- Παύλος ὁ Ὅσιος πατὴρ ἡμῶν κατήγετο ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Πατήρ του ἦτο Μιχαὴλ ὁ βασιλεὺς ὁ Κουροπαλάτης, ὁ καὶ Ραγκαβὲ λεγόμενος, ὁ ὁποῖος μὴ ὑποφέρων νὰ βλέπῃ τὰς καθημερινὰς ἀταξίας όπου τότε ἐγίνοντο, ὡς εἰρηνικὸς όπου ἦτο καὶ θεοφοβουμενος, παρῃτήθη τῆς βασιλείας, γενόμενος μοναχὸς εἰς ἕνα Μοναστήριον ἰδικόν του κτίριον, τὴν κλῆσιν Μυρέλαιον, καὶ ζήσας θεαρέστως ἀνεπαύθη ἐκ Κυρίῳ, ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἦτο ἡ θαυμαστὴ κατὰ τὴν ἀρετὴν Προκοπία, Θυγάτηρ Νικηφόρου βασιλέως τοῦ Γενικοῦ καὶ ἀδελφὴ Σταυρακίου τοῦ βασιλέως. Αὕτη εἰς τὸ ὅραμά της τὴν νύκτα ὅπου ἐπρόκειτο νὰ γεννήσῃ, εἶδεν ὅτι ἐγέννησεν ἐπάνω εἰς μίαν θημωνίαν σίτου ἕνα ἀρσενικὸν ἀρνίον, ὅταν δὲ κατέβη ἀπὸ τὴν θημωνίαν ἦλθαν δύο λέοντες διὰ νὰ τὸ καταξεσχίσουν, τὸ δὲ ἀρνίον ἀντιπολεμοῦσε μὲ αὐτούς, καὶ ὅτι βλέπουσα ἡ βασίλισσα τοῦτο, ἔτρεξε μὲ μεγάλην σπουδὴν διὰ νὰ βοηθήσῃ τὸ ἀρνίον, ὅταν δὲ ἐπῆγε κοντὰ εἰς αὐτό, εἶδεν ὅτι δὲν ἦτο ἀρνίον, ἀλλὰ παιδίον ἀρσενικόν, ἐβάστα δὲ εἰς χεῖράς του ἕνα σταυρόν, μὲ τοῦ ὁποίου τὴν δύναμιν ἐθανάτωσε τοὺς λέοντας. ᾿Εξεγερθεῖσα τότε τοῦ ὕπνου ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ἐγέννησε τὸν μακάριον Προκόπιον, ὅτι οὕτως ὠνομάσθη εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα.
Τὸ ὅραμα τοῦτο ἐσήμαινε τὰ ἑξῆς. Τὸ ἀρνίον ἐσήμαινε τὴν ἀκακίαν καὶ πραότητα τοῦ παιδός, τὸ ἀρσενικόν, τὴν ἀνδρείαν, τὸ δὲ νὰ θανατὠσῃ τοὺς δύο λέοντας διὰ τοῦ σταυροῦ εἰκόνιζε, πὼς ἔμελλε νὰ γίνῃ Μοναχός, νὰ βαστάσῃ τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τὴν νέκρωσιν τῶν παθῶν καὶ τὰς πολλὰς θλίψεις ἐπάνω εἰς τὸν ὦμόν του καὶ μὲ αὐτὸν νὰ νικήσῃ καὶ νὰ θανατώσῃ τοὺς δύο φοβεροὺς λέοντας, δηλαδὴ τοὺς δύο μεγάλους ἐχθροὺς τοῦ Μοναχοῦ, τὸν διάβολον μὲ ὅλας του τὰς δυνάμεις, καὶ τὸν κόσμον μὲ ὅλας του τὰς δόξας καὶ τὰς ἀπολαύσεις, ἡ δὲ θημωνία τοῦ σίτου ἐσήμαινεν, ὅτι διὰ τοῦ διδασκαλικοῦ του λόγου καὶ τοῦ παραδείγματος τῆς ἀγγελικῆς του ζωῆς πολλὰς πεινασμένας ψυχὰς ἔχει νὰ θρέψῃ, καὶ πολλοὺς ἀχυρώδεις καὶ ἀχρήστους ἔχῃ νὰ τοὺς κάμῃ ἀξίους, νὰ συγκλεισθοῦν εἰς τὴν οὐράνιον ἀποθήκην καὶ νὰ φανοῦν ἄρτος γλυκὺς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Χαρὰ λοιπὸν μεγάλη ἔγινεν εἰς ὁλόκληρον τὴν Κωνσταντινοὐπολιν διὰ τὴν γέννησιν τοῦ παιδίου, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ἀπὸ μικρόν, ὅτι ἔχει νὰ καταστῇ μέγας. ᾿Αφοῦ δὲ ἀπεγαλακτίσθη ὁ παῖς, ἔκαμε καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν παραίτησιν τῆς βασιλείας, ὡς εἴπομεν, ἐβασίλευσε δὲ ἀντ᾿ αὐτοῦ ὁ Λέων ὁ ᾿Αρμένιος, ὁ ὁποῖος, φοβούμενος μήπως, ὅταν ἔλθῃ εἰς ἡλικίαν ὁ Προκόπιος, πάρῃ ἀπὸ αὐτὸν τὴν βασιλείαν τοῦ πατρός του ἔστειλε καὶ τὸν εὐνούχισαν. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασεν εἰς τὸν δωδέκατον χρόνον τῆς ἡλικίας του, ἐδόθη ὅλος εἰς τὴν μάθησιν τῶν ἱερῶν γραμμάτων, μὲ τὴν εὐφυΐαν δὲ τὴν φυσικὴν ὅπου εἶχε καὶ μὲ τὴν ἐπιμέλειαν καὶ τοὺς κόπους ὅπου ἔκαμεν εἰς τὴν σπουδήν, ὑπερέβη ὅλους τοὺς τότε σοφούς, καθὼς τὸ βεβαιοῦν τὰ συγγράμματά του, ὁε εἰς τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου λόγος του, οἱ κατ’ ἦχον ὀκτὼ Κανόνες πρὸς τοὺς Τεσσαράκοντα Μάρτυρας καὶ ὁ ἰαμβικὸς Κανὼν ὅπου ἔχει εἰς τὸν Τίμιον Σταυρόν, καθὼς ἐπίσης τὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ βασιλεὺς Ρωμανὸς εἰς τὸν ἴδιον χρυσόβουλλόν του λόγον, ὀνομάζων τὸν Ἅγιον ὕπατον τῶν Φιλοσόφων.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἁγιος ἦλθεν εἰς τοιαύτην τελειότητα καὶ ἔφθασε καὶ εἰς τὴν μακαρίαν θεωρίαν, ἥτις ἐπροξενήθη εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὴν πρᾶξιν τῆς ἀρετῆς, τὴν ὁποίαν εἰργάζετο παιδιόθεν, ἐστοχάζετο τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, στρέφων δὲ εἰς τὸν νοῦν του τὸ ρητὸν τοῦ ΄Αγίου Μακαρίου τὸ λέγον, «ψυχὴ ἡ μὴ τῶν κοσμικῶν ἀπαλλαγεῖσα φροντίδων, οὔτε τὸν Θεὸν ἀγαπήσει γνησίως, οὔτε τὸν διάβολον ἀξίως βδελύξεται», ἔκρινε καλὸν νὰ ἀναχωρήσῃ εἰς τὴν ἔρημον καὶ τὸ περισσότερον, διότι ὅλοι καθημερινῶς τὸν θαυμαστὸν Προκόπιον εἶχαν εἰς τὸ στόμα των καὶ ἄλλος μὲν τὸν ἐπαινοῦσε διὰ τὴν πρὸς πάντας ἀγάπην ὁποὺ εἶχεν, ἄλλος διὰ τὴν ταπείνωσίν του, ἄλλος διὰ τὴν σοφίαν του καὶ ἄλλοι διὰ τὴν ἐγκράτειαν, τὴν σωφροσύνην, τὴν ἐλεημοσύνην, τὴν καταφρόνησιν τῆς κοσμικῆς δόξης καὶ φαντασίας, καὶ μὲ ἕνα λόγον, ἄλλο δὲν ἤκουες, παρὰ τὸν Προκόπιον ἐπαινούμενον. Διὰ νὰ φύγῃ ὅθεν ὁ Μακάριος τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἀλλάσσων τὰ ἐνδύματά του, ἐφόρεσε παλαιόρασα ξεσχισμένα ὡς πτωχὸς ἐπαίτης καὶ τρέχει ὡς διψασμένη ἔλαφος εἰς τὸ Ἅγιον ᾿΄Ορος ἀγνώριστος. Περιερχόμενος δὲ ὅλον τὸ ”Ορος, ἧλθεν καὶ εἰς τὸ Μοναστήριον τῆς ἀοιδίμου Βασιλίσσης Πουλχερίας τῆς παρθένου, αὐτὸ τὸ ὁποῖον τώρα ὀνομάζεται Ξηροποτάμου καὶ τὸ ὁποῖον εἶχον τότε καταστρέψει πρό τινος οἱ ”Αραβες, οἵτινες ἦλθαν λῃστρικῶς εἰς τὸ ὄρος, (οὗτοι πολλὰ Μοναστήρια χαλάσαντες τότε πολλοὺς ἀνέδειξαν Μάρτυρας, ὡς πάλαι τοὺς ἐν Σινᾷ καὶ Ραϊθώ). ᾽
Βλέπων ὁ ”Αγιος τὴν τοποθεσίαν ἐκείνην ὡραίαν καὶ ἡσυχαστικήν, ἔκαμε μίαν μικρὰν καλύβην πλησίον εἰς τὰ κατεδαφισμένα τείχη τῆς Μονῆς καὶ ἐκάθισε μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ διαλεγόμενος. Πλησίον εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦτο καὶ ἕνας ἡσυχαστὴς ἄριστος καὶ ἐνάρετος, Κοσμᾶς ὀνομαζόμενος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐζήτησε καὶ ἐκουρεύθη Μοναχὸς ὁ μακάριος Προκόπιος, μετονομασθεὶς Παῦλος, ἀπὸ τότε δὲ ἔβαλε τὸν ἑαυτόν του εἰς μεγαλυτέραν τάξιν καὶ εὐκοσμίαν“ ἐνήστευε καὶ προσηύχετο ὅσον οὐδείς, ἡ στρωμνή του ἀλλο δὲν ἦτο παρὰ ἡ γῆ, λίθος δὲ τὸ προσκεφάλαιον, τὸ ἐργόχειρόν του ἦτον ἡ κατάνυξις, τὰ δάκρυα ἡ ἀγάπη πρὸς πάντας καὶ ἡ ταπείνωσις ἡ ἄμετρος, ἐστοχάσθη ὅμως, ὅτι διὰ νὰ ἔλθῃ ὁ Μοναχὸς εἰς τελειότητα, χρειάζεται νὰ ἀποκτήσῃ καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Αγίου Πνεύματος, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος, ἤτοι τὴν πνευματικὴν ἀγάπην, χαράν, εἰρήνην, μακροθυμίαν, χρηστότητα, ἀγαθωσύνην, πίστιν, πρᾳότητα, ἐγκράτειαν, τὰ ὁποῖα ἐπιτυγχάνων ὁ Οσιος μὲ πολὺν κόπον καὶ ἀγῶνα, ἔγινε γνωστὸς εἰς ὅλους τοὺς Πατέρας καὶ πάντες τὸν ἐθαύμαζαν καὶ τὸν ἐπαινοῦσαν, καθὼς φαίνεται καὶ εἰς τὸν βίον τοῦ Ἅγίου ᾿Αθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἅθῷ. Παρ’ ὅλον δὲ ὁποὺ ὁ πάνσοφος Παῦλος προσεποιεῖτο ὅτι ἦτο ἀγράμματος, βάρβαρος καὶ χωρικός, ἐν τούτοις ἀνεδείχθη ὡς πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη, τόσον ὥστε ἔφθασεν ἡ φήμη του ἕως καὶ εἰς τὸν πρῶτον τοῦ ᾿΄Ορους.
Εἶχε δὲ συνήθειαν ὁ Ὅσιος Παῦλος νὰ πηγαίνῃ εἰς τὴν κελλιακὴν Μονὴν τὴν τοῦ Πρωτάτου ὀνομαζομένην τρεῖς φορὰς τὸν χρόνον εἰς τὰς τρεῖς μεγάλας ἑορτάς. Ὅταν δὲ ποτὲ ἐπῆγε ἐκεῖ, κατὰ τὴν συνήθειάν του, τὸν καλεῖ ὁ Πρῶτος καὶ τὸν ἐρωτᾷ κατὰ μόνας, ποῖος καὶ πόθεν εἶναι, ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ ἀπεκρίθη μὲ φωνὴν ἱλαρὰν καὶ μὲ πρόσωπον χαριέστατον, «Πτωχὸς Μοναχὸς εἶμαι, ὡς μὲ βλέπεις, ἀγιώτατε πάτερ, ἀπὸ ἕνα παλαιοχώρι Ξηροπόταμον ὀνομαζόμενον». Οὕτως ἔλαβε τὴν ἐπωνυμίαν εἰς τὸ νὰ λέγεται Παῦλος ὁ Ξηροποτάμηνός’ ἀπὸ αὑτὸ καὶ ἡ ὑπ᾿αύτοῦ ἀνακαινισθεῖσα Μονὴ τῆς Πουλχερίας ὀνομάζεται Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου, τῆς ὁποίας ἡ ἀνακαίνισις ἐγένετο τοιουτοτρόπως.
Ὅταν ἐβασίλευσεν ὁ ἀοίδιμος βασιλεὺς Ρωμανὸς ὁ γέρων, ὅστις ἧτο συγγενὴς τοῦ ΄Αγίου, κατέβαλε μεγάλας προσπαθείας διὰ νὰ τὸν ἀνακαλύψῃ, πέμψας μάλιστα βασιλικοὺς ἀπεσταλμένους διὰ νὰ ἑρευνήσουν πανταχοῦ, κατόπιν δὲ πολλῶν ἐρευνῶν τὸν ἀνεῦρον εἰς τὸ Ἅγιον ᾿΄Ορος ὅπου μετὰ πολλὰς παρακλήσεις καὶ μὲ προτροπὰς τοῦ Πρώτου, ἀκόμη δὲ καὶ μὲ βίαν ἐπείσθη ὁ Ἅγιος νὰ μεταβῇ εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἕνθα καὶ τίς δύναται νὰ διηγηθῇ τὴν χαρὰν τὴν ὁποίαν ἔλαβον οἱ συγγενεῖς του καὶ ὁλόκληρος ἡ Κωνσταντινούπσλις βλέπουσα ”Αγγελον μὲ σῶμα ἀνθρώπινον καὶ λόγον διδασκαλικόν, ἔκυψαν τὰ βασιλικὰ σημεῖα καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ ἐπροσκυνοῦσαν τὸν πτωχὸν ἐκεῖνον Μοναχόν, ὅστις δὲν εἰχεν ἄλλο τι παρὰ τὰ παλαιόρασα καὶ τὸν Σταυρόν. Τοιοῦτον ἀξιοθαύμαστον πρᾶγμα εἰναι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ ἀρετή, καὶ τοιούτους ἀναδεικνύει τοὺς ἐργάτας της͵ Συνέπεσε δὲ τότε νὰ εἶναι κατάκοιτος ὁ βασιλεὺς Ρωμανὸς μὲ ὕανατηφόρον ἀσθένειαν, καὶ εὐθὺς ὡς μετέβη ὁ Ὅσιος καὶ ἔδεσε τὰς χεῖράς του ἐπάνω εἰς αὐτόν, ὦ τοῦ θαύματος! ἔγινεν ὑγιὴς ὁ βασιλεύς, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ἀναφέρει εἰς τὸ χρυσόβουλλόν του.
Τὸ θαῦμα τοῦτο ἐδόξασεν ἔτι περισσότερον τὸν Ἅγιον, ὅστις ἀπὸ τὰς πολλὰς παρακλήσεις τοῦ βασιλέως παρέμεινεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, φυλάττων τὴν ἰδίαν μοναδικὴν τάξιν καὶ καταβάλλων τοὺς ἰδίους ἀσκητικοὺς ἀγῶνας, τοὺς ὁποίους κατέβαλλε καὶ εἰς τὴν ἔρημον, διδάσκων συνάμα τὰ τέκνα τοῦ βασιλέως, ὅταν δὲ συνεπληρώθη ὁ καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖον ἔκρινε πὼς ἔπρεπε νὰ ἀναχωρήσῃ, μετέβη εἰς τὸν βασιλέα καὶ τοῦ λέγει, «Βασιλεῦ, καθὼς τὸ ὀψάριον, ὅταν ἐξαχθῇ ἀπὸ τὸ ὕδωρ, δὲν δύναται πλέον νὰ ζῇ, τοιουτοτρόπως καὶ ὁ Μοναχός, ὅστις ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν καλύβην του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζῇ εἰς τὴν ἐργασίαν τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο ἦλθον νὰ σᾶς ἀποχαιρετήσω καὶ νὰ ἀναχωρήσω διὰ τὴν καλύβην μου, ὅπου θὰ συνευρίσκωμαι πάντα μὲ τὸν βασιλέα μου Θεόν». Τοῦτο ἀκούσας ὁ βασιλεὺς ἐλυπήθη σφόδρα, ὅμως δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν ἐμποδίσῃ, ἐπειδὴ εἶχε μεγάλην εὐλάβειαν πρὸς αὐτόν, καὶ τοῦ λέγει, «᾿Επεθύμουν, πάτερ Ἅγιε, νὰ μὴ χωρίσωμεν ποτέ, ἐφ᾿ὅσον ζῶ, διὰ νὰ σὲ ἔχω παρηγορίαν καὶ διδάσκαλον πρὸς σωτηρίαν μου, πλὴν δὲν δύναμαι νὰ σὲ ἐμποδίσω, μόνον σὲ παρακαλῶ, λάβε ὅσον πλοῦτον νομίζεις ἀρκετὸν νὰ τὸν διανείμῃς διὰ τὴν ψυχήν μου». Τότε εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος, «᾿Εγὼ οὔτε πλοῦτον χρειάζομαι, οὔτε νὰ τὸν διανείμω γνωρίζω” ἔχεις ἐδῶ πολλοὺς πτωχούς, καὶ δίδε τους ὅσον νομίζεις, τοῦτο μόνον σὲ παρακαλῶ, ἐὰν ἀγαπᾷς, νὰ ἀνακαινίσῃς τὸ Μοναστήριον τῆς ἀοιδίμου βασιλίσσης Πουλχερίας, τὸ ὁποῖον εἶναι κατηδαφισμένον, διὰ νὰ εἶναι τὸ μνημόσυνόν σου αἰώνιον». Τὴν πρότασιν ταύτην τοῦ Ὁσίου ἐδέχθη ὁ βασιλεὺς μὲ μεγάλην χαράν, καὶ ἔστειλεν εὐθὺς ἀνθρώπους βασιλικοὺς μὲ ἔξοδα ἰδικά του καὶ ἔκτισεν ἐκ θεμελίων τὴν ἱερὰν Μονὴν εἰς κάλλος ἀσύγκριτον, κατόπιν ἔστειλε καὶ τὸν ἴδιόν του υἱὸν Θεοφύλακτον, ὅστις ἦτο τότε Πατριάρχης, καὶ ἐνεκαινίασε τὸν Ναόν.
Ὅταν δε ὁ Ὅσιος Παυλος επροκειτο να αναχωρησῃ απὸ την Κωνσταντινούπολιν, τὸν ἔφερεν ὁ βασιλεὺς μέσα εἰς τὸ δησαυροφυλάκιον καὶ τοῦ προσέφερε τὸ τίμιον ξύλον τοῦ Τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ὡς φαίνεται γεγραμμένον εἰς τὸ χρυσόβουλλον τοῦ βασιλέως Ῥωμανοῦ μὲ τὰς ἰδίας αὐτοῦ λέξεις λεγούσας, «Εἰσῆλθον μετά τινων τῆς Συγκλήτου ἐν τῷ θησαυροφυλακίῳ τῆς βασιλείας μου, καὶ τῶν Τιμίων ξύλων τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ τὸ μέγιστον πάντων καὶ θαύματος ἅξιον εὑρών, (φέρει γὰρ εἰσέτι ἐν ἑαυτῷ τὰ τοῦ δεσποτικοῦ πάθους μνημόσυνα, μίαν τῶν ἥλων ὀπήν, ἀφ᾿ ὧν ἡ τεθεωμένη σὰρξ τοῦ Κυρίου μου περιεπάρη, καὶ τὸ καθάρσιον τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, ἤτοι ἡ λιβὰς τοῦ Παναγίου κατεκενώθη αἵματος, ὕψος ἔχον μετὰ τῶν ἐγκαρσίων καὶ τοῦ ἱστοῦ, ὡσεὶ ἑνὸς πήχεως, καὶ μιᾶς παλαιστῆς, πλάτος δὲ ὡσεὶ δύο δακτύλων, καὶ βάθος ὡσεὶ ἐνὸς δακτύλου, ὁλκὴ δὲ τὸ πᾶν αὐτοῦ ὡσεὶ δραχμὰς ἐκατόν)’ καὶ ἀνὰ χεῖρας λαβὼν τοῦτον τὸν Ἅγιον θησαυρόν, τὴν φρικτὴν σημαίαν τοῦ οὐρανίου Βασιλέως, τὸ ἐν οὐρανῷ φανησόμενον σημεῖον τοῦ Ὑἱοῦ τοῦ ἀνθρὡπου, τοῦ μέλλοντος κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, τοῦτο δὴ τὸ δειότατον ὄργανον τῆς σωτηρίας ἡμῶν, εὐλαβῶς ἐπέθηκα ταῖς τοῦ ὁσιωτάτου Παύλου τοῦ Ξηροποταμηνοῦ ἁγίαις χερσίν, ὅπως, ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, ἀναφαίρετον ἀνάθημα ᾖ τῇ ρηθείσῃ σεβασμιωτάτῃ Μονῇ τῆς βασιλείας μου, ἐφοδιάσαντες αὐτὸ μετὰ ἐκκλησιαστικῆς καὶ στρατιωτικῆς προπομπῆς, ἵνα ἀποθέσωσι τοῦτο ἐν τῷ τῆς Μονῆς ἁγίῳ Βήματι, πρὸς ἁγιασμὸν καὶ στηριγμὸν τῆς αὐτοκρατορικῆς ἡμῶν Μονῆς». Λαβὼν τὸ τίμιον ξύλον ὁ μακάριος Παῦλος ἧλθεν εἰς τὸ Ἅγιον ᾿΄Ορος, ἔνθα μετὰ τὴν τελείαν ἀνακαίνισιν τῆς Μονῆς καὶ τὸν ἐγκαινιασμὸν τοῦ Πατριάρχου ἐναπέθεσε τὸ τίμιον ξύλον εἰς τὸ ἅγιον Βῆμα, κατὰ τὴν βασιλικὴν προσταγήν.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἐξῆλθεν εἰς πᾶσαν τὴν γῆν καὶ ἐσυνάχθησαν πλήθη Μοναχῶν, ἐργαζομένων τὴν ἀρετήν, φεύγων ὁ Ὅσιος τὴν ταραχήν, ἀφῆκε τὴν Μονὴν νὰ ἐπιστατῆται ἀπὸ ἄλλον ἐνάρετον ἀδελφόν, αὐτὸς δὲ ἀναχωρήσας ἐγκατεστάθη εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ Ἄθωνος, διάγων ἡσυχαστικῶς τὴν ζωήν του. Μετέβησαν ὅμως καὶ ἐκεῖ ἀρκετοὶ ἐπιποθοῦντες νὰ ἔχωσι τὸν Ὅσιον διδάσκαλον καὶ παρέμειναν πλησίον του, ἔγινε δὲ ἡ ἔρημος ὡς πόλις, οἱ δὲ μαθηταί, οἵτινες προσῆλθον ἐκεῖ, ἦσαν ἑξήκοντα. Ὅθεν φοβούμενος μήπως τοὺς συλλάβουν ἢ τοὺς θανατώσουν οἰ Ἄραβες, οἵτινες ἐλεηλάτουν τότε συχνὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, πάλιν διὰ μέσου τῶν εὐσεβῶν βασιλέων ἔκτισε καὶ ἐκεῖ ἅλλο Μοναστήριον, εἰς τιμὴν τοῦ ΄Αγίου Γεωργίου, τὸ ὁποῖον καὶ μέχρι σήμερον φέρει τὴν ἐπωνυμίαν τοῦ ᾿Οσίου, Ἅγιος Παῦλος λεγόμενον, πλὴν ὅταν ἐπερατώθη τὸ Μοναστήριον ἦτο πολὺ γέρων καὶ ὤφειλε νὰ συναριθμηθῇ μετὰ τῶν πατέρων του. Ἐγνώρισε λοιπὸν ἐκ θείας ἀποκαλύψεως τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου του, καὶ προσκαλεσάμενος ἅπαντας τοὺς μαθητάς του καὶ τῆς τοῦ Ξηροποτάμου Μονῆς καὶ τῆς νέας, καὶ ἀνοίξας τὸ ἅγιόν του στόμα, τοὺς ἐδίδαξε πολλὰ ψυχωφελῆ, λέγων καὶ τοῦτο. «Τεκνία, μετὰ δύο ἡμέρας ἐκπορεύεται ἡ ψυχή μου ἐκ τοῦ δυστήνου μου σώματος ἠξεύρετε δὲ πῶς ἐπολιτεύθην ἐγὼ ἐν τῷ ,Αγίῳ τόπῳ τούτῳ, καὶ πῶς πάσας τὰς ἐντολὰς τῶν Πατέρων μου ἐκ νεότητός μου ἐφύλαξα, οὕτω παρακαλῶ καὶ ὑμᾶς, ἀγαπητοί μου, νὰ τὰς φυλάξετε καὶ τοῦ λόγου σας μέχρις αἴματος ἐγὼ εἰς τὸν καιρὸν τῆς νεότητός μου, ὅταν ἦτο ἡ αἵρεσις τῶν εἰκονομάχων, τόσον ἠγωνίσθην, ὥστε ἤμουν ἕτοιμος νὰ χύσω τὸ αἷμά μου διὰ ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καὶ πολλοὺς ραβδισμοὺς καὶ πληγὰς ὑπέμεινα, ἕως ὅπου ἠφανίσὑη ἡ μιαρὰ αἵρεσις τῶν εἰκονομάχων μὲ γραφικὰς ἀποδείξεις καὶ πατρικὰς μαρτυρίας. Καὶ αὐτὰ σᾶς τὰ λέγω, ὄχι ὑπερηφανευόμενος, ἀλλὰ διὰ νὰ ὑποφέρετε κάὑε πειρασμὸν καὶ θλῖψιν μεγαλοψύχως, προσμένοντες τὰ στέφανα ἐκ Θεοῦ». Ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ τοὺς λόγους τούτους ἐθρήνησαν πικρῶς καὶ μετὰ δακρύων εἶπον, «Ὠ πάτερ, μὴ ἀφήσῃς ἡμᾶς ὀρφανοὺς καὶ ἐρήμους τῶν πνευματικῶν σου διδαχῶν, ἡμεῖς ἀπὸ τὴν ἀγάπην, ὅπου εἴχομεν πρὸς τὴν ἁγιωσύνην σου, ἐνομίζαμεν, πῶς δὲν ὑέλεις ἀπέλθει ποτὲ τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τώρα, ἀκούσαντες αὐτὸν τὸν πικρὸν λόγον, ἐθλίβη μεγάλως ἡ καρδία μας, ἐπειδὴ σὲ εἴχαμεν παρηγορίαν εἰς τὰς ὑλίψεις μας καὶ βοηθὸν εἰς τοὺς πειρασμούς μας, ἐπειδὴ καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ ἀδελφὸν ἐσένα ἐγνωρίζαμεν». Ταῦτα καὶ τούτων περισσότερα ἀκούσας ὁ Ὅσιος ἐδάκρυσεν, ἐπειδὴ ἦτο εὐκατἀνυκτος καὶ εἶχε τὴν χάριν τῶν δακρύων εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, μίαν δὲ φοράν, ὅταν τὸν ἠρώτησεν εἷς ἀδελφός, λέγων, «τί νὰ κάμω, ᾽Πάτερ μου, διὰ νὰ ἀποκτήσω τὸ δάκρυον τῆς κατανύξεως;» τοῦ ἀπεκρίὑη, «Ἔχε πάντοτε τὸν νοῦν σου εἰς τὸ φοβερὸν κριτήριον τοῦ Χριστοῦ καὶ εἰς τὰς ἀμαρτίας σου, καὶ δὲν ὑέλουν λείψει ἀπὸ σὲ τὰ δάκρυα». Καὶ ἀφοῦ ἐδάκρυσεν, ὡς εἴπομεν, εἶπε πρὸς τοὺς παρεστῶτας, «Μὴ κλαίετε, ἀδελφοί, ἀλλὰ συγχωρήσατέ μοι, ἐπειδὴ ἔφθασεν ὁ καιρός, τὸν ὁποῖον πάντοτε ἡ μὲν ψυχή μου ἐπεθύμει, ἡ δὲ σὰρξ ἐφοβεῖτο ἀναστὰς δὲ ἐνεδύθη τὸν συνακτικόν του μανδύαν, καὶ ποιήσας ἱκανὴν προσευχήν, μετέλαβε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, εὐθὺς δὲ τότε ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τόσον ὥστε οἱ παρευρεθέντες ἐκεῖ ἔπεσαν χαμαί, μὴ δυνάμενοι νὰ βλέπουν τόσην λάμψιν ἀστράψασαν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ὁσίου. ᾿Αφοῦ λοιπὸν μετέλαβεν ἐκάθησεν ἡλλοιωμένος τὴν καλὴν ἀλλοίωσιν, καὶ λέγων τὴν συνήθη εὐχὴν τὴν ὁποίαν πάντοτε ἔλεγεν, ἤτοι τὸ «,Η ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, Τριὰς Ἁγία δόξα σοι», ἤρχισε πάλιν νὰ τοὺς λέγῃ νουὑεσίας πολλάς πρὸ πάντων δὲ εἶπεν « Ἔχετε, τέκνα καὶ ἀδελφοί, τὴν ἀγάπην, τὴν εὐχήν, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπακοήν διότι ὅποιος Μοναχὸς δὲν ἔχῃ αὐτὰς τὰς ἀρετάς, δὲν πρέπει νὰ λέγεται Μοναχός, ἀλλὰ κοσμικός». “Ὅταν δὲ ἐτελείωσε τὴν διδαχήν, εἶπεν, «’Αλλοίμονον εἰς τὸν Μοναχὸν’ ἐκεῖνον, ὅστις ἔχει συναναστροφὰς μετὰ τῶν ἀγενείων, διότι ὁ τοοιοῦτος δὲν θέλει ἰδεῖ ποτὲ τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ». Τότε ἁπλώσας τοὺς πόδας καὶ σχηματίσας μὲ εὐταξίαν τὸν ἑαυτόν του, καὶ ὑψώσας χεῖρας καὶ ὄμματα πρὸς τὸν οὐρανόν, ἀφῆκεν εἰς χεῖρας Θεοῦ τὴν μακαρίαν του ψυχήν, τῇ κη, (28ῃ) τοῦ Ἰουλίου μηνός. Οἱ δὲ Μοναχοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἑτοιμάσαντες τὸ πλοῖον, καὶ κατεβάσαντες εἰς τὸν αἰγιαλὸν τὸ ἱερὸν αὐτου λείψανον μὲ ὕμνους καὶ ᾠδὰς πνευματικάς, τὸ ἔβαλαν εἰς τὸ πλοῖον, διὰ νὰ τὸ ὑπάγουν εἰς τὸν Λογκὸν νὰ τὸ ἐνταφιάσουν, καθὼς τοὺς παρήγγειλεν ὁ ΄Αγιος, ἧτο δὲ τότε ἑσπέρας, καὶ πλέοντες τὴν νύκτα διὰ τὸν Λογκόν, τὸ πρωὶ (ὦ τῶν θαυμασίων σου, Χριστὲ Βασιλεῦ!) εὑρέθησαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.
Μαθὼν τοῦτο ὁ βασιλεύς, ἡ Σύγκλητος, ὁ Πατριάρχης καὶ ὁλόκληρος ὁ κλῆρος τῆς Ἐκκλησίας, ἐνδυθέντες τὴν ἱερατικὴν στολὴν καὶ ἀνάψαντες φῶτα μετὰ θυμιαμάτων, παρέλαβον τὸ ἅγιον λείψανον τοῦ Ὁσίου μὲ ὕμνους καὶ ψαλμῳδίας καὶ τὸ ἐναπέθεσαν εἰς τὴν μεγάλην Ἐκκλησίαν, ἀσπαζόμενοι αὐτὸ μετὰ πολλῆς εὐλαβείας εὐχαριστοῦντες τὸν Κύριον ὅτι τοὺς ἐπλούτισε μὲ τοιοῦτον θησαυρόν. Οἱ δὲ μαθηταὶ τοῦ ᾽Αγίου, ἀφοῦ ἠσπάσθησαν τὸ ἅγιον λείψανον καὶ ἐπεκαλέσθησαν τὰς εὐχὰς τοῦ Ὁσίου, ἀγοράσαντες ἄρτους ζεστούς, ἐμβῆκαν εἰς τὸ πλοῖον καὶ πλέοντες συνεζήτουν περὶ τοῦ ᾽Αγίου, ἀλλ’ ὡς Θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου, Κύριε! ἐντὸς ὀλίγου εὑρέθησαν ἔμπροσθεν τοῦ λιμένος τοῦ Μοναστηρίου των, ἐλθόντες δὲ εἰς τὴν ἱερὰν Μονήν, διηγήθησαν εἰς τοὺς Πατέρας τὰ γενόμενα, δεικνύοντες καὶ τοὺς ἄρτους, οἵτινες ἦσαν ἀκόμη ζεστοί, οἱ δὲ ἀκούσαντες ταῦτα ἐξέστησαν, θαυμάζοντες εἰς τὴν μεγάλην παρρησίαν τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁ ἀοίδιμος Παῦλος πρὸς τὸν Θεόν ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Μέγας Συναξαριστής Ματθαίου Λαγγή
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!