(30 Σεπτεμβρίου)
Ὁ ἱερομάρτυς Γρηγόριος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ἦταν Πάρθος κατὰ τὴν ἐθνικότητα, γιὸς τοῦ Ἀνὰκ καὶ συγγενής του βασιλιὰ τῆς Ἀρμενίας Κουσαρῶ. Συλληφθεῖς ὁ Ἅγιος, ὡς χριστιανός, ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Τιριδάτη, ὑπέστη πολλὲς τιμωρίες καὶ βασανιστήρια. Ἀργότερα δὲ ὁ Τιριδάτης ἔμαθε ὅτι ὁ Γρηγόριος ἦταν καὶ γιὸς τοῦ Ἀνὰκ τοῦ Πάρθου, ποὺ εἶχε δολοφονήσει τὸν πατέρα του, τὸ βασιλιὰ Κουσαρῶ. Μετὰ ἀπὸ τὴν πληροφορία αὐτή, ὁ Τιριδάτης ἔδεσε χειροπόδαρα τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ἔριξε σ’ ἕναν βαθὺ λάκκο, στὴν πόλη Ἀρταξά. Ὁ λάκκος δὲ ἐκεῖνος ἦταν γεμάτος ἄγρια θηρία καὶ δηλητηριώδη ἑρπετά.
Ἐκεῖ λοιπόν, στὸν λάκκο ἐκεῖνο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος πέρασε δεκαπέντε ὁλόκληρα ἔτη, τρεφόμενος μὲ λίγο ψωμί, ποὺ τοῦ πήγαινε κρυφὰ μιὰ εὐσεβὴς χήρα γυναίκα.
Συνέβη δὲ τότε ὁ βασιλιὰς Τιριδάτης νὰ παραφρονήσει· καὶ μάλιστα τόσο πολύ, ποὺ κατέτρωγε τὶς σάρκες του κι ἔβοσκε (!) στὰ ὅρη μαζὶ μὲ τοὺς χοίρους. Τότε λοιπὸν ἡ ἀδελφή του Τιριδάτη, ἡ Κουσαροδούκτα, εἶδε ἕνα ὄνειρο καὶ ἄκουσε μιὰ φωνή, ποὺ τῆς εἶπε τὸ ἕξης: «Ὅσον καιρὸ βρίσκεται μέσα στὸ λάκκο ὁ Γρηγόριος καὶ δὲν τὸν βγάζετε ἀπὸ ἐκεῖ, ὁ Τιριδάτης δὲν πρόκειται νὰ γίνει καλά».
Οἱ ἄρχοντες ἔβγαλαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο ἀπὸ τὸ λάκκο — σημειωτέον ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε πάθει οὔτε τὴν παραμικρὴ βλάβη, ὄντας ἐπὶ δεκαπέντε ἔτη ἀνάμεσα στὰ σαρκοβόρα θηρία καὶ στὰ δηλητηριώδη ἐρπετὰ— καὶ τὸν προσκύνησαν. Ὁ δὲ ἅγιος θεράπευσε τὸν Τιριδάτη καὶ ἀκολούθως ἐβάπτισε καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ πλῆθος λαοῦ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, διακρινόμενος γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ τὴ θερμουργὸ πίστη του στὸ Χριστό, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπός της Μεγάλης Ἀρμενίας καί, ἀφοῦ διέδωσε τὸ φῶς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ στοὺς Ἀρμενίους καὶ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία τῆς χώρας ἐκείνης, καθὼς ἐπίσης καὶ ἄλλων χωρῶν, ἐξεδήμησε ἐν εἰρήνη πρὸς Κύριον στὶς 30 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 325 μ.Χ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἐπονομάζεται ἀπὸ τοὺς Ἀρμένιους Ἀουσάβοριτς, ἤτοι Φωτιστῆς, διότι τοὺς ὁδήγησε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ βάπτισε πολλὲς χιλιάδες ἀπ’ αὐτούς. Κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ὁ θεῖος Γρηγόριος βάπτισε στὸν Εὐφράτη ποταμὸ τὸν Τιριδάτη καὶ πολλοὺς Ἀρμενίους, Ἀσσυρίους καὶ Πέρσες, συνολικὰ ὑπὲρ τὰ τέσσερα ἑκατομμύρια. Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος ἐπρόκειτο νὰ ἀναχωρήσει στὴν ἔρημο, χάριν ἡσυχίας, χειροτόνησε τρεῖς ἐπισκόπους σὲ ἀντικατάστασή του, ἤτοι τὸν Ὀλβιανό, τὸν Εὐθάλιο καὶ τὸν Βάσσο. Στὶς ἄλλες χῶρες καὶ ἔθνη κατέστησε αὐτὸς ὁ ἴδιος τετρακοσίους καὶ πλέον ἐπισκόπους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ἐπίσκοπος καὶ φωτιστῆς τῆς Ἀρμενίας, ἔχτισε τρεῖς ἱεροὺς Ναοὺς πρὸς τιμὴν τῆς ἁγίας μάρτυρος Γαϊανῆς καὶ τῶν ἄλλων παρθένων. Καὶ βέβαια ἀπὸ τότε καὶ ἑξῆς χτίστηκαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι τέτοιοι Ναοὶ σὲ διάφορα μέρη τῆς Ἀρμενίας.
(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου-Φιλολόγου-Λυκειάρχου, Μὲ τοὺς Ἁγίους μας, Σεπτέμβριος, ἔκδ. Ἀποστ. Διακονία, σ.223-224, 226)
Ἡ Κάρα καὶ ἡ ἀριστερὰ χείρα του Αγίου βρίσκονται στη Μονὴ Μέγ. Λαύρας Αγιου Ὅρους.
Ἡ δεξιὰ του Αγίου βρίσκεται στὸ Ἀρμενικὸ Πατριαρχεῖο του Εστμιατζίν Αρμενιας.
Ἀποτμῆμα τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου βρίσκεται στὴ Μονὴ Παναγίας Σπηλιανῆς Νυσίρου.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!