Ἡ Ἁγία Χριστίνα ἔζησε στοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Σεβήρου, περὶ τὸ ἔτος 200 μ..Χ. στὴ Τύρο, πόλη τῆς Συρίας. Οἱ γονεῖς της ἦταν πλούσιοι στὸ χρῆμα, πάμπτωχοι ὅμως στὴν ψυχή, γιατί ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὁ πατέρας της ἦταν στρατηλάτης. Βλέποντας ὅμως τὴν ὑπέροχη ὀμορφιὰ τῆς κόρης του καὶ φοβούμενος τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους ἔκτισε ἕνα ὑψηλὸ πύργο ὅπως συνήθιζαν τότε. Μέσα σ’ αὐτὸν ἔκλεισε τὴ Χριστίνα μὲ πολλὲς ὑπηρέτριες γιὰ νὰ τὴν ὑπηρετοῦν καὶ ἀρκετὰ εἰδωλολατρικά, εἴδωλα χρυσὰ καὶ ἀργυρᾶ, γιὰ νὰ προσεύχεται σ’ αὐτά. Ἐπίσης ἐκεῖ τῆς εἶχε καὶ ὅλα ὅσα χρειαζότανε γιὰ νὰ μὴ βγαίνει καθόλου ἔξω καὶ τὴν βλέπουν ἄνθρωποι. Αὐτὰ τῆς ἔκανε ὁ κατὰ σάρκα πατέρας της, Οὐρβανὸς ὀνόματι.
Ὁ Χριστὸς ὅμως τὴν φώτισε μὲ τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ τὴν ὁδήγησε στὴ Θεογνωσία. Ἦταν πολὺ συνετή. Βλέποντας τὴν ὀμορφιὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ τῆς θάλασσας καὶ ὅλα τα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ συλλογιζόταν, ποιὸς ἄραγε νὰ τὰ ἔκανε ὅλα αὐτά. Ποθοῦσε νὰ μάθει τὸν ποιητὴ καὶ κυβερνήτη τῆς Δημιουργίας. Καὶ ὁ καλὸς Θεὸς σὰν Πανάγαθος καὶ γνωρίζοντας τὴν καλή της προαίρεση, τῆς ἔστειλε ἄνθρωπο καὶ τὴν δίδαξε ὅλα, ὅσα λαχταροῦσε νὰ μάθει. Ἀφοῦ λοιπὸν φωτίσθηκε, ἡ μακαρία, σεβότανε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἀφιερωνόταν σὲ προσευχὲς καὶ νηστεῖες.
«Λέγομαι Χριστίνα»
Κάποια ἡμέρα ποὺ ἀνεβήκανε οἱ γονεῖς της στὸν πύργο νὰ τὴν χαιρετήσουν, τὴν προσκαλέσανε νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα. Ἡ Χριστίνα ὅμως δὲν τοὺς ἄκουσε καν, οὔτε καὶ φοβήθηκε τὶς φοβέρες τους καὶ τὶς συνέπειες. Ὁ πατέρας της μάλιστα θύμωσε πολὺ καὶ ἔφυγε νὰ σκεφθεῖ τὶς τιμωρίες, ποὺ θὰ τῆς ἔκανε. Ἡ μητέρα της ὅμως στενοχωρήθηκε πολὺ καὶ προσπαθοῦσε μὲ λόγια νὰ πείσει τὴν Χριστίνα νὰ προσφέρει θυσία στοὺς θεούς. Ἡ Ἁγία ὅμως τῆς ἀπάντησε:
– Μὴ μὲ συμβουλεύεις μητέρα μου, νὰ προτιμήσω τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς. Οἱ θεοὶ σᾶς εἶναι δαιμόνια, ὁ Κύριος ὅμως δημιούργησε τοὺς οὐρανοὺς καὶ ὅσα ὑπάρχουν πάνω στὴ γῆ. Ἐγὼ εἶμαι δούλη τοῦ Χριστοῦ. Γὶ αὐτὸ πῆρα τώρα καὶ τὸ ὄνομά του. Λέγομαι Χριστίνα. Ἑπομένως δὲν πείθομαι στὰ ψεύτικα καὶ φαρμακερὰ λόγια σας, γιὰ νὰ προσκυνήσω τὰ ἀναίσθητα ξόανα.
Ἄρτον Ἀγγέλων ἔφαγε
Ἡ Ἁγία φόρεσε τὸ ἄσπιλο φόρεμα ποὺ εἶχε παραγγείλει ἀπὸ τὸν πατέρα της, ἔνιψε τὰ χέρια της καὶ τὸ πρόσωπο καὶ κλείστηκε στὸ δωμάτιό της. Ἔπειτα, θύμιασε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ προσευχήθηκε λέγοντας:
Ὁ Θεὸς ὁ οὐράνιος, ὁ Δεσπότης καὶ ποιητὴς τοῦ κόσμου, ποὺ καταδέχθηκες νὰ φορέσεις σῶμα ἀνθρώπινο καὶ νὰ ὑπομένεις πάθος ἑκούσιο γιὰ τὴν σωτηρία μας, παρακαλῶ τὴν Βασιλεία σου, ἄκουσέ με καὶ μὴ μ’ ἐγκαταλείπεις, γιατί ἁμάρτησα πολύ, προσκυνώντας ἐν ἀγνοία μου τὰ ἀκάθαρτα εἴδωλα. Σβῆσε, σὰν ἀγαθὸς καὶ ἐλεήμων Θεός, τὰς ἁμαρτίας μου καὶ στάσου κοντά μου στὰ μαρτύρια, ποὺ μὲ περιμένουν, γιὰ τὴν ὁμολογία μου καὶ δῶσε μου δύναμη νὰ νικήσω τοὺς ἐχθρούς μας πρὸς Δόξαν τοῦ φοβεροῦ καὶ Ἁγίου Ὀνόματός Σου.
Ὅταν ἔλεγε αὐτὰ ἡ Ἁγία, ἦλθε Ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τῆς εἶπε:
– Χαῖρε, νύμφη καὶ συνονόματή του Δεσπότου Χριστοῦ Χριστίνα ἀμόλυντη. Ὁ Κύριος ἄκουσε τὴν δέησή σου. Λοιπόν, πάρε δύναμη καὶ ἐνίσχυση στὴν καρδιά σου, διότι θὰ παρουσιασθεὶς μὲ τρεῖς ἄρχοντες, γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς μὲ σένα.
– Δῶσε μου, τοῦ λέγει ἡ Ἁγία, τὴν σφραγίδα τοῦ Σωτῆρος, μου, γιὰ νὰ μὴ φοβηθῶ τοὺς ἐχθρούς του.
Ὁ Ἄγγελος ἔκαμε εὐχή, τῆς ἔδωσε τὴν ἐν Χριστῷ σφραγίδα, δηλαδὴ τὴν σταύρωσε, τὴν εὐλόγησε καὶ τῆς ἔδωκε νὰ φάγει ψωμὶ οὐράνιο. Ἡ Ἁγία ἔφαγε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Κύριο.
Καταστρέφει τὰ εἴδωλα
Τὴν νύκτα κατέστρεψε μὲ τσεκούρι τὰ χρυσὰ καὶ τὰ ἀσημένια εἴδωλα τῶν θεῶν, κατέβηκε ἀπὸ τὸν πύργο, τὰ μοίρασε στοὺς φτωχοὺς καὶ πάλι ἀνέβηκε. Τὸ πρωὶ ἀνέβηκε ὁ πατέρας της νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα καὶ δὲν τὰ βρῆκε. Μὲ πολὺ θυμὸ ρώτησε τὶς ὑπηρέτριες τί ἔγιναν καὶ πῆρε τὴν ἀπόκριση, ὅτι ἡ κόρη του τὰ κομμάτιασε καὶ τὰ πέταξε ἀπὸ τὸ παράθυρο. Αὐτὸς ἔγινε θηρίο καὶ πρόσταξε νὰ τὶς ἀποκεφαλίσουν καὶ τὴν κόρη του νὰ τὴν δείρουν, χωρὶς λύπη, μέχρι νὰ κουρασθοῦν. Στὰ ἀλήθεια τὴν ἔδειραν ὡσότου κουράσθηκαν. Ἡ Ἁγία ὅμως, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, μᾶλλον δυνάμωνε καὶ ἔλεγε στὸν πατέρα της αὐτὰ τὰ λόγια:
– Γιατί πατέρα εἶσαι τυφλωμένος; Δὲν βλέπεις, ὅτι ἐκεῖνοι, πού μὲ βασανίζουν ἔπεσαν κάτω; Ἃς ἔλθουν οἱ θεοί σας νὰ τοὺς βοηθήσουν, ἂν μποροῦν!
Τότε ὁ Οὐρβανὸς θύμωσε τόσο πολύ, ὥστε τὴν ἔδεσε μὲ ἁλυσίδα ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ τὴν φυλάκισε. Ἡ γυναίκα του ὅμως, ποὺ ἄκουσε τὰ βάσανα τῆς Ἁγίας, πῆγε μὲ κλάματα στὴ φυλακή, ἔπεσε στὰ πόδια τῆς κόρης της καὶ τὴν παρακαλοῦσε νὰ ξαναγυρίσει στὴν εἰδωλολατρία. Ὅμως ἡ Ἁγία ἔμενε ἀκλόνητη στὴν ὁμολογία της.
Σκληρὰ βασανιστήρια ἀπὸ τὸν πατέρα της
Ὅταν ὁ πατέρας της ἔμαθε, ὅτι εἶναι σταθερὴ στὴν ἀπόφασή της, ἔστειλε στρατιῶτες τὸ πρωὶ καὶ φέρανε τὴν Ἁγία στὸ πραιτώριο ὅπου καὶ τῆς λέγει:
– Λυποῦμαι, Χριστίνα, γιατί δὲν ἔχω ἄλλο παιδὶ καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ προσκυνήσεις τοὺς θεούς, γιατί ἀλλοιῶς δὲν θὰ σὲ λυπηθῶ καὶ θὰ σὲ βασανίσω τόσο πολύ, ποὺ θὰ λυώσω τὰ κρέατά σου.
– Μοῦ δίδεις μεγάλη χαρά, τοῦ ἀποκρίθηκε, νὰ μὴ μ’ ἔχεις πιὰ παιδί σου, γιατί σὺ μὲ τὴ διαγωγή σου εἶσαι υἱὸς τοῦ διαβόλου καὶ συνήγορος τῶν ἄλλων δαιμόνων.
Τότε ὁ πατέρας γίνηκε αἱμοβόρο θηρίο καὶ διέταξε. νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ νὰ ξεσχίζουν τὶς σάρκες της. Ἐκείνη ὅμως ἡ μακάρια χαιρόταν μὲ τὰ βασανιστήρια καὶ ἔλεγε:
– Σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου ἐπουράνιε, γιατί μὲ ἀξίωσες νὰ καθαρισθῶ, μὲ αὐτὰ τὰ βασανιστήρια ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς εἰδωλολατρίας.
Πολλὲς φορές, ἔπαιρνε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὶς σάρκες της, τὸ πετοῦσε στὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα, τῆς, λέγοντας:
– Ἐπεθύμησες, δύστυχε, νὰ φᾶς τὶς σάρκες τοῦ παιδιοῦ σου. Φάγε νὰ χορτάσεις.
Τότε ὁ τύραννος πρόσταζε νὰ φέρουν ἕνα τροχὸ καὶ τὴν ἔδεσαν ἐπάνω. Ἄναψαν κατόπιν ἀπὸ κάτω φωτιά, τὶς χύνανε λάδι καυτὸ γιὰ νὰ τὴν βασανίζουν χειρότερα. Ἡ Μάρτυς ὅμως σήκωσε τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ ἔλεγε:
– Κύριε, Ἰησοῦ, Χρίστε, ποὺ βοηθᾶς αὐτούς, ποὺ σὲ φοβοῦνται, μὴ μ’ ἀφήνεις τὴ δούλη, σου, ἀλλὰ δεῖξε καὶ τώρα τὸ θαῦμα σου, γιὰ νὰ μὴ χαροῦν οἱ ἀσεβεῖς τύραννοι! Ἀμέσως σκορπίστηκε ἡ φωτιὰ καὶ κατέκαψε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἡ Ἁγία βγῆκε ἀπὸ τὸν τροχό. Τότε τὴν ρώτησε ὁ ἀνόητος τύραννος:
– Δὲν μοῦ λές, ποιὸς σ’ ἔμαθε αὐτὲς τὶς μαγεῖες καὶ δὲν σὲ καίει ἡ φωτιά;
Τότε ἡ Μάρτυς τὸν ἐλεεινολόγησε καὶ πάλι διότι δὲν μποροῦσε νὰ δὴ τὴν ἀλήθεια. Βλέποντας δὲ αὐτός, ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τὴν νικήσει, τὴν φυλάκισε, χωρὶς νὰ τῆς δώσει καμιὰ τροφὴ γιὰ νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα. Ὁ Οὐράνιος ὅμως Πατέρας, σὰν φιλόστοργος, δὲν τὴν ἄφησε χωρὶς φροντίδα, ἀλλὰ ἔστειλε τρεῖς Ἀγγέλους καὶ τῆς φέρανε τροφὴ σωτήρια καὶ ἀκόμη γιατρέψανε καὶ τὸ κατακομματιασμένο σῶμα της. Ἡ δὲ Ἁγία, εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ προσευχόταν.
Σώζεται ἀπὸ τὴ θάλασσα
Ὅταν νύχτωσε, ὁ πατέρας της ἔστειλε πέντε δούλους, δέσανε μιὰ μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό της καὶ τὴν ρίξανε στὸ πέλαγος. Οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι τὴ δεχθήκανε καὶ περιπατοῦσε μὲ χαρὰ πάνω στὸ πέλαγος, γιατί ἡ πέτρα λύθηκε θαυματουργικὰ καὶ βούλιαξε. Αὐτὴ δὲ δόξαζε τὸ Θεὸ μὲ τοῦτα τὰ λόγια:
– Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου Παντοδύναμε, καὶ σὲ παρακαλῶ σήμερα νὰ μοῦ δώσεις καὶ αὐτὴ τὴ χάρη: νὰ πάρω τώρα τὸ Ἅγιον βάπτισμα σ’ αὐτὰ τὰ νερὰ καὶ νὰ συγχωρήσουν οἱ ἁμαρτίες μου.
Μόλις τελείωσε αὐτά, ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό:
– Ἄκουσα τὴν δέησή σου.
Μαζὶ δὲ μὲ τὴ φωνή, παρουσιάστηκε καὶ νεφέλη φωτεινή. Βλέπει τότε μπροστά της τὸν Δεσπότη Χριστὸ μὲ βασιλικὴ πορφύρα καὶ στεφάνι. Γύρω του στέκονταν Ἅγιοι Ἄγγελοι, μὲ ὕμνους καὶ εὐωδία θυμιαμάτων ἐξαιρετική. Μόλις δὲ ἡ Ἁγία ἀντίκρυσε τὸν Κύριο, φοβήθηκε καὶ ἔπεσε μπρούμυτα. Ὁ Σωτὴρ ὅμως τὴν σήκωσε καὶ εἶπε:
– Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, Χριστίνα, ποὺ φωτίζω ὅλους ποὺ μ’ ἐπικαλοῦνται καὶ ἦλθα νὰ σὲ γλυτώσω ἀπ’ τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων, ὅπως ζήτησες.
Τότε τὴν κατέδυσε στὴν θάλασσα λέγοντας:
– Σὲ βαπτίζω, Χριστίνα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ εἰς ἐμὲ τὸν Υἱόν Του καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Ὅταν εἶπε αὐτὰ ὁ Δεσπότης τὴν παρέδωσε στὸν Ἀρχιστράτηγο Μιχαήλ, λέγοντας:
– Δῶσε της τὴν σφραγίδα μου, κάμε τὴν λαμπροφόρο καὶ ὁδήγησέ την στὴν, ξηρά.
Ἔτσι ὁ μὲν Κύριος ἐπέστρεψε στὰ οὐράνια, ἡ δὲ Ἁγία βρέθηκε στὴ πόλη της, κοντὰ στὸ πατρικό της σπίτι.
Ὁ τύραννος πατέρας τῆς πεθαίνει
Ὅταν, λοιπόν, ξημέρωσε, τὴν εἶδε νὰ προσεύχεται ὁ τύραννος πατέρας της καὶ νομίζοντας, ὅτι οἱ δοῦλοι του δὲν τὴν ρίξανε στὴ θάλασσα, θέλησε νὰ τοὺς θανατώσει ὁ κακοῦργος, ἄδικα. Ἐκεῖνοι, ὅμως, ὁμολογήσανε τὸ θαῦμα καὶ ὁ πατέρας τῆς τὴν ρώτησε:
– Πές μου, Χριστίνα, μὲ ποιὲς μαγεῖες νίκησες τὴν θάλασσα;
– Δὲν βλέπεις, δύστυχε, ἀποκρίθηκε ἡ Χριστίνα, ὅτι πῆρα χαρὰ ἀπὸ τὸν Χριστό μου καὶ ξαναγεννήθηκα.
Τότε διέταξε νὰ τὴν φυλακίσουν πάλι, γιὰ νὰ τὴν ἀποκεφαλίσει τὴν ἄλλη ἡμέρα. Ἡ Ἁγία, προσευχόταν ὅλη τὴ νύχτα. Ὁ ἀμετανόητος πατέρας τῆς βασανίσθηκε ὅλη τὴν νύκτα πάρα πολὺ καὶ τὸ πρωὶ ἀπέθανε. Ἡ Χριστίνα ἔμεινε λίγο καιρὸ ἥσυχη, εὐχαριστώντας τὸν Κύριο, γιατί τὴν γλύτωσε ἀπὸ τὸν τύραννο πατέρα της.
Τὴν βράζουν στὴ πίσσα
Ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ἐπῆρε τὴν θέση τοῦ πατέρα της, καινούργιος ἄρχοντας, ποὺ λεγόταν Δίων. Αὐτὸς διάβασε ὅλα τα ἔγγραφά της Χριστίνας καὶ πρόσταξε νὰ τὴν φέρουν στὸ Κριτήριο. Βλέποντας τὴν ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου της, ἄρχισε τὶς κολακεῖες καὶ ὕστερα μὲ φοβέρες προσπάθησε νὰ πείσει τὴν Ἁγία νὰ γυρίσει στὴν πλάνη τῶν εἰδώλων. Ἀφοῦ ὅμως ὁ τύραννος εἶδε ὅτι ἡ Ἁγία δὲν ἀλλάζει διέταξε νὰ τὴν δείρουν, χωρὶς λύπη. Ὑπέμενε ὅμως ἡ Ἁγία μὲ καρτερία τὰ βασανιστήρια κι ἔλεγε στὸν τύραννό της:
– Μ’ αὐτὰ νομίζεις ὅτι θὰ μὲ νικήσεις, ἀδύνατε; Βασάνισε μὲ περισσότερο, γιατί αὐτά μου φαίνονται παιχνίδια.
Τότε διέταξε ἐ τύραννος, καὶ φέρανε μιὰ σκάφη σιδερένια γεμάτη πίσσα, ρετσίνι καὶ λάδι. Βάλανε δυνατὴ φωτιὰ ἀπὸ κάτω καὶ βάλανε μέσα τὴν Ἁγία. Τὴ βράζανε!!! πολλὴ ὥρα, γυρίζοντας τὴν μὲ σιδερένιες σοῦβλες! γιὰ νὰ ψήσουν καὶ διαλύσουν τὶς σάρκες της. Ἡ Μάρτυς ὑπέμενε μὲ γαλήνη καὶ αὐτὸ τὸ φοβερὸ μαρτύριο, εὐχαριστώντας τὸν Κύριο διότι τὴ διαφύλαξε ἀβλαβῆ. Τὸ θαῦμα ἦταν ὁλοφάνερο. Τότε πάλι ὁ τύραννος τὴ συμβούλευσε:
– Βλέπεις, Χριστίνα, ὅτι οἱ θεοὶ σὲ λυποῦνται καὶ σοῦ ἐλαφρύνουν τὴ παίδευσιν; Ἀναγνώρισε τὴν εὐεργεσία των καὶ θυσίασε σ’ αὐτούς.
– Τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ μου, τοῦ λέγει, ἀποδίδεις στοὺς σιχαμεροὺς θεούς σου, ἀφρονέστατε καὶ ἀναίσθητε; Πῶς μποροῦν νὰ βοηθήσουν τοὺς ζωντανοὺς οἱ τυφλοὶ καὶ ἄλαλοι;
Τότε ὁ τύραννος γίνηκε τρελὸς ἀπὸ τὸ θυμὸ καὶ διέταξε νὰ ξυρίσουνε τὸ κεφάλι της, νὰ τὴν παιδέψουν γυμνὴ καὶ ἔτσι νὰ τὴν περιφέρουν σ’ ὅλη τὴν πόλι, γιὰ περιφρόνηση. Ἀφοῦ γίνανε ὅλα αὐτὰ τὴν φυλακίσανε.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα τὴν ξαναφέρανε στὸ κριτήριο καὶ ὁ τύραννός τῆς εἶπε:
– Ἃς πᾶμε στὸ ναὸ νὰ προσκυνήσεις τὸν οὐράνιο θεὸ Ἀπόλλωνα.
– Καλὰ εἶπες, τοῦ εἶπε ἡ Ἁγία, νὰ προσκυνήσω τὸν Θεὸ τὸν οὐράνιο.
Ὁ ἄρχοντας χάρηκε, γιατί νόμισε, ὅτι θὰ προσκυνήσει τὸ εἴδωλο… Τὴν ὁδηγήσανε, λοιπόν, στὸ ναὸ μὲ ἀφάνταστη τιμή. Ἡ Ἁγία ἀπευθύνθηκε στὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα καὶ εἶπε τὸ ἑξῆς:
– Σὲ διατάζω, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ πέσεις στὴ γῆ καὶ νὰ γίνεις συντρίμματα.
Ἀμέσως ἄκουσε ὁ ψεύτικος θεὸς τὴν Ἁγία καὶ ἔπεσε σὲ κομμάτια. Ὅλοι, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ, βλέποντας τὸ ἐξαίσιο, ἀλλὰ καὶ φρικτὸ θέαμα, δόξαζαν τὸν Θεὸ τῆς Χριστίνας. Τρεῖς χιλιάδες τότε πιστέψανε σ’ Αὐτόν. Ὁ ἄρχοντας ἔμεινε ἄφωνος ἀπὸ τὴν λύπη του καὶ ξεψύχησε. Ἄλλος δὲ συνάρχοντας, φυλάκισε τὴν Ἁγία, ἕως ὅτου ψηφίσουν ἄλλον ἄρχοντα.
Μέσα στὸ ἀναμμένο καμίνι
Ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡμέρες γίνηκε ἄλλος ἄρχοντας ὁ Ἰουλιανός. Αὐτός, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὴν μάρτυρα, πρόσταξε καὶ τὴν φέρανε στὸ Κριτήριο. Μόλις παρουσιάσθηκε, ἄρχισε μὲ ὑποσχέσεις καὶ μὲ φοβέρες, χωρὶς νὰ ἐπιτύχει τίποτε. Διέταξε τότε, νὰ κάψουν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες κάμινο καὶ νὰ τὴν ρίξουν μέσα, ὅπου καὶ παρέμεινε πέντε μέρες, χρίζοντας μὲ φροντίδα ἀπ’ ἔξω τὴν κάμινο γιὰ νὰ μὴ βγαίνει καθόλου ἡ ζέστη. Ἡ Μάρτυς ὅμως ἔψαλλε ἀπὸ μέσα μὲ τοὺς Ἀγγέλους, δοξάζοντας κι εὐχαριστώντας τὸν Θεό, μὲ μεγάλη φωνή. Οἱ στρατιῶτες, ποὺ τὴν φρουροῦσαν, ἀκούγοντας τὶς ψαλμωδίες, φοβήθηκαν κι ἀναφέρθηκαν στὸν τύραννο. Πρόσταξε τότε αὐτὸς νὰ τὴν ἀνοίξουν τὴν ἕκτη ἡμέρα καὶ ἡ Ἁγία βγῆκε ἀπὸ αὐτὴν ὁλοζώντανη, σὰν νὰ ἔβγαινε ἀπὸ λουτρό. Τότε τῆς λέγει ὁ τύραννος:
– Πές μας, Χριστίνα, καὶ ὁμολόγησε τὶς μαντεῖες σου, εἰ δὲ μὴ σήμερα θὰ σὲ θανατώσω.
– Δὲν σὲ φοβοῦμαι καθόλου, τοῦ ἀποκρίθηκε, λύκε ἅρπαγε. Κᾶνε μὲ ὅτι θέλεις. Ἔχω βοηθό μου τόν οὐράνιο Πατέρα μου.
Τότε διέταξε τὸν φροντιστὴ τῶν θηρίων, ὁ πιὸ ἀναίσθητος καὶ ἀπὸ τὰ θηρία, νὰ φέρει δυὸ ἀσπίδες (δηλ. τὰ πιὸ φαρμακερὰ φίδια), δύο ἔχιδνες καὶ δύο ἄλλα φοβερὰ φίδια Τὰ φοβερότερα καὶ τὰ πιὸ φαρμακερὰ φίδια τὰ ἔφεραν καὶ τὰ ἄφησαν ἐναντίον τῆς Ἁγίας..
Αὐτά, ὄχι μονάχα δὲν τὴν δάγκασαν, ἀλλὰ ἔδειξαν πρὸς αὐτὴν εὐσπλαχνία: δηλ. οἱ δυὸ ἀσπίδες ἔγλυφαν τὰ πόδια της καὶ τὰ φίδια σκουπίζανε τὸν ἱδρώτα, γιατί ἀγωνιζόταν ἡ Ἁγία γιὰ τὸν Χρίστο! Ὁ τύραννος ὅμως, πιὸ θηριώδης καὶ ἀπὸ τὰ θηρία, μάλωνε τὸν ὑπηρέτη τῶν θηρίων καὶ τοῦ ἔλεγε νὰ τὰ ἐρεθίσει, ἐναντίον τῆς Ἁγίας. Τὰ θηρία ἐξαγριώθηκαν καὶ ἐπετέθησαν ἐναντίον τοῦ φύλακα, ποὺ τὸν θανατώσανε. Τότε ἡ Ἁγία διέταξε τὰ θηρία νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν. πόλη, χωρὶς νὰ βλάψουν κανένα, εὐχαρίστησε δὲ τὸν Κύριο.
– Δέσποτα, ζωοδότη, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐσὺ ποὺ ἀνέστησες τὸ Λάζαρο, ἄκουσε καὶ τὴν δούλη σου καὶ ἀνάστησε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ δοξασθεῖ τὸ Πανάγιο ὄνομά σου καὶ νὰ πιστέψουν αὐτοὶ ποὺ παρακολουθοῦν, ὅτι Σὺ εἶσαι ὁ μόνος, ποὺ κάνει θαυμάσια.
Τότε ἀκούσθηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς φωνὴ μεγάλη καὶ εἶπε:
– Χριστίνα, εὐλογημένη δούλη μου, ἐγὼ ὁ Θεός σου, εἶμαι μαζί σου καὶ ὅτι ζητήσεις θὰ γίνεται.
Τότε σφράγισε τὸν νεκρὸ ἡ Ἁγία μὲ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, λέγουσα:
– Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ σήκω!
Ἀναστήθηκε ὁ νεκρός, δοξάζοντας τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἁγία.
Τῆς ἔκοψαν τοὺς μαστοὺς
Ὁ τυφλωμένος τύραννος, νομίζοντας μαγεία τὸ θαῦμα τῆς Ἁγίας, διέταξε νὰ κόψουν τοὺς μαστούς της. Τὸ μαρτύριο αὐτὸ εἶναι πολὺ ὀδυνηρό. Ἡ Χριστίνα, ὅμως ὑπέμενε καρτερικὰ καὶ σήκωσε τότε τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ ἔκανε τούτη τὴν προσευχή:
– Σ’ εὐχαριστῶ, Δέσποτα Ἰησοῦ Χριστέ, ὅτι μὲ ἀξίωσες νὰ πάθω αὐτὰ γιὰ τὴν ἀγάπη σου καὶ γιὰ νὰ καθαρισθεῖ ὁ ρύπος τῆς ψυχῆς μου καὶ τοῦ σώματος. Γνωρίζω, ὅτι αὔριο τελειώνω τὸν ἀγώνα μου γιὰ νὰ λάβω τὸ ἄφθαρτο στεφάνι.
Τότε τὴν φυλάκισαν. Τὴν ἐπισκεφθήκανε ὅμως πολλὲς γυναῖκες καὶ τὴν παρηγοροῦσαν μὲ ἐκδηλώσεις συμπάθειας στοὺς πόνους της. Ἡ Ἁγία καὶ σ’ αὐτὲς τὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς τὶς δίδασκε καὶ πολλὲς πιστέψανε στὸ Χριστὸ μὲ τὴν διδαχή της. Τὸ πρωὶ τῆς ἄλλης ἡμέρας διέταξε ὁ τύραννος καὶ τὴ φέρανε στὸ μέσον καὶ τῆς εἶπε:
– Προσκύνησε τοὺς θεούς. Ἀλλοιῶς θὰ σὲ θανατώσω.
– Σήμερα, τοῦ εἶπε, σὺ θὰ χαθεῖς καὶ θὰ πᾶς στὴν αἰώνια Κόλαση.
Τότε διέταξε τύραννος νὰ κόψουν τὴν γλώσσα της. Αὐτὴ ὅμως προσευχήθηκε ἔτσι:
– Εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ἄτι δὲν μ’ ἄφησες ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου. Ὁ θησαυρὸς κάθε ἀγαθότητας, ἐπέβλεψε εἰς ἐμέ, γιατί ἦλθε ὁ καιρὸς ν’ ἀναπαυθῶ. Πρόσταξε νὰ τελειώσω τὸ δρόμο σ’ αὐτὸ τὸ στάδιο.
Τότε, ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέγει:
– Χριστίνα ἄμωμε, ἔχε θάρρος, γιατί πολλὰ ὑπέφερες γιὰ μένα. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὴ ἀπόλαυση σὲ περιμένει. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔχει ἀνοιχθεῖ γιὰ σένα καὶ οἱ Ἄγγελοι σὲ περιμένουν. Λοιπόν, ἔλα νὰ πάρεις τὸ στεφάνι σου, ποὺ σὲ περιμένει…
Ὅταν δὲ κόψανε τὴ γλώσσα της, τὴν πῆρε ἡ Ἁγία στὸ δεξί της χέρι καὶ τὴν πέταξε στὸ πρόσωπο τοῦ ἄρχοντα, ποὺ τυφλώθηκε ἀμέσως. Ἀλλὰ καὶ φωνὴ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα της, λέγοντας πρὸς τὸν τύραννο:
– Ἰουλιανὲ ἄπιστε, ἐπειδὴ ἔκοψες τὴν γλώσσα μου, ποὺ εὐλογεῖ τὸν Κύριον, ἔχασες καὶ σὺ τὸ φῶς σου δίκαια, ἄδικε.
Τότε ὁ τυφλὸς διέταξε δύο στρατιῶτες, θηρία σὰν κι αὐτόν, νὰ τὴν θανατώσουν. Καὶ ὁ ἕνας τὴν πλήγωσε στὴν καρδιά, μὲ τὸ τόξο του καὶ ὁ ἄλλος στὰ πλευρὰ καὶ ἔτσι τελείωσε ἡ Ἁγία. Ἀλλὰ ὁ τύραννος, ὅταν πήγαινε στὸ σπίτι του, δέχθηκε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ καὶ πέθανε μὲ φριχτοὺς πόνους. Βλέποντας ὅμως ὅλα αὐτὰ τὰ θαύματα τῆς Ἁγίας ἕνας συγγενής της, πίστεψε καὶ αὐτὸς στὸ Χριστὸ καὶ ἔκτισε στὸ ὄνομά της Ἐκκλησία, ὁπού καὶ τοποθέτησε τὸ τίμιο καὶ σεβάσμιο λείψανό της. Η Ἁγία, παρέδωσε τὸ πνεῦμα τῆς τὴν 24ην Ἰουλίου, ἡμέραν Πέμπτη, εἰς δόξαν Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος τῆς Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος.
Στίχος
Τὴν Χριστίναν ἤνωσε Χριστῷ νυμφίω, Νύμφην ἄμωμον, αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Εἰκάδι βλῆτο τετάρτη Χριστίνα ὀξέσι πέλταις.
Στίχος
Κτείνουσι πέλται Χριστὲ τὴν σὴν Χριστίναν, Τὴν Χριστιανῶν πίστιν οὐκ ἀρνουμένην. Εἰκάδι βλῆτο τετάρτη Χριστίνα ὀξέσι πέλταις.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τὴ φωνή. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῶ σου· καὶ πάσχω διά σε, ὡς βασιλεύσω σὺν σοῖ, καὶ θνήσκω ὑπέρ σου, ἴνα καὶ ζήσω ἐν σοῖ· ἄλλ? ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθείσαν σοί. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην λιποῦσα πανσεμνέ, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τὴν θείαν ἔλλαμψιν, καὶ νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος- ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, Χριστίνα Μεγαλομάρτυς. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς
Φωτοειδῆς περιστερὰ ἐγνωρίσθης, ἔχουσα πτέρυγας χρυσᾶς, καὶ πρὸς ὕψος, τῶν οὐρανῶν κατέπαυσας Χριστίνα σεμνή· ὅθεν σου τὴν ἔνδοξον, ἑορτὴν ἐκτελοῦμεν, πίστει προσκυνοῦντές σου, τῶν λειψάνων τὴν θήκην, ἐξ ἧς πηγάζει πάσιν ἀληθῶς, ἴαμα θεῖον, ψυχῆς τὲ καὶ σώματος.
Μεγαλυνάριον
Κάλλει διαπρέπουσα τῆς σαρκός, τῆς ψυχῆς τὸ κάλλος, καθιέρωσας τῷ Χριστῷ· σὺ γὰρ ὢ Χριστίνα, τὴν πλάνην ἐβδελύξω, καὶ ὑπὲρ φύσιν ἄθλων, ἤγειρας τρόπαια.