Ὅταν ὁ Κύριος καὶ μεγάλος Θεὸς καὶ Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστὸς κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωὴ Τοῦ ἐπιτελοῦσε πολ¬λᾶ θαύματα διὰ τῆς ἀγαθότητάς Του, ὅπως ἀναφέρεται σχετικὰ στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, καὶ ἡ φήμη Τοῦ διαδιδόταν παντοῦ, ἔφτασαν τὰ ἐκπληκτικὰ αὐτὰ γεγονότα καὶ στὰ αὐ¬τιὰ τοῦ Αὔγαρου, τοπάρχη τῆς Ἔδεσσας. Τότε λοιπὸν ὁ Αὔγαρος αἰσθάνθηκε ἔντονη τὴν ἐπιθυμία νὰ πάει στὰ Ἰε¬ροσόλυμα καὶ νὰ δεῖ μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ μάτια τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτή, γιατί προσβλήθηκε ἀπὸ ἀνίατα νοσήματα. Συγκε¬κριμένα, λέπρα μαύρη ξαπλώθηκε σὲ ὅλο τοῦ τὸ σῶμα καὶ τοῦ κατέτρωγε τὶς σάρκες, ἐνῶ συγχρόνως τὸν κατατυραννοῦσε μία χρόνια καὶ ὕπουλη ἀρθρίτιδα. Καὶ ἡ μὲν λέπρα τοῦ προξένησε μεγάλη ἀσχήμια καὶ τὸν ταλαιπωροῦσε, ἡ δὲ ἀρθρίτιδα τοῦ προκαλοῦσε δριμύτατους καὶ δυσβάστα¬κτους πόνους. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ δύστυχος ἐκεῖνος ἄνθρωπος κλείστηκε στὴν οἰκία του καὶ ἔτσι οἱ ὑπήκοοί του δὲν μποροῦσαν οὔτε νὰ τὸν πλησιάζουν οὔτε νὰ τὸν βλέπουν.
/
Κατὰ τὶς ἡμέρες ὅμως τοῦ ἁγίου Πάθους τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Αὔγαρος ἔγραψε μία ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Κύριο καὶ Τοῦ τὴν ἔστειλε μὲ κάποιον ὀνόματι Ἀνανία. Συγχρόνως δὲ ἔδωσε προφο¬ρικὴ ἐντολὴ στὸν κομιστὴ αὐτὸν τῆς ἐπιστολῆς νὰ ζωγραφί¬σει μὲ κάθε ἀκρίβεια τὸ μέγεθος τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου τὸ χρῶμα τῶν τριχῶν καὶ τοῦ προσώπου Του καὶ γενικὰ ὅλο τὸ σωματικό Του παρουσιαστικὸ καὶ τὴν εἰκόνα αὐτὴ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ τοῦ τὴ φέρει. Καὶ βέβαια ὁ Ἀνανίας γνώριζε ἄριστα τὴ ζωγραφικὴ τέχνη. Ἡ ἐπιστολὴ δὲ τοῦ Αὔγαρου εἶναι ἡ ἕξης:
«Αὔγαρος, ὁ τοπάρχης τῆς πόλεως Ἐδέσσης, πρὸς τὸν Ἰησοῦ Σωτήρα, ἀγαθὸν ἰατρό, ἐμφανισθέντα στὰ Ἱεροσό¬λυμα• Χαῖρε.
Ἔχω ἀκούσει τὰ σχετικὰ μὲ Ἐσένα καὶ γιὰ τὶς ἰάσεις ποὺ Σὺ ἐπιτελεῖς χωρὶς τὴ χρησιμοποίηση φαρμάκων. Καὶ συγκεκριμένα, ὅπως λένε, κάνεις τυφλοὺς νὰ ἀναβλέπουν καὶ χωλοὺς νὰ περπατοῦν, λεπροὺς καθαρίζεις, ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ δαίμονες διώχνεις, θεραπεύεις πάσχοντες ἀπὸ μακροχρόνιες ἀσθένειες, νεκροὺς ἀνασταίνεις. Ἔτσι ἐγώ, μόλις ἄκουσα ὅλα αὐτὰ γιὰ Ἐσένα, σχημάτισα τὴ γνώμη ὅτι θὰ συμβαίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: Δηλαδή, ἀφοῦ ἐπιτελεῖς τέτοια θαυμαστά, ἢ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἢ εἶσαι Θεός. Γιὰ τοῦτο λοιπὸν μὲ τὸ γράμμα μου αὐτὸ Σὲ παρα¬καλῶ νὰ κάμεις τὸν κόπο νὰ ἔλθεις σ’ ἔμενα, γιὰ νὰ μοῦ θεραπεύσεις τὶς ἀσθένειες ποὺ μὲ βασανίζουν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μείνεις ἐδῶ μαζί μου, ἀφοῦ, ὅπως ἄκουσα, οἱ Ἰου¬δαῖοι καταγογγύζουν ἐναντίον Σου καὶ σκοπεύουν νὰ Σὲ κακοποιήσουν. Σὲ πληροφορῶ δὲ ὅτι ἡ πόλη μου εἶναι μὲν πολὺ μικρή, ἀλλὰ εἶναι σεμνὴ καὶ ἥσυχη, καὶ ἔτσι θὰ ἐπαρκέσει καὶ στοὺς δυό μας νὰ κατοικοῦμε σ’ αὐτὴ μὲ εἰρήνη».
Ὁ Ἀνανίας λοιπὸν πῆρε τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ Αὔγα¬ρου καὶ πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ ἀναζήτησε τὸν Κύ¬ριο, Τὸν βρῆκε καὶ Τοῦ τὴν ἔδωσε. Μετὰ δὲ τὴν ἐπίδοση τῆς ἐπιστολῆς προσήλωσε σταθερὰ τὸ βλέμμα τοῦ σ’ Αὐτὸν καὶ Τὸν ἀτένιζε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ προσοχή. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ σταθεῖ κοντὰ στὸν Κύριο, ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ποὺ εἶχε συρρεύσει ἐκεῖ, ἀνέβη σὲ μία πέτρα, ποὺ ἐξεῖχε λίγο ἀπὸ τὸ ἔδαφος, κάθισε πάνω σ’ αὐτὴν καὶ στρέφοντας τὸ βλέμμα τοῦ προσεκτικὰ πρὸς Αὐ¬τὸν σχεδίαζε τὸ πρόσωπό Του πάνω σὲ μία πινακίδα. Ἀλ¬λά, παρὰ τὴν προσπάθειά του καὶ τὴ ζωγραφική του ἰκα¬νότητα, δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδώσει τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰη¬σοῦ, γιατί τοῦτο, κάθε φορὰ ποὺ αὐτὸς σήκωνε τὸ βλέμμα του καὶ τὸ κοίταζε, παρουσιαζόταν μὲ διαφορετικὴ μορφή. Καὶ βέβαια ὁ Κύριος, ὡς γνώστης τῶν κρύφιων σκέψεων καὶ ἐπιθυμιῶν τῶν ἀνθρώπων, διέγνωσε τὴν πρόθεση τοῦ Ἀνανία καὶ δήλωσε σ’ αὐτὸν ὅτι τὴν ξέρει.
Μετὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ζήτησε νερὸ νὰ νιφτεῖ. Μόλις νίφτηκε, Τοῦ ἔδωσαν ἕνα ὕφασμα τετράδι¬πλο καὶ σπόγγισε τὸ ἄχραντο καὶ θεῖο πρόσωπό Του. Καὶ τότε, ὢ τοῦ θαύματος!, ἀποτυπώθηκε στὸ ὕφασμα αὐτὸ θεία μορφὴ τοῦ προσώπου Του. Τὸ ὕφασμα λοιπὸν αὐτὸ μὲ τὴ μορφὴ Τοῦ τὸ παρέδωσε στὸν Ἀνανία λέγοντάς του: «Πήγαινε νὰ τὸ δώσεις σ’ ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἔστειλε». Ἔγρα¬ψε δὲ καὶ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Αὔγαρο μὲ τὸ ἀκόλουθο πε¬ριεχόμενο:
«Εἶσαι εὐτυχής, Αὔγαρε, ἐπειδὴ πίστεψες σ’ ἔμενα, ἂν καὶ δὲν μὲ ἔχεις δεῖ. Γιατί εἶναι γραμμένο γιὰ ἐμένα ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ ἔχουν δεῖ δὲν πιστεύουν σ’ ἐμένα, γιὰ νὰ πιστέψουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μὲ ἔχουν δεῖ καὶ νὰ ζήσουν. Σχετικὰ δὲ μὲ ἐκεῖνο πού μου ἔγραψες, νὰ ’ρθω δηλαδὴ σ’ ἐσένα, σὲ πληροφορῶ ὅτι πρέπει νὰ τελειώσω ὅλα τὰ ἔργα, γιὰ τὰ ὁποία στάλθηκα στὸν κόσμο, καί, ἀφοῦ τὰ τε¬λειώσω, νὰ ἀναληφθῶ πρὸς τὸν Πατέρα μου, ὁ Ὁποῖος καὶ μὲ ἀπέστειλε στὴ γῆ. Ὅμως μετὰ τὴν ἀνάληψή μου θὰ σοῦ ἀποστείλω ἕναν ἀπὸ τοὺς μαθητές μου, ὀνόματι Θαδδαῖο, ὁ ὁποῖος καὶ τὶς ἀσθένειές σου θὰ θεραπεύσει, καὶ ζωὴ αἰώνια καὶ εἰρήνη, σ’ ἐσένα καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι μαζί σου, θὰ χαρίσει, καὶ τὴν πόλη σου θὰ βοηθήσει ἀρκε¬τᾶ, ὥστε νὰ μὴν τὴν καταβάλει κανένας ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της».
Στὸ τέλος δὲ τῆς ἐπιστολῆς Του ὁ Κύριος ἔβαλε ἑπτὰ σφραγίδες, οἱ ὁποῖες ἦταν σημαδεμένες μὲ ἑβραϊκὰ γράμ¬ματα, τὰ ὁποία, μεταφερόμενα στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἀποδίδονται μὲ τὴ φράση «Θεοῦ θέα θεῖον θαῦμα».
Ὁ Αὔγαρος ὑποδέχτηκε μὲ μεγάλη χαρὰ τὸν Ἀνανία καὶ ἀμέσως, ἀφοῦ προσέπεσε καὶ προσκύνησε μὲ πίστη καὶ πόθο πολὺ τὴν ἄχραντη Εἰκόνα τοῦ Κυρίου, θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του• μόνο στὸ μέτωπό του παρέμει¬νε ἡ λέπρα. Μετὰ δὲ ἀπὸ τὸ σωτήριο πάθος τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἄνοδό Του στοὺς οὐρανοὺς πῆγε στὴν Ἔδεσσα ὁ ἀπόστολος Θαδδαῖος, ὁ ὁποῖος βάπτισε καὶ αὐτὸν καὶ ὅλους τους ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε λοιπὸν ὁ Αὔγαρος, βγαίνοντας ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο νερό, κα¬θαρίστηκε καὶ ἀπὸ τὸ μικρὸ ἐκεῖνο ὑπόλειμμα τῆς λέπρας ποὺ εἶχε μείνει στὸ μέτωπό του.
Ἔκτοτε ὁ Αὔγαρος σεβόταν καὶ τιμοῦσε παντοιοτρόπως τὸ θεῖο ὁμοίωμα τῆς μορφῆς τοῦ Κυρίου. Ἤθελε ὅμως νὰ τὸ τιμοῦν παρομοίως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, στὰ ἄλλα καλὰ ποὺ ἔπραξε, πρόσθεσε καὶ τὸ ἑξῆς: Ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας, ἐπίσημος πολίτης τῆς Ἔδεσσας, εἶχε στήσει τὸν ἀνδριάντα τοῦ μπροστὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὴ δημόσια πύλη τῆς πόλεως. Ἔτσι, καθένας ποὺ ἤθελε νὰ εἰσέλθει στὴν πόλη ὄφειλε νὰ προσκυνήσει τὸν ἀνδριάντα αὐτόν, εὐχόμενος καὶ ἀποδίδοντας σεβασμό, καὶ μετὰ νὰ εἰσέλθει.
Τὸ ἀκάθαρτο λοιπὸν αὐτὸ ἄγαλμα ὁ Αὔγαρος τὸ γκρέμισε καὶ τὸ ἐξαφάνισε, ἐνῶ στὴ θέση τοῦ ἔστησε τὴν ἀχειροποίητη Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας, ἀφοῦ πρῶτα τὴν προσκόλλησε σὲ σανίδα, τὴν καλλώ¬πισε καὶ ἔγραψε τὴν ἐπιγραφή• «Χριστὲ ὁ Θεός, ἐκεῖνος ποὺ ἐλπίζει σ’ Ἐσένα δὲν ἀποτυγχάνει ποτέ». Ἀκολούθως ἐξέδωσε νόμο, κατὰ τὸν ὁποῖο, κάθε εἰσερχόμενος στὴν πό¬λη διὰ τῆς πύλης ὄφειλε πρῶτα νὰ ἀπονέμει τὸν πρέποντα σεβασμὸ καὶ προσκύνηση στὴ θαυματουργὸ καὶ τίμια ἐκεί¬νη Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔπειτα νὰ εἰσέρχεται. Τὸ εὐσεβὲς δὲ αὐτὸ θέσπισμα τοῦ Αὔγαρου διατηρήθηκε σὲ ἰσχὺ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου καὶ τοῦ γιοῦ του. Ἔπειτα ὅμως τὸ κατάργησε ὁ ἐγγονός του. Αὐτός, ὅταν ἔγινε το¬πάρχης, ἀρνήθηκε τὴν πίστη στὸ Χριστὸ καὶ προσχώρησε στὴν εἰδωλολατρία. Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ στήσει στὴν πόλη πάλι ἕνα δαιμονικὸ ἄγαλμα καὶ νὰ γκρεμίσει τὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν ἀπόφαση αὐτὴ τοῦ τοπάρχη τὴν πληροφορήθηκε διὰ θείας ἀποκαλύψεως ὁ ἐπίσκοπός της πόλεως καὶ ἔλαβε τὴν ἐπιβαλλόμενη πρόνοια. Συγκεκριμένα, ἐπειδὴ τὸ πάνω ἀπὸ τὴν πύλη μέρος ἦταν κυλινδροειδές, ἀφοῦ ἄναψε λυ¬χνάρι μπροστὰ ἀπὸ τὴ θεία Εἰκόνα, ἔβαλε πάνω μία κερα¬μίδα. Κατόπιν ἔφραξε ἐξωτερικὰ τὸ μέρος ἐκεῖνο μὲ ἀσβέ¬στη καὶ πλίνθους καὶ ἔτσι διαμόρφωσε στὸ τεῖχος ἑνιαία καὶ ὁμαλὴ ἐπιφάνεια. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲ φαινόταν πλέον ἡ ἱερὴ Εἰκόνα, σταμάτησε κάθε ἐνέργεια ὁ ἀσεβὴς ἐκεῖνος τοπάρχης καὶ δὲν πραγματοποίησε τὴν ἀνόσια ἀπόφασή του. Στὸ μεταξὺ πέρασαν χρόνια πολλά, ὥστε ξεχάστηκε πλέον ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἦταν κρυμμένη ἡ θεία Εἰκόνα.
/
Ὅταν ὁ βασιλιὰς τῶν Περσῶν Χοσρόης, ἀφοῦ κυ¬ρίευσε καὶ λεηλάτησε τὶς πόλεις τῆς Ἀσίας, ἔφτασε καὶ στὴν Ἔδεσσα θέτοντας σὲ ἐφαρμογὴ κάθε τρόπο, γιὰ νὰ τὴν κυριεύσει. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔριξε σὲ φόβο καὶ ἀγωνία τοὺς κατοίκους. Παρὰ ταῦτα ὅμως δὲν ἀπελπίστηκαν, ἀλλὰ κατέφυγαν στὸ Θεὸ καὶ Τὸν παρακάλεσαν μὲ δάκρυα στὰ μάτια γιὰ τὴ σωτηρία τους, τὴν ὁποία καὶ ἀμέσως βρῆκαν. Συγκεκριμένα, μία νύχτα ἐμφανίστηκε στὸν ἐπίσκοπο Εὐλάβιο μία γυναίκα μεγαλοπρεπέστατη καὶ τοῦ εἶπε: «Πή¬γαινε καὶ πάρε τὴ θεία καὶ ἀχειροποίητη Εἰκόνα τοῦ Σωτήρα ποὺ εἶναι κρυμμένη πάνω ἀπὸ ἐκείνη τὴν πύλη τῆς πόλεως -τοῦ ἔδειξε ἀκριβῶς τὸν τόπο- καὶ τὰ πάντα θὰ ἔχουν αἴσιο ἀποτέλεσμα».
Μετὰ τὴν ὀπτασία καὶ τὴν ἐντολὴ αὐτὴ ὁ Εὐλάβιος ἔσπευσε στὸν ὑποδειχθέντα τόπο καί, ἀφοῦ ἔσκαψε πάνω ἀπὸ τὴν πύλη, ὢ τοῦ θαύματος! βρῆκε τὴ θεία Εἰκόνα ἀλώβητη καὶ τὸ φιτίλι τοῦ λύχνου ἀναμμένο, ἂν καὶ εἶχαν περάσει τόσα πολλὰ χρόνια. Καὶ ὄχι μόνο αὐτά• ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο, περισσότερο θαυμαστό: Στὴν προστατευτικὴ κέ¬ραμο, ποὺ εἶχε τοποθετηθεῖ μπροστὰ ἀπὸ τὸ λυχνάρι, βρή¬κε ἀποτυπωμένο ἀπαράλλακτο ὁμοίωμα τῆς πρωτότυπης καὶ ἀχειροποίητης Εἰκόνας τοῦ Κυρίου. Οἱ κάτοικοι δὲ τῆς πόλεως, μόλις ἀντίκρισαν τὴν ἀχειροποίητη Εἰκόνα καὶ τὸ πανομοιότυπο, ἀχειροποίητο ἐπίσης, ὁμοίωμά της, ποὺ τοὺς ἔδειξε ὁ ἐπίσκοπος Εὐλάβιος, ἔνιωσαν ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη.
Ἐν συνέχειᾳ ὁ Εὐλάβιος πῆρε στὰ χέρια τοῦ τὴ θεία Εἰκόνα καί, κάνοντας λιτανεία καὶ ἀναπέμποντας εὐχαρι¬στήριους ὕμνους καὶ προσευχὲς στὸ Θεό, ἔφτασε στὸ ση¬μεῖο τῆς πόλεως, στὸ ὁποῖο οἱ Πέρσες ἄνοιγαν ὄρυγμα. Ἔγιναν δὲ αὐτοὶ ἀντιληπτοὶ ἀπὸ τὸν ἦχο τῶν χάλκινων σκαπτικῶν ἐργαλείων ποὺ χρησιμοποιοῦσαν. Μόλις λοιπὸν οἱ κάτοικοι καὶ οἱ Πέρσες πλησίασαν μεταξύ τους, ὁ Ἐπί¬σκοπος ἔσταξε λάδι ἀπὸ τὸ λυχνάρι ἐκεῖνο τῆς ἀχειρο¬ποίητης εἰκόνας πάνω στὰ προετοιμασμένα ξύλα, τὰ ὁποῖα καὶ ἅρπαξαν ἀμέσως φωτιά, ἡ ὁποία ἐξαφάνισε παντελῶς ὅλους τους Πέρσες ποὺ βρίσκονταν στὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἀλλὰ καὶ ἡ φωτιά, ποὺ ἄναψαν οἱ Πέρσες ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὴν ἔτρεφαν διαρκῶς μὲ πλῆθος κομμένων δένδρων, μόλις πλησίασε ὁ ἐπίσκοπος Εὐλάβιος κρατώντας τὴ θεία Εἰκόνα, στράφηκε ἐναντίον τους. Συγκεκριμένα, φύσηξε ξαφνικὰ βίαιος ἄνεμος μέσα ἀπὸ τὴν πόλη πρὸς τὰ ἔξω καί, στρέφοντας τὶς τεράστιες φλόγες πρὸς τοὺς Πέρσες, τοὺς κατέκαιγε. Ἔτσι λοιπὸν αὐτοί, ἀφοῦ ἔπαθαν περισσό-τερα ἀπὸ ὅσα ἔλπιζαν νὰ πράξουν στὴν Ἔδεσσα, ἀναχώρησαν ἀπὸ αὐτὴν ἄπρακτοι.
Ἐπειδὴ δὲ ὅλα τὰ σπουδαία καὶ πολύτιμα συγκεντρώ¬νονταν στὴ βασιλεύουσα τῶν πόλεων, στὴν Κωνσταντινού¬πολη, καὶ ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἀποθησαυρισθεῖ ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα καλά, καὶ ἡ ἱερὴ αὐτὴ καὶ ἄχραντη Εἰκόνα, ὁ βασιλιὰς Ρωμανὸς κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια νὰ πλου¬τίσει καὶ μὲ τὸν πολύτιμο αὐτὸ θησαυρὸ τὴ Βασιλεύουσα. Ἔτσι, κατὰ διάφορους καιροὺς ἔστειλε ἀνθρώπους του στὴν Ἔδεσσα ζητώντας τὴ θεανδρικὴ Εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Πρὸς τὸ σκοπὸ δὲ αὐτὸ προσέφερε στὸν ἀμιρὰ δώδεκα χιλιάδες ἀργυρὰ νομίσματα, ἄφησε ἐλεύθερους διακόσιους Σαρακηνούς, τοὺς ὁποίους ἔτυχε τότε νὰ ἔχει αἰχμαλώτους, καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι στὸ ἑξῆς τὰ βυζαντινὰ στρατεύματα δὲν θὰ πραγματοποιοῦν ἐπιθέσεις στὶς περιοχὲς τῶν Σαρακηνῶν. Καὶ βέβαια, ὕστερα ἀπὸ τὶς προσφορὲς αὐτὲς τοῦ Ρωμανοῦ στὸν ἀμιρὰ τῆς Ἔδεσσας, τὸ αἴτημά του ἰκανο-ποιήθηκε.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἀμιρὰς ἐνέδωσε καὶ παραχώρησε στὸ Ρωμανὸ τὴν ἀχειροποίητη Εἰκόνα, οἱ ἐπίσκοποι, ὁ Σαμοσάτων καὶ ὁ Ἐδέσσης, καὶ μερικοὶ ἄλλοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ ἅγιο ἐκεῖνο ἀπεικόνισμα καὶ τὴν πρὸς Αὔγαρο ἐπιστολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ πῆραν τὸ δρόμο γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Καθ’ ὁδὸν μάλιστα ἔγιναν καὶ πολλὰ θαύματα. Ὅταν δὲ οἱ μεταφέροντες τὴν ἱερὴ Εἰκό¬να ἔφτασαν στὸ θέμα Ὀπτίματο καὶ στὸ Ναὸ τῆς Θεοτό¬κου, τὸν λεγόμενο τοῦ Εὐσεβίου, προσέτρεξαν μὲ πίστη σ’ αὐτὴν πολλοὶ ἀσθενεῖς, ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορα νοσή¬ματα, καὶ βρῆκαν τὴν ὑγεία τους. Ἐκεῖ τότε προσῆλθε καὶ ἕνας δαιμονισμένος, ὁ ὁποῖος εἶπε τοὺς ἑξῆς, τρόπον τινά, προφητικοὺς λόγους: «Ἀπόλαυσε, Κωνσταντινούπολη, δό¬ξα, τιμὴ καὶ χαρά• καὶ σύ, Πορφυρογέννητε, ἀπόλαυσε τὴ βασιλεία σου». Πάραυτα δὲ ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος ἄνθρωπος θεραπεύτηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο ποὺ τὸν βασάνιζε.
Κατὰ τὸ ἔτος 6452 ἀπὸ κτίσεως κόσμου, δηλαδὴ τὸ 944 μ.Χ. στὶς 15 Αὔγουστου οἱ ἀνωτέρω μνημονευθέντες ἐπίσκοποι ἔφτασαν στὴν Κωνσταντινούπολη μεταφέροντας τὸ ἅγιο ἀπεικόνισμα. Ἐκεῖ πῆγαν ἀμέσως στὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν, ὅπου καὶ ὑποδέχτηκαν περιχαρῶς καὶ προσκύνησαν τὴν ἀχειροποίητη Εἰκόνα τοῦ Κυ¬ρίου οἱ βασιλεῖς, οἱ ἄρχοντες καὶ ὁ λαός. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, δηλαδὴ στὶς 16 Αὐγούστου, μετὰ τὸν ἀσπασμὸ καὶ τὴν προσκύνηση, ἀφοῦ σήκωσαν στοὺς ὤμους τοὺς τὴν Εἰ¬κόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ πατριάρχης Θεοφύλακτος, οἱ νέοι βα¬σιλεῖς (ὁ γέροντας βασιλιὰς Ρωμανὸς Ἀ’ ἦταν ἄρρωστος καὶ δὲν παρέστη), καθὼς καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς Γερουσίας μὲ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προέπεμψαν μὲ τὴν πρέπουσα δορυφορία τὴν ἱερὴ Εἰκόνα μέχρι τὴ Χρυσὴ Πύλη. Ἔπειτα, παίρνοντας τὴν πάλι ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ μυριάδες λαμπάδες καὶ φῶτα, τὴ μετέφεραν στὸν περιώνυμο καὶ μέ¬γιστο Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Ἀφοῦ καὶ ἐκεῖ ἔκαμαν ὅ,τι ἅρμοζε κατὰ τὴν τάξη, ἀνέβηκαν στὰ βασιλικὰ ἀνά¬κτορα καὶ εἰσελθόντες στὸ Ναὸ τῆς Θεοτόκου, τὸν ἐπονο¬μαζόμενο τοῦ Φάρου, ἀπέθεσαν ἐκεῖ τὸ τίμιο καὶ ἅγιο Ἐκτύπωμα τοῦ Κυρίου, Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρὸς δόξα τῶν χριστιανῶν, πρὸς φύλαξη τῶν βα¬σιλέων, πρὸς ἀσφάλεια ὅλης της πόλεως καὶ πρὸς εἰρήνη καὶ σταθερότητα τοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος.
(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Μὲ τοὺς Ἁγίους μας, Συναξαριστὴς μηνὸς Αὐγούστου, ἔκδ. Ἀποστ. Διακονία, σ.82-90)