Ἀπὸ τὸ βίο τῆς Ἁγίας Συγκλητικῆς
Η ΜΑΚΑΡΙΑ Συγκλητικὴ ἔλεγε, ὅτι περιμένει μεγάλος ἀγώνας αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται κοντὰ ἀτὸ Θεό, καὶ ὅτι στὶς ἀρχὲς ἀπαιτεῖται πάρα πολὺς κόπος, μετὰ ὅμως ἀκολουθεῖ χαρὰ ἀπερίγραπτη. ‘Ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ ἀνάψουν φω¬τιά, στὴν ἀρχὴ πνίγονται ἀπὸ τὸν καπνὸ καὶ δακρύζουν, ὕστερα ὅμως κατορθώνουν αὐτὸ ποὺ θέλουν, ἔτσι ἀκριβῶς κι ἐμεῖς, ἂν θέλουμε ν’ ἀνάψουμε στὶς καρδιές μας τὴ θεϊκὴ φωτιά, ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ τὸ πετύχουμε μὲ δάκρυα καὶ κόπο. Γιατί λέει ὁ Κύριος: «πῦρ ἦλθον βαλεὶν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ’ ἤδη ἀνήφθη!» (Λουκ.12:49). Μερικοὶ ὅμως, ἀπὸ ἀμέλεια, ἐνῶ κοπίασαν λιγάκι καὶ ὑπέμειναν τὸν καπνό, δὲν ἄναψαν τὴ φωτιά, ἐπειδὴ ἐγκατέλειψαν σύ¬ντομα τὴν προσπάθεια καὶ δὲν ἔδειξαν μέχρι τὸ τέλος καρτερία καὶ ὑπομονή.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
Ἕνας γέροντας εἶπε:
Τὸ νὰ βιάζουμε σὲ ὅλα τὸν ἑαυτό μας (γιὰ νὰ κατορθώσουμε τὴν ἀρετή), αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Θεό.
Ὁ ἴδιος γέροντας εἶπε:
Αὐτὸς ποὺ βιάζει τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸ Θεό, εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν ὁμολογητὴ τῆς πίστεως.
Μερικοὶ ἀδελφοὶ ρώτησαν ἕναν ἀπὸ τοὺς πατέρες:
Πῶς ἢ ψυχῆ δὲν προστρέχει στὶς ἐπαγγελίες ποῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς μὲ τὶς ἁγίες Γραφές, ἀλλὰ παραστρατίζει πρὸς τὰ ἀκάθαρτα; καὶ ὁ γέροντας ἀπάντησε:
Νομίζω ὅτι δὲν γεύθηκε ἀκόμα τὰ ἐπουράνια, καὶ γι’ αὐτὸ ποθεῖ τὰ ἀκάθαρτα.
Ἕνας ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
τὸ σῶμα μου ἀδυνάτισε; ἀλλὰ τὰ πάθη μου δὲν ἀδυνατίζουν. – τὰ πάθη μοιάζουν μὲ ἀγκαθωτὰ φυτά, ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ξεριζώσει τὰ φυτὰ αὐτά, πληγώνει καὶ ματώνει τὰ χέρια του, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ξεριζώσει τὰ πάθη του, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἵδρωτες καὶ κόπους.
Τοῦ ἄββα Ἠσαΐα
Ἀδελφέ, μὴ λιποψυχήσεις μπροστὰ σὲ κανέναν κόπο, γιὰ νὰ Μὴν περάσουν μέσα σου οἱ ἐνέργειες τοῦ ἐχθροῦ. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἐρειπωμένο σπίτι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γίνεται τόπος ἀκαθαρσιῶν, ἔτσι καὶ ἢ ψυχῆ τοῦ ὀκνηροῦ ἀρχάριου γίνεται κατοικητήριο κάθε ἀκάθαρτου πάθους.
Τοῦ ἄββα Μάρκoυ
Κάθε βαπτισμένος ὀρθόδοξα ἔλαβε μυστικὰ ὅλη τη χάρη, τὴν ἐνέργεια τῆς ὅποιας αἰσθάνεται στὸ ἕξης ἀνάλογα μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν.
Ἐντολή τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐκτελεῖται μὲ ἐπίγνωση, δηλαδὴ μὲ ὁρισμένο σκοπό, χαρίζει παρηγοριὰ ἀνάλογη μὲ τὶς ὀδύνες τῆς καρδιᾶς.
Τοῦ ἅγιου Διαδόχου
Ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς, σ’ ἐκείνους ποὺ ἀρχίζουν ν` ἀγαποῦν τὴν εὐσέβεια, φαίνεται πολὺ σκληρὸς καὶ σκοτεινός, ὄχι γιατί εἶναι πράγματι τέτοιος, ἀλλὰ γιατί ἢ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴ γέν¬νησή του κιόλας, ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἄνεση τῶν ἡδονῶν. Σ’ ἐκείνους ὅμως ποὺ μπόρεσαν νὰ φτάσουν ὡς τὴ μέση τοῦ δρόμου, φαίνεται εὐχάριστη καὶ πολὺ ξεκούραστη, γιατί, μὲ τὴ συνέργια τοῦ ἀγαθοῦ, ἔχει ὑποταχθεῖ ἡ κακία αὐτὴ συνήθεια τῆς ἀρετῆς καὶ χάνεται μαζὶ μὲ τὴν ἀνάμνηση τῶν παράλογων ἡδονῶν. Γι’ αὐτὸ ἡ ψυχῆ βαδίζει στὸ ἕξης μὲ εὐχαρίστηση τὸ δρόμο τῶν ἀρετῶν. Νὰ γιατί ὁ Κύριος, προτρέποντάς μας στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, λέει: «ὅτι στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν βασιλείαν, καὶ ὀλίγοι δι’ αὐτῆς εἰσπορεύονται» (πρβλ. Ματθ. 7:14). Σ’ ἐκείνους ὅμως ποὺ μὲ θερμὴ διάθεση ἀποφασίζουν τὴν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του, λέει: «Ὁ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίο μου ἐλαφρό ἐστι» (Ματθ. 11:30).
Πρέπει λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα νὰ βιά¬ζουμε τὴ θέλησή μας στὴν ἐργασία τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὁ ἀγαθὸς Κύριος, βλέποντας τὸ σκοπὸ καὶ τὸν κόπο μας καὶ ὅτι ἔχουμε τὴν προαίρεση νὰ ὑπηρετήσουμε ὅλο πρόθυμα τὶς ἔνδοξες βουλές Του, νὰ μᾶς στείλει ἕτοιμο τὸ ἅγιο θέλημά Του. Γιατί ἀπὸ τὸν Κύριο ἑτοιμάζεται ἢ θέλησή μας (Παροιμ. 8:35), ὥστε μὲ πολλὴ χαρὰ νὰ ἐργαζόμαστε ἀκατάπαυστα τὸ ἀγαθό. Τότε πράγ¬ματι θὰ αἰσθανθοῦμε, ὅτι «ὁ Θεὸς ἐστὶν ὁ ἐνεργῶν ἐν ἠμὶν καὶ τὸ θέλει καὶ τὸ ἐνεργεὶν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας» (Φιλιπ. 2:13).
Τοῦ ἀββᾶ Ζωσιμᾶ
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ πάντα τὴν προαίρεσή μας. καὶ μὲ τὴ χάρη κατορθώνουμε κάθε ἀγαθό. Ἐμεῖς ὅμως δὲν ζητᾶμε νὰ κάνουμε ἀρχὴ στὸ ἀγαθὸ οὔτε δείχνουμε μεγάλη καὶ πρόθυμη προ¬αίρεση, ὥστε νὰ ἑλκύσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ βοήθειά μας. ‘ Ἀλ¬λὰ κι ἂν ποτὲ φανοῦμε ὅτι δείχνουμε κάποια προαίρεση, εἶναι νωθρή, ἀσήμαντη καὶ ἀνάξια νὰ λάβει κάποιο ἀγαθὸ ἀπὸ τὸ Θεό.
Δὲν ξέρουμε ὅτι ὁλόκληρος ὁ πνευματικὸς ἀγώνας μας εἶναι σὰν τὴ σπορὰ καὶ τὴν καρποφορία; Ὁ γεωργὸς δηλαδὴ σπέρνει τὸ χωράφι του, ὕστερα ὅμως περιμένει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. καὶ ὁ Θεός, Στὴ συνέχεια, στέλνει τὴ δωρεά Του, προξενώντας βροχὲς στὸν κατάλληλο καιρὸ καὶ εὐνοϊκοὺς ἀνέμους, κάνοντας νὰ φυτρώσουν καὶ ν’ αὐξηθοῦν καὶ νὰ τελειοποιηθοῦν τὰ σπέρματα ποὺ ἔριξε ὁ γεωργὸς Στὴ γῆ, καὶ βοηθώντας τὸν ἔτσι νὰ κερδίσει πολλὰ ἀπὸ τὰ λίγα.
‘Ἔτσι κι Ἐμεῖς, ἂν σπείρουμε στὰ καλὰ ἔργα πλούσια καὶ μεγα¬λόψυχη προαίρεση, τότε καὶ ἢ χάρη, ποὺ θὰ ὁροῦμε ἀπὸ τὸ Θεό, θὰ εἶναι ἀνάλογη. Μ’ αὐτὴ θὰ μπορέσουμε Στὴ συνέχεια, χωρὶς πίεση καὶ κόπο, νὰ κατορθώσουμε ὅλα τὰ ἀγαθά.
Τὸ ἴδιο βλέπουμε νὰ συμβαίνει καὶ στὶς τέχνες. Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ἔρχεται γιὰ νὰ μάθει μία τέχνη, στὴν ἀρχὴ κοπιάζει καὶ δυσκολεύεται καὶ πολλὲς φορὲς ἀποτυχαίνει. δὲν χάνει ὅμως τὸ κουράγιό του οὔτε ἀπογοητεύεται, ἀλλὰ πάλι προσπαθεῖ. ‘Ὅσες φορὲς κι ἂν ἀποτύχει, ἄλλες τόσες ζητάει νὰ διορθωθεῖ, φανερώνοντας ἔτσι στὸ μάστορα τὴν προαίρεσή του. Ἂν ὅμως λιποψυχήσει καὶ κάνει πίσω, δὲν μαθαίνει τίποτα. Ἔτσι, καθὼς συχνὰ κάνει σφάλματα καὶ διορθώνεται ἀπὸ τὸ μάστορα καὶ πάλι ἐπιμένει καὶ ἐργάζεται μὲ κόπο καὶ ὑπομονή, σιγά-σιγὰ μαθαίνει καλὰ τὴν τέχνη. καὶ τότε κάνει ἄνετα τὴ δουλειά του καὶ βγάζει μ’ αὐτὴ τὸ ψωμί του.
‘Ἔτσι πρέπει νὰ κάνει κι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὴν ἐργασία κάποιας ἀρετῆς: Πρῶτα δηλαδὴ νὰ δείξει μεγάλη γενναιότητα καὶ καλῆ προαίρεση, κι ἔπειτα νὰ ἀσχολεῖται ὑπομονετικὰ μὲ τὴν ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ, ζητώντας τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ. Νὰ μὴ λιποψυχεῖ οὔτε ν’ ἀπελπίζεται ἀπὸ τὶς πτώσεις καὶ νὰ ἐγκαταλείπει τὸν ἀγώνα – γιατί ἔτσι δὲν θὰ μπορέ¬σει νὰ πετύχει ποτὲ κάτι καλὸ -, ἀλλά, ὅσες φορὲς κι ἂν πέφτει, νὰ ξανασηκώνεται, νὰ τροφοδοτεῖ τὴν προθυμία του μὲ τὴν ἐλπίδα ἀτὸ Θεὸ καὶ νὰ περιμένει τὸ ἔλεός Του. Αὐτὸ δηλαδὴ ἐΊναι ἐκεῖνο ποὺ Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς: «Η δύναμη αὐτῶν ποὺ θέλουν ν’ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετές, ἐδῶ φαίνεται: Ἂν πέσουν, νὰ μὴ λιποψυχήσουν, ἀλλὰ νὰ προσπαθήσουν πάλι”.
Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ
Μακάριοι ἐΊναι ἐκεῖνοι ποὺ ζώστηκαν τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ ρίχθηκαν στὴ θάλασσα τῶν θλίψεων γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ ἁπλότητα, χωρὶς νὰ τὸ πολυεξετάσουν, χωρὶς νὰ δειλιάσουν ἀπὸ τὸ σάλο καὶ τὰ κύματα, ποὺ σηκώνονται μπροστά τους, καὶ χωρὶς νὰ λιποψυχήσουν ἀπὸ τὴ θαλασσοταραχή. Αὐτοὶ βρίσκουν γρήγορα σωτηρία ἀτὸ λιμάνι τῆς βασιλείας καὶ ἀναπαύονται στὰ σκηνώματα ἐκείνων ποὺ κοπίασαν μὲ καλὸ τρόπο καὶ ἀγάλονται μέσα στὴν εὐφροσύνη – γέννημα τῆς ἐλπίδας τους.
‘Ὅσοι τρέχουν μὲ ἐλπίδα στὸν ἀνώμαλο καὶ δύσκολο δρόμο (τῆς σωτηρίας), δὲν γυρίζουν πίσω οὔτε χρονοτριβοῦν γιὰ νὰ ἐξετάσουν τὴν αἰτία τῆς δυσκολίας. ‘Ὅταν πιὰ περάσουν τὸ δρόμο καὶ φτάσουν καλὰ στὸ τέρμα, τότε μόνο σκέφτονται τὶς δυσκολίες καὶ τὶς ἀνωμαλίες τοῦ δρόμου καὶ εὐχαριστοῦν τὸ Θεό, ποὺ τοὺς γλίτωσε ἀπὸ τόσα καὶ μεγάλα κακά, χωρὶς καὶ οἱ ἴδιοι νὰ γνωρίζουν τὸ πώς.
Ἀντίθετα, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κάνουν πολλὲς σκέψεις καὶ θέλουν τόσο πολὺ νὰ πιστεύουν πὼς ἐΊναι σοφοὶ καὶ παραδίνονται στὶς περιπλανήσεις τῶν λογισμῶν τους καὶ προπαρασκευάζονται μὲ τὴ δειλία καὶ θέλουν νὰ προβλέψουν τὶς αἰτίες ποὺ ἴσος θὰ τοὺς προ¬ξενήσουν βλάβη, οἱ περισσότεροι (λέω ἀπ’ αὐτούς) βρίσκονται νὰ κάθονται πάντα στὴν ἐξώπορτα τῶν σπιτιῶν τους. Πραγματικά, γιὰ κάτι τέτοιους ἐΊναι ποὺ λέει ἢ Γραφή: «Λέγει ὀκνηρὸς ἀποστελλόμενος εἰς ὁδόν. λέων ἐν ταὶς ὄδοις, ἐν δὲ ταὶς πλατεῖες φονευταί» (Παροιμ. 26:13). ΕΙναι σὰν κι αὐτοὺς ποὺ εἶπαν: «Ἐκεῖ ἐωράκαμεν τοὺς γίγαντας καὶ ἠμεν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ ἀκρίδες» (Ἄριθ. 13:34). Αὐτοὶ ἐΊναι ποὺ θέλουν πάντα νὰ παρουσιάζονται σοφοί, ἀρχὴ ὅμως ποτὲ δὲν ἀποφασίζουν νὰ βάλουν.
Ἡ πολλὴ σοφία νὰ μὴ γίνει παγίδα μπροστά σου καὶ αἰτία νὰ γλιστρήσεις. Στήριξε τὸ θάρρος σου στὸ Θεό, πλησίασε καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζεις μὲ τὸν πρῶτο θερμὸ ζῆλο σου πάνω στὸν αἱματοβαμμένο δρόμο, χωρὶς νὰ φροντίζεις καθόλου γιὰ τὸ σῶμα σου καὶ χωρὶς νὰ ἐξετάζει ς περιττὲς λεπτομέρειες, γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖς γυμνὸς ἀπὸ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιατί καὶ ὁ γεωργὸς ποὺ φοβᾶται ἢ περιμένει νὰ ἔρθουν (εὐνοϊκοί) ἄνεμοι, ποτὲ δὲν θὰ σπείρει. Προτιμότε¬ρος ἐΊναι ὁ θάνατος γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, παρὰ μία ζωὴ γεμάτη ντροπὴ καὶ ὀκνηρία.
Ἐσὺ λοιπόν, ὅταν θελήσεις ν’ ἀρχίσει ς ἔργο Θεοῦ, πρῶτα νὰ δώσεις -ὑπόσχεση στὸ Θεό, σὰν νὰ Μὴν ἔχεις πιὰ ζωὴ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, σὰν ἑτοιμασμένος γιὰ θάνατο, σὰν ἄνθρωπος ποὺ ἔχει χάσει κάθε ἐλπίδα στὴν παροῦσα ζωή. Αὐτὸ νὰ κρατᾶς στὸ νοῦ σου, κι ἔτσι θὰ μπορέσεις, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ν’ ἀγωνιστεῖς καὶ νὰ νι¬κήσεις. Γιατί Τί ἐλπίδα τῆς ζωῆς αὐτῆς δημιουργεῖ στὸ λογισμὸ χαύνωση, καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ προκόψει σὲ τίποτα καλό. Νὰ μὴν ἀρχίσεις, ἑπομένως, τὴν ἐργασία τοῦ καλοῦ ἔργου μὲ διψυχία ποὺ ὁδηγεῖ στὴ χαυνότητα, γιὰ νὰ μὴ φτάσει νὰ γίνει ἀνώ-φελος ὁ κόπος σου καὶ ἀφόρητη ἐργασία τῆς (πνευματικῆς) καλ¬λιέργειάς σου. “Ἄρχισε τὸ ἀγαθὸ μὲ ἀνδρεία καὶ ἀδίστακτη πίστη στὸ Θεὸ ἀφοῦ γνωρίζεις ὅτι ὁ Κύριος ἐΊναι ἐλεήμων καὶ ἕτοιμος πάντα νὰ βοηθήσει αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπιζητοῦν. Μὰ καὶ γενναιόδωρος μισθαποδότης γίνεται, δίνοντάς μας τὴ χάρη Τοῦ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὴν ἐργασία μας, ἀλλ’ ἀνάλογα μὲ τὴν προθυμία καὶ τὴν πίστη τῶν ψυχῶν μας. Γιατί Αὐτὸς εἶναι ποὺ λέει: Ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοί» (Μάτθ. 8:13).
‘Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ ἔρθει πίσω Του, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ὅπως εἶπε Ἐκεῖνος (Μάτθ. 16:24), καὶ ἔτσι μόνο θὰ μπορέσει νὰ σηκώσει τὸ σταυρὸ καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Γιατί ὁ σταυρὸς αὐτὸ φανερώνει, ὅτι δηλαδὴ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ κάθε θλίψη καὶ γιὰ κάθε κακοπάθεια, ἀκόμα καὶ γι’ αὐτὸν τὸ θάνατο.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!