Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
ΡΩΤΗΣΑΝ ἕνα γέροντα: – Τί εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ μονάχου;
Καὶ ἀποκρίθηκε: Στόμα ἀληθινό, σῶμα ἅγιο, καρδιὰ καθαρή.
Ἕνας γέροντας εἶπε:
Τὸ ψέμα εἶναι “ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ὁ φθειρόμενος κατὰ τᾶς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης” (Ἔφ. 4:22). Καὶ ἡ ἀλήθεια, “ὁ καινὸς ἄνθρωπος, ὁ κατὰ Θεὸ κτισθεῖς” (Ἔφ. 4:24).
Εἶπε πάλι (ὁ ἴδιος γέροντας):
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ ρίζα τῶν καλῶν ἔργων. Καὶ τὸ ψέμα εἶναι ὁ (πνευματικός) θάνατος.
Κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀγαθῶν ρώτησε τὸν ἀββᾶ ‘Αλώνιο, ἂν ὑπάρχει περίπτωση νὰ πεῖ κανεὶς ψέματα. Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος ἀποκρίθηκε ὅτι ὑπάρχει.
– Πότε; τὸν ρώτησε.
Καὶ τοῦ λέει ὁ γέροντας:
Νά, πὲς ὅτι δυὸ ἄνθρωποι ἔκαναν φονικὸ μπροστά σου, Καὶ ὁ ἕνας βρῆκε καταφύγιο στὸ κελί σου. Ὁ ἄρχοντας τὸν ἀναζητεῖ Καὶ σὲ ρωτάει: Ἔγινε μπροστά σου φόνος; Ἂν λοιπὸν ἐσὺ δὲν πεῖς ψέματα, παραδίνεις τὸν ἄνθρωπο στὸ θάνατο. Εἶναι ὅμως προτιμότερο νὰ τὸν ἀφήσεις ἐλεύθερο, στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, γιατί Ἐκεῖνος γνωρίζει τὰ πάντα. Ἀπ’ αὐτὸ λοιπὸν γίνεται φανερό, ὅτι μπορεῖ κάποτε νὰ προτιμήσει κανεὶς τὸ ψέμα ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.
Ὁ ἀββᾶς Γρηγόριος εἶπε:
Ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ἔχει λάβει τὸ ἅγιο βάπτισμα, ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ αὐτὰ τὰ τρία: ἀπὸ τὴν ψυχή, ὀρθὴ πίστη• ἀπὸ τὴ γλώσσα, τὴν ἀλήθεια• Καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα, σωφροσύνη.
Ἄντιόχου τοῦ Πανδέκτη
Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ τὸ στόμα τοῦ λέει τὴν ἀλήθεια, ἁγιάζεται ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, δηλαδὴ τὸν Κύριο – γιατί ὁ Ἴδιος λέει, “ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀλήθεια” (Ἰω. 14:6) -, ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ λέει ψέματα, μολύνεται ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸ διάβολο• γιατί τὸ ψέμα προέρχεται ἀπὸ τὸν πονηρό, ὅπως εἶπε καθαρὰ ὁ Σωτήρας (Ἰω. 8:44).
Τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα
Νὰ μὴν ἐπαινέσεις, παρὰ μόνο ὅσα εἶδες• Καὶ ὅσα ἄκουσες, νὰ μὴν τὰ πεῖς σὰν νὰ τὰ εἶδες.
Μάθε τὴ γλώσσα σου νὰ λέει τὰ λόγια του Θεοῦ μὲ ἐπίγνωση, Καὶ τὸ ψέμα θὰ φύγει μακριά σου.
Τὸ ψέμα γεννιέται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς τιμῆς (Καὶ τῆς ἐπιδοκιμασίας) τῶν ἀνθρώπων ὅταν ὅμως τὸ ἐξουδετερώσεις μὲ τὴν ταπείνωση, τότε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μεγαλώνει μέσα στὴν καρδιά σου.
Φυλάξου ἀπὸ τὸ ψέμα, γιατί διώχνει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ μέσα σου.
Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου.
Τὸ στόμα τοῦ ταπεινόφρονα θὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια.
Αὐτὸς ποὺ ἀντιλέγει στὴν ἀλήθεια εἶναι ὅμοιος μὲ ἐκεῖνον τὸν ὑπηρέτη ποὺ ράπισε τὸν Κύριο στὸ πρόσωπο (Ἰων, 18.22).
Τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ
Κάποια νύχτα, χειμώνα καιρό, καθὼς οἱ ἀδελφοὶ ἔκαναν μία ἔκτατη ἐργασία, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἄντεξε τὴν παγωνιὰ καὶ γύρισε στὸ κεῖ του. Ἕνας ἄλλος τότε βαρυγκώμησε ἐναντίον του.
Ἔστειλαν λοιπὸν κάποιον τρίτο ἀδελφὸ γιὰ νὰ τὸν καλέσει πάλι στὴν ἐργασία. Αὐτὸς πῆγε καὶ τὸν βρῆκε νὰ ὑποφέρει.
Οἱ ἀδελφοὶ ρωτᾶνε τί κανείς; Ὅσο γιὰ τὴν ἐργασία σου, μὴ σὲ μέλει. Θὰ τὴν κάνουμε ἐμεῖς.
Ὁ Θεὸς νὰ θυμηθεῖ τὴν ἀγάπη σας! Εἶπε ἐκεῖνος. Κι ἐγὼ ἤθελα νὰ κοπιάσω μαζί σας μὰ ἡ ἀδυναμία μου μὲ ἐμποδίζει.
Γύρισε λοιπὸν ὁ σταλμένος σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἔστειλαν, καὶ τοὺς εἶπε.
Ὁ ἀδελφὸς ὑποφέρει πολύ, καὶ μοῦ εἶπε πὼς κι αὐτὸς ἤθελε
Νὰ κοπιάσει μαζί μας, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ. Αὐτὸς εἶναι ποὺ εἶπε ψέματα, ἀσκώντας οἰκονομία.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!