Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου
ΧΑΡΗ στὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, συμβαίνει καὶ τοῦτο σὲ πολλοὺς δικαίους: Νὰ βλέπουν στὰ τελευταῖα τους ὀπτασίες ὁρισμένων ἅγιων, ὥστε νὰ μὴ φοβηθοῦν μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ θανάτου τους, ἀλλὰ νὰ λυθοῦν ἀπὸ τὸ δεσμὸ τῆς σάρ¬κας χωρὶς λύπη καὶ φόβο, καθὼς φανερώνεται στὴν ψυχή τους μὲ ποὶους ἅγιους θὰ εἶναι συμμέτοχοι στὸν οὐρανό. Ἀρκετὲς φορὲς μάλιστα, γιὰ παρηγοριὰ τῆς ψυχῆς ποὺ βγαίνει, ἐμφανίζεται ὁ ἴδιος ὁ ‘Αρχηγός τῆς ζωῆς καὶ ἀνταποδότης τῶν πράξεών μας. Πά¬νω σ’ αὐτό, θὰ μιλήσω γιὰ τὴν Ταρσίλα, τὴ θεία μου.
Ζοῦσε ἡσυχαστικὰ μαζὶ μὲ δυὸ ἀδελφές της, καὶ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴ μεγάλη ἐγκράτειά της ἀνέβαινε συνεχῶς στὴν κορυφὴ τῆς ἁγιότητας. Σ’ αὐτὴν ἐμφανίστηκε σὲ ὅραμα ὁ προπάππος μου Φήλιξ, ποὺ διετέλεσε ἀρχιεπίσκοπος αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, καὶ τῆς ἔδειξε ἕναν τόπο στολισμένο μὲ τὴν αἰώνια λαμπρότητα, λέγοντας:
‘Ἔλα! σὲ περιμένω σ’ αὐτὴ τὴ φωτεινὴ κατοικία.
Σύντομα τὴν ἔπιασε πυρετὸς κι ἔφτασε στὰ τελευταῖα της. καὶ Ὅπως συνήθως Ὅταν πεθαίνουν σπουδαῖοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες, συγκεντρώνονται πολλοὶ γιὰ νὰ παρηγορήσουν τοὺς συγγενεῖς τους, ἔτσι καὶ σ’ αὐτήν, τὴν ὥρα τῆς ἐξόδου τῆς κύκλωσαν τὸ κρε¬βάτι τῆς πολλοὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες.
Ξαφνικὰ λοιπὸν ἢ ἑτοιμοθάνατη κοίταξε ψηλὰ καὶ εἶδε τὸν ‘Ιησού νὰ ἔρχεται μὲ ὅλη τη δύναμη τῆς ψυχῆς τῆς τότε ἄρχισε νὰ κραυγάζει σ’ αὐτοὺς ποὺ παράστεκαν τριγύρω της: Παραμερίστε, παραμερίστε! Ὃ ‘Ιησούς ἔρχεται… καὶ μὲ τὴν προσοχὴ τῆς στραμμένη σ’ Αὐτὸν ποὺ ἔβλεπε, βγῆκε ἀπὸ τὸ σῶμα ἢ ἅγια ἐκείνη ψυχή. Ἀμέσως τότε ξεχύθηκε τόση θαυμαστὴ εὐωδία, ὥστε αὐτὴ καὶ μόνο ἢ εὐωδία μπόρεσε νὰ φα-νερώσει σὲ Ὅλους πὼς ἐκεῖ εἶχε ἔρθει ὁ ‘Αρχηγός τῆς εὐωδιᾶς.
Ἄλλες φορές, Ὅταν οἱ ψυχὲς τῶν ἐκλεκτῶν ἀνθρώπων βγαί¬νουν ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀκούγεται οὐράνιος ὕμνος, ἔτσι ὥστε, μὲ τὸ γλυ¬κύτατο αὐτὸ ἄκουσμα, νὰ μὴν αἰσθάνονται οἱ ψυχὲς τὸ χωρισμό τους ἀπὸ τὸ σῶμα.
Ὑπῆρχε (στὴ Ρώμη) κάποιος παράλυτος, ὀνόματι Σέρβουλος, ποὺ ζοῦσε στὸ στενορύμι ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐκκλησία τοῦ ἅγιου Κλήμεντος ἂν καὶ ἦταν φτωχὸς σὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ συχνὰ βρισκόταν ξαπλωμένος στὸ δρόμο (ζητώντας ἐλεημοσύνη), ὑπῆρχε ὅμως πολὺ πλούσιος σὲ ἀρετές.
Αὐτοῦ λοιπὸν τὸ σῶμα τοῦ τὸ παρέλυσε μία πο¬λύχρονη ἀρρώστια. ‘Ἀπὸ τότε ποὺ τὸν γνωρίσαμε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἦταν παράλυτος, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ ὄρθιος ἢ ν’ ἀνασηκωθεῖ στὸ κρεβάτι, ἀφοῦ δὲν εἶχε τὴ δύναμη οὔτε τὸ χέρι του ἡ τὸ πόδι του νὰ κουνήσει.
γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ τοῦ παραστέκονταν ἢ μητέρα του μὲ τὸν ἀδελφό του, καὶ ὁτιδήποτε δεχόταν ἀπὸ ἐλεημοσύνη μὲ τὰ χέρια αὐτῶν τῶν δυὸ τὸ ἔδινε πάλι ἐλεημοσύνη.
Γράμματα δὲν ἤξερε καθόλου, ὡστόσο εἶχε ἀγοράσει γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ παρακαλοῦσε ἐπίμονα τοὺς θεοσεβεῖς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν νὰ τὰ διαβάζουν μπροστά του. τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν, ἂν καὶ ἀγράμματος, νὰ μάθει μὲ τὸν δικό του τρόπο ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Γραφή. Ὅσο γιὰ τὸν πόνο, τὸν ὑπέμεινε μὲ εὐχαριστία, ὑμνολογώντας νύχτα-μέρα τὸ Θεό.
Σὰν ἔφτασε λοιπὸν ὁ καιρὸς νὰ ἀνταμειφθεῖ ἢ τόση τοῦ ὑπομονή, τὸ σῶμα τοῦ σταμάτησε νὰ πονάει. καὶ καθὼς κατάλαβε πὼς πλησίαζε στὸ θάνατο, παρακάλεσε αὐτοὺς ποὺ φιλοξενοῦσε νὰ σηκωθοῦν καὶ νὰ ψάλουν μαζί του ὕμνους στὸ Θεό, περιμένοντας τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς του.
Ξαφνικά, καὶ ἐνῶ κι ὁ ἴδιος ὁ ἑτοιμοθάνατος ἔψαλλε μαζί τους, τοὺς σταμάτησε βγάζοντας μὲ ἔκπληξη μεγάλη κραυγή: Σωπάστε! Δὲν ἀκοῦτε πῶς ἀντηχοῦν οἱ ὕμνοι στὸν οὐρανό;
Προσέχοντας σ’ αὐτοὺς τοὺς ὕμνους ποὺ ἄκουγε μυστικὰ μὲ τ’ αὐτιὰ τῆς καρδιᾶς του, λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμὰ Τοῦ σώματος ἢ ἅγια ἐκείνη ψυχή. καὶ καθὼς ἔβγαινε, τόση εὐωδία σκορπίστηκε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ποὺ ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι γέμισαν ἀπὸ ἀνέκφρα¬στη γλυκύτητα, ὥστε καὶ μ` αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ γίνει φανερὸ ὅτι τὴν ψυχὴ ἐκείνη τὴν ὑποδέχθηκαν οἱ ὕμνοι στὸν οὐρανό.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ
‘Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σισώη, πώς, ὅταν ἔφτασε στὰ τελευταῖα του, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του ὑπερβολικά. καὶ εἶπε στοὺς πατέρες ποὺ κάθονταν κοντά του:
Νὰ ὁ ἀββᾶς ‘Αντώνιος ἦρθε .Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐπανέλαβε: Νὰ ὁ χορὸς τῶν Προφητῶν ἦρθε.
καὶ πάλι τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε περισσότερο, καὶ εἶπε: Νὰ ὁ χορὸς τῶν ‘Αποστόλων ἦρθε.
Διπλασιάστηκε τότε ἢ λαμπρότητα τοῦ προσώπου του καὶ φαι¬νόταν σὰν νὰ συνομιλεῖ μὲ κάποιους.
Μὲ ποιὸν μιλᾶς, πάτερ; τὸν ρώτησαν παρακλητικὰ οἱ γέρο¬ντες.
Νά, ἦρθαν ἄγγελοι νὰ μὲ πάρουν, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν λίγο νὰ μετανοήσω.
Δὲν ἔχεις πιὰ ἀνάγκη ἀπὸ μετάνοια, πάτερ, τοῦ εἶπαν οἱ γέ¬ροντες.
Πραγματικὰ δὲν ξέρω, τοὺς ἀπάντησε, ἂν ἔβαλα ἀκόμη ἀρχή. , Ἀπ’ αὐτὸ κατάλαβαν ὅλοι, ὅτι εἶναι τέλειος.
Καὶ ξαφνικὰ τὸ πρόσωπό του ἄστραψε πάλι σὰν τὸν ἥλιο κι ὅλοι τους φοβήθηκαν.
Βλέπετε; τοὺς ρωτάει. Ἦρθε ὁ Κύριος καὶ λέει: “Φέρτε μου τὸ σκεῦος τῆς ἔρημου”.
Κι ἀμέσως παρέδωσε τὸ πνεῦμα του, ἐνῶ κάτι σὰν ἀστραπὴ φάνηκε καὶ ὁ τόπος γέμισε εὐωδία.
Ἕνας γέροντας πῆγε κάποτε σὲ μία πόλη γιὰ νὰ πουλήσει τὰ ἐργόχειρά του. Ἐκεί του δόθηκε εὐκαιρία καὶ κάθισε στὴν πόρτα ἑνὸς πλουσίου ποὺ ἦταν στὰ τελευταῖα του. Καθὼς λοιπὸν καθόταν, κοίταζε μὲ προσοχή’ καὶ βλέπει μερικοὺς μαύρους καὶ φοβεροὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι καβάλα σὲ μαῦρα ἄλογα καὶ νὰ κρατοῦν στὰ χέρια τοὺς φλογισμένα τύμπανα. Αὐτοί, ἀφοῦ ἔφτασαν στὴν πόρ¬τα, ἄφησαν τὰ ἄλογα ἔξω καὶ οἱ ἴδιοι μπῆκαν μέσα. σὰν τοὺς εἶδε ὁ ἄρρωστος, κραύγασε μὲ μεγάλη φωνή:
– Κύριε, ἐλέησε μὲ καὶ βοήθησε μέ!
– Τώρα ποῦ βασίλεψε ὁ ἥλιος, θυμήθηκες τὸ θεό; τὸν ρώτησαν ἐκεῖνοι. Γιατί δὲν τὸν ζήτησες ὅταν ἢ μέρα ἔλαμπε; Τώρα δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα οὔτε ἐλπίδα σωτηρίας οὔτε παρηγοριά.
καὶ ἀφοῦ τράβηξαν μὲ βία τὴν ψυχή του, ἔφυγαν.
Τοῦ ἅγιου Ἔφραιμ
Ἀδελφοί, μεγάλος εἶναι ὁ φόβος τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Γιατί τὴν ὥρα τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς παρουσιάζονται μπροστὰ τοῦ ὅλα τὰ ἔργα ποὺ ἔκανε νύχτα καὶ μέρα, καλὰ καὶ πονηρά, ἐνῶ συγ¬χρόνως ἄγγελοι σπεύδουν βιαστικὰ νὰ τὴ βγάλουν ἀπὸ τὸ σῶμα.
Ἡ ψυχὴ λοιπὸν τοῦ ἁμαρτωλοῦ βλέπει τὰ ἔργα της καὶ δειλιάζει νὰ βγεῖ.
Καθὼς ὅμως πιέζεται ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ τρέμει γι’ αὐτὰ τὰ ἔργα της, παρακαλεῖ φοβισμένη:
Δῶστε μου διορία μία ὥρα, καὶ ὕστερα βγαίνω. Τότε ὅλα μαζὶ τὰ ἔργα τῆς ἀπαντοῦν μ’ ἕνα στόμα:
-Ἐσύ μας ἔκανες, μαζὶ μ’ ἐσένα θὰ πᾶμε στὸ Θεό.
Κι ἔτσι, μὲ τρόμο καὶ ὀδυρμούς, χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ φεύγει γιὰ νὰ παρουσιαστεῖ στὸ ἀθάνατο Κριτήριο.
Τοῦ ἅγιου Γρηγoρίoυ τοῦ Διαλόγου
Πέτρoς . Πῶς γίνεται αὐτὸ ποὺ παθαίνουν μερικοί, καὶ σὰν κατὰ λάθος ἁρπάζονται ἀπὸ τὸ σῶμα, ξεψυχοῦν γιὰ λίγο καὶ μετὰ ἐπιστρέφουν στὸ σῶμα;
Γρηγόριoς. Τοῦτο, Πέτρε, ἂν τὸ καλοσκεφτεῖς, δὲν εἶναι λάθος, ἀλλὰ νουθεσία. Γιατί τὸ οἰκονομεῖ ἢ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ προσφέρει σὰν τὴν πιὸ μεγάλη δωρεὰ τοῦ ἐλέους της, ὥστε αὐτοὶ ποὺ μετὰ τὴν ἔξοδο ξαναγυρίζουν στὸ σῶμα νὰ φοβοῦνται τὰ βα¬σανιστήρια τοῦ Ἅδη, ποὺ εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους, ἐνῶ προηγουμέ¬νως τὰ ἄκουγαν καὶ δὲν τὰ πίστευαν.
Κάποιος μοναχὸς ποὺ ζοῦσε μαζί μου στὸ μοναστήρι, ἐδῶ στὴν πόλη μας, συνήθιζε νὰ μοῦ διηγεῖται αὐτὸ ποὺ ἔμαθε ὅταν ἀκόμα ζοῦσε στὴν ἔρημο.
Ἐκεῖ λοιπόν, στὴν ἔρημό της Ἔβασα, (στὴν σημερινὴ Ἴμπιζα στὰ νησιὰ Βαλεαρίδες) ἦρθε κι ἔμενε μαζί του ἕνας μοναχὸς ὀνόματι Πέτρος. Αὐτός, ὅπως διηγιόταν ὁ ἴδιος, προτοὺ κατοικήσει στὴν ἔρημο ἀρρώστησε καὶ πέθανε. ‘Ἀμέσως ὅμως ξαναβρέθηκε στὸ σῶμα του καὶ πιστοποιοῦσε πὼς εἶχε δεῖ τὰ βασανιστήρια τοῦ Ἅδη καὶ τοὺς ἀμέτρητους φλογισμένους τόπους. Βεβαίωνε μάλιστα πὼς εἶδε καὶ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς αὐτοῦ τοῦ κόσμου νὰ κρέμονται σ’ αὐτὲς τὶς Φλόγες.
Καθὼς λοιπὸν μεταφερόταν κι αὐτὸς γιὰ νὰ ριχθεῖ ἐκεῖ μέσα, ξαφνικὰ ἐμφανίστηκε, ὅπως ἔλεγε, ἕνας ἀστραφτερὸς ἄγγελος ποὺ ἐμπόδισε τὸ βύθισμά του στὴ φωτιά. Τοῦ εἶπε, μάλιστα:
– Φύγε, καὶ κοίταξε πὼς θὰ ζήσεις στὸ ἕξης ὅσο γίνεται πιὸ προσεκτικά.
Μετὰ ἀπὸ τοῦτα τὰ λόγια, ἄρχισαν σιγά-σιγὰ νὰ ξαναζεσταί¬νονται τὰ μέλη του καὶ ξυπνώντας ἀπὸ τὸν ὕπνο τοῦ αἰώνιου θανάτου διηγήθηκε ὅλα ὅσα τοῦ εἶχαν συμβεῖ. Ἀπὸ τότε – ἀφοῦ εἶχε δεῖ καὶ φοβηθεῖ τὰ βάσανα τοῦ Ἅδη – ἐπιδόθηκε σὲ τόσες νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες, ποὺ κι ἂν ἀκόμα -κι γλώσσα τοῦ σιωποῦσε, -ἡ ὅλη του ζωὴ μιλοῦσε γι’ αὐτά. ‘Ἔτσι λοιπόν, χάρη στὴ θαυμαστὴ πρό¬νοια τοῦ Θεοῦ, συνέβη ὁ προσωρινὸς θάνατος γιὰ νὰ μὴν πεθάνει αἰώνια.
Μερικὲς φορὲς οἱ ψυχές, ἐνῶ βρίσκονται ἀκόμα μέσα στὰ σώμα¬τά τους, βλέπουν κάποια βασανιστήρια τῆς κολάσεως ἀπὸ τὰ πονη¬ρὰ πνεύματα, κι αὐτὸ συμβαίνει σὲ ὁρισμένους γιὰ τὴ δική τους ὠφελεία, ἐνῶ σὲ ἄλλους γιὰ τὴν ὠφελεία αὐτῶν ποὺ τὰ ἀκοῦνε.
Ὑπῆρχε ἕνα πολὺ ἀτίθασο παιδὶ ποὺ ὀνομαζόταν Θεόδωρος. Αὐτὸς ἀκολούθησε τὸν ἀδελφό του στὸ μοναστήρι, ἀπὸ ἀνάγκη περισσότερο παρὰ ἀπὸ τὴ δική του θέληση. Ἦταν τόσο ἀπείθαρ¬χος ποὺ ἂν κανεὶς τοῦ ἔλεγε κάποιον καλὸ λόγο γιὰ τὴ σωτηρία του, ὄχι μόνο δὲν τὸν ὑπολόγιζε, ἀλλὰ Οὔτε κὰν νὰ τὸν ἀκούσει ἤθελε οὔτε νὰ συμμορφωθεῖ δεχόταν μὲ τοὺς τρόπους τῆς θεάρεστης ζωῆς.
Συνέβη λοιπὸν σὲ μία θανατηφόρο ἐπιδημία νὰ προσβληθεῖ καὶ ὁ Θεόδωρος στὴ βουβωνικὴ χώρα καὶ νὰ φτάσει ἀτὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου. Κοντά του μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ καὶ καθὼς τὸν ἔβλεπαν νὰ ξεψυχάει – ὅλο του τὸ σῶμα εἶχε σχεδὸν παγώσει καὶ μόνο στὸ στῆθος τοῦ ἀπέμενε κάποια ζωτικὴ θέρμη – παρακαλού¬σε ἐπίμονα τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ νὰ γίνει ἴλεως τούτη τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαινε -γὶ ψυχή του.
Ξαφνικά, ἐνῶ οἱ ἀδελφοὶ προσεύχονταν, αὐτὸς ἄρχισε νὰ κραυ¬γάζει καὶ μὲ μεγάλες φωνὲς νὰ διακόπτει τὶς προσευχὲς τοὺς λέγο¬ντας:
Φύγετε ἀπὸ κοντά μου! Φύγετε! Νά, μὲ ἔδωσαν σ’ ἕνα δρά¬κοντα νὰ μὲ καταβροχθίσει, ὁ ὅποιος ἐξαιτίας τῆς δικῆς σας παρου¬σίας δὲν μπορεῖ νὰ μὲ καταπιεῖ. Τώρα τὸ κεφάλι μου βρίσκεται πιὰ στὸ στόμα του. Φύγετε λοιπὸν γιὰ νὰ μὴ μὲ βασανίζει ἄλλο, ἀλλὰ νὰ κάνει γρήγορα ὅτι ἔχει νὰ κάνει. ‘ ἀφοῦ παραδόθηκα σ’ αὐτὸν γιὰ νὰ μὲ κατασπαράξει, γιατί νὰ ταλαιπωροῦμαι μὲ τὴν καθυστέρηση;
Σφράγισε, ἀδελφέ, τὸν ἑαυτό σου μὲ τὴ σφραγίδα τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, τοῦ εἶπαν οἱ ἀδελφοί.
– Θέλω νὰ σφραγιστῶ, ἀπάντησε ἐκεῖνος μὲ σπαραχτικὴ φωνή, μὰ δὲν μπορῶ γιατί μὲ δυσκολεύουν τὰ σάλια τοῦ δράκοντα.
Σὰν τ’ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ ἀδελφοί, γονάτισαν ὅλοι τους καὶ μὲ δάκρυα προσεύχονταν ἐντονότερα καὶ θερμότερα γιὰ τὴ λύτρωσή του. καὶ καθὼς αὐτοὶ ἐπέμεναν στὴν προσευχή, ξαφνικὰ ὁ ἄρρωστος ἔβγαλε μεγάλη κραυγή:
Εὐχαριστῶ τὸ Θεό. Γιατί, νά, ὁ δράκοντας ποὺ μ’ ἅρπαξε γιὰ νὰ μὲ καταβροχθίσει, ἔφυγε μὲ τὶς προσευχές σας δὲν μπόρεσε νὰ σταθεῖ ἐδῶ. Προσευχηθεῖτε τώρα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου. Εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἐπιστρέψω ἀτὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐγκαταλείψω ἐντελῶς τὴν κοσμι¬κὴ ζωή.
Ἀνέκτησε λοιπὸν ἀμέσως τὶς δυνάμεις του καὶ μ’ ὁλόκληρη τὴν καρδιὰ τοῦ ἔζησε ἀτὸ ἕξης κοντὰ ἀτὸ Θεό, ἀφοῦ ἄλλαξε μυαλὰ μὲ τὴν παιδευτικὴ μάστιγα ποὺ δέχθηκε.
Ὁ Θεόδωρος λοιπὸν εἶδε τὴν τιμωρία ποὺ τὸν περίμενε μετὰ τὸ θάνατό του γιὰ τὴ δική του ὠφελεία, (ἐφόσον τοῦ δόθηκε χρόνος νὰ μετανοήσει).τὸ ἀντίθετο ὅμως Συνέβη μ’ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ὀνομαζόταν Χρυσαύριος.
Αὐτὸς ὑπῆρξε ἕνας ἀπ’ τοὺς πολὺ σπουδαίους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τούτου. καὶ ὅσο πλούσιος ἦταν σὲ ὑλικὰ ἀγαθά, ἄλλο τόσο ἦταν γεμάτος ἀπὸ πάθη, φουσκωμένος ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ὑποταγμένος στὶς σαρκικὲς ἡδονές.
Φλεγόμενος ἀπὸ τὴν πλεονεξία καὶ τὴ φιλαργυρία. στὰ τόσα τοῦ λοιπὸν κακὰ θέλο-ντας νὰ βάλει τέλος ὁ Κύριος, ἐπέτρεψε νὰ πέσει σὲ θανατηφόρα ἀσθένεια.
Φτάνοντας στὴν ὥρα τοῦ θανάτου, εἶδε μὲ ἀνοιχτὰ τὰ μάτια του νὰ στέκονται μπροστὰ τοῦ φοβερὰ καὶ σκοτεινὰ πνεύματα, ποὺ μὲ οἴα τὸν πίεζαν γιὰ νὰ τὸν ἁρπάξουν (καὶ νὰ τὸν σύρουν) στὶς πύλες τοῦ Ἅδη. “
ἄρχισε λοιπὸν νὰ τρέμει, νὰ χλομιάζει, νὰ ἱδρώνει καὶ μὲ κραυγὲς νὰ ζητάει ἀναβολή, καὶ τὸ γιὸ τοῦ Μάξιμο
τὸν ὅποιο κι ἐγὼ ἀργότερα γνώρισα ὡς μοναχὸ – μὲ μεγάλη καὶ ταραγμένη φω¬νὴ νὰ προσκαλεῖ:
Μάξιμε, τρέξε… Ποτὲ δὲν σοῦ ἔκανα κακό… Σῶσε μὲ μὲ τὴ δι¬κή σου πίστη.
Θορυβημένος καὶ κλαίγοντας ὁ Μάξιμος ἔφτασε ἀμέσως, καὶ μαζί του ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ. δὲν μπὸρ οὐ σὰν ὅμως νὰ δοῦν τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ τὸν τυραννοῦσαν, ἀλλ’ ἀντιλαμβά¬νονταν τὴν παρουσία τους ἀπὸ τὰ λόγια του, ἀπὸ τὴ χλομάδα του καὶ τὴ συμπεριφορά του. Γιατί οἱ σκοτεινὲς μορφὲς ἐκείνων καὶ ὁ δικός του φόβος τὸν ἀνάγκαζαν νὰ περιστρέφεται πέρα-δώθε στὸ κρεβάτι.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀπελπίστηκε γιὰ τὴ λύτρωσή του, ἄρχισε νὰ κραυγάζει μὲ μεγάλη φωνή:
Διορία τουλάχιστον ὡς τὸ πρωί. Διορία τουλάχιστον ὡς τὸ πρωί… καὶ μ’ αὐτὲς τὶς φωνὲς ξεψύχησε.
Ἀπὸ τοῦτο γίνεται φανερὸ πὼς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ μᾶς τὰ εἶδε ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ τὰ μάθουμε ἐμεῖς, νὰ φοβηθοῦμε καὶ νὰ διορθωθοῦμε.
Γιατί τί τὸν ὠφέλησε ἐκεῖνον ἢ θεωρία τῶν πονηρῶν πνευμάτων καὶ ἢ ἀναβολὴ ποὺ ζήτησε καὶ δὲν πῆρε;
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!