Ὁ Ἅγιος Παῦλος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ὁμολογητής, ὁ προστάτης τῶν ἱεροψαλτῶν καὶ θεραπευτῆς τῶν παθήσεων τοῦ λαιμοῦ.
Τὴν 6η του μηνὸς Νοεμβρίου ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Παύλου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ ὁ ὁποῖος μέσα ἀπὸ τὰ σχετικὰ ὑμνολογικὰ κείμενα παρομοιάζεται μὲ τοὺς δικαίους Ἄβελ καὶ Ζαχαρία, τὸν πατέρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Καὶ αὐτὸ διότι, καὶ ὁ ἴδιος δίκαιος ὧν, ἐγνώρισε τὸν μαρτυρικὸ θάνατο κατόπιν ἐνέδρας καὶ ἀξιώθηκε τοῦ στεφάνου τῆς ἀφθαρσίας ὅπως καὶ ἐκεῖνοι οἱ μακάριοι ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ὁ Ἅγιος Παῦλος γεννήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἱ. στὴν ἁγιοτόκο καὶ ἁγιοτρόφο πόλη τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ μεγάλωσε ἀκούγοντας τὸν θαυμαστὸ βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου. Ὑπῆρξε μορφωμένος καὶ εὐσεβὴς καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγνότητα τοῦ βίου του, τὴν πραότητά του καθὼς καὶ τὴν ἐμμονή του στὴν ἀνόθευτη ὀρθόδοξη πίστη.
Συμμετεῖχε στὶς ἐργασίες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου – ἐνῶ ἦταν μόλις Ἀναγνώστης – μαζὶ μὲ τὸν Πρεσβύτερο Ἀλέξανδρο? καὶ τοῦτο διότι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιος Μητροφάνης διῆγε τὸ 117ο έτος τῆς ἡλικίας του καὶ συνεπεία διαφόρων ἀσθενειῶν εὐρίσκετο κλινήρης. Ἄξια τὸν ἐκπροσώπησαν καὶ οἱ δύο στὴν σύνοδο τῆς Νικαίας καὶ ἐπέστρεψαν ὁλόχαροι γιὰ νὰ τοῦ ἀνακοινώσουν τὰ πορίσματα καὶ τὴν νίκη τῆς ὀρθοδοξίας ἐναντίον τοῦ ἀρειανισμοῦ. Τότε ἐκεῖνος, ὅπως εἶχε ἤδη προείπει στὸν Αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ τοὺς Ἐπισκόπους της Συνόδου, τοὺς ἀποκάλυψε τὴν βούληση τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ γνωστοποιήθηκε μέσω ὁράματος: καὶ οἱ δύο ἔμελλε νὰ τὸν διαδεχθοῦν στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὄντως μετὰ τὴν ὀσιακὴ κοίμηση τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους (†4 Ἰουνίου), καὶ τὸ ἐννεαήμερο μνημόσυνο μὲ ψῆφο τοῦ Αὐτοκράτορος καὶ τῶν Ἐπισκόπων, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀνεδείχθη ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ ὁποῖος χειροτόνησε διάκονο τὸν Παῦλο καὶ τὸν διόρισε ὑπογραφέα του. Μετὰ ἀπὸ λίγο τὸν χειροτόνησε καὶ πρεσβύτερο.
Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοιχογραφία ἐκ τῆς λιτῆς του Καθολικοῦ της Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὅρους (16ος αἱ.)
Ὁ ὑπάκουος καὶ εὐσεβὴς αὐτὸς κληρικὸς ὁ ὁποῖος ἦταν ἰδιαιτέρως ἀγαπητὸς στὸν λαὸ ἐν τέλει χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου (†30 Αὐγούστου 340) καὶ ἔτσι τὸν διαδέχθηκε κατὰ τὴν πρόρρηση τοῦ Ἁγίου Μητροφάνους καὶ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου. Ἡ χειροτονία αὐτὴ ἔγινε ἐν ἀπουσία καὶ ἀγνοία τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου καὶ προκάλεσε τὴν ὀργὴ τῶν ἀρειανῶν ποὺ δὲν ἄργησαν νὰ τὸν διαβάλουν στὸν Αὐτοκράτορα. Ὅταν λοιπὸν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν πρωτεύουσα ὁ Κωνστάντιος, συγκάλεσε σύνοδο ἀρειανοφρόνων ἐπισκόπων καὶ πέτυχε νὰ ἐκθρονίσει τὸν Παῦλο καὶ νὰ ἀνεβάσει στὸν θρόνο τὸν ἀρειανὸ ἐπίσκοπο Νικομηδείας Εὐσέβιο, ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους αἱρεσιάρχες, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ καταδιώκει τοὺς ὀρθοτομοῦντες στὴν πίστη καὶ ἀκολούθους τῶν ψηφισμάτων τῆς συνόδου τῆς Νικαίας.
Τότε ὁ Ἅγιος Παῦλος κατέφυγε στὴν Ρώμη πλησίον του ὀρθοδόξου Πάπα Ἰουλίου καὶ τοῦ ἐπίσης ἐξορίστου ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ παρέμενε προσευχόμενος. Μετὰ ἕνα χρόνο ὁ δυσσεβῆς Εὐσέβιος πέθανε καὶ οἱ ὀρθόδοξοι κάλεσαν πίσω στὴν θέση τοῦ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Παῦλο. Ἐκεῖνος ἔσπευσε στὴν Βασιλεύουσα ὅπου βρῆκε στὸν θρόνο τοῦ χειροτονημένο ἀπὸ τοὺς ἀρειανοὺς τὸν ὁμόφρονά τους Μακεδόνιο ὁ ὁποῖος ὑπέπεσε καὶ σὲ ἄλλη πλάνη καὶ ἀνεδείχθη καὶ Πνευματομάχος.
Ἀναταραχὲς ἀκολούθησαν τὰ γεγονότα αὐτὰ ποὺ διεσάλευσαν τὴν εἰρήνη τοῦ Βυζαντίου μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια νὰ στείλει τὸν στρατιωτικὸ διοικητὴ τῆς Θράκης Ἐρμογένη νὰ εἰσβάλει μὲ τὰ στρατεύματά του στὴν Πόλη καὶ νὰ ἀπομακρύνει βίαια τὸν Παῦλο. Οἱ στασιαστὲς ὅμως σκότωσαν τὸν Ἐρμογένη καὶ ὁ Παῦλος ἐπέστρεψε στὴν θέση τοῦ μέχρι τὴν ἄφιξη τοῦ Αὐτοκράτορα ὁ ὁποῖος τὸν ἐκθρόνισε ἐκ νέου καὶ ξέσπασε τὴν ὀργὴ τοῦ ἐνάντια στὸν Μακεδόνιο ὡς ὑποκινητὴ τῶν προβλημάτων.
Και πάλι ὁ Πάπας Ἰούλιος ὑποδέχθηκε τὸν Παῦλο ὁ ὁποῖος τώρα ἐξασφάλισε καὶ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Αὐτοκράτορα Κώνστα ποὺ διέμενε στὰ Τρέβηρα. Μὲ τὰ διαβήματα τοῦ Πάπα πρὸς τοὺς ἐπισκόπους της Ἀνατολῆς ὁ Παῦλος ἐπέστρεψε στὴν θέση του. Ὅμως ὁ Κωνστάντιος ἔστειλε ἐναντίον τοῦ τὸν ἔπαρχο Φίλιππο νὰ τὸν ἐκθρονίσει καὶ νὰ ἀνεβάσει ἐκ νέου τὸν Μακεδόνιο χωρὶς ὅμως ἀναταραχές. Ἔτσι ὁ Φίλιππος μὲ δολιότητα παρέσυρε τὸν Παῦλο γιὰ νὰ τοῦ ἀπονείμει δῆθεν τιμὲς στὸν χῶρο τῶν λουτρῶν ὅπου οἱ ἄνθρωποί του τὸν ἀπήγαγαν καὶ τὸν ἐξόρισαν στὴν πατρίδα τοῦ Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πάλι ὁ Παῦλος μετέβη στὴν Ρώμη.
Μετὰ τὴν σύνοδο τῆς Σαρδικῆς, τὸ 347, οἱ Ἅγιοι Ἀθανάσιος καὶ Παῦλος μπόρεσαν νὰ ἀνακτήσουν τοὺς θρόνους τοὺς ἐκ νέου. Ἐπὶ μιὰ σχεδὸν τριετία ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Κωνσταντινουπόλεως ἔζησε στιγμὲς δόξης καὶ εἰρήνης πλησίον του ὀρθοδόξου νομίμου ποιμενάρχη τῆς Παύλου ποὺ ἀκολουθοῦσε ἀπαρέγκλιτά τα ψηφίσματα τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας. Δυστυχῶς ὅμως νέος κύκλος δοκιμασιῶν περίμενε τὸν πολύπαθο Ἀρχιεπίσκοπο Παῦλο καὶ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία. Τὸ 350 ὁ κόμης Μαγνέντιος ἐξεγέρθηκε ἐναντίον τοῦ ὀρθοδόξου Αὐτοκράτορα τῆς Δύσεως Κώνστα (ποὺ ὑποστήριζε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Παῦλο) καὶ ἀνακηρύχθηκε ἀπὸ τὰ δικά του στρατεύματα Αὐτοκράτορας. Ἕνας ἀπὸ ὅλους τους στόχους τοῦ ἦταν καὶ ἡ κατάκτηση τοῦ Ἀνατολικοῦ Τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ τοῦ ἐξασφάλιζε τεράστια οἰκονομικὰ ὀφέλη καὶ δόξα. Ὁ Κωνστάντιος ἀπάντησε στὴν πρόκληση αὐτὴ μὲ ἐπίθεση μέχρι ποὺ κατόπιν σκληρῶν μαχῶν ἀνακατέλαβε τὰ Λούγδουνα (σημερινὴ Λυὼν) ἀποκτώντας πλέον παντοδυναμία.
Ἔτσι μὴ ὑπάρχοντος πλέον ὀρθοδόξου Αὐτοκράτορος στὴν Δύση, ὁ Κωνστάντιος ἀνενόχλητος σχεδίασε τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν ὀρθοδόξων ξεκινώντας ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Παῦλο. Ὁ μακάριος Ἀρχιεπίσκοπος συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στὸ Σιγκάρ, ὕστερα στὴν Ἔμεσα καὶ τέλος στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας ποὺ ἔγινε τόπος ἐξορίας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὅταν βίαια ἐγκατέλειψε τὸν ἴδιο θρόνο μετὰ ἀπὸ 60 περίπου χρόνια.
Ἐκεῖ στὴν Κουκουσὸ καθὼς ὁ μαρτυρικὸς Ἀρχιεπίσκοπος λειτουργοῦσε μιὰ μέρα, εἰσέβαλαν οἱ ἀρειανοί, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔκλεισαν σὲ ἕνα δωμάτιο ὅπου τὸν ἔπνιξαν μὲ τὸ ἴδιο του τὸ ὠμοφόριο καὶ ἔτσι παρέδωσε τὸ πνεῦμα Του στὸν Κύριο, ὀμολογώντας τὸ ὀρθόδοξο δόγμα περὶ τῆς θεότητος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Στίχοι : Τὴν εἰς φάρυγγα Παῦλος αὐχῶν ἀγχόνην,
λύει φάραγξι ρευμάτων τὴν ἀγχόνην.
Οὔνεκα ὠμολόγει Παῦλος Θεόν, ἄγχεται ἕκτη.
Σήμερα ἡ τιμία του κάρα φυλάσσεται μετ’εὐλαβείας στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σίμωνος Πέτρα τοῦ Ἁγίου Ὅρους Ἄθω.
…
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Παύλου τοῦ Ὁμολογητοῦ
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως ὁμολογία, ἄλλον Παῦλόν σε τὴ Ἐκκλησία, ζηλωτὴν ἐν Ἱερεύσιν ἀνέδειξε. Συνεκβοὰ σοὶ καὶ Ἄβελ πρὸς Κύριον, καὶ Ζαχαρίου τὸ αἷμα τὸ δίκαιον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
- Βιβλιογραφικὴ πηγή:
- Γεδεῶν Μανουήλ, «Πατριαρχικοὶ Πίνακες» Κωνσταντινούπολις, 1890.
- Εὐστρατιάδου Σωφρονίου, Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, «Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
- Καββαδία Δημητρίου, Ἱερομονάχου, «Ὁ Ἅγιος Μητροφάνης Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως», Ἀθῆναι 2008.
- Ματθαίου Βίκτωρος, Ἐπισκόπου Οἰνόης, «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τόμος Γ’, Νοέμβριος, Ἀθήνα 1980.
- Μικραγιαννανίτου Γερασίμου, Μοναχοῦ, «Ἀκολουθία τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἠμῶν Παύλου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ».
- «Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος τρίτος, Νοέμβριος, Ἐκδόσεις Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2004.
- «Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως» (Delehaye Hippolyte, Propylaeum ad Acta Sanctorum, Novembris, Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae), Bruxellis
- Χρήστου Κ. Παναγιώτη, «Ἑλληνικὴ Πατρολογία», Τόμος Ἐ’, Πρωτοβυζαντινὴ περίοδος – Ζ’ καὶ Θ’ αἰῶνες, Ἐκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2010.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!