Ἐπὶ τῆς βασιλείας Ἰουστίνου (518-527), βασίλευε στὴν Ἀξώμη τῆς Αἰθιοπίας ὁ ἅγιος βασιλεὺς Ἐλεσβαᾶν (Σημείωση: Ὀνομάζεται ἐπίσης καὶ Κάλεβ Ἕλλα Ἀσμπέχα (520-540). Σχετικὰ μὲ τὴν πρώτη χριστιανικὴ ἱεραποστολὴ στὴν Αἰθιοπία, βλ. τονβίο τοῦ ἁγίου Φρουμεντίου [30 Νοεμ.]). Στὸ γειτονικὸ βασίλειο τῆς Ὁμηρίτιδος στὴν Εὐδαίμονα Ἀραβία (Σημείωση: Τὸ ἀρχαῖο βασίλειο τοῦ Σαβᾶ, ἡ σημερινὴ Ὑεμένη.), ἡ ἐξουσία ἦταν στὰ χέρια ἑνὸς ἄνδρα σκληρόκαρδου καὶ πολεμοχαροῦς, τοῦ Δοῦ-Νοουᾶς, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀσπασθεῖ τὸν Ἰουδαϊσμὸ λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Γιουσούφ, καὶ ὁ ὁποῖος δὲν ἔπαυε τὶς ἐπιδρομὲς ἐναντίον τοῦ χριστιανικοῦ βασιλείου τῆς Αἰθιοπίας. Μετὰ ἀπὸ λαμπρὲς νίκες, ὁ Ἐλεσβαᾶν κατόρθωσε νὰ τὸν ὑποτάξει, νὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ βασίλειό του καὶ νὰ τὸν ὑποχρεώσει νὰ καταβάλει φόρο ὑποτέλειας (518). Μετὰ ἀπὸ κάποια χρόνια ὡστόσο ὁ Δοὺ-Νοουᾶς κατάφερε νὰ συγκεντρώσει μεγάλο στράτευμα καὶ ἄρχισε τὶς ἐπιδρομὲς ἐναντίον τῶν χριστιανικῶν πόλεων ποὺ βρίσκονταν στὸ βασίλειό του γιὰ νὰ ἐξοντώσει ὅσους ἀρνοῦνταν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν καὶ νὰ ποδοπατήσουν τὸν τίμιο καὶ ζωοποιὸ Σταυρό.
Κατευθύνθηκε τότε πρὸς τὴν πόλη Ναζρᾶν (Νεγρᾶν) τῆς βορείου Ὑεμένης, πόλη πλούσια μὲ πολλοὺς κατοίκους, ποὺ ἦταν χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς βασιλείας τοῦ Κώνσταντος, υἱοῦ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (337-360). Ἐπικεφαλῆς τῆς πόλεως καὶ τῆς γύρω περιοχῆς ἦταν ὁ Ἀρέθας, ἕνας σοφὸς καὶ ὅσιος γέροντας μὲ κατάλευκη γενειάδα, τοῦ ὁποίου ὅλοι γνώριζαν καὶ σέβονταν τὴν ἐνάρετη βιοτή. Ἀφοῦ ἀνέπτυξε τοὺς δώδεκα χιλιάδες στρατιῶτες του σὲ θέση πολιορκίας, ὁ Δοὺ-Νοουᾶς ἄρχισε νὰ προκαλεῖ τοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς πόλεως ἀπειλώντας ὅτι θὰ τοὺς περνοῦσε ὅλους ἀπὸ μαχαίρι ἂν δὲν παραδοθοῦν καὶ δὲν ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Πρὸς μεγάλη του ἔκπληξη διαπίστωσε ὅτι ἀντὶ νὰ τοὺς πτοήσουν, οἱ ἀπειλὲς τοῦ ἐνδυνάμωναν τὸν ζῆλο τῶν χριστιανῶν νὰ θυσιαστοῦν γιὰ τὸν Χριστό. Φοβούμενος ὅτι μιὰ παρατεταμένη πολιορκία θὰ τοῦ προκαλοῦσε σημαντικὲς ἀπώλειες, ἀποφάσισε νὰ ἀλλάξει τακτικὴ καὶ νὰ μεταχειριστεῖ τέχνασμα. Μὲ κολακεῖες καὶ ψευδεῖς ὑποσχέσεις κατόρθωσε ὁ πανοῦργος νὰ πείσει τοὺς προύχοντες νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ εἰσέλθει στὴν πόλη μὲ μικρὴ συνοδεία γιὰ μιὰ ἐθιμοτυπικὴ ἐπίσκεψη καθ’ ὅτι ἦταν ἡγεμόνας τῆς περιοχῆς.
Τοῦ ἄνοιξαν λοιπὸν τὶς πύλες δίνοντας πίστη στὶς ὑποσχέσεις του καὶ ἐμπιστευόμενοι ἑαυτοὺς στὴν προστασία τοῦ Θεοῦ. Εὐπροσήγορος καὶ χαμογελαστὸς ὁ Δοὺ-Νοουᾶς ἐπέδειξε ἀσυνήθιστη εὐγένεια καὶ ἔπλεξε τὸ ἐγκώμιο τῆς πόλεως γιὰ τὸν πλοῦτο τῶν μνημείων της, τὴν εὐημερία καὶ τὴν ὁμόνοια τῶν κατοίκων. Φεύγοντας προσκάλεσε τοὺς ἄρχοντες νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴν ἐπαύριον τὸ στρατόπεδό του. Ὅταν τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ ἄνοιξαν τὶς πύλες γιὰ νὰ ἐξέλθουν οἱ προύχοντες, ἐπικεφαλῆς τῶν ὅποιων ἦταν ὁ ἅγιος Ἀρέθας, ὁ Δοὺ-Νοουᾶς διέταξε νὰ τοὺς συλλάβουν ὅλους. Ἐκμεταλλευόμενος τὴν ταραχὴ καὶ τὴ σύγχυση τῶν κατοίκων, οἱ στρατιῶτες τοῦ εἰσῆλθαν στὴν πόλη, τὴν κατέλαβαν καὶ τὴν λεηλάτησαν ἐν ριπὴ ὀφθαλμοῦ.
Ἡ μανία τοῦ τυράννου ξέσπασε κατ’ ἀρχὴν στὸν ἅγιο ἐπίσκοπο Παῦλο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποβιώσει δυὸ χρόνια πρίν. Ὁ Δοὺ-Νοουᾶς διέταξε νὰ ἀνοίξουν τὸ μνημεῖο του καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ ρίξουν στὴ φωτιὰ τὰ ἅγια λείψανα, τὰ ὁποῖα ἐνθέρμως εὐλαβοῦντο οἱ κάτοικοι. Κατόπιν διέταξε νὰ καοῦν ζωντανοὶ ὅλοι οἱ ἱερεῖς, κληρικοί, μοναχοὶ καὶ μοναχές της πόλεως, τετρακόσιοι ἑβδομήντα ἑπτὰ τὸν ἀριθμό. Μετὰ ἦλθε ἡ σειρὰ ἑκατὸν εἴκοσι ἑπτὰ εὐλαβῶν λαϊκῶν νὰ προσφέρουν τὴ ζωή τους στὸν Χριστό, τμηθέντες τὴν κεφαλή. Ὁ Δοὺ-Νοουᾶς διέταξε νὰ φέρουν ἐνώπιόν του μιὰ πλούσια χήρα ἀρχόντισσα, τὴν ὅποια δοκίμασε νὰ πείσει πρῶτα μὲ ὑποσχέσεις καὶ κατόπιν μὲ ἀπειλὲς τῶν πιὸ φρικτῶν βασανιστηρίων. Βλέποντας τὸν τύραννο νὰ προσβάλλει τὴ μητέρα της καὶ τοὺς στρατιῶτες του νὰ τὴν κακοποιοῦν, ἡ κόρη τῆς ἀρχόντισσας ὅρμησε στὸν Δοὺ-Νοουᾶς καὶ τὸν ἐπτυσε κατὰ πρόσωπο. Έξαλλος ἀπὸ θυμὸ ὁ τύραννος διέταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν ἐπὶ τόπου τὴ δωδεκάχρονη κόρη καί, ἄκρον ἄωτον ὠμότητας, ἀνάγκασε τὴ μητέρα της νὰ πιεῖ σ’ ἕνα κύπελλο ἀπὸ τὸ αἷμα τῆς κόρης τῆς πρὶν ἀποκεφαλισθεῖ κι ἐκείνη μὲ τὴ σειρά της.
/
Ο ἄγ. Ἀρέθας (ἀπο εδῶ)
Την ἑπομένη, ὁ τύραννος κάθισε σὲ θρόνο ὑπερυψωμένο καὶ διέταξε νὰ παρουσιασθεῖ ἐνώπιόν του ὁ ἅγιος Ἀρέθας καὶ οἱ τριακόσιοι σαράντα σύντροφοί του. Ὁ Ἀρέθας ἦταν τόσο γέρος καὶ καταβεβλημένος ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ ἔπληξαν τοὺς συμπολίτες του ὥστε χρειάσθηκε νὰ τὸν μεταφέρουν στὰ χέρια μέχρι τὸν τόπο τῆς ἀνακρίσεως. Παρὰ τὴν προχωρημένη τοῦ ἡλικία, ἐπέδειξε ἐνώπιόν του τυράννου θάρρος καὶ παρρησία ἰσάξια της ὁρμῆς νέου πολεμιστή. Μὲ πραότητα καὶ γαλήνη ἐνθάρρυνε τοὺς συντρόφους του νὰ τελειωθοῦν μέσω τοῦ μαρτυρίου καὶ νὰ συμμετάσχουν μὲ χαρὰ στὸ σωτήριο Πάθος, ὥστε νὰ ἀπολαμβάνουν αἰωνίως τὴ δόξα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκούγοντας τὶς προτροπὲς καὶ τὶς παραινέσεις του, οἱ σύντροφοί του μὲ καυτὰ δάκρυα καὶ ἐν ἐνὶ στόματι τὸν διαβεβαίωσαν ὅτι ἢ ἀγάπη ποὺ τοὺς εἶχε ἑνώσει στὸν πρόσκαιρο αὐτὸ βίο παρέμενε ἀκατάλυτη μέχρι θανάτου καὶ ὅτι ἦταν ὅλοι τους ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν μαζί του τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Βλέποντας τὴν ἀκλόνητη ἀπόφασή τους, ὁ τύραννος ἐγκατέλειψε κάθε προσπάθεια νὰ τοὺς μεταστρέψει καὶ νὰ τοὺς κάνει ν’ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ διέταξε νὰ τοὺς ὁδηγήσουν κοντὰ στὸ ποτάμι καὶ νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Ἀφοῦ προσευχήθηκαν γιὰ τελευταία φορά, ἀντάλλαξαν τίμιο ἀσπασμό, ὅπως κάνουν οἱ ἱερεῖς ὅταν ἑτοιμάζονται νὰ μεταλάβουν τῶν τιμίων Δώρων καὶ πρῶτος ὁ Ἀρέθας ἐτμήθη τὴν κεφαλή. Οἱ ὑπόλοιποι ἔχρισαν εὐλαβικά το μέτωπό τους μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἁγίου καὶ ἔμπλεοι χαρᾶς ἔτειναν τὸν τράχηλο στοὺς δήμιους.
Λίγο ἀργότερα, ἔφθασε στὸν χῶρο τοῦ μαρτυρίου μιὰ γυναίκα, μαζὶ μὲ τὸ τριετὲς βρέφος της γιὰ νὰ χρησθεῖ καὶ ἐκείνη μὲ λίγες σταγόνες ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων. Οἱ στρατιῶτες τὴν συνέλαβαν καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸν τύραννο, ὁ ὅποιος ἀμέσως διέταξε νὰ καεῖ ζωντανή. Ὡσὰν νεοσσὸς ποὺ ἔχει χάσει τὴ μητέρα του, φώναζε τὸ βρέφος μέσα στὴ δυστυχία του. Συγκινημένος ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ χάρη τοῦ μικροῦ ἀγοριοῦ, ὁ τύραννός το πῆρε στὴν ἀγκαλιά του καὶ προσπάθησε νὰ τὸ παρηγορήσει. Τὸ ρώτησε τί ἐπιθυμοῦσε πιὸ πολὺ καὶ μεγάλη ὑπῆρξε ἡ ἔκπληξη τοῦ ὅταν τὸ ἄκουσε νὰ ψελλίζει ὅτι ἤθελε νὰ συμμερισθεῖ τὸ μαρτύριο μὲ τὴ μητέρα του. «Μὰ τί εἶναι τὸ μαρτύριο;» τὸ ρώτησε ὁ τύραννος. «Μαρτύριο εἶναι νὰ πεθάνεις γιὰ τὸν Χριστὸ ὥστε ἐκ νέου νὰ ζήσεις». «Ξέρεις, ὅμως, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός;» «Ἔλα στὴν ἐκκλησία καὶ θὰ σοῦ τὸν δείξω», ἀπάντησε μὲ παρρησία τὸ βρέφος. Τίποτε δὲν στάθηκε δυνατὸ νὰ κλονίσει τὴν ἀπόφαση τοῦ νηπίου, ποὺ ἀπεδείχθη σοφότερο πολλῶν γερόντων τοῦ κόσμου τούτου. Κι ὅταν εἶδε νὰ ρίχνουν τὴ μητέρα του στὴ φωτιά, ξέφυγε μὲ μιᾶς ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ τυράννου, ἔτρεξε στὴ φωτιὰ καὶ δίχως δισταγμὸ εἰσῆλθε στὶς φλόγες τοῦ πυρὸς γιὰ νὰ βρεῖ τὴ μητέρα του καὶ νὰ ἑνωθοῦν μαζὶ μὲ τὸν Χριστό.
Ὁ Ἅγιος Ἐλεσβαᾶν
Ο ἀπόηχος τῆς σφαγῆς ἔφθασε μέχρι τ’ αὐτιὰ τοῦ εὐλαβοῦς αὐτοκράτορα Ἰουστίνου στὴν Κωνσταντινούπολη· ὁ αὐτοκράτορας ἔστειλε ἐπιστολὴ στὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀστέριο ζητώντας τὸν νὰ πείσει τὸν βασιλέα τῆς Αἰθιοπίας Ἐλεσβαᾶν νὰ ἐκστρατεύσει κατὰ τοῦ σκληρόκαρδου Δοῦ-Νοουᾶς καὶ νὰ τὸν τιμωρήσει. Ο Πατριάρχης Ἀστέριος συγκέντρωσε τοὺς μονάχους της Νιτρίας καὶ τῶν ἄλλων ἐρήμων, οἱ ὅποιοι μὲ ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες καὶ νηστεία προσεύχονταν γιὰ τὴν ἐπιτυχῆ ἔκβαση τῆς ἐκστρατείας καὶ τὴ λύτρωση τῶν χριστιανῶν. Ὁ Ἐλεσβαᾶν, ὡστόσο, φοβόταν ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ νικήσει καὶ ζητοῦσε ἕνα σημεῖο ἐκ Θεοῦ· πῆγε, λοιπόν, σὲ ἕναν φημισμένο ἐρημίτη τῆς χώρας του νὰ λάβει τὴν εὐχὴ καὶ τὴ συμβουλή του. Ὁ θεοφόρος ἄνδρας τὸν διαβεβαίωσε ὅτι μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὶς προσευχὲς τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστίνου, τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καὶ τῶν μοναχῶν του καθὼς καὶ τοῦ ἴδιου, ὁ Θεὸς θὰ τοῦ παρέδιδε τὸν ἀσεβῆ τύραννο σιδηροδέσμιο στὰ χέρια του. Τόση ἦταν ἡ βεβαιότητά του ὥστε ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Ἐλεσβαᾶν νὰ πάρει τρόφιμα καὶ ἐφόδια γιὰ εἴκοσι μόνον ἡμέρες.
Τὸ χριστιανικὸ στράτευμα πολέμησε ἀνδρείως καὶ γρήγορα ἀνακατέκτησε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὴν πόλη Ναζρᾶν καὶ τὴν Ὁμηρίτιδα χώρα (525). Ὁ βασιλεὺς Ἐλεσβαᾶν, ποὺ εἶχε καταστεῖ ὄργανο τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τῶν Ἑβραίων[= ὁ Δοὺ-Νοουᾶς εἶχε ἀσπασθεῖ τὸν Ἰουδαϊσμὸ] καὶ τῶν ἔχθρων των χριστιανῶν, ἐγκατέστησε στὴν πόλη ἕναν ἐπίσκοπο (Σημείωση: βλ. βίο ἁγίου Γρηγεντίου [19 Δέκ.]), μὲ τὴν περιουσία ποὺ εἶχε ἀφήσει ὁ ἅγιος Ἀρέθας οἰκοδόμησε νέους ναούς, καὶ κατόπιν ἐπέστρεψε στὸ βασίλειό του.
“Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”, ὑπὸ ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ἔκδ. Ἴνδικτος (τόμος δεύτερος – Ὀκτώβριος, σ. 285-289)