Ἕνα κείμενο ποὺ πρέπει νὰ διαβάσουμε ὅλοι μας. Ἰδιαίτερα ὅσοι αὐτὸν τὸν καιρὸ πιέζονται ἀπὸ θλίψεις, ὅσοι ἀπελπίζονται καὶ νιώθουν ἀπόγνωση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἑρμηνεύει καὶ αὐτὴ τὴ διήγηση μὲ τὴν ἀναγωγικὴ μέθοδο. Ἱστορικὰ αὐτὴ ἀποτελεῖ ἔκθεση τοῦ θαύματος τῆς ἠρέμησης τῶν κυμάτων, ἠθικὰ ὅμως ὑποδηλώνει τὴν μέσω τῶν πειρασμῶν τελειοποίηση τῆς πίστεως, ἐνῶ ἀναγωγικὰ παριστάνει τὴ δυσκολία τοῦ ἔργου τῶν Ἀποστόλων στὸν ἐθνικὸ κόσμο.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνάγκασε τοὺς μαθητὲς νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ μεταβοῦν στὴν ἀπέναντι ὄχθη πρὶν ἀπὸ αὐτόν. Ἀφοῦ ἔθρεψε προηγουμένως σωματικὰ τὶς πέντε χιλιάδες, ἀποστέλλει τώρα τοὺς μαθητὲς στὴν τρικυμιώδη θάλασσα τῶν Ἐθνικῶν, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο, ἀντιμετωπίζοντας παντὸς εἴδους πειρασμούς. Ἡ γνησιότητα τῆς πίστεως στὸν Θεὸ χαρίζει ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς, καὶ αὐτὴ πάλι τελειοποιεῖ τὴν πίστη.
Οι ἄνθρωποι βέβαια λυποῦνται γιὰ τοὺς πειρασμούς, ποὺ ἔπρεπε νὰ χαίρονται, καὶ «παρ’ ἐμοῦ», λέγει ὁ ὁμιλητῆς, «ταύτην μάλιστα ζητεῖτε τὴν ἄνεσιν τῶν σωματικῶν πειρασμῶν, ἧς ἐγὼ μᾶλλον καταφρονήσας πρὸς ὕμας ἦλθον συμπάσχειν ὑμὶν αἰρούμενος». Ἦταν περίοδος θλίψεως τῶν Θεσσαλονικέων, πιθανῶς λόγω πολιορκίας.
1. Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος λέγει, «νὰ τὸ θεωρεῖτε ὡς τὴ μεγαλύτερη χαρὰ ἐὰν περιπέσετε σὲ διάφορους πειρασμούς». Δὲν εἶπε ἁπλῶς νὰ “χαίρεσθε”, ἀλλὰ «νὰ τὸ θεωρήσετε μεγάλη χαρά», παραινώντας ὄχι νὰ εἶναι κανεὶς ἀναίσθητος πρὸς τὰ ὀδυνηρὰ πράγματα, γιατί αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, ἀλλὰ εἰσηγεῖται νὰ θεωρεῖ ἐπικρατέστερο τὸν θεάρεστο λογισμό. Εἶπε, «κάθε χαρά», δηλαδὴ τέλεια, μέγιστη, ἀνελλιπῆ, καὶ μάλιστα ὅταν οἱ πειρασμοὶ εἶναι ποικίλοι.
Γιατί; Ἐπειδὴ μὲ τὴν ὑπομονὴ τῶν πειρασμῶν γυμναζόμαστε καὶ γινόμαστε καὶ δοκιμώτεροι στὰ σχετικὰ μὲ τὸν Θεό. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἀναγνωριζόμαστε ὡς εὐδόκιμοι. Γιατί αὐτὸ λέγει καὶ ἡ Σοφία Σολομῶντος γιὰ τοὺς ἁγίους· «ὅτι ὑπέβαλε ὁ Θεὸς αὐτούς σε δοκιμασίες καὶ τοὺς βρῆκε ἄξιούς του ἐαυτοῦ του».
Ἄρα λοιπὸν δὲν εἶναι γι’ αὐτοὺς ὁ πειρασμὸς αὐτὸς ἄξιος κάθε χαρᾶς; Αὐτὸ ἀφοῦ εἶπε καὶ ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἰώβ, τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴ λύπη γιὰ τὸν πειρασμό, λέγοντας· «νομίζεις ὅτι γιὰ ἄλλο λόγο σὲ μεταχειρίσθηκα ἔτσι, καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖς δίκαιος;».
Τί ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ μὲ αὐτό; Σὲ μεταχειρίσθηκα ἔτσι, γιὰ νὰ δοκιμάσω τὴν πίστη σου πρὸς ἐμένα, σὲ εὐεξία, σὲ καλὴ φήμη καὶ εὐπορία, καὶ φάνηκες δίκαιος, συμπεριφερόμενος ὡς πρὸς αὐτὰ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά μου, πρὸς ἐμένα πού σου τὰ πρόσφερα, διαχειριζόμενος καὶ διοικώντας αὐτὰ ὅπως ἐγὼ ἤθελα· σὲ μεταχειρίσθηκα ἔτσι, γιὰ νὰ δοκιμάσω τὴν πίστη σου σὲ μένα, σὲ καχεξία, σὲ ἀδοξία, σὲ ἀπορία, καὶ φάνηκες δίκαιος, λέγοντας· «ἂν δεχθήκαμε τὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Κυρίου, τὰ κακὰ δὲν θὰ τὰ ὑπομείναμε;».
2. Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν προέρχεται ἡ ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς; Ἀπὸ τὴ γνησιότητα τῆς πίστεως στὸν Θεό. Ὥστε οἱ πειρασμοὶ εἶναι μέσα δοκιμασίας τῶν πιστῶν. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀδελφός του Κυρίου Ἰάκωβος, ἀφοῦ μᾶς παρήγγειλε νὰ χαιρόμαστε ὅταν περιπέσομε σὲ πειρασμούς, πρόσθεσε· «ἡ δοκιμασία τῆς πίστεώς σας ἐπεξεργάζεται ὑπομονή, καὶ ἡ ὑπομονή», λέγει, «ἃς ἔχει ἔργο τέλειο».
Κανένα, λέγει, ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς νὰ μὴ κολοβώσεις, περιερχόμενος σὲ μαλθακότητα ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τῶν πειρασμῶν, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴν ὑπομονὴ ἃς ὑπάρχει σὲ σένα καὶ ἡ τελειότητα τῆς ἀρετῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν πετυχαίνει τὴν τελείωσή του μόνο μὲ τὰ ἀκούσια, ἀλλὰ πρέπει νὰ συνυπάρχουν καὶ τὰ ἑκούσια, ποὺ εἶναι ἡ σωφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀναμεταξύ μας, καὶ τὰ ὅσα ἀκολουθοῦν αὐτήν, γιατί καὶ αὐτὰ μας χρειάζονται γιὰ τὴν τελείωση, γι’ αὐτὸ ὁ θεῖος αὐτὸς ἀπόστολος γράφοντας πρὸς ἐμᾶς προσθέτει· «καὶ ἡ ὑπομονὴ ἃς ἔχει τέλειο ἔργο, γιὰ νὰ εἶσθε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, χωρὶς νὰ ὑστερεῖτε σὲ τίποτε», ἐννοώντας αὐτὸ ἀκριβῶς, ὅτι, ἂν θέλετε νὰ δείχνετε τέλεια τὴν πρὸς τὸν Θεὸ πίστη σας, ὄχι μόνο νὰ ὑποφέρετε γενναία πάσχοντας ἐξωτερικά, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι ἀπὸ μόνοι σας νὰ πράττετε τὰ θεάρεστα, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἐπίπονα· γιατί ἡ πράξη καὶ τὸ πάθος, ὅταν συνεργάζονται μεταξύ τους γιὰ τὸ ἀγαθό, παρέχουν στὸν ἄνθρωπο τὴν κατὰ Θεὸν τελείωση.
3. Πῶς ὅμως δὲν εἶπε, “νὰ χαίρεσθε ὅταν πράττετε τὴν ἀρετή”, ἀλλὰ «ὅταν εἶσθε σὲ πειρασμούς»; Γιατί τὸ νὰ ἀσκοῦμε τὴν ἀρετὴ ἐξαρτᾶται ἀπό μας καὶ βρίσκεται στὴν ἐξουσία μας, τὸ νὰ περιπέσομε ὅμως στοὺς πειρασμοὺς δὲν ἐξαρτᾶται ἀπό μας.
Ἐπειδὴ ὅμως χωρὶς αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει τελείωση ἢ φανέρωσή της πρὸς τὸν Θεὸ πίστεως, ἐκεῖνος ποὺ τρέχει πρὸς τὴν τελείωση τῆς πίστεως, ὅταν περιπέσει σὲ πειρασμούς, θὰ χαρεῖ ποὺ βρῆκε τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἐπιπετύχει τὴν τελείωση.
Γιατί στοὺς τέλειους ὡς πρὸς τὴν πίστη γιὰ τὴ φανέρωση τῆς τελειότητάς τους συμβάλλουν ὠφέλιμα οἱ πειρασμοί, τὸ πλέον θαυμαστὸ ὅμως εἶναι ὅτι ὅταν συμβεῖ νὰ ρθοῦν τελειοποιοῦν καὶ τοὺς ἀτελεῖς, πράγμα ποὺ γίνεται φανερὸ καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελίου ποὺ ἀναγνώσθηκε σήμερα.
4. Ἃς τὰ παρουσιάσομε ὅμως αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν ἀγάπη σας. «Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἀνάγκαζε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητές του νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ τὸν μεταφέρουν στὴν ἀπέναντι ὄχθη, μέχρις ὅτου ἀπολύσει τὰ πλήθη, καὶ ἀφοῦ ἀπέλυσε τὰ πλήθη, ἀνέβηκε στὸ ὅρος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ ἰδιαιτέρως». Καὶ ἐρωτοῦμε· ποιὸν «ἐκεῖνον τὸν καιρό»;
Ὅταν ἔθρεψε πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, μὲ πέντε ἄρτους καὶ δύο ψάρια, καὶ χόρτασαν τόσο πολύ, ὥστε νὰ γεμίσουν καὶ δώδεκα κοφίνια μὲ τὰ περισσεύματα τῶν κλασμάτων, ὅπως ἀκούσαμε στὶς ἐκκλησίες τὴν περασμένη Κυριακὴ (Τὴν ὀγδόη Κυριακὴ Ματθαίου 14, 14-22).
5. Θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ἀπορήσει κανείς, γιὰ ποιὸ λόγο ἀνάγκαζε τοὺς μαθητὲς νὰ μποῦν στὸ πλοῖο. Μποροῦμε βέβαια νὰ ποῦμε, ὅτι προγραμμάτιζε καὶ τὰ στὴ συνέχεια, σπεύδοντας πρὸς τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα ἦρθε νὰ τελέσει πάνω στὴ γῆ. Ἐγὼ ὅμως, γι’ αὐτὸ θὰ ἀποροῦσα, ἂν δὲν τοὺς ἀνάγκαζε.
Επειδή δηλαδὴ ἐκεῖνος ἤθελε νὰ προβάλει σὲ ὅλους τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ ἔργα ὑπόδειγμα κάθε καλοῦ, ἔδειξε βέβαια πὼς πρέπει κανεὶς νὰ συναναστρέφεται τὰ πλήθη πρὸς ὠφέλεια τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ὑπολειπόταν ὅμως νὰ δείξει καὶ πὼς πρέπει συνευρίσκεται μὲ τὸν Θεό, τὸ νὰ προσηλώνει δηλαδὴ τὸ νοῦ τοῦ σ’ αὐτὸν ἀπαλλαγμένο ἀπὸ ὅλα τα ἐπίγεια· πολὺ βέβαια συμβάλλει σ’ αὐτὸ ἡ μόνωση καὶ ἐρημία καὶ ἡ κατ’ αὐτὴν ἡσυχία.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἦταν καιρὸς νὰ διδάξει καὶ αὐτό, ὅτι εἶναι καλὸ ἡ ἐρημία καὶ ἠρεμία, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ μόνωση, καὶ γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ ἀνεβεῖ στὸ ὅρος, ὥστε νὰ προσευχηθεῖ μόνος, καὶ οἱ μαθητὲς ἐπιθυμοῦσαν νὰ εἶναι μαζί τους ἀδιάκοπα, καὶ δύσκολα δέχονταν ν’ ἀποσπασθοῦν ἀπὸ ἐκεῖνον, πῶς θὰ ἀνέβαινε μόνος στὸ ὅρος ἂν δὲν τοὺς ἀνάγκαζε νὰ μποῦν στὸ πλοῖο καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσουν στὴν ἀπέναντι ὄχθη;
6. Πρέπει ὅμως νὰ προσέξομε ἐδῶ καὶ κάτι ἄλλο· ὅπως δηλαδὴ τώρα, ἀφοῦ θεράπευσε καὶ δίδαξε καὶ ἔθρεψε τὸ πλῆθος μὲ θαυμαστὸ τρόπο, ἀπολύοντάς τους καὶ ἀνεβαίνοντας στὸ ὅρος, ἀνάγκασε τοὺς μαθητὲς νὰ παραδώσουν τοὺς ἑαυτούς τους στὴ θάλασσα καὶ στὰ κύματα, ἔτσι ὕστερα, ἀφοῦ μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του θεράπευσε τὴ φύση μας, τὴ δίδαξε καὶ τὴν ἔθρεψε μὲ τὸν ἑαυτό του, ἀφήνοντάς μας σωματικὰ καὶ ἀνεβαίνοντας στὸν οὐρανό, ἔστειλε τοὺς μαθητὲς σ’ ὅλο τὸν κόσμο, μὲ ἄλλα λόγια στὴν ἁλμυρή, ἐπειδὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ πειρασμούς, θάλασσα τῶν ἐθνικῶν, σὰν μὲ σκάφος, μὲ τὸ εὐαγγέλιο καὶ τὴν κατ’ αὐτὸ Ἐκκλησία, μὲ τὸ ὁποῖο παραδόθηκαν στοὺς πειρασμούς. Καὶ ὄχι μόνο τους ἔστειλε, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀνάγκασε.
Ἐὰν κάποιος γνωρίζει τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν ἀγαπημένο ἀπὸ τὸν Χριστὸ θεολόγο, ἐὰν κάποιος γνωρίζει γιατί ἐπιτράπηκε ἡ σχετικὰ μὲ τὸν θάνατο τοῦ Στεφάνου θλίψη καὶ ὁ διωγμὸς ποὺ ἀκολούθησε ἐκείνην, θὰ καταλάβει τί ἐννοῶ· πράγματι δὲν ἤθελαν οἱ Ἀπόστολοι νὰ βγοῦν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀναγκάσθηκαν ἀπὸ τὸν διωγμό, διασπάρθηκαν στὸν κόσμο, καὶ ἔτσι ἐκπλήρωσαν τὴν ἀποστολή.
7. Καὶ δὲν ἀναγκάσθηκαν ἁπλῶς νὰ διαπλεύσουν τὴν κοσμικὴ θάλασσα, μέσα στὴν ὁποία ὑπάρχει κάθε θλίψη καὶ κάθε εἶδος πειρασμοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ προχωρήσουν πέρα ἀπὸ αὐτήν, δηλαδὴ νὰ νικήσουν καὶ νὰ βρεθοῦν πέρα ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς μὲ τὴ νίκη.
Ὅμως δὲν τὸ κατόρθωσαν χωρὶς τὸν Ἰησοῦ· γιατί λέγει· «τὸ πλοῖο ἤδη βρισκόταν στὸ μέσο της θάλασσας βασανιζόμενο ἀπὸ τὰ κύματα· γιατί ἦταν ἀντίθετος ὁ ἄνεμος». Δὲν ἦταν τότε περισσότερο ἀντίθετος σ’ αὐτοὺς ὁ ἄψυχος ἄνεμος, ὅσο ἦταν ὁ Δομετιανὸς καὶ ὁ Τραϊανὸς καὶ ὁ Νέρων ἀργότερα· ἢ καλύτερα αὐτοὶ βέβαια καὶ οἱ παρόμοιοι εἶναι ἄγρια κύματα ἐγειρόμενα φοβερὰ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ὁ ἀντίθετος ἄνεμος ποὺ τοὺς ταρακουνᾶ καὶ τοὺς ἀναστατώνει εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς πονηρίας, ὁ ἀντικείμενος γιὰ πάντα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διάβολος.
«Κατὰ τὴν τέταρτη ὅμως», λέγει «φυλακὴ τῆς νύχτας πῆγε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περπατώντας πάνω στὴ θάλασσα», δηλαδὴ μετὰ τὴν ἔνατη ὥρα τῆς νύχτας· γιατί οἱ νυχτοφύλακες συνήθιζαν νὰ διαιροῦν τὸ διάστημα τῆς νύχτας σὲ τέσσερα διαδοχικὰ τμήματα, ὥστε, σύμφωνα μὲ τὶς ἰσημερίες, ἡ ἀρχὴ τῆς τέταρτης φυλακῆς νὰ εἶναι ἀρχὴ τῆς δέκατης ὥρας τῆς νύχτας.
Τοὺς ἀφήνει βέβαια τόση ὥρα νὰ βασανίζονται ἀπὸ τὴν τρικυμία, γιὰ νὰ τοὺς ἀσκήσει στὴν ὑπομονὴ καὶ νὰ τοὺς καταστήσει καρτερικούς. Ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἀφοῦ ἐμφανίσθηκε σ’ αὐτούς, τοὺς ἐπιτρέπει νὰ τὸν νομίσουν φάντασμα καὶ νὰ φοβηθοῦν τόσο, ὥστε ἀπὸ φόβο νὰ κραυγάσουν, ἂν καὶ πῆγε γιὰ νὰ τοὺς σώσει.
Αυτό βέβαια θὰ μποροῦσες νὰ δεῖς καὶ στὴν περίπτωση τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου λαοῦ· ὅταν δηλαδὴ ἐπρόκειτο νὰ σχισθεῖ κατὰ τρόπο παράδοξο ἡ θάλασσα στὴ μέση καὶ νὰ τοὺς προσφέρει δρόμο σωτηρίας, τότε νόμιζαν ὅτι διατρέχουν τὸν ἔσχατο κίνδυνο, γιατί μὲ τὴν κατοπινὴ κύκλωση τῶν ἐχθρῶν περισφίχθηκαν ἀπὸ ἄφευκτα κακά.
Καὶ τώρα κατὰ τὴν παρουσία τοῦ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ δαιμόνια ποὺ τοὺς κατεῖχαν ἔκανε τὴν ἐμφάνιση ὁ σφοδρὸς συνταραγμὸς τῶν ἐλευθερουμένων· γιατί ἔτσι οἱ εὐεργεσίες γίνονται ὄχι μόνο ἀγαπητές, ἀλλὰ καὶ μόνιμες στὴ μνήμη ἐκείνων ποὺ εὐεργετήθηκαν.
Καὶ ἐμφανίζεται σ’ αὐτοὺς τὴ στιγμὴ βέβαια ποὺ στὴν τρικυμία ἐκείνη ἐπικαλοῦνταν τὸν Θεὸ τῶν ὅλων, γιὰ νὰ δείξει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ὑπεράνω ὅλων Θεὸς ποὺ δίνει χέρι βοήθειας σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται. Περπατᾶ ἐπίσης πάνω στὰ κύματα, ἐνῶ ἡ θάλασσα ἦταν ἀγριεμένη, γιὰ νὰ δείξει ὁλοκάθαρα, ὅτι αὐτὸς εἶναι σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία ποὺ βαδίζει πάνω στὴ θάλασσα σὰν πάνω στὸ ἔδαφος, πρὸς τὸν ὁποῖο λέγει καὶ ὁ Δαβὶδ προφητικά· «οἱ δρόμοι σου εἶναι στὴ θάλασσα καὶ τὰ μονοπάτια σου στὰ ἄφθονα ὕδατα», καί, «σὺ ἐξουσιάζεις τὴ δύναμη τῆς θάλασσας, καὶ σὺ καταπραΰνεις τὸν σάλο τῶν κυμάτων της», πράγμα βέβαια ποὺ ἔκαμε ἀργότερα· γιατί μόλις τότε τοὺς εἶδε φοβισμένους, ἐπειδὴ δὲν τὸν γνώρισαν, ἄλλωστε ἦταν καὶ νύχτα, μίλησε ἀμέσως πρὸς αὐτούς, γνωστοποιώντας τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ φωνὴ καὶ λέγοντας· «ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβάσθε».
Εγώ εἶμαι, ἐγὼ ποὺ εἶμαι Θεὸς πάντοτε καὶ τελευταία ἔγινα ἄνθρωπος γιὰ χάρη σας, βλεπόμενος καὶ ἀκουόμενος καὶ ἔχοντας τὴ δύναμη νὰ κάνω τὰ πάντα· γι’ αὐτὸ καὶ βαδίζω μὲ τὸ σῶμα πάνω στὰ κύματα καὶ μπορῶ νὰ δώσω καὶ στοὺς ἄλλους τὴ δυνατότητα αὐτή. Πράγματι ὅταν ὁ Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτόν, «Κύριε, ἂν εἶσαι σύ, δῶσε ἐντολὴ νὰ ρθῶ πρὸς ἐσένα περπατώντας πάνω στὰ ὕδατα», πρόσταξε καὶ ἔγινε.
9. Ἀλλὰ ἃς ἐπαναφέρομε τὸν λόγο στὴν προηγούμενη σειρά του, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία λέγαμε μεταφορικά, ὅτι οἱ μαθητὲς στάλθηκαν στὴν κοσμικὴ θάλασσα τῶν ἐθνῶν, καθὼς ὁ Κύριος ἀνέβαινε στὸ οὐράνιο ὕψος σὰν σὲ ὅρος καὶ ἐκεῖ προσφερνε ἀσφαλῶς τὶς εὐχὲς γιὰ χάρη μας, σὰν ἀρχιερέας ποὺ ἔγινε καὶ εἰσῆλθε στὰ ἐνδότερά του παραπετάσματος, «γιὰ νὰ ἐξιλεώνει», σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο, «τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ».
Οἱ μαθητὲς λοιπὸν ποὺ στάλθηκαν στὴν ἀπέναντι ὄχθη, δηλαδὴ νὰ νικήσουν καὶ νὰ ξεπεράσουν τοὺς πειρατές, δὲν νίκησαν ὁλοκληρωτικά· γιατί ὁ ἀντικείμενος εἶναι ἐνεργῆς ἀκόμη καὶ τὰ ἔθνη ἐπιτίθενται μὲ μανία ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴν τέταρτη ὅμως φυλακὴ τῆς νύχτας, δηλαδὴ μετὰ τὸν φυσικὸ νόμο, μετὰ τὸν γραπτὸ νόμο, μετὰ τὴν πρώτη παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ τὸν νόμο τῆς χάριτος ποὺ δόθηκε κατ’ αὐτήν, θὰ ἔρθει ὁπωσδήποτε ὁ καιρὸς τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀναλογεῖ ἀκριβῶς στὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νύχτας.
Τότε θὰ ἔρθει ὁ Κύριος καταπατώντας καὶ καταργώντας καὶ ὑποδουλώνοντας κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ δύναμη· γιατί πρόκειται νὰ καταργήσει περίλαμπρα καὶ νὰ καταπατήσει τὰ κύματα ποὺ ξεσηκώνονται ἄγρια ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας του.
10. Γιατί θυμόσαστε, ὅτι ὁ λόγος ὑποδήλωνε μεταφορικὰ μὲ τὰ κύματα ποὺ κινοῦνται καὶ ξεσηκώνονται ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο πνεῦμα, τοὺς ἄρχοντες τοῦ κόσμου· καὶ γιὰ νὰ παραλείψω τὴν ἐξέταση τῶν ἐνδιάμεσων λεπτομερειῶν, ὅταν ἀνέβηκαν αὐτοὶ στὸ πλοῖο καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ ὁ Πέτρος ποὺ εἶχε μεταβεῖ πρὸς αὐτὸν ἀπὸ τὸ πλοῖο, κόπασε ὁ ἄνεμος καὶ ἀφοῦ πέρασαν ἀπέναντι, ἔφτασαν στὴν ξηρά.
Και πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ θὰ φύγουν ἀπὸ κοντά μας, τοὺς ὁποίους ὑποδήλωσε ὁ Πέτρος, παραβρεθοῦν μαζὶ μὲ μᾶς κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τότε τὸ νοητὸ ἀντικείμενο πνεῦμα θὰ καταργηθεῖ τελείως καὶ ἐμεῖς, ἀφοῦ περάσομε τὴν πολυκύμαντη θάλασσα τοῦ βίου, θὰ εἰσέλθομε στὴ γῆ τῶν πράων, ἀπ’ ὅπου ἔχει δραπετεύσει κάθε πόνος, λύπη καὶ στεναγμός. «Οἱ εὑρισκόμενοι τότε στὸ πλοῖο», λέγει, πῆγαν καὶ προσκύνησαν τὸν Ἰησοῦ, λέγοντας·
Ἀληθινὰ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Καὶ τότε βέβαια «κάθε γόνατο θὰ λυγίσει τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ κάθε γλώσσα θὰ ὁμολογήσει, ὅτι εἶναι Κύριος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πρὸς δόξα τοῦ Θεοῦ Πατέρα».
11. Ἀλλὰ ἀφήνοντας τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία, ἃς θυμηθοῦμε τὴν ἀρχὴ τῶν λόγων μας. Καὶ αὐτὴ ἦταν, ὅτι οἱ πειρασμοὶ ὅταν ἔρχονται δὲν ὠφελοῦν μόνο τους τέλειους στὴν πίστη, ὅπως τὸν Ἰὼβ καὶ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Παῦλο καὶ τοὺς ὁμοίους, ἀλλὰ καὶ τελειοποιοῦν τοὺς ἀτελεῖς.
Γιατί ἐδῶ ὄχι μόνο ὁ Πέτρος, οὔτε μόνο οἱ ἄλλοι μαθητές, ποὺ ἦταν καὶ αὐτοὶ ἀτελεῖς ἀκόμη, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ποὺ ἦταν πάνω στὸ πλοῖο, τόσο πολὺ ὠφελήθηκαν στὴν πίστη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν πειρασμό, ὥστε προσῆλθαν καὶ προσκύνησαν τὸν Ἰησοῦ καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· «ἀληθινὰ εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Ἄρα λοιπὸν καλῶς λέγει ὁ ἀπόστολος ποὺ ἀναφέραμε στὴν ἀρχή· «μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑπομένει πειρασμό, γιατί, ἀφοῦ ἀποδειχθεῖ ἄξιος, θὰ λάβει τὸ στεφάνι τῆς ζωῆς».
12. Δὲν θέλω ὅμως, ἀδελφοί, νὰ ἀγνοεῖτε ὅτι τὸ εἶδος τῶν πειρασμῶν εἶναι διπλό. Ἀλλὰ δὲν ἐννοῶ τώρα αὐτό, ὅτι οἱ πειρασμοὶ δίνονται στοὺς ἀνθρώπους λόγω ἡδονῆς καὶ ὀδύνης λόγω ὑγείας καὶ νόσου, λόγω δόξας καὶ ἀδοξίας, λόγω εὐπορίας καὶ ἀπορίας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πολὺ χειρότεροι εἶναι οἱ διδόμενοι λόγω ἡδονῆς καὶ ὑγείας λόγω δόξας καὶ εὐπορίας· συμβαίνει βέβαια καὶ αὐτό, ἀλλὰ τώρα δὲν σᾶς ὁμιλῶ γι’ αὐτὸ τὸ εἶδος τῶν πειρασμῶν. Ἀλλὰ ποιὰ θέλω τώρα νὰ γνωρίσετε; Προσέξτε καὶ θὰ μάθετε.
Αυτός ὁ μέγας Ἰάκωβος, ὁ κατὰ σάρκα καλούμενος ἀδελφός του Κυρίου, ἐξαιτίας τῆς κατὰ θεία οἰκονομία μνηστείας τοῦ Ἰωσὴφ μὲ τὴν Παρθενομήτορα Μαρία, ἀφοῦ εἶπε, «νὰ χαίρεσθε ὅταν περιπέσετε σὲ ποικίλους πειρασμούς», καὶ ὅτι «εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑπομένει πειρασμό, γιατί θὰ λάβει τὸ στεφάνι τῆς ζωῆς», ἔπειτα, ὅπως ἂν ἔλεγε κάποιος σ’ αὐτόν, καὶ ὅμως ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ βλασφημοῦν στοὺς πειρασμούς, ἄλλοι ποὺ ἀπελπίζονται τελείως, ἄλλοι ποὺ περνοῦν καὶ θηλειὰ στὸν ἑαυτό τους, καὶ ἂν ὁ πειρασμὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς ἔμφυτους καὶ σαρκικούς, ἀπὸ θυμὸ ἴσως ἢ ἐπιθυμία, ἄλλοι πολλὲς φορὲς περιέπεσαν σὲ φόνους, καὶ ἄλλοι παρέδοσαν τοὺς ἑαυτούς τους στὴν ἀκολασία· πῶς λοιπὸν ὁ πειρασμὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι πρόξενος στεφάνων; Σὰ νὰ ἀπολογεῖται πρὸς αὐτοὺς ποὺ τὰ λέγουν αὐτὰ ὁ Ἰάκωβος προσθέτει· «κανένας ποὺ δέχεται πειρασμὸ νὰ μὴ λέγει, πειράζομαι ἀπὸ τὸν Θεό· γιατί αὐτὸς δὲν πειράζει κανένα· γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἀπείραστος ἀπὸ τὰ κακά».
Πειρασμό ἐδῶ λέγει τὸ κακό, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία, καὶ τὸ νὰ περιπέσει κανεὶς σ’ αὐτήν, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔμεινε ἀπείραστος καὶ ὁ Χριστός, ἂν καὶ βέβαια πειράσθηκε ἀλλιῶς· γιατί λέγει· «ἀπὸ ὅσα ἔπαθε μὲ τὸν πειρασμὸ ποὺ ὑπέμεινε, μπορεῖ νὰ βοηθήσει αὐτοὺς ποὺ πειράζονται»· ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ βάπτισή του στὸν Ἰορδάνη ἀνέβηκε στὸ ὅρος γιὰ νὰ πειρασθεῖ σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ εὐαγγελίου.
13. Ὥστε πειρασμοὶ λέγονται καὶ τὰ λυπηρὰ ποὺ ἐπέρχονται στοὺς ἀνθρώπους ἀπ’ ἔξω καὶ προσβάλλουν τὸ σῶμα, καὶ ἡ ἴδια ἡ προσβολὴ τοῦ ἐχθροῦ, ἂν καὶ εἶναι ἀνεύθυνος, ἀφοῦ καὶ τὸν Κύριο τὸν πρόσβαλε πειράζοντας τὸν. Πειρασμοὶ λέγονται καὶ οἱ ἁμαρτίες, κατὰ τὶς ὁποῖες, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Ἰάκωβος, «καθένας μᾶς πειράζεται παρασυρόμενος καὶ δελεαζόμενος ἀπὸ τὴ δική του ἐπιθυμία· γιατί ἡ ἐπιθυμία», λέγει, «ὅταν συλλάβει τὸ θύμα γεννᾶ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἡ ἁμαρτία ὅταν πραγματοποιηθεῖ γεννὰ τὸν θάνατο».
Ποιὸν θάνατο; Τὸν αἰώνιο, ποὺ εἶναι ὁ ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας χωρισμὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ψυχή. Αὐτὸν βέβαια τώρα ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι τὴ συντέλεια τὸν ἀκολούθησε καὶ ὁ θάνατος τοῦ σώματος, τότε ὅμως, στὸν μέλλοντα αἰώνα, γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν μετανόησαν ἐδῶ θὰ ἀκολουθήσει ἡ ἀφόρητη καὶ χωρὶς τέλος κόλαση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ἀφοῦ καταδικασθοῦν δίκαια ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ καταστρέψει στὴ γέεννα τοῦ πυρὸς καὶ ψυχὴ καὶ σῶμα.
14. Αὐτὸν τὸν πειρασμὸ ἃς τὸν ἀποφύγομε μὲ ὅση δύναμη ἔχομε, ἀδελφοί· γιατί τὸ νὰ τὸν ἀποφύγομαι βρίσκεται στὴ δική μας ἐξουσία. Γι’ αὐτὸ νὰ λυπηθοῦμε, ὅταν δοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας νὰ ἔχουν περιπέσει σ’ αὐτόν. Ἐὰν λυπηθοῦμε γι’ αὐτὸ ὅσο χρειάζεται, θὰ προετοιμάσομε τὸν ἑαυτό μας γιὰ μετάνοια ἀμεταμέλητη πρὸς σωτηρία.
Αὐτὸν τὸν πειρασμὸ ἔρχομαι καὶ ἐγὼ τώρα νὰ ἀφαιρέσω ἀπό σας, ὄχι αὐτὸν ποὺ πρόσκαιρα μόνο ζημιώνει καὶ βλάπτει, ἀλλὰ ἐκεῖνον ποὺ βλάπτει αἰώνια.
Γιατί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τοῦ ὁποίου ἐμεῖς εἴμαστε διάκονοι μὲ τὴ χάρη του, εἶναι ἀρχιερέας τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, ὄχι τῶν πρόσκαιρων, καὶ εἰσῆλθε μὲ τὸ αἷμα του στὰ ἀληθινὰ ἅγια, ἀφοῦ πέτυχε γιὰ μᾶς λύτρωση ὄχι πρόσκαιρη, ἀλλὰ αἰώνια· αὐτὴν ἐρχόμαστε καὶ ἐμεῖς νὰ σᾶς προσφέρομε, ἂν πείθεσθε, τὴν αἰώνια ἀπολύτρωση, τῶν ψυχικῶν πειρασμῶν, καὶ ὄχι τῶν σωματικῶν γιατί σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο, τὰ ὅπλα μας δὲν εἶναι σαρκικά, ἀλλὰ δυνατὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πρὸς καθαίρεση ὀχυρωμάτων, ὄχι τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ τῶν κατασκευασμένων ἐναντίον μᾶς ἀπὸ τὸν νοητὸ ἐχθρό.
15. Σεῖς ὅμως μου φαίνεσθε ὅτι οὔτε ἀντιλαμβάνεσθε οὔτε ζητεῖτε τὴν ἀπολύτρωση τῶν ψυχικῶν πειρασμῶν γιατί λυπεῖσθε γιὰ ἐκείνους τοὺς πειρασμοὺς κυρίως, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ χαίρεσθε, καθόσον, ἂν θέλομε, μᾶς προξενοῦν τὴν αἰώνια ἀπολύτρωση, καὶ ἀπὸ μένα αὐτὴν κυρίως ζητεῖτε, τὴν ἐξάλειψη τῶν σωματικῶν πειρασμῶν τὴν ὁποία καταφρονώντας ἐγὼ ὁπωσδήποτε, ἦρθα πρὸς ἐσάς, προτιμώντας νὰ πάσχω μαζὶ μέ σας.
Καὶ βέβαια, ἂν λυπούμαστε περισσότερο γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, παρὰ γιὰ τὰ βλαβερὰ ποὺ μᾶς συμβαίνουν, ὄχι μόνο ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ αἰώνια ἀπολύτρωση θὰ εἶναι μαζί μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπολύτρωση τῶν πρόσκαιρων πειρασμῶν.
Γιατί ἀπὸ ποῦ ἄραγε ἔγινε ὀδυνηρὸς καὶ γεμάτος ἀπὸ στεναγμούς, φιλοπόλεμος καὶ γεμάτος ἀπὸ συμφορὲς γιὰ μᾶς ὁ βίος; Δὲν ἔγινε ἀπὸ τὸ ὅτι μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς ρίξαμε τὸν ἑαυτό μας στὸν ἀπαγορευμένο πειρασμό, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία; Ἂν λοιπὸν καθαρίσομε τώρα τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ κάθε ἁμαρτία μὲ τὴ μετάνοια, καὶ ἐδῶ θὰ ὑποστοῦμε μετριώτερους πειρασμούς, καὶ στὸν κατάλληλο καιρὸ θὰ ἐπιστρέψομε στὸν ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τοὺς πειρασμοὺς βίο.
16. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπαναφέρομε τὸν ἑαυτό μας πρὸς τὸν σωτήριο αὐτὸ λογισμό, νὰ μὴ λυπούμαστε καὶ στενοχωρούμαστε γιὰ τὶς σωματικὲς μᾶλλον προσβολές, ἀλλὰ γιὰ τὶς ψυχικὲς ζημίες, ποὺ εἶναι πραγματικὰ πειρασμοὶ καὶ ἄξιοι ἀληθινὰ λύπης, ὥστε νὰ λέμε καὶ πρὸς τὸν Θεὸ ὅπως ἀκριβῶς μᾶς δίδαξε, «μὴ μᾶς βάλεις σὲ πειρασμό», τὸν ἀπαγορευμένο καὶ ὑπεύθυνο ὁπωσδήποτε πειρασμό, «ἀλλὰ ἀπάλλαξέ μας ἀπὸ τὸν πονηρό, γιατί δική σου εἶναι ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων». Γένοιτο.
(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἔργα, ΕΠΕ, τόμος 10, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»)