Ἔπρεπε βέβαια, ὢ πάγχρυσε Ἰωάννη, ὅσοι ἐπιχειροῦν νὰ συνθέσουν τὰ ἐγκώμιά σου, νὰ σοῦ ἐκφωνοῦν χρυσορρόο λόγο, ἔχοντας προηγουμένως τὴν τύχη νὰ ἔχουν γλώσσα χρυσή. Σ’ αὐτοὺς ὅμως ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει ἡ δική σου φωνή, γιατί αὐτὴ μόνο θὰ πετύχαινε ἀντάξια τὴν εὐφημία σου καὶ μάλιστα τώρα. Γιατί γιὰ σένα ποὺ ἔζησες πάνω στὴ γῆ μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἤδη πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδημία σου σὲ ἀγώνα γιὰ τὸ πρωτεῖο στοὺς λόγους ἡ λήθη τῶν κατορθωμάτων σου ἦταν κατήγορος τῆς καλῆς σου φήμης. Γιατί στὴν περίπτωση τῶν σοφῶν κρύβουν κατὰ κάποιο τρόπο τὰ κατορθώματά τους, ὥστε νὰ μὴ διαφύγει ἡ πραγματικότητα κάτω ἀπὸ τὰ φαινόμενα, ἐνῶ στὴν περίπτωση τῶν πατέρων θαυμάζουν αὐτοὶ καὶ τὰ ψελλίσματα τῶν παιδιῶν τους καὶ τὰ δύο λεπτὰ εἶναι προσφιλέστερα στὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ λαμπρὰ κατορθώματα. Γιατί εἶναι φυσικὸ νὰ κρίνονται αὐτὰ ἀπὸ τὴν προαίρεση καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα. Ἐπιπλέον δὲν πρέπει ν’ ἀποκρούομε καὶ τὴν προτροπὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, γιατί αὐτὸς εἶναι σεβαστὸς καὶ τοῦ χρεωστοῦμε πολλὲς χάρες. Γι’ αὐτὸ ἀρχίζω τὸ λόγο μου, ὄχι μὲ θράσος καὶ δίχως συστολή, ἀλλὰ μὲ δισταγμὸ καὶ φόβο σου προσφέρω ὅ,τι καλύτερο ἀπὸ τὰ δικά σου θεία καὶ ἱερὰ διδάγματα. Γιατί, ἀναπτύσσοντας ἕνα τέτοιο θέμα, δὲ θὰ εἶναι ὁ ἔπαινός μου ἀσήμαντος, ἐὰν πλησιάσω τὸ ἄξιο, ἂν ὅμως δὲν τὸ ἐπιτύχω, ποὺ βέβαια ἄριστο εἶναι νὰ μὴν τὸ πάθω, ἂν καὶ ἀμφίβολο, μοῦ ἀξίζει συγχώρεση, γιατί ὑπέκυψα σὲ δικαιολογημένη ἥττα. Δός μου λοιπὸν τὴν πυρίπνοη χάρη τοῦ Πνεύματος, γιατί καὶ σὺ χρημάτισες στόμα τοῦ Χριστοῦ, βγάζοντας ἀπ’ τὸ μηδαμινὸ σπουδαῖο. Καὶ ὄχι ἕνα καὶ δύο, γιατί αὐτὸ μπορεῖ ἴσως νὰ τὸ ἐπιτύχει ὁ καθένας, ἀλλὰ οἰκοδομώντας σπίτια ὁλόκληρα καὶ χωριὰ καὶ πόλεις.

Πράγματι, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου κι οἰκοδομώντας τὸν ἑαυτό σου ἀληθινὴ Ἱερουσαλήμ, πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ κατοικήσει σ’ αὐτὴν τὸ θεῖο Πνεῦμα, σ’ ὅλα τα σημεῖα τῆς γῆς, Ἀνατολὴ καὶ Δύση, Βορὰ καὶ Νότο, γύρισες μὲ τὸ λόγο σου, ὥστε καὶ γιὰ σένα νὰ λεχθεῖ πολὺ εὔστοχα ἡ θεία προαναφώνηση τοῦ θεόπνευστου Δαβίδ· «ἡ φωνὴ τοὺς ἀντήχησε σ’ ὅλη τὴ γῆ καὶ τὰ λόγια τοὺς ἀκούστηκαν σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη».1 Γιατί στάθηκες μελετητὴς τῆς ἀληθινὰ αὐτοσοφίας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐνυπόστατης δύναμης τοῦ Θεοῦ Πατέρα,2 καὶ ἀνίχνευσες αὐτὸν μ’ ὅλη σου τὴ δύναμη κι ἔγινες μιμητὴς τοῦ Θεοῦ ὅσο αὐτὸ εἶναι δυνατὸ στὸν ἄνθρωπο. Ἐσὺ στὰ Γάδειρα, τὰ πέρατα τῆς φύσης, τὴν ἔννοια κάθε ἀρετῆς ἔχτισες πάνω στὸ θεμέλιο τῆς ταπείνωσης, μὲ μόνη τὴν ὁποία εὐδόκησε καὶ ὁ Θεὸς νὰ σώζει καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ σώζεται. Γιατί τίποτε δὲν εἶναι πιὸ ἀσφαλὲς ἔρεισμα ἀπ’ αὐτήν. Κι ὅτι ἡ ταπείνωση πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη, εἶναι σ’ ὅλους φανερό. Πῶς δηλαδὴ κάποιος θὰ ὑποταχθεῖ στὸν ἀνώτερό του, ἂν δὲν πιστέψει πῶς εἶναι ἀνώτερος καὶ ὕψιστος;
Σὰν ὑπηρέτης τοῦ Λόγου, εἶσαι γεμάτος ἀπὸ λόγους, μὲ τοὺς ὁποίους κήρυξες τὸν θεῖο καὶ ἐνυπόστατο Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατέρα, μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος, ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα, κι οἱ τρεῖς ν’ ἀναγνωρίζονται μονάδα ποὺ προσκυνεῖται σὲ Τριάδα, καὶ Τριάδα ποὺ ἀνακεφαλαιώνεται σὲ μονάδα, ποὺ τὴ χαρακτηρίζει κάποια παράδοξη ἕνωση καὶ διαίρεση. Γιατί οὔτε ἡ ἑνότητά της εἶναι συγκεχυμένη, οὔτε ἡ τριαδικότητά της διαιρεῖται τελείως, ἀλλὰ τὸ ἕνα διατηρεῖται μέσα στὸ ἄλλο καὶ μέσα στὴν ἑνότητα τῆς οὐσίας ἡ ἑνότητα τῶν ὑποστάσεων καὶ ἡ ἀπαράλλαχτη φύση. Αὐτὰ δίδαξες ὅλη τὴν οἰκουμένη, μιὰ θεότητα τρισυπόστατη ποὺ ἀκέρια ἐπικοινώνησε μαζί μας μὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις της. Κι αὐτὴ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀπαθής, ὁ ἑνωμένος μὲ τὴν παθητὴ φύση, καὶ ποὺ παθαίνει ὅ,τι καὶ ἡ παθητὴ φύση, ἔχει ἀρχὴ τῆς ὕπαρξής του, παίρνει σάρκα καὶ αὐξάνεται, καὶ ὁ ἁπλὸς στὴ φύση, γίνεται σύνθετος προσλαμβάνοντας τὴ φύση μας, καὶ ἀναγνωρίζεται ἀληθινὰ μὲ δύο φύσεις, γιατί φέρει μετὰ τὴν ἕνωση δύο φύσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ὅπως κηρύττεται, ἀπαρτίζεται ἕνα. Κάθε μία ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς φύσεις εἶναι τέλεια σύμφωνα μὲ τὸν ὁρισμὸ καὶ τὴν αἰτία της, ἡ μιὰ χωρὶς ἀρχὴ καὶ ἄκτιστη, ἡ ἄλλη μὲ ἀρχὴ καὶ κτιστῆ? ἡ μιὰ ἀπαθής, ἀόρατη, ποὺ δὲν ἀγγίζεται καὶ δὲν περιγράφεται? ἡ κάθε μία ἔχει τὴ θέλησή της κι εἶναι αὐτεξούσια καὶ ἐνεργεῖ, καὶ τοῦτο κι ἐκεῖνο τὸ κάνει ὁ ἴδιος, ὁ ἕνας Χριστὸς καὶ Υἱὸς καὶ Κύριος, μὲ ὀργανικὴ ὑπηρεσία τῆς μιᾶς καὶ δεσποτικὴ ἐνέργεια τῆς ἄλλης, ἐπειδὴ κάθε μία ἔχει τὴν οἰκεία ἐνέργεια καὶ τὴν αὐτεξούσια κίνηση. Κι ἐνῶ αὐτὸς ὁ ἕνας ἐκτελεῖ καὶ τοῦτο κι ἐκεῖνο, πραγματοποίησε καὶ μὲ τὰ δύο τὴ σωτήρια ἀνακαίνισή μας, πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο ἀπὸ φιλανθρωπία ΄ἐκένωσε΄ τὸν ἑαυτό του.3
Αὐτὰ δίδαξες, ἀφοῦ τὰ ἔμαθες, καὶ σ’ αὐτὰ ἐπάνω χτίζεις τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἄριστων ἔργων ποὺ λάμπει σὰν τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι, ὥστε, πλησιάζοντας τὴ φωτιὰ ποὺ διαχωρίζει, νὰ μὴ μᾶς κατακάψει σὰ νὰ εἴμαστε φρύγανα, ἀλλὰ νὰ καθαρθοῦμε ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἀποβάλλοντας ὅποιο στοιχεῖο εἶναι κίβδηλο καὶ μένοντας στὸν αἰώνα καθαροὶ μαζὶ μὲ τὸν καθαρὸ ποὺ μᾶς περνᾶ ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ μᾶς θεώνει. Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει γλώσσα ἄξια νὰ σ’ ἐπαινέσει; Ποιὸς θὰ μὲ φέρει στὴν προηγούμενη ἡμέρα, ὅταν φώτιζε ἡ θεία φλόγα σὲ γλῶσσες μοιρασμένη, κι ἀναπαυόμενη στὸν καθένα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους ἑνιαία καὶ πολυτροπα, ὥστε ἡ ἑνιαία διδαχὴ τῆς πίστης νὰ κηρυχθεῖ μὲ χίλιες γλῶσσες, συνάγοντας σ’ ἑνότητα ὅσα εἶχαν διασπαστεῖ, ἀφοῦ πρῶτα εἶχε καταλυθεῖ ἡ πολυσχιστὴ πλάνη, αὐτὴ ποῦ σὰν κακὴ ὁμόνοια ἕνωσε παλιά τους χτίστες τοῦ πύργου, γιὰ νὰ πάρουν τὸ μισθὸ τῆς ἀσέβειάς τους, τὴ σύγχυση τῆς γλώσσας, κι ἀπὸ αὐτὴν τὴ διαίρεση τῆς γνώμης τους; Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει αὐτὴ τὴ γλώσσα τοῦ Πνεύματος, ὥστε νὰ διακηρύξω τὶς ὑπερφυσικὲς ἀρετὲς αὐτοῦ του πνευματοφόρου ἁγίου; Ἃς ἔρθει καὶ ἐδῶ ὠκεανὸς λόγων, ἄβυσσος νοημάτων? μὰ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος σὲ λόγια δὲν ὑποχωρεῖ. Γιατί, ὅποιος θέλει νὰ μιλήσει δίχως Πνεῦμα γιὰ τὸ Πνεῦμα, θέλει νὰ βλέπει δίχως φῶς καὶ ἔχει ὁδηγὸ στὴν ὅρασή του τὸ σκοτάδι. Γι’ αὐτὸ γυρίζω πάλι στὸν ἴδιο αὐτὸν ποὺ τώρα ἐγκωμιάζομε, ἀνάβοντας τὸ λύχνο τῆς γνώσης μου ἀπὸ αὐτὸν σὰν ἀπὸ θεῖο πυρσό, γιὰ νὰ εἶναι ὁ ἴδιος το ἀντικείμενο τοῦ ἐγκωμιασμοῦ καὶ μαζὶ ὁ προμηθευτὴς τῶν ἐπαίνων.
Ποιὸς εἶναι τόσο πλούσιος στὸ λόγο καὶ ἔξοχος στὴ φρόνηση, πράγματα ἀσύγκριτα μεταξύ τους, ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεχωρίσεις σὲ ποιὸ ἀπ’ τὰ δύο ἦταν πιὸ ἀξιοθαύμαστος; Ποιὸς ἦταν τόσο χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀρετῆς ἀκόμα καὶ στὴν πρώτη ματιά, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται νὰ τὸ διδάξει κανεὶς μὲ λόγο; Ποιὸς σκορποῦσε τόσες νιφάδες λόγων, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὰ ἔργα του, καὶ ποὺ ἀπ’ αὐτὸν ἀντλοῦσαν τὴ δύναμή τους, ὥστε καὶ γι’ αὐτὸν νὰ λέγεται «γιὰ ὅσα ἄρχισε νὰ πράττει καὶ νὰ λέει», αὐτὸ ποὺ λέει ὁ θεσπέσιος Λουκᾶς γιὰ τὸν Ἰησοῦ τὸ Θεό μου ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε τὸ εἶναι καὶ τὸ εὖ εἶναι;4 Ποιὸς ἄσκησε τὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη, καταπατώντας τὶς ἡδονές, σὰ νὰ ἦταν ἄσαρκος, καὶ ἐξετάζοντας μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ τὰ θεία; Ποιὸς περιέβαλε τὴν πίστη ἁρμονικὰ μὲ τὰ ἔργα, ὅπως τὴν ψυχὴ περιβάλλουν τὰ μέλη τοῦ σώματος, καὶ τὰ ὑπέταξε σ’ αὐτήν, ὥστε τὸ ἕνα δίχως τὸ ἄλλο νὰ ‘ναὶ ἄχρηστο κι ἀνώφελο, ἂν καὶ στὴν πίστη δὲ θὰ δώσει κανένας λανθασμένα τὸ προβάδισμα; Ποιὸς ἀπέβαλε σὲ τέτοιο βαθμὸ τὴ λαιμαργία, ὑποδουλώνοντας αὐτὴν μὲ τόση ἐξουσία καὶ φιμώνοντας τὴν, ἂν καὶ μάνιαζε, μὲ τὸν εὐσεβῆ λογισμό του καὶ στάθηκε αὐτοκυριαρχημένος κι ὄχι δοῦλος της;
Κι ἦταν τόσο περίσσεια ἡ ἐγκράτειά του, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ καταλάβει κανεὶς ἂν δεχόταν καὶ τί καὶ πόση τροφὴ καὶ πόσο ποτό. Γιατί ἡ ὑγεία τοῦ ἦταν ἐπισφαλὴς καὶ ἡ σάρκα τοῦ ἀσθενικὴ καὶ πλαδαρὴ καὶ σὰν νὰ τοῦ ἔλειπε ἡ πνοή. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νὰ ζεῖ κανεὶς χωρὶς ἀναπνοή, ἀφοῦ ἔτσι εἶναι ἀπαραίτητο ν’ ἀναπληρώνεται καὶ ἡ ἔλλειψη τῶν ἄλλων στοιχείων. Αὐτὰ ποὺ ἐξαντλοῦνται εἶναι τρία? τὸ ξηρό, τὸ ὑγρὸ καὶ ἡ ἀναπνοή? ἡ πρόσφορη ἀναπλήρωση καθενὸς ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ὁρισμένο ἀπὸ τὸν κτίστη νὰ συγκρατεῖ τὴ φυσικὴ κατάσταση τοῦ σώματος. Ἡ χάρη ὅμως τοῦ Πνεύματος δὲν ὑποτάσσεται στοὺς φυσικοὺς νόμους. Γιατί λέει, «ὁ ἄνθρωπος δὲ θὰ ζήσει μόνο τρώγοντας ψωμί, ἀλλὰ ἀκούοντας κάθε λόγο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ».5 Ποιὸς εἶναι τόσο καθαρὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ νοῦ, ὥστε νὰ τοῦ προσμαρτυρεῖται καὶ ἡ ἠλιθιότητα στὴ σχέση μὲ τὴ σαρκικὴ ἡδονή; Δὲν ἦταν ὅμως πραγματικὰ ἠλιθιότητα, γιατί δὲν ἦταν ἀνοησία οὔτε κάποια φυσικὴ ἀνικανότητα, ἀλλὰ ἡ ὑπερίσχυση τοῦ λόγου, ποὺ κρατάει τὰ ἡνία τοῦ ἀλόγου, κι ἐντείνοντας ὅλον τὸν πόθο του πρὸς τὸ Θεό, ποὺ γι’ αὐτὸ καὶ ἔχει δημιουργηθεῖ, ἀποκρούει τὴν ἁπαλότητα τῆς ἡδονῆς σὰν προσάναμμα τῆς φωτιᾶς καὶ διαλέγει τὴν τραχύτητα τῆς ἀρετῆς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ἀνάπαυση. Σ’ αὐτὰ συνηθίζοντας τὸν ἑαυτό του ἀπὸ μικρὴ ἡλικία, γινόταν μέρα μὲ τὴ μέρα ὅλο καὶ πιὸ κυρίαρχός του ἐαυτοῦ του, ὥσπου ἀποκοίμισε τελείως τὸ πάθος, τιθασεύοντάς το μὲ τὴν ἀσκητικὴ τέχνη καὶ κάνοντάς το ὑπάκουο, γιὰ ν’ ἀποχτήσει μὲ τὸν καιρὸ τὴ συνήθεια μεταβάλλοντας τὴν γρήγορα σὲ δεύτερη φύση. Γιατί ἡ προσπάθεια, ὅταν ἐπιτύχει τὴ θεία βοήθεια, ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ χαρίζει τὴν ἀπάθεια.
Ποιὸς ἀπέβαλε τὴ φιλαργυρία μαζὶ μὲ τὴν ὁποία καὶ τὰ χρήματα, ποθώντας τὴ μὴ ἀπόκτησή τους τόσο, ὅσο ἄλλος τὴν ἀπόχτησή τους, πράγμα ποῦ εἶναι τὸ στήριγμα τῶν παθῶν, ἡ στέρηση τῆς ἐλπίδας, ὁ ἀντίπαλός της πίστης; Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος, ἡ θεοφθογγη λύρα τοῦ Πνεύματος, τὸ πολύηχο στόμα τῶν ἀποστολικῶν γλωσσῶν, τὴν ὀνομάζει καίρια δεύτερη εἰδωλολατρία.6 Γιατί, παραλείποντας κάποιος νὰ δέσει τὴν ἄγκυρα τῆς ἐλπίδας ἀπὸ τὴ θεία πρόνοια, στηρίζεται στὴ συλλογὴ τῶν χρημάτων. Προτιμώντας αὐτὰ ἀπὸ τὸ ἀγαθό, σὰ νὰ πρόκειται νὰ ζήσει αἰώνια καὶ σὰν θάλασσα ποὺ δὲ γεμίζει ποτέ, ἔστω κι ἂν εἰσρέουν μεγάλα ποτάμια ἀπὸ χρυσάφι, δὲν τὰ προτίμησε αὐτὰ αὐτὸς ποὺ τώρα ἐγκωμιάζομε, ἀλλὰ ἀποκρούοντάς τα ὅλα, νά, καυχιέται γιὰ πατρίδα ἔνδοξη καὶ περίφημη, λέγω τὴν πόλη τοῦ Ἀντιόχου, ποὺ κρατάει τὰ σκῆπτρα τῆς Ἀνατολῆς. Γενιὰ κι αἷμα περίφημα, χρυσάφι κι ἀσήμι καὶ πετράδια πολύτιμα καὶ ροῦχα ἁπαλὰ καὶ φημισμένα τὰ παραχώρησε σὲ ἄλλους, ἀκόμα καὶ τὴ φήμη καὶ τὴ δύναμη τοῦ λόγου.
Πηγαίνει στὸ Μελέτιο, τὸν προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀντιοχέων, ποὺ ἦταν προικισμένος μὲ πλούσια θεία χαρίσματα, ξακουστὸς σ’ ὅλους γιὰ τὸ λόγο καὶ τὸ βίο του. Αὐτὸς τὸν δέχτηκε στὰ δεκαοχτώ του χρόνια κι ἔγινε ἐραστὴς τῆς ὀμορφιᾶς τῆς καρδιᾶς του, γιατί μὲ προβλεπτικὰ μάτια ἔβλεπε τί θὰ γινόταν ὁ νέος. Ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τὰ θεμελιώδη διδάγματα τῆς εὐσέβειας καὶ μόρφωσε ἱκανοποιητικά το ἦθος καὶ τὴ συμπεριφορά του καὶ προδιέγραψε τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀλήθειας, μορφώνει μέσα του μὲ τὸ λουτρὸ τῆς παλιγγενεσίας τὸ Χριστό, ποὺ ξεπερνᾶ στὴν ὀμορφιὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων,7 γιατί ἄστραφτε ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς θεότητας. Ἦταν τριάντα περίπου ἐτῶν καὶ φτάνοντας στὴ σωματικὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα ἔγινε ἀναγνώστης τῶν θείων λόγων μαζὶ καὶ δάσκαλος, ἀπὸ σφοδρότητα θείου ἔρωτα μεταβαίνει στὴν ἔρημο, θέλοντας νὰ καταμαράνει τὴ σάρκα ποὺ σφριγοῦσε κι ὀργιοῦσε ἀπὸ τὰ πάθη, γιὰ νὰ μὴν ὑποδουλωθεῖ τὸ ἀνώτερο στὸ κατώτερο. Ἀλληλομαχοῦν αὐτὰ τὰ δύο καὶ ἡ φθαρτότητα τοῦ σώματος παραχωρεῖ τὴν ἐπικράτηση στὴν ψυχή.
Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τὰ γύρω βουνά, βαδίζει σ’ ἕνα γέροντα, ποὺ μιλοῦσε συριακά, ἀλλὰ δὲν ἦταν εὐκαταφρόνητη ἡ γνώση του, κι ἀσκοῦσε ἄκρα ἐγκράτεια. Κι ἀφοῦ ἐπὶ τέσσερα χρόνια πῆρε ἀπὸ αὐτὸν τὴ σκληραγωγία του καὶ νίκησε ἥσυχα κάθε ἡδυπάθεια, ἔχοντας πιὰ λόγο ποὺ ἁμιλλόταν μὲ τοὺς τρόπους του, λαχταρώντας τὴν ἀφάνεια, γίνεται κάτοικος κάποιου ἀπομακρυσμένου μέρους, ποὺ φημιζόταν ὡς σπήλαιο, μετατρέποντάς το σὲ καταφύγιο καὶ παλαίστρα καὶ κονίστρα ἀρετῆς. Πόσους ἄθλους ἀνέλαβε ἐδῶ κι ἀνάλογα μὲ τὸ πλῆθος τῶν πόνων του, ἔπαιρνε τὴν παράκληση ἀπὸ τὸ Πνεῦμα; Πόσες ψυχικὲς ἀναβάσεις ἐπέτυχε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Πνεύματος; Προχωροῦσε ἀπὸ δύναμη σὲ δύναμη καὶ μὲ τὰ δύο μαζί, καὶ μὲ τὴν πράξη καὶ μὲ τὴ θεωρία, ἐξορίζοντας ἀπὸ τὴν ψυχή του καὶ τὸ σῶμα κάθε αἰγυπτιακὸ νόημα.
Ἦταν ἕνας ἄλλος Μωυσῆς χαρισμένος στὴ ζωή, ποὺ εἶχε ἐγκαταλείψει τὸν ἐδῶ αἰγυπτιακὸ βίο κι ὅλα τα σχετικὰ μὲ τὸ βίο αὐτὸν καί, βγαίνοντας κατὰ κάποιο τρόπο ἔξω ἀπὸ αὐτόν, εἶδε τὸ Θεὸ νὰ λάμπει μέσα ἀπὸ τὴν τραχὺ βάτο τῆς ζωῆς. Κι ὅπως ἀπὸ τὸ ἀγκάθι βγαίνει τὸ ρόδο, ἔτσι κι ἀπὸ τοὺς κόπους κατὰ φυσικὴ ἀκολουθία φυτρώνει τὸ εὐωδιαστὸ φυτὸ τῆς ἀρετῆς γιὰ νὰ τὸ μυρίζει ὁ Θεός. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ χαμαίζηλα φρονήματα καὶ ἄφησε σὰν πέδιλα τὶς γήινες φροντίδες στὸν τόπο τοῦ Θεοῦ, γίνεται κύριος του νοῦ του καὶ βλέπει τὸ Θεὸ ὅσο εἶναι δυνατὸ νὰ τὸν δεῖ ἄνθρωπος, καὶ πηγαίνει πάλι στὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ μεταφερθεῖ ὁ ἴδιος καὶ νὰ μεταφέρει πλήθη ἄπειρα κι ἀμέτρητα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴ σκληρὴ τυραννία τοῦ κοσμοκράτορα Φαραὼ στὴν οὐράνια γῆ τῆς ἐπαγγελίας μέσα ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα τοῦ θείου ὕδατος καὶ αἵματος, ποὺ ἔζησαν μέσα στὴν ἔρημό των παθῶν καὶ ξέφυγαν ἀπὸ τὸν Ἀμαλήκ, μὲ χέρια ἁπλωμένα, κατὰ τὸν τύπο τοῦ σταυροῦ, σ’ αὐτὸν ποὺ ἅπλωσε στὸ σταυρὸ τὰ χέρια του γιὰ χάρη μας, δεχόμενοι ἀπὸ αὐτὸν τὴν τροπαιοφόρα δύναμη. Ἔζησε λοιπὸν στὸ σπήλαιο δυὸ χρόνια, διαφυλάσσοντας ἄγρυπνη τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του καί, ἀσχολούμενος, σὰ νὰ μὴν εἶχε σῶμα, μὲ τὴ μελέτη τῶν θείων λόγων ἐξοστράκισε κάθε εἴδους ἄγνοια, ἐγκαθιστώντας μέσα του τὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς γνώσης. Κι ἂν χρειαζόταν νὰ κοιμηθεῖ καὶ λίγο γιὰ τὴν φυσική του ἀναζωογόνηση, ἐκτελοῦσε τὴ φυσικὴ αὐτὴ λειτουργία ὅλα αὐτὰ τὰ δυὸ χρόνια χωρὶς νὰ ξαπλωθεῖ οὔτε τὴ νύχτα οὔτε τὴ μέρα. Ἔτσι νεκρώνονται τὰ ὑπογάστρια καὶ παραλύουν οἱ δυνάμεις τῶν νεφρῶν καὶ σβήνει ἡ πύρα στὰ ὀμφάλια μέρη καὶ δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ χρησιμεύσει στὸν ἑαυτό του.
Ξαναγυρίζοντας στὴν πατρίδα, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὴν τάξη τῶν πρεσβυτέρων τῆς Ἐκκλησίας κι ἀφοῦ πλήρωσε σ’ αὐτὴν ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει εὐγνωμοσύνη στὴν τροφὸ μητέρα τοῦ τὰ τροφεῖα, μὲ θεία πρόνοια μετατίθεται πρὸς τὴ βασιλικὴ πόλη καὶ νυμφεύεται τὴν κόρη τοῦ μεγάλου ἀρχιερέα. Γιατί δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ κρυφτεῖ κάτω ἀπὸ τὸ μόδιο ἕνας τέτοιος φωστήρας, ποὺ πάνω του ἀναπαυόταν τὸ ἄχρονο καὶ αἴδιο φῶς, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ τοποθετηθεῖ πάνω σε λυχνοστάτη ψηλὸ καὶ περίβλεπτο, ὥστε, φωτίζοντας ἀπὸ ψηλὰ κι ἀπὸ σκοπιὰ κεντρικότατη, νὰ ἀντηχήσει σὰν σάλπιγγα χρυσοφτιαχτῆ σ’ ὅλα τα πέρατα. Ποιὸς κυβέρνησε καὶ ρύθμισε μὲ ὅμοιο τρόπο τὴν Ἐκκλησία καὶ ἔδειξε ταπεινὸ φρόνημα σὲ τόσο ὑψηλὸ προβάδισμα τοῦ ἀξιώματος; Ποιὸς χαλιναγώγησε τόσο τὸ θυμὸ καὶ τὴν ὀργή του, ὥστε ν’ ἀποχτήσει τὴν ἐπιβαλλόμενη πραότητα, ποὺ ἀποστρέφεται ὅ,τι εἶναι ἀντίθετο στὴν ἀρετὴ καὶ διεκδικεῖ τὸ δίκαιο ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἄδικων; Ποιὸς εἶχε τόση ἀγάπη ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει τὸ ἔλεος, τῆς ἀρετῆς τοῦ ὁποίου τὰ σύμβολα τὰ ἔχουν μέχρι σήμερα στῆλες ζωντανές; Κάθε λόγος τοῦ εἶχε θέμα τὴν ἐλεημοσύνη, γιὰ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἕξη συμπάθειας καὶ μετάδοσης ὅσους ἄκουαν τὰ λόγια του. Γιατί τοὺς ἔπεισε νὰ δανείζουν στὸ Θεὸ τ’ ἀγαθά τους, νὰ δίνουν φθαρτὰ καὶ παροδικὰ καὶ νὰ παίρνουν σ’ ἀντάλλαγμα τὰ μόνιμα κι ἄφθαρτα καὶ νὰ θησαυρίζουν στοὺς οὐρανοὺς τὸ κέρδος τῆς συμπάθειας ποὺ δὲν ξοδεύεται, ποὺ δὲν τὸ λεηλατεῖ ὁ κλέφτης, νὰ καθαίρουν τὶς ἁμαρτίες μ’ ἐλεημοσύνες καὶ τὶς ἀδικίες τοὺς μ’ εὐσπλαχνία πρὸς τοὺς φτωχούς, νὰ μοιράζουν, σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ψωμὶ στοὺς πεινασμένους, καὶ στοὺς διψασμένους νὰ δίνουν τὸ ποτήρι τοῦ νεροῦ? νὰ ντύνουν τὴ γύμνια τῶν γυμνῶν, νὰ δίνουν ροῦχα σ’ ὅσους δὲν ἔχουν καὶ στέγη σ’ ὅσους μένουν ἄστεγοι στὸ ὕπαιθρο, νὰ ἐπισκέπτονται τοὺς ἄρρωστους, νὰ ὁδηγοῦν τὰ βήματά τους στὴ φυλακή, νὰ κερδίζουν τὴ συμπάθεια μὲ συμπάθεια.
Ποιὸς ἀπέκρουσε τὴν ὀργὴ κι ἔπεισε καὶ τὸ ποίμνιό του νὰ τὴν ἀποκρούσει, αὐτὴν ποῦ ὅποιοι τὴν ἔχουν τοὺς κλείνει τὴ θεία πηγὴ τῆς εὐσπλαχνίας; Γιατί λέει, ὅ,τι ἔκανες στοὺς ἄλλους, αὐτὸ θὰ γίνει καὶ σ’ ἐσένα? «μὲ τὸ μέτρο ποὺ μετρᾶς, θὰ σοῦ ἀντιμετρηθεῖ».8 Ἂν δηλαδὴ συγχωρέσεις, θὰ συγχωρεθεῖς. Καὶ πάλι κατ’ ἀκολουθία αὐτοῦ φωνάζει καὶ τὸ ἀντίθετο? δὲ θὰ συγχωρεθεῖς ἂν δὲ συγχωρέσεις. Ποιὸς καταδίκασε τὸ φθόνο καὶ τὴ ζήλεια καὶ δίδαξε τὴν κατάκριση; Εἶναι ἄριστο νὰ σὲ φθονοῦν? γιατί εἶναι ἀγαθὸ ὅ,τι ἐπισύρει τὸ φθόνο. Εἶναι ὅμως αὐτοκατάκριτη, ἐκτός του ὅτι κι αἰσχρότατη, ἡ βάσκανη ζήλεια, τὸ πιὸ ἄδικο καὶ πιὸ ἀδικαιολόγητο ἀπὸ ὅλα τα πάθη, ἀντίπαλό της εὐσπλαχνίας, ἀφοῦ εὐσπλαχνία εἶναι νὰ πονᾶ κανένας γιὰ τὶς συμφορὲς τῶν ἄλλων, ἐνῶ ζήλεια νὰ ὑποφέρει γιὰ τὶς χαρές τους, ὄχι γιὰ χάρη τοῦ ἐαυτοῦ του, ἀλλὰ ἐκείνου ποὺ ὑποφέρει, καὶ τὴν αὔξηση τῶν ξένων καλῶν νὰ τὴν κάνει δυνάμωμα τοῦ σαρακιοῦ ποὺ τὸν τρώει, προσβάλλοντας πρῶτα αὐτὸν ποὺ τὸ ἔχει. Κι ἀφοῦ μᾶς δίδαξε νὰ μὴν κρίνομε τὸν συνδουλό μας γιὰ νὰ μὴν κριθοῦμε, ἀφοῦ ὁ μόνος δίκαιος κριτὴς ζυγίζει τὴ δίκη μας μὲ δίκαια σταθμά, οὔτε νὰ ἰδιοποιούμαστε ἁρπακτικά το ἀξίωμα τοῦ κυρίου μας. Γιατί μόνο ἕνας κριτὴς ὑπάρχει ποὺ ἀπὸ τὴ φύση του δὲν κρίνεται, ἐπειδὴ εἶναι ὁ μόνος ἔξω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, Κύριος ὁ ἴδιος ποὺ δὲν ἔχει ἄλλον κύριό του, ποὺ φωνάζει στὸ Εὐαγγέλιο? «συγχωρέστε, καὶ θὰ συγχωρεθεῖτε».9
Ποιὸς ἔδιωξε τὴ λύπη ποὺ ὁδηγεῖ στὸ θάνατο καὶ δίδαξε τὴ λύπη ποὺ προκαλεῖ τὴ χαρά, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μιά, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς πένθος γιὰ τὴν ἁμαρτία πρὸς τὸ Θεό, εἶναι σωτήρια, ἐφόσον ἁμαρτία θεωροῦν οἱ δεινοὶ σ’ αὐτὰ τὴν ἀποτυχία, ἐνῶ ἡ ἄλλη λύπη, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ στέρηση τῶν ἡδονῶν, καταστρέφει στ’ ἀλήθεια τὴν ψυχὴ καὶ καθόλου δὲν ἐπιδοκιμάζεται; Γιατί δὲν εἶναι δυνατό, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προξενηθεῖ λύπη, παρὰ ἂν δὲν πραγματοποιηθεῖ κάποια ἐπιθυμία. Ὅποια εἶναι λοιπὸν ἡ ἐπιθυμία, τέτοια εἶναι καὶ ἡ λύπη ἂπ τὴν στέρησή της? ἀγαθὴ ἡ ἐπιθυμία, ἄριστη ἡ λύπη, διαφορετικὴ ἡ ἐπιθυμία, καὶ ἡ λύπη διαφορετική. Ἡ ἄριστη ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες εἶναι μία, αὐτὴ ποὺ κατευθύνεται πρὸς τὸ μοναδικὸ ἄριστο. Σὲ ἀντίθετα πράγματα εἶναι καὶ οἱ ἐπιθυμίες ἀντίθετες. Τὴν ἀδράνεια τῆς ἀκηδίας δὲν τὴν τονώνει ἡ μνήμη τοῦ θανάτου; Δίδαξε λοιπὸν νὰ τὴν ἀποτινάζομε, ἐπειδὴ κόβει τὸ νεῦρο τῆς ἴδιας της ψυχικῆς δύναμης, καὶ ἔβαλε στὴ θέση τῆς τὸ θεῖο φόβο, καὶ παρότρυνε μὲ πόθο τὸ λαὸ νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ξεριζώνουν κυριολεκτικὰ τὴ ραθυμία ἀπὸ τὶς ψυχὲς καὶ νὰ φυλάγουν μὲ ὅλη τὴ δύναμή τους τὶς καρδιές τους γιὰ νὰ μὴ διεισδύσει σ’ αὐτὲς ὁ θάνατος ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις σὰν ἀπὸ κάποιες θυρίδες.
Μᾶς δίδαξε ὁ ἅγιος νὰ ἐρευνοῦμε τὶς Γραφές, ἀφοῦ ἔγινε ἐξηγητής τους καὶ δάσκαλος κι ἀφοῦ μὲ προφητικὸ πνεῦμα ἐρεύνησε τὰ κρυμμένα βάθη τοῦ Πνεύματος καὶ ἔσπασε τὸ κάλυμμα τοῦ γράμματος καὶ φανέρωσε τὸ κάλλος ποὺ εἶχε ἀποτεθεῖ, κι ὅλα αὐτὰ μὲ φρόνημα μακριὰ ἀπὸ κάθε ἀλαζονεία καὶ κενοδοξία. Γιατί ἤξερε πολὺ καλὰ νὰ καταπατεῖ τὴν κούφια δόξα, τὸ κούφιο ξόδεμα τῶν κόπων, ποὺ καταστρέφει τὴ γῆ τῶν ἀρετῶν, γιατί γνωρίζει νὰ τρυπάει, σὰν κάποιο πιθάρι, τὸ πνευματικὸ δοχεῖο τῶν ἀρετῶν καί, θεωρώντας ὡς γέμισμα τὸ ἄδειασμα, δὲν κάνει καθόλου λιγότερο κενό το πιθάρι, σκορπίζοντας ἀνώφελο ἱδρώτα καὶ προξενώντας κόπο ποὺ δὲν ἀπολαμβάνει τὸ κέρδος του. Γιατί γνώριζε ὅτι κάθε δόξα καὶ κάθε ἔπαρση ταιριάζει στὸ Θεό, ἐνῶ στὸν ἄνθρωπο ταιριάζει ἡ ταπείνωση, ποὺ γίνεται γιὰ τὸν ἄριστο δρόμο, ἀνύψωσης καὶ γιὰ τὸν Ἰσραὴλ κλίμακα, ποὺ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο στὸ Θεὸ καὶ κάνει τὸ Θεὸ προστάτη τῆς καρδιᾶς του.
Στεκόταν ταπεινὰ μπροστά σε κάθε πλάσμα ἐξαιτίας τοῦ Κυρίου ποὺ τὸ ἔχει πλάσει, ἐκεῖ βέβαια ποὺ δὲν προσβαλλόταν ὁ Χριστὸς καὶ δὲν γινόταν παράβαση κι ἀνατροπὴ τοῦ νόμου. Ἀπέκρουε κάθε περιφάνεια καὶ βλοσυρότητα καὶ ἀκαταδεξιά. Ἦταν μειλήχια ἡ ὄψη τοῦ σ’ αὐτοὺς ποὺ συναναστρεφόταν κι ὁ λόγος τοῦ ἤπιος καὶ ἀρτυμένος ἀπὸ θεῖο ἅλας. Ὁ τρόπος τοῦ ἦταν εὐχάριστος, καὶ γλυκύ το χαμόγελό του ποὺ δὲν ἔφτανε σὲ γέλιο ἀχαλίνωτο. Γιατί, γνωρίζοντας ὅτι οἱ κακίες ἦταν ἐγκατεστημένες δίπλα στὶς ἀρετὲς καὶ ὅτι οἱ πόρτες τοὺς γειτονεύουν, ὑπακούοντας σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν συμβούλευε τὰ ἄριστα, πρόσεχε τὸν ἑαυτό του καὶ γινόταν τραπεζίτης μὲ ὀρθὴ πίστη, ἀπορρίπτοντας κάθε κίβδηλο νόμισμα καὶ δεχόμενος τὴ δραχμὴ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ βασιλιά, τίναζε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ κάθε κακία, σᾶ νὰ ἦταν χῶμα, μὲ τὸ φύσημα τοῦ θείου Πνεύματος, καὶ ποτιζόταν καὶ γινόταν γόνιμος μὲ τὶς ἀντίθετες στὶς κακίες ἀρετές, γνωριζόμενος σὰν ἐλιὰ κατακαρπη καὶ ἀειθαλὴς μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ καὶ προσφέροντας ὥριμο καρπὸ στὸ Θεὸ τὸ πλῆθος ἐκείνων ποὺ μ’ ἐνέργειά του σώζονταν, ἢ σὰν ἕνα φοίνικα περιφραγμένο μὲ τοὺς πασσάλους τῶν ἄριστων ἐλέγχων. Καὶ ἤλεγχε ἄριστα αὐτοὺς ποὺ ἕνωναν μαζὶ σπίτι μὲ σπίτι καὶ ποὺ βιάζονταν νὰ λεηλατήσουν τὸ ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε ὁ Ἡλιοῦ νὰ τοὺς ἐλέγξει. Σήκωσε ὅμως ἀμέσως τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο τὸν Ἠλία, εἰσδύοντας στὶς ψυχὲς τῶν δικαίων. Ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ σηκώνει προφῆτες, ζηλωτὲς ἀγαθῶν ἔργων, ποὺ μισοῦν κι ἀποκρούουν ὅ,τι φαῦλο καὶ ἄτοπο, καὶ ἐγκαθιστοῦν μέσα τους στὴ θέση αὐτῶν κάθε τί σύμφωνο μὲ τὸ νόμο καὶ δίκαιο.
Ἔτσι ὁ θεῖος πατέρας γινόταν κριτὴς τῆς ἀδικίας, ὄχι κρίνοντας μὲ ἀδικία, μακριὰ ἀπὸ τέτοια σκέψη? γιατί πῶς ἦταν δυνατό; Ἀλλὰ κατακρίνοντας καὶ δείχνοντας ὅτι ἔπρεπε αὐτὴ ν’ ἀποβάλλεται, κι ἐμπόδιζε ἀπὸ τὶς θεῖες αὐλὲς ὅσους ἀδικοπραγοῦσαν. Μιὰ χήρα γιὰ παράδειγμα τὸν πίεζε ἐνοχλώντας τὸν συνέχεια, ἐπειδὴ τὴν ἔτρωγε μέσα της μιὰ ἀδικία. Ἁρπάζει σὰν ἕνα καταφύγιο ὀχυρὸ καὶ ἀκλόνητο αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ κι ἀσφαλῶς ἡ σκέψη της δὲν ἦταν ἡ χειρότερη. Γιατί ποιὸν ἄλλον θὰ ἔβρισκε νὰ τὴ βοηθήσει σ’ ὅ,τι εἶχε πάθει; Μήπως ἄρχοντα; Ἀλλὰ ἄρχοντας πάνω ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ἦταν αὐτὴ ποὺ αὐθαιρετοῦσε σ’ αὐτά. Τὸ βασιλιὰ μήπως; Ἀλλὰ μὲ τὴν προσκόλλησή του στὴ γυναίκα τοῦ παρέλυσε ἡ δική του γνώμη. Γιατί ἦταν ὀστοῦν καὶ σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα τοῦ αὐτὴ ποὺ ἔκανε τὴν ἀδικία. Κι ἐκείνη ποὺ ἔπρεπε νὰ βάζει χαλινάρι στοὺς ἄλλους, αὐτὴ ἔτρεχε ν’ ἀδικήσει ἡ ἴδια. Τί κάνεις, παράνομο γυναικάριο; Φορᾶς τὸ βασιλικὸ ἔνδυμα, ἔχοντάς το σὰν φύλακα τοῦ νόμου, καὶ καταπατεῖς τὸ νόμο; Πόσο ἀπερίγραπτη εἶναι ἡ σοφία ἐκείνου ποὺ εἶπε, « μὴ δώσετε τὰ ἅγια στὰ σκυλιὰ καὶ μὴ ρίξετε τὰ μαργαριτάρια σᾶς μπροστὰ στοὺς χοίρους».10 Γιατί αὐτή, ἀφοῦ καταπάτησε τὸν θεῖο κι ἅγιο νόμο, δηλαδὴ τὸ πολύτιμο μαργαριτάρι, γύρισε καὶ τσάκισε τὴ φτωχὴ χήρα, ἀρπάζοντάς της τὸ μέσο γιὰ τὴν καθημερινὴ ζωή της.
Τί κάνεις, γυναικάριο ἄπληστο κι ἀχάριστο; Ἔχεις τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα νὰ σοῦ προσφέρουν ἀδιάκοπά τα δῶρα τους, καὶ κυνηγᾶς τὴν ἄπορη χήρα γιὰ τὸ μικρὸ χωραφάκι της ποῦ θὰ ἦταν δίκαιο ν’ ἀλλάζατε τὶς ζωές σας; Κι ἐνῶ μὲ τὰ λόγια ἐπιβεβαιώνεις τὸ νόμο, τὸν ἀποκηρύττεις μὲ τὰ ἔργα σου; Δὲν σεβάστηκες τὸν πατέρα τῶν ὀρφανῶν καὶ κριτὴ τῶν χηρῶν;11 Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ τρέφεται πάντοτε μὲ τοὺς θείους λόγους ἄκουσε τὴ θεόπνευστη ρήση, «κρίνατε ὀρθά το ὀρφανὸ καὶ ἀποδῶστε δικαιοσύνη στὴ χήρα»,12 καὶ ἔχοντας ὁδηγὸ πυρίπνοο στὸ ζῆλο τοῦ τὸν Ἠλία, ἀκολουθεῖ τὴν παρρησία τοῦ Ἰωάννη λέγοντας, ΄Δὲ σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἔχεις τὸ ἀμπέλι τῆς ἀδελφῆς σου΄. Νομίζεις ἀλήθεια ὅτι βγῆκες ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἐπειδὴ μὲ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα βρέθηκες σὲ ἀνώτερη θέση; Γιατί ἡ ἀρχὴ ποὺ συγκροτεῖται ἀπὸ τὸ νόμο γίνεται βασιλεία, ἐνῶ ἡ ἀρχὴ ποὺ θεμελιώνεται μὲ τὴν παρανομία ὀνομάζεται ὄχι ἄδικα τυραννία. Δὲν διάβασες τί ἔκανε ἡ Ἰεζάβελ; Πῶς μπαίνεις σ’ αὐτὸν τὸν ἱερὸ ναό; Μακριὰ ἀπὸ τὰ θεία ἀνάκτορα. Ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι λουτήρας, ποὺ καθαρίζει τὰ ἁμαρτήματα. Ὅταν ὁ τελώνης δέχτηκε στὸ σπίτι τοῦ τὸν Ἰησοῦ δὲν σκόρπισε καλά, ὅσα εἶχε ἀδίκως φορολογήσει; Ἐσύ, κόρη μου (γιατί εἶσαι ἀκόμα μέλος, ἂν καὶ δύσχρηστο, καὶ σὲ περιλαμβάνω στὴν ἐκκλησία μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας σου, ἀλλὰ σωτηρία χωρὶς μετάνοια εἶναι ἀπὸ τ’ ἀδύνατα), ἀπόδωσε σωστὰ ὅσα ἔχεις ἁρπάξει ἐνῶ δὲν ἔπρεπε.
Αὐτὰ τῆς ἔλεγε, ἀλλὰ δὲν τὴν ἔπειθε. Εἶχε κλείσει τὴν ἀκοή της σὰν μὲ μιὰ ἀσπίδα καὶ δὲν ἄκουγε αὐτὸν ποὺ ἐφάρμοζε σ’ αὐτὴν θεραπεία φιλόθεη καὶ σοφή. Κι ἐπειδὴ ἔβλεπε ὅτι ἡ ἀρρώστια τῆς ἦταν τελείως ἀνίατη, διώχνει ἀπὸ τὸν ἱερὸ θάλαμο ἐκείνην ποὺ δὲν εἶχε φόρεμα γάμου. Καὶ τί ἐπακολουθεῖ; Ἡ Ἰεζάβελ ἐπιτίθεται πάλι κατὰ τοῦ προφήτη καὶ ὁ κήρυκας τῆς ἀλήθειας δὲ φεύγει καθόλου οὔτε ρίχνεται στὴ φυλακὴ ὅπως ΄φωνὴ βοῶντος΄, ἀλλὰ καταδικάζεται σὲ ἐξορία. Ὢ φρόνημα ἄτοπο! Ἡ γοητεία τοῦ φιδιοῦ βιάζεται ἄλλη μιὰ φορὰ νὰ ἐξορίσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἀστόχησε στὸν πόθο του…

Αὐτὰ εἶναι τὰ ψελλίσματά του σ’ ἐσένα, Πατέρα τῶν Πατέρων. Εἴθε ὅμως νὰ παρακολουθεῖς ἀπὸ ψηλὰ ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε τὸ ὄνομά σου καὶ σὰν δῶρο σ’ ἐμᾶς νὰ μᾶς κάνεις φίλους του Πλάστη, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ἡ αἰώνια χαρά, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελείωτους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Ψαλμ. 18,5. Ρωμ. 10, 18.
2. Α’ Κορ. 1, 24.
3. Φιλ. 2, 6.
4. Πράξ. 1, 1.
5. Δευτ. 8, 3. Ματθ. 4, 4.
6. Έξ. 5, 5.
7. Ψαλμ. 44, 3.
8. Ματθ. 7, 2.
9. Λουκά 6, 37.
10. Ματθ. 7, 6.
11. Ψαλμ. 67, 6.
12. Ψαλμ. 81, 3….

(Πηγή: orp.gr, η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη)

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *