Ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴ νῆσο Κρήτη καὶ ἔζησε ἐπὶ βασιλείας τοῦ είκονομάχου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε΄ Κοπρωνύμου (741-775). ᾿Ηδη ἀπὸ τὴν τρυφερὴ παιδικὴ ἡλικία ἐπιδιδόταν μὲ ζῆλο στὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Ἔχοντας ἀκούσει γιὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ἐξαπέλυαν οἱ εἰκονομάχοι κατὰ τῶν ὀρθοδόξων, ὁ ἅγιος ἀποφάσισε νὰ πάει στὴ Βασιλεύουσα γιὰ νὰ ὁμολογήσει τὴν ἀληθῆ πίστη. Φθάνοντας ἐκεῖ, πῆγε στὸ παλάτιο τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, ὅπου ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ὥρα ὁ αὐτοκράτορας ἀνέκρινε ὁσίους καὶ ἁγίους ἀσκητὲς οἱ ὁποῖοι ἐκατηγοροῦντο ὅτι εὐλαβοῦντο τὶς ἱερές εἰκόνες. Ὁ ἅγιος ἔνιωσε μεγάλη ὀδύνη μπροστὰ στὸ θέαμα αὐτὸ καὶ μὲ θάρρος παρουσιάσθηκε στὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν ρώτησε: «Χριστιανός, λοιπόν, εἶ, ὦ βασιλεῦς» Ὁ τύραννος ἔμεινε πρὸς στιγμὴν ἄναυδος μπροστὰ στὸ θράσος τοῦ ξένου αὐτοῦ μοναχοῦ καὶ κατόπιν, μὴν μπορώντας νὰ ἀντέξει τὴν παρρησία του, διέταξε τὴ φρουρά του νὰ τὸν συλλάβει. Οἱ στρατιῶτες ἔπεσαν πάνω στὸν ἅγιο σὰν ἄγρια θηρία, τὸν ἔριξαν καταγής, τὸν μαστίγωσαν μὲ βούνευρα καὶ τὸν ἐμπόδισαν νὰ ὁμολογήσει τὴν ἀληθῆ πίστη κτυπώντας τον μὲ πέτρες στὸ πρόσωπο.
Τίποτε ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ καταβάλει τὸν ζῆλο τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος στράφηκε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα καὶ μὲ τὸ στόμα γεμάτο αἵματα τοῦ εἶπε: «᾽Αν τιμωρείτε, ἐσεῖς οἱ ἐπίγειοι ἡγεμόνες, ὅσους ἔχουν τὸ θράσος νὰ προβάλλουν τοὺς ἀνδριάντες καὶ τὶς παραστάσεις σας, θεωρώντας ὅτι ἡ προσβολὴ θίγει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπό σας, πόσο φοβερότερη θὰ εἶναι ἡ ὀργὴ καὶ ἡ τιμωρία ποὺ ἐπιφυλάσσει ὁ Θεὸς σὲ όσους προσβάλλουν καὶ καταστρέφουν τὶς εἰκόνες τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του!» ᾿Ακούγοντας τὰ λόγια αὐτά. ὁ αὐτοκράτορας ἐξεμάνη καὶ διέταξε νὰ δέσουν τὸν ἅγιο μὲ ἕνα σχοινὶ καὶ νὰ τὸν σύρουν στὴν ἀγορά. Βλέποντας τὸ θέαμα αὐτό, τὸ αἷμα τοῦ γενναίου ἀθλητῇ τοῦ Χριστοῦ νὰ βάφει τὸ χῶμα κόκκινο, ἕνας κάτοικος τῆς πόλης, παρακινημένος ἀπὸ δαίμονα, ἔπεσε πάνω του μ’ ἕναν μπαλτἀ καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ πόδι Μετὰ τὴν τελευταία αὐτὴ δοκιμασία, ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο. Τὸ τίμιό του σκήνωμα τὸ πέταξαν στὸν τόπο ποὺ ὀνομαζόταν Κρίσις, ὅπου συνήθιζαν νὰ ρίχνουν τὰ πτώματα τῶν κακούργων. Ἀργότερα, δώδεκα δαιμονισμένοι ἔφθασαν τὴν ἴδια στιγμὴ στὸ μέρος αὑτὸ χωρὶς νὰ εἶναι συνεννοημένοι, καὶ ἀνακάλυψαν τὸ τίμιο λείψανο μεταξὺ τῶν ἄλλων πτωμάτων. Τὸ μετέφεραν καὶ τὸ ἔθαψαν σὲ καθαγιασμένο τόπο, κερδίζοντας ἔτσι τὴν ὰπελευθέρωση ἀπό τὴν ἐπήρεια τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων.
Νέος Συναξαριστής Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!