Τῆ δεκάτη ἕκτῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ Ὁσίου
πατρός ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Ἠγιασμένου, μαθητοῦ τοῦ Ὁσίου Παχωμίου
᾽Απὸ οἰκογένεια ἐπιφανῶν χριστιανῶν τῆς ῎Ανω Αἰγύπτου, ὁ ὅσιος Θεόδωρος διῆγε παιδιόθεν βίο εὐσεβῆ. Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν, βλέποντας τὶς ἑτοιμασίες τῆς οἰκογένειάς του γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶ Θεοφανείων, καταλήφθηκε ἀπὸ βαθύτατη κατάνυξη καὶ εἶπε στὸν ἑαυτό του: «῍Αν ἀπολαύσεις τὶς τροφὲς αὐτές, δὲν θὰ κερδίσεις τὴν αἰώνιο ζωή». ῎Εκτοτε ἐνήστευε ὅλες τὶς ἡμέρες μέχρι ἑσπέρας καὶ ἀπείχε ἀπὸ κάθε ἐπιτηδευμένο ἔδεσμα. Δύο χρόνια ἀργότερα, ἔγινε δεκτὸς στὴν Μονὴ τῆς Λατοπόλεως, ὅπου διῆγε ἀναχωρητικὸ βίο κοντὰ σὲ κάποιους γέροντες μοναχούς.
᾽Εν συνεχείᾳ, ἀκούγοντας νὰ ἐγκωμιάζουν τὴν σοφία τοῦ ὁσίου Παχωμίου, μετέβη μὲ φλογερὸ ζῆλο στὴν Ταβέννησι. ᾽Απὸ τὴν στιγμὴ ποὺ πάτησε τὸ πόδι του στὸ μοναστήρι, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ἔβαλε τὰ δυνατά του νὰ μιμηθεῖ κατὰ τὰ πάντα τὸν γέροντα Παχώμιο, τὸν ὁποίο ἔβλεπε ὡς ὁρατὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ. ᾽Επαγρυπνοῦσε νὰ τηρεῖ αὐστηρὰ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας του, λόγο μετρημένο καὶ εὐάρεστο, καὶ ἄνευ ὅρων ὑπακοὴ μέχρι θανάτου. ῾Η θαυμαστὴ πρόοδός του στὶς ἀρετὲς, τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ γίνει, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, παραμυθία καὶ παράδειγμα γιὰ πολλοὺς ἀδελφούς. Τὴν πρώτη χρονιὰ τῆς διαμονῆς του, καθὼς σηκώθηκε μία ἡμέρα νὰ προσευχηθέι, τὸ κελλί του ἐξαίφνης φωτίσθηκε καὶ δύο λαμπροὶ ἄγγελοι τοῦ παρουσιάσθηκαν. Τρομοκρατημένος, ὁ Θεόδωρος βγῆκε γρήγορα ἔξω καὶ σκαρφάλωσε στὴν στέγη, ἀλλὰ οἱ ἄγγελοι ἦλθαν νὰ τὸν καθησυχάσουν καὶ τοῦ παρέδωσαν προφητικὰ ἕνα πλῆθος κλειδιά.
Μιὰν ἄλλη φορά, ἦλθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ ᾑ μητέρα του, ἀλλὰ ὁ Θεόδωρος ἀρνήθηκε νὰ τὴν δεῖ, ἀπὸ φόβο μήπως ἐπιτιμηθεῖ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως γιὰ τὴν ἀθέτηση τῆς ἐντολῆς ποὺ ὁρίζει σὲ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ φθάσουν στὴν τελειότητα νὰ ἀπαρνηθοῦν γιὰ πάντα τοὺς γονείς τους, καὶ εἶπε «Δὲν ἔχω μητέρα καὶ τίποτε στὸν κόσμο αὐτό, καθότι παρέρχεται». ῞Οταν ὁ ὅσιος Παχώμιος τὸν μεμφόταν ἀδίκως γιὰ νὰ τὸν δοκιμάζει, ὁ Θεόδωρος δὲν προσπαθοῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ, ἀλλὰ ἔρριχνε τὸ σφάλμα στὸν ἑαυτό του καὶ ἔλεγε: «Πρέπει νὰ κλαίω μέχρι ὁ Κύριος νὰ διορθώσει τὴν καρδιά μου καὶ γίνω ἄξιος νὰ ὑπακούω στὶς ἐντολές Του».
Μία ἡμέρα ποὺ ἕνας ἀδελφὸς εἶχε ἐπιτιμηθεῖ ἀπὸ τὸν ὅσιο Παχώμιο καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ ἐγκαταλείψει τὸ μοναστήρι, ὁ Θεόδωρος πῆγε κοντά του καὶ ὑποκρινόμενος ὅτι εἶχε λάβει κι αὐτὸς μιὰ παρόμοια ἀπόφαση μπόρεσε νὰ δώσει θάρρος στὸν ἀδελφὸ καὶ νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τὴν ἀπώλεια. Μιὰν ἄλλη φορά, ποὺ εἶχε ρωτήσει ἕναν γέροντα μοναχὸ καὶ τὸν βρῆκε ἀνίκανο νὰ ἀπαρνηθεῖ τοὺς δεσμούς του μὲ τὴν οἰκογένειά του, ἔκανε δῆθεν πὼς ἤθελε νὰ ἐγκαταλείψει ἕνα τέτοιο μοναστήρι, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ὑπολόγιζαν τόσο λίγο τὸν εὐαγγελικὸ λόγο (Λουκ, 14, 26) καὶ ἔτσι μπόρεσε νὰ τὸν διορθώσει.
Ὅταν ἦταν τριάντα χρόνων, μία Κυριακὴ, βράδυ ποὺ ὁ ὅσιος Παχώμιος εἰχε συγκεντρώσει τοὺς ἀδελφοὺς γιά τήν καθιερωμένη κατήχηση, ξαφνικὰ ἔδωσε τὸν λόγο στὸν Θεόδωρο. ῾Υπακούοντας αὐτός, ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ ὅσιος Παχώμιος μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς στέκονταν ὄρθιοι καὶ τὸν ἄκουγαν. ῾Ορισμένοι γέροντες σκανδαλίσθηκαν ἀπὸ τὴν διάκριση αὐτὴ ἑνὸς νεώτερου ἀπὸ τοὺς ἴδιους καὶ ἐγκατέλειψαν τὴν σύναξη. ῞Οταν ἔληξε ἡ σύναξη, ὁ Παχώμιος δήλωσε ὅτι αὐτοὶ εἶχαν ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἂν δὲν μετανοοῦσαν γιὰ αὐτὴ τὴν ὑψηλοφροσύνη, δύσκολα θὰ ἔφθαναν στὴν αἰώνιο ζωή. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ὅρισε τὸν Θεόδωρο οἰκονόμο τῆς Μονῆς τῆς Ταβεννήσεως (περὶ τὸ 386) καὶ τὸν ἔκανε συνεργάτη του στὴν διοίκηση τῆς Κοινωνίας. ᾽Ασκημένος στὴν ταπεινοφροσύνη καὶ ξένος πρὸς κάθε ἴδιον θέλημα, ὁ Θεόδωρος δὲν ἄλλαξε σὲ τίποτε τὴν συμπεριφορά του ὡς μαθητὴς καὶ προόδευσε οἰκοδομώντας τοὺς ἀδελφούς, διότι ὁ λόγος του ἦταν ἔμπλεος χάριτος καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν πλησίον κάλυπτε ὅλες τὶς ἀδυναμίες. Κάθε μέρα, μετὰ τὴν ἐργασία του, πήγαινε στὴν Παβαύ γιὰ νὰ ἀκούσει τὴν κατήχηση τοῦ Παχώμιου καὶ κατόπιν ἐπέστρεφε στὴν Ταβέννησι γιὰ νὰ τὴν ἐπαναλάβει στοὺς μοναχούς του.
᾽Αργότερα ἔλαβε ἀπὸ τὸν ὅσιο Παχώμιο τὴν ἐντολὴ νὰ ἐπισκέπτεται τὰ μοναστήρια τῆς Κοινωνίας καὶ πάντα γινόταν δεκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς μὲ μεγάλη χαρά, καθὼς ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει τὸ χάρισμα τῆς παραμυθίας καὶ ὁ Παχώμιος ἔλεγε γι’ αὐτόν; «῾Ο Θεόδωρος κι ἐγὼ προσφέρουμε τὴν ἴδια ὑπηρεσία πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖνος ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ ἐντέλλεται ὡς πατέρας καὶ διδάσκαλος». Γιὰ τόν λόγο αὐτό, μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸν ἀπέσυρε ἀπὸ τὴν Ταβέννησι γιὰ νὰ τοῦ ἀναθέσει τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση ὅλης τῆς Κοινωνίας. Αὐτὸς δεχόταν τοὺς νέους μοναχοὺς ὅλων τῶν μοναστηριῶν καὶ ἀπέπεμπε τοὺς ἀνυπότακτους, «ὅταν διόρθωνε ἕναν ἀδελφό, ὑποβαλλόταν στὸ ἴδιο ἐπιτίμιο, φοβούμενος μήπως καταδικαστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, διότι δὲν ἔκανε ὁ ἴδιος αὐτὸ ποὺ ἐντελλόταν στοὺς ἄλλους.
Μία φορὰ ποὺ ὁ ὅσιος Παχώμιος ἀσθενοῦσε, οἱ ἀδελφοὶ ἦλθαν νὰ βροῦν τὸν Θεόδωρο γιὰ νὰ τοῦ ζητήσουν νὰ τὸν διαδεχθεῖ σὲ περίπτωση ποὺ ὁ Πατέρας θὰ πέθαινε. ῞Οταν ὁ Παχώμιος ἔγινε καλά, τοῦ ζήτησε νὰ δώσει λόγο γιὰ κάθε του λογισμό. ῾Ο Θεόδωρος ἐξομολογήθηκε ὅτι ὑπὸ τὴν πίεση τῶν ἀδελφῶν εἶχε συγκατανεύσει στὴν πρότασή τους νὰ τὸν διαδεχθεῖ. Ὁ Παχώμιος τότε τοῦ ἀφαίρεσε κάθε αὐθεντία ἐπὶ τῶν μοναχῶν καὶ τὸν ἔστειλε σὲ τόπο ἔρημο, ὅπου ἔχυσε πολλὰ δάκρυα ἐξαιτίας τοῦ ἁμαρτήματος τῆς ὑπερηφανείας. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ποὺ διῆγε ἐν μετανοίᾳ, ὁ Παχώμιος, λίγο πρὶν πεθάνει, τὸν ἀποκατέστησε στὶς ἁρμοδιότητές του, δηλώνοντας στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ἡ δοκιμασία αὐτὴ ἔκανε τὸν Θεόδωρο νὰ προκόψει ἑπτὰ φορὲς περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ προηγούμενες ἀσκήσεις του, ἐξαιτίας τῆς ταπεινῆς μετάνοιας ποὺ εἶχε ἐπιδειξει.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ὁσίου Παχωμίου (346), ὁ Θεόδωρος, ποὺ τὸν εἶχε ἐνταφιάσει σὲ τόπο μυστικό, στάλθηκε στην ᾽Αλεξανδρεια γιὰ ὑποθέσεις. ᾽Επισκέφθηκε τὸν Μέγα ᾽Αντώνιο, ὁ ὁποίος ἐξέφρασε τὸν θαυμασμό του γιὰ τὸν Παχώμιο καὶ τὴν κοινοβιακὴ πολιτεία καὶ τὸν ἔστειλε στὸν ἅγιο ᾽Αθανάσιο μὲ συστατικὴ ἐπιστολή. Στὴν ᾽Αλεξάνδρεια ἔμαθε τὸν θάνατο τοῦ Πετρώνιου καὶ ἐπιστρέφοντας στὴν Θηβαῒδα ὑποτάχθηκε μὲ ταπεινότητα καὶ θέρμη στὸν ἅγιο ᾽Ωρσίσιο. ᾽Ενώπιόν του ἦταν σὰν πρόβατο, ἔχοντας ἐκριζώσει ἀπὸ τὴν καρδία του κάθε λογισμὸ ἐξουσίας, παρόλο ποὺ στὰ μάτια πολλῶν ἦταν ὁ ἀξιότερος γιὰ νὰ διαδεχθεῖ τὸν ὅσιο Παχώμιο. Βλέποντας πὼς εὐάριθμοι ἀδελφοὶ προσέφευγαν σὲ αὐτόν, καὶ ἐπιθυμώντας νὰ ἀποφύγει κάθε ἀντιζηλία, κατάφερε νὰ ἀποσταλεῖ στὴν Μονὴ τοῦ Παχωμίου γιὰ νὰ διευθύνει ἐκεῖ τὸ μαγκιπείο.
῞Οταν ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Μοναχώσεως, ᾽Απολλώνιος, στασίασε, ἐπιδιώκοντας νὰ κάνει τὸ μοναστήρι του ἀνεξάρτητο, ὁ ᾽Ωρσίσιος ἀποσύρθηκε καὶ ὅρισε τὸν Θεόδωρο διάδοχό του ἐπικεφαλῆς τῆς Κοινωνίας. ῾Ο Θεόδωρος συγκάλεσε ἀμέσως τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς παρακάλεσε μὲ δάκρυα στὰ μάτια νὰ διατηρήσουν τὴν παράδοση ποὺ θέσπισε ὁ ὅσιος Παχώμιος καὶ νὰ διαφυλάξουν τὴν ἑνότητα τῆς ἅγιας συνάξεώς τους. Κατόπιν ἐπισκέφτηκε τὰ μοναστήρια, ἀντικατέστησε ὅλους τοὺς προεστῶτες καὶ ἀνέθεσε καινούργια καθήκοντα. ᾽Ενθυμούμενος, ὡστόσο, τὸ ἐπιτίμιο ποὺ τοῦ εἶχε ἐπιβάλει παλαιότερα ὁ Παχώμιος γιὰ τὸν λογισμό του ὅσον ἀφορᾶ τὴν διαδοχή, δὲν ἐλόγιζε τὸν ἑαυτό του ἡγούμενο τῶν μοναστηριῶν, ἀλλὰ ἀντικαταστάτη μόνο καὶ ὑπηρέτη τοῦ ἀββᾶ ᾽Ωρσισίου, ἐνῶ κάθε φορὰ ποὺ ἤθελε νὰ λάβει μιὰν ἀπόφαση πήγαινε πρῶτα νὰ ζητήσει τὴν εὐλογία τοῦ ᾽Ωρσισίου ποὺ εἶχε ἀποσυρθεῖ στὸ Χηνοβοσκίον. Ἦταν μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν ὑπόδειγμα ταπεινοφροσύνης, τόσο στὴν ἐνδυμασία ὅσο καὶ στοὺς λόγους καὶ στὴν ἐν γένει συμπεριφορά του, παρὰ τὴν φήμῃ του ποὺ εἴχε ἁπλωθεῖ σὲ ὅλη τὴν Αἴγυπτο καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἰάσεων ποὺ εἶχε ἐπιτελέσει.
Χάρη, στὴν φιλοπονία του, κατόρθωσε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν εὐταξία καὶ νὰ ἀναθερμάνει τὸν ζῆλο τῶν μοναχῶν. Συνομιλοῦσε μὲ τὸν καθένα τους χωριστά, παροτρύνοντάς τους νὰ ἀντιστέκονται μὲ θάρρος στὴν ἐπίθεση τῶν λογισμῶν καὶ νουθετοῦσε τοὺς ἀμελεῖς μὲ ὑπομονή, προσευχόμενος μὲ θέρμη γιὰ τὴν διόρθωσή τους. Στὰ μοναστήρια ποὺ ἵδρυσε ὁ Παχώμιος πρόσθεσε ἐκεῖνα τοῦ Καίορ καὶ τοῦ Οὐὶ στὴν περιοχὴ τῆς ῾Ερμούπολης καὶ ἕνα ἄλλο κοντὰ στὴν ᾽Ερμωνθίν, καθὼς καὶ δύο γυναικείες μονές. Περὶ τὸ 363, ὁ ἐξόριστος τότε ἅγιος ᾽Αθανάσιος ἦλθε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Κοινωνία, τὴν τάξη καὶ τοὺς Κανονισμοὺς τῆς ὁποίας τόσο πολὺ θαύμαζε γιὰ τὴν ἱκανότητά τους νὰ ἀναπαύουν τόσες ψυχές. Ὁ Θεόδωρος τοῦ εἶπε; «῾Η χάρις τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἐν ἡμῖν διὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν. ᾽Αλλ᾽ὁρῶντές σε, ὡς τὸν Χριστὸν ὁρῶμεν».
῾Ο Θεόδωρος κατόπιν κατάφερε τὸν ἀββᾶ ᾽Ωρσίσιο νὰ ἐπιστρέψει στὴν Παβαὺ καὶ τὸν ὑπηρέτησε ὡς δευτερεύων, ἐπισκεπτόνταν δὲ τὶς μονὲς ἐκ περιτροπῆς. Καθώς, ὅμως, ἐπλήθυναν οἱ ὑλικὲς μέριμνες λόγῳ τῆς αὐξήσεως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν, ὁ Θεόδωρος θλιβόταν βλέποντας τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐγκαταλείπουν τὴν αὐστηρότητα καὶ ἁπλότητα τοῦ βίου ποὺ εἶχε θεσπίσει ὁ ὅσιος Παχώμιος. Πενθοῦσε σκληραγωγώντας τὸν ἑαυτό του προκειμένου νὰ ἔλθουν αὐτοὶ εἰς μετάνοιαν καὶ ἐπισκεπτόταν, δίχως νὰ τὸ γνωρίζει κανείς, τὸν τάφο τοῦ ὁσίου Παχωμίου, καὶ προσευχόταν ἐκεῖ νύκτες ὁλόκληρες.
Μετὰ τὸ Πάσχα τοῦ 368, ὁ Θεόδωρος ἀσθένησε. ῾Ο ᾽Ωρσίσιος ἱκέτευσε τὸν Θεὸ νὰ πεθάνει ἐκεῖνος πρῶτος καὶ νὰ ἀφήσει τὸν Θεόδωρο ποὺ τὸν εἶχε τόσο ἀνάγκη ἡ Κοινωνία. Δὲν ἦταν ὅμως αὐτὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεόδωρος ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ στὶς 27 ᾽Απριλίου, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ ἔβγαλαν τότε μεγάλη κραυγὴ καὶ ἀναφώνησαν: «Μείναμε ὀρφανοί, γιατὶ στὸ πρόσωπό του σήμερα πέθανε στὴν πραγματικότητα ὁ μακάριος πατὴρ ἡμῶν Παχώμιος». Μετὰ τὴν κηδεία, ὁ ᾽Ωρσίσιος πῆγε νὰ καταθέσει τὸ σκήνωμα δίπλα στὸν μυστικὸ τάφο τοῦ ὁσίου Παχωμίου. Μόλις ἔμαθε τὸ νέο, ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος ἔγραψε στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ Θεόδωρος δὲν ἔπαυσε νὰ βρίσκεται ἀνάμεσά τους, ἀφοῦ συγκροτοῦσαν ἕνα σῶμα μὲ τὸν ἅγιο ᾽Ωρσίσιο καὶ τοὺς παρότρυνε νὰ μὴν πενθοῦν γιὰ ἐκέινον ποὺ εἶχε ἤδη φθάσει στὶς μονὲς τῶν δικαίων.
Νέος Συναξαριστής. Μακαρίου ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου