Τὴ Κ΄ (20η) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ καὶ τῆς συνοδείας αὐτοῦ, ΘΕΟΠΙΣΤΗΣ τῆς αὐτοῦ συζύγου, ΑΓΑΠΙΟΥ τε καὶ ΘΕΟΠΙΣΤΟΥ τῶν υἱῶν αὐτῶν.
Εὐστάθιον βοὺς παγγενὴ χαλκοὺς φλέγει,
Καὶ παγγένη σὺ τοῦ Θεοῦ σώζεις, Λόγε.
Εἰκάδι Εὐστάθιος γενεὴ ἅμα ἐν βοΐ καύθη.
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ὁ καλλίνικος τοῦ Χριστοῦ Μεγαλομάρτυς ἦτο Στρατηλάτης ἐν Ρώμη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ τοῦ ἐν Ρώμη βασιλεύσαντος κατὰ τὸ ἔτος 98 μ.Χ. Ἦτο δὲ οὗτος ὀνομαστὸς καὶ περιφανέστατος διὰ τὰς ἐπιτυχεῖς νίκας τοῦ ἐν πολέμοις καὶ διὰ τὰ ἔξοχα καὶ μεγάλα ἀνδραγαθήματά του. Καὶ πλοῦτον δὲ εἶχεν οὐκ ὀλίγον καὶ ἐξ εὐγενῶν κατήγετο γονέων, καὶ ἀνδρειότατος ἦτο καὶ πολὺ ἐμβριθὴς εἰς τὰς σκέψεις καὶ πράξεις του. Ὠνομάζετο δὲ Πλακίδας πρὶν βαπτισθῆ καὶ γίνη ὀπαδὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλ’ ἐκτός των στρατιωτικῶν προτερημάτων τοῦ εἶχε καὶ πολλᾶς ἄλλας ἀρετᾶς: ἦτο ἐγκρατὴς εἰς τὰς ὀρέξεις καὶ ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, σώφρων, φιλοδίκαιος, φιλελεήμων καὶ μὲ ἕναν λόγον ἐνάρετος. Εἶχε δύο ἄρρενα τέκνα, τὰ ὁποῖα καθ’ ὅλα ὠμοίαζον μὲ αὐτόν, καὶ εἰς τὰ σωματικὰ καὶ εἰς τὰ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ ἡ σύζυγός του δέ, ἥτις ὠνομάζετο Τατιανή, εἰς ὄλας τὰς ἐνάρετους πράξεις ὠμοίαζε πρὸς αὐτόν. Ἐν καιρῶ δὲ εἰρήνης, ἴνα μὴ μένη ὁ στρατὸς ἄεργος καὶ συνηθίζη εἰς τὴν ἀνανδρίαν καὶ ὀκνηρίαν, ἐγύμναζε τοὺς στρατιώτας εἰς τὸ κυνήγιον διαφόρων ζώων, συναγωνιζόμενος ὁ ἴδιος μετ’ αὐτῶν καὶ διαγωνιζόμενος περὶ τὴν κυνηγετικὴν τέχνην.
Ἐνῶ λοιπὸν ἡμέραν τινὰ κατεγίνετο εἰς ἐν δάσος περὶ τὸ κυνήγιον, βλέπει μακρόθεν μίαν ἔλαφον μεγαλόσωμον, ἡ ὁποία φεύγουσα ἔστρεφε καὶ τὸν παρετήρει εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁ δὲ Ἅγιος, ἰδὼν αὐτήν, ὤρμησεν ἔφιππος κατ’ αὐτῆς νὰ τὴν φθάση, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη νὰ τὴν πλησιάση. Ἔτρεξαν δὲ τότε καὶ ἄλλοι τινὲς εἰς βοήθειάν του, πλὴν καὶ τούτων οἱ ἵπποι ἀπέκαμον, αὐτοὶ δὲ ἀπελπισθέντες πλέον νὰ τὴν φθάσωσιν, ἐστάθησαν. Μόνος δὲ ὁ Ἅγιος, χωρὶς νὰ ἀγανακτήση διὰ τοῦτο, ἐξηκολούθει νὰ τὴν κυνηγᾶ, ἕως οὐ κάθιδρως καὶ αὐτὸς καὶ ὁ ἵππος τοῦ ἔφθασαν εἰς μέγα χάσμα τῆς γῆς καὶ ἡ μὲν ἔλαφος, πηδήσασα τὸ χάσμα, ἐστάθη ἀντίκρυ καὶ τὸν ἔβλεπεν, ὁ δὲ ἵππος τοῦ Ἁγίου ἦτο τῶν ἀδυνάτων νὰ τὸ πηδήση διὰ τοῦτο παρετήρει ὁ Ἅγιος νὰ εὔρη κανὲν μέρος κατάλληλο, ἴνα διέλθη τὸ χάσμα. Αἴφνης στραφεῖς βλέπει ὅτι ἐν τῷ μέσω τῶν κεράτων τῆς ἐλάφου ὑπῆρχε σταυρὸς λαμπερότερος τοῦ ἡλίου, φέρων τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, ἄκουσε δὲ καὶ φωνὴ ἐκεῖθεν λέγουσα: «Γιατί, ὢ Πλακίδα, μὲ διώκεις; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖον δὲν ξέρεις καὶ τιμᾶς μὲ τὰ ἔργα σου, καὶ διὰ σὲ ἐφάνην ἐπάνω εἰς τοῦτο τὸ ζῶον. Αἳ ἐλεημοσύναι καὶ οἱ καλοσύναι, τὶς ὁποίας κάμνεις εἰς τοὺς πτωχούς, πάντοτε εἶναι ἐνώπιόν μου, διὸ ἦλθον ἐγὼ ἐνώπιόν σου, νὰ σὲ συλλάβω μὲ τὰ δίκτυα τῆς φιλανθρωπίας μου. Δὲν εἶναι δίκαιον, ἄνθρωπος ὡς σὺ καλὸς νὰ μὴ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ λατρεύει τὰ κωφὰ καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα. Ἐγώ, διὰ νὰ σώσω τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἔλαβον ἀνθρώπου μορφὴ καὶ ἦλθα εἰς τοῦτο τὸν κόσμο».
Ὁ Ἅγιος ἀκούσας τους λόγους τούτους ἐπεσεν ἀπὸ τοῦ ἵππου τοῦ εἰς τὴν γῆν ἐκ τοῦ φόβου καὶ τοῦ τρόμου, ἀλλὰ μετὰ ἱκανὴν ὥραν ἦλθεν εἰς ἐαυτὸν καὶ ἐσηκώθη, παρατηρῶν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ νὰ δὴ ποῖος τὸν ὠμίλει ἐπειδὴ δὲ κανένα δὲν ἔβλεπε, φώναξε μεγαλοφώνως. «Τίνος εἶναι ἡ φωνὴ τὴν ὁποίαν ἀκούω; Ποῖος εἶσαι σύ, ὁ ὁποῖος μου μιλεῖ; Φανέρωσε μοὶ ποῖος εἶσαι, διὰ νὰ πιστεύσω εἴς σέ». Τότε λέγει ὁ Κύριος εἰς αὐτόν: «Μάθε, Πλακίδα, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ὅστις ἔκτισα τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ ἐχώρισαν τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκότος, ὅστις ἔκαμα τὸν ἥλιο νὰ λάμπει τὴν ἡμέραν καὶ τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας νὰ φέγγουν τὴν νύκτα, ὅστις ἔκαμα τὰς ἡμέρας καὶ τὶς νύκτες, τοὺς μήνας καὶ τὰ ἔτη, ὅστις ἔπλασα τὸν ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μηδενός, ὅστις πρὸς σωτηρία αὐτοῦ ἦλθον μετὰ ταῦτα εἰς τὴν γῆ ὡς ἄνθρωπος, καὶ ἐσταυρώθην καὶ ἐτάφη καὶ τὴ τρίτη ἡμέρα ἀνέστη ἐκ νεκρῶν».
Εὐθὺς μόλις ἄκουσεν ὁ Ἅγιος τους λόγους τούτους, ἔπεσε πάλιν κατὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆ καὶ εἶπε: «Πιστεύω, Κύριε, ὅτι σὺ εἶσαι o κτίστης καὶ δημιουργός του κόσμου, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, καὶ κανεὶς ἄλλος. Ὁ δὲ Κύριος λέγει τότε πρὸς αὐτόν: «Ἐὰν πιστεύεις εἰς ἐμέ, ὕπαγε νὰ εὕρης τὸν Ἀρχιερέα τῆς πατρίδος σου, νὰ σὲ βαπτίση καθὼς βαπτίζει καὶ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς». Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπε: «Κύριε! δύναμαι νὰ εἴπω τοὺς λόγους τούτους καὶ εἰς τὴν γυναίκα μου καὶ τὰ τέκνα μου, διὰ νὰ πιστεύσουν καὶ αὐτὰ εἴς σέ;» Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος «Μάλιστα, εἶπε τὰ ὅλα καταλεπτῶς καὶ ἀφοῦ βαπτισθῆτε καὶ καθαρισθῆτε ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας σας, ἔλα πάλιν ἐδῶ νὰ σοῦ φανερώσω τί μέλλει μετὰ ταῦτα νὰ σοῦ συμβῆ».
Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε ταῦτα, ἡ ἔλαφος ἔγινε ἄφαντος, ὁ δὲ Ἅγιος ἰππεύσας ἐπέστρεψε πρὸς τοὺς στρατιώτας του, τὸ δ’ ἑσπέρας, ἀφοὺ ἐδείπνησε μὲ τὴν γυναίκα καὶ τὰ τέκνα τοῦ εἰς τὴν οἰκίαν, λέγει προς αὐτήν: «Ἐγὼ σήμερον, ἠγαπημένη μου γύναι, κυνηγῶν μίαν ἔλαφον εἰς τὸ δάσος, εἶδον τὸν Χριστὸν ἐσταυρωμένον ἐν τῷ μέσω τῶν κεράτων της, καὶ μοῦ εἶπε λόγια, τὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ νὰ εἰπῆ ἄνθρωπος». Ἐκείνη δὲ εἶπεν εἰς αὐτόν: «Κύριέ μου, εἶδες τὸν Θεὸν τὸν ὁποῖον πιστεύουν οἱ Χριστιανοί; Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός. Αὐτὸς θὰ σώση καί μας καὶ τὰ τέκνα μας. Αὐτὸν εἶδον καὶ ἐγὼ χθὲς τὴν νύκτα καὶ μοῦ εἶπε ταῦτα τὰ λόγια: «Αὔριον νὰ ἔλθητε εἰς ἐμέ, σὺ καὶ ὁ σύζυγός σου καὶ τὰ τέκνα σας, νὰ γνωρίσητε ὅτι ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ἀληθινός». Ἐπειδὴ δὲ ἐφάνη καὶ εἰς σὲ εἰς σχῆμα ἐλάφου, ἔλα νὰ ὑπάγωμεν αὐτὴν τὴν νύκτα εἰς τὸν Ἀρχιερέα τῶν Χριστιανῶν νὰ μᾶς βαπτίση, διότι μὲ τὸ βάπτισμα τοῦτο σώζονται οἱ Χριστιανοί». Ἅγιος ἀπεκρίθη: «Αὐτὰ τὰ ἴδια εἶπε καὶ εἰς ἐμὲ ὁ Χριστός, νὰ βαπτισθῶμεν δηλαδή».
Ἀφοῦ ἀποφάσισαν νὰ πράξωσι τοῦτο, ἐξηκολούθησαν νὰ συνομιλῶσιν ἕως τοῦ μεσονυκτίου τότε δὲ ἐπῆραν τὰ δύο τέκνα των καὶ τίνας ὑπηρέτας των,καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἀφήσαντες δὲ ἔξω τους ὑπηρέτας ἐμβήκαν ἐκεῖνοι καὶ εὗρον τὸν Ἀρχιερέα, πρὸς τὸν ὁποῖον, ἀφοῦ ἐφανέρωσαν τὸ ὅραμά των, εἶπον ὅτι ἐπεθύμουν νὰ βαπτισθῶσιν ἐκεῖνος δέ, εὐχαριστήσας τὸν Θεόν, τὸν θέλοντα τὴν σωτηρίαν παντὸς ἀνθρώπου, τοὺς ἐβάπτισεν ὅλους εἰς, τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὸν μὲν Πλακίδαν ὠνόμασεν Εὐστάθιον, τὴν δὲ γυναίκα τοῦ Τατιανὴν ὠνόμασε Θεοπίστην, τὰ δὲ τέκνα των, τὸ μὲν μεγαλύτερον ὠνόμασεν Ἀγάπιον, τὸ δὲ μικρότερον ὠνομασε Θεοπιστὸν εἴτα τοὺς ἐκοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια καὶ τοὺς ηὐχήθη νὰ εἶναι μετ’ αὐτῶν ὁ Χριστός, καὶ νὰ τὸν ἀξιώση τῆς αἰωνίου του Βασιλείαc, τοῦτον δὲ γενομένου ἐπέστρεψαν εἰς τὴν oικίαν των.
Τὴν δὲ πρωΐαν, παραλαβῶν ὁ Εὐστάθιος στρατιώτας τινὰς ἐπῆγε πάλιν εἰς τὸ ἴδιον μέρος καὶ ἐκείνους μὲν διέταξε νὰ καταγίνωνται εἰς τὸ κυνήγιον, αὐτὸς δέ, προφασιζόμενος ὅτι ἤθελε νὰ εὔρη μεγαλύτερα ζῶα, ἐπορεύθη εἰς τὸ χάσμα, ὅπου εἶχεν ἴδει τὴν ὀπτασίαν, καὶ πεσῶν πρηνὴς (προύμυτα) ἔκλαιε λέγων «Πιστεύω εἴς σέ, Χριστέ μου, διότι τώρα ἐγνώρισα ὅτι σὺ εἶσαι Θεὸς ἀληθινός, σὺ εἶσαι ὁ κτίστης πάντων των ὁρατῶν καὶ ἀοράτων κτισμάτων, καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ μοὶ φανερώσης ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα χθὲς μοὶ ὑπεσχέθης». Τότε ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου λέγουσα: «Εὐτυχὴς εἶσαι, Εὐστάθιε, δεχθεῖς τὸ Βάπτισμα καὶ κατανικήσας τὴν δύναμιν τοῦ πονηροῦ διαβόλου ἀλλὰ αὐτὸς δὲν θὰ παύση νὰ σὲ βάλλη εἰς πολλοὺς πειρασμούς, μὲ σκοπὸν νὰ σὲ ἀναγκάση νὰ βλασφημήσης καὶ ν’ ἀρνηθῆς τὴν πίστιν σου, διὰ νὰ κολασθῆς αἰωνίως. Θὰ πάθης ὅσα καὶ ὁ Ἰὼβ τὸν παλαιὸν καιρὸν ἐπαθεν, ἀλλ’ ἐπὶ τέλους θὰ νικήσης τὸν διάβολον». Ὁ δὲ Ἅγιος εἶπε δακρύων «Ἐὰν εἶναι δυνατόν, Κύριέ μου, εἰς μὴ δοκιμάσω αὐτοὺς τοὺς πειρασμούς, ἢ ἐὰν τοῦτο δὲν γίνεται, ἐνδυνάμωσε μὲ νὰ φνλάξω τὰ προστάγματά σου καὶ νὰ εἶμαι στέρεος εἰς τὴν πίστιν μου». Ἡ δὲ φωνὴ τοῦ Κυρίου εἶπεν: «Ἀνδρίζου, Εὐστάθιε, καὶ σγωνίζου ὑπὲρ τῶν καλῶν ἔργων. Ἡ χάρις μου θὰ συνοδεύη καί σε καὶ τὴν συνοδείαν σου, καὶ θὰ διαφυλάξη τὰς ψυχᾶς σας ἀπὸ τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ». Ἀφοῦ εἶπε ταῦτα ὁ Κύριος, ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἐκεῖνος δὲ ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν του, καὶ ἀνέφερεν εἰς τὴν γνναίκα τοῦ ὅσα ἤκουσεν εἰς τὸ ὅρος παρὰ τοῦ Κυρίου ὅθεν καὶ ἐδέοντο τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ δύο των λέγοντες «Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γένοιτο».
Ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὴν ὀπτασίαν καὶ τὴν βάπτισιν τοῦ Ἁγίου, ἀποθνήσκουσιν ἀπὸ λοιμικὴν ἀσθένειαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς οἰκίας του. Τότε ἠννόησεν ὅτι ἡ φθορὰ αὐτὴ ἦτο εἰς ἀπὸ τοὺς προρηθέντας ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πειρασμούς, καὶ τὸν ηὐχαρίστησε καὶ παρεκάλει καὶ τὴν γυναίκα του νὰ μὴ παραπονεθῆ τελείως εἰς τὴν χάριν του. Μετέπειτα ἔπεσε νόσος εἰς τους ἵππους καὶ τ’ ἄλλα ζῶα του, τὰ ὁποῖα ὅλα ἐψόφησαν, καὶ ὑπέφερε καὶ ταύτην τὴν καταστροφὴν ὁ Ἅγιος μετὰ πάσης ἀταραξίας. Πρὸς διασκέδασιν τῆς λύπης τοῦ ἐπῆρε μίαν των ἡμερῶν τὴν γυναίκα καὶ τὰ τέκνα του καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐξοχὴν ἀλλ’ ἐν ὢ ἔλειπον ἐκεῖ, γνωρίζοντες οἱ κλέπται ὅτι ἡ οἰκία ἦτο ἔρημος ἀπὸ ἀνθρώπους, ἐμβαίνουσιν εἰς αὐτὴν καὶ κλέπτουσιν ὅλα γενικῶς τὰ πράγματά των, οὕτως ὥστε ἔμειναν μὲ μόνα τα ροῦχα τὰ ὁποῖα ἐφόρουν καὶ ἐν ὢ πρότερον ἤσαν οἱ πλέον εὐκατάστατοι, κατόπιν τούτων ἔγιναν οἱ πλέον πτωχοὶ καὶ ἀξιοδάκρυτοι.
Οἱ εἰδωλολάτραι ἐν Ρώμη ἔτυχε τὰς ἡμέρας ἐκείνας νὰ ἔχωσι μεγάλην πανήγυριν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν οὔτε ὁ αὐτοκράτωρ οὔτε ὁ ἀρχιστράτηγος ἔπρεπε νὰ λείψωσιν. Ἐζήτησαν ὅθεν ἁπανταχοῦ τὸν Ἅγιον, ἀλλὰ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τὸν εὔρωσιν ὅθεν καὶ εἶχον ὅλοι των μεγάλην θλίψιν ἀντὶ χαρᾶς, διὰ τὲ τὴν φοβερὰν δυστυχίαν, ἡ ὁποία εἶχεν ἔλθει εἰς τὸν Ἅγιον, ἀλλὰ καὶ διότι δὲν ἤξευραν ποὺ εὐρίσκετο, ποὺ ἔφυγε καὶ τί ἔγινε. Μετὰ τὴν ἑορτὴν ἐκείνην λέγει ἡ Θεοπίστη εἰς τὸν ἄνδρα της: «Τί καθήμεθα πλέον ἐδῶ εἰς τοῦτον τὸν τόπον, καὶ εἴμειθα ὄνειδος ὅλου του κόσμου; Νὰ φύγωμεν, νὰ ὑπάγωμεν εἰς ἄλλον τόπον, ὅπου νὰ μὴ μᾶς γνωρίζωσιν». Ὁ Ἅγιος τὴν ἠρώτησε ποὺ ἐνόμιζε καλὸν vα ὑπάγωσιν. Ἐκείνη δὲ ἀπεκρίθη «Κατάλληλον τόπον νομίζω τὰ lεροσόλυμα, ὅπου λέγουσιν οἱ Χριστιανοὶ ὅτι ὑπάρχει ὁ τάφος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὁ Ἅγιος συγκατένευσεν εἰς τοῦτο καὶ ἐν καιρῶ νυκτὸς ἀνεχώρησαν μετὰ τίνας ἡμέρας εἰς τὴν Αἴγυπτον. Περιπατοῦντες δ’ ἐκεῖ ἔφθασαν εἰς μέρος παράλιον, καὶ εὕροντες πλοῖον, ἐπεβιβάσθησαν αὐτοῦ διὰ νὰ περάσωσιν ἀπέναντι.
Ὁ πλοίαρχος, ἀφοῦ ἔφθασαν εἰς τὸ ὠρισμένον μέρος, ἐπειδὴ ἄρεσεν εἰς αὐτὸν ἡ Θεοπίστη, ἡ ὁποία ἦτο πολὺ ὡραία, τοὺς ἐζήτει ναῦλον πολὺ περισσότερον ἀπὸ τὸν συνειθισμένον καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε νὰ δώση, ἐζήτει νὰ κατακρατήση τὴν γυναῖκά του ἀντὶ τοῦ ναύλου. Ὁ Ἅγιος δὲν ἐδέχετο ὅθεν διέταξεν ὁ πλοίαρχος τοὺς ναύτας νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ρίξουν εἰς τὴν θάλασσαν. Εὑρεθεῖς εἰς τοιαύτην ἀνάγκην ὁ Ἅγιος, ἀφῆκεν εἰς τὸ πλοῖον τὴν γυναίκα τοῦ κλαίουσαν καὶ θρηνοῦσαν, καὶ λαβῶν τὰ δύο του τέκνα ἐξῆλθεν εἰς τὴν ξηρὰν ὀδυρόμενος καὶ μὴ γνωρίζων ποὺ νὰ ὑπάγη. Κλαίων δὲ ἔλεγεν: «Ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ καὶ εἴς σᾶς, τέκνα μου, ὅτι τὴν μητέρα σᾶς ἐπῆρε ξένος καὶ βάρβαρος ἄνθρωπος». Περιπατῶν δὲ φθάνει εἰς τινὰ ποταμόν, καὶ ἐπειδὴ εἶχεν οὗτος πολὺ ὕδωρ καὶ τὰ παιδιὰ δὲν ἠδύναντο νὰ περάσωσιν, ἄφηκε τὸ ἐν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ, τὸ δὲ ἄλλο τὸ ἐπῆρεν εἰς τὸν ὦμον του καὶ τὸ ἐπέρασεν εἰς τὴν ἄλλην ὄχθην. Ἐνῶ δὲ ἐπέστρεφε νὰ λάβη καὶ τὸ ἄλλο καὶ εἶχε φθάσει εἰς τὸ μέσον του ποταμοῦ, βλέπει ὅτι τὸ ἐν τέκνον τοῦ ἤρπασεν εἰς λέων. Τότε γυρίζει εὐθὺς νὰ ἰδῆ τί γίνεται τὸ ἄλλο, καὶ βλέπει ὅτι καὶ ἐκεῖνο τὸ ἤρπασεν εἰς λύκος. Συνεπληρώθησαν ὅθεν ὅλα τα ἀνυπόφορα δυστυχήματα, τὰ ὁποῖα τὸ ἐν μετὰ τὸ ἄλλο ἔμελλον νὰ συμβῶσιν εἰς αὐτόν, κατὰ τὴν πρόρρησιν τοῦ Κυρίου, καὶ δὲν ἤξευρε τί νὰ κάμη: «Νὰ πέσω καὶ ἐγὼ εἰς τὸν ποταμὸν (ἔλεγε κατὰ νοῦν) νὰ πνιγῶ ἢ νὰ ὑποφέρω καὶ νὰ μὴ πράξω τὸ τρομερώτατον τοῦτο ἁμάρτημα;» H Χάρις ὅμως τοῦ Θεοῦ ἐβοήθησεν αὐτὸν νὰ τὰ ὑποφέρη ὅλα μὲ καρτερίαν καὶ γενναιότητα χωρὶς γογγυσμὸν καὶ βλασφημίας.
Μετὰ τὰ νέα αὐτὰ ἀτυχήματα, ἐξελθῶν ὁ Ἅγιος του ποταμοῦ ἐκείνου ἐκάθισεν εἰς μίαν πέτραν καὶ ἔκλαιε πικρότατα, μαδῶν τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς του καὶ λέγων «Ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ! Πὼς ἤμην καὶ πῶς τώρα κατήντησα! Ποῦ ἢ δόξα; ποῦ αἱ τιμαί, τὰς ὁποίας εἶχον; ποῦ οἱ στρατιῶται; ποῦ οἱ ἄπειροι ἄλλοι ἄνθρωποι, τοὺς ὁποίους εἶχον εἰς τὰς διαταγᾶς μου; Ἀλλά, Κύριε, μὴ παραβλέψης τὰ δάκρυά μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψης ἕως τέλους. Εἶπες, Κύριε, ὅτι θὰ πάθω ὅσα καὶ ὁ Ἰὼβ ἀλλὰ τὰ παθήματα ἐκείνου ἤσαν, ὡς ἤκουσα, ὀλιγώτερα τῶν ἰδικῶν μου. Ἐκεῖνος, ἂν καὶ ἔχασεν ὅλα του τὰ ἀγαθά, εἶχε καν ὀλίγον μέρος γῆς καὶ ἀνεπαύετο εἰς τὴν κοπρίαν, ἐγὼ ὅμως δὲν ἔχω ποὺ τὴν κεφαλήν μου νὰ κλίνω, εἶμαι ξένος εἰς μέρος ξένον. Τί νὰ κάμω; ποῦ νὰ καταφύγω; τί θὰ γίνω; Ἐκεῖνος εἶχε φίλους, οἱ ὁποῖοι τὸν παρηγοροῦν. Ἐκεῖνος, ἂν ἔχασε τὰ τέκνα του, εἶχεν ὅμως τὴν γυναίκα του, ἀλλ’ ἐμὲ ποῖος θὰ μὲ παρηγορήση; Τὴν γυναίκα μου κατεκράτησεν ἄλλος, τὰ τέκνα μου ἔφαγον τὰ θηρία. Μὴ μὲ ὀργισθῆς, Κύριε, διὰ ταῦτα μου τὰ παράπονα; ἀλλὰ δὸς μοὶ ὑπομονὴν καὶ γενναιοκαρδίαν νὰ ὑποφέρω ὡς πιστὸς ὀπαδός σου τοὺς πειρασμούς». Ἀφοῦ ἔκλαυσεν ἀρκετά, ἐσηκώθη καὶ περιπατῶν ἔφθασεν εἰς τινὰ πόλιν, Βάδησσον ὀνομαζομένην, ὅπου ἔμεινε καὶ εἰργάζετο μὲ ἡμερομίσθιον, ἄλλοτε μὲν σκάπτων τὴν γῆν, ἄλλοτε δὲ θερίζων. Ὄτε δὲ μετὰ ἐν ἔτος ἐγνώρισε καλλίτερα τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου ἐκείνου, παρεκάλεσεν αὐτοὺς καὶ τὸν διώρισαν ἀμπελοφύλακα καὶ τοῦτο τὸ ἐπιτήδευμα ἐξηκολούθησε νὰ μετέρχεται ἐπὶ ὁλόκληρα δεκαπέντε ἔτη.
Ὁ πανάγαθος ὅμως Θεὸς δὲν ἀφῆκε τοὺς δούλους του νὰ χαθοῦν, διότι πλησίον του ποταμοῦ ἐκείνου, εἰς τὸν ὁποῖον ἠρπάγησαν τὰ παιδία ὑπὸ τῶν θηρίων, ὑπῆρχον ποιμένες, οἵτινες, ἅμα εἶδον τὸν λέοντα, ἔτρεξαν εὐθὺς ὅλοι μὲ τοὺς σκύλους των καὶ κατώρθωσαν μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν βοήθειαν νὰ σώσωσι τὸ ἐν παιδίον ἀπὸ τοὺς ὀδόντας του, ἐκ τοῦ ἄλλου δὲ μέρους γεωργοί, ὡς εἶδον καὶ αὐτοὶ τὸν λύκον, ἔτρεξαν ὀπίσω του καὶ μὲ τὰς φωνᾶς τῶν ἐπέτυχον νὰ τὸν κάμουν νὰ φοβηθῆ καὶ ν’ ἀφήση καὶ τὸ ἄλλο παιδίον σῶον καὶ ἀβλαβές. Οἱ δὲ ποιμένες καὶ οἱ γεωργοὶ ἐκεῖνοι ἤσαν κάτοικοι μιᾶς πλησιοχώρου πόλεως, καὶ ἐφρόντισαν νὰ ἀναθρέψωσι τὰ παιδία οἱ ἴδιοι, ἐπειδὴ δὲν ἤξευραν τίνος ἤσαν, τὰ ὁποῖα ἐμεγάλωσαν κεχωρισμένα καὶ δὲν ἐγνωρίσθησαν μεταξύ των, ὅτι ἤσαν ἀδελφοί. Ἡ δὲ σύζυγος τοῦ Ἁγίου Θεοπίστη διεφυλάχθη ἀβλαβής, διότι εὔθυς ὡς κατεκράτησε ταύτην ὁ βάρβαρος ἐκεῖνος πλοίαρχος ἠσθένησε, κατὰ θείαν βεβαίως οἰκονομίαν, καὶ μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἐλθῶν εἰς τὴν πατρίδα τοῦ ἀπέθανε, χωρὶς νὰ δυνηθῆ νὰ ἐκπληρώση τὴν αἰσχρᾶν ἐπιθυμίαν τοῦ ὅθεν καὶ ἔμεινεν αὐτὴ ἐκεῖ ἐλευθέρα. Ἀκολούθως ἡ πόλις, εἰς τὴν ὁποίαν ἢ Θεοπίστη εὐρίσκετο, ἐπανεστάτησεν, οἱ δὲ ἐπαναστατήσαντες ἐκυρίευσαν τότε πολλᾶς πόλεις καὶ φρούρια τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.
Ὁ δὲ Τραϊανός, ἀπορῶν πὼς νὰ καταδαμάση τοὺς ἀποστάτας, ἐνεθυμήθη τὰς ἀνδραγαθίας τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου, ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο νὰ μάθη ποὺ εὐρίσκετο, οἱ δὲ στρατιῶται ἔλεγον εἰς αὐτόν: «Χωρὶς τὸν ἀρχιστράτηγον μᾶς Πλακίδαν εἰς τὸν πόλεμον δὲν πηγαίνομεν» καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ στείλη ἀνθρώπους ἐπίτηδες εἰς ὅλα τα μέρη τῆς αὐτοκρατορίας, διὰ νὰ προσπαθήσωσι νὰ τὸν εὔρωσιν. Ὅθεν ὁ Τραϊανός, δεχθεῖς τὴν πρότασίν των, ἐπεμψεν ἀνὰ δύο ἀνθρώπους εἰς ὄλας τὰς πόλεις καὶ τὰ φρούρια πρὸς ἀναζήτησιν καὶ ἀνεύρεσίν του, ἐξ ὧν δύο στρατιωτικοὶ φίλοι του Ἁγίου, ὁ μὲν εἰς Ἀντιοχος ὀνομαζόμενος, ὁ δὲ ἕτερος Ἀκάκιος, περιφερόμενοι ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἔφθασαν καὶ εἰς τὴν πόλιν Βηρυττόν, ὅπου εὐρίσκετο ὁ Ἅγιος. Τούτους ἰδὼν μακρόθεν εἰς τὸν δρόμον περιπατοῦντας καὶ γνωρίσας ἀπὸ τὴν στολὴν καὶ τὰ χαρακτηριστικά του προσώπου των, εὐθὺς ἐδάκρυσε καὶ παρεκάλει τὸν Θεόν, ὅπως εἶδε τοὺς δύο ἐκείνους φίλους του, χωρὶς νὰ τὸ ἐλπίζη, τοιουτοτρόπως νὰ ἴδη καὶ τὴν γυναίκα τοῦ τὴν Θεοπίστην λέγων: «Διότι τὰ τέκνα μου, Κύριε, γνωρίζω καλῶς ὅτι τὰ ἔφαγον τὰ θηρία, πλὴν ἀξίωσον μὲ νὰ τὰ ἴδω καν εἰς τὴν ἡμέραν τῆς ἀναστάσεως». Ἐν ὢ δὲ ἔλεγε ταῦτα, ἀκούει φωνὴν λέγουσαν: «Ἔχε θάρρος, Εὐστάθιε, διότι καὶ τὰς πρώτας τιμᾶς θὰ ξαναποκτήσης, καὶ τὴν γυναίκα σου θὰ ἴδης καὶ τὰ τέκνα σου, εἰς δὲ τὴν μέλλουσαν ζωὴν μεγαλύτερα ἀγαθὰ θὰ ἀπολαύσης καὶ θὰ ὑμνῆσαι εἰς γενεᾶς γενεῶν». Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἅγιος καὶ γενόμενος ἔμφοβος, ἐκάθισεν.
Ὅταν δὲ οἱ ἀπεσταλμένοι ἐκεῖνοι περιπατοῦντες εἰς τὴν ὁδὸν πλησίασαν, τοὺς ἐγνώρισε καλλίτερα, ἐκεῖνοι ὅμως δὲν τὸν ἐγνώρισαν διότι καὶ ἄλλα ἐνδύματα ἐφόρει καὶ ἐκ τῆς μεγάλης του λύπης ἡ ὄψις τοῦ εἶχε μεταβληθῆ πάρα πολύ. Ὅθεν οὗτοι ἅμα ἐπλησίασαν τοῦ εἶπον: «Καιρέ, ὢ φίλε». Ὁ δὲ Ἅγιος τους ἀντεχαιρέτησε καὶ τοὺς εἶπε «Χαίρετε καὶ σεῖς, ἀδελφοί μου». Εὐθὺς τότε ἐκεῖνοι τὸν ἠρώτησαν, ἂν ἐγνώριζεν εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην κανένα ξένον, ὁ ὁποῖος εἶχε σύζυγον καὶ δύο παιδία, περιέγραφον δὲ καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτῶν, εἶπον δὲ καὶ τοῦτο: «Ἐὰν τὸν ἠξεύρης καὶ μᾶς τὸν δείξης, ὅσα χρήματα καὶ ἂν μᾶς ζητήσης θὰ σοῦ δώσωμεν». Ὁ Ἅγιος τους ἠρώτησε διατὶ τὸν ἐζήτουν, ἐκεῖνοι δὲ ἀπήντησαν, ὅτι ἦτο ἄκρος φίλος των καὶ ἐπεθυμοῦν νὰ τὸν ἴδωσι, διότι πρὸ πολλοῦ ἐστεροῦντο τὴν παρουσίαν του. «Ἄνθρωπον τοιοῦτον, εἶπεν ὁ Ἅγιος, δὲν γνωρίζω κανένα ἐδῶ, ἀλλὰ καθίσατε, παρακαλῶ, ὀλίγας ἡμέρας εἰς τοῦτον τὸν ξένον τόπον ν’ ἀναπαυθῆτε καὶ ἔπειτα ὑπάγετε εἰς τὸ καλόν. Καὶ ἐγὼ ξένος εἶμαι». Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ αὐτοκράτορος ἐκάθισαν, ὁ δὲ Ἅγιος ἔτρεξεν εἰς τὴν πόλιν καὶ παρεκάλεσεν ἕνα των φίλων του καὶ τοῦ ἐδάνεισεν ὀλίγα χρήματα, ἀγοράσας δὲ οἶνον καὶ ἄρτον καὶ τινὰ ἄλλα φαγώσιμα παρέθεσεν εἰς τοὺς ξένους τράπεζαν.
Καὶ ἐκεῖνοι μὲν ἔτρωγον ἀγνοοῦντες ὅτι αὐτὸς ἦτο ὁ στρατηγὸς τῶν ὁ Ἅγιος ὅμως, ὑπηρετῶν αὐτοὺς φιλοφρόνως καὶ συλλογιζόμενος τὴν προτέραν κατάστασίν του, δὲν ἠδύνατο νὰ κρατῆ τὰ δάκρυά του, ἀλλὰ τὰ ἐσπόγγιζε μακρὰν καὶ ἐπέστρεφε καὶ περιεποιεῖτο πάλιν τοὺς ξένους. Οἱ δὲ ξένοι, παρατηροῦντες αὐτὸν ἔπειτα προσεκτικῶς εἰς τὸ πρόσωπον, ἤρχισαν νὰ τὸν ἀναγνωρίζωσιν ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ὅθεν o Ἀντιοχος ἐψιθύρισεν εἰς τὸ ὠτίον τοῦ Ἀκακίου «Ἀδελφὲ Ἀκάκιε, μοὶ φαίνεται ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ στρατηγός μας, τὸν ὁποῖον ζητοῦμεν». Ὁ δὲ Ἀκάκιος τοῦ ἀπήντησεν ὅτι καὶ αὐτὸς τὸ ὑπωπτεύετο. «Γνωρίζω ὅμως πολὺ καλά», εἶπεν, «ὅτι ὁ Πλακίδας εἶχεν εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ ἐν σημεῖον ἀπὸ σπαθιᾶν. Ἂν ἔχη αὐτὸ τὸ σημεῖον, αὐτὸς πραγματικῶς εἶναι». Βλέποντες λοιπὸν μετὰ προσοχῆς παρετήρησαν ἀληθῶς τὸ σημεῖον καὶ πηδήσαντες πάραυτα τὸν ἐνηγκαλίσθησαν καὶ τὸν κατεφίλουν λέγοντες: «Δὲν εἶσαι σὺ ὁ ἀρχιστράτηγος Πλακίδας;» Ὁ Ἅγιος δὲν ἠδυνήθη τότε νὰ κρατήση τὰ δάκρυα, ἀπήντησεν ὅμως ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖνος, οἱ δὲ ἀπεσταλμένοι τοῦ αὐτοκράτορος εἶπον, ὅτι ὅσον καὶ ἂν ἠρνεῖτο, αὐτοὶ δὲν τὸν ἐπιστευον, διότι ἤσαν βέβαιοι ὅτι ἐκεῖνος ὁ ἴδιος ἦτο, καὶ ἤρχισαν νὰ τὸν ἐρωτῶσι περὶ τῆς γυναικὸς καὶ τῶν τέκνων του. Τότε πλέον ὁ Ἅγιος ἐφανερώθη παρρησία καὶ εἶπεν, ὅτι ἢ γυνὴ καὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀπέθανον./
Ἐν ὢ ταῦτα ἐγίνοντο, ἐγνωστοποιήθη καὶ εἰς τὴν πόλιν τὸ γεγονὸς τοῦτο καὶ πολὺς κόσμος ἔτρεξαν νὰ μάθωσι τί ἐζήτουν οἱ ἀξιωματικοὶ ἐκεῖνοι, ἐθαυμάζον δὲ λέγοντες: «Πόσον μέγας ἦτο αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ πὼς κατήντησεν εἰς τὸν τόπον μας!» Ἐκεῖνοι δέ, παρομοιάσαντες εἰς αὐτὸν τὴν αὐτοκρατορικὴν διαταγήν, τὸν ἐνέδυσαν μὲ τὴν στρατιωτικήν του βαθμοῦ τοῦ στολὴν καὶ ἀκολούθως ἀνεχώρησαν μετ’ αὐτὸν εἰς Ρώμην, οἱ δὲ κάτοικοι τῆς πόλεως τοὺς συνώδευσαν μέχρι τινός, ἕως οὐ ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ προχωρήσουν περισσότερον, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὰς οἰκίας των. Καθ’ ὁδὸν ὁ Ἅγιος ἐξιστόρησεν εἰς τοὺς ἀπεσταλμένους ὅλα τα συμβάντα εἰς αὐτόν, ἤτοι τὴν παρουσίαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πὼς ὠνομάσθη Εὐστάθιος εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, τὴν ἁρπαγὴν τῆς γυναικὸς τοῦ ὑπὸ τοῦ πλοιάρχου καὶ τῶν τέκνων τοῦ ὑπὸ τῶν θηρίων, καὶ ἐν γένει ὅλα τα ἀτυχήματά του. Μετὰ πορείαν δεκαπέντε ἡμερῶν ἔφθασαν εἰς τὴν Ρώμην, ὁ δὲ Τραϊανός, ὡς ἤκουσε τοῦτο, ἐξῆλθεν εἰς προϋπάντησίν του καὶ τὸν ἐφίλησε, τὸν ἠρώτησε δὲ διατὶ ἀνεχώρησεν ἐκ τῆς Ρώμης. Τότε ἐκεῖνος διηγήθη καὶ εἰς αὐτὸν παρουσία καὶ εἰς ἐπήκοον παντός του λαοῦ ὅσα τοῦ συνέβησαν, καὶ ἐγένετο χαρὰ μεγάλη εἷς ὅλον το στράτευμα διὰ τὴν διάσωσιν καὶ εὕρεσιν τοῦ Ἁγίου, ὁ δὲ αὐτοκράτωρ τὸν παρεκάλεσε νὰ περιζωσθῆ πάλιν τὴν ζώνην τοῦ στρατηλάτου.
Τοῦτον γενομένου ὁ Ἅγιος ἀπηρίθμησε τὸν ὑπάρχοντα στρατὸν καὶ τὸν εὖρεν ὀλιγώτερον παρ’ ὅσον ἐχρειάζετο, διὰ τοῦτο ἔλαβε διαταγὴν αὐτοκρατορικὴν νὰ στρατολογήση ὅσους ἤθελεν ἀκόμη ἀπὸ ὅλον το κράτος. Ἡ διαταγὴ δὲ αὐτὴ ἔφθασε καὶ εἰς τὴν πόλιν ὅπου εὐρίσκοντο τὰ τέκνα τοῦ Ἁγίου, αἳ δὲ ἀρχαὶ αὐτῆς κατέγραψαν ταῦτα εἰς τὴν στρατολογίαν, καθὸ ξένα καὶ ἀπροστάτευτα, ἤσαν δὲ καὶ τὰ δύο ὡραιότατα καὶ εἰς ὥριμον ἡλικίαν, καὶ ἐκ τῆς φυσιογνωμίας τῶν ἐφαίνοντο ὅτι κατήγοντο ἀπὸ οἰκογένειαν ἀριστοκρατικήν.
Ἀφοῦ συνήχθησαν ὅλοι οἱ νεοσύλλεκτοι καὶ διηρέθησαν εἰς δεκαρχίας, ἐκατονταρχίας καὶ τάγματα, τὰ δύο ἐκεῖνα παιδία, ἐπειδὴ o Ἅγιος τα εἶδε πολὺ ὡραῖα, φρόνιμα καὶ εὐπαρουσίαστα, τὰ διέταξε νὰ τὸν ὑπηρετῶσιν εἰς τὴν τράπεζαν. Ἡ ἐκστρατεία ἐκείνη ηὐδοκίμησε, διότι ὄλας τὰς πόλεις καὶ τὰ φρούρια, ὅσα εἶχον περιέλθει εἰς τὴν ἐξουσίαν τῶν ἀποστατῶν, ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος πολεμήσας καὶ νικήσας αὐτούς, τὰ ἀνέκτησεν. Ἔπειτα προχωρήσας καὶ περάσας τὸν ποταμὸν Χρύσπιν, κατεκυρίευσε καὶ κατελεηλάτει τὴν ἐχθρικὴν χῶραν, ἕως οὐ κατήντησε καὶ εἰς τὴν πόλιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὐρίσκετο ἡ Θεοπίστη, καὶ μὴ γνωρίζων τοῦτο, κατέλυσεν ἀκριβῶς εἰς τὴν οἰκίαν, ὅπου ἐκείνη ἔμενε καὶ ἔστησε τὴν σκηνὴν τοῦ εἰς τὸν κῆπον αὐτήc, καθὸ μεγάλον καὶ ἀνήκοντα εἰς τὸν πλέον εὐκατάστατόν του τόπου πλοίαρχον, καὶ διέτριψαν ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρας πρὸς ἀνάπαυσιν.
Ἐν μιὰ των ἡμερῶν τούτων, τὰ τέκνα τοῦ Ἁγίου ἐπῆγαν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Θεοπίστης εἴδη τινὰ διὰ μαγείρευμα. Ἐν ὢ δὲ ἐκάθηντο ἔξω της οἰκίας περιμένοντες νὰ ἐτοιμασθῶσι τὰ φαγητά, ἤρχισαν νὰ συνομιλῶσι καὶ πρῶτος ὁ μικρότερος εἶπε: «Τόσον καιρὸν εὐρισκόμεθα καὶ οἱ δύο μας εἰς τὴν ἰδίαν ὑπηρεσίαν τοῦ στρατηγοῦ, καὶ ποτὲ δὲν ἠρωτήσαμεν ἀλλήλους πόθεν καταγόμεθα». Λέγει ὁ μεγαλύτερος: «Καὶ ἐγὼ πρὸ πολλοῦ καιροῦ ἐπεθύμουν τοῦτο, ἀλλ’ ὅ,τι ἕως σήμερον δὲν ἔγινεν, ἃς γίνη ἔστω τώρα. Ἐγώ, ἐπειδὴ ἤμην μικρός, τίποτε ἄλλο δὲν ἐνθυμοῦμαι, παρὰ μόνον ὅτι ὁ πατήρ μου ἦτο στρατηγὸς εἰς τὴν Ρώμην, ἡ δὲ μήτηρ μου ἦτο πολὺ ὡραία καὶ ὅτι εἶχον καὶ ἕνα ἀδελφὸν ὡραῖον, μικρότερόν μου, μὲ ξανθὰ μαλλιὰ ὡς τὰ ἰδικά σου. Ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ μᾶς λάβοντες ἠμᾶς μίαν ἡμέραν ἔφυγον ἀπὸ τὴν Ρώμην, ἀλλὰ ποὺ ἔμελλον νὰ ταξιδεύσουν δὲν γνωρίζω. Ἐνθυμοῦμαι μόνον ὅτι, εὑρισκόμενοι καὶ περιπατοῦντες εἰς τὴν ξηράν, ἐμβήκαμεν ἔπειτα ὅλοι μας εἰς ἐν πλοῖον, καὶ ὅτι ὑστερώτερα ἡ μήτηρ μας, δὲν ἠξεύρω διατί, ἔμεινε μέσα εἰς αὐτό, μόνος δὲ ὁ πατήρ μας μὲ ἠμᾶς τοὺς δύο ἐξῆλθεν εἰς τὴν ξηρὰν καὶ περιπατοῦντες ἐφθάσαμεν εἰς ἕνα μεγαλώτατον ποταμόν. Ἐπειδὴ δὲ ἠμεῖς εἴμεθα μικροὶ καὶ δὲν ἠδυνάμεθα νὰ τὸν περάσωμεν, ὁ πατὴρ μᾶς ἐπῆρεν εἰς τὸν ὦμον τοῦ τoν μικρότερον καὶ τὸν ἐπέρασεν εἰς τὸ ἐν μέρος, ἐμὲ δὲ ἄφησεν εἰς τὸ ἄλλο. Καὶ ἐνῶ ἐγύρισε νὰ λάβη καὶ ἐμέ, ἕνας λύκος ἤρπασε τὸν ἀδελφόν μου, ἐμὲ δὲ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἤρπασεν ἕνας λέων. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μὲ ἐλυπήθη καὶ ἔτυχον ἐκείνην τὴν ὥραν νὰ εὐρίσκωνται εἰς τὸ δάσος ποιμένες καὶ μὲ ἐλύτρωσαν ἀπὸ τοὺς ὀδόντας τοῦ λέοντος καὶ μὲ ἐπῆγαν εἰς τὴν πόλιν, τὴν ὁποίαν γνωρίζεις καὶ σύ, καὶ ἐκεῖ μὲ ἀνέθρεψαν καὶ ἐμεγάλωσα. Τί ἀπέγινεν ὅμως ὁ πατήρ μου καὶ ὁ μικρότερος ἀδελφός μου δὲν γνωρίζω.
Ἀφοῦ ταῦτα ἤκουσεν ὁ μικρότερος ἀδελφός, ἐπήδησε πάραυτα μὲ χαρὰν καὶ λέγει εἰς τὸν μεγαλύτερον «Εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ, ἀδελφοὶ εἴμεθα. Ἀπὸ ὅσα εἶπες τὸ ἔβεβαιωθην. Καὶ εἰς ἐμὲ ἐκεῖνοι οἱ/ὁποῖοι μὲ ἀνέθρεψαν ἔλεγον, ὅτι ἀπὸ τὸ στόμα ἐνοὸ λύκου μὲ ἐλύτρωσαν». Τότε ἐσηκώθη καὶ ὁ μεγαλύτερος καὶ ἐνηγκαλίσθησαν καὶ κατησπάζοντο ἀλλήλους μὲ χαρὰν μεγάλην καὶ ἀγαλλίασιν. H Θεοπίστη, ἔνδον ἀκούσασα ὅλην τὴν συνομιλίαν τῶν νέων, ἤννοησεν ὅτι αὐτὴ ἦτο ἡ μήτηρ τῶν βλέπουσα δὲ αὐτοὺς νὰ γλυκοφιλῶνται, ἠθέλησε νὰ φανερωθῆ ποία ἦτο, ἀλλ’ ἐκεῖνοι ἐβιάζοντο καὶ ἁρπάσαντες τὰ ἀγγεῖα μὲ τὰ φαγητὰ ἔτρεξαν νὰ ἐτοιμάσωσι τὴν τράπεζαν τοῦ ἀρχιστρατήγου. Τὴν ἄλλην, ἡμέραν ἐπῆγεν ἡ Θεοπίστη εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ ἀρχιστρατήγου διὰ νὰ εὔρη τὰ τέκνα της, ἀλλὰ δὲν τὰ εὗρε, διότι ἐλειπον εἰς ὑπηρεσίαν, εὖρεν ὅμως μόνον τὸν Ἅγιον καθήμενον εἰς τὴν σκιὰν ἑνὸς δένδρου, καὶ ἰδοῦσα αὐτὸν μακρόθεν, εὐθὺς συνησθάνθη ταραχὴν μεγάλην εἰς τὴν καρδίαν της, διότι τῆς ἐφαίνετο ὅτι ἐκεῖνος ἦτο ὁ σύζυγός της. Ἐπειδὴ δὲ ἐπεθύμει νὰ τοῦ ὁμιλήση, ἐπλησίασε καὶ τοῦ εἶπεν «Ἄκουσον, παρακαλῶ, κύριέ μου, τοὺς λόγους μου. Ἐγὼ κατάγομαι ἀπὸ τὴν Ρώμην, καὶ μὲ ἔφεραν ἐδῶ αἰχμάλωτον, ὅθεν σε παρακαλῶ νὰ μὲ ὑπάγης ἐκεῖ».
Ἐνῶ δὲ ἔλεγε ταῦτα ἡ Θεοπίστη εἷς τὸν Ἅγιον, τὸν παρετήρει καλῶς εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ εὔρισκεν ὅτι πάρα πολὺ ὠμοίαζε τὸν ἄνδρα της, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα καὶ νὰ τὸν ἐξετάση ποῖος ἦτο, τέλος ὅμως, ἀφοῦ ἐπείσθη χωρὶς δισταγμὸν ὅτι ἐκεῖνος ἦτο, ἐπεσεν εἰς τοὺς πόδας του καὶ τοῦ λέγει «Σὲ παρακαλῶ, κύριέ μου, νὰ μὴ θυμώσης ἐναντίον μου, ἀλλὰ ν’ ἀκούσης τοὺς λόγους μου. Δὲν μοὶ κάμνεις σὲ παρακαλῶ, τὴν χάριν νὰ μοὶ εἴπης, ποία ἦτο ἡ προτέρα σου κατάστασις; διότι ἐγὼ νομίζω, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ στρατηλάτης Πλακίδας, ὁ ὁποῖος ἐπιστευσεν εἰς τὸν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεόν, ἰδὼν αὐτὸν ἐσταυρωμένον ἐν μέσω τῶν κεράτων τῆς ἐλάφου καὶ πολλοὺς ὕστερα ὑπέφερε πειρασμούς, τελευταῖον δὲ ἐπῆρε τὴν γυναίκα του, ἡ ὁποία εἶμαι ἐγώ, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποῖα ἤσαν μικρά, τὸν Ἀγάπιον καὶ τὸν Θεοπιστόν, καὶ ἐκίνησε νὰ ὑπάγη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ δὲ πλοίαρχος, ὁ ὁποῖος ἦτο κακότροπος ἄνθρωπος, μὲ ἐκράτησεν ἐνέχυρον καὶ μὲ ἔφερεν ἐδῶ εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν. Ἔχω δὲ μάρτυρα τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοὺς Ἀγγέλους αὐτοῦ, ὅτι ἁγνὴ καὶ ἀμόλυντος ἔμεινα ἕως τώρα, οὔτε ἀπ’ ἐκεῖνον οὔτε ἀπὸ ἄλλον κανένα πειραχθεῖσα εἰς τὴν τιμήν μου».
Ὡς ἤκουσε ταῦτα ὁ Ἅγιος, ἐβεβαιώθη δὲ καὶ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά του προσώπου της καὶ ἀπὸ τας ἀκριβείς πληροφορίας, τὰς ὁποίας τοῦ ἔδωκεν, ὅτι ἀληθῶς ἐκείνη ἦτο ἡ σύζυγός του, ἔκραξε πάραυτα μετὰ πολλῶν δακρύων μεγαλοφώνωε «Δόξα σοί, ὁ Θεός μου, δόξα σοί». Ἔπειτα στραφεῖς πρὸς τὴν Θεοπίστην εἶπε «Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον λέγεις». Τότε ἐσηκώθησαν ἀμφότεροι καὶ ἠσπάσθησαν ἀλλήλους καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν. Ἡ δὲ Θεοπίστη τὸν ἠρώτησε ποὺ ἤσαν τὰ τέκνα των. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίθη, ὅτι ἐκεῖνα τὰ ἔφαγον τὰ θηρία. Τὸν ἠρώτησε πάλιν ἡ Θεοπίστη «Καὶ πῶς συνέβη τοῦτο;». Τότε ἐκεῖνος διηγήθη λεπτομερῶς τὸ συμβεβηκός. Λέγει τότε ἐκείνη «Ἃς δοξάσωμεν τὸν Θεόν, τὰ τέκνα μᾶς ζῶσιν ἕως τὴν σήμερον καὶ εὑρίσκονται ἐδῶ μαζί σου, διότι ἐγὼ χθὲς τὰ ἤκουσα νὰ διηγῶνται ἀπαράλλακτά τα ἴδια ὅσα τώρα μοὶ εἶπες καὶ ἂν δὲν πιστεύης, διάταξε νὰ ἔλθουν, ὅπως ἀκούσης καὶ μόνος σου τοὺς λόγους των». Ἀμέσως λοιπὸν ὁ Ἅγιος καλεῖ τοὺς νέους, λέγων «Παλληκάρια! Διηγηθῆτε μοὶ πόθεν καταγεσθε». Τότε ὁ μεγαλύτερος ἀνέφερεν ὅσα ἐνεθυμεῖτο καὶ ἐγνώριζε, καὶ ἐξ αὐτῶν ἐβεβαιώθησαν καὶ ὁ Ἅγιος καὶ ἡ γυνή του, ὅτι ἀληθῶς ἐκεῖνα ἤσαν τὰ τέκνα των. Ποία χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις ἔγινε τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ εἰς τὸν Ἅγιον καὶ εἰς ὅλον το στράτευμά του! Ἑπτὰ ὁλοκλήρους ἡμέρας διήρκεσεν ἡ χαρὰ καὶ ἡ πανήγυρις τοῦ στρατοῦ, ὄχι μόνον διότι ἐνίκησαν καὶ ὑπέταξαν τοὺς ἐπαναστάτας, ἀλλὰ καὶ τὸ κυριώτερον, διότι εὑρέθη ἡ ἀγαπητὴ συμβία τοῦ ἀρχιστρατήγου των καὶ τὰ τέκνα των. Ὁ δὲ Ἅγιος ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας ἐδόξαζε τὸν Θεὸν λέγων «Εὐχαριστῶ σοὶ Κύριε ὁ Θεός μου, ὅτι δὲν μὲ ἄφηκες τὸν ταπεινὸν δοῦλον σου νὰ πειράζωμαι παντοτεινῶς, ἀλλὰ ἔδωκας μοὶ ἀνάπαυσιν ττῶν μεγάλων μου θλίψεων. Δοξάζω σε, Θεέ μου, ὅτι ὡς προεῖπες μοί, οὕτω καὶ ἐπραξας. Τώρα ὅπου εἶδον τὴν γυναίκα καὶ τὰ παιδιά μου, παράλαβε τὴν ψυχή μου».
Καταπαύσας ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ἐντελῶς τὴν ἀποστασίαν, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ρώμην, ἀλλ’ ἐν τῷ καιρῶ τῆς ἐπιστροφῆς τoυ ἀπέθανεν ὁ Τραϊανὸς καὶ τὸν διεδέχθη ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀδριανός, ὅστις ἔκτισε μετὰ ταῦτα τὴν Ἀδριανούπολιν, ἦτο δὲ καὶ αὐτὸς εἴδωλολατρης καὶ μέγας διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Οὗτος μαθῶς ὅτι ἤρχετο ὁ Στρατηλάτης Εὐστάθιος εἰς τὴν Ρώμην νικητὴς τῶν ἀποστατῶν καὶ τροπαιοῦχος, ἐξῆλθε νὰ τὸν προϋπαντήση, κατὰ τὴν τότε συνήθειαν τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ρώμης. Ἐπειδὴ δὲ ἔμαθεν, ὅτι ὁ Ἅγιος εὗρε τὴν γυναίκα καὶ τέκνα του, ἠθέλησε νὰ προσφέρη εἰς τὰ εἴδωλα μεγάλην θυσίαν, πρώτον μὲν διότι ἐνικήθησαν οἱ ἀποστᾶται, δεύτερον δὲ διότι ὁ μακάριος Εὐστάθιος ἀπήλαυσε καὶ τὰ φίλτατά του πρόσωπα ἐπὶ τῆς γῆς ζῶντα, τὰ ὁποῖα πρὸ πολλοῦ καιροῦ εἶχεν ὡς ἀπολεσθέντα. Ἐν ὢ δὲ o Ἀδριανὸς μετέβη εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ προσέφερε θυσίαν, ὁ Ἅγιος δὲν ἠθέλησε νὰ ὑπάγη καὶ αὐτὸς νὰ πράξη τὸ ἴδιον. Ὄτε δὲ ὁ Ἀδριανὸς ὕστερον τὸν ἠρώτησε διατὶ δὲν ἐπῆγε καὶ αὐτὸς εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἀπόλλωνος νὰ προσφέρη θυσίαν εὐχαριστήριον εἰς τοὺς θεούς, δυνάμει τῶν ὁποίων καὶ τοὺς ἐχθροὺς ἐνίκησε καὶ τὴν γυναίκα καὶ τὰ τέκνα τοῦ εὖρεν, ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη: «Βασιλεῦ, ἐγὼ εἰς τὸν Χριστόν μου θυσιάζω, Αὐτὸν δοξάζω καὶ Αὐτὸν θὰ εὐχαριστήσω διότι εἰς αὐτὸν χρεωστῶ τὴν ζωήν μου καὶ τὴν ψυχήν μου, διότι Αὐτὸς μοὶ ἔδωκε δύναμιν καὶ ἐνίκησα τοὺς ἐχθρούς του αὐτοκράτορος, Αὐτὸς ηὐδόκησε καὶ εἶδον καὶ τὴν γυναίκα καὶ τὰ τέκνα μου. Ἄλλον Θεοὸ οὔτε γνωρίζω οὔτε πιστεύω, εἰμὴ Αὐτὸν μόνον, ὅστις ἔκαμε τὸν οὔρανον καὶ τὴν γῆν καὶ πάντα τα ἐν αὐτοῖς».
Τότε ὁ Ἀδριανὸς διέταξεν αὐτὸν νὰ ξεζωσθῆ εὐθὺς τὴν στρατηγικὴν ζώνην καὶ νὰ ἵσταται ἐμπρός του ὡς κατάδικος αὐτός, ἡ γυνή του καὶ τὰ τέκνα των καὶ τοιουτοτρόπως ἤρχισε νὰ τοὺς κάμνη διαφόρους ἐξετάσεις καὶ παρατηρήσειc, προσπαθῶν ὅπως τοὺς καταπείση νὰ ἀλλάξωσι γνώμην, ἀλλ’ ἐπειδὴ μὲ κανένα τρόπον δὲν τὸ κατώρθωσε, διέταξε νὰ τοὺς ἐκθέσωσιν εἰς τινὰ πεδιάδα, καὶ ν’ ἀπολύσωσιν ἐναντίον τῶν ἕνα μέγαν λέοντα πεινώντα. Ἀλλ’ ὁ λέων, ἅμα ἐπλησίασε τρέχων ὀρμητικῶς πρὸς αὐτούς, ἔκυψε τὴν κεφαλὴν ὡς προσκυνῶν αὐτοὺς καὶ ἀνεχώρησεν ὀπίσω. Ἐπειδὴ λοιπὸν οὕτως ὁ σκοπὸς τοῦ αὐτοκράτορος ἐματαιώθη, ἐπρόσταξε τοὺς στρατιώτας νὰ πυρώσωσι καλὰ ἐν χάλκινον βασανιστήριον κατεσκευασμένον εἰς εἶδος βοός, καὶ νὰ τοὺς κλείσωσιν εἰς αὐτό. Τοῦτο μαθόντες ἄπειρον πλῆθος κρυφῶν Χριστιανῶν καὶ εἰδωλολατρῶν, ἐπῆγαν τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔμελλε νὰ ἐκτελεσθῆ ἡ ρηθεῖσα ποινή, διὰ νὰ ἴδωσι πὼς θὰ τοὺς βάλωσι καὶ πὼς θὰ τοὺς καύσωσιν ἐντός του χαλκίνου ἐκείνου βοός.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἤναψαν μεγάλην πυρὰν κάτω ἀπὸ τὸ χάλκωμα καὶ ἐπυρώθη αὐτὸ ἀρκετά, οἱ δὲ στρατιῶται ἠτοιμάσθησαν νὰ τοὺς βάλωσιν ἐντός, οἱ Ἅγιοί τους παρεκάλεσαν νὰ μείνωσιν ὀλίγον νὰ προσευχηθῶσι πρώτον, λαβόντες δὲ τὴν ἄδειαν καὶ ὑψώσαντες τὰς χείρας, ἐδέοντο τοῦ Θεοῦ οὕτω λέγοντες: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν εἶδε καὶ ἠμεῖς ἠξιώθημεν νὰ σὲ ἴδωμεν, ἐπάκουσον τῆς δεήσεώς μας τώρα, ἀφοῦ ηὐδόκησας νὰ συνενωθῶμεν καὶ καθὼς ἐφύλαξας ἀπὸ τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὰ σώματα τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων, τοιουτοτρόπως φύλαξον καὶ τὰ ἰδικὰ μᾶς σώματα καὶ εὐδόκησον νὰ ἐνταφιασθῶσιν ὁμοὺ εἰς ἕνα τάφον καὶ παράλαβε τὴν ψυχήν μας. Δὸς δέ, Κύριε, τὴν Χάριν Σου εἰς τὰ λείψανά μας, καὶ ὅστις μᾶς ἐπικαλεῖται νὰ ἔχη μέρος εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ ἢ εἰς ποταμὸν ἢ εἰς τὴν θάλασσαν μᾶς ἐπικαλεσθῆ, ὅταν κινδυνεύη, παρακαλοῦμεν νὰ προφθάνης εἰς τὴν βοήθειάν του». Τότε ἤκουσαν οἱ Ἅγιοι φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχομένην καὶ λέγουσαν «Θὰ γίνη ὅ,τι ζητεῖτε καὶ ἔτι πολλὰ πλειότερα, διότι διὰ τὸ ὄνομά μου ὑπεφέρατε μεγάλους πειρασμοὺς μετὰ μοναδικῆς ὑπομονῆς καὶ γενναιότητος. Δία τὰ κακοπαθήματά σας εἰς τὴν πρόσκαιρον ζωὴν θὰ ἀπολαύσητε εἰς τὴν οὐράνιον πατρίδα τὴν αἰωνίαν χαρὰν καὶ τοὺς πρέποντας εἰς τοὺς ἀγώνας σᾶς ἀμαράντους στεφάνους». Τότε οἱ Ἅγιοι ἀγαλλόμενοι παρεδόθησαν εἰς τοὺς στρατιώτας προθυμότατα καὶ κλεισθέντες ἐντός του χαλκίνου ἐκείνου βοός, παρέδωκαν μετ’ ὀλίγον τὴν ἁγίαν των ψυχῶν εἰς τὸν Κύριον ἐν ἔτει ρκς΄ (126) μ.Χ./
Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐπρόσταξεν ὁ Ἀδριανὸς νὰ ἀνοίξωσιν ἐκεῖνο τὸ χάλκωμα ἀφοῦ δὲ τὸ ἤνοιξαν καὶ εἶδον ὅτι οὐδὲ μία καν θρὶξ τῆς κεφαλῆς τῶν ἦτο βεβλαμμένη ἀπὸ τὴν πυράν, ἐνόμισεν ὅτι ἤσαν ἀκόμη ζῶντες, καὶ διέταξε νὰ τοὺς ἐκβάλωσιν ἔξω. Ὁ δὲ ἐκεῖ κόσμος, ἰδὼν τὰ σώματά των σώα καὶ ἀβλαβῆ, ἤρχισε νὰ φωνάζη μεγαλοφώνως, ἐνὶ στόματι καὶ μιὰ καρδία, ὅλος «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, αὐτὸς μόνος εἶναι Θεὸς ἀληθινὸς καὶ κανεὶς ἄλλος». Ὁ δὲ Ἀδριανὸς φοβηθεῖς ἀνεχώρησε. Τοιουτοτρόπως λοιπὸν ἐπάνω εἰς ἐκεῖνον τὸν θόρυβον τινὲς Χριστιανοὶ ἐπῆραν κρυφίως τῶν Ἁγίων τα λείψανα καὶ ἐνεταφίασαν αὐτὰ εἰς τόπον κατάλληλον. Ἐπὶ δὲ τοῦ προστάτου τῶν Χριστιανῶν Μεγάλου Κωνσταντίνου οἱ Χριστιανοὶ ἀνήγειραν Ναὸν εἰς τοὺς Ἁγίους, καὶ κατ’ ἔτος ἐώρταζον καὶ ἐορτάζουσι καὶ μέχρι τῆς σήμερον τὴν μνήμην αὐτῶν τὴν εἰκοστήν του μηνὸς Σεπτεμβρίου. Εἰς δόξαν Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
[Πηγή: Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας] [ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ – ΑΘΗΝΑΙ 1974]
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!