Ἡ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν, τῆς ὁποίας ἱδρυτὴς εἶναι ὁ Πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Παῦλος, ἔχει νὰ ἐπιδείξει κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μακρόχρονης πορείας τοῦ δυσχιλιετοῦς βίου της, πολυάριθμες μορφὲς ἁγίων, ποὺ τὴ λάμπρυναν καὶ τὴ δόξασαν καὶ ἀποτελοῦν σήμερα πολύτιμο πνευματικὸ θησαυρὸ γιὰ ὅλους τους φιλάγιους κατοίκους καὶ ἐπισκέπτες τοῦ περιωνύμου κλεινοῦ Ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ἁγίων, ποὺ κοσμοῦν τὸ πνευματικὸ στερέωμα τῆς ἁγιοτόκου πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ξεχωριστὴ θέση κατέχει ὁ Οὐρανοβάμων καὶ Ἱεροφάντωρ Ἅγιος Ἰερόθεος, ὁ σοφὸς καὶ εὐκλεὴς αὐτὸς πρῶτος ἱεράρχης τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν.

 

Ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος γεννήθηκε στὴν περιώνυμη πόλη τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένεια ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ αὐτοκράτορος Αὐγούστου, λίγα μόλις χρόνια πρὶν τὴ Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

 Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐννέα βουλευτές, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴ Γερουσία τοῦ Ἀρείου Πάγου, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν τὸ ἀνώτατο δικαστήριο. Ὁ Ἰερόθεος εἶχε σπουδάσει Πλατωνικὴ φιλοσοφία στὴν περίφημη Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν καὶ εἶχε μυηθεῖ, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι βουλευτὲς τοῦ Ἀρείου Πάγου, στὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια.

Ὅμως τὸ 51 μ.Χ. ἡ ἄφιξη στὴν Ἀθήνα τοῦ θεηγόρου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, ποὺ κηρύσσει Ἰησοῦν Χριστὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστάντα, θέτει τὴ βάση γιὰ τὴν ἵδρυση μιᾶς ὀλιγάριθμης χριστιανικῆς κοινότητας. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους, ποὺ ἄκουσαν μὲ προσοχὴ τὸ πύρινο σταυροαναστάσιμο κήρυγμα καὶ σαγηνεύτηκαν ἀπὸ τὰ μηνύματα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ ἦταν καὶ ὁ διαπρεπὴς πλατωνικὸς φιλόσοφος Ἰερόθεος, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιά του φιλοσοφικὴ γνώση καὶ τὴν ἀπέραντη σοφία. Ἡ εὐρεία του μόρφωση καὶ ἡ ὀξεία του ἀντίληψη ὄχι μόνο δὲν στάθηκαν ἐμπόδια στὸ νὰ ἀκολουθήσει καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴ χριστιανικὴ πίστη, ἀλλὰ ἀφοῦ βαπτίσθηκε πρῶτα χριστιανός, ἀναδείχθηκε ἀργότερα δυναμικὸς καὶ χαρισματικὸς ἱεράρχης καὶ ἐξελέγη μάλιστα πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ φλογερή του πίστη καὶ ὁ ἔνθεος ζῆλος του τὸν ἀνέδειξαν σὲ ἔνθερμο μυσταγωγὸ τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καὶ τῶν σωτήριων διδαγμάτων αὐτῆς, ἀφοῦ ὑπῆρξε ὁ σοφὸς διδάσκαλος καὶ πνευματικὸς καθοδηγητὴς δύο ἐπιφανῶν Ἀθηναίων ἀνδρῶν, τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ὁ ὁποῖος τὸν διαδέχθη στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῶν Ἀθηνῶν καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀριστείδου, τοῦ ἐνδόξου αὐτοῦ Ἀθηναίου φιλοσόφου καὶ ἀπολογητοῦ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε, ἔζησε καὶ μαρτύρησε τὸν 2ο μ.Χ. αἰώνα στὴν περιώνυμη πόλη τῶν Ἀθηνῶν.

Ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος ἀνέπτυξε μεγάλη ἱεραποστολικὴ δράση στὴν Ἀθήνα καὶ ἀναδείχθηκε εὐκλεὴς ἱεράρχης, θεῖος διδάσκαλος καὶ πολύτιμος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας μὲ βαθυστόχαστα συγγράμματα, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὴ βαθύτατη σοφία καὶ τὴν πλούσια εὐρυμάθειά του. Ἄξιο θαυμασμοῦ εἶναι τὸ θεώρημα τοῦ Ἁγίου Ἰεροθέου περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο βρίσκεται σὲ κώδικα στὴ βιβλιοθήκη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἀπεικονίζει τὴν Τριαδικὴ Θεότητα μέσα σὲ ἕξι κύκλους, ὅπου ὁ ἕνας εἶναι μκρότερος ἀπὸ τὸν ἄλλο.

Ὁ θεοληπτος πρῶτος ἐπίσκοπός τῶν Ἀθηνῶν, Ἅγιος Ἰερόθεος, ἀναδείχθηκε καὶ χαρισματικὸς ὑμνολόγος, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἁρπάχθηκε ἀπὸ νεφέλη καὶ παρευρέθηκε μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, τὸν Ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη καὶ τὸν Ἅγιο Τιμόθεο στὴν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὁ ἴδιος μάλιστα προεξῆρχε τῆς κηδείας τοῦ θεοδόχου Σώματος τῆς Θεομήτορος καὶ ἔψαλλε ἐξαίσιους ὕμνους πρὸς τιμήν Της, οἱ ὁποῖοι ὑπερεῖχαν σὲ περιεχόμενο καὶ μελωδία ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους ὕμνους, ποὺ εἶχαν ποιήσει οἱ ὑπόλοιποι. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ μαθητής του, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ἐνῶ ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τοῦ Βίκτωρος Ματθαίου ἀναφέρει ὅτι «ὅταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔφθασαν στὸν Τάφο τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ ἀποχαιρετώντας Την, ἕκαστος ἔλεγε ἐγκώμια θεία καὶ ἔνθεα πρὸς Αὐτήν, ὅλοι δὲ εἶπαν διάφορα ἐγκώμια. Ὁ Ἰερόθεος εἶπε τοιαῦτα ἐγκώμια, πρὸς τὴν Παναγία μας, ποὺ ὑπερέβαιναν ὅλων των ἄλλων, καὶ τολμῶ εἰπεῖν, ἤσαν τόσο ἐξαίρετα καὶ καταπληκτικά, ὥστε αὐτοὶ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι δὲν θὰ μποροῦσαν, καταλεπτῶς (μὲ κάθε λεπτομέρεια), καθὼς τὰ εἶπεν ἐκεῖνος».

Ὁ σοφὸς καὶ θεόληπτος Ἅγιος Ἰερόθεος, ἀφοῦ πλούτισε τὸ κλεινὸν Ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν μὲ τὴ θεία διδασκαλία του καὶ τὸ πολύπλευρο ἔργο του ὡς ἄξιος συνεχιστὴς τοῦ μηνύματος τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, ποὺ δίδαξε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ μέχρι προτινὸς εἰδωλολατρικὴ Ἀθήνα, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνη σὲ βαθύτατα γηρατειὰ κατὰ τὸ τελευταῖο τέταρτό του 1ου μ.Χ. αἰώνα. Ἡ ἁγία του ψυχὴ μετέβη στὸν ἀγωνοθέτη Κύριο καὶ ἔλαβε τὸν ἀμάραντο στέφανο τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς δικαιοσύνης γιὰ νὰ πρεσβεύει ἀκατάπαυστα στὸν Πανάγαθο Θεὸ γιὰ τὴν ψυχικὴ σωτηρία ὅλων μας. Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στὶς 4 Ὀκτωβρίου καὶ ἡ τιμία κάρα τοῦ φυλάσσεται ὡς ἀσύλητος καὶ πολυτίμητος θησαυρὸς στὴν ὁμώνυμη Ἱερὰ Μονὴ στὰ Μέγαρα Ἀττικῆς, ἡ ὁποία ἱδρύθηκε τὸν 11ο αἰώνα καὶ ἐπανιδρύθηκε τὸ 1930 μετὰ τὴ διάλυσή της ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ βασιλέως Ὄθωνος.

Βιβλιογραφία

Βίος καὶ Ἀκολουθία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἠμῶν Ἰεροθέου ἐπισκόπου Ἀθηνῶν, Β΄ Ἔκδοσις, Ἀθῆναι 1980

πηγή

 

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *