Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν ὁ Μέγας (ἀββᾶς Ποιμὴν) γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο περὶ τὸ ἔτος 340 μ.Χ. Μαζὶ μὲ τὰ δύο του ἀδέρφια, Ἀνοὺβ καὶ Παΐσιο, πῆγε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τῆς Αἰγύπτου, ὅπου καὶ οἱ τρεῖς δέχθηκαν τὴ μοναχικὴ κουρά. Τ ‘ ἀδέλφια ἦταν τόσο αὐστηροὶ ἀσκητὲς ποὺ ὅταν ἡ μητέρα τοὺς πῆγε στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ δεῖ τὰ παιδιά της, αὐτοὶ δὲν βγαίναν ἀπὸ τὰ κελιά τους γιὰ νὰ τὴν δοῦν. Ἡ μητέρα τοὺς παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα καὶ ἔκλαιγε. Τότε ὁ μοναχὸς Ποιμὴν τῆς εἶπε μέσα ἀπὸ τὴν κλειστὴ πόρτα τοῦ κελιοῦ: «Ἂν ἀντέξεις τὸν προσωρινό μας χωρισμὸ τώρα, τότε στὴν ἑπόμενη ζωὴ θὰ μᾶς δεῖς, ἀφοῦ εὐελπιστοῦμε στὸ Θεό, τὸν ἐραστὴ τῆς ἀνθρωπότητας». Ἡ μητέρα τους τότε ταπεινώθηκε καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της.
Ἡ φήμη γιὰ τὰ κατορθώματα καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ μοναχοῦ Ποιμὴν ἐξαπλωθεῖ σὲ ὅλες τὶς ἐκτάσεις τῆς χώρας. Κάποτε ὁ κυβερνήτης τῆς περιοχῆς θέλησε νὰ τὸν δεῖ. Ὁ μοναχὸς Ποιμὴν ὅμως, ἀποφεῦγε τὴ φήμη, αἰτιολογόντας το ὡς ἑξῆς: «Ἂν ἀρχίσουν οἱ ἀξιωματοῦχοι νὰ ἔρχονται σὲ μένα μὲ σεβασμό, τότε, ἐπίσης, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους θὰ ἀρχίσουν νὰ ἔρχονται σὲ μένα καὶ θὰ διαταράσσουν ἡσυχία μου, καὶ ἐγὼ θὰ στερηθῶ τὴ χάρη τῆς ταπεινοφροσύνης, τὴν ὁποία βρῆκα μόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ». Καὶ ἔτσι ἔστειλε τὴν ἄρνησή του στὸν ἀγγελιοφόρο.
Γιὰ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ὁ μοναχὸς Ποιμὴν ἦταν ἕνας πνευματικὸς ὁδηγὸς καὶ δάσκαλος -ἕνας ἀββᾶς. Καὶ σημείωναν τὶς ἀπαντήσεις του γιὰ νὰ βοηθήσουν στὴ διαπαιδαγώγηση καὶ τῶν ἄλλων, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους.
Μιὰ φορὰ ἕνας μοναχὸς τὸν ρώτησε: «Θὰ πρέπει ἄραγε κάποιος μοναχὸς νὰ καλύπτει μὲ τὸ πέπλο τῆς σιωπῆς τὴν ἁμαρτία μιᾶς ὑπέρβασης ἑνὸς ἄλλου μοναχοῦ, ἂν τύχει νὰ τὸν δεῖ νὰ τὴν πράττει;». Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Ἂν ἐμεῖς μεμφόμαστε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀδελφῶν μας, τότε ὁ Θεὸς θὰ μεμφθεῖ καὶ τὶς δικές μας ἁμαρτίες, καὶ ἂν ἐσὺ δεῖς ἕνα ἁμαρτωλὸ ἀδελφό, νὰ μὴν πιστέψεις στὰ μάτια σου καὶ νὰ ξέρεις, ὅτι ἡ δική σου ἡ ἁμαρτία εἶναι σὰν δοκάρι, ἐνῶ ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀδελφοῦ σου εἶναι σὰν σκλήθρα, καὶ τότε θ’ ἀποφύγεις τὴ στεναχώρια καὶ τὸν πειρασμὸ γιὰ νὰ τὸν κρίνεις».
Ἕνας ἄλλος μοναχὸς στράφηκε πρὸς τὸν ἅγιο, λέγοντας: «Ἁμάρτησα οἰκτρὰ καὶ θέλω νὰ ἀφιερώσω τρία χρόνια στὴ μετάνοια. Εἶναι ἕνα τέτοιο χρονικὸ διάστημα ἐπαρκές;». Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Αὐτὸ εἶναι ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα». Ὁ μοναχὸς συνέχισε νὰ ρωτᾶ πόσο χρονικὸ διάστημα μετάνοιας ὑπολόγιζε ὁ ἅγιος ὅτι θὰ εἶναι ἀναγκαῖο γὶ αὐτὸν – ἕνα χρόνο ἢ σαράντα μέρες; Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Νομίζω ὅτι ἂν ἕνας ἄνθρωπος μετανοήσει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ ξεκινοῦσε ἀπὸ μιὰ σταθερὴ πρόθεση νὰ μὴν ἐπιστρέψει πλέον πρὸς τὴν ἁμαρτία, τότε ὁ Θεὸς θὰ δεχόνταν ἀκόμη καὶ ἕνα τριήμερο μετάνοιας».
Στὴν ἐρώτηση, γιὰ τὸ πῶς νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ ἐπίμονες κακὲς σκέψεις, ὁ ἅγιος ἀπάντησε: «Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἔχει ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ τὴ φωτιά, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἕνα δοχεῖο μὲ νερό, στὴ συνέχεια, ἂν ἀρχίσει νὰ καίγεται ἀπὸ τὴ φωτιά, παίρνει νερὸ ἀπὸ τὸ δοχεῖο καὶ τὴν σβήνει. Ὅπως καὶ αὐτή, οἱ κακὲς σκέψεις προτάθηκαν ἀπὸ τὸν ἐχθρό της σωτηρίας μας, ποὺ σὰν μιὰ σπίθα μποροῦν ν’ ἀνάψουν ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες μέσα στὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ σβήσουμε αὐτὲς τὶς σπίθες μὲ τὸ νερό, ποὺ εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λαχτάρα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ Θεό».
Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ἦταν αὐστηρὸς στὴ νηστεία καὶ δὲν ἔτρωγε γιὰ τὸ διάστημα μιᾶς ἑβδομάδας ἢ καὶ περισσότερο. Ἀλλὰ στοὺς ἄλλους, ὁ ἴδιος συμβούλευε νὰ τρῶνε κάθε μέρα, χωρὶς ὅμως νὰ παραφουσκόνουν τὸ στομάχι τους. Γιὰ κάποιο συγκεκριμένο μοναχό, ὁ ὁποῖος ἐπέτρεπε στὸν ἑαυτό του νὰ τρώει μόνο κάθε ἑπτὰ μέρες, ἀλλὰ ἦταν πάντα θυμωμένος μὲ ἕναν ἀδελφό, ὁ ἅγιος εἶπε: «Ἔχεις μάθει γρήγορα νὰ τρῶς μόνο ὅταν περάσουν οἱ ἕξι ἡμέρες, ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ ἀπόσχεις ἀπὸ τὴν ὀργὴ οὔτε ἀκόμη γιὰ μία μέρα».
Στὴν ἐρώτηση, ποιὸ εἶναι καλύτερο – νὰ μιλᾶ κανεὶς ἢ νὰ σιωπᾶ, ὁ γέροντας εἶπε: «Αὐτὸς ποὺ μιλᾶ γιὰ λογαριασμὸ τοῦ Θεοῦ, κάνει καλά, καὶ αὐτὸς ποὺ σιωπᾶ γιὰ λογαριασμὸ τοῦ Θεοῦ – καὶ αὐτὸς πράττει καλά». Καὶ ἐπιπλέον: «Εἶναι δυνατὸν ἕνας ἄνθρωπος νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι σιωπηλός, ἀλλὰ ἂν ἡ καρδιὰ τοῦ δικάζει τοὺς ἄλλους, τότε εἶναι σὰν νὰ μιλάει διαρκῶς. Ὅμως ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ὅλη τὴν ἡμέρα μιλοῦν μὲ τὴ γλώσσα τους, ἀλλὰ μέσα τους τηροῦν σιωπή, ἀφοῦ δὲν κρίνουν κανέναν».
Ὁ ἅγιος, δήλωσε: «Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ τηρεῖ τρεῖς βασικοὺς κανόνες: νὰ φοβᾶται τὸν Θεό, νὰ προσεύχεται συχνὰ καὶ νὰ κάνει καλὲς πράξεις γιὰ τοὺς ἀνθρώπους». «Ἡ κακία ἡ ἴδια δὲν ἐξαφανίζει ποτὲ τὴν κακία. Ἂν κάποιος σου κάνει κακό, κᾶνε τοῦ καλό, καὶ τὸ δικό σου καλὸ θὰ κατακτήσει τὸ δικό του κακό».
Μιὰ φορά, ὅταν ὁ ἀββᾶς μὲ τοὺς ὑποτακτικούς του κατέληξε σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου (ἀφοῦ εἶχε τὴ συνήθεια νὰ πηγαίνει ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἔτσι ὥστε νὰ ἀποφεύγει τὴ δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους), ἔγινε γνωστὸ στὸν ἴδιο, ὅτι ὁ γέροντας ποὺ ζοῦσε ἐκεῖ εἶχε ἐκνευριστεῖ μὲ τὴν ἄφιξή του καὶ ἐπίσης ὅτι ἔτρεφε ζηλοτυπία ἀπεναντί του. Γιὰ νὰ ξεπεράσει τὴν κακία τοῦ ὁ ἀσκητής, ὁ ἅγιος ἀναχώρισε μέσα στὴν ἔρημο μαζὶ μὲ τοὺς ὑποτακτικούς του γιὰ νὰ τὸν βρεῖ, περνοντας τοῦ τρόφιμα ὡς δῶρο. Ὁ γέροντας ἀρνήθηκε νὰ βγεῖ γιὰ νὰ τοὺς συναντήσει. Κατόπιν αὐτοῦ, ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε: «Ἐμεῖς δὲν θὰ φύγουμε ἀπὸ ἐδῶ, μέχρι νὰ μᾶς ἀφήσετε τὸν δοῦμε καὶ νὰ δώσουμε τὰ σέβη μας στὸ ἅγιο γέροντα», – καὶ παρέμεινε νὰ στέκεται στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ κάτω ἀπὸ τὸν καυτὸ ἥλιο. Βλέποντας αὐτὴ τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ἔλλειψη κακίας ἐκ μέρους τοῦ ἀββᾶ Ποιμήν, ὁ γέροντας τὸν ὑποδέχτηκε εὐγενικὰ καὶ εἶπε: «Εἶναι σωστὰ αὐτὰ ποὺ ἔχω ἀκούσει γιὰ σᾶς, ἀλλὰ βλέπω μέσα σου τὶς καλὲς πράξεις ἑκατὸ φορὲς ἀκόμη περισσότερο». Μὲ αὐτὸ τὸ τρόπο ἤξερε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν νὰ σβήνει τὴν κακία καὶ νὰ δίνει τὸ καλὸ παράδειγμα στοὺς ἄλλους. Εἶχε ἄλλωστε καὶ τόση μεγάλη ταπεινότητα, ποὺ συχνὰ μὲ ἕνα ἀναστεναγμὸ ἔλεγε: «Θὰ ριχθῶ κάτω σε αὐτὸ τὸ μέρος, κάτω ἐκεῖ ποὺ πετάχτηκε ὁ Σατανᾶς!»
Μιὰ φορά, ἦρθε στὸν ἅγιο ἕνας μοναχὸς ἀπὸ μακριὰ γιὰ νὰ πάρει τὴν καθοδήγησή του. Ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ θέματα ὕψηστα, δύσκολο νὰ κατανοηθοῦν. Ὁ ἅγιος στράφηκε μακριὰ ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἦταν σιωπηλός. Ὁ μοναχὸς ἔμεινε ἄναυδος ὅταν τοῦ ἐξήγησαν, ὅτι ὁ ἅγιος δὲν ἤθελε νὰ μιλάει γιὰ τέτοια αἰθέρια θέματα. Τότε ὁ μοναχὸς ἄρχισε νὰ τὸν ρωτᾶ γιὰ τὸν ἀγώνα μὲ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Ὁ ἅγιος στράφηκε πρὸς τὸν μοναχὸ μὲ χαρούμενο πρόσωπο: «Τώρα μιλᾶς καλά, καὶ πρέπει νὰ μιλήσω γιατί αὐτὰ χρειάζονται ἀπάντηση», – καὶ γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα τὸν καθοδηγοῦσε, ὡς πρὸς τὸ πῶς πρέπει κανεὶς νὰ ἀγωνιστεῖ μὲ τὰ πάθη καὶ νὰ τὰ κατακτήσει.
Ἕνας ἀρχάριος μοναχὸς ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ποιμένα νὰ τὸν διδάξη πῶς νὰ ἡσυχάζη στὸ κελλί του.
– Ἐγώ, παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ Ὅσιος, στὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ μου ἐξετάζω καλὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ βρίσκω πὼς εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, βυθισμένος μέχρι τὸ λαιμὸ στὸ βοῦρκο τῆς ἀσωτίας καὶ φορτωμένος δυσβάστακτο βάρος. Γι’ αὐτὸ δὲν παύω νὰ φωνάζω μ’ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μου στὸν Πανοικτίρμονα Θεόν: «Κύριε, ἐλέησε μέ». Ὁ Μοναχός, ποὺ ἔχει τὸν Θεὸ διαρκῶς μπροστὰ στὰ μάτια του, καὶ στὸ κελλὶ τοῦ ἀκόμη κάθεται μὲ συστολὴ καὶ εὐλάβεια καὶ δὲν πέφτει ποτὲ σὲ σοβαρὸ παράπτωμα.
– Ἂν ἔλθη στὸ κελλί μου κάποιος ἀδελφός, ποῦ ἡ συναναστροφή του δὲν μὲ ὠφελεῖ, τί πρέπει νὰ κάνω; ζήτησε νὰ μάθη ὁ Μοναχός.
– Ἐξέτασε καλὰ τὸν ἑαυτό σου, τὸν συμβούλεψε ὁ Ὅσιος, νὰ ἰδῆς τί σκέψεις εἶχες προτοῦ σ’ ἐπισκεφθῆ ὁ ἀδελφός, καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ἀνακαλύψης πὼς ἐσὺ εἶσαι ὁ αἴτιος ποὺ δὲν οἰκοδομεῖται καὶ ὁ ἄλλος. Ἂν κάνης αὐτὸ πάντοτε μ’ ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη, δὲν θὰ κατηγορῆς τὸν πλησίον σου, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό σου μόνον
Ὅταν μάθει ὁ ἄνθρωπος νὰ μέμφεται τὸν ἑαυτό του, ὅπου κι ἂν βρεθῆ, ἔχει δύναμι νὰ ὑπομένη, ἔλεγε συχνὰ ὁ ὅσιος Ποιμήν.
Καὶ ἄλλοτε πάλι:
– Γιὰ νὰ νοιώση καλά το γραφικὸ ρητό, «πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς» πρέπει νὰ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτὸ τοῦ χειρότερο ἀπὸ ὅλα τα κτίσματα.
– Πῶς μπορῶ νὰ νοιώσω τὸν ἑαυτό μου χειρότερο ἀπὸ τὸ φονιά; ρώτησε κάποιος ἀδελφός.
– Ὅταν εἰπῆς στὸ λογισμό σου, ἐξήγησε ὁ Γέρων, πὼς αὐτὸς ἔκανε μόνο αὐτὴν τὴν ἁμαρτία, ἐνῶ ἐγὼ σκοτώνω κάθε μέρα συνανθρώπους μου μὲ τὴν προαίρεση.
Στὸν τόπο ποὺ θὰ καταδικασθῆ ὁ διάβολος, θὰ πάω κι ἐγώ, ἔλεγε ταπεινώνοντας τὸν ἐαυτόν του, ὁ Ὅσιος Ποιμήν.
Καὶ ἄλλη φορᾶ:
– Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ταπεινοφροσύνη καὶ φόβο Θεοῦ, ὅπως κι’ ἀπὸ τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέει.
Σὲ ἄλλη πάλι περίστασι:
– Τὰ πιὸ χρήσιμα ἐργαλεῖα τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ αὐτοεξουθένωσις καὶ ἡ περιφρόνησις τοῦ ἰδίου θελήματος.
Ὅταν ἀποφεύγει ὁ ἄνθρωπος τὶς πολλὲς κουβέντες, τὶς διαμάχες, τὴν ταραχὴ καὶ τὴν σύγχυση, ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπισκιάζει τὴν ψυχή του καὶ τότε, ὅσο στείρα κι ἂν εἶναι, θὰ βλαστήσει καρποὺς πνευματικούς.
Κάποιος μοναχὸς ζήτησε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ποιμένα νὰ τοῦ ἐξηγήσει τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ μετάνοια.
– Ἡ μὴ ἐπανάληψις τῆς ἴδιας ἁμαρτίας, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος .
Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν πέθανε στὴν ἡλικία τῶν 110 χρόνων, περὶ τὸ ἔτος 450 μ.Χ.
Σύντομα μετὰ τὸ θάνατό του ἀναγνωρίστηκε ὡς ἅγιος καὶ ἔλαβε τὸν τίτλο «ὁ Μέγας» – ὡς ἔνδειξη τῆς μεγάλης ταπεινότητας, σεμνότητας, εὐθύτητας,αὐταπάρνησης καὶ τῆς ὑπηρεσίας του πρὸς τὸν Θεό.
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ποιμὴν τοῦ Μεγάλου ἑορτάζεται στὶς 27 Αὐγούστου.
Ἀπολυτίκιο Ὁσίου Ποιμὴν τοῦ Μεγάλου
Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστὴρ τὴ οἰκουμένη, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ποιμὴν Πατὴρ ἠμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, σωθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
http://noctoc-noctoc.blogspot.gr
&
http://misha.pblogs.gr