19 Νοεμβρίου
῾Ο ἅγιος Βαρλαὰμ ἦταν ἕνας σοφὸς καὶ συνετὸς γέρων, ἔμπλεος ζήλου γιὰ τὴν εὐσέβεια. Ζοῦσε στὴν ᾽Αντιόχεια, πιθανῶς τὴν περίοδο τῶν μεγάλων διωγμῶν τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ Γαλερίου. Τὸν παρέδωσαν στὸν διοικητὴ τῆς πόλεως καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ἀρνούμενος νὰ θυσιάσει στὰ εἰδωλα. Τὸν μαστίγωσαν τότε καὶ τὸν βασάνισαν μὲ σιδερένια νύχια. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ φυλακὴ γιὰ νὰ τὸν ὑποβάλουν σὲ νέα μαρτύρια: τὸν κρέμασαν ἀπὸ μία ἀγχόνη καὶ τὸν τραβοῦσαν μέχρι νὰ ἐξαρθρωθοῦν τὰ ὀστᾶ του.
Βλέποντας τὴ σταθερότητά του, ὁ διοικητὴς μηχανεύθηκε τότε μία ἀσυνήθιστη δοκιμασία: τὸν ἑβαλε νὰ κρατᾶ τεντωμένο τὸ χέρι του πάνω ἀπὸ ἕναν εἰδωλολατρικὸ βωμὸ καὶ διέταξε νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ βαστάει ἕνα ἀναμμένο κάρβουνο, πάνω στὸ ὁποῖο εἶχαν βάλει θυμίαμα, ἔτσι ὥστε ὅταν θὰ τοῦ ἔπεφτε ἀπὸ τὸν πόνο πάνω στὸν βωμό, νὰ φανεῖ ὅτι θυσιάζει μὲ τὴ θέλησή του. ῾Η ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὅμως ἔκαιγε στὴν καρδιά του ἐντονότερα ἀπὸ ὅλες τὶς θράκες τοῦ κόσμου· μὲ τὸν πόνο νὰ τοῦ ξεριζώνει τὰ σωθικὰ καὶ παρατηρώντας ἀκλόνητος τὴ σάρκα του νὰ καίγεται, ὁ ἅγιος μάρτυς κράτησε ἀσάλευτο τὸ χέρι του στὴ θέση του. Γινόμενος ὁ ἰδιος ταυτοχρόνως θύτης, θυσιαστήριο καὶ θύμα, δὲν ἔχυσε τὸ θυμίαμα στὸν ἀσεβῆ βωμό, ἀλλὰ τὸ προσέφερε στὸν μόνον αἰώνιο Θεό, ἀναμειγνύοντας στὸ ἄρωμά του τὴν ἀψειὰ μυρωδιὰ τῆς καμμένης του σάρκας. Τὸ χέρι του τελικὰ ἔπεσε τελείως ἀπανθρακωμένο στὴ γῆ καὶ ὁ ἅγιος Βαρλαὰμ παρέδωσε τότε τὴν ψυχή του στὸν Θεό.
῾Ο ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος τοῦ ἀφιέρωσε ἕναν ἐξαίσιο λόγο (Κ 50, 675-882). Βλέπε ἐδώ
῞Ενας ἁλλος λόγος ποὺ ἀποδίδεται στὸν Μέγα Βασίλειο (Κ 31, 484 489) δημιούργησε σὲ ὁρισμένους τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ ἅγιος Βαρλαὰμ καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Βλέπε ἐδώ
Νέος Συναξαριστής Μακαρίου ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!