Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου τοῦ Μεγάλου.
Λαθεῖν βιώσας Ἀρσένιος ἠγάπα,
Ὃς οὐ δὲ πάντως ἐκβιώσας λανθάνει.
Βίος σύντομος {Ὁσίου Νικοδήμου)
Βίος κατά πλάτος
Βίος σύντομος (Ὁσίου Νικοδήμου)
Οὗτος ὁ Ὅσιος ἦτον γέννημα καὶ θρέμμα τῆς μεγαλοπόλεως παλαιᾶς Ῥώμης, ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας φυλάξας τὸν ἑαυτόν του καθαρὸν ἐνδιαίτημα τοῦ Θεοῦ. Ὅθεν ἐπειδὴ ἦτον γεμάτος ἀπὸ κάθε ἀρετὴν καὶ σοφίαν, τόσον τὴν ἐσωτερικὴν καὶ θείαν, ὅσον καὶ τὴν ἐξωτερικὴν καὶ ἀνθρωπίνην, διὰ τοῦτο ἔλαβε καὶ τὴν χειροτονίαν τοῦ Διακόνου, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου ἐν ἔτει τοθ΄ [379].
Τῷ τότε δὲ καιρῷ ἐζήτει μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν ὁ ῥηθεὶς βασιλεὺς Θεοδόσιος ἄνδρα πνευματικὸν καὶ σοφόν, διὰ νὰ διδάξῃ τοὺς υἱούς του, τὸν Ὀνώριον, λέγω, καὶ τὸν Ἀρκάδιον, μὲ τὰ μαθήματα τῆς φιλοσοφίας, καὶ μάλιστα μὲ τὰ μαθήματα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς θεραπεύεται. Ὅθεν γράφει πρὸ τοῦ μέν, εἰς τὸν Γρατιανὸν τὸν βασιλεύοντα ἐν ἔτει τος΄ [376], ἔπειτα δέ, καὶ τὸν τότε Πάπαν Ἰννοκέντιον περὶ τοῦ Ἀρσενίου, καὶ μόλις καὶ μετὰ βίας ἐδυνήθη νὰ τύχῃ τοῦ ποθουμένου. Λοιπὸν ἀναχωρήσας ἀπὸ τὴν Ῥώμην ὁ θεῖος Ἀρσένιος, ἀνέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἐπαραστάθη ἔμπροσθεν τοῦ Θεοδοσίου. Βλέπων δὲ αὐτὸν ὁ βασιλεύς, πῶς εἶχε, σεμνὸν μὲν τὸ πρόσωπον καὶ τὸ χρῶμα, εὔτακτον δὲ τὸ βλέμμα, ταπεινὸν δὲ τὸ φρόνημα, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, βλέπων αὐτόν, πῶς ἦτον στολισμένος μὲ κάθε ἀρετήν, ἐγέμισεν ἀπὸ πολλὴν χαρὰν καὶ εὐφροσύνην. Ὅθεν ἀπὸ τότε καὶ ὕστερα ἐτίμα αὐτὸν ὡς πατέρα, καὶ ἐσέβετο ὡς διδάσκαλον. Οἱ δὲ τῆς βασιλικῆς Συγκλήτου ἄρχοντες, ἔβλεπον αὐτόν, ὡσὰν ἕνα μέγαν θησαυρὸν καὶ κειμήλιον. Ὁ δὲ Ἀρσένιος, ἐμίσει μὲν τὴν δόξαν καὶ ἐλογίζετο αὐτὴν ὡσὰν σκύβαλα, ἠγάπα δὲ τὸν Θεόν, καὶ ἐπόθει τὴν μοναχικὴν πολιτείαν, διὰ τοῦτο ἐπαρακάλει καθ’ ἑκάστην τὸν Κύριον νὰ τελειώσῃ τὴν αἴτησίν του, καὶ παρευθὺς ἀκούει ἄνωθεν μίαν φωνήν, ἡ ὁποία ἔλεγεν «Ἀρσένιε φεῦγε τοὺς ἀνθρώπους καὶ σώζου».
Ὅθεν ὁ Ὅσιος χωρὶς νὰ χάσῃ καιρόν, ἄλλαξε τὰ φορέματά του, καὶ ἀναχωρεῖ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, καὶ κουρεύσας τὰ μαλλία του, ἔγινε μοναχὸς εἰς τὴν Σκήτην, βάλλων τὸν ἑαυτόν του ὑποκάτω εἰς κάθε σκληραγωγίαν καὶ ἄσκησιν, καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος, πάλιν ἤκουσε θείαν φωνὴν λέγουσαν «Ἀρσένιε φεῦγε, σιώπα, ἡσύχαζε, καὶ σώζου». Πρὸς τοῦτον τὸν μέγαν Ἀρσένιον ἐπῆγε μίαν φορὰν Θεόφιλος ὁ Ἀλεξανδρείας ὁμοῦ μὲ ἄλλους, καὶ ἐρώτησεν αὐτὸν λέγων. Εἰπὲ εἰς ἡμᾶς, πάτερ, λόγον ὠφελείας. Ὁ δὲ Ὅσιος ἀπεκρίθη, ἐὰν σᾶς εἰπῶ, φυλάττετε τὸν λόγον μου; Οἱ δὲ εἶπον, ναὶ ἐξάπαντος τὸν φυλάττομεν. Τότε λέγει ὁ Ὅσιος, ὅπου ἀκούετε, πῶς εὑρίσκεται ὁ Ἀρσένιος, μὴ πλησιάσετε εἰς αὐτόν. Περὶ τούτου τοῦ Ὁσίου λέγουσιν, ὅτι εἰς ὅλον τὸν χρόνον τῆς ζωῆς του δουλεύωντας ζιμπίλια, εἶχε καὶ ἕνα παλαιὸν μανδύλιον εἰς τὸν κόλπον του, μὲ τὸ ὁποῖον ἐσπόγγιζε τὰ δάκρυα τῶν ὀμμάτων του. Ἦτον δὲ νόστιμος καὶ χαρίεις κατὰ τὸ σῶμα, ἦτον ὅλος ἄσπρος κατὰ τὰ μαλλία, ξηρὸς κατὰ τὸ σῶμα, καὶ μακρὺς εἰς τὸ μέγεθος, ἀγκαλὰ καὶ ἀπὸ τὸ πολὺ γηρατεῖον ἐκαμπούριζεν ὀλίγον. Εἶχε τὰ γένεια μακρὰ ἕως τὴν κοιλίαν, τὸ εἶδος τοῦ προσώπου του ἦτον ἀγγελικὸν καὶ σεβάσμιον, ὡσὰν τὸ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ. Διὰ τοῦτο δὲν ἤθελε νὰ φαίνεται εἰς κᾀνένα κατὰ τὸ πρόσωπον.
Ἀγρύπνα συχνάκις καὶ ἐστέκετο ὄρθιος εἰς τὴν προσευχήν, χωρὶς τελείως νὰ κλίνῃ τὰ γόνατα ἀπὸ τὸ ἑσπέρας ἕως ὁποῦ εὔγαινεν ὁ ἥλιος, καὶ οὕτως ἔπαυεν ἀπὸ τὸ στάσιμον. Ὅθεν διὰ τῶν τοιούτων ἀγώνων ἔφθασεν ὁ μακάριος εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀπαθείας, καὶ μὲ τὰ ἀείρρυτα δάκρυά του, ἔσβεσε τελείως τὴν ψυχόλεθρον πύρωσιν τῆς σαρκός. Ἔφθασε δὲ εἰς βαθὺ γηρατεῖον, καὶ ἐπλησίασε κοντὰ εἰς τοὺς ἑκατὸν χρόνους. Ὅταν δὲ ἔμελλε νὰ ἀπέλθῃ πρὸς Κύριον, ἐρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταί του, εἰς ποῖον τόπον, καὶ πῶς, νὰ τὸν ἐνταφιάσουν. Ὁ δὲ Ὅσιος εἰς αὐτοὺς ἀπεκρίθη, δὲν ἠξεύρετε, ὦ τέκνα μου, νὰ δέσετε σχοινίον εἰς τὰ πόδιά μου καὶ νὰ μὲ σύρετε εἰς τὸ βουνόν; Ἔπειτα λέγει πάλιν εἰς αὐτούς. Βλέπετε, τέκνα μου, πόσος φόβος εὑρίσκεται εἰς ἐμένα ἐν τῇ φοβερᾷ ὥρᾳ ταύτῃ τοῦ θανάτου; Οἱ δὲ μαθηταί του εἶπον. Ναί, βλέπομεν. Ὁ δὲ ἀπεκρίθη. Πιστεύσατέ μοι, ὅτι ὁ φόβος οὗτος δὲν ἐχωρίσθη τελείως ἐκ τῆς καρδίας μου, ἀπὸ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ἀφ’ οὗ ἔγινα Μοναχός. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὴν Καλοκαιρινήν.) (5)
(5) Ἄξια σημειώσεως εἶναι τὰ τρία ἐκεῖνα ψυχωφελέστατα ἀποφθέγματα, ὁποῦ ἀφῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ μέγας οὗτος Πατήρ. Πρῶτον τὸ «Ἀρσένιε, δι’ ὃ ἐξῆλθες», τὸ ὁποῖον ἐσυνείθιζε νὰ λέγῃ κάθε ἡμέραν ὁ ἀοίδιμος, ἀνακαινίζων τὸν πρῶτον ἐκεῖνον σκοπόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἔρημον. Δεύτερον τὸ «Ὁ Θεός μου, μὴ ἐγκαταλίπῃς με, ὅτι οὐδὲν ἐποίησα ἀγαθὸν ἐνώπιόν σου, ἀλλὰ δός μοι διὰ τὴν ἀγαθότητά σου βαλεῖν ἀρχήν». (Ὅπερ ὅρα ἐν τῇ Φιλοκαλίᾳ εἰς τὸ τελευταῖον κεφάλαιον Θεοδώρου Ἐδέσσης, καὶ ἐν ἄλλοις.) Τρίτον δὲ ἀπόφθεγμα συμβουλευτικὸν ἀφῆκεν εἰς ἡμᾶς ἐν τῷ Βίῳ του γεγραμμένον, τὸ λέγον· «Πᾶσάν σου τὴν σπουδὴν ποίησον, ἵνα ἡ ἔνδον σου ἐργασία κατὰ Θεὸν ᾖ, καὶ νικήσῃς τὰ ἔξω πάθη». Τὸ ὁποῖον ἀναφέρει πολλάκις εἰς τοὺς λόγους του ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος, ὡς ἀναγκαῖον εἰς κάθε ἄνθρωπον, ὁποῦ θέλει νὰ σωθῇ. Διδασκόμεθα γὰρ δι’ αὐτοῦ, ὅτι ὅλην τὴν σπουδήν μας πρέπει νὰ ἔχωμεν εἰς τὸ νὰ γίνεται ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία τῆς ἱερᾶς προσευχῆς καὶ νήψεως, καθαρά, καὶ διὰ μόνον τὸν Θεόν. Ἐὰν γὰρ αὕτη ἐνεργῆται καθαρά, εὐκόλως θέλομεν νικήσομεν τὰ ἐξωτερικὰ πάθη τοῦ σώματος. Σημειοῦμεν ἐδῶ, ὅτι ὁ Ἅγιος οὗτος εἶχε καὶ κεφάλαια, ἢ λόγους νηπτικούς. Καθὼς ἀναφέρει τούτους ἐν τῷ προοιμίῳ τῆς Βίβλου του, ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, τὰ ὁποῖα ἐζητήσαμεν πολλάκις εἰς τὰς βιβλιοθήκας, ἀλλὰ δὲν τὰ εὑρήκαμεν. Ὅθεν λυ πηρὸν εἶναι τῇ ἀληθείᾳ ἡ στέρησις τῶν τοιούτων. Ὁ δὲ ἑλληνικὸς Βίος τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου σῴζεται διεξοδικώτατος ἐν τῇ Μεγίστῃ Λαύρᾳ, ἔν τε τῷ ἑβδόμῳ Πανηγυρικῷ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου, καὶ ἐν τῇ τῶν Ἰβήρων, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀλλὰ τῶν σπουδαίων ἄρα καὶ φιλαρέτων ἀνδρῶν». Ἐν δὲ τῇ ῥηθείσῃ Μεγίστῃ Λαύρᾳ εὑρίσκεται λόγος πρὸς τοῦτον, συγγραφεὶς παρὰ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, οὗ ἡ ἀρχή· «Ἀστὴρ ἀειφανὴς ἡμῖν». Σημείωσαι δέ, ὅτι τὰ ἀνωτέρω τοῦ Πατρὸς συγγράμματα, τὰ ὁποῖα ὁ συγγραφεὺς τῆς παρούσης Βίβλου ἀναφέρει, {ὅτι} ἐξεδόθησάν ποτε, καὶ ὅρα τὴν Ἑλληνικὴν Βιβλιοθήκην Ἀνθίμου Γαζῆ, τόμ. β΄, σελ. 124.
Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ
Κατά πλάτο βίος
ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Κεφάλαιο Α΄
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος στὰ ἀνάκτορα
Ὁ Μέγας Ἀρσένιος, ὁ πατέρας τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ὁ Μέγας Ἀββᾶς τῆς ἐρήμου, γεννήθηκε τὸν 4ον αιώνα. Ἡ καταγωγή του, ἦταν ἀπὸ τὴν Ρώμη, ἐκεῖ σπούδασε τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, ὅλες τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὴν Φιλοσοφία. Ἡ ζωὴ τοῦ ἦταν ἐνάρετη καὶ τὰ τῆς νεότητός του χρόνια τα πέρασε μὲ σωφροσύνη καὶ ἄσκηση. Ἔζησε τὴν ζωή του σὰν ἀληθινὸς Φιλόσοφος. Ἦταν ἄνθρωπος τῆς μελέτης, μελετοῦσε κάθε τί ποὺ εἶχε σχέση μὲ τὴ Γνώση καὶ τὴν Σοφία, ἀλλὰ πολὺ σύντομα ἄφησε τὴν σοφία τῶν ἀνθρώπων γιὰ ν’ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἄρχισε νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὰ διδάγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ Ὅσιος, ξεχώριζε γιὰ τὴν Σοφία του καὶ τὴν ἀρετή του, γι’ αὐτὸ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ρώμης βλέποντας τὶς ἀρετὲς τοῦ νέου, τὸν χειροτόνησε Διάκονο.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου, ἦταν ὁ Μέγας Θεοδόσιος (379-395). Αὐτὸς ἐπιθυμοῦσε νὰ διδαχθοῦν τὰ παιδιά του, φιλοσοφία καὶ ὀρθοδοξία γιὰ νὰ κυβερνήσουν τὸ βασίλειό του μὲ σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη. Ζητοῦσε νὰ βρεῖ ἕνα ἔμπειρο καὶ Σοφὸ διδάσκαλο. Ἔγραψε, τότε ἕνα γράμμα στὸ Βασιλέα τῆς Ρώμης καὶ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο, ἂν γνωρίζουν ἕνα Σοφὸ δάσκαλο γιὰ τὰ βασιλόπουλά του, νὰ τοῦ τὸν στείλουν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, πρότεινε τότε, στὸν Ἀρσένιο νὰ πάει στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ γίνει διδάσκαλος Βασιλέων. Ὁ ταπεινός, ὅμως, Ἀρσένιος ἀρνήθηκε νὰ πάει, καὶ εἶπε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο, ὅτι ἀφ’ ὅτου ἔγινε Διάκονος, ἔχει ἀφήσει τὴν Φιλοσοφία καὶ ἀσχολεῖται μόνον μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία. Παρόλο ποὺ ἔφερε τὶς ἀντιρρήσεις του δὲν κατόρθωσε νὰ πείσει τὸν Ἀρχηγὸ τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε, ὅτι ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσει θὰ τὸν στείλει μὲ τὴν βία. Ὁ Ἀρσένιος προτιμοῦσε τὴν ἡσυχία ἀπὸ τὸ Παλάτι, ἀλλὰ ἀναγκάστηκε νὰ ὑποχωρήσει. Ἔτσι, ἄφησε τὴν Ρώμη καὶ πῆγε στὸ Βυζάντιο. Ὁ Βασιλεὺς Θεοδόσιος μόλις τὸν εἶδε τὸν ὑποδέχθηκε μὲ μεγάλη χαρά, γιατί εἶχε ἀκούσει πολλοὺς ἐπαίνους γιὰ τὴν σοφία του καὶ τὴν σωφροσύνη του. Τοῦ εἶπε χαρούμενα : «Ἀπὸ σήμερά σου παραδίδω τὰ παιδιά μου στὰ χέρια σου καὶ σὲ παρακαλῶ, νὰ τὰ διδάξεις τὴν ἀρετή, ὥστε νὰ γίνουν ὅμοιοί σου. Μὴν διστάσεις νὰ τοὺς φερθεῖς αὐστηρὰ καὶ νὰ τὰ τιμωρήσεις ὅταν σφάλουν, νὰ τὰ μεταχειρίζεσαι σὰν δικά σου παιδιὰ καὶ ὄχι νὰ τὰ βλέπεις σὰν βασιλόπουλα».
Αὐτὰ τοῦ εἶπε, τοῦ παρέδωσε τὰ παιδιά του καὶ τοῦ ἔδωσε μεγάλο ἀξίωμα. Πρῶτος νὰ εἶναι τῆς Συγκλήτου καὶ ὀνομάστηκε Πατὴρ τῶν βασιλοπαίδων καὶ τοῦ βασιλέως. Ὅλοι οἱ σοφοί, ἐπαίνεσαν τὸν Αὐτοκράτορα ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ πράξη τοῦ τίμησε τὸν Θεοδόσιο καὶ ὄχι τὸν Ἀρσένιο. Ὁ Πάνσοφος Ἀρσένιος ἔγινε ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἀρκαδίου καὶ τοῦ Ὀνωρίου. Ἐδίδασκε στὸν Ἀρκάδιο καὶ τὸν Ὀνώριο τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, τὴν φιλοσοφία, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ συμβούλευε νὰ βαδίζουν πάντοτε τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς, νὰ ἔχουν ταπεινοφροσύνη καὶ νὰ ἐλεοῦν τοὺς φτωχούς. Αὐτὰ προόδευαν στὰ μαθήματα καὶ ὡς πρὸς τὰ ἤθη.
? ?
Μιὰ μέρα πῆγε ὁ Αὐτοκράτωρ στὴν αἴθουσα τῆς διδασκαλίας καὶ εἶδε τὸν Ἀρσένιο ὄρθιο καὶ τὰ παιδιά του νὰ κάθονται, στοὺς θρόνους καὶ ν’ ἀκοῦν τὴν διδασκαλία. Αὐτὸ τὸν δυσαρέστησε καὶ ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ ὁ μὲν Ὅσιος Ἀρσένιος νὰ κάθεταί τα δὲ παιδιά του νὰ στέκονται ὄρθια, ὅπως ὅλοι οἱ μαθητὲς μπροστὰ στὸ διδάσκαλο.
? ?
Ὁ σοφὸς Ἀρσένιος, ζοῦσε μέσα στὸ Παλάτι ζωὴ βασιλική, ἀλλὰ δὲν ἀναπαυόταν, ἤθελε νὰ ζήσει στὴν ἡσυχία στὴν ἔρημο. Αὐτὸ τὸ ζητοῦσε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ βρεῖ τρόπο νὰ φύγει, χωρὶς νὰ σκανδαλισθεῖ ὁ βασιλεὺς καὶ χωρὶς νὰ κινδυνεύσει ἡ ζωή του. Ὁ Θεὸς ὅμως, ἄκουσε τὴν παράκλησή του καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ φύγει μὲ τὸ ἑξῆς ἐπεισόδιο.
Ὁ Ἀρκάδιος ἔκανε ἕνα σοβαρὸ παράπτωμα καὶ ὁ Ὅσιος δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν ἀφήσει ἀτιμώρητο καὶ τὸν ἔδειρε. Ὁ Ἀρκάδιος ὀργίστηκε ἐναντίον του καὶ θέλησε νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ. Ἔβαλε ἕναν σπαθάριό του νὰ τὸν σκοτώσει. Ὁ σπαθάριος, φοβούμενος τὸν Θεό, φανέρωσε στὸν Ἀββᾶ Ἀρσένιο ὅτι ἔχει ἐντολὴ νὰ τὸν σκοτώσει καὶ τὸν συμβούλευσε νὰ φύγει κρυφὰ τὴν νύχτα. Αὐτὸ ἔγινε ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ φύγει ὁ Ἀρσένιος ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ ζήσει στὴν ἡσυχία. Τότε ὁ Ὅσιος, ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν φωτίσει ποὺ πρέπει νὰ πάει.
Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀπάντησε. Ἐνῶ προσευχόταν, ἄκουσε μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό : «Ἀρσένιε φεῦγε τοὺς ἀνθρώπους καὶ σώζου». Ἄκουσε λοιπὸν τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ ἔλεγε: « Ἀρσένιε φύγε μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ σωθεῖς». Ἀμέσως, ὁ Ἀρσένιος ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ παλάτι, ἔφθασε στὴν παραλία, ἐκεῖ ἔβγαλε τὰ πλούσια ροῦχα ποὺ φοροῦσε καὶ φόρεσε τὰ ράσα. Κατόπιν, πῆρε τὸ πλοῖο καὶ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐκεῖ κουρεύθει Μοναχός, ρίχνοντας τὶς τρίχες ἀπὸ τὴν κεφαλή του, ἔφυγαν καὶ ὅλες οἱ κοσμικὲς φροντίδες καὶ ἡ ματαιότητα. Φόρεσε τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ὅρος, ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι ἐρημίτες καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε. (Κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους τοῦ Μοναχισμοῦ οἱ Μοναχοὶ αὐτοχειροτονοῦνταν. Ὁ καθένας ποὺ ἤθελε νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ Θεὸ μόνος ἔπαιρνε τὴν ἀπόφαση. Ὅλοι οἱ Ἀναχωρητές, οἱ Ἐρημίτες, οἱ Ἀσκητές, οἱ Ἡσυχαστές, μόνοι τους γινόταν Μοναχοί, ἀφιερωμένοι τοῦ Κυρίου). Ἀργότερα ποὺ δημιουργήθηκαν τὰ Κοινόβια τοῦ χειροτονοῦσαν οἱ Γέροντες.
Κεφάλαιο Β΄
ΦΕΥΓΕ – ΣΙΩΠΑ – ΗΣΥΧΑΖΕ
Ὅταν ἀναχώρησε πρὸς τὴν μοναχικὴ ζωή, προσευχήθηκε πάλι στὸ Θεὸ λέγοντας : «Κύριε, ὁδήγησε μὲ πὼς θὰ σωθῶ» καὶ ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέγει : «Ἀρσένιε, φεῦγε, σιώπα, ἡσύχαζε, γιατί αὐτὲς εἶναι οἱ ρίζες τῆς ἀναμαρτησίας».
Ὁ βασιλεύς, μόλις ἔμαθε ὅτι ἔφυγε κρυφὰ ὁ Ἀρσένιος λυπήθηκε πολὺ καὶ ἔστειλε παντοῦ ἀνθρώπους νὰ τὸν βροῦνε. Ἀλλὰ δὲν τὸν βρήκανε πουθενὰ γιατί ὁ Θεὸς τὸν κάλυψε, τὸν ἔκρυψε καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως περάσανε ἀπὸ μπροστά του καὶ δὲν τὸν εἶδαν.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Θεοδοσίου ἔγινε Αὐτοκράτωρ ὁ Ἀρκάδιος, αὐτὸς ἔμαθε ποὺ βρίσκεται ὁ Ἀρσένιος καὶ τοῦ ἔστειλε γράμμα, χρήματα καὶ δῶρα πολλά, παρακαλώντας τὸν νὰ τὸν συγχωρήσει καὶ νὰ προσεύχεται γι’ αὐτόν. Τοῦ ἔστειλε πάρα πολλὰ χρήματα, ὅλους τους φόρους τῆς Αἰγύπτου, γιὰ νὰ κτίσει Μοναστήρι καὶ νὰ τὰ μοιράσει στοὺς πτωχούς.
Ὁ Ἀρσένιος, φυσικά, δὲν δέχθηκε τίποτα, τὰ ἐπέστρεψε πίσω, λέγοντας ὅτι δὲν εἶναι πρέπον στοὺς Μοναχοὺς νὰ μοιράζουν χρήματα. «Ἐγὼ πέθανα γιὰ τὸν κόσμο καὶ ἕνας πεθαμένος δὲν κάνει καμία πράξη, οὔτε ἐλεημοσύνη». Δὲν ἔγραψε γράμμα στὸν Ἀρκάδιο, ἀλλὰ εἶπε στὸν ἀπεσταλμένο τοῦ βασιλέως : «Πές του πὼς τὸν συγχώρησα καὶ πὼς προσεύχομαι γι’ αὐτόν».
Παρ’ ὅλο ποὺ ὑπῆρξε φιλόσοφος καὶ Μέγας διδάσκαλος καὶ γνώριζε πάρα πολλὰ ἔλεγε : «Τίποτα δὲν γνωρίζω παρὰ μόνον τὸν Ἰησοῦ Χριστό».
Στοὺς Μοναχοὺς ἔλεγε : «Προσέξτε Μοναχοὶ ἀπὸ τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Ὁ διάβολος μὲ τὸ τάχα νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχούς, ἀναγκάζει τὸ Μοναχὸ νὰ μεταχειρίζεται χρήματα. Δὲν ἐπιτρέπεται στὸν Μοναχὸ νὰ μοιράζει χρήματα στοὺς φτωχούς».
Κεφάλαιο Γ΄
ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΡΣΕΝΙΟΥ
Οἱ Ἀσκητὲς συνήθιζαν κάθε Κυριακὴ σὲ ὁλονύχτια ἀγρυπνία. Μόλις μαζεύτηκαν ὅλοι παρακάλεσαν τὸν Ἀρσένιο νὰ τοὺς πεῖ δυὸ λόγια διδακτικά. Ὁ Ὅσιος ἤθελε ν’ ἀποφύγει, ἀλλὰ ἔκανε ὑπακοὴ καὶ τοὺς εἶπε λίγα λόγια : «Ὅσιοι πατέρες, ἀφήσαμε τὸν κόσμο καὶ ἤρθαμε ἐδῶ στὴν ἔρημο γιὰ νὰ σώσουμε ὅ,τι πολύτιμο ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τὴν ψυχή μας. Πρέπει λοιπὸν νὰ φροντίσουμε νὰ καθαρίσουμε τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὰ πάθη. Ἐπειδὴ μᾶς εἶναι εὔκολο νὰ καταπολεμήσουμε τὰ πάθη τοῦ σώματος, ἀλλὰ δύσκολα πολεμοῦμε, τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ ἔδειξαν ἀρετὴ καὶ ἐγκράτεια στὸ σῶμα, μὲ τὴν νηστεία, τὴν ἀγρυπνία, μὲ τὴν κακοπάθεια κατόρθωσαν νὰ νικήσουν τὸ σῶμα καὶ τὰ πάθη του, δηλαδὴ τὴν πορνεία, τὴν ἡδυπάθεια, ἀλλὰ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, δύσκολα νικιοῦνται. Τὰ πάθη τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ νικηθοῦνε χρειάζεται ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πάθη τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ φθόνος, ἡ φιλοδοξία, τὸ μίσος, ἡ κατάκριση, ἡ κενοδοξία, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλαργυρία, οἱ ἀκάθαρτοι λογισμοί, αὐτὰ δύσκολα νικιοῦνται. Γιὰ νὰ καθαρισθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ αὐτὰ χρειάζεται προσευχή, ἀγάπη, ταπείνωση. Ὁ ἄνθρωπος ὅταν ψυχικὰ δὲν εἶναι καθαρὸς εἶναι ἀκάθαρτος καὶ μοιάζει μὲ τὸ χρυσὸ ἐκεῖνο βάζο ποὺ εἶναι γεμάτο ἀκαθαρσία. Πολλοὺς πλανᾶ ὁ σατανᾶς, πολλούς τους συμβουλεύει ν’ ἀφήσουν τὴν ἡσυχία καὶ νὰ κατεβοῦν κάτω στὴν πόλη καὶ νὰ ὠφελήσουν τὸ λαὸ μὲ διδασκαλία. Αὐτοὶ νομίζουν πὼς ἔφθασαν στὴν ἀπάθεια καὶ συνομιλοῦν ἀμέριμνα μὲ γυναῖκες καὶ πέφτουν στὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας καὶ κολάζονται. Ἄλλους ὁ σατανᾶς, τοὺς ἀφήνει ἀνενόχλητους γιὰ νὰ νομίζουν ὅτι ἔφθασαν τὸ τέλειο καὶ πέφτουν στὴν κενοδοξία καὶ κολάζονται».
Ὁ Ὅσιος, εἶχε ἀποκτήσει πείρα γύρω ἀπὸ τὰ τεχνάσματα τῶν δαιμόνων, γιατί πολλὲς φορὲς ἔμπαιναν στὸ κελί του καὶ τὸν ἐνοχλοῦσαν, ὁ Ἀρσένιος ἔδειχνε πὼς δὲν τοῦ φοβόταν ἀλλὰ προσευχόταν στὸ Θεὸ λέγοντας : «Θεὲ μὴν μὲ ἐγκαταλείπεις, κανένα καλὸ δὲν ἔκανα ἐνώπιόν σου, ἀλλὰ δός μου νὰ βάλω ἀρχὴ ἀπὸ τώρα». Ἦταν πολὺ ταπεινός. Φοροῦσε ράσα παλαιὰ καὶ σχισμένα. Ὅποιος τὸν ἔβλεπε, πίστευε πὼς εἶναι ἕνας ἁπλὸς καὶ ἀγράμματος Μοναχός. Ἦταν ἁπλὸς στὸ ντύσιμο καὶ στὴν τροφὴ καὶ χαρούμενος στὸ πρόσωπο.
? ?
Ὁ Ἀρσένιος ἔγινε γνωστὸς σ’ ὁλόκληρη τὴν χώρα καὶ ἐρχόντουσαν πολλοὶ ν’ ἀκούσουν τοὺς λόγους του καὶ νὰ ὠφεληθοῦν. Πῆγε καὶ ὁ ἡγεμὼν τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Πατριάρχης Θεόφιλος. Τὸν χαιρέτησαν καὶ ζήτησαν νὰ ἀκούσουν λόγους γύρω ἀπὸ τὴν σωτηρία καὶ τὴν θέωση, ἐπειδὴ τόσο κόπιασαν ὥσπου νὰ φθάσουν στὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου. Τοὺς ἀπάντησε, λοιπόν, ὁ Ὅσιος : «Ἐὰν σᾶς πῶ κάτι θὰ μ’ ἀκούσετε;», «Ναί», τοῦ ἀπάντησαν. Τότε τοὺς εἶπε ὁ Πάνσοφος : «Ὅπου ἀκούσετε ὅτι βρίσκεται ὁ Ἀρσένιος νὰ φεύγετε μακριά». Ἐκεῖνοι εὐχαριστήθηκαν, δὲν σκανδαλίστηκαν, κατάλαβαν ὅτι δὲν ἤθελε νὰ τοῦ χαλοῦν τὴν ἡσυχία καὶ ἔφυγαν. ( Μὲ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ φανέρωσε καὶ τὸ μυστικό της θεώσεως, δηλαδὴ ἡ θέωση βρίσκεται στὴν ἡσυχία).
? ?
Ἄλλη πάλι φορᾶ, ὁ Πατριάρχης ἔγραψε στὸν Ὅσιο, καὶ τὸν ρωτοῦσε, ἐὰν πήγαινε νὰ τὸν δεῖ θὰ τοῦ ἄνοιγε τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ του ἢ θὰ πήγαινε ἄδικα; Ὁ δὲ Ἀρσένιος τοῦ εἶπε : «Ἐὰν δεχθῶ ἐσάς, πρέπει νὰ δέχομαι ὅλους, καὶ τότε θὰ ἀναγκασθῶ νὰ φύγω μακριὰ γιὰ νὰ μὴν μὲ ἐνοχλεῖτε». Ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Πατριάρχης οὐδέποτε τόλμησε νὰ πάει πιὰ στὸν Ὅσιο.
Κάποιος Μοναχὸς παρακάλεσε τὸν Ὅσιο νὰ τοῦ πεῖ πὼς θὰ σωθεῖ καὶ ὁ Ὅσιος του εἶπε : «Νὰ ἀγωνίζεσαι, ν’ ἀρέσεις στὸ Θεὸ καὶ νὰ προσπαθεῖς νὰ καθαρίσεις τὴν ψυχή σου, γιατί ἂν δὲν καθαρίσεις τὴν ψυχή σου, δὲν θὰ νικήσεις τὰ πάθη τοῦ σώματος, ἂν δὲν νικήσεις τὰ πάθη τῆς ψυχῆς».
? ?
Ἕνας Μοναχὸς ρώτησε τὸν Ὅσιο : «Γιατί μισεῖς τοὺς ἀνθρώπους καὶ μᾶς ἀποφεύγεις»; Καὶ ὁ Μέγας Ἡσυχαστὴς τοῦ ἀπάντησε : «Ὅσιε Μάρκε, ὁ Θεὸς γνωρίζει πόσο σᾶς ἀγαπῶ. Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ χωρισθῶ στὰ δύο. Δηλαδή, νὰ εἶμαι καὶ μαζί σας καὶ μὲ τὸν Θεό. Προτιμῶ νὰ ἀρέσω περισσότερο στὸ Θεὸ παρὰ στοὺς ἀνθρώπους. Ἢ θὰ εἶμαι λοιπὸν μὲ τὸ Θεὸ (δηλαδὴ τὴν Ἡσυχία) ἢ μὲ τοὺς ἀνθρώπους». Ἢ μέσα ἢ ἔξω. (Ἐδῶ βλέπουμε νὰ βάζει τὴν ΗΣΥΧΙΑ πάνω ἀπὸ τὴν ΑΓΑΠΗ). Ὅλοι οἱ Ἄγγελοι ἕναν σκοπὸ ἔχουν νὰ ὑμνοῦν συνεχῶς τὸν Θεό. Οἱ δὲ ἄνθρωποι ἔχουν διάφορες ἐπιθυμίες καὶ δὲν γνωρίζουν τί θέλουν. Ὁ Ἀρσένιος ἀγάπησε τὴν ἡσυχία καὶ στενοχωροῦνταν πολὺ ὅταν ἐρχόταν ἐπισκέπτες, γιατί ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐπικοινωνεῖ διαρκῶς μόνο μὲ τὸ Θεό. (Καὶ σήμερα ἡ παρουσία τῶν κοσμικῶν στὰ Μοναστήρια, ἀποτελεῖ ἐνόχληση ἐπειδὴ ἀφήνουν τὴν προσευχὴ οἱ Μοναχοὶ γιὰ νὰ περιποιηθοῦν τοὺς ἐπισκέπτες. Εἶναι ἐγωϊστικὸ ὅταν ὠφελοῦνται οἱ κοσμικοὶ πνευματικὰ εἰς βάρος τῆς προσευχῆς τῶν Μοναχῶν). Ὁ Ὅσιος ἦταν ἀνώτερός των ἀνθρωπίνων παθῶν καὶ ὑπέμεινε τὴν πείνα, τὴν δίψα ἀλλὰ καὶ τὸν ὕπνο. Πολλὲς νύκτες ἔμεινε ἄϋπνος καὶ προσευχόταν. Κοιμόνταν μία ὥρα λέγοντας στὸν ὕπνο : «Ἔλα, δοῦλε κάκιστε». Ἔλεγε πὼς φθάνει στὸν Μοναχὸ νὰ κοιμηθεῖ μιὰ ὥρα μόνο τὴν νύχτα.
? ?
Ἦρθαν, κάποτε, στὴν Σκήτη (δηλαδὴ στὰ κελιὰ τῶν Ἀσκητῶν) βάρβαροι (κλέφτες). Μόλις τοὺς εἶδαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἔφυγαν γιὰ νὰ μὴν τοὺς σκοτώσουν. Ὁ Ἀρσένιος, καθόλου δὲν φοβήθηκε, ἐπειδὴ καὶ τοὺς δαίμονες ἐξουσίαζε καὶ οἱ ἀσεβεῖς τὸν φοβόντουσαν. Ἔμεινε στὸ κελὶ καὶ εἶπε : «Ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν μὲ προστατεύσει τότε τί τὴν θέλω τὴ ζωή»; Ἔμεινε αμεριμνος καὶ ὁ Θεὸς τὸν σκέπασε καὶ κανεὶς δὲν τὸν εἶδε. Πέρασαν πλησίον του ἀλλὰ αὐτὸς ἔμεινε ἀόρατος.
? ?
Ἦρθε κάποτε ἀπὸ τὴν Ρώμη στὴν Ἀλεξάνδρεια μεγάλη ἀρχόντισσα, μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς συγκλητικῆς, πολὺ πλούσια καὶ κατὰ τὴν ψυχὴ ἐνάρετη. Εἶχε μεγάλο πόθο νὰ δεῖ τὸν Ἀρσένιο καὶ νὰ ἀκούσει λόγια ὠφέλιμα.
Ὁ δὲ Πατριάρχης μόλις τὸ ἔμαθε τὴν ὑποδέχθηκε καὶ τὴν φιλοξένησε. Αὐτὴ παρακάλεσε τὸν Πατριάρχη νὰ τὴν πάει στὸν Ἀρσένιο. Ξεκίνησε ὁ Πατριάρχης μαζὶ μὲ τὴν πλούσια Ρωμαία καὶ πῆγαν στὸ κελὶ τοῦ Ἀρσενίου. Πῆγε πιὸ μπροστὰ ὁ Πατριάρχης καὶ παρακάλεσε τὸν Ὅσιο νὰ τὴν δεχθεῖ, γιατί εἶναι εὐλαβὴς καὶ κόπιασε πάρα πολὺ καὶ ταλαιπωρήθηκε στὴ θάλασσα καὶ στὴν ξηρὰ γιὰ νὰ φθάσει ὡς ἐδῶ. Ὁ Ὅσιος ὅμως, ἀρνήθηκε νὰ τὴν δεχθεῖ καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος ὁ Πατριάρχης. Ἡ γυναίκα ὅμως, δὲν ἔφυγε, περίμενε ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου καὶ μόλις τὸν εἶδε, ἔτρεξε καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν παρακαλοῦσε νὰ τῆς πεῖ σωτήρια λόγια. Ὁ Ἅγιος τὴν σήκωσε καὶ μὲ ὀργὴ τῆς εἶπε : «Ἐὰν ἦρθες ἐδῶ γιὰ νὰ δεῖς τὸ πρόσωπό μου, βλέπε το. Γιατί λοιπὸν διακινδυνεύεις τόσο μακρινὸ ταξίδι γιὰ χάρη μου; Ἢ γιὰ νὰ λὲς στὴν πατρίδα σου, στὶς ἄλλες γυναῖκες πὼς εἶδες τὸν Ἀρσένιο γιὰ νὰ ἔρθουν καὶ αὐτὲς ἐδῶ!».
Ἡ δὲ ἀρχόντισσα ἀπάντησε : «Ἀληθινὰ Ἅγιε Πάτερ, δὲν θὰ ἀφήσω ἄλλη νὰ ἔρθει. Μόνον ἐγὼ ἦρθα, ἐπειδὴ ἔχω πολὺ εὐλάβεια στὴν ἁγιοσύνη σου, γιὰ νὰ μοῦ εὐχηθεῖς καὶ νὰ μὲ μνημονεύεις πάντοτε». Ὁ δὲ Ὅσιος της εἶπε : «Καὶ ἐγὼ θὰ παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ ἐξαφανίσει τὴν θύμησή σου ἀπὸ τὴν καρδιά μου».
Μόλις ἄκουσε αὐτὸ ἡ Ρωμαία, λυπήθηκε πολύ, ταράχθηκε καὶ ἀμέσως ἀρρώστησε. Ὁ Πατριάρχης τὴν παρηγοροῦσε λέγοντας : «Μὴν λυπᾶσαι κυρία, δὲν τὸ εἶπε μὲ μίσος ὁ Ἅγιος, ἀλλὰ γιατί ὁ πονηρὸς σκανδαλίζει τοὺς Ἀσκητές, ὅταν θυμοῦνται γυναῖκες. Γι’ αὐτό σου μίλησε ἔτσι. Νὰ ξέρεις, πὼς θὰ σὲ θυμᾶται στὴν προσευχή του». Ἡ γυναίκα ἡσύχασε, ἔγινε καλὰ καὶ γύρισε στὴν Ρώμη.
(Αὐτὸ μας διδάσκει ὅτι τὰ ἔξω γεγονότα εἶναι τοῦ πονηροῦ, τὰ δημιουργεῖ ὁ νοῦς μας γιὰ νὰ μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ μέσα γιὰ νὰ μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἄνευ σημασίας τὰ ἔξω. Οἱ Ἡσυχαστές, ἀδιαφοροῦσαν γιὰ ὅ,τι συνέβαινε ἔξω γιατί ζοῦσαν μέσα).
? ?
Κάποιος Μοναχός, εἶχε μεγάλη ἐπιθυμία νὰ συνομιλήσει μὲ τὸν Ἀρσένιο. Πῆγε λοιπὸν στοὺς ἄλλους Ἀσκητὲς καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ τοῦ δείξουν τὸν Ἀρσένιο. Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν νὰ περιμένει ὡς τὴν ἄλλη μέρα ποὺ θὰ ἔρθει στὴν σύναξη ὁ Ὅσιος. Ἐκεῖνος δὲν εἶχε ὑπομονή, ἀλλὰ ἔλεγε ὅτι δὲν θὰ ἔτρωγε οὔτε θὰ κοιμόταν ἂν δὲν δεῖ τὸν Ὅσιο. Τότε τὸν συνόδευσε ἕνας Μοναχὸς καὶ κτύπησαν τὴν Πόρτα τοῦ Ὁσίου. Ἐκεῖνος τοὺς ὑποδέχθηκε, τοὺς χαιρέτησε καὶ κάθησαν μὲ σιωπή, καὶ κανεὶς δὲν μίλησε. Πέρασε πολὺ ὥρα μέσα στὴν σιωπή. Ὁ Μοναχὸς εἶπε στὸν ξένο Μοναχό : «Ἐγὼ θὰ ἐπιστρέψω στὸ κελί μου, ἐσὺ μεῖνε ἂν θέλεις». Ἀλλὰ καὶ ὁ ξένος ἔφυγε. Μετὰ πῆγαν καὶ οἱ δύο στὸ κελὶ τοῦ Μωϋσῆ τοῦ Αἰθίοπος. Αὐτὸς τοὺς ὑποδέχθηκε χαρούμενός τους ἔβαλε νὰ φᾶνε καὶ τοὺς εἶπε λόγια ὠφέλιμα. Ὁ ξένος ἔφυγε εὐχαριστημένος. Τότε ὁ Μοναχὸς ρώτησε τὸν ξένο, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δυό του φάνηκε ποιὸ ἐνάρετος. Ὁ ξένος ἀπάντησε : «Ἐκεῖνος ποὺ μὲ φίλευσε». Ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια κάποιος Ἅγιος Γέροντας καὶ παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δείξει ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἔπραξε καλύτερα. Ὁ ἕνας ἀποφεύγει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸ Ὄνομά σου καὶ ὁ ἄλλος τοὺς ἀγκαλιάζει. Καὶ τότε εἶδε σὲ ἔκσταση, δύο βάρκες ποὺ ἔτρεχαν σ’ ἕνα ποταμό. Στὴν μία ἦταν ὁ Ἀρσένιος καὶ ἐπλεε μόνος και ηρεμος καὶ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προστατευόμενος καὶ καθοδηγούμενος. Στὴν ἄλλη, ἦταν ὁ Μωϋσῆς ὁ Αἰθίωψ καὶ τὸν τάϊζαν μὲ μέλι οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι. Αὐτὰ ὅταν εἶδε ὁ Γέροντας, κατάλαβε πὼς καὶ οἱ δύο ἦταν ἀξιοτατοι ἐργάτες τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ σιωπὴ τοῦ Ἀρσενίου ἦταν προτιμότερη ἀπὸ τὴν φιλοξενία τοῦ Μωϋσέως. Καὶ τοῦτο διότι μὲ τὸν Ἀρσένιο ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἐνῶ μὲ τὸν Μωϋσῆ ἦταν οἱ Ἄγγελοί του.
? ?
Ἀρρώστησε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος καὶ ὁ Ἱερεὺς ἔφερε ἕνα πενιχρὸ στρῶμα καὶ ἕνα μαξιλάρι γιὰ νὰ μὴν ταλαιπωρεῖται ὁ ἄρρωστος. Ἦρθε τότε νὰ τὸν δεῖ καὶ ἕνας Γέροντας. Μόλις τὸν εἶδε ἔτσι σκανδαλίστηκε, γιατί οἱ ἀσκητὲς ζοῦσαν σὲ σκληραγωγία καὶ αὐστηρότητα χωρὶς νὰ ἔχουν ἀνέσεις. Ὁ Ἱερεὺς ποὺ τὸ κατάλαβε τὸν ρώτησε, ἰδιαιτέρως :
– Πῶς ζοῦσες στὸν κόσμο Γέροντα προτοῦ γίνεις Μοναχός;
– Ἤμουν βοσκὸς καὶ ὑπέφερα πολύ, ταλαιπώρησα πολύ το σῶμα μου.
– Ποῦ κοιμόσουν;
– Ἔξω στὴν ὕπαιθρο, ἐπάνω στὰ χωράφια καὶ ἔτρωγα ξερὸ ψωμὶ καὶ χόρτα.
– Τώρα περνᾶς καλά;
– Τώρα δόξα τῷ Θεῶ, ἔχω τὸ κελί μου καὶ μαγειρεύω τὸ φαγητό μου καὶ ζῶ ποιὸ ἄνετα ἀπὸ πρῶτα.
– Αὐτὸν ποὺ βλέπεις Γέροντα, ἦταν πολὺ πλούσιος, ζοῦσε σὲ βασιλικὸ παλάτι, ἦταν διδάσκαλος βασιλέων καὶ φοροῦσε πλούσια ἐνδύματα, μαλακὰ στρώματα καὶ εἶχε κάθε σωματικὴ ἀπόλαυση, ποικιλία ἀπὸ φαγητὰ καὶ ποτὰ καὶ πολλοὺς δούλους. Ὅλα αὐτὰ τὰ περιφρόνησε, ἄφησε τὸν κόσμο καὶ ἦρθε ἐδῶ στὴν ἔρημο καὶ ταλαιπωρεῖται πολὺ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἰδοὺ λοιπὸν ἐσὺ ἀναπαύεσαι καὶ ἐκεῖνος ταλαιπωρεῖται. Μόλις τ’ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Γέρων, κατάλαβε τὸ σφάλμα του καὶ ζήτησε συγχώρεση καὶ ἔφυγε.
Ὁ Ὅσιος ἂν καὶ ἦταν πολὺ μορφωμένος ἀπόφευγε γιὰ λόγους ταπεινώσεως νὰ ὁμιλεῖ γύρω ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφές, ἀπέφευγε νὰ πηγαίνει στὶς συγκεντρώσεις τῶν Μοναχῶν, καὶ κατὰ τὶς γιορτὲς ὅταν πήγαινε στὴν ἐκκλησία, κρυβόταν πίσω ἀπὸ μία κολώνα ἢ πήγαινε σὲ μία γωνιὰ γιὰ νὰ μὴν τὸν βλέπουν. Ἀπὸ ἐκεῖ πιὸ εὔκολα ὁ νοῦς τοῦ πετοῦσε κοντὰ στὸ Θεό. Ἀπόφευγε κάθε ἐπίδειξη καὶ φύλαττε τὴν σιωπή. Συχνὰ ἔλεγε στὸν ἑαυτό του : «Ἀρσένιε, γιατί ἦρθες ἐδῶ στὴν ἔρημο καὶ ἀπαρνήθηκες τὸν κόσμο, φυσικὰ γιὰ νὰ ἀρέσεις στὸ Θεό. Λοιπόν, φρόντιζε νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ ἀρέσει στὸ Θεό».
? ?
Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε : «Ὅσες φορὲς μίλησα μετανόησα, ὅσες φορὲς σιώπησα δὲν μετανόησα ποτέ».
Ὁ Ἀρσένιος, ἔκανε μεγάλη ἄσκηση στὴν νηστεία, στὴν ἀγρυπνία καὶ στὴν ταλαιπωρία τοῦ σώματος. Ὅταν προσευχόταν, ἄρχιζε τὴν προσευχή του μὲ τὴν δύση τοῦ ἡλίου καὶ τελείωνε τὴν προσευχή του μὲ τὴν ἀνατολή. Ἀκούραστος ὅλη τὴν νύχτα προσευχόταν. Εἶχε πάντα το πένθος γι’ αὐτὸ συνέχεια τὰ μάτια τοῦ ἦταν δακρυσμένα. Αὐτὸ μόλις εἶδε ὁ Ἀββᾶς Ποιμὴν τοῦ εἶπε : «Μακάριος εἶσαι Ἀρσένιε, γιατί ἔκλαψες ἀρκετὰ στὴν ζωὴ τούτη. Ἔτσι, στὴν ἄλλη ζωὴ θὰ χαίρεσαι παντοτινὰ καὶ δὲν θὰ πενθήσεις οὔτε θὰ κλάψεις ποτέ». Γιατί αὐτὸς ποὺ δὲν κλαίει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐδῶ, θὰ κλάψει ἐκεῖ αἰωνίως.
Καὶ ὁ Πατριάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος, ὅταν πέθανε ὁ Ἀρσένιος εἶπε : «Μακάριος εἶσαι ἐσὺ Ἀρσένιε γιατί θυμόσουν πάντοτε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου».
? ?
Κάποτε περνοῦσε ἕνα ποταμὸ ὁ Ὅσιος καὶ καθὼς περνοῦσε μιὰ ἀραπίνα, κράτησε τὸ ράσο του καὶ τὸ τράβηξε. Ὁ Ὅσιος, θύμωσε καὶ τὴν ἔβρισε. Ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε : «Δὲν σοῦ πρέπει νὰ ὀργίζεσαι Ἀρσένιε, τόσο εὔκολα, ἀλλὰ ἂν εἶσαι Μοναχὸς νὰ μένεις στὸ κελί σου». Καὶ ὁ Ἀρσένιος εἶπε στὸν ἑαυτὸ τοῦ αὐστηρά : «Ἀκοῦς Ἀρσένιε, ἐὰν εἶσαι Μοναχὸς πήγαινε στὸ Ὅρος».
Ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Ἀρσένιος, ἐὰν ζητήσουμε τὸ Θεό, θὰ μᾶς φανερωθεῖ καὶ ἐὰν τὸν κρατήσουμε θὰ μείνει σ’ ἐμᾶς.
Κάποτε ἕνας Μοναχός, ρώτησε τὸν Ἀββᾶ Ἀρσένιο.
– Ἀββᾶ μου, οἱ λογισμοί μου μοῦ λέγουν, ἀφοῦ δὲν μπορεῖς νηστεύεις οὔτε νὰ ἐργασθεῖς, πήγαινε νὰ ἐπισκέπτεσαι στὴν λαύρα τοὺς ἀσθενεῖς Μοναχοὺς καὶ νὰ τοὺς βοηθᾶς ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι ἀγάπη.
Ὁ δὲ Ἀρσένιος, τοῦ ἀπάντησε :
– Πήγαινε, τρῶγε, πίνε, κοιμήσου, ὅσο θέλεις, μὴν ἐργάζεσαι, ἀλλὰ νὰ μένεις στὸ κελί σου, αὐτὸ εἶναι Μοναχός.
( Μὲ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ τοῦ Πανσόφου Ἀββᾶ Ἀρσενίου φανερώνεται ὅτι ἡ ἡσυχία εἶναι καὶ ὑπεράνω της ἀγάπης. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ μὲ τὴν ἀγάπη κατορθώνεται ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ συνεχὴς ἕνωση, ὁ Ἡσυχαστὴς εἶναι καὶ ὑπεράνω του ἐραστοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ γράφων τὸ βιβλίο τοῦτο, εἶναι ἐραστὴς καὶ προσπαθεῖ νὰ γίνει Ἡσυχαστὴς ).
Κάποτε, ἦλθαν Μοναχοὶ στὸν Ἀββᾶ Ἀρσένιο καὶ πολὺ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς ἀνοίξει. Αὐτὸς τοὺς δέχθηκε καὶ τὸν ρώτησαν, νὰ τοὺς πεῖ, «γιατί οἱ Ἡσυχαστὲς δὲν δέχονται κανέναν». Ὁ Ἀρσένιος, ἀπάντησε : «Ὅταν ἡ Παρθένος εἶναι στὸ σπίτι τοῦ πατρός της, πολλοὶ θέλουν νὰ τὴν μνηστευθοῦν. Ὅταν ὅμως πάρει ἄνδρα, τότε δὲν ἀρέσει σ’ ὅλους. Ἄλλοι μὲν τὴν περιφρονοῦν, ἄλλοι δὲν τὴν ἐπαινοῦν καὶ δὲν βρίσκει τόση ἐκτίμηση ὅσο πρὶν ποὺ ἦταν κρυμμένη. Ἔτσι, καὶ μὲ τὴν ψυχή, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ φύγει ἀπὸ τὴν σιωπὴ καὶ ἡσυχία καὶ ἀρχίσει ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἀνθρώπους, τότε δὲν ἀρέσει σ’ ὅλους καὶ ἀπὸ τὸ Θεὸ χάνει τὴν τιμή».
? ?
Κάποτε ρώτησαν τὸν Ἀρσένιο, τί γνώμη ἔχει γιὰ τοὺς μοναχοὺς ποὺ ταξιδεύουν σὲ ξένη πόλη. Καὶ ὁ Ἀρσένιος εἶπε : «Ἐὰν ταξιδεύεις σὲ ξένη χώρα, πρόσεξε ν’ ἀποφύγεις σύναψη γνωριμίας, μὴν ἀποκτήσεις θάρρος μὲ κανένα, οὔτε νὰ ἐξοικειωθεῖς μὲ κανένα, ἐὰν θέλεις νὰ ὠφεληθεῖς. Δηλαδή, νὰ μείνεις ξένος».
? ?
Ὁ Ἀρσένιος, ἀγάπησε μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ τὴν ἡσυχία καὶ στενοχωρούταν ὅταν ἐρχόταν ἐπισκέπτες, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐπικοινωνεῖ, διαρκῶς μετὰ τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο τὸ κελὶ τοῦ ἀπεῖχε ἀπὸ τὰ κελιὰ τῶν ἄλλων, περισσότερο ἀπὸ τριάντα μίλια.
? ?
Ἄλλοτε πάλι, ὁ Μέγας Ἀρσένιος, εἶδε νὰ ἔρχεται κάποιος Μοναχὸς ἐπισκέπτης, ἀμέσως ἄρχισε νὰ τὸν πετροβολᾶ. Ἔτσι, τὸν ἀπομάκρυνε, τὸ ἔκανε αὐτὸ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν συναναστροφὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἔχει ἡσυχία, ἐπειδὴ ἔτσι, βιώνεται ὁ Θεός.
? ?
Ἔλεγε ὁ Ἀρσένιος νὰ μὴν ἀφήνουν οἱ Μοναχοὶ τὴν ἡσυχία καὶ νὰ μετακινοῦνται, διότι συναναστρέφονται μὲ ὅσους δὲν θέλουν καὶ πολλὲς φορὲς βλέπουν καὶ ἀκοῦν ὅ,τι δὲν πρέπει.
? ?
Ὁ Ἀββᾶς Ἀρσένιος καὶ ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος ποὺ ἀσκήτευαν στὴν Φέρμη, μισοῦσαν πολὺ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, περισσότερο ἀπ’ ὅλους τους ἄλλους. Γιὰ ν’ ἀποφύγει ὁ Ἀρσένιος τὴν δόξα, δὲν συναντοῦσε εὔκολα ἄνθρωπο. Ὁ δὲ Ἀββᾶς Θεόδωρος, δὲν ἀπέφευγε τὴν συνάντηση τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν συναντοῦσε ἀνθρώπους καὶ συζητοῦσε μαζί τους ἦταν τόσο ἀπότομος κατὰ τὴν ὁμιλία, ποὺ δὲν προκαλοῦσε τὴν συμπάθεια τῶν ἀνθρώπων, γινόταν ἀντιπαθητικός.
Ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Δανιὴλ ὅτι μερικοὶ Μοναχοὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πᾶνε στὴν Θηβαΐδα γιὰ λινάρια εἶπαν : «Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτή, ἃς δοῦμε καὶ τὸν σοφὸ Ἀρσένιο».
Πῆγε στὸν Ὅσιο ὁ Ἀββᾶς Ἀλέξανδρος καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια θέλουν νὰ τὸν δοῦν.
Τοῦ εἶπε ὁ Γέρων : «Μάθε πρῶτα γιὰ ποιὸ λόγο ἔχουν ἔρθει». Ἀφοῦ ἔμαθε, εἶπε πάλι στὸν Ὅσιο : «Πηγαίνουν στὴν Θηβαΐδα γιὰ λινάρια». Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ὅσιος : «Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, δὲν βλέπουν τὸ πρόσωπό του Ἀρσενίου, γιατί δὲν ἦρθαν γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ τὴν δουλειά τους. Ἀνάπαυσέ τους καὶ ἀπόλυσέ τους εἰρηνικὰ λέγοντας ὅτι ὁ Ἀρσένιος δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς συναντήσει».
? ?
Ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Δανιὴλ γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ἀρσένιο, ὅτι ἀγρυπνοῦσε συνεχῶς ὅλη τὴν νύκτα καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κοιμηθεῖ, ἔλεγε στὸν ὕπνο : «Ἐμπρὸς κακὲ δοῦλε». Λίγο κοιμόταν καὶ ἀμέσως ξυπνοῦσε. Ἔλεγε γιὰ τὸν ὕπνο : «Ἀρκετὸ εἶναι στὸν Μοναχὸ νὰ κοιμᾶται μιὰ ὥρα, ἂν εἶναι ἀγωνιστής».
? ?
Κάποιος Μοναχός, πῆγε στὸ κελὶ τοῦ Ἀρσενίου στὴν σκήτη, κοίταξε ἀπὸ τὴν θυρίδα καὶ βλέπει τὸν Γέροντα, ὁλόκληρο σὰν φλόγα. Ἦταν δὲ ἄξιος νὰ δεῖ ὁ Μοναχὸς ὅτι ὁ Ἀρσένιος εἶχε γίνει Πυρ (εἶχε ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό). Μόλις κτύπησε τὴν πόρτα, βγῆκε ὁ Ὅσιος καὶ βλέπει τὸν Μοναχὸ ἔκθαμβο. Τὸν ρώτησε : «Ἔχεις πολλὴ ὥρα ποῦ κτυπᾶς; Μήπως εἶδες τίποτα ἐδῶ»; Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε, ὄχι.
Ἦρθε κάποιος Ἀββᾶς στὸν Ἀρσένιο καὶ τοῦ χτύπησε τὴν πόρτα. Ἄνοιξε ὁ Ὅσιος, νομίζοντας ὅτι εἶναι ὁ ὑποτακτικός του. Μόλις εἶδε ὅτι ἦταν ἄλλος ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο κάτω. Ἐκεῖνος τοῦ λέγει : «Σήκω Ἀρσένιε νὰ σὲ ἀσπασθῶ». Ὁ Ἀρσένιος τοῦ ἀπάντησε : «Δὲν σηκώνομαι ἂν δὲν φύγεις». Τὸν παρακάλεσε πολλὴ ὥρα. Δὲν σηκώθηκε. Μόλις ἔφυγε, τότε σηκώθηκε ὁ Ὅσιος.
Κεφάλαιο Δ΄
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ
Ὁ Ἀρσένιος, εἶχε δώσει ἐντολὴ στοὺς μαθητές του νὰ μὴν γράψουν τὴν βιογραφία του, γιατί πάντοτε ἔκρυβε τὶς ἀρετές του, γιὰ ν’ ἀποφεύγει τὴν μάταιη δόξα τοῦ κόσμου καὶ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, κι αὐτὸ γιατί ὑπῆρξε ποῦ ταπεινόφρων. Ὅταν πλησίαζε τὸ τέλος τοῦ οἱ μαθητὲς τοῦ ἄρχισα νὰ θρηνοῦν ἀπαρηγόρητα, ὁ Ἀρσένιος τοὺς εἶπε : «Μὴν λυπόσαστε, Μοναχοί, σᾶς δίνω μιὰ παραγγελία, ἂν δὲν τὴν ἐκτελέσετε δὲν θὰ σᾶς τὸ συγχωρήσω ποτέ. Νὰ μὴν τολμήσει κανεὶς νὰ δώσει, ἔστω καὶ τὸ πιὸ μικρὸ μέρος ἀπὸ τὸ λείψανό μου. Ἂν τὸ κάνετε, θὰ ζητήσω ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σᾶς τιμωρήσει».
Καὶ τότε τὸν ρώτησα οἱ μαθητές του :
– Τί νὰ τὸ κάνουμε τὸ λείψανό σου;
Ὁ Ὅσιος τους ἀπάντησε : «Νὰ δέσετε ἕνα σχοινὶ στὸ πόδι μου νὰ τὸ σύρετε μέχρι τὸ βουνὸ καὶ νὰ τὸ ρίξετε στὸ γκρεμό, γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ ἄνθρωπος νὰ τὸ πλησιάσει».
Δὲν ἤθελε ὁ Ἅγιος τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, οὔτε μετὰ τὸν θάνατό του, γιὰ νὰ μὴν γίνει ἐμπόδιο αὐτὸ στὴν αἰώνια δόξα, γιὰ νὰ μὴν ἐλαττωθεῖ ἡ αἰώνια δόξα ποὺ τοῦ ἑτοίμαζε ὁ Κύριος ποὺ τόσο πολὺ τὸν ἀγάπησε στὴν ζωή του. Ὅ,τι στερεῖσαι ἐδῶ, τὸ ἀπολαμβάνεις ἐκεῖ καὶ ὅ,τι ἀπολαμβάνεις ἐδῶ το στερεῖσαι ἐκεῖ. Ὅταν ἀγαπᾶς τὸν Θεὸ ἐδῶ θὰ σ’ ἀγαπήσει καὶ Ἐκεῖνος ἐκεῖ. Ὁ Ἀρσένιος, ὑπῆρξε φλογερὸς ἐραστὴς τῆς Ἡσυχίας (τοῦ Θεοῦ).
Ὅταν ἀναχώρησε πρὸς τὸν Κύριο, ἦταν ἡλικίας 120 χρονῶν. Στὴν ἔρημο, ἔζησε 55 χρόνια. Ὅταν εἶχε φύγει ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, ἦταν 65 ἐτῶν. Σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ δὲν ἀρρώστησε ποτὲ βαριά, δὲν ἔχασε τὸ φῶς του, οὔτε κανένα μέλος τοῦ σώματος δὲν ἐξασθένησε, ἦταν ὑγιέστατος, γιατί ἦταν πολὺ ἐγκρατής.
Τὸ λείψανό του, οἱ μαθητὲς τοῦ τὸ ἔκρυψαν σὲ μέρος κρυφὸ γιὰ νὰ μὴν βρεθεῖ ποτὲ ἀφοῦ πρῶτα το ἔψαλλαν. Ὅλα ἔγιναν ὅπως τὸ εἶχε ζητήσει ὁ Ὅσιος. Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ἀγωνίσθηκε ἀνδρεία καὶ νίκησε τοὺς τρεῖς μεγάλους ἐχθρούς, τὸν κόσμο, τὴν σάρκα καὶ τὸν διάβολο. Τὰ 55 χρόνια της ἀσκητικῆς ζωῆς τοῦ τὰ ἔζησε μὲ λιτότητα, μὲ σιωπή, μὲ ταπείνωση, μὲ ἐγκράτεια καὶ μὲ τέλεια ἀπάρνηση τοῦ κόσμου, τοῦ σώματός του καὶ μὲ τὴν ἐνθύμηση πάντοτε τοῦ θανάτου.
Δὲν ἤθελε νὰ ἀρέσει στοὺς ἀνθρώπους, παρὰ μόνον στὸν Θεό, ποὺ τόσο πολὺ ἀγάπησε στὴ ζωή του, καὶ συνεχῶς ζοῦσε μέσα στὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς μέσα σ’ Αὐτόν. Αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ Ὅσιος, Ἀββᾶς Ἀρσένιος ὁ Μέγας, Ἡσυχαστὴς καὶ Φιλόσοφος.
Τὰ στοιχεῖα τῆς βιογραφίας του, ἔχουν μαζευτεῖ ἀπὸ διάφορες πηγὲς ποὺ ἔγραψαν ἄλλοι Μοναχοί, γιατί οἱ μαθητές του δὲν ἔγραψαν τίποτα ὅπως τὸ εἶχε ζητήσει ὁ Ὅσιος. Δὲν ἔχουμε τίποτα ἀπὸ τὴν διδασκαλία του, ἔχουμε ὅμως διδασκαλία τὴ ζωή του. Μὲ τὴν ζωὴ τοῦ μᾶς δίδαξε τὴν Ἡσυχία καὶ τὴν Σιωπή. Ποῦ ἀπὸ αὐτὰ τὰ δυὸ τίποτα ἀνώτερο δὲν ὑπάρχει. Τὴν μνήμη τοῦ γιορτάζουμε στὶς 8 Μαΐου.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Τῶν τερπῶν ἀπανέστης ἐμφρόνως Ὅσιε, χρηματισθεῖς οὐρανόθεν ὡς Ἀβραὰμ ὁ κλεινὸς καὶ Ἀγγέλων μιμητὴς ὤφθης τῷ βίω σου, λόγω ἐμπρέπων πρακτικῶ καὶ σοφία ἀληθεῖ, Ἀρσένιε Θεοφόρε. Καὶ νῦν ἀπαύτως δυσώπει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ὡς ἐκ τῆς Σοφίας ἐνθεώτατον θεράποντα, καὶ ἡσυχίας ὁδηγὸν καὶ θεῖον γνώμονα, εὐφημοῦμεν σὲ οἱ δοῦλοι σου Θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς θείας κοινωνὸς μακαριότατος, ἐκ παντίων ἠμᾶς λύτρωσαι κακώσεων, ἴνα κράξωμεν, χαίροις Πάτερ Ἀρσένιε.
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ
Χαίροις τῆς Σοφίας λύχνος λαμπρὸς καὶ τῆς Ἡσυχίας φοῖνιξ ὄντως ὁ εὐθαλής, ὁ πράξεσι θείαις, κομῶν καὶ θεωρίαις, Ἀρσένιε παμμάκαρ, Ὁσίων καύχημα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αὐτὴ ἦταν ἡ ζωὴ τοῦ Μεγάλου Ἡσυχαστῆ ποὺ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ μαθαίνουμε τὴ διδασκαλία του, τί πίστεψε ὁ Μέγας Ἀρσένιος, ποιὰ ὁδὸ Σωτηρίας ἀκολούθησε, πὼς ἔφθασε στὴν ἕνωση καὶ συνάντησε τὸ Θεό. Στὴν ἕνωση ἔφθασε μὲ τὶς τρεῖς ἀνώτατες ἀρετές : ΗΣΥΧΙΑ – ΣΙΩΠΗ – ΑΠΑΘΕΙΑ .Ὁ Ἀρσένιος ὑπῆρξε γνήσιος καὶ ἀληθινὸς Μοναχός.
«Ὁ Μοναχὸς εἶναι σῶμα ἁγνό, νοῦς καθαρὸς καὶ ἀδιάκοπη θύμηση τοῦ Θεοῦ» (Εὐεργ. Β΄ τόμ. σέλ. 552).
«Ὁ ἀπαθὴς βρίσκεται μέσα στὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς μέσα στὸν ἀπαθῆ» (Εὐεργ. Δ΄ τόμ. σέλ. 377, ΑΒ. Ἠσαϊου).
«Ὅταν ἀδιαφορεῖς γιὰ τὶς ταλαιπωρίες, τὰ βάσανα, τὶς ἀσθένειες βρίσκεσαι στὴν ἀπάθεια» (Ἄγ. Διαδόχου, Εὐεργ. Γ΄ τόμ. σέλ. 222).
«Ἡ θεωρία τῶν κοσμικῶν βλάπτει τοὺς Μοναχοὺς» (Ἰσαὰκ Σύρος, σέλ. 455, ἔκδ. Ρηγοπούλου).
«Ἡ σιωπὴ εἶναι τὸ Μυστήριο τοῦ Μέλλοντος αἰῶνος, ὁ λόγος τὸ ὄργανο τοῦ κόσμου» (Ἰσαὰκ Σύρος, σέλ. 450).
«Νὰ γνωρίσετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀπάθεια» (Κλίμ. Ἰωάν., σέλ. 373, ἔκδ. Παρακλήτου).
«Ὁ Μοναχισμὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου» (Ὀρθόδοξος Πνευματικότης, σέλ. 29).
«Ὡς Μοναχὸς ν’ ἀποφεύγεις κάθε ψέμα, ἂν ποθεῖς νὰ προσευχηθεῖς, ἀλλιῶς ἄδικα ἔχεις τὸ Σχῆμα τοῦ Μοναχοῦ δὲν σοῦ ταιριάζει». Ὕψος Νοητοῦ (Νείλου Ἀσκητοῦ, σέλ. 265).
Αὐτὰ ὁμολογοῦν ὅλοι οἱ Μεγάλοι Ἀσκητὲς καὶ ἀληθινοὶ Μοναχοί. Ἐπειδὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ΑΛΗΘΕΙΑ, ὁ Θεὸς εἶναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Ἡ οὐσία τοῦ Διαβόλου εἶναι τὸ ΨΕΜΑ. Ὅταν λέγεις ψέματα, πυκνώνεις, σκοτεινιάζεις γίνεσαι σκότος, γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπαράδεκτο ὁ Μοναχὸς νὰ λέγει ψέματα ἐπειδὴ ὁ Μοναχὸς εἶναι Φῶς, εἶναι Ἄγγελος.
ΑΜΗΝ
Διδασκαλία καὶ παραίνεση Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ Μεγάλου