Ὁ Πλάτων σοφὸς καὶ πλοξύσιος
Ὁ Ἅγιος Πλάτων γεννηθηκε στὴν σημερινὴ Ἄγκυρα, τὴν σημερινὴ πρωτεύουσα τῆς Τουρκίας. Τότε ἦταν αὐτοκράτορας ὁ χριστιανομάχος Διοκλητιανός.
Οἱ γονεῖς τοῦ ἤσαν ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Αὐτός, λοιπόν, ὁ Πλάτων, γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε μὲ πολλὴ φροντίδα. Τὸν ἔμαθαν οἱ γονεῖς τοῦ γράμματα πολλά. Ἀπὸ μικρὸς φαινόταν σὲ ὅλους φρόνιμος καὶ ἔγινε σοφός. Ὅταν μεγάλωσε ὅμως μὴ μπορώντας νὰ βλέπει τὴν ἀσέβεια νὰ αὐξάνει, ἀγωνιζόταν ἀκατάπαυστα ὑπὲρ τῆς ἐξαπλώσεως τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας.
Μπροστὰ στὸν ἄρχοντα ὁμολογεῖ μὲ θάρρος
Ἐπειδὴ ὅμως ὁμολογοῦσε ἐλεύθερα τὴν πίστη του στὸν Χριστό, τὸν ἔφεραν στὸν ἄρχοντα Ἀγριππίνο τὸν βικάριο, δηλαδὴ τὸν Ἐπίτροπο. Αὐτός, πανοῦργος, ὅπως ἦταν, προσπάθησε μὲ ἡμερότητα καὶ γλυκὰ λόγια νὰ ψυχράνει τὴν θερμότητα τῆς πίστεως τοῦ Ἁγίου.
Ἀρχίζουν τὰ φρικτὰ βασανιστήρια
Βλέποντας ὁ Ἀγριππίνος τὴν ἀμετάθετη γνώμη του, ἄρχισε τὰ βασανιστήρια. Ἀμέσως οἱ στρατιῶτες κατόπιν διαταγῆς τοῦ τὸν κρέμασαν σὲ τέσσερα μέρη ἀπὸ τὰ τέσσερα ἄκρα. Ἐκεῖ τὸν τέντωσαν καὶ τὸν ἔδερναν δυνατὰ μὲ βούνευρα δεκαέξι ἄνδρες, ἐναλασσόμενοι ἀνὰ δύο-δύο.
Ὁ μάρτυρας ὑπέμεινε ἀγογγύστως τὰ βασανιστήρια αὐτά, ἡ δὲ θεία δύναμη τὸν δυνάμωνε καὶ τοῦ γιάτρευε ἀμέσως κάθε πληγῆ. Παντοῦ του καταφέρνανε κτυπήματα. Φαινόταν ὅμως ὁ βασανιζόμενος μάρτυρας σὲ ὅλους λαμπρὸς καὶ χαρούμενος τόσον, ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ τύραννος ἐξεπλάγει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν βλέπουν οἱ ἄλλοι τὸν μάρτυρα καὶ πιστέψουν στὸν Χριστό, τὸν φυλάκισε. Τὸν μάρτυρα ἀκολουθοῦσαν στὴν φυλακὴ καὶ ὅσοι εἶχαν διδαχθεῖ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἤσαν Χριστιανοί. Προτιμοῦσαν νὰ φυλακισθοῦν καὶ αὐτοί, παρὰ νὰ ἀποχωριστοῦν ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Καὶ τοῦτα, διότι στερεώθηκε ἡ καρδιά τους στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, περισσότερο ἀπὸ τὸ θαῦμα. Μέσα στὴ φυλακὴ ὁ Πλάτων προσευχήθηκε θερμά. Ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ δύναμη, γιὰ νὰ ἀντιμετώπιση μὲ θάρρος ὅλα τα βασανιστήρια. Ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ αὐτὴ ὁ μακάριος Πλάτων πῆρε δύναμη καὶ θάρρος. Ἐλυπεῖτο ὅμως γιατί δὲν βασανιζόταν γρήγορα.
Ἐπάνω στὸ πυρακτωμένο κρεβάτι
Ὕστερα ἀπὸ ἑπτὰ ἡμέρες κάλεσε τὸν Ἅγιο πάλιν ὁ κριτὴς καὶ τοῦ πρότεινε νὰ τοῦ δώσει γυναίκα του, τὴν ἀνεψιά του, ποὺ ἦταν ὡραιότατη, ἐὰν μόνον δεχόταν νὰ θυσιάσει, στοὺς θεούς. Ὁ Πλάτων θεώρησε τὴν πρόταση γελοία. Ὁ φοβερὸς τότε τύραννος ἄρχισε νὰ τὸν φοβερίζει. Ἀλλὰ ὁ μάρτυρας στεκόταν ἀπτόητος. Βλέποντας ὅμως αὐτὸν ἀνυποχώρητο τελείως, θύμωσε πολὺ ὁ Ἀγριπίνος καὶ σκεπτόταν πὼς νὰ τὸν τιμωρήσει σκληρά. Ἔδωσε εὐθὺς διαταγὴ καὶ οἱ στρατιῶτες τοῦ τὴν ἐξετέλεσαν πρόθυμα. Τὸν ἔβαλαν ἐπάνω σ’ ἕνα σιδερένιο κρεβάτι. Ἄναψαν μεγάλη φωτιά, ἀπὸ πάνω δὲ τὸν ἔδερναν μὲ λεπτὰ σιδερένια ραβδιά, γιὰ νὰ θανατωθεῖ μὲ πολλοὺς πόνους τὸ γρηγορότερο. Αὐτὸ τὸ βασανιστήριο ἦταν φοβερό! Ὅσο τὸ ἔβλεπαν ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους, ἐφοβοῦντο. Ὁ Πλάτων ὅμως φαινόταν, ὄχι σὰν νὰ καιγόταν, ἀλλὰ σὰν νὰ ἀναπαυόταν σὲ δροσερὰ καὶ ὡραία ἄνθη.
Ὁ τύραννος προσπάθησε καὶ πάλι νὰ τὸν πείσει, λέγοντάς του:
—Θυσίασε, ἄθλιε, μὲ τὸν λόγο μόνον καὶ εἶπε, ὅτι εἶναι μεγάλος θεὸς ὁ Ἀπόλλων καὶ θὰ σὲ ἐλευθερώσω ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ θὰ σὲ κάμω φίλο μου ἀγαπητό. Ὁ μάρτυρας τὸν κοίταξε καὶ τοῦ εἶπε:
—Ἐγώ δὲν πρόκειται νὰ ἀρνηθῶ, ἀπὸ τὶς ἀπειλές σου, τὸν Θεό μου, λυπούμενος γιὰ τὸ σῶμα μου καὶ νὰ φλογίζομαι ἐκεῖ αἰωνία. Γιατί γιὰ μένα ζωὴ εἶναι ὁ θάνατος, γιὰ τὸν Χριστό. Γὶ αὐτὸ καὶ ἐσὺ ἄφησε ἀμέσως τὸ σκοτάδι, τῆς εἰδωλολατρίας, καὶ τρέξε στὸ φῶς τῆς ἀληθείας.
Αὐτὰ τὸν ἐξαγρίωσαν περισσότερο τὸν τύραννο. Πρόσταξε τότε ὁ ἄγριος τύραννος βαρύτερες τιμωρίες. Ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν σηκώσουν ἀπὸ τὸ κρεβάτι ὅπου τὸν εἶχαν τοποθετήσει. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ Ἅγιος ἦταν σὰν νὰ ξύπνησε ἀπὸ ἥσυχο ὕπνο. Ἔβγαινε δὲ ἀπ’ αὐτὸν καὶ μιὰ ὡραία εὐωδία. Τότε πολλοὶ φώναζαν:
—Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἐλευθέρωσε τὸν δοῦλο του, ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνυπόφορη φλόγα τοῦ πυρός.
Τοῦ βάζουν στὶς μασχάλες σιδερένιες καυτὲς σφαῖρες
Ὁ τύραννος πρότεινε στὸν Ἅγιο νὰ βλασφημήσει μόνον τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ ἀμέσως νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ὁ σοφότατος μάρτυς ἀποκρίθηκε στὶς νέες προτάσεις τοῦ τυράννου ὡς ἑξῆς:
— Ὢ καρδία, διεστραμμένη! Τὸν Χριστό μου νὰ βλασφημήσω, πού μου χάρισε τὴν πνοὴ καὶ τὴν ζωή μου καὶ μὲ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα; Φύγε ἀπὸ ἐμένα, ἐργάτη τῆς ἀνομίας.
Ἀμέσως τότε τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ ροῦχο καὶ τοῦ τὸ ξέσχισε. Ἔδωσε διαταγὴ δὲ νὰ βάλουν στὶς μασχάλες τοῦ σιδερένιες σφαῖρες καυτές, οἱ ὁποῖες ἔκαιγαν πολύ. Ἄρχισε νὰ βγαίνει ἀπὸ παντοῦ καπνός. Καιγόντανε τὰ ἅγια, μέλη του. Ὁ μάρτυρας καὶ αὐτὸ τὸ μαρτύριο τὸ ὑπέμεινε. Κάποιος ἀσεβής, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, τοῦ εἶπε:
—Θυσίασε Πλάτων, μήπως καὶ δὲν μπορέσεις νὰ ἀντέξεις ἕως τέλους τὶς τιμωρίες.
Ὁ μάρτυρας τὸν ἔβρισε καὶ ἄλλη φορᾶ δὲν τὸν ἄκουσε νὰ τοῦ ξαναμιλήσει. Αὐτὸς ἔβλεπε μόνο πρὸς τὸν Οὐρανό, ἀναμένοντας παρηγορία καὶ λέγοντας:
—Βλέπε, Κύριε, καὶ μὴ μακρύνεις ἀπὸ ἐμένα, γιατί θλίψη πλησίον μου εὑρίσκεται.
Ἀμέσως τότε ὁ Θεὸς ἔσεισε δυνατὰ τὸν τόπο ἐκεῖνο καὶ ὅλοι φοβήθηκαν.
Τὸν γδέρνουν
Ὁ θηριώδης καὶ ἄγριος Ἀγριππίνος ἀμετανόητος, διέταξε νὰ τοῦ γδάρουν, ὅσες σάρκες τοῦ εἶχαν ἀπομείνει στὸ σῶμα, τοῦ. Ὁ μάρτυρας ἔψελνε ἀπ’ τοὺς ψαλμοὺς καὶ σ’ αὐτὸ ἀκόμη τὸ βασανιστήριο.
Ξίφει τελειοῦται
Μὲ ἄλλη διαταγὴ τοῦ Ἀγριππίνου τοῦ ξεσχίζουν τὸ δέρμα τοῦ προσώπου, τόσο ποὺ φάνηκαν τὰ ὀστᾶ. Ὅμως τὸ σχῆμα τοῦ προσώπου δὲν χάθηκε. Ἀφοῦ, λοιπόν, χόρτασε τὴν ἀνήμερη ψυχὴ τοῦ ὁ Ἀγριππίνος, τότε κατέβασε τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ τοῦ εἶπε ἤρεμα:
—Μή θελήσεις, Πλάτων, νὰ προτιμήσεις θάνατο πικρό, ἀπὸ τὴν γλυκιὰ ζωὴ καὶ νὰ βάλεις ὅλους σου τοὺς συγγενεῖς καὶ ἐμᾶς σὲ θλίψη ἀπαρηγόρητη γιατί πολὺ λυπούμεθα τὴν νεότητά σου.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ μάρτυρας ἦταν ἀμετακίνητος στὴν πίστη του, τὸν κρέμασε πάλι καὶ τοῦ ξέσχισαν τοὺς μηρούς, τὰ γόνατα καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέρη τοῦ σώματός του, ἕως τοὺς ἀστραγάλους. Ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ καὶ πάλι ἀμετάπιστος ἦταν, τὸν κολάκευε ὁ τύραννος, λέγοντάς του.
—Έως πότε δὲν πείθεσαι νὰ θυσιάσεις; Σὲ ἀγαποῦμε, γιατί ἔχεις τὸ ὄνομα τοῦ σοφοῦ Πλάτωνα καὶ θέλουμε νὰ γίνεις ὅμοιός του στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν σοφία. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ μάρτυρας ἦταν ἀμετακίνητος. Καὶ πάλι φυλακίστηκε. Ὁ τύραννος ἔδωσε διαταγὴ νὰ τοῦ δίνουν τόσο μόνο ψωμὶ καὶ νερό, ὅσον νὰ κρατιέται στὴ ζωὴ καὶ νὰ μὴ πεθάνει. Ἀλλὰ ὁ τύραννος βλέποντας τελικὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ μεταπείσει τὸν Ἅγιο, διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Τὸν ἔφεραν οἱ δήμιοι στὸν καθορισμένο τόπο καὶ ὁ Ἅγιος εἶπε μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση:
—Κύριε, εἰς χείρας Σου, παραδίδω τὸ πνεῦμα μου.
Καὶ ἀμέσως τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν 18 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 296.
Μερικοί, βλέποντας τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου πίστεψαν στὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Πῆραν κατόπιν τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἔθαψαν σὲ ἐπίσημο τάφο.
Μεγαλυνάριον.
Πλάτος εὐσεβείας διατρανοί, Πλάτων ὁ θεοφρων, τὴ στενώσει τῶν αἰκισμῶν, πίστεως δὲ ρώμην, ὁ Ρωμανὸς ἐκλάμπει, καὶ ἄμφω τὸ τοῦ Λόγου, πάθος δοξάζουσι.
πηγή: http://armenisths.blogspot.gr/
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!