Ἑορτάζει στίς 11 Σεπτεμβρίου
Ὁ βίος της
Ἡ Θεοδώρα, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ζήνωνος τὸ ἔτος 474 μ.Χ. Γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν μεγάλωσε οἱ γονεῖς της τὴν παντρεψαν στήν ἴδια πόλη, μὲ ἕνα νέον εὐγενῆ, σοβαρὸ καὶ ἠθικό. Σ’ αὐτὸν τὸν σύζυγο ἡ κόρη ἐφύλαττε κάθε ὑποταγὴ καὶ ὅσα ἄλλα ἐπιβάλλεται νὰ φυλάττουν οἱ τίμιες καὶ σοβαρὲς γυναίκες στούς δικούς τους ἄνδρες, νόμιμα καὶ καθαρά. Γι αὐτὸ ὁ ἄνδρας της, φρόνιμος ἐκ φύσεως, βλέποντας τὴν ἐνάρετη διαγωγὴ τῆς συζύγου του, ἀκολουθοῦσε καὶ ἐκεῖνος, ὄσο μπορουσε τὴ χρηστοήθεια ἐκείνης, ὥστε καὶ οἱ δυὸ ζοῦσαν θεάρεστα, μὲ πολλὴ κοσμιότητα χριστιανική.
Βλέποντας ὁ ἐχθρός τό εὐλογημένο αὐτὸ ἀνδρόγυνο, νὰ ζεῖ τόσο θεάρεστα, νὰ φυλάττει μὲ ἐπιμέλεια τὶς παραγγελίες τοῦ Κυρίου, νὰ ἐργάζεται τὶς ἀρετὲς τῶν ἐρημιτῶν, φθόνησε μιαρός. Ἔβαλε κάθε φροντίδα, νὰ διαχωρίσει τὸ εὐλογημένο αὐτὸ ἀνδρόγυνο, μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο. Ἄναψε στὴν καρδιὰ ἑνὸς εὐγενοῦς καὶ πλουσίου νέου, ἔρωτα σατανικὸ κατὰ τῆς σωφρονέστατης Θεοδώρας. Τόσο τόν κυρίευσε τὸ πάθος, ὥστε μέρα νύχτα, ξύπνιος καὶ κοιμώμενος, τὴ Θεοδώρα φαντάζονταν. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὸ σκοπό του, ἔβαλε γυναῖκες πού ασχολοῦντο μὲ τή μαντεία νά φροντίσουν μὲ κάθε τρόπο, ἄλλη μὲ λόγια ἔρωτος καὶ ἄλλη μὲ παγίδες σατανικές, νὰ καταφέρουν τὴ Θεοδώρα καὶ νὰ τὴ φέρουν στὸ θέλημά του.
Τὸ σατανικὸ σχέδιο πετυχαίνει
Μία ἀπὸ τὶς πολλὲς αὐτὲς γυναῖκες διδαγμένη ἀπὸ τὸ διάβολο, ἀφοῦ ἔκαμε τὶς μαντεῖες της, ἄρχισε νὰ παρακινεῖ τὴ Θεοδώρα μὲ μεγάλη ἐπιμονή, τόσο, ποὺ ἡ Θεοδώρα τῆς λέγει:
Γιατί μὲ ἀναγκάζεις νὰ κάμω τέτοια μεγάλη ἁμαρτία; Ἐγὼ τρέμω ἐκείνη τὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Φοβᾶμαι ἡ δυστυχισμένη τὴν κόλαση ποὺ περιμένει τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν ἥλιο ντρέπομαι, ποὺ μέλλει νὰ γίνει μάρτυρας τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς. Τότε ἡ κακότροπος ἐκείνη γυναίκα τῆς λέει: Γι’ αὐτὸ μὴ φοβᾶσαι, κόρη μου, ἄκουσε τὴ συμβουλή μου καὶ ἃς γίνει αὐτὸ ἅμα πέσει ὁ ἥλιος. Ἔτσι κανένας ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ξέρει τίποτε, μήτε θέλει νὰ βρεθεῖ κανένας νὰ μαρτυρήσει, οὔτε μπροστὰ στὸ Θεό, οὔτε μπροστὰ στούς ἀνθρώπους. Τότε (ἀλλοίμονο) ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι τὸ γένος τῶν γυναικὼν εἶναι εὐκολόπιστο, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀπὸ συνέργεια τοῦ σατανᾶ, πείστηκε ἡ Θεοδώρα καὶ ἔγινε ἡ ἁμαρτία!
Ἡ Θεοδώρα μετανοεῖ πικρὰ
Ὅταν ἔγινε ἡ ἁμαρτία, ἄρχισε τὸ σπαθὶ τῆς συνειδήσεως νὰ κεντᾶ πικρότατα τὴν καρδιὰ τῆς Θεοδώρας. Θυμόταν τὴν πρώτην της εὐτυχία μὲ τὴ τιμὴ καὶ τὴ σωφροσύνη της, πού τἀ ἔχασε γιὰ μιᾶς στιγμῆς αἰσχρᾶς ἡδονῆς. Φλογιζόταν ἡ καρδιά της ἀπὸ ἀμέτρητη λύπη, καὶ ἔκλαιε πικρὰ καὶ μὲ βαρύτατους ἀναστεναγμούς. Κάθε στιγμὴ προσευχόταν πρὸς τόν Κύριον καὶ ἔλεγε τοὺς προφητικοὺς καὶ θλιβεροὺς λόγους: «Προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου». Δὲν τολμοῦσε νὰ ζητήσει συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἁμάρτημά της. Φοβόταν μήπως τὴν ὀργισθεῖ ὁ Θεὸς περισσότερον. Ὁ ἄνδρας της ποὺ τὴν ἔβλεπε τόσο λυπημένη, τὴν παρηγοροῦσε χωρὶς να ξέρει τὴν αἰτία. Ἐκείνη ὅμως ποὺ ἔβλεπε ἀθεράπευτη τὴν πληγὴ τῆς ψυχῆς της δὲ τὴν ὠφελοῦσε καθόλου ἡ παρηγοριά του καὶ ἡ ἀγάπη του. Πικραινόταν ἀκόμη πιὸ πολὺ καὶ οἰ τύψεις τὴν ἕσφιγγαν περισσότερο.
Ἡ Θεοδώρα γίνεται Μοναχὴ
Ἡ ζωὴ της κοντὰ στὸν ἄνδρα της ἦταν μαρτύριο. Ἔφυγε λοιπὸν κρυφὰ καὶ πῆγε σὲ ἕνα Μοναστήρι ποὺ εἶχε ἐνάρετη Ἡγουμένη. Ἀφοῦ τὴν προσκύνησε μὲ πολλὴ εὐλάβεια και ταπείνωση, πέφτοντας στὰ πόδια της τὴν παρακαλοῦσε νὰ φέρουν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. ’Ἤθελε νὰ δεῖ ὅπως ἔλεγε, ἂν σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τῆς μάντισσας, ἤξερε ὁ Θεὸς τήν ἁμαρτία ποὺ ἔκαμε τὴ νύκτα. Τότε τῆς λέγει ἡ ἡγουμένη: Καὶ τί πράγμα γίνεται στὸν κόσμο μεγάλο ἢ μικρό, πού δὲν τὸ ξέρει ὁ Θεός; καθὼς λέγει καὶ ὁ προφήτης: Ἐκεῖνος πού έδωσε τὴν ἀκοὴ καὶ τὴν ὅραση στὸν ἄνθρωπο, δὲν ἀκούει καὶ δὲν βλέπει τὰ πάντα; Καὶ μόνο νὰ κινηθεῖ καὶ νὰ σκεφθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸ παραμικρὸ κίνημα καὶ νόημα, ἔχει τήν εἴδηση ὁ Θεός.
Ἀλλὰ ἡ Θεοδώρα πάλι μὲ δάκρυα ζητοῦσε νὰ φέρουν τὸ Εὐαγγέλιο. Τέλος ἔφεραν τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον. Εὐθὺς μόλις τὸ ἄνοιξε εἶδε τὸ ἕξης γραμμένο: «Ὁ γέγραφα, γέγραφα». Αὐτὸ τὴν ἔκαμε ἀπὸ τὴ λύπη της παρ’ ὀλίγο νὰ τρελαθεῖ. Ἔγινε ἔξω φρένων. Ἔκλαιγε καὶ ὀδυρόταν καὶ μὲ τὰ δύο χέρια της ἔγδερνε τὸ πρόσωπό της καὶ μὲ θλιβερές φωνές φωνάζει! Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὴν τρισαθλία, πὼς τόλμησα καὶ ἀτίμασα τὸν ἄνδρα μου;
Μὲ τέτοιες φωνὲς καὶ δάκρυα ἔκρινε ὅτι δὲν εἶναι ἄξια, μήτε τὸν οὐρανὸ νὰ βλέπει, οὔτε τὸ φῶς, οὔτε τὸν ἀέρα, γιὰ τὸ ἁμάρτημα, ποὺ ἔκαμε. Δὲν μποροῦσε νὰ εὔρη ἄλλον τρόπον, παρὰ νὰ ἀφήσει τὸν κόσμο καὶ νὰ πάρει τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν, καὶ ἔτσι ἀμέριμνη, νὰ ἀρχίσει τὸν ἀγώνα τῆς μετανοίας. Ἀλλὰ ἤξερε ὅτι ὁ ἄνδρας της θὰ τὴν ἀναζητήσει παντοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ πάει σὲ Μοναστήρι ἀνδρῶν.
Ἡ Θεοδώρα σὲ Μοναστήρι
Μὲ τὴν ἀπόφαση αὐτή, ἄλλαξε ροῦχα φόρεσε ἀνδρικὰ καὶ ξεκίνησε. Ὁ δρόμος ἦταν μακρὺς ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια 18 χιλιόμετρα. Μὲ τὴν προσευχὴ της νίκησε τὴν ἀπόσταση και τέλος ἔφθασε. Ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τοὺς Μοναχοὺς νὰ τὴ δεχθοῦν νὰ μονάσει ἐκεῖ. Ἐκεῖνοι ὅμως τῆς εἶπαν, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὴν δεχθοῦν ἀμέσως, ἀλλὰ πρῶτα νὰ μείνει ὅλη νύχτα ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἀσκεπής, γιὰ νὰ δοκιμασθεῖ μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τότε θὰ τὴν δεχθοῦν. Ἡ Θεοδώρα, παρ’ ὅλο ποὺ ἤξερε τὴν ἐρημιὰ τοῦ τόπου, καὶ εἶχε τὸ φόβο ὅτι δὲν λείπουν καὶ τὰ θηρία, ὅμως δέχθηκε τὴν ἀπόφαση αὐτὴ τῶν Μοναχῶν μὲ χαρά. Ἔμεινε ὅλη τὴν νύχτα ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς Μονῆς, χωρὶς νὰ πάθη τίποτε. Ὁ Θεός, πού φύλαξε τὸν Δανιὴλ ἀπὸ τὰ λιοντάρια, φύλαξε καὶ τὴ δούλη του ἀπὸ τὰ θηρία.
Ἡ Θεοδώρα γίνεται Μοναχὸς
Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ ἡγούμενος ἀφοῦ τὴν ἐξομολόγησε καὶ τὴν ρώτησε τὸ ὄνομά της, τῆς εἶπα γιὰ τὴν ζωὴ στὸ Μοναστήρι. Ἡ Ἁγία του εἶπε ὅτι τὴν λένε Θεόδωρο καὶ μὲ μεγάλη χαρά ἤθελε νὰ μονάσει. Τότε ὁ προεστὸς τὴν ἐκούρεψε. Ἀμέσως ντύθηκε τὸ Σχῆμα, ἀρνήθηκε κάθε κοσμικὴ προσπάθεια, καὶ μίσησε τὶς ἀναπαύσεις τοῦ σώματος. Μὲ χαρά ἀνάλαβε τούς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεως. Σὲ ὅσες ὑπηρεσίες τὴν πρόσταζαν, ἔτρεχε μὲ προθυμία. Ἔκαμε ὀχτὼ χρόνια σκάβοντας καὶ φροντίζοντας τοὺς κήπους, ἀπό τούς ὁποίους προμηθεύονταν οἱ Μοναχοί τά λαχανικά. Ἄλεθε τὸ σιτάρι. Ζύμωνε τὸ ψωμὶ γιὰ τοὺς Μοναχοὺς καὶ πάλι μὲ τόσες ὑπηρεσίες ποτὲ δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες τῆς Ἑκκλησίας. Ὅταν ἡσύχαζε ἀπὸ τὶς ὑπηρεσίες καὶ ἦταν καιρὸς νὰ ἀναπαυθεῖ τὴν νύχτα μὲ λίγο ὕπνο, τότε κτυποῦσε μὲ λύπη τὸ στῆθος της λέγοντας μὲ θερμὰ δάκρυα: Συγχώρησε με. Κύριε, διότι κατέστρεψα τὸ κάλλος τῆς σωφροσύνης.
Ἡ Θεοδώρα συναντᾶ τὸν ἄνδρα της
Κάποτε δὲν εἶχε τὸ Μοναστήρι λάδι, καὶ ὁ προεστὸς τὴν ἔστειλε μὲ δυό, καμῆλες στὴν Ἀλεξάνδρεια, νὰ φέρει τὸ λάδι, ποὺ χρειάζονταν. Ὅμως συναντᾶ τὸν ἄνδρα της στὸ δρόμο.
Αὐτὸ συνέβη κατὰ θείαν οἰκονομίαν. Ἐπειδὴ ὁ ἄνδρας τῆς Θεοδώρας ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ στερήθηκε τέτοια γυναίκα, δὲ στέγνωσαν τὰ μάτια του ποτὲ ἀπὸ τὰ δάκρυα. Ὁ πόνος του ήταν πὼς ἡ Θεοδώρα τὸν ἄφησε καὶ ἀκολούθησε ἄλλον ἄνδρα. Γὶ αὐτὸ παρακαλοῦσε μέρα νύχτα τὸ Θεό, γιὰ νὰ τοῦ φανερώσει ἂν βρισκόταν μὲ ἄλλον ἄνδρα ἢ ὄχι. Ὁ Πανάγαθος Θεος ἔστειλε θεῖον Ἄγγελον ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: Ἐὰν θέλεις νὰ δεῖς μὲ τὰ μάτια σου τὴ Θεοδώρα, σήκω τὸ πρωὶ πολὺ νωρὶς καὶ πήγαινε στὸ δρόμο, ποὺ λέγεται Μαρτύριον Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου καὶ θὰ σὲ ἀπαντήσει ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον νὰ προσέξεις καλὰ στὸ πρόσωπο, καὶ θὰ ἐπιτύχεις αὐτὸ ποὺ θέλεις.
Μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου, κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ὄρθρου κίνησε ὁ ἄνθρωπος, καὶ τὸ πρωὶ ἔφθασε στὸ μέρος ποὺ τοῦ ὅρισε. Πράγματι, σὲ λίγο συναντήθηκαν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον κατά πρόσωπο. Ἡ μὲν Θεοδώρα γνώρισε τὸν ἄνδρα της ἀμέσως. Θυμήθηκε τὴν ἀγάπη, ποὺ τῆς εἶχε, θυμήθηκε τὴν ἁμαρτία ποὺ ἔκαμε καὶ μὲ μεγάλη λύπη γέμισαν τὰ μάτια της δάκρυα. Ὅταν πλησίασε ὅμως τὸν χαιρέτησε καὶ ἀμέσως προχώρησε στὸ δρόμο της. Ἐκεῖνος ὁ δυστυχὴς δὲν τὴν γνώρισε. Τὰ ἀνδρικὰ ροῦχα τοῦ Μοναχοῦ ποὺ φοροῦσε, ἠ κακοπάθεια, οἱ νηστεῖες, οἱ ἀγρυπνίες καὶ ἡ μεγάλη της λύπη γιὰ τὸ ἁμάρτημά της, εἶχαν ἀλλάξει ἐντελῶς τὸ σχῆμα καὶ τὴ μορφή της. Μόνο τὴν ἀντιχαιρέτησε καὶ αὐτὸς καὶ ἔτσι καθένας πῆρε τὸ δρόμο του.
Τότε ἄρχισε νὰ παραπονιέται περισσότερο στὸ Θεό, διότι ἀπατήθηκε ἀπὸ τὸν Ἄγγελο, ποὺ δὲν τήρησε τὴν ὑπόσχεσή του. Ὅμως φάνηκε πάλι σ’ αὐτὸν ὁ Ἄγγελος καὶ τοῦ λέγει: Σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή μου, σοῦ ἔδειξα τὴ γυναίκα σου. Ἦταν ἐκεῖνος ὁ Μοναχὸς μὲ τὸν ὁποῖο συναντηθήκατε χθὲς στὸ δρόμο και χαιρετηθήκατε. Αὐτὸς ἦταν ἡ γυναίκα σου ἡ Θεοδώρα. Ὅταν πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν Ἄγγελο ὅτι ἡ Θεοδώρα δὲν πῆγε μὲ ἄλλον ἄνδρα, ἡσύχασε ἀπὸ τὴν ὑποψία. Μόνο λυπόταν που στερήθηκε τέτοια πολύτιμη σύντροφο.
Ἡ Θεοδώρα συνεχίζει αὐστηρότατα τὸν ἀγώνα της
Μετὰ τὴν συνάντησί της αὐτὴ μὲ τὸν ἄνδρα της ἡ Θεοδώρα δόθηκε σὲ μεγαλύτερους ἄγωνες μὲ τὴν ἄσκησι, ποὺ ἀκολούθουσε. Ὅσο ἡ ἄσκησι δυνάμωνε τόσο καὶ ἡ ἄγαπη πρός τόν Κύριον γινόταν δυνατώτερη. Ἔτρωγε μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἥμερα λίγο ψωμὶ καὶ νερό. Κατόπιν αὔξανε τὶς ὕπηρεσιες πρὸς τὴν Μονὴ καὶ λιγόστευε τὸ φαγητὸ τρώγοντας τὰ ἴδια καθε δύο μέρες. Σὲ λίγο ζήτησε ἄδεια ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο νὰ φορέση κατάσαρκα τρίχινο ράσο γιὰ νὰ παιδεύση τὸ σῶμα, ποὺ τὴν ἔκανε νὰ χάση τὴ σωφροσύνη της. Ὦ σεβάσμια διάθεση τῆς μακαρίας Θεοδώρας. Μὲ τέτοια ἔγκρατεια, μὲ τόσους κόπους τῆς μετανοίας, δὲν ἔπαυε καὶ πάλι ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς της, γιὰ κεῖνο τὸ σφάλμα ποὺ ἔκανε. Πάντοτε το θυμόταν καὶ πάντοτε ἔκλαιε. Καὶ εἶχε δίκαιο θυμό, νὰ κάμη ἔκδικησι κατὰ τοῦ διαβόλου, νὰ τὸν πληγώση δυνατὰ πολλὲς φορές, ὅπως τὴν πλήγωσε μιὰ φορὰ καὶ τῆς κατέστρεψε τη ζωή. Ὁ μισθαποδότης Θεός, ὄχι μόνον τῆς συγχώρησε τὸ ἅμαρτημα γιὰ τὴν μετάνοια ποὺ ἔδειξε, ἄλλα καὶ γιὰ τὶς ἄρετές της τὴν χαρίτωσε καὶ τὴν ἔνισχυσε νὰ κάμη καὶ θαύματα ακομη.
Ἡ Θεοδώρα σκοτώνει τὸν κροκόδειλο
Κοντὰ στὸ Μοναστήρι ἐκεῖνο ἦταν μιὰ μεγάλη λίμνη, στὴν ὅποιαν ζοῦσε ἕνας μεγάλος καὶ φοβερὸς κροκόδειλος, ποὺ ἔτρωγε ζῶα καὶ ἄνθρωπους, καὶ ὅτι ζωντανὸ πλησίαζε ἔκει. Ὄσοι κατοικοῦσαν κοντὰ στὴ λίμνη δὲν τολμοῦσαν νὰ πλησιάσουν ἔκει ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θηρίου. Γι αὐτὸ καὶ ὁ ἔπαρχος τῆς Ἀλεξάνδρειας Γρηγόριος, εἶχε στρατιῶτες γύρω ἀπό τη λίμνη καὶ φύλαγαν νὰ μὴ πλησιάση κανείς. Ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς ποὺ ἤξερε τὶς ἀρετὲς τῆς Θεοδώρας, σκέφθηκε ὅτι ἦταν ἀδύνατον μὲ τόσους ὑπερβολικοὺς ἀγῶνες, νὰ μην ἀπέκτησε θεῖο χάρισμα. Τὴν ἔκαλεσε λοιπὸν στὸ κελλί του καὶ τῆς λέγει: Τέκνον μου Θεόδωρε, πάρε τὸ σταμνὶ καὶ πήγαινε νὰ φέρης νερὸ ἀπὸ τὴ λίμνη.
Ἐκείνη ἄμεσως μόλις ἄκουσε τὴν προσταγὴ τοῦ Ἡγουμένου, ἐπειδὴ ἦταν πρόθυμη στὴν ὑπακοή, ἄμεσως ἅρπαξε τὸ σταμνὶ καὶ ἔτρεξε νὰ ἐκτελέση τὴν προσταγή. Ὅταν ἔφθασε ἠ Θεοδώρα στὸ χεῖλος τῆς λίμνης τὴν ἐμπόδισαν πολλοὶ μὲ φωνὲς νὰ μὴ πλησιάση καὶ φαγωθῆ ἀπὸ τὸ θηρίον. Ἄλλα ἐκείνη μὲ πίστι καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς εὐλογημένης ὑποταγῆς, πλησίασε στὸ νερό. Καὶ ὅσοι βρίσκονταν ἔκει εἶδαν θαῦμα φρικτόν. Καθὼς μπῆκε ἡ Ἅγια στὴ λίμνη νὰ γέμιση τὸ σταμνί, ἄμεσως ἦλθε ὁ κροκόδειλος καὶ τὴν ἔπηρε στὴ ράχη του καὶ τὴν ἔφερε στὴ μέση της λίμνης γιὰ νὰ πάρη καθαρὸ νερό, καὶ πάλι ἄφου γέμισε τὸ σταμνὶ τὴν ἔφερε σηκωτὴ στὴν ἄκρη τῆς λίμνης. Ὅταν βγῆκε ἔξω ἡ ἁγία καταράστηκε το παμφάγον θηρίον, τὸ ὁποῖον ἄμεσους ψόφησε. Ἔτσι λυτρώθηκε ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὸν κίνδυνο καὶ ἔδοξασε τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστοῦσε τὴν Ἅγια.
Αὖτα, βλέποντας ὁ ἐχθρός τῆς ἀλήθειας, ἔτριζε τὰ δόντια ἐναντίον τῆς Θεοδώρας. Καὶ ὄχι μόνον μὲ κρυφὲς ἔπιθεσεις, ἄλλα στὰ φανερὰ ὁ μιαρὸς ἄρχισε νὰ τὴ φοβερίζη. Τῆς ἔλεγε.
Δὲν θὰ σὲ ἄφησοα νὰ ἥσυχασης, ἕως ὅτου σὲ κάνω παίγνιο, ρεζίλι, σὲ κείνους ποὺ τώρα σὲ εὐλαβοῦνται καὶ σέβονται.
Τὸ ἔργο τοῦ σατανᾶ
Σὲ λίγες μέρες τελείωσε τὸ σιτάρι τοῦ Μοναστηριοῦ. Ὁ Ἡγούμενος πρόσταξε τὴ Θεοδώρα νὰ πάρει τὶς καμῆλες καὶ νὰ πάει στὴν Ἀλεξάνδρεια νὰ προμηθευτῆ σιτάρι. Παράγγειλε ἀκόμη σ’ αὐτήν, ἂν ἴσως καὶ δὲν προφθάσει νὰ γυρίσει τὴν ἡμέρα, νὰ μείνει τὸ βράδυ, σὲ ἕνα μικρὸ μοναστηράκι ποὺ λεγόταν τοῦ Ἐνάτου, νὰ ἀναπαυθοῦν καὶ οἱ καμῆλες καὶ ἠ ίδια. Ἀφοῦ ἔκαμε τὴν ἀγορὰ τοῦ σιταριοῦ ἡ Ὁσία, κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἔφθασε στὸ μικρὸ μοναστηράκι μὲ τὸ βασίλεμα τοῦ ἥλιου. Σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ Ἡγουμένου, ἔμεινε τὴ νύκτα ἐκεῖ καὶ κοιμήθηκε κοντὰ στὰ πόδια τῶν ζώων γιὰ ἀσφάλεια τοῦ σιταριοῦ.
Καὶ τότε ἄρχισε τὸν πόλεμο ὁ Σατανᾶ. Μέσα στὸ Μοναστηράκι, ἔμεινε μιὰ κόρη συγγενής κάποιου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μόναζαν ἐκεῖ. Σ’ αὐτὴν λοιπὸν τὴν κόρη, ἔβαλε ὁ σατανᾶς σφοδρὸ ἔρωτα μὲ τὴν Ὁσία ποὺ νόμιζε ὅτι ἦταν ἄνδρας. Πῆγε ἀμέσως χωρὶς ντροπὴ και πλάγιασε κοντὰ στὴν Ὁσία καὶ τὴν παρακινοῦσε καὶ τὴν ἐβίαζε στὴν ἁμαρτία. Ὅταν ὅμως αὐτὴ ἡ κόρη εἶδε ὅτι ματαίως κοπίαζε, ἀπελπίστηκε. Μὴ ὑποφέροντας ὅμως τὴν φλόγα τοῦ πάθους, ποὺ τὴν κατάκαιε, παραδόθηκε σὲ κάποιον ξένον ποὺ διανυκτέρευε ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἐκεῖ στὴ Μονή. Τὸ πρωΐ ἐκεῖνος ποὺ ἔκαμε τὴν ἀτιμία στὴν κόρη ἔφυγε, καὶ ἠ Οσία μὲ τὶς καμῆλες γύρισε στὸ Μοναστήρι, χωρὶς βέβαια νὰ ξέρη τίποτε ἀπὸ ὅσα συνέβησαν στὴν κοπέλα ἐκεῖνο τὸ βράδυ.
Πέρασε λίγος καιρὸς καὶ ἡ κοπέλα βρέθηκε ἔγκυος. Οἱ συγγενεῖς ἄρχισαν νὰ τὴν βιάζουν νὰ φανερώσει ποιὸς τὴν διέφθειρε. Ἐπειδὴ δὲν ἤξερε τὸ ὄνομα τοῦ ξένου, ὁ σατανᾶς την παρακίνησε νὰ πεῖ ὅτι ὁ δράστης ἦταν ὁ Μοναχὸς Θεόδωρος τοῦ Ὀκτωκαιδεκάτου Μοναστηριοῦ ποὺ ἔμεινε τὴν νύκτα ἐκεῖ. Ἐκεῖνοι πίστεψαν τὰ λόγια της καὶ μὲ φωνὲς ἔτρεξαν στο Μοναστήρι ὅπου ἀγωνιζόταν ἡ Ὁσία, καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν. Ὁ Ἡγούμενος ὅταν ἄκουσε τὰ ἀνέλπιστα αὐτά, κάλεσε τὴ Θεοδώρα καὶ τὴν ρώτησε ἂν ἔχει ἰδέαν γι’ αὐτὸ το ἁμάρτημα. Ἡ Ὁσία βέβαια ἀποκρίθηκε ὅτι δὲν εἶχε εἴδηση γι’ αὐτὸ τὸ ἀδίκημα.
Πέρασε ὁ ὁρισμένος καιρὸς καὶ ἡ κόρη γέννησε ἕνα ἀγόρι. Οἱ συγγενεῖς ἀμέσως τὸ πῆραν καὶ τὸ ἔφεραν στὸ Μοναστήρι καὶ τὸ ἄφησαν στὴ μέση τῆς αὐλῆς καὶ ἔφυγαν. Πίστευσαν οἱ ἀδελφοὶ ὅτι αὐτὸς ὁ Θεόδωρος ἦταν πατέρας τοῦ παιδιοῦ. Κι’ ἔτσι μαζὶ μὲ τὸ βρέφος τὸν ἐξόρισαν ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
Ἡ μακαρία Θεοδώρα χωρὶς νὰ διαμαρτύρησει ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τοῦ παιδιοῦ. Κάνει μιὰ μικρὴ καλύβα γιὰ νὰ προφυλάξει τὸ βρέφος καὶ ἀρχίζει τὸ βαρὺ ἔργο τῆς μάνας. Μέ τό γάλα ποὺ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς τσοπάνηδες τὸ ἔτρεφε καὶ μὲ τὸ μαλλὶ ἀπὸ τὰ πρόβατα τοῦ ἔκαμε φορέματα γιὰ νὰ τὸ ντύσει καὶ νὰ τὸ σκεπάσει. Αὐτὴν ἡ ὑπέροχη ψυχὴ ὑπομεινε 7 χρόνια καταφρονημένη μὲ τέτοια δεινὴ κατηγορία. Καὶ ὅμως δὲν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ στόμα της οὔτε ἕνα ψυχρὸ λόγο. Δὲ δυσανασχέτησε ποτέ. Ἀλλά, καθὼς θυμόταν τὸ ἁμάρτημά της κάθε στιγμή, ἔπασχε μὲ κάθε καταφρόνηση γιὰ νὰ τὸ ἐξαλείψει.
Παρουσιάζεται ὁ σατανᾶς σὰν τόν ἄνδρας της
Μιὰ μέρα παρουσιάζεται ὁ σατανᾶς μπροστὰ στὴν Ἁγία μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀνδρός της. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἄρχισε κλαίγοντας νὰ τῆς λέει. -Ὢ ἀγαπημένη μου καὶ πολυπόθητη Θεοδωρα, ὢ φῶς τῶν ματιῶν μου καὶ παρηγοριά μου, χαρὰ καὶ ἡδονὴ τῆς καρδιᾶς μου, φθάνει τόσους χρόνους ποὺ μὲ τυράννησε ἡ στέρησή σου. Παῦσε, σὲ παρακαλῶ τώρα τούς πόνους τῆς λύπης μου. Πᾶμε στὸ σπίτι μας νὰ ζήσουμε καὶ οἱ δυὸ μαζὶ θεάρεστα. Ἡ δὲ Ἅγια, νομίζοντας ὅτι εἶναι πραγματικὰ ὁ ἄνδρας της τοῦ ἀπάντησε: Δὲν εἶναι δυνατόν,
μιὰ καὶ ἐγὼ ἀπαρνήθηκα τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, νὰ στραφῶ πίσω στὰ τοῦ κόσμου, τὰ μάταια καὶ τὰ ψεύτικα. Ἔπειτα πῶς μπορῶ νὰ βλέπω τὸ πρόσωπό σου, χωρὶς ντροπή, ἀφοῦ μόλυνα ἡ ταλαίπωρη τὴν τιμὴ τῆς συζυγίας; Καὶ λέγοντας αὐτά, ἦρθε στὴ μνήμη της τὸ ἁμάρτημά της καὶ σήκωσε τὰ χέρια της σὲ προσευχή. Καὶ καθὼς ἄνοιξε τὸ στόμα της να ἀναφέρει τὸ φοβερὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εὐθὺς ἀμέσως ὁ δαίμονας ἔγινε ἄφαντος.
Ἄλλοτε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα φάνηκε σὰν ἄρχοντας μὲ πλῆθος στρατοῦ, καὶ σὰν στρατηγὸς καὶ ἔλεγαν στὴν Ἁγία οἱ ὑπηρέτες τοῦ σατανᾶ: Προσκύνησε τὸν μόνον ἄρχοντα. Ἡ δε Αγία καθὼς εἶπε πὼς τὸ Θεὸ πρέπει νὰ προσκυνᾶμε, πρόσταξε ἐκεῖνος ποὺ φαινόταν ἄρχοντας καὶ ἔδειραν τόσο τὴν Ἁγία καὶ τὴν πλήγωσαν τόσο, ὥστε ἔμεινε ἀκίνητος, ἀναίσθητη τελείως. Ὅταν τὴν εἶδαν μερικοὶ βοσκοὶ τὴν ἄλλη μέρα, πῆγαν καὶ εἶπαν στὸν ἡγούμενο ὅτι ὁ ἀδελφὸς Θεόδωρος πέθανε. Κατὰ τὸ μεσονύκτιο ἡ Θεοδώρα συνήλθε κάπως καὶ ἄρχισε νὰ λέγει:
Δίκαια ἔπαθα, ἐγὼ εἶμαι ἡ αἰτία τῆς τιμωρίας, γιατί ἔκαμα ἐκείνη τὴν ἁμαρτία στὴν ἀρχή. Ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τὴν συγχωρήσει καὶ να παύσουν πιὰ οἱ πειρασμοὶ γιὰ νὰ μπόρεση νὰ ἡσυχάσει. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἦρθαν γιὰ νὰ τὴν ἐνταφιάσουν, ὅταν τὴν ἄκουσαν νὰ προσεύχεται εἶπαν ὅτι ὁ Θεόδωρος ἀναστήθηκε.
Ὁ Ἡγούμενος συγχωρεῖ τὴν Ἁγία
Ἀφοῦ πέρασαν ἑπτὰ χρόνια, ἐκεῖνοι οἱ Μοναχοὶ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ ἐνάτου, ποὺ συκοφάντησαν τὴν Ἁγία, ἦλθαν καὶ παρακάλεσαν τὸν Ἡγούμενο νὰ δεχθεῖ τὸν Μοναχό Θεοδωρο στὴ συνοδεία τῶν ἀδελφῶν, ἐπειδὴ ἔκανε ἀρκετὸ κανόνα γιὰ τὸ φταίξιμο ἐκεῖνο. Πρόσθεσαν δὲ ὅτι ἀπὸ θεία Ἀποκάλυψη πληροφορήθηκαν ὅτι συγχωρήθηκε τό ἁμάρτημα τοῦ Θεοδώρου. Ὁ ἡγούμενος ἀμέσως ὑπάκουσε σ’ αὐτούς, καὶ πρόσταξε νὰ καθήσει ὁ ἀδελφὸς Θεόδωρος στὸ ἐσωτερικὸ κελὶ ἐλεύθερος καὶ συγχωρημένος ἀπό τήν καταδίκη τῆς συκοφαντίας. Ὁ ἡγούμενος παρατηροῦσε τὴ ζωὴ ποὺ ἔκανε ἡ Ἁγία καὶ τὴν σεβόταν κρυφά.
Ὅταν πέρασαν λίγες ἡμέρες ἄρχισε ἡ Ἁγία νὰ συμβουλεύει τὸ παιδὶ σὰν πατέρας γνήσιος τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Οἱ ἀδελφοὶ ἀπ’ ἔξω ἄκουγαν τὴν ὁμιλία καὶ τὸ ἀνέφεραν στον Ηγούμενο. Ὁ Ἡγούμενος παράγγειλε σὲ μερικοὺς Μοναχοὺς νὰ στέκονται ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ κρυφά, νὰ ἀκούουν τί λέει στὸ παιδὶ ὁ Θεόδωρος. Οἱ Μοναχοὶ μὲ τὴν παραγγελία τοῦ ἠγουμένου, ἄκουσαν τὴν Ἁγία, νὰ συμβουλεύει τὸ παιδὶ λέγοντας αὐτά:
Ἄκουσε, ἀγαπητό μου παιδί, ὁ καιρὸς τῆς δικῆς μου ζωῆς, ἔφθασε στὸ τέλος, ἐγὼ δέ, ἐπιθυμῶ νὰ πάω το ταχύτερον σὲ κείνη τὴν μακαρία ζωή. Ἐσένα δέ, παιδί μου, σὲ ἀφήνω στὸν πατέρα τῶν ὀρφανῶν, τὸν Θεὸ καὶ στὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς. Νὰ ζητᾶς παιδί μου, τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι ἀληθινή, καὶ ὄχι τοῦ σώματος ποὺ εἶναι ψεύτικη.
Καὶ μὲ ἄλλα παρόμοια λόγια ἀγάπης ἡ Ἁγία δίδαξε τὸ παιδὶ παρέδωσε τὴν ὁλόφωτη ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τότε τὸ παιδὶ ἄρχισε νὰ κλαίει γοερά, ὥστε ἀπὸ τὶς φωνὲς του γέμισε τὸ κελί. Ὅταν τὰ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ ἀπεσταλμένοι ἔτρεξαν στὸν ἡγούμενο καὶ εἶπαν σ’ αὐτὸν ὄσα ἄκουσαν ἀπὸ τὶς συμβουλές. Τότε λέγει ὁ ἡγούμενος: εἶδα καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, ὅραμα θαυμαστὸν καὶ ἀκοῦστε το.
Τὸ ὅραμα τοῦ Ἡγουμένου
Εἶδα λέει ὁ ἡγούμενος, σὰν νὰ ἦλθαν δύο ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μὲ σήκωσαν στὸν ἀέρα πολὺ ψηλά, καὶ ἐκεῖ ἔβλεπα πλῆθος ἀπὸ Ἀγγέλους καὶ ἄκουσα μιὰ φωνή, πού μου ἔλεγε:
Βλέπε πόσα ἀγαθὰ ἑτοιμάστηκαν γιὰ τὴ νύμφη μου Θεοδώρα. Μοῦ φαινόταν ἀκόμη ὅτι ἔβλεπα ἕνα ὡραιότατο κρεββάτι ἀπερίγραπτο ποὺ τὸ κρατοῦσε ἕνας Ἄγγελος. Ἐγὼ τότε, βλέποντας αὐτὸν τὸν στολισμὸ τὸ νυφικό, ποὺ δὲν μπορῶ μὲ λόγια νὰ σᾶς τὸν περιγράψω, ρωτοῦσα νὰ μάθω γιὰ ποιὸν ἑτοιμάζεται ὅλη αὐτὴ ἡ παράταξη. Προτοῦ μοῦ ἀπαντήσουν, βλέπω ἔξαφνα παράταξη, Προφητῶν, Ἀποστόλων, Μαρτύρων καὶ ἄλλων Δικαίων, καὶ ἀνάμεσα στὰ τάγματα ἐκεῖνα, φάνηκε μία γυναίκα, στολισμένη μὲ δόξα και λαμπρότητα, ἡ ὁποία κάθισε σὲ κεῖνο τὸ ὑπέροχο κρεββάτι.
Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ μὲ ἔφεραν ἐκεῖ, μοῦ ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μοναχὸς Θεόδωρος. Ἐκεῖνος ποὺ συκοφαντήθηκε ἄδικα καὶ ὁ ὁποῖος δέχθηκε νὰ ὑπομείνει αὐτὴ τὴν καταφρόνηση ἑπτὰ χρόνους, ἐξόριστος ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα, καὶ ἄφηνε νὰ νομίζεται πατέρας ξένου παιδιοῦ. Αὐτός, ποὺ δέχθηκε νά τρέφει σπέρμα ξένο, μὲ τέτοια κακοπάθεια, χωρὶς νὰ φανερώσει ποιὸς εἶναι καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τέτοια ντροπή. Γι’ αὐτὸ βλέπεις ἀξιώθηκε νὰ πάρει τώρα τέτοια δόξα και λαμπρότητα.
Ἕως ἐδῶ, ἀδελφοὶ τελείωσε τὸ ὅραμα. Ἃς πᾶμε τώρα στὸ κελὶ τοῦ Θεοδώρου νὰ ἰδοῦμε τὸ γεγονός. Ὅταν ἔφθασαν στὸ κελὶ βλέπουν τὸ παιδὶ νὰ κλαίει ἐπάνω στη Θεοδώρα ποὺ εἶχε τελειώσει.
Ἡ ἀποκάλυψη τῆς Θεοδώρας
Στὴν ἑτοιμασία, ποὺ τῆς ἔκαναν, εἶδαν ὅτι ἦταν γυναίκα. Τότε τὰ μάτια ὅλων ἔρρεαν ἀσταμάτητα καὶ τοῦ ἡγουμένου καὶ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν, ἐπάνω στὸ λείψανο τῆς Ἁγίας.
Δάκρυα μετάνοιας, ποὺ τὴν εἶχαν ὅλοι τόσο παρεξηγήσει καὶ τόσο βασανίσει μὲ τὴν ἄδικη τιμωρίας της. Ὁ ἡγούμενος ἀμέσως κάλεσε καὶ τοὺς ἄλλους Μοναχοὺς ἀπὸ τὴν ἄλλη Μονή, ποὺ τὴν εἶχαν ὅλοι τόσο συκοφαντήσει νὰ ἔλθουν νὰ δοῦν τὸ παράδοξο πράγμα, καὶ νὰ κλάψουν γιὰ τὴν ἀπάτη τῆς ψεύτικης συκοφαντίας. Ὅταν ἔφθασαν καὶ εἶδαν, ἔμειναν ἐκστατικοί, καὶ ἔτρεμαν ἀπὸ τὸ φόβο τους. Νόμιζαν ὅτι θὰ τοὺς βρεῖ θεϊκὴ ὀργὴ γιὰ τὴν ἄδικη κατηγορία πρὸς τὴν Ἁγία.
Ἔρχεται καὶ ὁ ἄνδρας της
Τότε παραστάθηκε Ἄγγελος Κυρίου πρὸς τὸν ἡγούμενο, καὶ παράγγειλε νὰ στείλει τάχιστα ἄνθρωπο στὴν πόλι μὲ ἄλογο, καὶ κεῖνο ποὺ θὰ ἔβρισκε πρώτον, νὰ τὸν βάλει ἐπανω στό ἄλογο καὶ νὰ τὸν φέρει στὸ Μοναστήρι. Ὁ πρῶτος ποὺ συνάντησε ὁ Μοναχὸς ἦταν ὁ ἄνδρας της. Καὶ αὐτὸς εἶχε δεῖ θεία ἀποκάλυψη καὶ εἶχε κινήσει γιὰ τὸ Μοναστήρι. Ὄταν ἔφθασαν καὶ εἶδε ὁ σύζυγος τὸ ἱερότατο λείψανο τῆς Μακαρίας Θεοδώρας, ἔπεσε ἐπάνω καὶ ἔκλαιε καὶ ὀδυρόταν πικρά. Τὴν καλοῦσε μὲ τὸ ὄνομά της ἀναθυμίζοντας τὴν ἐνάρετη ζωὴ ποὺ πέρασαν μαζὶ προτοῦ φύγει. Ὅλα αὐτὰ ποὺ διηγόταν ὁ ἄνδρας της ἦταν ἀξιέπαινα καὶ θαύμαζαν ὅλοι ποὺ τὰ ἄκουαν. Τότε μὲ πάσαν εὐλάβεια καὶ κατάνυξη ἔψαλαν ὕμνους πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἐνταφίασαν αὐτὸ τὸ πολυάθλο καὶ σεβάσμιο λείψανο.
Ὁ ἄνδρας της μὲ τὶς εὐχὲς τῆς Ἁγίας, δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἔγινε Μοναχὸς καὶ κάθισε στο κελὶ τῆς συζύγου του. Καὶ αὐτὸς ἔζησε ζωὴ ἀσκητικὴ καὶ ὅταν ἔφυγε πρὸς τὸν Κύριον ἐτάφη μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία.
Ἀλλὰ καὶ τὸ παιδὶ ποὺ ἀνάθρεψε ἡ Ἁγία, πρόκοψε τόσον στὴ Μοναστικὴ ζωή, ὥστε ἀργότερα ἔγινε Μοναχὸς καὶ ὑστέρα Ἡγούμενος τῆς Μονῆς.
Ἀπολυτίκιον Ηχος πλ. δ’.
Ἐν σοῖ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κάτ’ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Θεοδώρα τὸ πνεῦμά σου.
xristianos.gr