Οὶ ἅγιοι Σέργιος καὶ Βάκχος ζοῦσαν στὴ Ρώμη ἐπὶ Μαξιμιανοῦ. Παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας τους, ὁ αὐτοκράτορας τοὺς εἶχε ἀναθέσει ὐψηλὰ ἀξιώματα στὴ Σχολὴ τῶν Κιντιλίων2: ὁ Σέργιος ἦταν «πριμικἡριος»3 καὶ ὁ Βάκχος «σεκουνδικἡριος»4. Μιὰ μέρα ποὺ ὁ Μαξιμιανὸς διέταξε νὰ τελεσθοῦν δημοσίως θυσίες στοὺς θεοὺς ὡς ἔνδειξη ὑποταγῆς στὴν ἐξουσία του, οἱ δύο νεαροὶ ἀξιωματικοὶ ἦταν οὶ μόνοι ποὺ δὲν παρουσιάσθηκαν καὶ δὲν συμμετεῖχαν. ‘Ο αὐτοκράτορας θεώρησε τὴν πράξη τους ἀνταρσία, διέταξε νὰ τοὺς φέρουν ἐνώπιόν του καὶ ὀργισμένος ζήτησε νὰ μάθει τὴν αἰτία τῆς ἀνυπακοὴς τους. ‘Ο Σέργιος καὶ ὁ Βάκχος τοῦ ἀπάντησαν: «Μόνον εἰς τὴν ἐπίγειον ταύτην στρατείαν εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ σὲ ὐπηρετοῦμε ὡς δοῦλοι εὐγνώμονες, ὦ βασιλεῦ! Κωφοὺς ὅμως καὶ ἀναισθήτους θεοὺς μὴ γένοιτο νὰ προσκυνήσωμεν, ἢ μικρὸν νὰ ἀποχωρισθῶμεν τὸν ἀληθῆ καὶ παντέλειον Θεόν, καὶ ἂν μὲ σίδηρα καὶ πῦρ καταναλώσης τὰς σάρκας μας’ διότι δὲν εὑρίσκεται άλλον τόσον μακάριον εἰς τὸν κόσμον ὅσον νὰ πάθη τις ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας». Ὁ Μαξιμιανὸς διέταξε νὰ τοὺς καθαιρἐσουν ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους, νὰ τοὺς ἀφαιρέσουν ἐπὶ τόπου τὶς ζῶνες καὶ τὰ διάσημα τοῦ βαθμοῦ καὶ νὰ τοὺς φορέσουν ἐνδύματα γυναικεῖα. Ντυμένους μ᾿ ἐνδύματα θηλυπρεπ’ὴ καὶ φορτωμένους βαρεῖς σιδερένιους κλοιοὺς στὸν τράχηλο, περιέφεραν τοὺς μάρτυρες ἀνὰ τὴν πόλη γιὰ νὰ τοὺς χλευάσουν.

Κατόπιν ὸ αὐτοκράτορας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ὸδηγήσουν τοὺς ἁγίους, ἀπὸ στρατόπεδο σὲ στρατόπεδο, ἕως τὶς ὄχθες τοῦ Εὐφράτη, στὴν πόλη Βαρβαλισσόδ, ὅπου εἶχε τὴν ἕδρα του ὁ διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀνατολῆς ᾿Αντίοχος, δικαστὴς σκληρὸς καὶ ὠμότατος. Τοὺς ἔφεραν μπροστά του γιὰ νὰ τοὺς ἀνακρίνει, οὔτε οἱ ἀπειλές του ὅμως οὔτε οἱ κολακείες δὲν στάθηκαν ἱκανὸς νὰ πτοήσουν τοὺς ἁγίους νέους. Τὸν Σέργιο, τὸν ἔκλεισαν τότε σ᾿ ἕνα κελλὶ κι ἄρχισαν νὰ βασανίζουν τον σύντροφό του. Τὸν μαστίγωσαν μὲ μαστίγια ἀπο βούνευρα μὲ τέτοια ἀγριότητα, ποὺ ὁ Βάκχος παρέδωσε τὴν ψυχὴ του, ὅλος χαρὰ ποὺ θὰ κατατασσόταν ἐπιτέλους στὶς στρατιὲς τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων. Τὴν ἐπαύριο, ἔφεραν πάλι ἐνώπιον τοῦ διοικητοὕ τὸν Σέργιο, ὁ ὁποίος θλιβόταν ποὺ βρισκόταν ἀκόμη στὸν μάταιο τοῦτο κόσμο, ἐνῶ ὸ σύντροφός του χαιρόταν ἤδη τὴ μακαρία ζωὴ. Ὁ ᾿Αντίοχος ἀρχικὰ δοκίμασε νὰ κάνει τὸν Σέργιο ν’ ἀλλαξοπιστησει’ τοῦ θύμισε τὰ ἀξιώματα καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ εἷχε πρὶν καὶ ὕστερα τον ἀπείλησε μὲ τὰ πιὸ φρικτὰ μαρτύρια. Μάταιος κόπος! Διέταξε τότε ὁ ἡγεμόνας νὰ φορέσουν στὸν ἅγιο ὑποδήματα ποὺ εἶχαν αὶχμηρὰ καρφιὰ στὸ ἐσωτερικο μέρος, καὶ τον ὑποχρέωσε νὰ τρέχει μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἅρμα του. Δεκαπέντε χιλιόμετρα διήνυσε τρέχοντας έτσι ὁ ἅγιος, μέχρι ποὺ ἔφθασαν στὸ κάστρο τῶν Τετραπυργίων (σημ Κσαϊρὰς-Σελέ). ‘Η χαρά του ποὺ συμμετεἷχε κι ἐκεῖνος στο Θεῖο Πάθος, τον ἀνύφωνε πάνω ἀπὸ τοὺς πόνους τοῦ σώματος, καὶ ὁ Σέργιος ἔτρεχε χαρούμενος γοργά, ψάλλοντας ὕμνους. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύκτας, ἦλθε ἄγγελος καὶ ἐθεράπευσε τὶς πληγές του, κι ἔτσι ὁ νέος παρουσιάσθηκε τὴν ἑπομένη στὸν διοικητὴ εὐδιάθετος κι ἕτοιμος γιὰ νέους ἀγῶνες. Ὁ ᾿Αντίοχος διέταξε τότε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν στον ἑπόμενο σταθμό, τὴ Ρουσἀφα, διακόσια χιλιόμετρα ἀνατολικὰ τοῦ Χαλεπίου. Φθάνοντας στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, ὁ ἅγιος ζήτησε λίγο χρόνο άπο τοὺς δημίους του, καὶ προσευχήθηκε ἔνθερμα νὰ συγχωρηθοῦν οί διῶκτες του. Κατόπιν, ἔκλινε ὁ ἴδιος τὴν κεφαλὴ κάτω άπο τὸ ξίφος καὶ ἡ ψυχή του πέταξε γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Βάκχο στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Οἱ κάτοικοι τῆς Σούρα, τοῦ χωριοῦ ὅπου μαρτύρησε ὁ Βάκχος, θέλησαν νὰ πάρουν κρυφὰ τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου Σεργίου, φλόγα μεγάλη ὅμως ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν τάφο καὶ τοὺς ἐμπόδισε. Ἔτρεξαν τότε οἱ χριστιανοὶ τῆς Ρουσάφα, ἔδιωξαν τοὺς ἐπίδοξους ληστὲς καὶ κατέθεσαν το τίμιο λείψανο σ᾽ε μέρος άσφαλε’ς. ᾽Ἑκτισαν ἀργότερα πάνω στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Σεργίου ναό, ὁ ὁποῖος κατέστη ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σεπτὰ προσκυνήματα ὅλης τῆς ᾿Ανατολῆς, σὲ τέτοιο μάλιστα βαθμο ὥστε ὁ τόπος ἐκεῖνος όνομάσθηκε Σεργιούπολις. Τεμάχια τοῦ τιμίου λειψάνου διεσπάρησαν σὲ ὅλο τὸν χριστιανικο κόσμο.

1.Δὲν προκειται μᾶλλον γιὰ τὸν Μαξιμιανὸ Ἡρακλῆ, τοῦ ὁποίου ἡ δικαιοδοσία δεν ἐκτεινόταν στην ’Ανατολἡ, ἀλλὰ πιθανὸν γιὰ τὸν Γαλέριο Μαξιμιανό, ὁ ὁποῖος προτοῦ ξεκινἡσει τὴ μεγάλη του ἐκστρατεία κατὰ τῶν Περσῶν (περὶ τὸ 297), προέβη σὲ ἐκκαθαρίσεις ὅλων τῶν χριστιανῶν τοῦ στρατεύματος. Δὲν ἀποκλείεται οὶ δύο ἅγιοι νὰ ἦταν ρωμαικῆς καταγωγῆς, τὸ σύνολο ὅμως τῆς ἱστορίας τους ἐκτυλι’σσεται στην ᾿Ανὰτολη.

2. Οἱ Σχολαὶ ἀποτελοῦσαν ἐπίλεκτα τμήματα τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ’ συστάθηκαν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, τελοῦσαν ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορα καὶ λειτουργοῦσαν ἐπίσης ὡς σῶμα ἐκπαιδεύσεως ἀξιωματικῶν. ’Εξελίχθηκαν ἀργότερα σὲ αὐτοκρατορικη φρουρὰ καὶ ἄγημα τιμῶν.

3. Πριμικἡριος: «αὐτὸς ποὺ τὸ ὄνομά του εἶναι γραμμενο πρῶτο στα κηρόχυτα ὃελτία τῶν ἀρχῶν, δηλαδὴ πρόκριτος, πρωτέγγραφος.
4. Σεκουνδικήριος: «αὐτὸς ποὺ εἶναι δευτερος στὴν τάξη».

Νέος Συναξαριστής Μακαρίου ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *