Οἱ ἅγιοι ἑπτὰ Παῖδες, Μαξιμιλιανός, Ἑξακουστωδιανός, Ἰάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ἰωάννης καὶ Κωνσταντῖνος, ἔζησαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Οἱ νέοι αὐτοί, μόλις βρῆκαν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία καὶ ὕστερα ἀπὸ συνετὴ σκέψη καὶ ἐκτίμηση, μοίρασαν τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς φτωχοὺς καὶ μπῆκαν καὶ κρύφτηκαν μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο. Ἐκεῖ, ἀφοῦ προσευχήθηκαν νὰ λυθοῦν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος καὶ νὰ μὴν παραδοθοῦν στὸν αὐτοκράτορα Δέκιο, παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸ Θεό. Ὁ Αὐτοκράτορας δέ, ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἔφεσο, τοὺς ἀναζήτησε, γιὰ νὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ προσφέρουν θυσίες στὰ εἴδωλα. Μόλις ὅμως ἔμαθε ὅτι ἐκεῖνοι εἶχαν πεθάνει στὸ σπήλαιο, πρόσταξε καὶ ἔφραξαν μὲ μανδρότοιχο τὸ στόμιο τοῦ σπηλαίου αὐτοῦ.
Ἔκτοτε λοιπὸν πέρασαν ἑκατὸν ἐνενήντα τέσσερα ἔτη καὶ φτάνουμε μέχρι τὸ τριακοστὸ ὄγδοο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοδοσίου Β΄ τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.), ἤτοι μέχρι τὸ ἔτος 446 μ.Χ. Τότε ἐμφανίστηκε στοὺς κόλπους τοῦ Χριστιανισμοῦ μιὰ αἵρεση, ἡ ὁποία δὲ δεχόταν τὸ δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ἡ αἵρεση αὐτή, στὴν ὁποία εἶχαν προσχωρήσει καὶ μερικοὶ ἐπίσκοποι, προκαλοῦσε μεγάλη ἀναταραχὴ καὶ ἀναστάτωση στὴν Ἐκκλησία. Ὁ δὲ Αὐτοκράτορας, βλέποντας τὴν ἀναστάτωση αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει. Ὅμως δὲν ἀπελπίστηκε, ἀλλά, ἀφοῦ φόρεσε ἕναν τρίχινο σάκο καὶ κάθισε κατὰ γῆς, θρηνοῦσε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει τὸν τρόπο διάλυσης τῆς αἵρεσης.
Ὁ Κύριος λοιπὸν δὲν παρέβλεψε τὰ δάκρυα τοῦ Αὐτοκράτορα καὶ ἱκανοποίησε τὸ αἴτημά του μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: Ὁ κύριος του ὅρους, στὸ ὁποῖο βρισκόταν τὸ σπήλαιο τῶν ἁγίων ἑπτὰ Παίδων, θέλησε κατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο νὰ χτίσει μαντρὶ γιὰ τὸ ποίμνιό του. Ἔτσι λοιπόν, παίρνοντας ἐπὶ δύο ἡμέρες πέτρες ἀπὸ τὸν μανδρότοιχο τοῦ σπηλαίου, γιὰ νὰ οἰκοδομήσει τὸ μαντρί του, ἀνοίχτηκε τὸ στόμιο τοῦ σπηλαίου αὐτοῦ. Τότε ἀκριβῶς, μὲ προσταγὴ τοῦ Θεοῦ, ἀναστήθηκαν οἱ ἅγιοι ἑπτὰ Παῖδες, ποὺ εἶχαν πεθάνει μέσα στὸ σπήλαιο αὐτό, καὶ συνομιλοῦσαν μεταξύ τους, σὰν νὰ εἶχαν κοιμηθεῖ τὴν προηγούμενη ἡμέρα. Τὰ σώματά τους δὲ δὲν εἶχαν ἀλλοιωθεῖ στὸ παραμικρὸ καὶ τὰ ἐνδύματά τους δὲν εἶχαν φθαρεῖ οὔτε σαπίσει ἀπὸ τὴν ὑγρασία τοῦ σπηλαίου, ἂν καὶ εἶχαν περάσει ἑκατὸν ἐνενήντα τέσσερα χρόνια.
Μετὰ τὴν ἀνάστασή τους οἱ ἅγιοι ἑπτὰ Παῖδες εἶχαν ἔντονο στὴ μνήμη τοὺς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Δέκιος ζητοῦσε νὰ τοὺς τιμωρήσει καὶ περὶ αὐτοῦ ἀκριβῶς συνομιλοῦσαν μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ὁ Μαξιμιλιανὸς ἔλεγε πρὸς τοὺς ἄλλους: “Καὶ ἂν συλληφθοῦμε, ἀδελφοί, ἃς σταθοῦμε γενναῖοι καὶ νὰ μὴν προδώσουμε τὴν εὐγένεια τῆς πίστης μας. Ἐσὺ δέ, ἀδελφὲ Ἰάμβλιχε, πήγαινε νὰ ἀγοράσεις ἄρτους, πλὴν ὅμως περισσότερους. Γιατί χθὲς τὸ βράδυ ἔφερες λίγους, καὶ κοιμηθήκαμε σχεδὸν πεινασμένοι. Ἐπιπλέον προσπάθησε νὰ μάθεις τί σκέφτεται γιὰ ἐμᾶς ὁ Δέκιος”.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἰάμβλιχος πῆγε στὴν πόλη, εἶδε στὴν πύλη τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοῦ προκάλεσε ἔκπληξη καὶ θαυμασμό. Βλέποντας δὲ τὸ Σταυρὸ καὶ σὲ ἄλλους τόπους, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ κτίρια νὰ διαφέρουν ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἤξερε καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐπίσης κάπως διαφορετικούς, νόμισε ὅτι βλέπει ὅραμα ἢ ὅτι περιέπεσε σὲ ἔκσταση. Πῆγε ὅμως στοὺς ἀρτοπῶλες, πῆρε τοὺς ἀπαραίτητους ἄρτους καί, ἀφοῦ ἔδωσε τὰ χρήματα ποὺ ἔπρεπε, ἔσπευδε νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπήλαιο. Ἐνῶ λοιπὸν ἑτοιμαζόταν νὰ φύγει, εἶδε τοὺς ἀρτοπῶλες νὰ δείχνουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὸ ἀσημένιο νόμισμα, νὰ κοιτάζουν πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ λένε ὅτι αὐτὸς βρῆκε κάποιο θησαυρό, ἀφοῦ τὸ νόμισμα ποὺ τοὺς ἔδωσε γιὰ τοὺς ἄρτους εἶχε στὴν ἐπιφάνειά του τυπωμένη τὴν εἰκόνα τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει πρὸ πολλοῦ (πρὶν ἀπὸ 194 χρόνια).
Μετὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Ἰάμβλιχος τρόμαξε πολὺ καὶ ἔμεινε ἄφωνος, νομίζοντας ὅτι αὐτοὶ τὸν ἀναγνώρισαν καὶ θὰ τὸν συνελάμβαναν γιὰ νὰ τὸν παραδώσουν στὸν αὐτοκράτορα Δέκιο. Ἔπεσε λοιπὸν στὰ πόδια τους καὶ τοὺς παρακαλοῦσε λέγοντας: “Σᾶς παρακαλῶ, κύριοί μου, ἔχετε στὰ χέρια σᾶς τὸ ἀργύριό μου, πάρτε πίσω καὶ τοὺς ἄρτους σας. Μόνο ἀφῆστε μὲ νὰ φύγω”. Οἱ ἀρτοπῶλες τοῦ ἀπάντησαν: “Δεῖξε μᾶς τὸ θησαυρὸ ποὺ βρῆκες καὶ δῶσε καὶ σ’ ἐμᾶς μερίδιο ἀπ’ αὐτόν. Ἀλλιῶς σὲ παραδίνουμε στὸ θάνατο”. Καὶ συγχρόνως μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ πέρασαν ἁλυσίδα στὸ λαιμὸ καὶ τὸν ἔσυραν στὴ λεωφόρο (στὸν κεντρικὸ καὶ μεγάλο δρόμο τῆς πόλης). Ἐν συνεχεία τὸν ὁδήγησαν στὸν ἀνθύπατο πρὸς ἀνάκριση. Ἐκεῖνος, μόλις τὸν εἶδε, τοῦ εἶπε: “Πές μας, νέε, πῶς βρῆκες τὸ θησαυρό, πόσος εἶναι καὶ ποῦ βρίσκεται”. Ὁ Ἅγιος του ἀπάντησε: “Ἐγὼ δὲ βρῆκα ποτὲ κανένα θησαυρό. Τὸ νόμισμα ποὺ ἔδωσα στοὺς ἀρτοπῶλες τὸ εἶχα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου. Δὲν ξέρω λοιπὸν τί συμβαίνει μὲ μένα τώρα”. Ὁ ἀνθύπατος τότε τὸν ρώτησε: “Ἀπὸ ποιὰ πόλη εἶσαι;”. Ὁ Ἰάμβλιχος ἀπάντησε: “Ἀπὸ αὐτήν, ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ Ἔφεσος”. Τότε ὁ ἀνθύπατος εἶπε: “Ποιοὶ εἶναι οἱ γονεῖς σου; Ἃς ἔλθουν ἐδῶ καί, ἂν διαπιστωθεῖ ἡ ἀλήθεια, θὰ σὲ πιστέψουμε”. Ὁ Ἅγιος του ἀπάντησε: “Ὁ δείνα εἶναι ὁ πατέρας μου, ὁ δείνα εἶναι συγγενὴς καὶ ὁ δείνα εἶναι ὁ παπποὺς μού”. Ὁ ἀνθύπατος, μόλις ἄκουσε τὰ ὀνόματα, εἶπε στὸν Ἰάμβλιχο: “Τὰ ὀνόματα ποὺ ἀνέφερες εἶναι ξένα καὶ ἀνυπόστατα καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτὰ ποὺ κατὰ τὴ συνήθεια χρησιμοποιοῦνται. Ἑπομένως δὲν μπορεῖς νὰ γίνεις πιστευτός”. Τότε ὁ Ἅγιος εἶπε στὸν ἀνθύπατο: “Ἄν, ἐνῶ σου λέω τὴν ἀλήθεια, δὲ μὲ πιστεύεις, δὲν ξέρω νὰ σοῦ πῶ πλέον τίποτε ἄλλο”.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ ἀνθύπατος εἶπε: ”Ἀσεβέστατε, τὸ νόμισμά σου μὲ τὴν ἐπιγραφὴ του μαρτυρεῖ ὅτι τυπώθηκε πρὶν ἀπὸ διακόσια χρόνια, ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου, κι ἐσύ, ὄντας νεότερος, προσπαθεῖς νὰ μᾶς ἐξαπατήσεις;”. Τότε ὁ Ἰάμβλιχος ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἀνθυπάτου καὶ τῶν παρευρεθέντων καὶ τοὺς παρακαλοῦσε λέγοντας: “Σᾶς παρακαλῶ, κύριοί μου, πέστε μου, ποῦ εἶναι ὁ Δέκιος, ὁ βασιλιάς, πού ἦταν στὴν πόλη αὐτή;”. Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν: “Κατὰ τοὺς παρόντες χρόνους δὲν ὑπάρχει βασιλιὰς Δέκιος. Αὐτὸς βασίλευσε πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια”. Τότε ὁ Ἰάμβλιχος εἶπε: “Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, κύριοί μου, ἐκπλαγήκατε. Πλὴν ὅμως ἀκολουθῆστε μὲ νὰ πᾶμε στὸ σπήλαιο καὶ ἴσως ἀπὸ τὰ σημεῖα ποὺ θὰ δεῖτε θὰ διαπιστωθεῖ ἡ ἀλήθεια τῶν λόγων μου. Ἐγὼ πράγματι ξέρω ὅτι φύγαμε ἀπὸ τὴν πόλη ἐξ αἰτίας τοῦ Δεκίου καὶ ὅτι χθές, ἐρχόμενος νὰ ἀγοράσω ἄρτους, εἶδα ὅτι ὁ Δέκιος εἰσῆλθε στὴν πόλη αὐτή”.
Αὐτὰ εἶπε ὁ ἅγιος Ἰάμβλιχος, ὁ δὲ ἐπίσκοπος Ἐφέσου Μαρίνος, μόλις τὰ ἄκουσε, εἶπε στὸν ἀνθύπατο: “Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι κάτι θαυμαστὸ συμβαίνει μὲ τὴν ὑπόθεση αὐτή. Ἔτσι, ἃς τὸν ἀκολουθήσουμε”. Καὶ πράγματι ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο μέχρι τὸ σπήλαιο ὁ ἀνθύπατος, ὁ ἐπίσκοπος Μαρίνος καὶ πολὺς λαός. Πρῶτος μπῆκε στὸ σπήλαιο ὁ Ἰάμβλιχος. Ἔπειτα μπῆκε ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος, μόλις ἔστρεψε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ στομίου, εἶδε ἕνα κιβώτιο σφραγισμένο μὲ δυὸ ἀσημένιες σφραγίδες. Τὸ κιβώτιο αὐτὸ τὸ εἶχαν τοποθετήσει ἐκεῖ ὁ Ρουφίνος καὶ ὁ Θεόδωρος ὡς χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποσταλεῖ ἐκεῖ ἀπὸ τὸ Δέκιο μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, στοὺς ὁποίους ὁ Αὐτοκράτορας αὐτὸς εἶχε δώσει τὴν ἐντολὴ νὰ φράξουν μὲ μανδρότοιχο τὸ στόμιο τοῦ σπηλαίου. Οἱ δύο χριστιανοί, Ρουφίνος καὶ Θεόδωρος, ἔγραψαν καὶ τὰ Συναξάρια τῶν ἁγίων ἑπτὰ Παίδων καὶ σημείωσαν τὰ ὀνόματά τους σὲ μολύβδινες πλάκες. Ὅταν λοιπὸν συνάχτηκαν ὅλοι οἱ ἔγκριτοι ἄρχοντες μαζὶ μὲ τὸν ἀνθύπατο, ἄνοιξαν τὸ κιβώτιο καὶ βρῆκαν τὶς μολύβδινες πλάκες, τὶς ὁποῖες διάβασαν καὶ ἔνιωσαν ὅλοι τους ἀπερίγραπτη ἔκπληξη ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός. Ἀμέσως δὲ τότε προχώρησαν στὰ ἐνδότερα τοῦ σπηλαίου, ὅπου βρῆκαν τοὺς Ἁγίους καὶ ἔπεσαν στὰ πόδια τους. Κατόπιν κάθισαν κατὰ γῆς καὶ τοὺς ρωτοῦσαν. Οἱ Ἅγιοί τους διηγήθηκαν τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ ἐν συνεχεία τὰ κακουργήματα τοῦ Δεκίου εἰς βάρος τῶν Χριστιανῶν. Μόλις ἐκεῖνοι ἄκουσαν ὅσα οἱ Ἅγιοί τους διηγήθηκαν, ἐκπλήττονταν καὶ δόξαζαν τὸ Θεό, τὸν ποιητὴ τῶν θαυμασίων.
Τότε ὁ ἀνθύπατος καὶ ὁ ἐπίσκοπος Μαρίνος μὲ ἀναφορὰ τοὺς γνωστοποίησαν τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ γεγονότα στὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο. Ἐκεῖνος δοκίμασε ἀπέραντη χαρὰ γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ ἔσπευσε ἀμέσως στὴν Ἔφεσο. Στὴ συνέχεια ἀνῆλθε στὸ σπήλαιο. Ἐκεῖ βρῆκε τοὺς ἁγίους ἑπτὰ Παῖδες καί, ἀφοῦ ἔπεσε κατὰ γῆς, τοὺς ἔβρεχε τὰ πόδια μὲ τὰ δάκρυά του καὶ τὰ ἀποσπόγγιζε. Ἡ ἀγαλλίαση δὲ καὶ ἡ χαρὰ τοῦ ἦταν ἀπερίγραπτη, ἀφοῦ ὁ Κύριος δὲν παρεῖδε τὸ αἴτημά του καὶ ἔδειξε σ’ αὐτὸν ὀφθαλμοφανῶς τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἐνῶ δὲ ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος συνομιλοῦσε μὲ τοὺς Ἁγίους, καθὼς ἐπίσης οἱ ἐπίσκοποι καὶ ἄλλοι ἄρχοντες, οἱ Ἅγιοι νύσταξαν λίγο καί, ἔτσι, μπροστά σε ὅλους ἐξεδήμησαν πρὸς Κύριον.
Τότε ὁ Αὐτοκράτορας, ἀφοῦ πρόσφερε πολύτιμα ἄμφια καὶ ἀρκετὸ χρυσάφι καὶ ἀσήμι, πρόσταξε νὰ κατασκευάσουν ἑπτὰ θῆκες πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων καὶ νὰ τεθοῦν μέσα σ’ αὐτὲς τὰ λείψανά τους. Ἀλλὰ κατὰ τὴ νύχτα ποὺ ἀκολούθησε ἐμφανίστηκαν σ’ αὐτὸν οἱ Ἅγιοι καὶ τοῦ εἶπαν: “Ἄφησέ μας, βασιλιά, στὸ σπήλαιο ποὺ ἔγινε ἡ ἀνάσταση μας”. Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ ἔγινε μεγάλη σύναξη ἐπισκόπων καὶ ἀρχόντων, ὁ Αὐτοκράτορας κατέθεσε τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων στὴ γῆ τοῦ σπηλαίου, καθὼς ἐκεῖνοι μὲ ὀπτασία τοῦ ζήτησαν. Ἐν συνεχεία ὀργάνωσε καὶ πραγματοποίησε στὸν τόπο ἐκεῖνο λαμπρὴ καὶ χαρμόσυνη ἑορτή, φιλοξένησε μὲ πλούσια ἀγαθά τους φτωχούς της Ἐφέσου, χαροποίησε ὅλο το λαὸ μὲ λαμπρὲς βασιλικὲς τιμὲς καὶ ἔβγαλε ἀπὸ τὶς φυλακὲς τοὺς ἐπισκόπους ποὺ εἶχαν φυλακιστεῖ, ἐπειδὴ κήρυτταν τὸ δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Ἀκολούθως ἔγινε ἀπὸ ὅλους κοινὴ ἑορτή, κατὰ τὴν ὁποία ἀναπέμφθηκαν λόγοι καὶ ὕμνοι εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεὸ μᾶς Ἰησοῦ Χριστό.
Τὸν ἑπτάριθμον τιμῶ χορὸν Μαρτύρων
Δείξαντα ἀνάστασιν νεκρῶν τῷ κόσμω
Ἀπὸ τὸ Συναξαριστὴ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας “Μὲ τοὺς Ἁγίους μας” τοῦ Γεωργίου Δ. Παπαδημητροπούλου
Τὸ σπήλαιο τῶν Ἁγίων Ἑπτὰ Παίδων τῶν ἐν Ἐφέσω (φωτογραφίες).
Στὸ μέρος, ὅπου βρισκόταν τὸ σπήλαιο τῶν Ἁγίων Ἑπτὰ Παίδων, χτίστηκε μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἕνα ἐκκλησιαστικὸ συγκρότημα. Ανακαλύφθηκε μετὰ ἀπὸ ἀνασκαφὲς τὸ 1927.