1. Εἶναι ἡ ἐπoχὴ τῶν διωγμῶν: Αὐτοκράτορας στὴ Ρώμη ὁ Διοκλητιανός. Νοῦς διοικητικὸς καὶ ἄνδρας ἱκανὸς ἐπέφερε στὸ ἀχανὲς Ρωμαϊκὸ κράτος σοβαρὲς μεταρρυθμίσεις, ὥστε παρὰ τὴν πολλαπλότητα τῶν ἐθνῶν, νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ περίφημη ἑνότητα τῶν Ρωμαίων. Ἀλλὰ ἡ ἱστορικὴ προσωπικότητα τοῦ Διοκλητιανοῦ εἶναι γνωστὴ κυρίως γιὰ τὴ σκληρότητα τοῦ ἀπέναντι στοὺς χριστιανούς. Φοβερὰ ἦταν τὰ βασανιστήρια ποὺ ὕπεφεραν οἱ χριστιανοὶ . Δὲν ἦταν δυνατὸν ὅμως νὰ διαλυθεῖ ἡ Ἐκκλησία, γιατί τὴ διατήρηση τῆς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὑποσχέθηκε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Πύλαι Ἅδου οὗ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἡ Ἐκκλησία ἁπλῶς ἀκολουθεῖ τὸ δρόμο ποὺ τῆς χάραξε ὁ Θεάνθρωπος ἱδρυτής της: Τὸ δρόμο τοῦ Σταυροῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ἀνάσταση.
2.Εἰδωλολατρικὴ ἀνατροφή: Στὴν ἐποχὴ τοῦ Διοκλητιαναὺ στὴν Ἀντιόχεια ζοῦσε μιὰ πλούσια χήρα εὐγενικῆς καταγωγῆς, ἡ Θεοδοσία. ποῦ πίστευε στὰ εἴδωλα. 0 ἄνδρας της, ποὺ ἦταν χριστιανὸς καὶ ὀνομαζόταν Χριστόφορος, πέθανε ἀφήνοντας τῆς ἕνα γιὸ τὸν Νεανία, ὁ ὁποῖος ἀνατράφηκε ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ διδάχτηκε τὴν εἰδωλολατρεία.Ἐνῶ ὁ αὐτοκράτορας ἦταν στὴ Ἀντιόχεια, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ καταστολὴ ἐπαναστάσεως κάποιου Ἀχιλλέα στὴν Αἴγυπτο, ἡ Θεοδοσία, καθὼς ἦταν ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀρχόντισσες τῆς πόλης, θέλησε νὰ τοῦ ζητήσει νὰ τιμήσει τὸ γιό της μὲ μεγάλο ἀξίωμα. Τὴν ἄκουσε ὁ Διοκλητιανός, καὶ προσέχοντας τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν ἐξαιρετικὴ μόρφωση τοῦ Νεανία, τὸν διόρισε Δούκα σ’ ὅλη τὴν Ἀλεξάνδρεια.. 0 Νεανίας τότε ἀνεχώρησε γιὰ τὴν ἐπαρχία του, συνοδευόμενος ἀπὸ δύο τάγματα στρατιῶτες καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ Διοκλητιανὸ τὴ διαταγή, ὅσους χριστιανοὺς βρίσκει, ποὺ δὲν ἀρνοῦνται τὸ Χριστό, νὰ τοὺς ἐξολοθρεύει, ἀρπάζοντας πρῶτα ὅλα τα ὑπάρχοντά τους καὶ μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια νὰ τοὺς δίνει ἐπώδυνο Θάνατο.
Ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ: Ἡ πορεία ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν Ἀλεξάνδρεια ἦταν πολὺ κουραστική. Τὴν ἡμέρα ὁ ἥλιος ἦταν τόσο καυτερός, ὥστε τὰ ἄλογα κινδύνευαν νὰ ψοφήσουν ἀπὸ τὴ δίψα. Ἀναγκάζονταν ἔτσι, Δούκας καὶ στρατιῶτες νὰ πεζοποροῦν τὴ νύχτα. Στὴν Ἀπάμεια τῆς Συρίας, βγῆκε ἡ πόλη ὁλόκληρη νὰ τοὺς ὑποδεχτεῖ. Ἔμειναν ἐκεῖ ὥσπου νύχτωσε καὶ μετὰ συνέχισαν τὴν πορεία τους. Τὴν τρίτη ὥρα τῆς νύχτας, σεισμὸς μεγάλος τράνταξε τὴ γῆ. ‘Ἕνας φοβερὸς κεραυνὸς ἔσκισε τὸ οὐράνιο στερέωμα. Μέσα ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀστραπῆς ἀκούστηκε φωνὴ μεγάλη ποῦ ἔλεγε: «Νεανία, ποῦ πᾶς; καὶ ποιὸν καταδιώκεις;» 0 Νεανίας μὲ ἀπορία ἀπάντησε στὴν ἄγνωστη φωνή: «O αὐτοκράτορας μὲ διόρισε Δούκα στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου καὶ μὲ ἀποστέλλει νὰ θανατώσω ὅλους τους χριστιανοὺς» καὶ παρατηροῦσε γύρω καὶ τριγύρω μὲ ἀμηχανία. Τότε φάνηκε στὸν κατόμαυρο οὐρανὸ ἕνας ὁλόλαμπρος Σταυρός, ποὺ ἔμοιαζε σὰν ἀπὸ κρύσταλλο. Μέσα ἀπὸ τὸ ἄπλετο καὶ ὑπερκόσμιο φῶς τοῦ Σταυροῦ ἐξῆλθε φωνὴ ποὺ ἔλεγε: « Εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ποὺ καταδιώκεις».
Κατασκευὴ χρυσοῦ Σταυροῦ: Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ στὸ νεαρὸ εἰδωλολάτρη, ἄρχισε νὰ γκρεμίζει μέσα του τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο. Μιὰ νέα ζωὴ ἀνέτειλλε: τὸ Φῶς τῆς Ἀλήθειας ἐξαφάνισε τὸ σκότος τῆς πλάνης. 0 Θεὸς τῶν χριστιανῶν ἄρχισε νὰ γίνεται πιὰ καὶ δικός του προβληματισμός. Ἡ ὀπτασία τοῦ ἄφησε μιὰ ἀνείπωτη χαρά, μαζὶ μὲ μιὰ αἴσθηση ἀσφάλειας καὶ προστατευτικότητας ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ποὺ εἶδε. Συνεχίζοντας τὴν πορεία τοῦ ὁ Νεανίας ἔφτασε στὴ Σκυθόπολη. Ἐκεῖ μάζεψε τοὺς χρυσοχόους τῆς πόλης καὶ τοὺς εἶπε: «Θέλω νὰ μοῦ ὑποδείξετε τὸν καλύτερο τεχνίτη, γιὰ νὰ μοῦ κατασκευάσει ἕνα σκεῦος πολύτιμο». Οἱ χρυσοχόοι τοῦ ὑπέδειξαν ἕναν ποὺ ὀνομαζόταν Μάρκος ποὺ ὅπως εἶπαν ἤξερε καλὰ τὴν τέχνη. Τότε ὁ Νεανίας κάλεσε τὸ Μάρκο ἰδιαίτερα στὸ δωμάτιό του καὶ τοῦ παράγγειλε νὰ τοῦ κατασκευάσει ἕνα σταυρό, ὅπως τὸν εἶδε στὴ Θεία ὀπτασία. 0 Μάρκος ἀντέδρασε καὶ τοῦ εἶπε: «Φοβοῦμαι νὰ τὸν κατασκευάσω, γιατί ἂν τὸ μάθει ὁ βασιλιὰς θὰ μὲ θανατώσει». 0 Νεανίας ὅμως τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸ κρατήσει μυστικὸ καὶ δὲ θὰ τὸ ὁμολογήσει σὲ κανένα. Πείσθηκε ὁ Μάρκος καὶ κλειδωμένος μέσα στὸ σπίτι τοῦ Νεανία κατασκεύαζε κρυφά το σταυρό. Ὅταν τὸν τελείωσε εἶδε ἕνα παρόδοξο θέαμα: φάνηκαν στὸ σταυρὸ τρεῖς εἰκόνες καὶ γράμματα ἑβραϊκά. Στὸ πάνω μέρος ἔγραφε: «Ἡ μορφὴ τοῦ Δεσπότη». Στὸ δεξὶ μέρος φαινόταν ἕνας ἄγγελος καὶ γραφόταν «Μιχαὴλ» καὶ στὸ ἀριστερό το ἴδιο, μὲ τὸ ὄνομα «Γαβριήλ». 0 χρυσοχόος προσπάθησε μὲ ἐπιμoνὴ νὰ ἐξαλείψει τὶς εἰκόνες, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερε. Τὴ νύχτα ἔφτασε στὸ σπίτι ὁ Νεανίας γιὰ νὰ δεῖ ἂν τελείωσε. Μόλις τὸν εἶδε τελειωμένο, χάρηκε πολὺ καὶ τὸν προσκύνησε. Ρώτησε τὸν Μάρκο γιὰ τὶς εἰκόνες, τί σημαίνουν. Αὐτὸς τοῦ ἀπάντησε ὅτι δὲν γνώριζε, γιατί δὲν τὸ κατασκεύασε ὁ ἴδιος, ἀλλὰ τυπώθηκαν μόνες τους. 0 Νεανίας τότε κατάλαβε ὅτι ἔγιναν μὲ Θεία ἐνέργεια καὶ γονατιστός το προσκύνησε μὲ πολλὴ εὐλάβεια. Ἔδωσε στὸ χρυσοχόο πολλὰ χρήματα ὅπως ὑποσχέθηκε καὶ τὸν εὐχαρίστησε. ‘Ὕστερα ἀφοῦ τύλιξε μὲ πολύτιμη πορφύρα τὸ σταυρό, ἀναχώρησε μὲ τοὺς στρατιῶτες του γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια.
Μὲ τὸ σταυρὸ νικητής: Στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἔκαναν ἐπιδρομὲς Ἀγαρηνοί. Ἅρπαζαν μὲ τὴ βία τὶς θυγατέρες τῶν ἐπισήμων ἀνδρῶν καὶ τὶς ἔκαμαν συζύγους τους. Μὴ μπορώντας οἱ γονεῖς τους νὰ ἀντισταθοῦν, ἔκλαιαν γιὰ τὴ συμφορά τους καὶ βρισκόταν σὲ ἀμηχανία. Ἡ ἐμφάνιση στὴν πόλη τοῦ νέου Δούκα ἦταν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἀλεξάνδρειας μιὰ ἐλπίδα. Μιὰ ὁμάδα τὸν ἐπισκέφτηκε καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ζητοῦσαν προστασία ἀπὸ τοὺς βαρβάρους. 0 νεαρὸς ἄρχοντας τοὺς συμπόνεσε γιὰ τὴ συμφορά τους κι ἔδωσε ἐντoλὴ νὰ ἑτοιμαστοῦν οἱ στρατιῶτες γιὰ τὴ συμπλοκή. ‘Ὅταν μαζεύτηκαν καὶ παρατάχτηκαν μπροστά του, τοὺς ἔδωσε τὶς πολεμικὲς ὁδηγίες καὶ τελειώνοντας τοὺς εἶπε: «Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἐσταυpωμένoυ Χριστοῦ Θὰ νικήσουμε». Καὶ ὁ λόγος τοῦ ἔγινε πραγματικότητα: Μὲ τόση δύναμη πολεμοῦσαν τοὺς Ἀγαρηνούς, ὥστε νικημένοι κατὰ κράτος ἔφευγαν οἱ βάρβαροι ἀφήνοντας στὸ πεδίο τῆς μάχης περισσότερους ἀπὸ ἕξη χιλιάδες νεκρούς. Ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τοῦ Νεανία, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, δὲ σκοτώθηκε κανένας.
Ἀντίδραση τῆς μητέρας του: Μετὰ τὴ νίκη τοῦ ὁ Νεανίας εἰδοποίησε τὴ μητέρα του νὰ ἔλθει στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ἔφτασε ἡ μητέρα του καὶ ἄκουσε τὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ χάρηκε πολύ. Μὲ πολλὴ ἀγαλλίαση τοῦ εἶπε: «Πρέπει νὰ εὐχαριστήσεις τοὺς Θεούς, παιδί μου, ποὺ παρακάλεσα ὅταν ἄρχισες τὸν ἀγώνα. Γιατί αὐτοί σου ἔδωσαν τὴ νίκη». Τότε ὁ Νεανίας εἶπε: «Εὐλογημένος νάναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ποὺ μὲ βοήθησε». Καὶ ἡ μητέρα του: «Μὴ λέγεις, παιδί μου ἀγαπημένο, ὅτι σὲ βοήθησε ἕνας Θεός, γιὰ νὰ μὴν ὀργισθοῦν οἱ ἄλλοι». Βρῆκε τότε ὁ Νεανίας τὴν εὔκαιρια νὰ μιλήσει στὴ μητέρα του, γιὰ τὴ γνωριμία του μὲ τὸν Χριστό, τῆς ἐξιστόρησε πὼς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τὸν ἁπάλαξε ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Ἡ εὐλάβεια τῆς Θεοδοσίας στὰ εἴδωλα τῆς προκάλεσε μεγάλη ἀντίδραση γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ γιοῦ της. 0 θυμὸς τῆς ξεπέρασε καὶ αὐτὴ τὴ μητρικὴ ἀγάπη γιὰ τὸ μονάκριβο παιδί της. Ἔτρεξε στὸν αὐτοκράτορα καὶ τοῦ ἀνάγγειλε τὸ γεγονός: «Ἔχασε τὰ μυαλὰ τοῦ ὁ γιός μου, βασιλιά, πιστεύει καὶ αὐτὸς στὸν Ἐσταυρωμένο»! Τὴν ἄκουσε ὁ βασιλιὰς καὶ σάστισε, ὀργισμένος ἔγραψε στὸν Οὐλκίωνα, τὸν ἡγεμόνα τῆς Παλαιστίνης. Τὸν πρόσταξε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Νεανία, τὸ Δούκα τῆς Ἀλεξάνδρειας, καὶ νὰ τοῦ ζητήσει λόγο γιὰ τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Ἂν δὲν πεισθεῖ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πλάνη του, νὰ τὸν σκοτώσει γιὰ νὰ παραδειγματιστοῦν καὶ οἱ ἄλλοι. Σὰν πῆρε τὸ γράμμα ὁ Οὐλκίωνας, ἐνήργησε ὅπως τὸν πρόσταζε ὁ αὔτοκρατορας: μὲ ἄλλους ἄρχοντες συγκλητικούς, ἔφτασε στὸ ἀνάκτορο τοῦ Δούκα. Τὸν χαιρέτησε καὶ τοῦ ἔδωσε τὰ βασιλικὰ γράμματα. Ὅταν διάβασε ὁ Ἅγιος τα γράμματα, εἶπε ἄφοβα: «χριστιανὸς εἶμαι ! Κάμε ὅ,τι σὲ προστάζουνε. Ὁ Οὐλκίωνας μπροστὰ στὸ θάρρος τοῦ νεαροῦ Δούκα εἶπε: «Ἐγὼ Δούκα, σὲ ἐκτιμῶ, ἀλλὰ φοβοῦμαι τὸ βασιλιὰ καὶ δὲν ξέρω, τί νὰ κάνω. Σὲ συμβουλεύουμε, τόσο ἐγὼ ὅσο καὶ οἱ ἄρχοντες ποὺ βρίσκονται ἐδῶ, νὰ προσποιηθεῖς ὅτι θυσιάζεις. Ἔτσι θὰ φανεῖ ὅτι ἐκτελεῖς τὴν ἐντολὴ τοῦ βασιλιὰ καὶ θὰ γλυτώσεις τὴ ζωή σου. 0 Ἅγιος ἀπάντησε: «θὰ θυσιάσω Οὐλκίωνα, καλὰ εἶπες. Ὄχι ὅμως στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό μου θὰ θυσιάσω στὸ Χριστό, ποὺ ἀγάπησα μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή.
Βασανιστήρια καὶ φυλάκιση: Ἦταν ἀμετάπειστος ὁ Νεανίας. Ἡ ἀγάπη του στὸ Χριστὸ τὸν εἶχε κυριεύσει. 0 Οὐλκίωνας πρόσταξε νὰ τὸν δέσουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν Καισάρεια. Σὰν ἔφτασαν, ἔδωσε ὁ Οὐλκίωνας διαταγὴ νὰ μαζευτεῖ ὁ λαός. Κρέμασαν τὸ μακάριο Νεανία μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια ξεσκίζοντας τὶς σάρκες του. Ἦταν πολλοὶ ποὺ τὸν συμπονοῦσαν καὶ ἔκλαιαν. 0 Νεανίας ὅμως, ποὺ ὑπέφερε μὲ γενναιότητα τὰ σκληρὰ βασανιστήρια, τοὺς ἔλεγε: «Μὴν κλαῖτε γιὰ μένα, γιατί μου παραστέκεται τώρα ὁ Κύριος καὶ Θεός μου καὶ εὐφραίνομαι, τὸν βασάνιζαν μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὥσπου νύχτωσε. Τότε τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ὁ δεσμοφύλακας, ποὺ ὀνομαζόταν Τερέντιος, εἶχε κάποτε εὐεργετηθεῖ ἀπ’ αὐτὸν καὶ ἦταν φίλος του. Ἑτοίμασε κρυφὰ ἁπαλὸ στρῶμα καὶ σεντόνια καὶ τὸν φρόντιζε ὅσο μποροῦσε. Τὰ μεσάνυχτα, ἄγγελοι Κυρίου ἐπισκέφτηκαν τὸν Ἅγιο στὴ φυλακή. Ἀμέσως λύθηκαν τὰ δεσμά, ὄχι μόνο του Νεανία, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων καταδίκων. Φώναξαν τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ εἶπαν: «Κοίταξέ μας, Νεανία.» Ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Νεανίας. ρώτησε ποιοὶ ἦταν. Αὐτοὶ εἶπαν, «Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ εἴμαστε καὶ μᾶς ἔστειλε νὰ σοῦ παραβρεθοῦμε. Ἐπιφυλακτικὸς ἀπὸ τὶς ἀπάτες τῶν δαιμόνων ὁ Ἅγιος εἶπε: «Ἐὰν εἶστε Ἄγγελοι, κάμετε τὸ σταυρό σας». Αὐτοὶ ὑπάκουσαν καὶ μετὰ τὸν ρώτησαν: «Γιατί δὲ μᾶς πίστεψες;». Ὁ ταπεινὸς Νεανίας ἀπάντησε: «Στοὺς τρεῖς Παῖδες ἔστειλε ὁ Κύριος ἀγγέλους καὶ τοὺς δρόσιζαν, γιατί αὐτοὶ ἦταν ριγμένοι στὴ φωτιά. Ἐγὼ τί ἔκαμα ὥστε νὰ ἀξιωθῶ τέτοιας παρηγοριᾶς;» Ὕστερα ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Φῶς λαμπρότατο περιέλουσε τὸν Νεανία καὶ τὸ χῶρο τῆς φυλακῆς. Ἄρρητη εὐωδία καὶ ὑπερκόσμια ἀγαλλίαση πλημμύρισε τὸ νεαρὸ μάρτυρα. Ἄκουσε δὲ καὶ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Προκόπιος θὰ ὀνομάζεσαι στὸ ἑξῆς, γιατί θὰ προκόψεις στὴν ἀρετὴ καὶ θὰ προσφέρεις ποίμνιο στὸν Πατέρα μου, λοιπόν, πολέμα γενναία». 0 ταπεινὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ εἶπε: «Κύριέ μου σὲ παρακαλῶ, δυνάμωσε τὴν ἀσθενικὴ ψυχή μου. Γιατί φοβοῦμαι μήπως δὲν ἀντέξω τὰ βάσανα». Καὶ ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος του εἶπε: «Μὴ Φοβᾶσαι, γιατί ἐγὼ εἶμαι κοντά σου». Ὅταν ὁ Χριστὸς ἔφυγε, ὁ Ἅγιος, ποὺ μετονομάστηκε Προκόπιος, γέμισε ἀπὸ θάρρος καὶ ἀγαλλίαση. Οἱ πληγὲς τοῦ θεραπεύτηκαν καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἐνδυναμώθηκε, τὴν ἑπομένη ὁ Οὐλκίωνας ἔστειλε ἄνθρωπο νὰ δεῖ ἂν ὁ Ἅγιος πέθανε. Σὰν ἔφτασε στὴ φυλακὴ ὁ ἀπεσταλμένος, καὶ τὸν εἶδε ὑγιῆ καὶ χαρούμενο δὲν πίστευε στὰ μάτια του. Ἔτρεξε στὸ παλάτι καὶ διηγιόταν σ’ ὅλους το θαυμαστὸ γεγονός. 0 ἡγεμόνας πρόσταξε καὶ τὸν ἔφεραν κοντά του. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Προκοπίου ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο. Ἐκπλάγηκαν οἱ στρατιῶτες ποὺ τὸν εἶδαν καὶ ἐκφράζανε θαυμασμὸ γιὰ τὴ δύναμη τοῦ θεοῦ του. Ἀντιλαμβανόμενος τὸν κίνδυνο νὰ πιστέψουν στὸν Ἰησοῦ, ὁ Οὐλκίωνας εἶπε πρὸς τὸ πλῆθος: «Τί παράξενο βλέπετε καὶ θαυμάζετε; Τὸν λυπήθηκαν οἱ Θεοί, τὸν ἀσεβέστατο, καὶ τὸν θεράπευσαν». Ὁ Ἅγιος τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἀφοῦ εἶσαι βέβαιος ὅτι οἱ Θεοὶ μὲ θεράπευσαν, ἃς πᾶμε στὸ ναὸ νὰ δοῦμε τὴ δύναμή τους». Ὁ βασιλιὰς θέλησε νὰ πιστέψει ὅτι ὁ Νεανίας θὰ θυσίαζε. Πρόσταξε νὰ στολίσουν τὸ δρόμο ἀπὸ τὸ παλάτι ὡς τὸ ναὸ καὶ κήρυκες νὰ καλοῦν τὸ λαὸ νὰ παραβρεθεῖ: «Ὁ Νεανίας πάει στὸ ναὸ νὰ θυσιάσει στοὺς Θεούς! ! 0 Νεανίας θὰ προσκυνήσει τοὺς Θεούς!!».
«Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ…» Μαζεύτηκε ὅλη ἡ πόλη νὰ παρακολουθήσει τὸ μεγάλο γεγονός. Συνόδευσαν τὸν Ἅγιο ὡς τὸ ναὸ καὶ μόλις ἔφτασαν, ὁ μακάριος τους εἶπε: «Μείνετε ἔξω γιὰ νὰ προσευχηθῶ στοὺς Θεοὺς νὰ μὲ συγχωρέσουν ποὺ τοὺς καταφρόνησα. Ὕστερα ἐλᾶτε καὶ ἐσεῖς νὰ δεῖτε τὴ θυσία»! Μπῆκε μέσα ὁ Ἅγιος κι ἔκλεισε τὶς θύρες τοῦ ναοῦ. Στρεφόμενος στὴν ἀνατολὴ ὕψωσε τὰ χέρια του καὶ προσευχόμενος εἶπε « Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ ποὺ δημιούργησες ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὸ παντοδύναμο Χέρι Σου, ἐπάκουσε τὴ δέηση τοῦ δούλου σου καὶ σύντριψε τὰ εἴδωλα αὐτὰ ποὺ πλανοῦν τοὺς ἀνθρώπους σου γιὰ νὰ δοξαστεῖ ἀπ’ὅλους το ὄνομά σου». Ὕστερα ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε: «Στὸ ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, διαλυθεῖτε ὅλα καὶ γίνετε νερὸ γιὰ νὰ φύγετε ἀπ’ ἐδῶ μέσα». Καὶ ἐπάκουσε ὁ Θεὸς τὸ δοῦλο του: κατέπεσαν τὰ εἴδωλα τοῦ ναοῦ καὶ ἔγιναν νερὸ ποὺ χυνόταν ἀπὸ τὴ θύρα ἔξω.
Νέοι Χριστιανοί: Ὅταν εἶδε ὁ λαὸς τὸ θαυμάσιο συμβὰν ἐντυπωσιασμένος κραύγαζε: «0 Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, βοήθησέ μας». Ἡ ὁμάδα τῶν στρατιωτῶν καὶ οἱ δύο δικαστὲς ποὺ συνόδευαν τὸν Ἅγιο, πίστεψαν στὸ Χριστό. 0 ἡγεμόνας ἐξεμάνη ἀπὸ τὸ γεγονὸς καὶ ὀργισμένος ἔριξε πάλι τὸν Προκόπιο στὴ φυλακή. Σὰν νύχτωσε πῆγαν κρυφὰ καὶ τὸν ἐπισκέφθηκαν οἱ στρατιῶτες μὲ τοὺς δικαστὲς καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ βαφτιστοῦν. 0 Ἅγιος τους δέχθηκε μὲ χαρὰ καὶ παρακάλεσε τὸ φύλακα νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει, μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ γυρίσει πρὶν ξημερώσει. Γνώριζε ὁ Τερέντιος τὴν ἐνάρετη ζωὴ τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν φυγάδεψε. Ἔφυγαν ὅλοι γιὰ τὸν ἐπίσκοπο ποὺ ὀνομαζόταν Λεόντιος καὶ τοῦ εἶπαν νὰ τοὺς βαφτίσει στὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀρχιερέας ἀφοῦ τοὺς κατήχησε μὲ συντομία στὰ μυστήρια καὶ τὰ δόγματα τῆς Πίστης μας, τοὺς βάφτισε ὅλους καὶ ὕστερά τους κοινώνησε τὸ Ἅγιο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ τὸ βάπτισμα πῆγαν ὅλοι μαζὶ στὴ φυλακή, ὅπου ὁ Θεῖος Προκόπιος φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. τοὺς δίδασκε: «Ἀδελφοί μου, τώρα ποὺ γίνατε στρατιῶτες τοῦ Βασιλιὰ τῶν oυρανῶν, φροντίστε νὰ διατηρήσετε θερμὴ τὴν πίστη σας. Μὴ νικηθεῖτε ἀπ’ὅσα εὐχάριστα ἢ δυσάρεστά σας συμβοῦν. Ἀγαπῆστε τὸ Θεὸ πάνω ἀπ’ὅλα καὶ μὴ φοβηθεῖτε τὰ βασανιστήρια ποὺ πρόκειται νὰ πάθετε. Τὸ πῦρ τοῦτο κρατᾶ μία ὥρα. Ἡ μακαριότητα καὶ ἡ χαρὰ ποὺ θὰ σᾶς ὁδηγήσει θὰ εἶναι αἰώνια. Οἱ χαρὲς τοῦ κόσμου τούτου μπροστὰ στὰ αἰώνια ἀγαθά του Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μηδαμινές. Πιστέψετε μέ, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ παρηγορήσει τὴν ψυχὴ παρὰ μόνο ὁ Θεός, τοῦ ὁποίου τὸ κάλος εἶναι ἀνείπωτο καὶ ἡ δόξα ἀνεκδιήγητη. Τὴ μακαριότητα καὶ τὴν εἰρήνη ποὺ χαρίζει σ’ ὅσους τὸν ἀγαποῦν, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν καταλάβει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς». Οἱ διδαχὲς τοῦ ἁγιότατου Προκόπιου δὲν ἦταν παρὰ μία περιγραφὴ δικῶν τοῦ βιωμάτων. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα φέρνει σὲ κοινωνία τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό: «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετὰ πάντων ἠμῶν», ἀκοῦμε στὴ Λειτουργία. Ἡ κοινωνία τοῦ σκοτισμένου ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοὺς δαίμονες ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι Φῶς, φωτίζει μὲ τὸ χρόνο τὸν πρῶτο ὥσπου, ὅσο ἐπιτρέπει ἡ ἀδύνατη φύση μας, νὰ γίνει καὶ ὁ ἴδιος Φῶς. «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ Φῶς τοῦ κόσμου…», εἶπε ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους. Τὸ φῶς αὐτό, δὲν εἶναι ἁπλῶς μόνο ἡ διανοητικὴ σοφία, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ περιλούζει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ἡ εὐωδία τῶν Ἁγίων λειψάνων. Τὴ σοφία αὕτη ποὺ ἀναφέρεται σὲ ὅλη τὴν ὕπαρξη εἶχε ὁ πνευματοφόρος Προκόπιος, καὶ οἱ διψασμένες ψυχὲς τῶν νέων χριστιανῶν χόρταιναν ἀπὸ τὴ Θεία τροφὴ καὶ ἀγάλλονταν.
Ἀποκεφαλισμὸς τῶν μαθητῶν του: Ἡ μεταστροφὴ τῶν δικαστῶν καὶ φρουρῶν ὅμως εἶχε μαθευτεῖ. Ὁ Οὐλκίωνας ἐξαγριώθηκε σὰν τὸ ἄκουσε καὶ πρόσταξε ἀμέσως νὰ τοὺς παρουσιάσουν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο μπροστά του. Μόλις τοὺς ἔφεραν τοὺς εἶπε: «τί εἶναι αὐτὸ ποῦ μαθαίνω; Ἐσεῖς ἄνδρες σωφρονέστατοι, καὶ παρασυρθήκατε ἂπ αὐτὸν τὸν πλανεμένο;» Καὶ αὐτοὶ οἱ μακάριοί του ἀπάντησαν: «Πὼς θὰ συνεχίζαμε νὰ πιστεύουμε σὲ Θεοὺς ποὺ τοὺς ἐξαφάνισε ἕνας φυλακισμένος: Ἐμεῖς πιστεύουμε στὸ Χριστὸ ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὁποίου διαλύθηκαν τὰ εἴδωλα». Ἡ ἀκλόνητη Πίστη του στὸ Χριστὸ ἐξόργισε τὸν Οὐλκίωνα. Δὲν ἔφτανε ὁ Προκόπιος, βρέθηκαν κι’ ἄλλοι ἄνθρωποι τοῦ βασιλιὰ νὰ γίνουν χριστιανοί. Διέταξε ἀμέσως νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Τὸν Προκόπιο τὸν ἔδεσαν μὲ βαριὰ σίδερα καὶ τὸν ἔβαλαν νὰ παρακολουθήσει τὴ σφαγὴ γιὰ νὰ τὸν φοβερίσουν. 0 Ἅγιος ἔβλεπε τοὺς ἀδελφούς του νὰ ρίχνονται στὸ μαρτύριο γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, καὶ προσευχόταν θερμά. Προσευχόμενος ἄκουσε μέσα του φωνὴ νὰ λέει: «Ἐπέβλεψε ὁ Θεὸς στὴν ἀγάπη τῶν δούλων του, Προκόπιε». Ἀπέκοψαν τὶς κεφαλὲς τῶν μακαρίων ἐκείνων στρατιωτῶν καὶ τῶν δύο δικαστῶν (τὰ ὀνόματα τῶν ὁποίων διατηρήθηκαν ἀπὸ τὴν παράδοση: Νικόστρατος καὶ Ἀντιοχος), στὶς 22 Μαίου.
Ἡ μετάνοια τῆς μητέρας του: Ὁ Ἅγιος ἔμεινε κλεισμένος στὴ φυλακή. Μία ἡμέρα ἔφεραν δώδεκα γυναῖκες ἀπὸ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες, καὶ τὶς ἔριξαν στὴ φυλακὴ γιατί ὁμολόγησαν δημόσια ὅτι πιστεύουν στὸ Χριστό. Ἦταν ὅλες ριγμένες σὲ μιὰ βαθιὰ περισυλλογὴ καὶ ἦταν φοβισμένες, γιατί γνώριζαν τί θὰ ἐπακολουθοῦσε. Σὰν τὶς εἶδε ὁ Ἅγιος τὶς συμπόνεσε. Καὶ ἐνῶ περνοῦσαν ἀπὸ μπροστά του τὶς κράτησε γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ τοὺς εἶπε νὰ μὴ φοβοῦνται τὰ προσωρινὰ βασανιστήρια, γιατί μ’ αὐτὰ θὰ ὁδηγηθοῦν κοντὰ στὸ Χριστὸ καὶ θὰ εἶναι μαζί του αἰώνια σὲ μιὰ ἀτελεύτητη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. 0ι γυναῖκες ἄκουαν τὰ Θεῖα λόγια καὶ ὁ φόβος σιγὰ-σιγὰ ἀπομακρὺ- νόταν, δίνοντας τὴ θέση του σὲ μιὰ Θεία παρηγοριά. Εἶχαν πιὰ ἀποδεχτεῖ τὸ θάνατο καὶ ὁδηγοῦνταν στὴν ἀθανασία μὲ γενναιότητα ἔχοντας ἀσάλευτη τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό, τὴν ἑπομένη, μὲ προσταγὴ τοῦ ἡγεμόνα, ὁδηγήθηκαν οἱ γυναῖκες στὸ θέατρο τῆς πόλης, ὅπου λαὸς πολὺς ἦταν μαζεμένος. Ὁ Οὐλκίωνας τοὺς εἶπε νὰ θυσιάσουν καὶ θὰ τοὺς ἀποδώσει τιμές. Ἀλλὰ αὐτὲς οἱ μακάριές του ἀποκρίθηκαν: «Φύλαξε τὶς τιμὲς αὐτὲς γιὰ σένα. Τιμὴ καὶ καύχημα γιὰ μᾶς εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Ἐξοργισμένος γιὰ τὴν ἀπείθεια τοὺς ὁ ἡγεμόνας, διέταξε νὰ τὶς βασανίσουν ἀλύπητα. Μὲ φωτιὲς τὶς καταφλεγαν, μὰ αὐτὲς ἐχοντὰς τὸ νοῦ ὑψωμένο στὸν Παντοδύναμο Θεό, ἔπαιρναν οὐράνια βοήθεια καὶ παρηγοριά. Αὐτὸς τὶς εἰρωνευόταν γιατί δὲν ἐρχόταν ὁ Θεός τους νὰ τὶς βοηθήσει, καὶ τὶς κοροΐδευε ὅτι μάταια τὸν πίστευαν. Ὅμως ἐκεῖνες ὑπέμεναν μὲ καρτερία τὰ πάντα, καὶ ἔλυωναν σιγὰ-σιγὰ σὰν τὸ κερί, δίνοντας τὴν ὕπαρξή τους γιὰ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἀνάμεσα στὸ λαὸ ποὺ παρακολουθοῦσε τὸ μαρτύριο τῶν δούλων τοῦ Χριστοῦ, βρισκόταν καὶ ἡ μητέρα τοῦ Θείου Προκόπιου. Βλέποντας τὴν καρτερία τῶν μαρτύρων καὶ γνωρίζοντας ὅτι ἡ γυναικεία φύση δὲν ἄντεχε χωρὶς βοήθεια στὰ τόσα βάσανα, ἔνοιωσε μέσα της τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Δάκρυα μετανοίας μαλάκωσαν τὴν καρδιά της καὶ μέσα στὸ συντετριμμένο πνεῦμα τῆς ἄρχισε νὰ διεισδύει τὸ φῶς τῆς Θείας Χάριτος. Καὶ ξαφνικὰ «Θείω ζήλω κινουμένη» ὁρμᾶ στὸ μέσo τοῦ θεάτρου καὶ χωρὶς τίποτα νὰ ὑπολογίσει, οὔτε καὶ αὐτὴ τὴν ζωή της, φώναξε δυνατά: «Καὶ ἐγὼ εἶμαι δούλη τοῦ Χριστοῦ!». Ξαφνιασμένος ὁ ἡγεμόνας ἀπὸ τὴν αἰφνίδια μεταστροφή της, τὴν φώναξε καὶ τῆς εἶπε: «Κυρὰ Θεοδοσία, πὼς πλανήθηκες καὶ ἄφησες τοὺς πατρώους Θεούς;» Καὶ ἡ Θεοδοσία ἄφοβά του ἀπάντησε: «Πρῶτα ἤμουν στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης, Οὐλκίωνα γιατί προσκυνοῦσα τ’ ἄψυχα εἴδωλα. Τώρα ὁ Χριστὸς μὲ βοήθησε νὰ καταλάβω ὅτι εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ σ’ Αὐτὸν πιστεύω». 0 ἡγεμόνας ἔμεινε ἄφωνος. Αὐτὴ ἦταν ἡ γυναίκα ποὺ γιὰ τὴν εὐσέβεια στοὺς Θεούς, πρόδωσε κι αὐτὸν τὸ γιό της. Καὶ τώρα γίνεται κι’ αὐτὴ χριστιανή. Ἡ γνωριμία μὲ τὸ Χριστὸ εἶναι θέμα ταπεινώσεως καὶ μετάνοιας ποὺ πρoϋπoθέτoυν ἀναγνώριση τῶν ἀδυναμιῶν μας. Ὅλα αὐτὰ ἦταν γνωστὰ στὸ βασανιστὴ ἡγεμόνα καὶ ἡ ἀδυναμία του νὰ ἐπιβληθεῖ τὸν ἐξόργιζε καὶ τὸν πείσμωνε.
Τὸ μαρτύριο τῆς μητέρας του: Ὕστερα ἀπὸ τὴ σταθερὴ ὁμολογία τῆς Θεοδοσίας, ὁ ἡγεμόνας τὴν ἔρριξε μὲ τὶς ἄλλες στὴ φυλακή, ὥσπου νὰ ἀποφασίσει τί θὰ κάνει. Στὴ φυλακὴ ἡ Θεοδοσία διακονοῦσε τὶς καταματωμένες ἀδελφές της. Φρόντιζε τὴν καθεμία μὲ ἀγάπη καὶ τὶς μακάριζε εὐχόμενη νὰ ἔχει καὶ αὐτὴ τὴν πίστη τους. Ὁ Ἅγιος Προκόπιος, σὰν ἔμαθε ὅτι ἡ μητέρα τοῦ βρίσκεται στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δόξαζε τὸ Θεό. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Τερέντιου, πῆγαν ὅλοι μαζί, ὁ Ἅγιος, ἡ μητέρα του καὶ οἱ γυναῖκες, ποὺ μὲ Θεία βοήθεια θεραπεύονταν, στὸν Ἐπίσκοπο καὶ βαφτίστηκαν. ‘Ὕστερα ἐπέστρεψαν στὴ φυλακή, ὅπου μιλοῦσαν γιὰ τὴ μακαριότητα ποὺ ἀπολαμβάνουν, στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό, ὅσοι ἀγάπησαν τὸ Θεὸ καὶ τήρησαν τὶς ἐντολές του. Τὸ πρωὶ ἔφεραν τὴ Θεοδοσία μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα: «Βλέπεις ὅτι δὲν σὲ παιδεύω γιατί σὲ ἐκτιμῶ, τῆς εἶπε. Λοιπόν, παρακάλεσε τοὺς Θεοὺς νὰ σὲ συγχωρέσουν γιὰ νὰ μὴν ἀναγκαστῶ νὰ φανῶ σκληρός». Ἡ Θεοδοσία μὲ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ πυρπολοῦσε στὴν καρδιὰ τῆς ἔρωτα Θεῖο πέρα ἀπὸ κάθε γήϊνη χαρὰ τοῦ ἀπάντησε ἤρεμα: «Εἶμαι χριστιανή», Τότε δίνει διαταγὴ ὁ ἡγεμόνας νὰ τὴ βασανίσουν. Μὲ ραβδισμοὺς τὴν κτυποῦσαν ἀλύπητα καὶ μὲ σιδερένια νύχια ἔγδερναν τὶς πλευρές της. Οἱ ἄλλες γυναῖκες. ποῦ ἔβλεπαν τὰ αἵματά της νὰ τρέχουν σὰν νερό, ἀναλύθηκαν σὲ διαρκῆ προσευχή. Ζητοῦσαν ἀπὸ τὸ Μεγαλoδύναμo Θεὸ νὰ τῆς δίνει δύναμη καὶ ἀναψυχή. Οἱ θερμὲς προσευχὲς τῶν μελλοθανάτων γυναικὼν κατάκαιαν τὸ μισάνθρωπο δαίμονα. Καὶ μηχανεύτηκε νὰ παρακινήσει τοὺς βασανιστὲς νὰ κτυποῦν μὲ μολυβένιες σφαῖρες τὶς σιαγόνες τῶν γυναικὼν γιὰ νὰ σιωπήσουν. Στὸν σημερινὸ ἄνθρωπο φαίνονται σὰν μύθος οἱ διηγήσεις τῶν μαρτυρίων τῶν χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων, ἴσως γιατί σήμερα μᾶς λείπει τὸ μέτρο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ἀντιληφθοῦμε πὼς ἄντεχαν οἱ μάρτυρες στὰ τόσα σκληρὰ βασανιστήρια. Τὸ μέτρο εἶναι ἡ ἀγάπη στὸ Θεό. Ἀγάπη στὸ Θεὸ χωρὶς ἀγάπη στὸν συνάνθρωπο δὲν εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ κήρυξε ὁ Χριστός. Ὅποιος γεύτηκε ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστο τὴν ἀγάπη αὐτὴ θαυμάζει τοὺς Μάρτυρες καὶ εἶναι σίγουρος γιὰ τὴν πραγματικότητα τῆς ἀντοχῆς τους. Ἀντίθετα αὐτὸς ποὺ δὲ γεύτηκε δὲν ἔχει τὸ μέτρο. Πῶς θὰ κρίνει; Ὕστερα ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ ἀντοχὴ τῶν γυναικών, ὁ Οὐλκίωνας ἀντιλήφθηκε ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ τὶς μεταπείσει. Ἔτσι διέταξε νὰ τὶς δέσουν ὅλες μὲ μία ἁλυσίδα καὶ νὰ τὶς ἀποκεφαλίσουν. Ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ἔκλιναν οἱ εὐλογημένες τὶς κεφαλὲς καὶ δέχτηκαν τὸ μακάριο τέλος στὶς 29 Μαίου.
Προσφορὰ στὸν πλησίον: Ὕστερα ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ τέλος τόσων ἀνθρώπων ὁ Οὐλκίωνας στράφηκε πρὸς τὸν Προκόπιο. Τοῦ πρότεινε πολλὲς φορὲς νὰ θυσιάσει στοὺς Θεούς, ὅμως ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἀρνιόταν, ἀλλὰ σὰν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν ἔβλεπε, προσκαλοῦσε τὸ βασανιστή του στὸ δρόμο τῆς μετανοίας. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε, καὶ ἀντίθετα τὸν χλεύαζε καὶ τὸν εἰρωνευόταν ὅτι πίστευε σ’ ἕναν καταδικασμένο καὶ περιφρονημένο, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, Μετὰ διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν ξεσκίζοντας τὶς σάρκες του καὶ κτυπώντας τὸν μὲ μανία. Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι. ἐνῶ τὸ θύμα ὑπέφερε καρτερικὰ ἔχοντας σὰν ἀναψυχὴ τὴν ἐνοικοῦσα μέσα του Θεία χάρη, ὁ βάναυσος θύτης ἀπὸ τὴ λύπη του ποὺ δὲν τὸν μετέπειθε, προσβλήθηκε ἀπὸ θανάσιμο πυρετό. Δὲν ἄντεξε στὴν ἀρρώστεια τοῦ ὁ Οὐλκίωνας, πέθανε μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους, Ἡ θέση τοῦ ἀναπληρώθηκε ἀπὸ κάποιο Φλαβιανό, ὅμοια σκληρόκαρδο καὶ βάναυσο μὲ τὸν προκάτοχό του. Ἀκολουθώντας τὴν ἴδια τακτική, μὲ ἀπειλὲς βασάνων καὶ θανάτου, πίεζε τὸν ‘Ἅγιο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. 0 Θειότατος Προκόπιος μέσα στὴ φυλακὴ ποὺ βρισκόταν φώτιζε μὲ τὶς διδαχὲς καὶ τὰ θαύματα τοῦ τοὺς «ἐν σκότει καθεύδοντας». Πολλοὶ ἦταν οἱ φυλακισμένοι ποὺ εὕρισκαν κοντά του τὴν σωτηρία. Οἱ Ἅγιοι δὲν ἐνδιαφέρθηκαν νὰ κάμουν μεγάλα καὶ κοινωφελῆ ἔργα στὴν ἐποχή τους. Ἔβλεπαν ὅτι, ἐὰν ἐπιτύχουν παρρησία στὸ Θεό, ἂν γίνουν φίλοι του Θεοῦ, θὰ ἔχουν νὰ προσφέρουν στοὺς συνανθρώπους τοὺς ἀνυπολόγιστες εὐεργεσίες σὲ ὅλους τους αἰῶνες καὶ θὰ βοηθήσουν τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς τους στὴν αἰώνια σωτηρία τους, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ἀληθινὴ προσφορὰ στὸν πλησίον. Ἡ προσφορὰ πραγμάτων ποὺ φθείρονται δὲν τοὺς συγκινοῦσε, φρόντιζαν νὰ καθαρισθοῦν ἀπὸ τὰ πάθη μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὴ νηστεία, τὴν ἐγκράτεια. Ἡ δυνατότητα τοῦ ἁγιασμοῦ δόθηκε σὲ κάθε ἄνθρωπο, μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται νὰ καθαρισθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη εἶναι ἕνας ἀγωνιστὴς γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, γιατί τὰ πάθη εἶναι ἀσθένεια τῆς κοινῆς φύσης μας. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἀληθινὴ ἀρχὴ τῆς Ἱεραποστολῆς: ἡ κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη. Τὰ πάθη δὲν καθαρίζονται μὲ τὴ σκέψη ἢ τὴν αὐθυποβολὴ σὲ ὁρισμένες «καλὲς πράξεις», ἀλλὰ μὲ ἐκζήτηση ταπεινοῦ πνεύματος ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ φέρνει μέσα μας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτὸ μας καθαρίζει. Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ λέγει ἐπιγραμματικά: «Σκοπὸς τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Στεφάνι Οὐράνιας δόξας: Ἡ ἀδυναμία του νὰ ἐπιβληθεῖ, στὴ δύναμη τοῦ πνεύματος καὶ τῆς σοφίας τοῦ Ἁγίου, ἐξόργισε τὸ Φλαβιανό. Δὲν εἶχε ἄλλο τρόπο νὰ ἐπιβάλει τὴ θέλησή του, παρὰ μόνο μὲ τὴ βία. Πρόσταξε μία μέρα τὸν Ἀρχέλαο, ἕνα στρατιώτη του, νὰ τὸν θανατώσει μὲ τὸ σπαθί του. Μὰ μόλις σήκωσε τὸ χέρι τοῦ ὁ στρατιώτης νὰ σκοτώσει τὸν ‘Ἅγιο, ἔπεσε κάτω καὶ ξεψύχησε. 0 ταλαίπωρος Φλαβιανός, ἀντὶ νὰ νουθετηθεῖ καὶ νὰ μετανοήσει ἀπὸ τὴ θέα τοῦ θαυμαστοῦ συμβάντος, περισσότερο σκληρύνθηκε καὶ πρόσταξε τόσο φρικτὰ βασανιστήρια, ποὺ μόνο το ἄκουσμά τους νὰ προκαλεῖ ἀποτροπιασμό: τὸν μαστίγωναν, τοῦ ἔβαζαν στὴν πλάτη ἀναμμένα κάρβουνα, πύρωναν σουβλιὰ καὶ κατάκαιαν τὸ ξεσκισμένο σῶμα του, ρίπτοντας ὕστερα ἁλάτι στὶς πληγές του. 0 ἀκαταμάχητος πόθος τοῦ βασανιστῆ νὰ γίνει τὸ θέλημά του, ἐπινόησε ἕνα τέχνασμα προκειμένου νὰ κάμει τὸν Ἅγιο νὰ ὑποκύψει: ἑτοίμασαν ἕνα βωμὸ καὶ τοποθέτησαν πάνω ἀναμμένα κάρβουνα. Ὕστερα ἔσπρωχναν καὶ κρατοῦσαν μὲ σίδερα τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ἁγίου, ὅπου ἔβαλαν κάτι πρὸς θυσία. πάνω ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὥστε νὰ ἀναγκαστεῖ ἀπὸ τὴ θερμότητα νὰ ρίξει το πρὸς θυσία καὶ νὰ φανεῖ ἡ πράξη του σὰν θυσία στοὺς Θεούς. 0 Ἅγιος ὅμως ἄφησε ἀκίνητό το χέρι του, ὥσπου κατακάηκε χωρὶς νὰ ρίξει το πρὸς θυσία. 0 κοσμικὸς ἄνθρωπος ἀγωνίζεται γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὶς βιολογικές του ἀνάγκες. Ζεῖ κάτω ἀπὸ τὶς βιολογικές του ἀνάγκες καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ δημιουργεῖ φυσικὸ καὶ τὸν ἀνάλογο τρόπο σκέψης: δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει τί ὠφελεῖ ἡ νηστεία καὶ ἡ ἄσκηση καὶ ποιὰ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς. Ἀντίθετα ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἐπειδὴ ἀγωνίζεται νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι ἡ αὐτοζωὴ (δὲν ἔχει τὶς βιολογικὲς ἀνάγκες) σὲ πρώτη θέση ἔχει τὸν ἀντίθετο τρόπο σκέψεως: ἀγωνίζεται. κατὰ τὸ δυνατό, νὰ περιορίσει στὸ ἀναγκαῖο τὶς βιολογικὲς ἀνάγκες. Γι’ αὐτό, νηστεύει, ἐγκρατεύεται. προσεύχεται. Ἔτσι φτάνουμε στὸ νὰ ἀκοῦμε ὅτι οἱ μεγάλοι ἀσκητὲς μέρες ὁλόκληρες δὲν ἔτρωγαν καθόλου ἢ ἔμεναν ὁλόγυμνοι μέσα στὸ φοβερὸ κρύο. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο σκέψεως, χωρὶς ἐμεῖς νὰ εἴμαστε σὲ τέτοια μέτρα, ξέρουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι ξεπέρασαν καὶ τὶς βιολογικές τους ἀνάγκες ἀκόμη, μεταξύ των ὁποίων εἶναι καὶ ὁ πόνος, ποὺ προειδοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο γιὰ ἕνα κακὸ ποὺ πρόκειται νὸ πάθει. 0 ἁγιότατος Προκόπιος ἦταν πιὰ ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος καὶ ἕνας οὐράνιος ἄνθρωπος. Ξεπέρασε τὸν πόνο τοϋ σώματος, γιατί μὲ τὴν ἄσκηση, τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ πάλεψε μαζί του καὶ τὸ νίκησε. Ἀλλ’ οὔτε τὸ θαυμασιότατο αὐτὸ θέαμα ἔκαμψε τὴν ἀδιαλλαξία τοῦ βασανιστῆ. Ἀντίθετα πείσμωσε καὶ πρόσταξε νὰ πετάξουν τὸν Ἅγιο μέσα σὲ πυρακτωμένη κάμινο. Μόλις τὸν ἔφεpαν στὸ στόμιο τῆς καμίνου ὁ Ἅγιος ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἀμέσως ἡ φωτιὰ διασκορπίστηκε. 0 βάναυσος ἡγεμόνας τότε ἔγραψε τὴν τελευταία ἀπόφασή του γιὰ τὸν Ἅγιο: νὰ κοπεῖ ἡ κεφαλὴ τοῦ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ζήτησε ὁ ἰσάγγελος Προκόπιος λίγη ὥρα γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Δεήθηκε στὸν Κύριο ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ τὴν πόλη, τὴν Ἐκκλησία, καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Ζήτησε ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Βασιλέα, νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας του. Ὕστερα ἔκλινε τὸν αὐχένα καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴν μακαρία κεφαλή του, παίρνοντας ἀπὸ τὸ στεφανοδότη Χριστό, τὸ στεφάνι τῆς οὐράνιας δόξας καὶ μακαριότητας.
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία γιορτάζει τὴν μνήμη του στὶς 8 Ἰουλίου.
Απότμημα λειψάνου τού Αγίου Προκοπίου
στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Νικήσιανης Ελευθερουπόλεως
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!