὶ μὲ τὸν χωρὶς ἀρχὴ Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντα, καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ὀρθόδοξη Πορεία”
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!