Τὸ Εὐαγγέλιο Τῆς Κυριακῆς (Λουκᾶ στ΄ 31-36)
Καὶ καθὼς θέλετε ἴνα ποιῶσιν ὑμὶν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπώντας ὑμᾶς, ποία ὑμὶν χάρις ἐστι; Καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοί τους ἀγαπώντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμὶν χάρις ἐστι; Καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοί το αὐτὸ ποιούσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε πὰρ΄ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμὶν χάρις ἐστι; Καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἴνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστὸς ἐστὶν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὒν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστι.
Μετάφραση (Λουκᾶ στ΄ 31-36)
Ὅπως θέλετε νὰ σᾶς συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς νὰ τοὺς συμπεριφέρεστε κι ἐσεῖς. Γιατί, ἂν ἀγαπᾶτε αὐτοὺς ποῦ σᾶς ἀγαποῦν, ποιὰ εὔνοια περιμένετε ἀπὸ τὸ Θεό; Ἀφοῦ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀγαποῦν αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀγαποῦν. Κι ἂν κάνετε καλὸ σ΄ αὐτοὺς ποῦ σᾶς κάνουν καλό, ποιὰ εὔνοια περιμένετε ἀπὸ τὸ Θεό; Καὶ οἱ ἁμαρτωλοί το ἴδιο κάνουν. Ἂν δανείζετε σ΄ ὅσους ἐλπίζετε νὰ σᾶς τὰ ἐπιστρέψουν, ποιὰ εὔνοια περιμένετε ἀπὸ τὸ Θεό; Καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ δανείζουν στοὺς ὁμοίους τους γιὰ νὰ τὰ πάρουν πίσω. Ἀντίθετα, ἐσεῖς ν΄ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ κάνετε τὸ καλὸ καὶ νὰ δανείζετε, χωρὶς νὰ περιμένετε νὰ πάρετε πίσω τίποτε. Κι ἔτσι, ὁ Θεός, ποὺ εἶναι καλὸς ἀκόμα καὶ μὲ τοὺς ἀχάριστους καὶ τοὺς κακούς, θὰ σᾶς ἀνταμείψει μὲ τὸ παραπάνω καὶ θὰ σᾶς κάνει παιδιά του. Νὰ εἶστε λοιπὸν σπλαχνικοί, ὅπως σπλαχνικὸς εἶναι κι ὁ Θεὸς Πατέρας σας.
Αὐτὸς ποὺ ἔπλασε μόνος τὶς καρδιές μας καὶ παρατηρεῖ ὅλα τα ἔργα μας, αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐνεφανίσθη σὲ ἐμᾶς μὲ σάρκα καὶ μᾶς ἠξίωσε νὰ γίνη διδάσκαλός μας, ζητεῖ τώρα ἀπὸ ἐμᾶς αὐτὰ ποὺ παρεφθάρησαν γιὰ νὰ τὰ ἀναπλάση, ἐκεῖνα ἀκριβῶς ποὺ ἐνέβαλε στὶς ψυχὲς μᾶς ὅταν στὴν ἀρχὴ μᾶς ἔπλασε. Διότι ἂπ΄ ἀρχῆς μᾶς ἔπλασε καταλλήλους γιὰ τὴν μέλλουσα διδασκαλία καὶ ὕστερα ἔδωσε τὴν διδασκαλία κατάλληλο πρὸς τὴν ἀρχικὴν πλάσι· δὲν ἔκαμε τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ ἀνακαθάρη τὴν ὡραιότητα τοῦ πλάσματος ποὺ εἶχεν ἀμαυρωθῆ μὲ τὴν πρόσληψι τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ δεικνύει μὲ τὸν καλλίτερο τρόπον ἡ σήμερα ἀναγινωσκομένη καὶ προβαλλομένη ἀπὸ ἐμᾶς πρὸς ἑρμηνείαν περικοπῆ τοῦ Εὐαγγελίου: «Καθὼς θέλετε», λέγει, «ἴνα ποιῶσιν ὑμὶν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Καλῶς προεῖπεν ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ὅτι «λόγον συντετρημένον δώσει Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς». Πράγματι σὲ αὐτὸν τὸν ἕνα καὶ σύντομο λόγο συμπεριέλαβε κάθε ἀρετήν, κάθε ἐντολήν, σχεδὸν κάθε καλὴν πράξι καὶ γνώμη. Γὶ΄ αὐτὸ καὶ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον, ἀφοῦ προέταξε αὐτὸ ὁ Κύριος προσέθεσε «οὗτος γὰρ ἐστὶν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται». Πράγματι σὲ ἄλλο σημεῖον συγκεφαλαιώνοντας εἶπεν ὅτι σὲ δύο ἐντολές, στὴν πρὸς Θεὸν καὶ πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη «κρέμανται ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται»· τώρα ὅμως συνήγαγε τὰ πάντα σὲ ἕνα καὶ συμπεριέλαβε ὄχι μόνον τὴν κατὰ τὸν νόμον καὶ τοὺς Προφῆτες ἀρετήν, ἀλλὰ καὶ κάθε ἀγαθοεργίαν γενικῶς μεταξύ των ἀθρώπων· διότι τώρα νομοθετεῖ ὄχι σὲ ἕνα γένος μόνον, ἀλλὰ σὲ ὅλην τὴν οἰκουμένην, ἢ μᾶλλον σὲ ὅσους συνδέονται μὲ αὐτὸν διὰ τῆς πίστεως, ἀπὸ κάθε ἔθνος κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
Καὶ μάλιστα ὄχι μόνο συμπεριέλαβε, ἀλλὰ καὶ ἔδειξε ὅτι κάθε μία ἀπὸ τὶς ἐντολὲς ποὺ ἐδόθησαν ἀπὸ αὐτὸν ὑπάρχει ἔμφυτος μέσα μας. Πράγματι αὐτὸ εἶναι ποὺ καὶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος μᾶς παραγγέλει λέγοντας· «ἀποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν καὶ περισσείαν κακίας, ἐν πραΰτητι δέξασθε τὸν ἔμφυτον λόγον τὸν δυνάμενον σῶσαι τὰς ψυχᾶς ὑμῶν». Αὐτὸ μας τὸ εἶχε διακηρύξει ὁ Θεὸς καὶ μὲ τὸν Προφήτην Ἱερεμία, λέγοντας «διαθήσομαι αὐτοῖς διαθήκην καινήν, διδοὺς νόμους μου εἰς διάνοιαν αὐτῶν»· διότι τὸ νὰ ἔχωμε ἑκουσίαν γνώμην εἶναι ἰδιότης τῆς διανοίας. Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος ἔδειξε ὅτι κὰτ΄ αὐτὸν τὸν ἔμφυτον νόμον ἔχουν ἀναγραφὴ τώρα ὅλα τα εὐαγγελικὰ παραγγέλματα, προστάζει καὶ νομοθετεῖ νὰ πολιτευώμεθα σύμφωνα μὲ αὐτά· διότι ἐνέβαλε τὴν γνῶσι τοῦ πρακτέου μέσα στὴν φύσι μας, ὡς φιλάγαθος καὶ φιλάνθρωπος ποὺ εἶναι. Μάλιστα ὁ Κύριος μὲ τὴν κεφαλαιώδη αὐτὴν παραίνεσι, τὸ «καθὼς θέλετε ἴνα ποιῶσιν ὑμὶν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως», ἔδειξεν ὅτι κάθε εὐαγγελικὴ ἐντολὴ εἶναι ὄχι μόνον ἔμφυτος ἀλλὰ καὶ δικαία καὶ εὔκολος καὶ συμφέρουσα καὶ ἐπίσης εὔληπτος σὲ ὅλους καὶ εὐνόητος ἀπὸ μόνη της. Τί δηλαδή; δὲν γνωρίζεις ὅτι τὸ νὰ ὀργίζεσαι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ καὶ νὰ τὸν προσβάλλης καὶ μάλιστα χωρὶς λόγον εἶναι κακόν; Καὶ πὼς ἐσὺ θέλεις νὰ ὑποστῆς τὴν ὀργὴ καὶ τὴν προσβολήν του καὶ οὔτε καν μετὰ ἀπὸ σκέψι φθάνεις σ΄ αὐτὴν τὴν γνώμην, ἂλλ΄ ἀμέσως δυσανασχετεῖς πρὸς τὴν ἐναντίον σου κινουμένην ὀργὴν καὶ προσβολήν, καὶ μὲ κάθε τρόπον τὴν ἀποφεύγεις μὴ καταδεχόμενος αὐτήν, ὁπωσδήποτε ὡς κακήν, ὡς ἄθεσμον, ὡς ἀσύμφορον; Ἔτσι θεωρεῖς καὶ τὴν πρὸς τὴν σύζυγό σου ἐμπαθῆ καὶ περίεργον θέαν ἀπὸ κάποιον ἄλλον· ἔτσι ἐπίσης ὄχι μόνον τὸ ἐναντίον σου, ἀλλὰ καὶ τὸ πρὸς ἐσὲ γιὰ ὁποιονδήποτε λεγόμενον ψεῦδος· καὶ γενικῶς αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴν στάσι ἀπέναντί σε κάθε τί ἀπηγορευμένον ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴν ἐντολήν. Τί πρέπει νὰ εἰποῦμε περὶ ὅλων των ἁμαρτωλῶν πράξεων ποὺ ἔχουν προαπαγορευθῆ ἀπὸ τὸν παλαιὸν νόμον, τοῦ φόνου, τῆς μοιχείας, τῆς ἐπιορκίας, τῆς ἀδικίας καὶ τῶν ὁμοίων; Ἀκόμη δὲ καὶ περὶ τῶν ἀντιθέτων ἀπὸ αὐτὰ ἀρετῶν καὶ πῶς μᾶς ἀρέσουν αὐτοὶ ποῦ τὶς χρησιμοποιοῦν ὑπὲρ ἠμῶν; Βλέπεις ὅτι καὶ γνωρίζεις ἀπὸ μόνος σου κάθε ἐντολὴν καὶ τὴν κρίνεις ὡς δικαίαν καὶ συμφέρουσα; Καὶ ὄχι μόνον αὐτὸ ἀλλὰ καὶ ὡς εὐχερῆ; Διότι δὲν θὰ θεωροῦσες πολὺ ἀξιόμεμπτον αὐτὸν ποὺ θυμώνει ἢ ψεύδεται ἐναντίον σου ἢ σὲ ἐπιβουλεύεται μὲ ἄλλον τρόπο, ἐὰν ἐνόμιζες ὅτι εἶναι δυσκατόρθωτον ἢ ἀδύνατόν το νὰ ἀπέχη ἐκεῖνος ἀπὸ αὐτά.
Μὴ λοιπόν, ὅταν μὲν ἐσὺ κακοπαθὴς ἀπὸ ἄλλον, ὅταν ὑβρίζεσαι, ἐξαπατᾶσαι ἢ ζημιώνεσαι, συνηγορῆς ὑπὲρ τοῦ ἐαυτοῦ σου, ἐνῶ ὅταν σὺ ὁ ἴδιος ὑβρίζης καὶ ἀδικῆς καὶ ἐπιχειρῆς νὰ ἐξαπατήσης τὸν πλησίον σου, τὸν καταδικάζεις μὴ ἐξάγοντας τὴν ἰδίαν ἀπόφασι γιὰ τὰ ἴδια πράγματα. Ἀλλὰ νὰ εἶσαι ἀντικειμενικὸς κριτής, καὶ ἐκεῖνα μὲν ποὺ δὲν θέλεις νὰ παθαίνης ἀπὸ ἄλλον ὡς κακά, μὲ κανέναν τρόπο νὰ μὴ τὰ κάνης στὸν ἄλλον, ἐκεῖνα δὲ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ποθεῖς ἐσὺ νὰ σοῦ γίνωνται ἀπὸ τὸν ἄλλον, αὐτὰ νὰ τοῦ κάνης καὶ σύ. Ζητεῖς κάτι ἀπὸ κάποιον, βοήθειαν ἴσως ἢ κάποιαν ἄλλην ἐξυπηρέτησι καὶ θέλεις ὁπωσδήποτε νὰ τὴν λάβης, ἐπειδὴ τὸ θεωρεῖς καλόν; γιατί ὄχι; Ὅταν λοιπὸν κάποιος ἄλλος σου ζητῆ κάτι, σπεῦσε νὰ τοῦ φερθῆς φιλικῶς καὶ νὰ θεωρῆς καλόν το νὰ λάβη καὶ ἐκεῖνος κάτι ἐμπράκτως ἀπό σε. Ἀλλὰ ζητεῖ ἐκεῖνος ἀπὸ σὲ κάτι περισσότερον ἀπὸ ὅσα ἔχεις; Δεῖξε μὲ ὅσα ἔχεις ὅτι καὶ ἂν εἶχες περισσότερα, θὰ τοῦ παρεῖχες· «εἰ γὰρ τὸ θέλειν παράκειται» (ἂν ὑπάρχη θέλησις) λέγει ὁ Παῦλος «ἐξ ὧν ἔχει τὶς εὐπρόσδεκτος, οὐκ ἐξ ὧν οὐκ ἔχει». Θέλεις νὰ ἀγαπᾶσαι ἀπὸ ὅλους, νὰ ἀξιώνεσαι συγγνώμης καὶ θεωρεῖς βαρὺ καὶ ἀνυπόφορόν το νὰ κατακρίνεσαι καὶ μάλιστα ἐνῶ ἑπταισες καὶ λίγο; Ἀγάπα τότε καὶ σὺ τοὺς πάντες, νὰ εἶσαι συγχωρητικός, ἄπεχε ἀπὸ τὴν κατάκρισι, βλέποντας κάθε ἄνθρωπον σὰν τὸν ἐαυτόν σου καὶ ἔτσι νὰ ἀποφασίζης καὶ νὰ ἐνεργῆς, μὲ αὐτὴν τὴν διάθεσι. «Τοῦτο γὰρ ἔστι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ» λέγει ὁ κορυφαῖος των Ἀποστόλων Πέτρος, «ἀγαθοποιοῦντας φιμοῦν (νὰ φιμώνουμε) τὴν τῶν ἀφρόνων ἀνθρώπων ἀγνωσίαν», ἐκείνων δηλαδὴ ποὺ μᾶς ἐχθρεύονται ματαίως καὶ δὲν θέλουν νὰ δώσουν σὲ ἄλλους ἐκεῖνα ποὺ ἐπιθυμοῦν αὐτοὶ νὰ λαμβάνουν ἀπὸ ἄλλους. Πράγματι πὼς δὲν εἶναι ἄφρων ὅποιος, ἐνῶ ἀνήκουμε ὅλοι στὴν ἰδία φύσιν αὐτὸς δὲν ἀντιμετωπίζει τὸ θέμα μὲ τὸν ἴδιον τρόπον, οὔτε ἀποδίδει τὴν ἰδίαν κρίσι, μολονότι ἐνυπάρχουν σ΄ ἐμᾶς φυσικῶς καὶ ἡ κρίσις αὐτὴ καὶ ἡ θέλησις; Διότι στὸ νὰ θέλωμε νὰ ἀγαπώμεθα καὶ νὰ εὐεργετούμεθα ἀπὸ ὅλους, ὅπως καὶ ἀπὸ τὸν ἐαυτόν μας, εἴμεθα ὅλοι αὐτοκίνητοι. Ἑπομένως καὶ τὸ νὰ θέλωμε νὰ ἀγαθοποιοῦμε καὶ νὰ ἔχωμε καλὴν διάθεσι πρὸς ὅλους, ὅπως καὶ πρὸς τοὺς ἑαυτούς μας, εἶναι ἔμφυτο σ΄ ἐμᾶς, ἐπειδὴ ὅλοι ἔχουμε γίνει κὰτ΄ εἰκόνα τοῦ ἀγαθοῦ. Ἀλλὰ ὅταν εἰσῆλθε μέσα μας καὶ ἐπληθύνθη ἡ ἁμαρτία, τὴν μὲν πρὸς τὸν ἐαυτὸν μᾶς ἀγάπη δὲν τὴν ἔσβεσε, ἀφοῦ σὲ τίποτε δὲν τῆς ἐναντιώνεται, ἐνῶ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην, ὡς κορυφὴν τῶν ἀρετῶν τὴν κατέψυξε, τὴν ἠλλοίωσε καὶ τὴν ἀχρήστευσεν. Ὅθεν αὐτὸς ποὺ ἀνακαινίζει τὴν φύσι μας καὶ τὴν ἀνακαλεῖ πρὸς τὴν χάριν τῆς εἰκόνος της, δίδοντας τοὺς ἰδικοὺς τοῦ νόμους κατὰ τὸ προφητικόν, στὶς καρδίες μας, λέγει «καθὼς θέλετε ἴνα ποιῶσιν ὑμὶν οἱ ἄνθρωποι καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» καὶ «εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπώντας ὑμᾶς, ποία ὑμὶν χάρις ἐστι; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοῦτο ποιούσι· καὶ ἐὰν δανείζητε πὰρ΄ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμὶν χάρις ἐστι; Καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν, ἴνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα».
Ἁμαρτωλοὺς ἐδῶ ὀνομάζει ὅσους δὲν φέρουν τὸ ὄνομά του καὶ ὅσους δὲν πολιτεύονται σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιόν του· τοὺς ἀπεκάλεσε ὅλους αὐτοὺς μὲ ἕνα ὄνομα δεικνύοντας μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὅτι δὲν προκύπτει κανένα ὄφελος ἀπὸ τὸ νὰ λεγώμεθα χριστιανοί, ἐὰν μὲ τὰ ἔργα μας δὲν διαφέρωμε ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς. Ὅπως δηλαδὴ ἔλεγεν ὁ μέγας Παῦλος πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ὅτι «περιτομὴ ὠφελεῖ, ἐα νόμον πράττης· ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ἧς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν»· ἔτσι καὶ τώρα ὁ Χριστὸς λέγει σ΄ ἐμᾶς διὰ τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι σὲ σᾶς τοὺς ἰδικούς μου θὰ ὑπάρχη ἡ χάρις ποὺ ἑνώνει μὲ ἐμέ, ἐὰν τηρῆτε τὶς ἐντολές μου· ἐὰν ὅμως πράττετε τὰ ἔργα τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τίποτε περισσότερον, ἀγαπᾶτε δηλαδὴ αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἀγαποῦν καὶ εὐεργετῆτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς εὐεργετοῦν, δὲν θὰ ἀποκτήσετε ἀπὸ αὐτὰ καμμίαν παρρησία πρὸς ἐμέ. Καὶ δὲν τὰ λέγει αὐτὰ ἀποτρέποντάς μας ἀπὸ τὸ νὰ ἀγαποῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγαποῦν καὶ ἀπὸ τὸ νὰ εὐεργετοῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς εὐεργετοῦν, καὶ ἀπὸ τὸ νὰ δανείζωμε σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι πρόκειται νὰ μᾶς τὰ ἐπιστρέψουν· ἀλλὰ φανερώνει ὅτι τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἔχει μισθόν, ἐπειδὴ λαμβάνει ἐδῶ τὴν ἀνταπόδοσι, καὶ δὲν φέρνει καμμίαν χάρι στὴν ψυχὴν οὔτε τὴν καθαρίζει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ἡ ὁποία τὴν ἔχει κηλιδώσει. Δὲν προξενοῦν λοιπὸν αὐτά, ὅταν ὑπάρχουν, κανένα κέρδος, καμμίαν ἰδιαιτέραν χάρι στὴν ψυχὴν ὡς αἰωνίαν ἀνταπόδοσιν, ὅταν ὅμως ἀπουσιάζουν προξενοῦν πολλὴν κατάκρισιν καὶ ζημίαν. Διότι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἀνταγαποῦν οὔτε ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀγαποῦν καὶ τοὺς φροντίζουν, εἶναι χειρότεροι καὶ ἀπὸ τοὺς τελῶνες καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς· ἐκεῖνοι δὲ ποὺ μὲ ἔργα καὶ λόγους τοὺς ἀνταμείβουν μὲ τὰ ἀντίθετα πόσον περισσότερο κατακρίνονται; Τοιοῦτοι εἶναι καὶ ὅσοι ἀφηνιάζουν πρὸς τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλεως, μολονότι ἐκεῖνοι καθημερινῶς καταβάλλουν γὶ΄ αὐτοὺς σημαντικὲς φροντίδες, ὅσοι δὲν ἀποδίδουν τὴν εὔνοιαν ποὺ ἁρμόζει στοὺς βασιλεῖες οἱ ὁποῖοι ἐτάχθησαν ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅσοι δὲν ταπεινώνονται κάτω ἀπὸ τὴν κραταιὰν χείρα τοῦ Θεοῦ, ἂλλ΄ ἀπειθοῦν στὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀγανακτοῦν ματαίως κατὰ τῶν προστατῶν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα τὴν στιγμὴ ποὺ ἐκεῖνοι καταβάλλουν τόσην προσπάθεια γιὰ τὸ καλό τους καὶ θέλουν καὶ εὔχονται καὶ πράττουν μὲ ὅλην τους τὴν δύναμι κάθε ἀγαθὸν καὶ ὠφέλιμο γὶ΄ αὐτούς.
Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν δανείζουν στοὺς ὑποσχομένους νὰ ἀνταποδώσουν τὰ ἴσα καὶ ἐγκαίρως, ἀλλὰ ἀπαιτοῦν τόκους καὶ μάλιστα βαρεῖς καὶ χωρὶς αὐτοὺς οὔτε καν νὰ ἐμφανισθῆ ἐπιτρέπουν ὁ κῆνσος καὶ τὸ ἀργύριον, εἶναι σχεδὸν ἄνομοι καὶ χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ οὔτε στὸν παλαιὸ νόμο πείθονται οὔτε στὴν νέαν Διαθήκην. Ἀπὸ αὐτὰ ἡ μὲν Διαθήκη μᾶς προτρέπει νὰ δανείζωμε καὶ σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ μᾶς ἐπιστρέψουν τὸ δάνειον, ὁ δὲ παλαιὸς νόμος λέγει «οὐκ ἐκτοκιεῖς (τοκίσης) τὸ ἀργύριόν σου» καὶ ἐπαινεῖ αὐτὸν ποὺ δὲν δίδει τὰ χρήματά του μὲ τόκον· ἐπίσης συνιστᾶ νὰ ἀποφεύγωμε τὴν πόλι, στὶς πλατεῖες τῆς ὁποίας, δηλαδὴ φανερά, συνάπτονται δάνεια μὲ τόκον καὶ δόλον. Βλέπετε ὅτι ὁ τοκογλύφος ἀφαιρεῖ ὄχι μόνον τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ καὶ τῆς πολιτείας τὴν δόξα, διότι τῆς προσάπτει κατηγορίαν ἀπανθρωπίας, καὶ τὴν ἀδικεῖ ὁλοκληρωτικὰ καὶ σοβαρά; Διότι ἐνῶ εἶναι ἰδικὸς τῆς πολίτης καὶ ὅσα ἔχει τὰ ἀπέκτησε ἀπὸ αὐτήν, δὲν τὰ χρησιμοποιεῖ πρὸς ὄφελός της. Σ΄ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν δὲν θέλει νὰ δανείζη, ἐνῶ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν, ἀλλὰ ὀλίγα, δίδει μὲ τόκον, ὥστε μαζὶ μὲ τὸ ἐπάγγελμά τους νὰ τοὺς ἀφαιρέση καὶ ἐκεῖνα τὰ ὀλίγα ποὺ ἔχουν. Γὶ΄ αὐτὸ προφανῶς καὶ ὁ Προφήτης συνάπτει τὸν τόκον μὲ τὸν δόλον, λέγοντας «ἐμάκρυνα φυγαδεύων καὶ ηὐλίσθην ἐν τῇ ἐρήμω ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει, καὶ οὐκ ἐξέλιπεν ἐν τῶν πλατειῶν αὐτῆς τόκος καὶ δόλος».
Σπεύδει λοιπὸν νὰ πλουτίση ὁ τοκιστὴς ὄχι τόσον μὲ χρήματα ὅσον μὲ ἁμαρτήματα, καταστρέφοντας ἔτσι καὶ τὴν περιουσία τοῦ δανειστοῦ καὶ τὴν ἰδικὴν τοῦ ψυχήν. Διότι οἱ τόκοι εἶναι σὰν γεννήματα ἐχιδνῶν, τὰ ὁποῖα φωλιάζουν στοὺς κόλπους τῶν φιλαργύρων καὶ προδηλώνουν ὅτι δὲν θὰ διαφύγουν τοὺς ἀκοιμήτους σκώληκες ποὺ ἀπειλοῦνται γιὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα. Ἐὰν δὲ κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς λέγη ὅτι, ἀφοῦ δὲν μοῦ ἐπιτρέπης νὰ λαμβάνω τόκους, θὰ κρατήσω κοντά μου τὸ ἀργύριον πού μου περισσεύει καὶ δὲν θὰ τὸ διαθέσω σὲ ὅσους χρειάζονται δανεικά, αὐτὸς ἃς γνωρίζη ὅτι ἔχει μέσα του τὶς μητέρες τῶν ἐχιδνῶν, οἱ ὁποῖες θὰ τοῦ γίνουν μητέρες καὶ τῶν ἀκοιμήτων ἐκείνων σκωλήκων.
Γὶ΄ αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς λόγους ὁ Κύριος, θέλοντας μὲ κάθε τρόπον νὰ μᾶς ἀπομακρύνη ἀπὸ ὅλα τα κακά, παραγγέλλει νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ ἀγαθοποιοῦμε καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ νὰ δανείζωμε σ΄ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν νὰ μᾶς ἀνταποδώσουν, χωρὶς νὰ ἀποβλέπωμε σὲ τίποτε· διότι, λέγει «ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ Ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστὸς ἐστὶν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς». Μὴ νομίζης, λέγει, ὅτι ἐπειδὴ ἀγαθοποιεῖς αὐτοὺς πού σου φέρονται ἄσχημα καὶ δίδεις σ΄ ἐκείνους ποὺ δὲν ἀνταποδίδουν, θὰ χάσης τὰ ἰδικά σου· διότι τώρα εἶναι καιρὸς σπορᾶς καὶ ἀγαθοεργίας, ὁ δὲ καιρὸς τοῦ καταλλήλου θερισμοῦ εἶναι ὁ μέλλων αἰών. Μὴν ἀπελπισθῆς λοιπὸν γιὰ τὸν χρόνον ποὺ ἔχει ὁρισθῆ μεταξὺ σπορᾶς καὶ θερισμοῦ, ἀλλὰ γνώριζε ὅτι θὰ συγκομίσης τὰ ἀγαθά σου πολλαπλάσια, ὅπως ἀπεναντίας καὶ οἱ ἐδῶ κακοποιοῦντες θὰ συγκομίσουν τὰ κακὰ ποὺ τοὺς ἁρμόζουν. Διότι ὅτι σπείρει κανεὶς ἐδῶ, τὰ ἀνάλογα θὰ θερίση ἐκεῖ, ἀλλὰ μὲ μεγάλην προσθήκη.
Ἐὰν λοιπὸν ἐδῶ ὁμοιώσης τὸν ἑαυτό σου διὰ τῶν ἔργων μὲ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποδείξης ὅτι εἶσαι καλὸς μὲ ὅλους, ὅπως καὶ ἐκεῖνος εἶναι πρὸς ὅλους ἀγαθός, θὰ λάβης ἐκεῖ μὲ ἐπαύξησι τὴν πρὸς αὐτὸν ὁμοίωσι, περιλαμπόμενος μὲ τὸ φῶς τῆς δόξης τοῦ Ὑψίστου καὶ συζῶν αἰωνίως μὲ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι «ὁ Θεὸς ἐν μέσω θεῶν», καὶ θὰ διαμοιράζη τὰ ἀξιώματα τῆς ἀϊδίου μακαριότητος· διότι αὐτὸ ἐδήλωσε μὲ τὴν προσθήκη «καὶ ἔσεσθε υἱοὶ Ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστὸς ἐστὶν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς». Πράγματι, γὶ΄ αὐτὸ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ ἔκλινεν οὐρανοὺς κατῆλθε στὴν γῆ καὶ ἔγινεν υἱὸς ἀνθρώπου καὶ εἶπε καὶ ἔπραξε ὅλα αὐτά, καὶ τέλος ἀφοῦ ἐπαθεν ἀπέθανεν ὑπὲρ ἠμῶν καὶ ἀνέστη καὶ ἀνῆλθε πάλι στοὺς οὐρανοὺς γιὰ νὰ μᾶς κάνη οὐρανίους καὶ ἀθανάτους καὶ υἱοὺς Θεοῦ. Ὥστε αὐτὰ ποὺ ἀπαιτεῖ τώρα ἀπὸ ἐμᾶς, τὸ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἐχθρούς, νὰ ἀγαθοποιοῦμε, νὰ δανείζωμε σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν νὰ μᾶς ἀνταποδώσουν, δὲν εἶναι μόνον ὀφειλόμενα καὶ συμφέροντα γιὰ μᾶς, ὅπως προαπεδείχθη, ἀλλὰ καὶ μικρὰ εἶναι συγκρινόμενα μὲ ὅσα δίδονται ἀπὸ ἐκεῖνον. Διότι αὐτὸς μὲν ἔδωσε τὸν ἐαυτὸν τοῦ ὑπὲρ ἠμῶν οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δὲν εἴχαμε τίποτε νὰ τοῦ ἀνταποδώσουμε, ἀλλὰ καὶ εἴχαμε φανῆ μὲ πολλοὺς τρόπους ἀχάριστοι καὶ πονηροὶ προηγουμένως· ἐμᾶς ὅμως μᾶς προτρέπει νὰ δανείζωμε ἀπὸ τὸ περίσσευμα καὶ νὰ ἀγαθοποιοῦμε ἀπὸ ὅσα ἔχουμε στὴν διάθεσί μας. Ποία καὶ πόσα; Καὶ γιὰ αὐτὰ ἀκόμη τὰ μικρά μας ἀνταποδίδει τὴν πρὸς αὐτὸν ὁμοιότητα καὶ τὴν ὑψίστην υἱοθεσία καὶ τοὺς οὐρανίους μισθούς, λέγοντας «γίνεσθε οἰκτίρμονες ὅτι καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς οἰκτίρμων ἐστι». Μὲθ΄ οὐ αὐτῶ πρέπει δόξα σὺν ἁγίω Πνεύματι εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Πηγή: Ι. Μ. Σάμου)