Τα πρῶτα χρόνια
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε τὸ 213 μ.Χ. Ἀρχικὰ ὀνομαζόταν Θεόδωρος καὶ οἱ γονεῖς τοῦ ἦταν Ἕλληνες εἰδωλολάτρες καὶ εἶχαν μεγάλη κοινωνικὴ θέση στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου (γνωστὴ στὴν ἀρχαιότητα καὶ ὡς Καβηρία, Διασπολις καὶ Σεβαστῆ, τὸ σημερινὸ Νικσάρ).
Ἀπὸ πολὺ νέος ὁ Γρηγόριος ἐπιδόθηκε μὲ ἄλλα παιδιὰ τῆς ἡλικίας του, στὰ γράμματα. Ἀπ’ ὅλους, ὅμως, διακρινόταν, γιὰ τὴ φιλομάθεια, τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν φλογερή του ἐπιθυμία, νὰ γίνει μιὰ μέρα ἕνας ξακουστὸς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων. Στὰ δεκατέσσερά του χρόνια ἔχασε τὸν πατέρα του. Τότε γιὰ πρώτη φορὰ αἰσθάνθηκε μιὰ βαθειὰ ἕλξη καὶ συμπάθεια πρὸς τὴ Χριστιανικὴ θρησκεία.
Γίνεται μαθητὴς τοῦ Ὠριγένους
Μετὰ τὴ στοιχειώδη ἐκπαίδευσή του, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀθηνόδωρο, πῆγαν στὴ Βηρυτὸ γιὰ νὰ σπουδάσουν νομικά. Ἀλλὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο στὴν Καισαρεία, εἶχε ἀνοίξει τὴν περίφημη Σχολὴ τοῦ ὁ Ὠριγένης. Τὰ παιδιὰ τὸν παρακολούθησαν καὶ ὁ διάσημος διδάσκαλος μὲ τὴν ἀπέραντη πολυμάθεια, τὴν κριτικὴ δεινότητα, τὴν ἠθικὴ δύναμη, τὴν γοητεία τῆς διδασκαλίας καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή του, τοὺς σαγήνευσε καὶ τοὺς δέσμευσε πλησίον του. Τόσον πολὺ ἐθέλγχθησαν ἀπὸ αὐτόν, ὥστε ἐγκατέλειψαν τὴν Νομικὴ καὶ ἐνεγράφησαν ὡς ἀκροαταὶ καὶ διὰ τὴν φιλοσοφία καὶ θεολογία. Ἀσπάσθηκαν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ παρέμειναν ὡς μαθητὲς τοῦ Ὠριγένους ἐπὶ πέντε ἔτη, ἀπὸ τὸ Β?Γ?Γ?ὡς τὸ 238 μ.Χ. Κατόπιν πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπέστρεψε στὴ Νεοκαισάρεια μὲ πλήρη θεολογικὴ μόρφωση καὶ ἅγιο ζῆλο.
Ἡ Χειροτονία του
Ἡ Νεοκαισάρεια ὑπήγετο τότε ἐκκλησιαστικῶς στὴν Ἀμάσεια. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐπίσκοπος Ἀμασείας ἦταν ἕνας ἐνάρετος καὶ διορατικὸς γέροντας, ὁ Φαίδιμος. Ἡ εὐλογημένη αὐτὴ φυσιογνωμία διέκρινε τὶς ἱκανότητες τοῦ Γρηγορίου. Διέβλεπε στὸ Γρηγόριο ἕναν ἰκανότατο καλλιεργητὴ τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἔτσι ὁ μακάριος Φαίδιμος τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο Νεοκαισαρείας ἡ ὁποία εἶχε μόνο 17 χριστιανούς! Ὁ Γρηγόριος, ὅμως, δὲν τὸ θεώρησε ὑποτιμητικό. Βασιζόταν πολὺ στὴ δύναμη τῆς θείας χάριτος καὶ πάντα εἶχε στὸ μυαλὸ τοῦ τὰ ἐνθαρρυντικὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου: «Ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τὴ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β’ πρὸς Τιμόθεον, β’ 1), δηλαδὴ νὰ ἐνδυναμώνεσαι μὲ τὴ χάρη ποὺ μᾶς δίνεται ἀπὸ τὴ σχέση καὶ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Πράγματι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Γρηγόριος ἔκανε καταπληκτικὸ ἀγώνα καὶ ἐκχριστιάνισε σχεδὸν ὅλη τὴν πόλη.
Καὶ ἐνῶ εἶχε παραλάβει 17 χριστιανούς.
Ὅσοι πίστευαν ἄλλαζαν ζωή. Οἱ νέοι γίνονταν ἠθικοὶ καὶ σώφρονες, οἱ δοῦλοι ὑπετάσσοντο πρόθυμα στοὺς κυρίους τους, οἱ κύριοι φέρονταν μὲ καλοσύνη στοὺς δούλους σταματοῦσαν κλεψιές, ἀδικίες καὶ γενικὰ ὁ καθένας τοὺς συμμορφωνόταν. Ἔκτισαν τότε οἱ νεοφώτιστοι καὶ μιὰ μεγάλη καὶ ὡραία Ἐκκλησία. Σὲ λίγον ὅμως καιρὸ ἔγινε μεγάλος καὶ φοβερὸς σεισμὸς καὶ ἐνῶ ἔπεσαν ὅλα τα μέγαρα, τὰ σπίτια, οἱ εἰδωλολατρικοὶ ναοί, μόνον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔμεινε ἀκλόνητος καὶ ἀβλαβής. Αὐτὸ τοὺς στερέωσε πιὸ πολὺ στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τοὺς Νεοκαισαρεῖς. Μαζὶ τώρα μὲ τὸν ἀδελφό του τὸν Ἀθηνόδωρο, ἤσαν οἱ ἡγέτες τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Πόντου.
Ἡ χαρὰ μετεβλήθη σὲ πένθος
Σὲ μιὰ πόλι τῆς περιοχῆς τοῦ εἶχαν συνήθεια στὴ γιορτὴ νὰ τραγουδοῦν καὶ νὰ χορεύουν τραγούδια ἄπρεπα, νὰ κάνουν ὄργια καὶ νὰ βλασφημοῦν. Ὁ Ἅγιος ἄκουσε τὶς βλασφημίες ποὺ λέγανε καὶ σκανδαλίσθηκε, ὀργίσθηκε καὶ τοὺς καταράσθηκε! Ἀΐ! Ἡ χαρὰ τοὺς μετεβλήθη σὲ λύπη ἀληθινή. Ἔπεσε ἀμέσως ἀσθένεια θανατηφόρος. Σὰν φωτιὰ ἡ ἀρρώστια κατέτρωγε τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ ζωντανοὶ δὲν προφθαιναν νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς. Κατάλαβαν τότε ποιὰ ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἀρρώστιας τους κι ἔτρεξαν στὸν Ἅγιο, παρακαλώντας τὸν νὰ παύση ὁ θάνατος. Ὁ Γρηγόριος ὁ θαυματουργός τους σπλαγχνίσθηκε καὶ πήγαινε στὰ σπίτια τους. Σὲ κάθε σπίτι, ποὺ πατοῦσε, ἔφευγε ἡ ἀρρώστια κι ἔτσι ὅλοι θεραπεύτηκαν. Οἱ κάτοικοι ἀπὸ τότε πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ ἔγιναν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι καὶ καλοὶ χριστιανοί. Ὁ Γρηγόριος πίστευε στὴν ἀκαταμάχητη καὶ θαυματουργὸ δύναμη τῆς θείας Χάριτος. Ἀγωνιζόταν μέρα νύχτα,νὰ ἐπιτύχει τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν κατοίκων. Μὲ δύναμη καὶ ἀδύστακτο ζῆλο ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο. Καταρτησε ἄξιους βοηθοὺς ἱερεῖς.
Συμβούλεψε. Παρακάλεσε. Μὲ τὴν ἐργασία του, τὶς ἀγαθοεργίες του, εὐλογήθηκε τὸ ἔργον του ἀπὸ τὸν Θεό, τόσο πολύ, ὥστε ὅλη ἡ Νεοκαισάρεια ἔγινε Χριστιανική. Καὶ ἐνῶ ὅταν ἔγινε Ἐπίσκοπος βρῆκε δεκαεφτὰ μόνο χριστιανούς, ὅταν πέθανε ἄφησε μόνο δεκαεφτὰ ἐθνικοὺς Τόσο μεγάλη ὑπῆρξε ἡ ἱεραποστολική του δράσις!
Ὁ ἅγιος ἦταν πολύ ἐλεήμονας. Κάποτε δυό ἄνθρωποι πού τόν εἶδαν νά διέρχεται ἀπό ἕναν δρόμο ἤθελαν νά τόν ἐκμεταλλευτοῦν καί νά τοῦ πάρουν τόν μανδύα πού φοροῦσε. Ἀκοῦστε τί ἔκαναν: Ὁ ἕνας ἀπό τούς δυό ξάπλωσε κατά γῆς καί ἔκανε τόν πεθαμένο. Καί ὁ ἄλλος δίπλα του ἔκανε ὅτι κλαίει γιά τόν θάνατό του. Ὅταν πλησίασε ὁ ἅγιος ρώτησε αὐτόν πού τάχα ἔκλαιε, τί συμβαίνει. Καί αὐτός τοῦ εἶπε ὅτι πέθανε αὐτός ὁ φτωχός ἄνθρωπος καί δέν ἔχει οὔτε ἕνα ἔνδυμα νά τόν ἐνταφιάσω. Τότε ὁ ἅγιος ἔβγαλε τόν μανδύα του καί σκέπασε μ᾽ αὐτόν τόν τάχα πεθαμένο. Ἀλλά ὅταν ἔφυγε ὁ ἅγιος, διεπίστωσε αὐτός πού ἔκλαιε ψεύτικα ὅτι ὁ φίλος του πέθανε στήν πραγματικότητα! Δέν κουνιόταν καθόλου! Τό δίδαγμα ἀπό αὐτό τό συμβάν εἶναι ὅτι οἱ ἅγιοι δέν ἐμπαίζονται!
Κάποτε ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν Κομάνων, ποὺ γειτόνευαν μὲ τὴ Νεοκαισάρεια, πῆγαν στὸν ἐπίσκοπο, τὸν ἀξιοθαύμαστο Γρηγόριο, καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἔρθει στὴν πόλη τους καὶ νὰ χειροτονήσει ἱερέα γιὰ τὴν ἐκκλησία τους. Ὁ ἅγιος τους ἄκουσε καὶ πῆγε. Ἐκεῖ ὅλοι οἱ ἄρχοντες ἐξέταζαν περιπτώσεις ὑποψηφίων ποὺ ξεχώριζαν γιὰ τὴ μόρφωση, τὴν καταγωγὴ καὶ γενικὰ τὴν κοσμικὴ λαμπρότητα, καὶ οἱ ψῆφοι τοὺς μοιράζονταν σὲ πολλούς, καθὼς ὁ καθένας προτιμοῦσε ἄλλον. Ὁ ἅγιος ὅμως γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ περίμενε ἀπὸ τὸν Θεὸ κάποια συμβουλή. Καὶ ὅπως λέγεται γιὰ τὸν Σαμουὴλ (Ἃ’ Βασ. 16:113) ὅτι, προκειμένου νὰ χρίσει βασιλιά, δὲν ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ σωματικὸ παράστημα, ἀλλὰ ἀναζητοῦσε ψυχὴ βασιλική, ἀκόμη καὶ ἂν τυχὸν ἦταν σὲ καταφρονεμένο σῶμα, ἔτσι καὶ αὐτός. Ἀγνοώντας τὶς πιέσεις πρὸς χάρη τοῦ κάθε ὑποψηφίου, γιὰ ἕνα πράγμα φρόντιζε μόνο, ἂν ὑπάρχει κάποιος ὁ ὁποῖος, πρὶν ἀκόμη ἀνακηρυχθεῖ ἱερέας, νὰ φανερώνει, μὲ τὴν προσεκτικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀρετή του, ὅτι ἔχει ἦθος ἱερέα. Οἱ ἄρχοντες λοιπὸν παρουσίαζαν μὲ ἐγκώμια ἐκείνους ποὺ διάλεξαν, ὁ ἅγιος ὅμως Γρηγόριος πρόσταξε νὰ λάβουν ὑπόψη τους καὶ τοὺς πιὸ παρακατιανούς, γιατί θεωροῦσε ὅτι καὶ σὲ αὐτοὺς εἶναι δυνατὸ νὰ βρεθεῖ κάποιος ἀνώτερος κατὰ τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς ἀπὸ ἐκείνους τοὺς περιφανεῖς.
Τὴ γνώμη αὐτὴ τοῦ ἁγίου κάποιος ἀπὸ τοὺς παρόντες τὴ θεώρησε προσβολὴ καὶ χλευασμὸ τῆς ψηφοφορίας, ἂν δηλαδὴ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ξεχώριζαν γιὰ τὴ μόρφωση, τὴν κοινωνικὴ θέση καὶ τὴν κοινὴ ἀναγνώριση δὲν γινόταν δεκτὸς στὴν ἱεροσύνη, καὶ κάποιοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν χειρωνακτικὴ ἐργασία κρίνονταν πιὸ ἄξιοι γι’ αὐτὴ τὴ χάρη. Μὲ πολλὴ εἰρωνεία λοιπὸν τοῦ εἶπε: «Ἂν ἔτσι προστάζεις, νὰ παραβλέψουμε δηλαδὴ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τέτοια προσόντα καὶ ἐκλέχτηκαν ἀπὸ ὅλη τὴν πόλη καὶ νὰ βάλουμε στὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης κάποιον ἀπὸ τὸν συρφετό, ὥρα εἶναι πλέον νὰ καλέσεις στὴν ἱεροσύνη τὸν Ἀλέξανδρο τὸν καρβουνιάρη· καί, ἂν νομίζεις, νὰ πᾶμε καὶ νὰ συμφωνήσουμε μεταξὺ μας ὅλη ἡ πόλη». Τέτοια ἔλεγε λοιπὸν διασύροντας τὴ γνώμη τοῦ ἁγίου μὲ αὐτὴ τὴν εἰρωνικὴ πρόταση καὶ κατηγορώντας ὡς ἄκριτα ὅσα εἶχε πεῖ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅμως, ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, ἔκανε τὴ σκέψη ὅτι μὲ ἐνέργεια Θεοῦ θυμήθηκαν οἱ ἐκλέκτορες τὸν Ἀλέξανδρο. Ρώτησε λοιπόν: «Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Ἀλέξανδρος ποῦ ἀναφέρατε;» Ἕνας ἀπὸ τοὺς παρόντες ἔφερε τότε μὲ γέλια τὸν Ἀλέξανδρο μπροστά τους ντυμένο μὲ βρώμικα κουρέλια, τὰ ὁποῖα μάλιστα δὲν κάλυπταν ὅλο το σῶμα του, καὶ μὲ ἐμφάνιση ποὺ ἔδειχνε τὴ δουλειά του, καθὼς τὰ χέρια, τὸ πρόσωπο καὶ ὅλο του τὸ σῶμα ἦταν κατάμαυρα ἀπὸ τὰ κάρβουνα. Γιὰ τοὺς ἄλλους ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ τοῦ Ἀλέξανδρου ἔγινε ἀφορμὴ γιὰ γέλια, στὰ διορατικὰ ὅμως μάτια τοῦ ἁγίου το πράγμα προξενοῦσε μεγάλη ἔκπληξη: ἔβλεπε ἄνθρωπο μὲ τόσο μεγάλη φτώχεια καὶ ἀπεριποίητο στὸ σῶμα, νὰ εἶναι στραμμένος στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ δείχνει νὰ χαίρεται γι’ αὐτά, τὰ ὁποῖα ἦταν καταγέλαστα γιὰ ὅσους δὲν εἶχαν πνευματικὰ μάτια. Καὶ αὐτὴ ἦταν ἡ ἀλήθεια. Γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς ἀναγκασμένος ἀπὸ τὴ φτώχεια, ἀλλὰ ἦταν φιλόσοφος, ὅπως ἀπέδειξε ὁ μετέπειτα βίος του, ἀφοῦ ἔφτασε καὶ μέχρι τὸ μαρτύριο, τελειώνοντας τὴ ζωή του στὴν πυρά. Φρόντιζε ὅμως νὰ κρύβεται, ὄντας ἀνώτερος ἀπὸ τὴν εὐημερία ποὺ ἐπιδιώκουν οἱ ἄλλοι καὶ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦσε τὴν ἀνώτερη καὶ ἀληθινή. Γιὰ νὰ πετύχει πέρα γιὰ πέρα τὸν στόχο τῆς ἀρετῆς, φρόντιζε νὰ μένει ἀπαρατήρητος. Ἐνῶ δηλαδὴ ἦταν τέτοιος ἄνθρωπος, κρυβόταν μὲ τὸ πιὸ καταφρονεμένο ἐπάγγελμα σὰν μὲ ἀποκρουστικὴ μάσκα. Ἄλλωστε, καθὼς ἦταν στὸ ἄνθος τῆς νιότης του, θεωροῦσε ἐπικίνδυνο γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς σωφροσύνης το νὰ κάνει φανερὴ τὴ σωματική του ὀμορφιά, ἀφοῦ γνώριζε ὅτι αὐτὴ γίνεται στοὺς πολλοὺς ἀφορμὴ φοβερῶν πτώσεων. Γιὰ νὰ μὴν πάθει λοιπὸν κάτι ποὺ δὲν θὰ ἤθελε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴ γίνει ἀφορμὴ πάθους σὲ ἄλλα μάτια, φόρεσε θεληματικὰ σὰν ἀποκρουστικὴ μάσκα τὴ δουλειὰ τοῦ καρβουνιάρη, μὲ τὴν ὁποία καὶ τὸ σῶμα τοῦ γυμναζόταν, μέσω τῶν κόπων, στὴν ἀρετή, καὶ ἡ ὀμορφιὰ σκεπαζόταν μὲ τὴ βρωμιὰ ἀπὸ τὰ κάρβουνα. Ἐπιπλέον, ὅ,τι ἔβγαζε μὲ τοὺς κόπους του, τὸ διέθετε γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν θείων ἐντολῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τὸν πῆρε παράμερα ἀπὸ τὴ συγκέντρωση καὶ τὸν ρώτησε λεπτομερῶς γιὰ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτόν, τὸν παρέδωσε στὰ μέλη τῆς συνοδείας του, λέγοντάς τους τί νὰ κάνουν. Ἔπειτα ἐπέστρεψε ἐκεῖ ποὺ ἦταν μαζεμένοι οἱ ἄλλοι καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκει μὲ ἁπλὰ λόγια, ἀναφέροντας τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἱεροσύνη καὶ σκιαγραφώντας μὲ αὐτὰ τὴν ἐνάρετη ζωή. Συνέχισε νὰ συγκρατεῖ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴ συνάθροιση, ὥσπου οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἐκπλήρωσαν αὐτὸ ποὺ τοὺς πρόσταξε καὶ ἦρθαν ἔχοντας μαζί τους τὸν Ἀλέξανδρο, καθαρισμένο μὲ λουτρὸ ἀπὸ τὴν ἀηδία τῆς καρβουνιᾶς καὶ ντυμένο μὲ τὰ ροῦχα τοῦ ἁγίου –γιατί τέτοιες ἐντολὲς τοὺς εἶχε δώσει. Ὅλοι στράφηκαν πρὸς τὸν Ἀλέξανδρο καὶ θαύμαζαν στὸ θέαμά του, ὁπότε ὁ διδάσκαλος τοὺς εἶπε: «Δὲν εἶναι παράξενο αὐτὸ ποὺ πάθατε, ποὺ ξεγελαστήκατε δηλαδὴ ἀπὸ τὰ μάτια σας καὶ ἀφήσατε τὴν αἴσθηση νὰ κρίνει μόνη της τί εἶναι καλό. Γιατί εἶναι σφαλερὸ κριτήριο τῆς ἀλήθειας ἡ αἴσθηση, καθὼς ἡ ἴδια ἐμποδίζει τὴν εἴσοδο στὸ βάθος τῆς ἀλήθειας. Συγχρόνως ὅμως, αὐτὸ ἦταν σίγουρα ἀρεστὸ στὸν δαίμονα, τὸν ἐχθρό της εὐσέβειας, νὰ μένει ἀχρησιμοποίητο ἕνα ἐκλεκτὸ σκεῦος, σκεπασμένο ἀπὸ τὴν ἄγνοια, καὶ νὰ μὴ βγεῖ στὸ φανερὸ ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ καταστρέψει τὴν ἐξουσία του». Μετὰ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἅγιος πρόσφερε τὸν Ἀλέξανδρο στὸν Θεὸ μὲ τὴ χειροτονία, μεταδίδοντάς του τὴ χάρη μὲ τὸν καθιερωμένο τρόπο. Καὶ καθὼς ὅλοι ἀτένιζαν τὸν νεοχειροτονημένο ἱερέα, ὁ Ἀλέξανδρος, μετὰ ἀπὸ προτροπὴ νὰ μιλήσει στὸ ἐκκλησίασμα, ἔδειξε εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι ἦταν σωστὴ ἡ κρίση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου γι’ αὐτόν. Ὁ λόγος τοῦ δηλαδὴ ἦταν γεμάτος νοήματα, ἂν καὶ ὑστεροῦσε σὲ ρητορικὰ στολίδια. Γι’ αὐτὸ καὶ κάποιος φαντασμένος νέος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ποὺ βρισκόταν τότε στὴν πόλη τους, γέλασε μὲ τὸν ἀκαλλώπιστο λόγο του, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἦταν στολισμένος μὲ τὴν περίτεχνη ἀττικὴ διάλεκτο. Αὐτός, ὅπως λένε, συνετίστηκε ἀπὸ ἕνα θεϊκὸ ὅραμα: εἶδε ἕνα σμῆνος περιστεριῶν ποὺ ἔλαμπαν μὲ ἀπερίγραπτη ὀμορφιὰ καὶ ἄκουσε κάποιον νὰ τοῦ λέει ὅτι αὐτὰ τὰ περιστέρια, τὰ ὁποῖα περιγέλασε, εἶναι τοῦ Ἀλέξανδρου.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Ὑπόθεση Α’. Ἐκδόσεις Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.
Στὸν καιρὸ τοῦ διωγμοῦ
Τὸ Εὐαγγέλιο, μὲ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καὶ τὴν ἀσταμάτητη ἐργασία τοῦ κηρύχθηκε σὲ ὅλη τὴν ἐπαρχία του καὶ ὅλοι σχεδὸν γυρίσανε στὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πρώην εἰδωλολάτρες γκρέμιζαν τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων καὶ ἔκτιζαν παντοῦ Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, 250 μ.Χ. ὁ Αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης, Δέκιος, κήρυξε διωγμὸ ἄγριο κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ἔστειλε παντοῦ σε ὅλους τους τοπάρχες τῶν Ἐπαρχιῶν διατάγματα νὰ τιμωροῦν τοὺς Χριστιανούς. Καὶ ὅσους δὲν προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα νὰ τοὺς θανατώσουν μὲ σκληρὰ βασανιστήρια.
Ὁ Γρηγόριος φοβήθηκε μήπως δειλιάσουν οἱ νεοφώτιστοι πιστοί του, γι’ αὐτὸ συσκέφτηκε μὲ τοὺς κληρικούς του καὶ τοὺς συμβούλεψε νὰ κρυφτοῦν στὰ βουνὰ καὶ στὰ δάση. Καὶ αὐτὸς τοὺς ἀκολουθεῖ, ὄχι ἀπὸ δειλία, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνει καὶ σωθοῦν καὶ ἄλλοι διὰ μέσου αὐτοῦ.
Ἕνας ὅμως κακόψυχός τους πρόδωσε καὶ ὁδήγησε τοὺς διῶκτες στὸ βουνό. Τοὺς εἶδε ὁ Ἅγιος ἀπὸ μακρυὰ καὶ λέγει στὸ Διάκονό του:
– Σταμάτησε, παιδί μου, καὶ σήκωσε τὰ χέρια σου στὸν Οὐρανό. Προσευχήσου μαζί μου μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς σου, προσευχήσου μὲ ὁλοθερμὴ πίστη. Μὴ σαλέψεις ἀπὸ τὸν τόπο σου, ἔστω καὶ ἂν τοὺς δεῖς νὰ πλησιάζουν. Καὶ οἱ δυό τους τώρα προσεύχονταν καὶ λέγανε:
– Θεέ μας, ἂν θέλεις φύλαξέ μας ἀπὸ τὸν κίνδυνο. Ἂν πάλι εἶναι συμφερότερο, γιὰ τὴν ψυχή μας, νὰ πεθάνουμε, γενηθήτω τὸ θέλημά σου.
Ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸ θαῦμα του. Τοὺς σκέπασε καὶ δὲν τοὺς ἀντελήφθηκαν οἱ διῶκτες τους. Τοὺς νομίσανε γιὰ δένδρα. Ἀπελπίσθηκαν οἱ χριστιανομάχοι ἀπεσταλμένοι τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορος καὶ κατέβηκαν ἀπὸ τὸ βουνό.
– Δὲν βρήκαμε, εἶπαν, κανένα ἄνθρωπο. Μονάχα δύο δένδρα εἴδαμε, ποὺ ἀπεῖχαν λίγο το ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Ὁ καταδότης κατάλαβε τὸ θαῦμα, μετανόησε, ἀνέβηκε στὸ βουνό, βρῆκε τὸν Ἅγιο, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ ζητοῦσε συγχώρηση. Πίστεψε δὲ μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ στὸ Χριστὸ καὶ ἔγινε καλὸς χριστιανός, ὁ πρώην ἀσεβὴς καὶ διώκτης,
Μετὰ τὸν διωγμὸ
Σὲ λίγο καιρὸ σταμάτησε ὁ διωγμὸς καὶ ὁ Ἅγιος κατέβηκε στὴν πόλη καὶ κυβερνοῦσε τὴν Ἐκκλησία θεάρεστα. Διέταξε μάλιστα νὰ ψάξουν προσεκτικὰ καὶ νὰ βροῦνε τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων. Ὤρισε ἐπίσης καὶ ἥμερα γιὰ νὰ τοὺς γιορτάζουν, διότι αὐτοὶ χύσανε τὸ αἷμα τους γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴ στερέωση τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ 252 νέες δοκιμασίες τὸν περιμένουν. Τρομερὴ ἐπιδημία ἐνσκήπτει στὴ Νεοκαισάρεια καὶ τὸν Πόντο. Διὰ τῆς προσευχῆς ὅμως τοῦ Ἁγίου σταμάτησε.
Κάποτε ὁ βάρβαρος λαὸς τῶν Γότθων εἰσέβαλε στὸν Πόντο καὶ λεηλατοῦσαν τὴ χώρα. Ἐρημώνεται ἡ χώρα ὅλη. Τότε δυστυχῶς καὶ μερικοὶ λεηλατηθέντες χριστιανοὶ ἅρπαζαν τὰ ἀγαθά των ἄλλων. Οἱ ἐπίσκοποί του ἐρωτοῦν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο καὶ τὸν συμβουλεύονται, τί ἐπιτίμια νὰ ἐπιβάλλουν στοὺς μετανοοῦντες. Ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν περίφημη «Κανονικὴ Ἐπιστολὴ» τοῦ ἐκθέτει στὸν Μητροπολίτη τοῦ Πόντου, ὅσα πρέπει νὰ πράξει.
Τὸ 264 μ.Χ. παρευρέθηκε μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀθηνόδωρο στὴ Σύνοδο τῆς Ἀντιόχειας, ὅπου καταδικάστηκε ὁ αἱρετικὸς Παῦλος ὁ Σαμασατεύς.
Ἡ εἰς Κύριον ἐκδημία του
Ὁ Γρηγόριος ἔζησε βίον ἄμεμπτον καὶ ἅγιον καὶ κυβέρνησε θεαρέστως τὴν Ἐκκλησίαν. Ἀλλὰ ἦλθε ὁ καιρὸς νὰ ὑπάγει εἰς τὸν ποθούμενο Χριστὸ καὶ νὰ ἀναπαυθεῖ ἐκ τῶν πολλῶν κόπων καὶ μόχθων του. Προεῖδε, μάλιστα καὶ τὸν θάνατόν του.
Θέλει ὅμως νὰ ἐξακριβώσει καὶ νὰ μάθει πόσοι ἄνθρωποι τῆς ἐπαρχίας τοῦ ἔμειναν ἀκόμη στὴ ἀπιστία. Πράγματι, ἐρεύνησε καὶ βρῆκε μόνον δεκαεπτὰ εἰδωλολάτρες. Λυπήθηκε, βέβαια, γιὰ τὴ σκληροκεφαλιά τους καὶ γιὰ τὴν ἀπώλειά τους. Εὐχαρίστησε ὅμως τὸν Θεό, διότι τὸν δυνάμωσε καὶ πίστεψαν ὅλοι οἱ ἄλλοι καὶ μείνανε τώρα ποὺ θὰ πέθαινε, στὴν πλάνη τόσοι, ὅσοι ἤσαν οἱ Χριστιανοί, ποὺ βρῆκε ὅταν πρωτοπῆγε.
Προσευχήθηκε πολὺ στὸ Θεό, γιὰ νὰ ἀξιώσει τοὺς πιστοὺς νὰ τελειώσουν καὶ αὐτοὶ τὸν βίο τοὺς ἐνάρετα. Ἐκοιμήθη τὴν 17ην Νοεμβρίου, τὸ 270 περίπου.
Τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ συνέγραψε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἐπίσκοπος Νύσσης, ἀδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν πιὸ ἀξιόπιστη βιογραφικὴ πηγὴ ἐν μέσω ἀσαφειῶν καὶ θρύλων. Στὸν ἐγκωμιαστικό του λόγο πρὸς τὸν Ἅγιο, τὸν ὀνομάζει Μέγα καὶ θεωρεῖται ὅτι ἦταν τὸ πρῶτο ἄτομο ποὺ εἶναι γνωστὸ ὅτι ἔλαβε ὅραμα τῆς Παναγίας (μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή), βάσει τοῦ ὁποίου κατέγραψε μιὰ ὁμολογία σχετικὰ μὲ τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Νύσσης ἀναφέρει ὅτι ὁ ἴδιος μεγάλωσε ἀκούοντας διηγήσεις καὶ περιγραφὲς περιστατικῶν τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, καθὼς καὶ τοὺς θεοπνεύστους λόγους του, ἀπὸ τὴν γιαγιὰ τοῦ Ἁγία Μακρίνα (βλέπε 19 Ἰουλίου) ἡ ὁποία ἦταν μαθήτρια καὶ πνευματικὸ παιδὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος σ’ ἕνα του λόγο λέει γιὰ τὸν Γρηγόριο τὸν θαυματουργό, ὅτι γιὰ τὰ πνευματικά του χαρίσματα καὶ τὴν χάρη τῶν θαυμάτων «δεύτερος Μωϋσῆς πὰρ΄ αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν της Ἐκκλησίας ἀνηγορεύετο».
Συγγράμματα
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, σὰν μορφωμένος ἐπίσκοπός της ἐποχῆς του, ἔγραψε τὰ ἑξῆς ἔργα:
1) Λόγον πανηγυρικὸν ἢ Χαριστήριον πρὸς τὸν Ὠριγένη.
2) Σύμβουλον ἡ Ἔκθεσιν Πίστεως. Εἶναι σύντομος ὀρθόδοξος ὁμολογία περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος.
3) Παράφρασιν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ.
4) Κανονικὴν ἐπιστολὴν περὶ τῶν ποινῶν τῶν μετανοούντων.
5) Περὶ ἀπαθείας καὶ Παθητοὺ τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἀπευθύνει πρὸς Θεοπομπόν. Διεσώθη μόνον ἡ Συριακὴ μετάφρασις.
Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ, λέγουν ὅτι εἶναι καὶ τὰ ἑξῆς ἔργα:
1) Λόγος κεφαλαιώδης περὶ ψυχῆς, πρὸς Τατιανὸν
2) Ἡ κατὰ μέρος πίστις.
3) Κεφάλαια περὶ πίστεως δώδεκα.
4) Πραγματεία περὶ τοῦ Ὁμοουσίου, πρὸς Φιλάγριον.
5) Πέντε ὁμιλίαι (τρεῖς εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου, μιὰ εἰς τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, καὶ μιὰ εἰς τοὺς Ἁγίους Πάντας).
Στίχος
Ὁ Γρηγόριος, θαυματουργῶν καὶ πάλαι, Θεῶ παραστάς, θαυματουργεῖ τί πλέον. Ἐβδομάτη δεκάτη τὲ μέγας θᾶνε θαυματουργός.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν προσευχαῖς γρηγορῶν, ταῖς τῶν θαυμάτων ἐργασίαις ἐγκαρτερῶν, ἐπωνυμίαν ἐκτήσω τὰ κατορθώματα, ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, Πάτερ Γρηγόριε, φωτίσαι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν, μὴ ποτὲ ὑπνώσωμεν, ἐν ἁμαρτίαις εἰς θάνατον.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω
Ὡς εὐσεβείας ὑποφήτην καὶ διδάσκαλον καὶ τῶν θαυμάτων ποταμὸν σὲ ἀνεξάντλητον μακαρίζομεν οἱ δοῦλοί σου Ἱεράρχα. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον Ἐκ παντοίων ἀπολύτρωσαι κακώσεων τοὺς βοώντας σοί, χαίροις Πάτερ Γρηγόριε.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν
Θαυμάτων πολλῶν, δεξάμενος ἐνέργειαν, σημείοις φρικτοῖς, τοὺς δαίμονας ἐπτόησας, καὶ τὰς νόσους ἤλασας τῶν ἀνθρώπων, πάνσοφε Γρηγόριε· διὸ καλὴ θαυματουργός, τὴν κλῆσιν ἐξ ἔργων κομισάμενος.
Κάθισμα Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Νέος γέγονας Μωσὴς τοῖς ἔργοις, πλάκας πίστεως ἐπὶ τοῦ ὅρους, τῆς μυστικῆς θεοφανείας δεξάμενος, νομοθετήσας λαοῖς τὴν εὐσέβειαν, τοῦ τῆς Τριάδος μυστηρίου Γρηγόριε· ὅθεν ἅπαντες, τιμῶμεν πιστοὶ τὴν μνήμην σου, αἰτοῦντες διά σου τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Οἴκος
Πόθεν ἀπάρξομαι τοὺς ἐπαίνους ἐξυφαίνειν ὁ τάλας, καθορῶν τὰ πολλὰ καὶ ὑπερθαύμαστα πράγματα; Ἐὰν ἀπὸ τοῦ βίου τοῦ Ὁσίου ἐγχειρήσω, τὸ σύνολον οὐκ ἰσχύω· πάντα γὰρ νοῦν ὑπερβαίνει ὁ ἔνθεος βίος αὐτοῦ. Ἐὰν ἀπὸ τῶν θαυμάτων, καὶ ἐν τούτω λοιπὸν αἰσχυνθήσομαι, ὑπὲρ τὴν ψάμμον γὰρ ὑπάρχουσι· διὰ τοῦτο ἀκούει θαυματουργός, τὴν κλῆσιν ἐξ ἔργων κομισάμενος.
Μεγαλυνάριον
Τὴ φιλοσοφία πρὸς ἀληθῆ, γνῶσιν κεχρημένος, οἴα κλίμακι νοητή, πρὸς θεολογίας, ἀνέδραμες τὸ ὕψος, Γρηγόριε θαυμάτων, καινῶν διάκονε.
Ἄλλες πηγές: ἐδώ
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!