ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, δὲν ἦταν μόνο ὁ ἱδρυτὴς κι ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἀλλὰ καὶ ὁ δραστήριος καὶ ταπεινὸς ἐργάτης τῆς πίστης μας, ποὺ πάντοτε λάμβανε πρωτοβουλία γιὰ τὴν ἐπίλυση δύσκολων ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, ὅταν οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι δυσκολεύονταν νὰ τὰ λύσουνε.

Καταγόταν ἀπ’ τὴ Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ἀλλὰ ἡ νέα θρησκεία τοῦ Ἐσταυρωμένου τὸν κάλεσε, γιὰ νὰ γίνει ὁ πρῶτος τῶν ἑβδομήντα Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πάρει τὸ θαυμάσιο ὄνομα Βαρνάβας, ποὺ ἅρμοζε στὸν χαρακτήρα του καὶ σήμαινε: “υἱὸς Παρακλήσεως”, δήλ. ἄνθρωπος ποὺ ἀνακουφίζει τὸν πόνο, προσφέροντας στὸν καθένα βοήθεια.

Ἔτσι πρέπει νὰ ἐξετάσουμε τὴ μεγάλη μορφή του γιὰ νὰ δοῦμε ὄχι τὰ λίγα ποὺ γράφτηκαν γι’ αὐτόν, ἀλλὰ τὴν πλούσια δράση ποὺ ἔδειξε, ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ ἔργα. Ἡ προσφορὰ τοῦ ἀρχίζει μὲ τὴν παρουσίαση τοῦ Παύλου στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ποὺ εἶχε τὴν τόλμη νὰ τοὺς πεῖ νὰ τὸν δεχθοῦν καὶ νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦν, ἀφοῦ κι ὁ Κύριος τὸν ἐξέλεξε κι ὅλοι ὑπάκουσαν στὴ σοφὴ συμβουλή του.

Ἀνέλαβε μετὰ νὰ βοηθήσει τοὺς πρώτους χριστιανοὺς στὴν Ἀντιόχεια μὲ τὴν εὐχάριστη παρουσία του. Ὅμως τὸ βαρὺ ἔργο τῆς ὀργάνωσης τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας, τὸν ἔκαμε ν’ ἀπευθυνθεῖ στὸν ἱκανὸ κι ἔμπειρο Παῦλο γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει.

Ἔγινε ἀπὸ τότε ὁ στενὸς συνεργάτης τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, ποὺ τὸ κριτήριό του διέγνωσε πρῶτος τὸν δυναμισμό του, ὅταν οἱ ἄλλοι τὸν ἀπορρίπταν. Βοήθησε ἐνεργὰ μὲ τὸν Παῦλο νὰ μὴ λιμοκτονήσουν οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ ἐπιζήσουν. Πάντοτε πρόβαλλε σὰν ἀπὸ μηχανῆς Θεὸς καὶ ἔλυε μὲ τὸ ἐφευρετικὸ μυαλὸ ποὺ διέθετε καὶ τὰ πιὸ δύσκολα κι ἀκανθώδη προβλήματα.

Ἔτσι ἔφερε στὴν Κύπρο τὸν Παῦλο νὰ κηρύξει στὴ γενέτειρά του, γιατί ἤξερε πὼς ἡ ρητορική του τέχνη θὰ θαυματουργοῦσε. Ἔκαμε τοὺς Κυπρίους χριστιανοὺς τὸ 45 μ.Χ., ἀλλὰ ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ ἦταν στὴν Πάφο, ποὺ ὁ Σέργιος Παῦλος, Ρωμαῖος ἀνθύπατος, ἔγινε χριστιανὸς μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου, γεγονὸς ποὺ ἔγινε αἰσθητὸ σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη.

Δὲν ἔμεινε ὅμως ὡς ἐδῶ ἡ δράση του καὶ μὲ τὸν Παύλο μαζὶ περιοδεύσανε στὴν Μ. Ἀσία καὶ κηρύξανε τὴν σωτηρία τοῦ Κυρίου, στὴν Πέργη, Ἀντιόχεια, Ἰκόνιο, Λύστρα, Δέρβη, ὅπου στεριώσανε ἐκκλησιὲς καὶ δίδαξαν πρῶτοι αὐτοὶ καὶ σ’ ἐθνικοὺς (εἰδωλολάτρες).

Ἀντιμετώπισε τότε σοβαρὸ ζήτημα νὰ παρεξηγηθεῖ μὲ τὸν Παῦλο ἀπ’ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, πὼς διδάξανε σὲ ἀπερίτμητους. Στὴ Σύνοδο ὅμως τῶν Ἱεροσολύμων δικαιωθήκανε τὸ 49μ.Χ. καὶ γίνανε οἱ πρῶτοι ποὺ εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ διδάσκουν καὶ νὰ καθοδηγοῦν τοὺς ἐθνικούς, γίνανε δὲ οἱ διερμηνεῖς πιὰ κι οἱ κατηχητές τους.

Πάντοτε συγκαταβατικός, ὑποχωρητικός, μειλίχιος κι ὅμως φάνηκε ἀνυποχώρητος στὴν ἀπαίτηση τοῦ Παύλου νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Μάρκο ἀπ’ τὴ συνοδοιπορία τους. Δὲν ὑπεχώρησε ὅμως στὸ φοβερὸ δίλημμα ποὺ τοῦ ἔθεσε ὁ Παῦλος, ἀλλὰ βοήθησε τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Μάρκο νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του, νὰ καταλάβει τὸ ρόλο του κι ἀργότερα νὰ μᾶς χαρίσει ὁ ἄπειρος αὐτὸς Ἀπόστολος, τὸ θαυμάσιο κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιο.

Πάντοτε γνωστικός, λιγόλογος, ἄγγιξε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴ γλυκειὰ παρουσία του, ὄχι μὲ ρητορικὰ σχήματα λόγου, ἀλλὰ μὲ ἔργα. Ἦλθε στὴν Κύπρο τὸ 52 μ.Χ. ὅπου στέριωσε γιὰ καλὰ τὸν χριστιανισμό, ἔπεσε ὄμως θύμα τῆς δράσης του, μὲ λιθοβολισμὸ ἀπ’ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τάφηκε στὴ γενέτειρά του ἀπ’ τὸν Μάρκο.

Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία του ποὺ ἵδρυσε μὲ τόσους κόπους κλονίζεται τὸ 477 ἀπ’ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ Πατριάρχη Αντιοχείας, ποὺ ἤθελε νὰ τὴν ὑποτάξει. Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ὅμως ἐπεμβαίνει μὲ τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Ἀνθέμιος, ὅπου ὁ Ἅγιος του ὑπέδειξε τὸ μέρος τῆς ταφῆς του. Ὁ αὐτοκράτορας Ζήνωνας σὰν εἶδε τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἔμαθε τὴν εὕρεση τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου, τότε σὲ σύνοδο ἀνεγνώρισε τὸ αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καὶ παρεχώρησε στὸν Ἀρχιεπίσκοπό της κι ἄλλα βασιλικὰ προνόμια.

Ἡ φιλειρηνικὴ δράση τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα δὲν ἀρκέστηκε στὴν Ἀντιόχεια, Κύπρο, Μ. Ἀσία ἀλλ’ ἔγινε πλατύτερη κι ἀγκάλιασε τὴ Ρώμη, Ἀλεξάνδρεια, Μεδιόλανα. Ὅπως λέγεται ὁ Ἀπόστολος αὐτὸς δὲν ἦταν μόνο “τὸ μέγα κλέος τῆς Κύπρου”, “ὁ κήρυκας τῆς Οἰκουμένης”, “ὁ ἀρχιτέκτονας τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀντιοχέων”, ἀλλ’ ἦταν κι ὁ “παναληθῆς ὑπηρέτης τῶν Ἀποστόλων”, αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας καὶ τὸν Αὐτοκράτορα Ζήνωνα, νὰ ὑποκύψουν καὶ ν’ ἀναγνωρίσουν τὸ αὐτοκέφαλό της Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.

Δίκαια λοιπὸν συγκαταριθμεῖται μαζὶ μὲ τὸν Παύλο, ὅπως ἀναφέρεται στὸ ἀπολυτίκιό του, “ἰσοστάσιος”, ἴσος μὲ τοὺς δώδεκα ἄλλους Ἀποστόλους.

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἦταν Ἰουδαῖος καὶ καταγόταν ἀπ’ τὴ φυλὴ τοῦ Λευί, ἀπ’ τὴν ὁποία λαμβάνονταν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέτες τοῦ Ναοῦ. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ βιβλίο τοῦ «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» (Κέφ. δ’, 36), ἀναφέρει πὼς ὁ Βαρνάβας ἦταν Κύπριος στὸ γένος καὶ ἀρχικὰ λεγόταν Ἰωσῆς. Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως σὰν ἔγινε μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, τὸν μετονομάσανε Βαρνάβα, ποὺ ἑρμηνεύεται “Υἱὸς Παρακλήσεως”, δηλαδὴ γιὸς παρηγοριᾶς.

Πώλησε ὅλη τὴν περιουσία του, γιὰ νὰ μὴν ἔχει κανένα περισπασμὸ στὴ ζωή, καὶ τὴν ἔθεσε στὴ διάθεση τῶν Ἀποστόλων. Ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήντα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων. Συνδεόταν στενὰ μὲ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο, ποὺ ἦταν ἀνεψιός του, ἀφοῦ ἡ μητέρα τοῦ Μάρκου, ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Βαρνάβα.

Ἡ στενὴ συγγενικὴ σχέση ποὺ εἶχε μὲ τὴ Μαρία, τὸν ἔφερε πιὸ κοντὰ στὸν Χριστό, γιατί ὡς γνωστὸν ἡ Μαρία ἦταν ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες ποὺ ἀκολουθοῦσαν καὶ διακονοῦσαν τὸν Κύριο. Τὸ σπίτι τῆς μάλιστα χρησιμοποιήθηκε σὰν τόπος συγκέντρωσης τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ στὸ ὑπερῶο αὐτῆς τῆς οἰκίας ἦταν, ποὺ ὁ Χριστὸς ἔφαγε μὲ τοὺς δώδεκα μαθητές του, τελώντας τὸν περίφημο Μυστικὸ Δεῖπνο, ὅπου τοὺς παρέδωσε τὸ Μυστήριό της Θείας Εὐχαριστίας.

Ὁ Βαρνάβας κατεῖχε ξεχωριστὴ θέση ἀνάμεσα στοὺς Ἀποστόλους, ἰδιαίτερα γιατί πρόσφερε τὴν περιουσία του στοὺς πτωχοὺς κι ἦταν πάντοτε γιὰ τοὺς δυστυχισμένους ὁ παρήγορος ἄγγελός τους. Ὅπως δὲ ἀναφέρει γι’ αὐτὸν ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς “Πράξεις τῶν Ἀποστόλων” (κέφ. ἴα΄ 23-24), “ἢν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως”, δηλαδὴ ἦταν ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ φωτισμένος ἀπ’ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ τὴν πίστη ποὺ ἀκολουθοῦσε.

Ο ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ

Σὰν ὁ Παῦλος ἐπέστρεψε στὴν Ὀρθοδοξία ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ καὶ ἤθελε στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ ἑνωθεῖ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, τὸ πρόβλημα ἦταν δύσκολο γι’ αὐτόν, γιατί οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ δυσπιστοῦσαν γιὰ τὴν ξαφνικὴ στάση του. Δὲν ἤθελαν μὲ κανένα τρόπο νὰ τὸν ἐγκολπωθοῦνε, γιατί γνώριζαν τὴν προηγούμενη διαγωγή του καὶ τὸν μεγάλο φανατισμὸ ποὺ ἐπέδειξε ἐνάντια στοὺς Χριστιανούς.

Ὁ γλυκομίλητος ὅμως Βαρνάβας ἔσωσε τὴν κατάσταση, παρέλαβε τὸν Παῦλο, τὸν ὁδήγησε στοὺς Ἀποστόλους, τοὺς ἐξήγησε πὼς στὸ δρόμο τῆς Δαμασκοῦ εἶδε τὸν Κύριο ποὺ τοῦ μίλησε κι αὐτὸς δέχτηκε πρόθυμα τὸ κάλεσμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ πὼς ἀπὸ τότε πιὰ ὁ Παῦλος ἀνέλαβε ἐπίσημα τὸ βαρὺ ἀποστολικό του ἔργο.

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΒΑΡΝΑΒΑ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ

Ὕστερα ἀπὸ τὸν λιθοβολισμὸ τοῦ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, μερικοὶ Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι διδάξανε τὴ νέα Θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἱδρύθηκε ὁ πρῶτος πυρήνας μίας Ἐκκλησίας. Σὰν μάθανε τὸ γεγονὸς αὐτὸ στὰ Ἱεροσόλυμα, τότε οἱ Ἀπόστολοι ἀπεφάσισαν νὰ στείλουν τὸν Βαρνάβα στὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ ἐνισχύσει καὶ ὀργανώσει τὴν Ἐκκλησία τους.

Σὰν ὁ Βαρνάβας ἀντελήφθηκε πὼς τὸ ἔργο τῆς ὀργάνωσης ἦταν τεράστιο καὶ πὼς καθημερινὰ πλῆθος πιστῶν πύκνωνε τὶς τάξεις τῆς Ἐκκλησίας, τότε πῆγε στὴν Ταρσὸ καὶ ἀναζήτησε τὸν Παῦλο κι ἄρχισαν ἀπὸ κοινοῦ νὰ διδάσκουν καὶ νὰ σταθεροποιοῦν τὴν Ἐκκλησία. Μείνανε στὴν Ἀντιόχεια ἕνα χρόνο καὶ σχημάτισαν τὴν πρώτη ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ ἀκόλουθοί του Χριστοῦ πήρανε γιὰ πρώτη φορᾶ τὸ ὄνομα Χριστιανοί. (Πράξ. Ἀποστ. Κέφ. ἰα’ 26).

Ὅταν ὁ προφήτης Ἄγαβος ἀπεκάλυψε πὼς θὰ γινόταν μεγάλη πείνα σ’ ὅλο τὸν κόσμο, τὴν ἐποχὴ τοῦ Καίσαρα Κλαυδίου (41-54 μ.Χ.), ὁ Βαρνάβας καὶ ὁ Παῦλος ἀνέλαβαν νὰ μεταφέρουν τὴ βοήθεια τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀντιοχείας στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ τοὺς πτωχοὺς ἀδελφούς τους, ποὺ γίνανε χριστιανοὶ καὶ κατάγονταν ἀπὸ Ἰουδαίους.

Η Α’ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Στὴ συνεργασία Βαρνάβα καὶ Παύλου ὀφείλεται κι ἡ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Κύπρο. Οἱ δυὸ φλογεροὶ Ἀπόστολοι μαζὶ μὲ τὸν Μάρκο, ἀνεψιὸ τοῦ Βαρνάβα, τὸ 45 μ.Χ. ἀπέπλευσαν ἀπὸ τὴ Σελεύκεια γιὰ τὴ Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ὅπου κήρυξαν τὴ νέα θρησκεία στὶς συναγωγὲς τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἤσαν ἐγκαταστημένοι ἐκεῖ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Πτολεμαίων.

Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Κέφ. γ’ 4-5) ἀναφέρουν γι’ αὐτὴν τὴν περιοδεία τὰ ἀκόλουθα: «Οὗτοι μὲν οὒν ἐκπεμφθέντες ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου κατῆλθον εἰς τὴν Σελεύκειαν, ἐκεῖθεν τὲ ἀπέπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον, καὶ γενόμενοι ἐν Σαλαμίνι. κατήγγελλον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ταὶς συναγωγαὶς τῶν Ἰουδαίων, εἶχον δὲ καὶ Ἰωάννην ὑπηρέτην».

Ἡ Σαλαμίνα τότε ἦταν ἡ μεγαλύτερη πόλη τῆς Κύπρου, γι’ αὐτὸ διδάξανε πρῶτα ἐδῶ. Μετὰ προχώρησαν πεζοὶ στὴν Πάφο, ποὺ ἦταν πρωτεύουσα τῆς Κύπρου καὶ ἕδρα τοῦ Ρωμαίου ἀνθυπάτου Σεργίου Παύλου, ποὺ ἦταν συνετὸς ἄνδρας, γι’ αὐτὸ κάλεσε τοὺς Ἀποστόλους νὰ κηρύξουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τὸν ἀκούσει. Ὁ Ἰουδαῖος Βαριησούς, ποὺ λεγόταν καὶ Ἐλύμας καὶ στὰ ἐβραϊκὰ σήμαινε μάγος, προσπάθησε τότε ν’ ἀπομακρύνει τὸν ἀνθύπατο ὥστε νὰ μὴν ἀκούσει τὸ κήρυγμα.

Μὰ ὁ Παῦλος, ποὺ ὡς τότε λεγόταν Σαῦλος, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στράφηκε στὸν Ἐλύμα κι ἀφοῦ τὸν κοίταξε, τοῦ εἶπε: «Παιδὶ τοῦ διαβόλου, ποὺ εἶσαι γεμάτος ἀπὸ πονηριὰ καὶ κάθε ραδιουργία, ἐχθρὲ κάθε ἀρετῆς, δὲ θὰ παύσεις νὰ παρουσιάζεις σὰν πλανεμένους τοὺς ἴσιους δρόμους τοῦ Κυρίου; Καὶ τώρα νά, θὰ πέσει πάνω σου τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ εἶσαι τυφλός, μὴ μπορώντας νὰ βλέπεις τὸν ἥλιο γιὰ ἕνα διάστημα» (Πράξ. Ἀποστ. Κέφ. ἰγ’ 9-11). Ἀμέσως ἔπεσε γύρω τοῦ θάμπος καὶ σκοτάδι καὶ ζητοῦσε ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὸν κρατοῦν ἀπ’ τὸ χέρι, γιὰ νὰ τὸν βοηθοῦν νὰ περπατᾶ.

Σὰν εἶδε ὁ ἀνθύπατος τὸ θαῦμα πίστεψε καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι Κύπριοι, γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ δύναμη τῆς νέας θρησκείας.

Μὲ τὸ γεγονὸς αὐτὸ μπήκανε οἱ πρῶτες βάσεις τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ Κύπρο, γιατί ἕνας ἀνώτερος ἀξιωματοῦχος τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους, ἀποσκίρτησε ἀπ’ τὶς τάξεις τῶν εἰδωλολατρῶν. Ὁ Παῦλος δέ, ἐγκατέλειψε πιὰ τὸ ἑβραϊκό του ὄνομα Σαοὺλ ἢ Σαῦλος καὶ ἔλαβε ὁριστικὰ τὸ ρωμαϊκὸ ὄνομα Παῦλος, ποὺ σήμαινε μικρός. Ἐκεῖ λέγεται πὼς ὁ Παῦλος ξυλοκοπήθηκε ἄγρια μὲ “σαράντα παρὰ μία” μαστιγώσεις, ὅπως ἦταν τὸ ρωμαϊκὸ ἔθιμο.

ΚΗΡΥΓΜΑ ΒΑΡΝΑΒΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΟΥ ΣΤΗ Μ. ΑΣΙΑ

Ἀφοῦ φύγανε ἀπὸ τὴν Κύπρο ἤλθανε καὶ κήρυξαν στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας, ἀλλὰ ὁ Μάρκος γιὰ ἄγνωστο λόγο τοὺς ἐγκατέλειψε, πιθανὸ νὰ κουράστηκε ἀπὸ τὸ ταξίδι του στὴν Κύπρο κι ἐπέστρεψε στὰ Ἱεροσόλυμα. Έτσι τώρα μείνανε μόνο οἱ δυὸ Ἀπόστολοι ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας.

Ἦταν μέρα Σάββατο γι’ αὐτὸ πήγανε στὴ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν οἱ ἀρχισυνάγωγοι τοὺς πλησίασαν καὶ τοὺς ρώτησαν ἂν θέλουν ν’ ἀπευθυνθοῦν στὸ λαό. Τότε ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἔνευσε στὸν λαὸ νὰ ἡσυχάσει, τοὺς προέτρεψε ἂν φοβοῦνται τὸν Θεὸ ν’ ἀκούσουνε, γιατὶ ὁ Θεὸς αὐτὸς διάλεξε τοὺς Πατριάρχες καὶ ἀρχηγούς τους, τοὺς ὁδήγησε ὕστερα ἀπὸ 40 χρόνια περιπλάνηση στὴν ἔρημο πίσω στὴ γῆ Χαναᾶν καὶ μετὰ ἀφοῦ κατέστρεψε 7 ἔθνη τοὺς διαμέρισε στὴ γῆ τους. Ὁ Θεὸς ἀκόμα τοὺς βοήθησε κι ἔστειλε τοὺς Κριτὲς μέχρι τοῦ Σαμουὴλ τοῦ προφήτη, ὕστερά τους ἔστειλε τοὺς βασιλεῖς Σαοὺλ καὶ Δαυίδ, ἀπ’ τὴ γενιὰ τοῦ ὁποίου γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τῶν Ἰουδαίων.

Συνεχίζοντας ὁ Παῦλος, τὸ θεόπνευστο κήρυγμά του, τοὺς ἀνέφερε πώς, ὁ Θεὸς ἔστειλε πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ποὺ ἑτοίμασε τὸν δρόμο γιὰ νὰ διδάξει ὁ Χριστός. Τοὺς τόνισε ἀκόμα νὰ μὴ περιφρονήσουν τὸ κήρυγμά τους, γιὰ νὰ μὴν ἐπαληθεύσουνε γι’ αὐτοὺς τὰ λόγια τῶν Προφητῶν, πὼς ὅποιοι ἀπορρίψουνε τὴ διδασκαλία του γιὰ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου, ἂν κάποιος τοὺς τὰ ἐξιστορήσει, αὐτοὶ θὰ ἐξολοθρευθοῦνε ἀπ’ αὐτόν.

Τὰ λόγια του Παύλου ἐντυπωσίασαν τοὺς ἀκροατές του ποὺ ζήτησαν ἀπὸ τοὺς δυὸ Ἀποστόλους τὸ ἑπόμενο Σάββατο πάλιν νὰ κηρύξουν στὴ συναγωγή τους. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς εὐσεβεῖς προσηλύτους ποὺ φύγανε ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμό, πίστευσαν στὸν Παῦλο καὶ στὸν Βαρνάβα καὶ προτρέπανε ὅλους αὐτοὺς νὰ μένουνε σταθεροὶ στὴ νέα πίστη τους.

Τὸ ἄλλο Σάββατο ὅλη ἡ πόλη μαζεύτηκε στὴ συναγωγὴ τῆς Ἀντιοχείας τῆς Πισιδίας, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Μερικοὶ ὅμως φανατικοὶ Ἰουδαῖοι φέραν ἀντιρρήσεις στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου. Τότε ὁ Παῦλος κι ὁ Βαρνάβας, μίλησαν μὲ θάρρος σ’ αὐτοὺς καὶ εἶπαν πώς, ἦλθαν νὰ κηρύξουν πρῶτα σ’ αὐτοὺς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδῆ ὅμως δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ φυτρώσει μέσα τους καὶ δὲν κρίνανε τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἄξιο σωτηρίας, τότε, ἀπευθύνουνε τὴ διδασκαλία τους στοὺς εἰδωλολάτρες, ὄπως τοὺς παρήγγειλε ὁ Κύριος. Ἀφοῦ ἄκουσαν αὐτὰ τὰ λόγια τῶν Ἀποστόλων οἱ εἰδωλολάτρες χάρηκαν καὶ πίστευσαν στὸν ἀληθινὸ Θεό.

Ἀρκετοὶ ὅμως ἀμετάπειστοι Ἰουδαῖοι ξεσήκωσαν διωγμὸ καὶ παρακινώντας τὶς εὐσεβεῖς γυναῖκες καὶ τοὺς πρώτους ἄρχοντες τῆς πόλης, ἀνάγκασαν τοὺς δυὸ Ἀποστόλους νὰ φύγουν ἀπ’ τὰ σύνορα τῆς πόλης τους. Τότε οἱ Ἀπόστολοι φύγανε καὶ μὲ ἀγανάκτηση ἀπὸ τὴν πράξη τους, τινάξανε ἀπὸ τὰ πόδια τους κι αὐτὴν τὴν σκόνη ἀκόμα ποὺ εἴχανε τὰ πέδιλά τους.

Ἀπ’ τὴν Ἀντιόχεια φθάσανε στὸ Ἰκόνιο, ὅπου δίδαξαν στὴ συναγωγή. Τὸ κήρυγμά τους σημείωσε τόση ἐπιτυχία, ὥστε πιστεύσανε πολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ ἐθνικοί, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἦταν καὶ ἡ πρωτομάρτυς Θέκλα.

Στὴν πόλη αὐτή, ἀρκετὸ διάστημα μείνανε καὶ διδάσκανε, ἀλλὰ καὶ πάλι οἱ Ἰουδαῖοι ξεσήκωσαν τὸ λαό, ποὺ χωρίστηκε ἔτσι σὲ δυὸ μέρη, μὲ τοὺς ὑποστηρικτὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ ἐκείνους ποὺ ἦταν μὲ τοὺς φανατικοὺς Ἰουδαίους. Σὰν ἀντελήφθησαν πιά, πὼς ὁ ἀναβρασμὸς μεγάλωνε καὶ πὼς σχεδίαζαν νὰ τοὺς λιθοβολήσουν, κατέφυγαν στὶς πόλεις τῆς Λυκαονίας, Λύστρα καὶ Δέρβη καὶ στὰ περίχωρά τους καὶ ἄρχισαν πάλι νὰ διδάσκουν.

Σὰν δίδασκαν στὰ Λύστρα ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ἀκροατῶν τους, ἦταν καὶ ἕνας ἄντρας χωλὸς μὲ ἀδύνατα πόδια, ποὺ δὲν περπάτησε ποτὲ κι ἐκείνη τὴ στιγμὴ παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου. Ὁ Παῦλος εἶδε τὴ μεγάλη πίστη του, γι’ αὐτὸ τοῦ φώναξε: «σήκω καὶ περπάτα». Κι ἀμέσως τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὰ πλήθη τότε σὰν εἶδαν τὸν χωλὸ νὰ περπατᾶ ἀνάμεσά τους, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν πὼς οἱ θεοὶ πήρανε μορφὴ ἀνθρώπων καὶ κατέβηκαν στὴν γῆ.

Ὀνόμασαν τότε τὸν Βαρνάβα Δία, γιατί ἦταν ἐπιβλητικὸς καὶ μεγαλοπρεπὴς στὸ ἀνάστημα καὶ τὸν Παύλο Ἑρμῆ, γιατί μιλοῦσε συχνά, ἐνῶ ὁ Βαρνάβας ἦταν ὀλιγόλογος. Ὁ ἱερέας μάλιστα τοῦ Δία, ποὺ ὁ ναὸς τοῦ βρισκόταν στὸ μπροστινὸ μέρος τῆς πόλης, ἔφερε ταύρους γιὰ νὰ θυσιάσει γιὰ χάρη τῶν Ἀποστόλων ποὺ τοὺς θεωροῦσαν γιὰ θεοὺς ὡς καὶ στεφάνια ἀκόμα, ποὺ στεφάνωναν τὰ ζῶα, σὰν τὰ θυσίαζαν.

Ὅταν εἶδαν αὐτὴ τὴν εἰδωλολατρικὴ πράξη τοῦ ἰερέα, ξεσχίσανε τὰ ροῦχα τους σὰν διαμαρτυρία, ὅπως ἤταν συνήθεια τῆς ἐποχῆς κι ἀφοῦ εἰσχωρήσανε στὸ μέσον τοῦ λαοῦ, φώναξαν, γιατί τὰ κάνουνε ὅλα αὐτά, ἀφοὺ κι οἱ ἴδιοι εἶναι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὅπως κι αὐτοί. Τοὺς τονίσανε πάλι νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ ἄψυχα εἴδωλα καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλου του κόσμου, ποὺ καθημερινὰ βλέπουνε.

Σὰν ἀποφύγανε τὴ βδελυρὰ θυσία, νέα συμφορὰ βρήκε τοὺς Ἀποστόλους. Ἦλθαν φανατικοὶ Ἰουδαῖοι ἀπ’ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὸ Ἰκόνιο καὶ πείσανε τὸ πλῆθος νὰ λιθοβολήσει τὸν Παῦλο. Ὅταν τελείωσε ὁ λιθοβολισμός, ἐπειδὴ νόμισαν πὼς πέθανε, τὸν σύρανε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Οἱ πιστοὶ μαθητὲς τοῦ ὅμως τὸν βρήκανε κι ἀφοῦ τὸν σήκωσαν πάνω τὸν ὁδήγησαν στὴν πόλη. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὅμως, οἱ δυὸ Ἀπόστολοι ἀναχώρησαν γιὰ τὴ Δέρβη.

Ο ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΥΛΟΣ ΟΡΓΑΝΩΝΟΥΝ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΠΟΥ ΙΔΡΥΣΑΝ

Ἀφοῦ διδάξανε στὴ Δέρβη καὶ πίστευσαν ἀρκετοὶ στὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, ἐπέστρεψαν πάλι στὰ Λύστρα, στὸ Ἰκόνιο καὶ τὴν Ἀντιόχεια. Παντοῦ ὅπου πήγαν ἐνθάρρυναν τοὺς χριστιανοὺς νὰ μείνουν σταθεροὶ στὴν πίστη τους καὶ τοὺς τόνισαν, πὼς πρέπει πολὺ νὰ ὑποφέρουν γιὰ νὰ σώσουν τὴν ψυχή τους.

Στὰ μέρη ἀπ’ ὅπου περνοῦσαν χειροτονήσανε πρεσβυτέρους γιὰ κάθε ἐκκλησία κι ἀφοῦ προσευχήθηκαν στὸν Κύριο νὰ τοὺς βοηθήσει, τοὺς ὑποδείξανε νὰ μένουν πιστοὶ σ’ Αὐτὸν ποὺ ἔχουν πιστεύσει. Ἀφοῦ πέρασαν ἀπ’ τὴν Πισιδία, φθάσανε στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας, ὅπου κηρύξανε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Μετὰ κατέβηκαν στὴν Ἀττάλεια καὶ φθάσανε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου διηγήθηκαν στοὺς χριστιανούς, ὅσα ἔκαμε ὁ Θεὸς μὲ τὸ κήρυγμά τους καὶ πὼς ἄνοιξε ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἐθνικοὺς μία πραγματικὴ πύλη πίστης.

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΤΟΜΗΣ

Μὲ τὴν προσέλευση τῶν εἰδωλολατρῶν προέκυψε ἕνα σοβαρὸ ζήτημα, γιατί μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους διδάσκανε, πὼς γιὰ νὰ σωθοῦν ὅσοι προσέρχονταν στὸν χριστιανισμό, ἔπρεπε νὰ περιτέμνονται, ὅπως διέτασσε κι ὁ Μωσαϊκὸς νόμος. Αὐτὸ ὅμως δημιούργησε σοβαρὴ συζήτηση τοῦ Βαρνάβα καὶ Παύλου, μ’ αὐτούς, ποὺ διαδίδανε τὴ γνώμη αὐτή. Ἔτσι, ἀποφάσισαν νὰ μεταβοῦνε στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Βαρνάβας, ὁ Παῦλος καὶ μερικοὶ ἄλλοι χριστιανοί, γιὰ νὰ συζητήσουν τὸ ζήτημα τοῦτο μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους.

Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ συζήτηση μεταξύ τους, ὁ Πέτρος ποὺ ἦταν κι ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, ἐξέθεσε σ’ ὅλους πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἔκαμε καμμιὰ διάκριση γιὰ νὰ δεχθοῦν ὅλοι τὸ κοσμοσωτήριο κήρυγμά του καὶ τώρα πῶς αὐτοὶ θὰ τοὺς ἐπέβαλλαν νέες ἀπαγορεύσεις; Ἔτσι ἐξελέγη μία ἐπιτροπὴ ἀπὸ ἕξι ἄνδρες μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Βαρνάβας κι ὁ Παῦλος γιὰ νὰ μεταφέρουν ἐπιστολὴ στοὺς ἀδελφούς τους, πρὶν ἐθνικοὺς στὴν Ἀντιόχεια, Συρία καὶ Κιλικία.

Ἡ ἐπιστολὴ ἀνέφερε πὼς οἱ Ἀπόστολοι λυποῦνται, γιατί μερικοί τους σκανδαλίζουν μὲ τὸ θέμα αὐτό, καὶ τοὺς προτρέπουν νὰ δεχθοῦν τὶς ὁδηγίες, ποὺ στέλνουνε μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβα καὶ τὸν Παῦλο, ποὺ ἀφιέρωσαν τὴ ζωή τους γιὰ τὸν Κύριο.

Πρὶν νὰ φύγουν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, πληροφόρησαν τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὸ θεάρεστο ἔργο ποὺ ἐπιτέλεσαν στὴν Λυκαονία καὶ Παμφυλία καὶ χάρηκαν ὅλοι γιὰ ὅσα ὁ Θεὸς πραγματοποίησε διὰ μέσου τῶν Ἀποστόλων αὐτῶν. Φέρανε στὴν Ἀντιόχεια τὴν ἐπιστολὴ τῶν Ἀποστόλων, ποὺ διελάμβανε νὰ μὴ περιτέμνονται οἱ χριστιανοί, νὰ μὴ τρῶνε πνικτὸ καὶ εἰδωλόθυτο κρέας, ἀκόμα δὲ ν’ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν πορνεία.

ΔΙΑΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Ὁ Βαρνάβας κι ὁ Παῦλος μείνανε στὴν Ἀντιόχεια λίγες μέρες καὶ διδάσκανε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Παῦλος εἶπε στὸν Βαρνάβα νὰ ἐπισκεφθοῦν τὶς πόλεις ποὺ κηρύξανε τὸν χριστιανισμὸ στὴ Μ. Ἀσία, γιὰ νὰ δοῦν πὼς πραγματικὰ πᾶν ἐκεῖ οἱ χριστιανοί.

Παρουσιάστηκε τότε μία διαφωνία ἀνάμεσα στὸν Βαρνάβα καὶ Παῦλο, γιατί ὁ Βαρνάβας ἤθελε νὰ πάρουν μαζί τους στὴν περιοδεία καὶ τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Μάρκο, ἐνῶ ὁ Παῦλος διαφωνοῦσε, γιατί τοὺς ἐγκατέλειψε στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας ἀφήνοντάς τους μόνους. Ἔτσι χωρίσθηκαν οἱ δυὸ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Παῦλος πῆρε μαζί του τὸν Σίλα καὶ περιόδευσε τὴ Συρία καὶ Κιλικία, ὁ δὲ Βαρνάβας ἀπέπλευσε γιὰ τὴν Κύπρο μαζὶ μὲ τὸν Μάρκο.

Β’ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Σὰν ἦλθε στὴν Κύπρο ὁ Βαρνάβας, ἔγινε ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος στὴ Σαλαμίνα. Ἀμέσως χειροτόνησε καὶ ἄλλους ἐπισκόπους σὲ μεγάλα κέντρα τοῦ νησιοῦ γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ χριστιανισμοῦ. Στὸ Κίτιο χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ὁ Ἅγιος Λάζαρος, ὁ τετραήμερος φίλος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ποίμασε γιὰ δεκαοχτὼ χρόνια τὴν Ἐκκλησία του, στὴν Ταμασό, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο, στὴν Ἀμαθούντα τὸν Μνημόνιο καὶ στοὺς Σόλους τὸν Αὐξίβιον. Ὁ Φιλάγριος χρημάτισε ἐπίσκοπος Κουρίου, ὁ Τυχικὸς μνημονεύεται σὰν ἐπίσκοπος Νεάπολης (Λεμεσού), ὁ Ἀρίστων ἐπίσκοπος Ἀρσινόης (πόλης τῆς Χρυσοχοῦ), ὁ Ἐπαφρᾶς, ὁ Τίμωνας καὶ ὁ Μνάσωνας σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Κύπρου.

Ὁ Βαρνάβας σὰν ἐπισκέφθηκε τὴν Ταμασό, παρακίνησε τὸν ἅγιο Ἠρακλείδιο νὰ κτίσει ναοὺς στὸ νησὶ καὶ νὰ φροντίσει νὰ χειροτονεῖ πρεσβυτέρους γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἐκκλησιῶν. Ποτὲ τοῦ δὲν ἐπιβάρυνε κανένα γιὰ τὴ συντήρησή του καὶ τὶς προσωπικές του ἀνάγκες, ὅπως καὶ τῆς συνοδείας του. Πάντοτε ἐργαζότανε, ὅπως καὶ ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ κερδίσει τὸν ἐπιούσιό του (Κοριν. Ἀ’ Κέφ. ἠ’ 7).

Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις, ἐπεξέτεινε τὸ ἀποστολικὸ ἔργο του καὶ ἐκτὸς Κύπρου καὶ κήρυξε στὴν Ἀλεξάνδρεια, Ρώμη καὶ Μεδιόλανα τῆς Βορείου Ἰταλίας. Λέγεται μάλιστα ὅτι χειροτόνησε ἐπίσκοπο Ρώμης τὸν Κλήμη.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ

O Βαρνάβας και o Παῦλος ἦταν οἱ μόνοι Ἀπόστολοι ποὺ εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ κηρύττουν στοὺς ἐθνικοὺς (ἀπεριτμήτους), ἐνῶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι στοὺς Ἰουδαίους, ποὺ κάνανε περιτομή. Γι’ αὐτὸ ὁ Βαρνάβας ἦλθε στὴ γενέτειρά του Σαλαμίνα γιὰ νὰ διδάξει, ὅπως καὶ σ’ ὅλη τὴν Κύπρο. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἐπειδὴ κηρύττανε τὸν Χριστὸ στοὺς Ἰουδαίους αὐτὸ τὸ θεωρούσανε μωρία καὶ σκάνδαλο γι’ αὐτούς, ἐνῶ γιὰ τοὺς προσκεκλημένους Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες δύναμη καὶ ἀπόκτηση τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Βαρνάβας συνέχιζε στὴ Σαλαμίνα νὰ διδάσκει τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ κι αὐτὸ ἐρέθιζε τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ μία μέρα πιὰ γεμάτοι ἀπὸ μανία καὶ πάθος, τὸν δέσανε μὲ σχοινὶ ἀπ’ τὸν τράχηλο καὶ τὸν σύρανε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἐκεῖ τὸν λιθοβόλησαν στὶς 11 Ἰουνίου καὶ παρέδωσαν στὴ φωτιὰ τὸ σῶμα του, ποὺ εὐτυχῶς ἔμεινε ἀνέπαφο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του σὰν νύκτωσε τὸ παρέλαβε κρυφὰ ἀπ’ τοὺς Ἰουδαίους ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Μάρκος, μαζὶ μὲ τὸν Μνάσωνα καὶ ἄλλους χριστιανοὺς καὶ τὸ θάψανε σὲ ὑπόγειο τάφο, ποὺ γιὰ νὰ τὸν βρεῖς κατεβαίνεις ἕνα στενὸ διάδρομο μὲ 14 σκαλοπάτια, μετὰ βρίσκεις ἕνα προθάλαμο καὶ πιὸ μέσα ἄλλο θάλαμο μικρότερο. Πάνω στὸ στῆθος τοῦ Ἁγίου τοποθετήσανε τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ποὺ ἔγραψε ὁ Βαρνάβας μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια.

Ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ Βαρνάβα συνέβηκε τὸ 57 μ.Χ. καὶ μὲ τὴ θυσία τοῦ ἔγινε ὁ ἱδρυτὴς κι ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.

Ὁ Μάρκος κατάμονος καὶ θλιμμένος ἀπὸ τὸν σκληρὸ θάνατο ποὺ βρῆκε ὁ θεῖος του, πεζὸς φτάνει στὸ Λιμνίτη ἀπ’ ὅπου μὲ πλοῖο ἔφθασε στὴν Ἔφεσο, ὅπου ἀνήγγειλε στὸν Παῦλο τὸν χαμὸ τοῦ ἀξιολάτρευτου συνεργάτη τους. Τότε κι οἱ δυὸ μαζὶ χύσανε πικρὰ δάκρυα. Τὸ μέρος ποὺ τάφηκε ὁ Ἅγιος ἔγινε “τόπος ἴασης” γιὰ ὅσους περνούσανε ἄρρωστοι ἀπὸ ἐκεῖ.

Η ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου στὴν ἀρχὴ τῆς ἵδρυσής της ἀπ’ τὸν Ἀπόστολο Βαρνάβα, προσπάθησε νὰ τηρήσει τὴν ἀνεξαρτησία τῆς ἀπ’ τὸν κόμητα τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ εἶχε ἕδρα τοῦ τὴν Ἀντιόχεια. Ἀπ’ τὸ παρελθὸν θέλανε οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀντιοχείας νὰ ὑποδουλώσουν θρησκευτικᾶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καὶ προβάλλανε τὸν ἰσχυρισμό, πὼς ἀπ’ ἐδῶ ξεκίνησαν οἱ Ἀπόστολοι γιὰ νὰ κηρύξουν τὸν χριστιανισμὸ στὴν Κύπρο. Τὴν ἀπαίτησή τους αὐτὴ ἀνακοινώσανε καὶ στὸν Πάπα τῆς Ρώμης, ποὺ χωρὶς νὰ ἐξετάσει βαθύτερα τὸ ζήτημα, ἔγραψε στοὺς Κυπρίους νὰ συμμορφωθοῦν. Οἱ Κύπριοι ὅμως, εἴτε γιατί ἔπεισαν τὸν Πάπα, εἴτε γιατί θέλανε νὰ εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε παρέμβαση, δὲν ὑποκύψανε.

Ὁ Πατριάρχης ὅμως τῆς Ἀντιοχείας δὲν ἀρκέστηκε στὰ λόγια, ἀλλὰ προχώρησε καὶ στὶς ἀπειλὲς καὶ σὰν πέθανε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ἔπεισε τὸν κόμητα τῆς Ἀνατολῆς ν’ ἀπαγορεύσει στοὺς Κυπρίους νὰ ἐκλέξουνε νέο Ἀρχιεπίσκοπο, μέχρις ὅτου τὸ ζήτημά τους συζητηθεῖ στὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε στὴν Ἔφεσο τὸ 431. Οἱ Κύπριοι ὅμως παρεγνώρισαν τὴν ἀπαγόρευση, ἐξέλεξαν νέο Ἀρχιεπίσκοπο καὶ σὰν ἔγινε ἡ Σύνοδος στὴν Ἔφεσο, πήγανε μὲ τέσσερις ἄλλους Ἐπισκόπους, γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν τὴν ὑπόθεσή τους.

Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἐξέτασε μὲ πολλὴ προσοχὴ τὸ δίκαιο τῶν Κυπρῖων Ἐπισκόπων καὶ ἀνεγνώρισε πὼς ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἤτανε ἀνεξάρτητη καὶ αὐτοδιοίκητη. Παρόλο ὅμως ποὺ ἡ Σύνοδος δικαίωσε τοὺς Κυπρίους Επισκόπους, ὁ Πατριάρχης τῆς Ἀντιοχείας δὲν ἔπαυσε νὰ διεκδικεῖ ὅπως ἐλέγχει τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καὶ νὰ θέλει νὰ χειροτονεῖ μόνον αὐτὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου.

Τὸ ζήτημα αὐτὸ τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, ἄρχισε νὰ παίρνει ἐπικίνδυνες διαστάσεις, ὅταν Πατριάρχης Ἀντιοχείας ἦταν ὁ Πέτρος Κναφεύς, ποὺ ἐπανῆλθε στὸ γνωστὸ ἰσχυρισμὸ τῶν Ἀντιοχέων, πὼς οἱ Κύπριοι λάβανε τὴν πίστη καὶ τὸν χριστιανισμὸ ἀπ’ τὴν πόλη τους. Στὴν ἀπαίτησή τους αὐτὴ ὑποστηρίζονταν καὶ ἀπ’ τὸν Αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινούπολης Ζήνωνα (475-491). Ἔτσι ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Κύπρου κινδύνευε αὐτὴ τὴ φορά, ἀπὸ δυὸ μονοφυσίτες Εὐτυχιανούς, τὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας καὶ τὸν Αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινούπολης. Στὴ δύσκολη αὐτὴ στιγμὴ ἐπενέβηκε γιὰ νὰ βάλει στὴ θέση τοὺς τὰ πράγματα ἡ θεία πρόνοια μὲ τὸ παρακάτω θαυμαστὸ γεγονός.

Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Σαλαμίνας Ἀνθεμίου καὶ τοῦ ἀποκάλυψε, πὼς θὰ βρεῖ τὸ λείψανό του μέσα σὲ τάφο, μὲ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο στὸ στῆθος του, ἀφοῦ σκάψει κάτω ἀπὸ μία χαρουπιά. Ὁ Ἀπόστολος ἀκόμα τοῦ τόνισε πὼς ἂν οἱ ἀντίπαλοί του λένε πὼς ὁ Θρόνος τῆς Αντιοχείας εἶναι Ἀποστολικός, νὰ πεῖ κι αὐτὸς πὼς κι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου εἶναι Ἀποστολική, γιατί ἔχει δικό της Ἀπόστολο.

Πραγματικὰ τὴν ἄλλη μέρα ὁ Ἀνθέμιος, ἀφοῦ τέλεσε λειτουργία μὲ ἀρχιερεῖς στὸν καθορισμένο τόπο, σκάψανε κάτω ἀπὸ τὴ χαρουπιὰ καὶ βρήκανε τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, ἀπ’ ὅπου ἔβγαινε θαυμάσια εὐωδία. Πάνω στὸ λείψανο δὲ τοῦ Ἁγίου ὑπῆρχε τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ποὺ ἔγραψε ὁ ἴδιος μὲ τὰ χέρια του. Ἔτσι μὲ τὴν εὕρεση λειψάνου τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα ἐπαλήθευσε τὸ ὅραμα τοῦ Ἀνθεμίου.

ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Ὁ Ἀνθέμιος ἀφοῦ παρέλαβε τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο σὰν τεκμήριο, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρουσιάστηκε στὸν Αὐτοκράτορα Ζήνωνα, ποὺ μόλις εἶδε τὸ ἱερὸ κειμήλιο χάρηκε πολύ. Τότε ὁ Ἀνθέμιος πρόσφερε σὰν δῶρο τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο στὸν Ζήνωνα, ποὺ τὸ κατέθεσε στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ποὺ βρισκόταν στὴν αὐλὴ τοῦ παλατιοῦ του κι ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νὰ ἀναγινώσκεται κάθε χρόνο τὴ Μεγάλη Παρασκευή.

Ἀμέσως ὁ Αὐτοκράτορας συνεκάλεσε τὴ Σύνοδο ποὺ εἶχε ἐργασίες ἐκεῖνες τὶς μέρες καὶ τοὺς ἔδειξε τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ὅλοι τους κατελήφθησαν ἀπὸ μεγάλη συγκίνηση, οἱ δὲ Ἀντιοχεῖς ποὺ βρίσκονταν στὴ Σύνοδο, φύγανε ντροπιασμένοι ἀπ’ τὴ συνεδρίαση. Τότε ἡ Σύνοδος ὁμόφωνα ἀνεγνώρισε πὼς ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου εἶναι αὐτοκέφαλη καὶ ἀνεξάρτητη, κι ἔπαυσε πιὰ νὰ ἐξαρτάται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας.

Ὁ Αὐτοκράτορας Ζήνωνας ἔκανε κι αὐτὸς μὲ τὴ σειρὰ τοῦ μία εὐγενικιὰ καὶ γενναιόδωρη χειρονομία καὶ παρεχώρησε στὸν κατὰ καιροὺς Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου τέσσερα βασιλικὰ προνόμια:

1) Νὰ ὑπογράφει μὲ κόκκινο μελάνι.

2) Νὰ φορεῖ ἐρυθρὸ μανδύα, ὅπως οἱ αὐτοκράτορες.

3) Νὰ κρατεῖ σκῆπτρο βασιλικό, ἀντὶ ποιμαντορικὴ ράβδο καὶ

4) Νὰ κάθεται σὲ Οἰκουμενικὲς Συνόδους στὴν πέμπτη θέση ὕστερα ἀπ’ τοὺς τέσσερις Πατριάρχες.

Τὰ προνόμια αὐτὰ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα τὰ φυλάττει σᾶ κόρη ὀφθαλμοῦ μέχρι σήμερα.

Ὁ Αὐτοκράτορας Ζήνωνας ἔδωσε στὸν ἴδιο τὸν Ἀνθέμιο ἄφθονα χρήματα καὶ πολύτιμα δῶρα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἀνήγειρε λίγο πιὸ πέρα ἀπ’ τὸ μέρος ὄπου βρέθηκε τὸ λείψανο, μεγαλοπρεπῆ ναό, πάνω σ’ ἐρείπια ἀρχαίου εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ, καθὼς καὶ ξενῶνες γιὰ τοὺς προσκυνητές. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου τὰ διεφύλαξε μέσα στὸ ἱερό του ναοῦ.

Δυστυχῶς τὸ βασιλικὸ αὐτὸ μοναστήρι τοῦ ἱδρυτῆ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου κατεστράφηκε τὸ 647 μ.Χ., ἀπ’ τὴ μεγάλη Ἀραβικὴ ἐπιδρομὴ τοῦ Χαλίφη Μωαβία, τότε ποὺ καταστράφηκε κι ἡ Σαλαμίνα. Τὸ μοναστήρι ξανακτίστηκε ἀπ’ τὸν Ἰλαρίωνα Κιγάλα (1674-78), Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου καὶ ἀνακαινίστηκε ἀπ’ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Φιλόθεο (1734-1759). Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες, τὸ 1922 στὸ ἐσωτερικό του ναοῦ ζωγραφιστήκανε τὰ προνόμια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ ναοῦ σὲ τέσσερεις σκηνές, ποὺ εἶναι πανομοιότυπες μ’ ἐκεῖνες τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Στεφάνου στὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ ἀπεικονίσεις τῶν προνομίων, βρίσκονται σὲ μικρότερο μέγεθος καὶ στὸν Ἄγ. Ἰωάννη Λευκωσίας (Ἀρχιεπισκοπή).

Ὁ τάφος τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα βρίσκεται 100 μέτρα ἀνατολικά του ναοῦ, ἀνάμεσα σὲ εὐκαλύπτους. Πάνω στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου κτίστηκε τὸ 1953, μικρὸ παρεκκλήσι, ποὺ μπαίνοντας σ’ αὐτὸ βρίσκεις μικρὰ εἴσοδο καὶ κατεβαίνοντας ἕνα στενὸ διάδρομο μὲ 14 βαθμίδες, ποὺ χρειάζεται νὰ κρατεῖς κάποιο φῶς γιὰ νὰ προχωρήσεις, μπαίνεις σ’ ἕνα προθάλαμο καὶ πιὸ μέσα συναντᾶς τὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Ἐκεῖ εἶναι κι ἕνα πηγάδι μὲ τὸ θαυματουργὸ ἁγίασμά του κατάλληλο γιὰ δερματικὲς παθήσεις.

Τὸ αὐτοκέφαλό της Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καὶ τὰ προνόμιά της τὰ ἀναγνώρισε καὶ ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἡ ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος (692 μ.Χ.), γιατί συνῆλθε σὲ αἴθουσα, ποὺ στεγαζότανε ἀπὸ ψηλὸ τροῦλλο, ὅταν οἱ Κύπριοι βρίσκονταν σὰν πρόσφυγες στὴν Νέα Ἰουστιανούπολη (Κύζικο), ποὺ μεταφερθήκανε ἀπ’ τὸν Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β’, τὸν Ρινότμητο, γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὶς Ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς (632-964). Ἐκεῖ στὴν Ἰουστινιανούπολη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου διετήρησε ὅλες τίς.ἐξουσίες του καὶ τὰ προνόμια ποὺ παρεχωρηθήκανε σ’ αὐτὸν ἀπ’ τὸν αὐτοκράτορα Ζήνωνα. Σὰν ἐπέστρεφε δὲ στὴν Κύπρο τὸ 698 ἔφερε πιὰ τὸν τίτλο «Ἀρχιεπίσκοπος Νέας Ἰουστινιανῆς καὶ Πάσης Κύπρου».

Μὲ τὴν σθεναρὰ στάση τῶν Κυπρῖων ἀπέναντι τῆς Αντιοχείας, ἀλλὰ ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἐπέμβαση τὴν ἔγκαιρή του Ἀποστόλου Βαρνάβα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου βρήκε τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία της, κι ἔτσι ὁ Ἅγιος πιὰ δικαίωσε ἀκόμα μία φορᾶ τὸν τίτλο τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ τοῦ δόθηκε καὶ τὸν φέρει μόνον αὐτὸς κι ὁ Παῦλος μαζὶ μὲ τοὺς 12 Ἀποστόλους.

Τὸ μοναστήρι τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα σήμερα δυστυχῶς στενάζει κάτω ἀπὸ τὴν μπότα τοῦ Τουρκικοῦ Ἀττίλα, ποὺ ἀπ’ τὸ 1974 κατέχει τὸ βόρειο τμῆμα τῆς μαρτυρικῆς Κύπρου.

Ἂς παρακαλοῦμε ὅμως μὲ θερμὲς προσευχὲς τὸν Ἀπόστολο Βαρνάβα ποὺ ἡ μνήμη τοῦ γιορτάζεται στὶς 11 τοῦ Ἰουνίου, νὰ πρεσβεύει στὸν Κύριόν μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ τόσο δόξασε, νὰ λυπηθεῖ τὸ πολύπαθο νησὶ τῶν Ἁγίων, χαρίζοντάς του τὴν ἐλευθερία του καὶ τὴ δικαίωση τῶν ἐθνικῶν του πόθων.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ

Ήχος δ΄

Ὡς τοῦ Παύλου πέλων συνέκδημος καὶ Χριστὸν κηρύξας τοὶς ἔθνεσι, τῶν Ἀγγέλων ὁμότιμος γέγονας, Βαρνάβα Ἀπόστολε· διὸ δυσώπει τὸν Κύριον, ταὶς ψυχαὶς ἠμῶν δοθῆναι τὸ μέγα ἔλεος.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ

Ἦχος γ’. Η Παρθένος σήμερον

Τοῦ Κυρίου γέγονας παναληθῆς ὑπηρέτης, Ἀποστόλων ὤφθης τὲ τῶν ἑβδομήκοντα πρῶτος· ἤνυσας σὺν τῷ Παύλῳ ὁδὸν εὐθείαν, ἄπασι καταμηνύων Χριστὸν Σωτήρα. Διὰ τοῦτο ὑμνωδίαις σου θείαν μνήμην, Βαρνάβα, γεραίρομεν.

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ

Ὑμνήσωμεν πάντες χαρμονικῶς τὸν τῆς Ἐκκλησίας πρωτεργάτην καὶ ἀθλητήν, Βαρνάβαν τὸν Θεῖον Ἀπόστολον τὸν μέγα, Χριστιανῶν τὸ κλέος, ἄσμασι στέφοντες.

ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ» ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *