Πολλὲς καὶ σοφὲς ἅγιες μορφὲς παρελαύνουν ἀπὸ τὶς σελίδες τῆς ἱστορίας τῆς μεγάλης μας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Μιὰ τέτοια μορφὴ καὶ ἐξαιρετικὴ προσωπικότητα εἶναι κι ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Ἀρτέμιος ποὺ ἔζησε καὶ μαρτύρησε περὶ τὰ μέσα του τέταρτου αἰώνα μ.Χ. (361-363). Γιὰ τὸν Μεγαλομάρτυρα τοῦτον Ἅγιον ἀξίζει νὰ μιλήσουμε κάπως ἐκτενέστερα. Γι’ αὐτὸν λοιπὸν κι οἱ γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Νέος, νεότατος ὁ Ἅγιος χάρη στὴ χριστιανικὴ μόρφωση ποὺ πῆρε ἀπὸ τοὺς πιστοὺς γονεῖς τοῦ ἄρχισε νὰ ξεχωρίζει ἀνάμεσα στοὺς συνομήλικούς της πόλεώς του μὲ τὰ χαρίσματα καὶ τὰ προσόντα του. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ γνώρισε τὸν εὐσεβῆ καὶ σοφὸ τοῦτο νέο, τὸν ἐξετίμησε ἰδιαίτερα κι ἔσπευσε νὰ τὸν ἀναδείξει δούκα καὶ αὐγουστάλιον τῆς μεγάλης πόλεως τῆς Ἀλεξανδρείας. Δηλαδὴ τὸν διόρισε ἀνώτερο διοικητὴ ὅλης της Αἰγύπτου. Στὴν ἐπίσημη αὐτὴ καὶ τιμητικὴ θέση ὁ Ἀρτέμιος σὰν πιστὸς χριστιανὸς ἀσκοῦσε τὰ καθήκοντά του μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ σύνεση, ὥστε ὅλοι νὰ θαυμάζουν τὰ ὑπέροχα πολιτιστικὰ καὶ ἠθικά του χαρίσματα.
Οἱ εὐτυχισμένες κι εὐλογημένες ἐκεῖνες μέρες δὲν κράτησαν δυστυχῶς γιὰ πολύ. Ὁ γιὸς καὶ διάδοχός του Μεγάλου Κωνσταντίνου Κωνστάντιος, ποῦ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα τοῦ ἀνέλαβε τὴ διοίκηση τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ τὸ Ἰλλυρικὸν πέλαγος μέχρι τὴν Προποντίδα, τὴν Ἀσία, Συρία, Παλαιστίνη, Μεσοποταμία, Αἴγυπτο καὶ ὅλες τὶς νήσους, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ εἶχε πάει στὴν Ἀντιόχεια ἀρρώστησε βαριὰ καὶ ἀπέθανε. Τότε τὴν ἐξουσία τῆς μεγάλης αὐτῆς αὐτοκρατορίας ἀνέλαβε ὁ Ἰουλιανός, ποὺ εἶναι γνωστὸς στὴν ἱστορία ὡς παραβάτης καὶ ἀποστάτης. Ὁ νέος αὐτὸς βασιλιὰς , σὲ κάποιο ταξίδι του στὴν Αἴγυπτο εἶχε συναντήσει καὶ γνωρίσει τὸν ἄρχοντα Ἀρτέμιο, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶχε ἀκούσει καὶ πολλὰ καλὰ λόγια γιὰ τὶς ἱκανότητές του, ὅπως καὶ γιὰ τὴ χριστιανική του ἰδιότητα. Τὸ χάρισμα ὅμως τοῦτο τῆς ἐκλεκτῆς αὐτῆς προσωπικότητος ὄχι μόνο δὲν ἐξετιμήθηκε ἀπὸ τὸν ἀποστάτη βασιλιά, ποὺ εἶχε ἤδη κινήσει καὶ τὸν διωγμὸ ἐνάντια στοὺς χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ θεωρήθηκε μεγάλο μειονέκτημα καὶ ἁμάρτημα. Μὲ πάθος μάλιστα κάθε φορᾶ προσπαθοῦσε νὰ κατακρίνει καὶ νὰ δείχνει γι’ αὐτὸ τὴν περιφρόνησή του. Τοῦτο ἔκαμε καὶ σὲ μιὰ ἐπίσκεψη τοῦ ἄρχοντα Ἀρτεμίου σ’ αὐτόν, ὅταν βρισκόταν στὴν Ἀντιόχεια. Ὁ ἀποστάτης βασιλιάς, σὰν εἶδε τὸν ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου Ἀρτέμιο, τρελλὸς ἀπὸ θυμὸ τὸν κάλεσε κοντά του κι ἄρχισε μὲ περιφρόνηση νὰ τοῦ ὁμιλεῖ καὶ νὰ τὸν ὑβρίζει. Ὅσην ὥρα ὁ ὑβριστὴς ἀπευθυνόταν στὸν Ἅγιο, τὸν κατηγοροῦσε καὶ τὸν ὕβριζε, ὁ ἐνάρετος Ἀρτέμιος σιωποῦσε κι εἶχε σκυφτό το κεφάλι. Μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ εἶχε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι ἔστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καὶ ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε’, 11-12). Μακάριοι γίνεσθε σεῖς οἱ μαθητές μου, ὅταν σᾶς χλευάσουν καὶ σᾶς καταδιώξουν καὶ σᾶς κακολογήσουν μὲ κάθε ψεύτικη κατηγορία ἐξ αἰτίας μου. Χαίρετε καὶ ζωηρὰ ἐκδηλῶστε τὴ χαρά σας, γιατί ἡ ἀνταμοιβή σας στοὺς οὐρανοὺς θὰ εἶναι μὲ τὸ παραπάνω.
Ὅταν ὅμως ὁ ἐγωιστὴς καὶ ἀσεβὴς βασιλιὰς ἄρχισε νὰ ἐπεκτείνει τὶς ὕβρεις του στὰ ἱερὰ καὶ ὅσια της ἀμώμητης χριστιανικῆς μας πίστεως, τότε ὁ Ἅγιος μὲ θάρρος σήκωσε τὸ κεφάλι, ὕψωσε τὴ φωνή του καὶ μὲ παρρησία εἶπε στὸν παραβάτη ἄρχοντα.
– Βασιλιά μου, ἐπιδείξατε, σᾶς παρακαλῶ ὀλίγο σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς θεός. Τοῦτο μαρτυροῦν περίτρανά τα λόγια του καὶ τὰ ἔργα του. Ὅσο γιὰ τὶς ὕβρεις σᾶς ἐνάντια στοὺς χριστιανούς, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν εὐγενέστερη καὶ πιὸ ἄξια μερίδα τῶν ὑπηκόων σας, δὲν εἶναι καθόλου φρόνιμο καὶ συνετὸ οὔτε καὶ δίκαιο ἀπὸ μέρους σας νὰ τοὺς ὑβρίζετε καὶ νὰ τοὺς διώκετε. Ἐντροπή σας! Ἡ συμπεριφορὰ σᾶς αὐτὴ σας ἀδικεῖ καὶ σᾶς ἐξευτελίζει.
Τὶς τελευταῖες λέξεις τοῦ Ἁγίου διέκοψαν οἱ γεμάτες μίσος καὶ εἰδωλολατρικὸ φανατισμὸ φωνὲς τοῦ μαινόμενου κυριολεκτικὰ βασιλιὰ Ἰουλιανοῦ.
– Πάψε, ἀνόητε, τοῦ φώναξε. Κι ἀφοῦ τὸν ὕβρισε ξανὰ καὶ ξανὰ διέταξε νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὴ ζώνη τοῦ ἀξιώματός του καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ συνέλθει.
Μὲ τὴν ψυχὴ γαληνεμένη ὁ πιστὸς κι ἄτρομος χριστιανὸς χωρὶς ψωμὶ καὶ νερὸ γιὰ μέρες περνᾶ τὶς ὧρες τοῦ γονατιστὸς εὐχαριστώντας τὸν Κύριο γιὰ τὸ χάρισμα ποὺ τοῦ δόθηκε. «Ἠμὶν ἐχαρίσθη τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φιλιπ. ἃ’ 29), ἔλεγε καὶ ἐπαναλάμβανε μὲ ἀνείπωτη χαρά. Δηλαδὴ σὲ μᾶς δόθηκε σὰν χάρισμα ὄχι μόνο νὰ πιστεύουμε στὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχουμε γιὰ τὸ ὄνομά του.
Τὰ ἐπακόλουθα τῆς ὁμολογίας του εἶναι τρομερά. Ἀδούλωτος κι ἐλεύθερος ὁ Ἅγιος τά ἀντιμετωπίζει ὅλα μὲ ζηλευτῆ ψυχραιμία κι ὑπομονὴ καὶ καρτερία.
Ὅταν ὕστερα ἀπὸ ὀλίγες μέρες κατὰ διαταγὴ τοῦ Βασιλιὰ βγῆκε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ παρουσιάστηκε μπροστά του, ὁ Ἰουλιανός του ζήτησε νὰ προσφέρει θυσία στοὺς μεγάλους Θεούς, ἂν ἤθελε νὰ τοῦ χαρισθεῖ ἡ ζωὴ κι ἡ ἐλευθερία. Στὴν πρόταση αὐτὴ τοῦ ἄρχοντα ὁ σταθερὸς στὶς ἀρχὲς καὶ τὸ φρόνημα τοῦ Ἅγιος ἀλλὰ καὶ ἀτρόμητος στὶς πεποιθήσεις τοῦ ἀπολογήθηκε μὲ πολλὴ δύναμη καὶ παρρησία κι ἀπέδειξε ψευδῆ κι ἀνόητα ὅσα εἰπώθηκαν κατὰ τοῦ Χρίστου. Στὸ τέλος πρόσθεσε: Αὐτὸ πού μου ζητᾶτε, ἄρχοντά μου, ν’ ἀρνηθῶ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσφέρω θυσία στὰ ξύλα καὶ τὶς πέτρες τῆς πεθαμένης πιὰ εἰδωλολατρίας μου εἶναι ἀδύνατον ὄχι νὰ τὸ κάμω, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ νὰ τὸ σκεφθῶ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ δημιουργὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος κι ἀπέθανε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Πῶς ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ τὸν ἀρνηθῶ;
Ἡ τολμηρὴ αὐτὴ καὶ μὲ τόση παρρησία εἰπωθεῖσα ὁμολογία τοῦ Μάρτυρος προκάλεσε τὸ μίσος καὶ τὴ μανία τοῦ ἀποστάτη βασιλιά, ποὺ σὰν τρελλὸς φώναξε:
– Νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια. Τὰ πιὸ σκληρὰ βασανιστήρια. Στὴ διαταγὴ τοῦ βασιλιὰ οἱ δήμιοι ποὺ στεκόντουσαν δίπλα ὄρμισαν, ἅρπαξαν τὸν Μάρτυρα, τὸν γύμνωσαν κι ἀφοῦ τὸν ξάπλωσαν στὴ γῆ ἄρχισαν νὰ τὸν κτυποῦν μὲ βούνευρα μέχρις αἵματος. Τὸ δέρμα ξεσχίσθηκε, μὰ οἱ δήμιοι ὄχι μόνο δὲν σταματοῦν ἀλλὰ καὶ συνεχίζουν λὲς μεθυσμένοι μὲ τὸ ἄνομο ἔργο τους. Στὴ συνέχεια καταξεσχίζουν τὶς σάρκες του μὲ μαχαίρια κι ὕστερα μὲ λαμπάδες καῖνε τὶς πληγές. Τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος ἔγινε μιὰ ἄμορφη μάζα ἀπὸ κρέατα καὶ κόκκαλα σπασμένα. Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση τὸν πῆραν καὶ τὸν πέταξαν στὴ φυλακή. Σκέφθηκαν νὰ τὸν ἀφήσουν ἐκεῖ νὰ πεθάνει μόνος του χωρὶς καμιὰ βοήθεια.
Αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι. Μὰ ἐκεῖνος ποὺ ὑποσχέθηκε κι εἶπε στὸν κάθε πιστὸ ἀκόλουθό του, «οὐ μὴ σὲ ἀνώ, οὐ δ’ οὐ μὴ σὲ ἐγκαταλίπω» δηλαδὴ δὲν θὰ σὲ ἀφήσω, παιδί μου, ἀβοήθητο• ποτὲς δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἔρχεται στὸ μισοπεθαμένο κορμί, τὸ ἀγγίζει, τὸ παρηγορεῖ καὶ τὸ θαῦμα γίνεται. Ἡ μάζα τῶν ξεσχισμένων κρεάτων καὶ τῶν σπασμένων κοκκάλων ξαναβρίσκει τὴν πρότερη κατάσταση. Θεραπεύεται. Καὶ ὁ Μάρτυρας μὲ βαθιὰ συγκίνηση γονατίζει, εὐχαριστεῖ καὶ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ …
Ὄρθιον νὰ βαδίζει ἐπάνω-κάτω καὶ νὰ ψάλλει τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου «μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμὸν» (Ἰάκ. α’, 12), δηλαδὴ Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ δέχεται μὲ ὑπομονὴ τὶς δοκιμασίες, τὸν βρίσκει ὁ δεσμοφύλακας ποὺ πῆγε τὸ πρωΐ νὰ ἰδεῖ ἂν εἶναι ζωντανός. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, τὸν παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδηγεῖ μπροστὰ στὸν ἄρχοντα. Ὁ ἀποστάτης, ὅταν τὸν εἶδε, τὰ ἔχασε. Δὲν πίστευε στὰ μάτια του. Κάποια στιγμὴ συνῆλθε κι εἶπε, γιὰ νὰ διασκεδάσει τὴ σιωπὴ καὶ τὰ ἐπιφωνήματα τοῦ θαυμασμοῦ τοῦ πλήθους.
– Μεγάλοι οἱ Θεοί μας, Ἀρτέμιε. Αὐτοί σε ἔκαμαν καλά. Σπεῦσε νὰ προσφέρεις θυσία σ’ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς δοξάσεις. Μὴν φανεῖς ἀχάριστος.
– Τὴν ὑγεία μου, βασιλιά μου, τὴν χάρισε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Σωτήρας ὅλων των ἀνθρώπων. Τὰ εἴδωλά σας οὔτε αἰσθάνονται, οὔτε μιλοῦν.
– Πάψε, ἀλιτήριε. Τὴν ἀχαριστία ἀκολουθεῖ πάντα ἡ ἀδιαντροπιά. «Τὴ ἀχαριστία ἕπεται ἡ ἀναισχυντία». Νὰ συνεχισθοῦν τὰ βασανιστήρια.
Τὴν ἴδια στιγμὴ μερικὰ δυνατὰ χέρια ἅρπαξαν τὸν Μάρτυρα καὶ τὸν ἔριξαν κάτω. Ὕστερα μερικοὶ ἄλλοι ἀφοῦ ἔσπασαν μιὰ πελώρια μυλόπετρα, πῆραν τὴ μισὴ κι ἀφοῦ ἅπλωσαν ἐπάνω τὸν Ἅγιο, ἄλλη ὁμάδα δυνατῶν κατὰ διαταγὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ σήκωσαν τὴν ἄλλη μισῆ καὶ τὴν ἔριξαν ἐπάνω στὸν Μάρτυρα. Σκοπὸς ἕνας. Νὰ τοῦ συντριβοῦν ὅλα τα κόκκαλα. Ἀφόρητοι οἱ πόνοι. Ὁ Ἀρτέμιος ὅμως μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ διατηρεῖ ὅλη τὴν καρτεροψυχία του. Ὑπομένει γιατί γνωρίζει τί τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ λέγει στὴν περίπτωση αὐτή. «Ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης. καὶ ὀλίγα παιδευθέντες μεγάλα εὐεργετηθήσονται». (Σόφ. Σολομ. γ’, 4-5). Δηλαδὴ οἱ δίκαιοι, κι ἂν ἀκόμη στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπὸ μέρους τῶν ἀνθρώπων πάσχουν καὶ θλίβονται, αὐτοὶ ἔχουν σταθερὰ καὶ ἀκλόνητη τὴν πεποίθησή τους στὴν ἀθάνατη καὶ μακαριὰ ζωή. Κι ἂν ταλαιπωρηθοῦν καὶ βασανισθοῦν ὀλίγον στὴν παροῦσα ζωὴ θὰ λάβουν μεγάλες ἀμοιβὲς καὶ βραβεῖα στὴν αἰωνιότητα. Γιὰ τὴν αἰωνιότητα προοριζόμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.Τὴν αἰωνιότητα πρέπει νὰ ἔχουμε πάντα στὴ σκέψη μας. Γι’ αὐτὴν πρέπει καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε. Τὴν αἰωνιότητα ἔχει στὴ σκέψη του κι ὁ Μεγαλομάρτυρας. Γι’ αὐτὴν ἀγωνίζεται τώρα κι ὑποφέρει μὲ καρτερία τὰ βασανιστήρια. Ἡ γαλήνια ματιὰ τοῦ συγκλονίζει κυριολεκτικὰ τὸν ἀποστάτη, ποὺ μηχανεύεται κι ἄλλα σκληρότερα βασανιστήρια. Ἕνα τέτοιο ἦταν κι ἡ ἐντολὴ μὲ ἕνα ξίφος νὰ βγάλουν τὰ μάτια τοῦ Μάρτυρος. Ἡ ἐντολὴ ἐκτελεῖται τὴν ἴδια στιγμή. Ἡ γαλήνη ὅμως δὲν ξανάρχεται στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰουλιανοῦ. Ὁ Μάρτυρας δέχεται καὶ τοῦτο τὸ βασανιστήριο μὲ ἰώβειο καρτερία καὶ ὑπομονή.
Μπροστὰ στὸ ἀλγεινὸ θέαμα τρέμει ὁ ἀποστάτης. Γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς τύψεις δίνει τὴν τελευταία ἐντολή.
– Κόψτε τὸ κεφάλι του.
Ὁ δήμιος πιστὸν ὄργανο τῆς ἐξουσίας σήκωσε τὸ σπαθὶ κι ἀποκεφάλισε τὸν Ἅγιο. Ἔτσι τελείωσε μιὰ ζωὴ ποὺ σύνθημά της εἶχε τοῦ Ἀποστόλου τὰ λόγια:
«Τὰ ἄνω ζητεῖτε … τὰ ἄνω φρονεῖτε μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κόλ. γ’, 1-2). Νὰ ἐπιδιώκετε δηλαδὴ τὰ ἀγαθὰ ποὺ βρίσκονται στὸν οὐρανό. Πρὸς αὐτὰ νὰ εἶναι στραμμένες οἱ σκέψεις σας καὶ ὄχι πρὸς τὰ γήινα πράγματα. Κάποια εὐγενικιὰ ψυχὴ πῆρε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου κι ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τὸ μετέφερε στὴν καρδιὰ τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὴν Κωνσταντινούπολη κι ἐκεῖ το ἐνταφίασε σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ νησιὰ τῶν Πριγκηπονήσων, τὴν Ὀξειά, στὴν ἐκεῖ ἐκκλησία τοῦ Προδρόμου.
Στὴ γῆ λοιπὸν ἐναποτέθηκε ὁ Μάρτυρας. Ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ ὅμως δὲν ἔπαυσε νὰ ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν πάνω στὴ γῆ καὶ ὑποφέρουν σωματικά. Πολλὰ θαύματα ἔγιναν καὶ γίνονται σὲ ὅσους μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια ἐκζητοῦν τὴ μεσιτεία του. Ὁ Μεγαλομάρτυρας Ἅγιος Ἀρτέμιος εἶναι γιὰ τοὺς πιστοὺς χριστιανοὺς ὁ ἰατρὸς τῆς κήλης. Ἕνα ἀπὸ τὶς χιλιάδες τῶν θαυμάτων εἶναι καὶ τοῦτο ποὺ ἔγινε στὸ παιδὶ μιᾶς πνευματικῆς μας κόρης. Στὸ ἀγοράκι τῆς χριστιανῆς αὐτῆς παρουσιάστηκε στὴν ἡλικία τῶν δεκαπέντε περίπου μηνῶν ὑδροκήλη βαριᾶς μορφῆς. Τὸ παιδὶ ἦταν πολὺ ἀδύνατο. Ἐπέμβαση χειρουργικὴ ἐθεωρήθηκε πολὺ ἐπικίνδυνη νὰ γίνει. Ἡ πιστὴ μητέρα εἶχε ἀκούσει γιὰ τὰ θαύματα ποὺ γινόντουσαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀρτέμιο στὴν ἐκκλησία τοῦ ἐκεῖ στὴν τουρκοκρατούμενη σήμερα Ἀφάνεια. Κατόπιν ὁδηγιῶν τοῦ πνευματικοῦ ἔκαμε ἕνα τάμα καὶ πῆγε στὴ χάρη του. Ἑτοίμασε λειτουργία, ἐξομολογήθηκε, πῆγε στὴν Ἐκκλησία του, παρακολούθησε μὲ εὐλάβεια τὴ θεία Λειτουργία, κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων κι αὐτὴ καὶ τὸ παιδί της, παρεκάλεσε τὸν ἱερέα καὶ τῆς ἔκαμε παράκληση καὶ τὸ ἀπόγευμα ἐπέστρεψε. Τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ τὸ παιδὶ τῆς ἦταν τελείως καλά. Οἱ θεράποντες ἰατροὶ ἐβεβαίωσαν τὴ θεραπεία. Ἡ ὑδροκήλη οὐδέποτε παρουσιάσθηκε ἀπὸ τότε στὸν ἄρρωστο.
Μεγάλη ἡ δύναμη τῆς πίστεως, ἀδελφοί μου. Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἔχουμε βοηθοὺς καὶ προστάτες σὲ τοῦτο τὸν κόσμο τοὺς φίλους του Χριστοῦ καὶ οἰκείους του Θεοῦ. Φτάνει μὲ πίστη ζωντανὴ νὰ καταφεύγουμε στὴ χάρη τους καὶ νὰ ἐκζητοῦμε τὴ βοήθεια καὶ τὶς πρεσβεῖες τους. «Ἔκλεξαι ἁγίους ὑπερασπιστᾶς σου καὶ ἀφιερώσου εἰς αὐτοὺς» μας συμβουλεύει κι ὁ Ἅγιος Νικόδημος. Ὅταν οἱ χριστιανοὶ δοκιμαζόμαστε, ἃς καταφεύγουμε στὴ χάρη τῶν ἁγίων της πίστεώς μας καὶ στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἀρτεμίου καὶ ἃς ζητοῦμε μὲ πίστη τὴ θεραπεία τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς μας. Κι ἐφ’ ὅσον ἡ θεραπεία θὰ εἶναι γιὰ τὴν ὠφέλειά μας θὰ μᾶς τὴν προσφέρει ὁ Κύριος μὲ τὴ μεσιτεία τοῦ Ἁγίου μας. Ἐκεῖ ποὺ μιλοῦν τὰ γεγονότα δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ ἐπιμένουμε. Ἕνα μόνο στὴν ἀνάγκη νὰ λέμε: Ἅγιέ του Θεοῦ Ἀρτέμιε, πρέσβευε ὑπὲρ ἠμῶν. Ἀμήν.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Ἄξιον δὲ εἶναι νὰ προσθέσωμεν ἐδῶ καὶ μερικῶν θαυμάτων τοῦ ἁγίου διήγησιν ἄνθρωπός τις ἔχων τὰ δίδυμά του πολλὰ ἐξογκωμένα ἀπὸ τὸ σπάσημον, ἐπηγεν εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου κλαίων καὶ ζητῶν τὴν ἴατρειαν. Ἐκείτετο λοιπὸν ὁ ἀσθενὴς εἰς τὸ μέσον του ναοῦ ἐπάνω εἷς στρῶμα, καὶ ὀλίγον ὑπνώσας, βλέπει τὸν ἅγιον Ἀρτέμιον εἰς τὸν ὕπνον τοῦ λέγοντα αὖτο, δεῖξον μου τὸ πάθος σου, ὃ δὲ ἔδειξε τὸν τόπον, ὅπου εἶχε τὸ πάθος. Τότε ὃ ἅγιος κύφας (ἔσκυψε) καὶ πιάσας ἐπιτήδεια μὲ τὰς δύο του χείρας τὸ σπάσιμον τῶν διδύμων του, ἔσφιγξεν αὐτὰ ὅσον ἔδυνατο, ὃ δὲ ἀσθενὴς πονήσας μεγάλως καὶ φωνάξας το, οὔαι μοί, ἔξυπνησε καὶ εὗρε τὸν ἐαυτὸν τοῦ ὑγιῆ δοξάζων τὸν θεὸν καὶ τὸν ἅγιον.
Ἄλλος πάλιν εχων τρεῖς κήλας (φούσκας) εἷς τα δίδυμά του, ἐπῆγεν εἰς τὸν ἅγιον Ἀρτέμιον καὶ ἔκαμεν ἀγρυπνίαν, ἀποκαμῶν δὲ ὑπὸ τῆς ἀγρυπνίας ἐκοιμήθη· καὶ ἴδου φαίνεται ὃ ἅγιος εἷς αὐτόν, καιγυμνώσας τὸ πάθος καὶ ψηλαφήσας μὲ τὰς χείρας του, ἔσφραγισεν αὐτὸ μὲ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ- ἔπειτα κεντήσας αὐτὸν εἷς τὴν πλευράν, ἔγινεν ἄφαντος. Ὁ δὲ ἀσθενὴς ἔξυπνησας, εὖρεν ἐαυτὸν ὑγιῆ, καὶ ἔδοξασε τὸν θεὸν καὶ τὸν ἅγιον. Άλλος δὲ πάλιν ἔχων μίαν μεγάλην κήλην εἷς τα δίδυμά του, ἐπηγεν εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου, παρακαλῶν αὐτὸν διὰ νὰ τὸν ἴατρευση. Ὃ δὲ ἅγιος φανεῖς εἷς τὸν ὕπνον του, ἔσχισε μὲ μαχαίρια τὸ πάθος του καὶ ἐχύθη ὕλη πολλὴ καὶ βρωμερά. Ὃ δὲ ἀσθενὴς ἐξυπνήσας, τὸν μὲν ἐαυτὸν τοῦ εὖρεν ὑγιῆ, τὰ δὲ ἐνδύματά του καὶ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς εὗρε γεμάτα ἀπὸ ὑγρασίαν καὶ βρώμαν πολλήν.
Ἄλλος πάλιν νεωστι ἐλθῶν ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴν καὶ ἄκουσας ἀπὸ ἕνα χριστιανὸν τὰ θαύματα τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, ἐπιστευσεν αὐτὰ ἄδιστακτως. Ὅθεν ἐπειδὴ αὐτος εῖχεν ἕνα συγγενῆ εἰς τὴν ‘Ἀφρικὴν πάσχοντα καὶ κινδυνεύοντα ἀπὸ τὸ σπάσιμον τῶν διδύμων, ἐπῆρεν ὅσα ἤσαν ἐπιτήδεια διὰ νὰ κάμη ἀγρυπνίαν καὶ ἐπῆγεν εἷς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, ἴνα παρακάλεση τὸν ἅγιον διὰ τὸν συγγενῆ του· ἀφοῦ δὲ ἔτελειωσε τὴν ἀγρυπνίαν, ἐπῆρεν ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλαν τοῦ ἁγίου καὶ ἔγυρισεν εἷς τὴν οἴκιαν ὅπου ἔμενεν. Ὃ δὲ ἅγιος Ἀρτέμιος κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν ἤγρυπνει ὁ ρηθεις χριστιανὸς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὢ τοῦ θαύματος! ἐπηγεν εἷς τὴν Ἀφρικὴν καὶ σταθεῖς ἐπάνω εἷς τὴν κλίνην τοῦ πάσχοντος, λέγει εἷς αὐτὸν ἐπειδὴ ὁ συγγενής σου μὲ παρεκάλεσεν ὑπέρ σου εἷς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ τοῦτο ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἷς το ἑξῆς ἃς εἶσαι ὑγιής. Ὁ δὲ ἀσθενὴς ἔξυπνησας, εὗρε τὸν ἐαυτὸν τοῦ ὑγιῆ ἓν ἀλήθεια* ὅθεν καὶ δόξαν ἄπεδωκεν εἷς τὸν θεόν. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔγνωριζε, ποῖος ἦτο ὁ χαρίσας εἷς αὐτὸν τὴν ὕγιειαν, ἤγαπα νὰ μάθη τὸ ὄνομά του· ὅθεν γράφει εἷς τὸν συγγενῆ του ἐκεῖνον, ὅστις παρεκάλεσε περὶ αὐτοῦ τὸν ἅγιον Ἀρτέμιον καὶ τοῦ φανερώνει, ποίαν ἡμέραν ἐφάνη εἷς αὐτὸν ὃ ἅγιος καὶ πῶς ἴατρευσεν αὐτὸν μὲ τελειότητα. Ὃ δὲ συγγενής του ταῦτα μαθῶν, ἔννοησεν ὅτι κατ’ ἔκεινην τὴν νύκτα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔγινεν ἢ ἀγρυπνία εἷς τὴν Κωνσταντινούπολιν, κατ’ ἔκεινην τὴν ἰδίαν 97 ἰάτρευσεν ὁ ἅγιος τὸν συγγενῆ του εἷς τὴν Ἀφρικήν, καὶ μεγάλως ἐθαύμασεν. Ὅθεν ἐπῆγε πάλιν εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου καὶ ἔδωκεν εἷς αὐτὸν τὴν πρέπουσαν εὐχαριστίαν, διηγούμενος καὶ τὸ θαῦμα εἷς τους ἐκεῖ παρόντας· ἀκολούθως δὲ ἔγραψεν εἷς τὸν συγγενῆ του πῶς ἠκολούθησεν ἡ ὑπόθεσις καὶ πῶς ὁ τοῦτον ἴατρευσας εἶναι ὃ ἅγιος Ἀρτέμιος.
Ἄλλος χριστιανός εχων βάρος ἀνυπόφορον εἰς τὰ δίδυμα, ἐζήτει τὴν ἰατρείαν ὃ δὲ ἅγιος Ἀρτέμιος ἔφανη εἷς τὸν ὕπνον του καὶ λέγει αὔτω· Ἀδελφέ, ὕπαγε εἷς τὸν γείτονά σου Ἰωάννην τὸν χαλκέα καὶ βάλε τὴν κήλην τῶν διδύμων σου ἐπάνω εἷς τὸν ἄκμωνά του, καὶ ἐὰν ἐκεῖνος κτυπήση αὐτὴν δυνατὰ μὲ τὸ πυρωμένον σφυρίον του, εὐθὺς θὰ ἴατρευθης. Ὃ δὲ ἀσθενὴς ἐφοβεῖτο νὰ κάμη τοῦτο, ὡς ὀδυνηρόν. Ὅθεν πάλιν ἐφάνη ὃ ἅγιος εἷς αὐτὸν καὶ πάλιν τοῦ λέγει τὰ αὐτά, ὃ δὲ ἀσθενὴς πάλιν ἐφοβεῖτο νὰ κάμη τοῦτο. Τότε ὃ ἅγιος καὶ τρίτον φανεῖς εἷς αὐτὸν τῷ λέγει· Πίστευσον μοί, ἀδελφέ, ὅτι ἂν δὲν κάμης τοῦτο, ὅπερ σοὶ εἶπον, ποτὲ δὲν θὰ ἰατρευθῆς, ὃ δὲ ἀσθενὴς θέλων καὶ μὴ θέλων, ἐξ ἀνάγκης ἐπῆγεν εἷς τὸν χαλκέα καιέβαλε τὸ σπάσιμόν του ἐπάνω εἷς τὸν ἄκμωνα ἐκείνου. Βλέπων δὲ τὸ πυρωμένον σφυρίον ὅτι κατέβαινεν ἐπάνω εἰς τὸ σπάσιμόν του, ἐτραβίχθη ὀπίσω ἄπο τὸν φόβον του, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! εὐθύς το σπάσιμον ἠφανίσθη καὶ τὸ σφυρίον ἔκτυπησεν ἐπάνω εἷς τὸν ξηρὸν ἄκμωνα. Ἔθαυμασαν δὲ καὶ οἳ δύο, ο,τὲ χαλκεὺς καὶ ὃ ἀσθενὴς διὰ τὸ παράδοξον αὐτὸ θαῦμα· ὅθεν καὶ οἳ δύο ἔδοξασαν καὶ εὐχαρίστησαν ἓξ ὅλης καρδίας τὸν θεόν, ὅστις ἐδόξασε τόσον τὸν μάρτυρα τοῦ Ἀρτέμιον.
Ἄλλα καὶ ἄλλος χριστιανός, λαβῶν μὲ πίστιν θερμὴν ἔλαιον καὶ κηρία ἐπήγαινεν εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, καθ’ ὅδον δὲ ἔρωτηθη ἀπὸ ἕνα ράπτην, ποὺ ὑπάγει* ὃ δὲ χριστιανὸς μετ’ εὐλάβειας ἀπεκρίθη, ὑπάγω εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου νὰ προσευχηθῶ. Καθὼς δὲ πῆγε παρεμπρός, φωνάζει πάλιν ὁ ράπτης καὶ λέγει· ἀδελφέ, ὅταν ἔπιστρεψης ἀπὸ τὸν ἅγιον Ἀρτέμιον, φέρε μοὶ μίαν κήλην τῶν διδύμων. Έλεγε δὲ τοῦτο περιγελῶν τὸν ἅγιον, ὅτι ἴατρευεί τα σπασίματα τῶν διδύμων ὃ δὲ χριστιανός, χωρὶς νὰ φροντίση διὰ τὸν φλύαρον λόγον τοῦ ράπτου, ἐπηγεν εἷς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου· ἀφοῦ δὲ ἐτελείωσεν ἢ θεία λειτουργία, ἔγυριζεν εἷς τὸν οἶκον του. Περιπατοῦντος δὲ αὐτοῦ εἰς τὸν δρόμον, ἤρχισαν νὰ καταβαίνουν τὰ δίδυμά του, καὶ ἐπειδὴ ἔκατεβησαν πολὺ καὶ τὸ σπάσιμόν του ηὐξήθη, ἐννόησεν ὅτι διὰ τὸν περιγελαστικὸν λόγον ἐκεῖνον τοῦ ράπτου, ἔπαθε τὸ πάθος αὐτό. Ὅθεν μόλις καὶ μετὰ βίας ἔδυνηθη νὰ φθάση ἕως εἷς το ἐργαστήριον τοῦ ράπτου, ἀπνοῦς σχεδὸν ὧν, ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ ἄφωνος· ἔκατηγορει λοιπὸν τὸν ράπτην καὶ τὸ σπάσιμον ἐδείκνυε καὶ ἔβεβαιωνεν, ὅτι κατ’ ἄλλον τρόπον δὲν ἤθελε πάθη τοῦτο, ἂν ἴσως αὐτὸς δὲν ἔλεγε τὰς φλυαρίας ἐκείνας καὶ τὰ ἄξια γέλωτος λόγια ὅθεν ἐκ τούτου ἦλθον καὶ οἳ δύο εἰς λογομαχίας καὶ ἔριδας.
Οἳ δὲ παρευρεθέντες ἐκεῖ ἠρώτων νὰ μάθουν τὴν αἴτιαν διὰ τὴν ὁποίαν μάχονται· τότε ὁ πάσχων διηγήθη τὸν τρόπον καὶ τὴν αἴτιάν του πάθους· θέλων δὲ νὰ δείξη καθαρῶς τὴν ἀλήθειαν, ὅτι μὲ ὑπερβολὴν ἤδικηθη ἀπὸ τὸν ράπτην, ἔσηκωσε μὲ θυμὸν τὰ φορέματά του, διὰ νὰ δείξη εἷς τους ὀρώντας τὸ σπάσιμον ὅπερ ἔπαθε, καί, ὢ τοῦ θαύματος! αὐτὸς μὲν εὖρεν ἐαυτὸν ὑγιῆ, ὃ δὲ ράπτης ἔφωναζεν, οὔαι μοί! και έδειξεν εἰς ὅλους το σπάσιμόν των διδύμων, ὅπερ τότε παρευθὺς συνέβη εἷς αὐτόν. Ὅλοι λοιπὸν οἱ παρευρεθέντες, ἴδοντές το αἰφνίδιόν του σπασίματος καὶ ὅτι ἄπο τὸν χριστιανὸν ἐκείνον μετεβή το πάθος εἰς τὸν ράπτην, ἔγιναν ἔκθαμβοι καὶ εἰς μὲν τὸν θεὸν καὶ τὸν τούτου μάρτυρα Ἀρτέμιον ἀνέπεμπον δόξαν καὶ εὐχαριστίαν, εἷς δὲ τὸν ράπτην ἔλεγον μὴ λυπησαι ἀδελφέ, δικαία εἶναι ἢ κρίσις τοῦ θεοῦ, διότι ἐκεῖνο ὅπερ ἔζητησες, ἐκεῖνο καὶ ἔλαβες. Μὲ τοῦτον τρόπον δοξάζει καὶ εἷς τὴν παροῦσαν ζωὴν ὁ θεὸς τοὺς θεράποντός του. (Τὸν κατὰ πλάτος μεταφρασμένον βίον τοῦ ἁγίου τούτου ὅρα εἷς τὸν Παράδεισον, τὸν ὅποιον βίον ἑλληνιστὶ συνέγραψε Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, οὗ ἢ ἀρχὴ «Μετὰ τὴν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος Χρίστου». Σώζεται ἓν τὴ τῶν Ἰβήρων καὶ ἓν ἄλλαις καὶ πρὸ τούτων ἓν τὴ Λαύρα).
Ἀπολυτίκιο Ἦχος πλ. α’. τὸν συνάναρχον λόγον.
Εὐσέβειας τοῖς τρόποις καλλωπιζόμενος, ἀθλητικῆς ἀγλαΐας, ὤφθης, σοφέ, κοινωνός, πρὸς ἀγώνας ἀνδρικοὺς παραταξάμενος’ ὅθεν ὡς λύχνος ψωταυγής, τῶν θαυμάτων τὰς βολᾶς, ἐκλάμπεις τὴ Οἰκουμένη, Ἀρτέμιε Ἀθλοφόρε, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Μεγαλυνάριο
Δόξαν ὑπατείας ὑπεριδών, τὸ ὕπατον κλέος, ἐπορίσω τῶν ἀρετῶν, ὡς ἀνδραγαθήσας, Ἀρτέμιε, ἐνδόξως- διὰ παντοίας βλάβης, ρύσαι τοὺς δούλους σου.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ