ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος ἀνήκει στὴ χορεία τῶν μεγαλομαρτύρων καὶ εἶναι ἀπὸ τοὺς λαοφιλεστέρους Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ τᾶς ἀρχὰς τοῦ 4ου ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ.

Η ἐποχὴ τοῦ ὑπῆρξε ἐποχὴ σκληρῶν διωγμῶν καὶ ἐξοντωτικῶν κατὰ τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Ὁ Γεώργιος εἶχε μεγάλο ἀξίωμα. Ἦτο κόμης καὶ διακρινόταν σ’ ὅλες τὶς στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις γιὰ τὴν γενναιότητά του καὶ τὴν ἀνδρεία του.

Παρ’ ὅλη τη δόξα ὅμως καὶ τὶς τιμὲς δὲν ἀρνήθηκε νὰ θυσιάση τὰ πάντα καὶ νὰ ὁμολογήση μὲ παρρησία ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ πολλῶν ἀρχόντων τὴν χριστιανική του πίστιν. Ὑπέμεινε βασανιστήρια πολλὰ καὶ φρικτὰ ποὺ στὸ τέλος τὸν ἀνέδειξαν Μεγαλομάρτυρα.

Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὄχι μόνον αὐτὰ ποὺ ἀναφέρονται στὸ μικρὸ αὐτὸ φυλλάδιο, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ πάντοτε καὶ σήμερα ἐκτελεῖ σ’ ὅσους προσφεύγουν μὲ πίστι στὶς πρεσβεῖες του. Πολλοὶ ναοὶ τιμῶνται ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, δεῖγμα κι’ αὐτὸ τῆς ἀγάπης τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν Ἅγιον, καὶ πολλοὶ φέρουν τὸ ὄνομά του. Δεῖγμα τιμῆς ἀπὸ μέρους μας πρὸς τὸν Ἅγιον, ἀγαπητὲ ἀναγνώστα, εἶναι βέβαια καὶ ὁ ἑορτασμὸς τῆς μνήμης του καὶ αἳ πανηγύρεις, ἀλλὰ πιὸ μεγάλο δεῖγμα τιμῆς εἶναι ἡ μίμησις τῆς ἁγίας ζωῆς του, γιατί «τιμὴ μάρτυρος» εἶναι ἡ «μίμησις μάρτυρος». Μίμησις τῆς ὁμολογίας, τῆς μαρτυρικῆς, τῆς ἁγίας ζωῆς του.

Ὁμολογητὴς ὁ κόμης Γεώργιος

Ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, καὶ ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα σὲ ἡλικίαν δέκα ἐτῶν. Ἡ μητέρα του τὸν ἔφερε μαζί της στὴν Παλαιστίνη ὅπου ἦταν ἡ Πατρίδα της καὶ εἶχε καὶ τὰ κτήματά της. Ὁ Γεώργιος καίτοι νεαρὸς κατατάχθηκε στὸ στρατό, ὅπου μάλιστα προήχθη σὲ μεγάλα ἀξιώματα, ὥστε νὰ παίρνη μέρος καὶ στὶς συνελεύσεις τῶν ἀνωτάτων ἀξιωματούχων τοῦ Κράτους. Ὁ Διοκλητιανὸς τὸν ἐκτιμοῦσε πολύ.

Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου μέχρι τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀνέλαβε τὸν θρόνον ὁ Διοκλητιανός, τὸ 284 μ. Χ., ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἐπειδὴ εἶχεν εἰρήνη αὐξήθηκε πάρα πολύ. Οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν πάρει πολλὲς δημόσιες θέσεις, εἶχαν κτίσει πολλοὺς καὶ μεγάλους ναούς, εἶχαν κτίσει σχολεῖα καὶ εἶχαν ὀργανώσει καὶ τὴν διοίκηση καὶ τὴν διαχείρισι τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῆς Φιλανθρωπίας.

Ὁ Διοκλητιανὸς ὅταν ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του ἐργάσθηκε στὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν ὀργάνωσι τοῦ ἀχανοῦς Κράτους του. Προσέλαβε στρατηγοὺς ὡς βοηθούς του καὶ τοὺς ὠνόμασε αὐτοκράτορας καὶ Καίσαρας καὶ ἀφοῦ ἐπέτυχε νὰ ὑποτάξη τοὺς ἐχθρούς του Κράτους του, καὶ νὰ σταθεροποιήση τὰ σύνορά του, στράφηκε στὰ ἐσωτερικὰ ζητήματα. Δυστυχῶς στράφηκε ἐναντίον τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας γιὰ ν’ ἀνορθώση τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ θεοποιήση τὴν ἰδέα τοῦ αὐτοκράτορος. Γί΄ αὐτὸ λοιπὸν τὸν λόγον ἐκάλεσε τοὺς βοηθοὺς τοῦ Καίσαρα τὸ 303 μ. Χ. καὶ τοὺς στρατηγοὺς στὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους σὲ τρεῖς γενικὲς συγκεντρώσεις. Μεταξὺ τοὺς βρισκόταν καὶ ὁ Γεώργιος ποὺ διακρίθηκε πολλὲς φορὲς στοὺς πολέμους.

Συγκεντρώθηκαν λοιπὸν ὅλοι, γιὰ νὰ πάρουν ἀποφάσεις γιὰ τὴν ἐξόντωσι καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Πρῶτος ἐμίλησε ὁ Διοκλητιανὸς καὶ ἐπέβαλε σ’ ὅλους ν’ ἀναλάβουν τὸν ἐξοντωτικὸ ἀγώνα ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὅλοι ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ καταβάλουν κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ ἐξαλείψουν τὴν Χριστιανικὴ θρησκεία ἀπὸ τὸ Ρωμαϊκὸ Κράτος. Τότε ὁ γενναῖος Γεώργιος στάθηκε στὸν μέσον του συνεδρίου καὶ εἶπε: Γιατί, βασιλεῦ καὶ ἄρχοντες, θέλετε νὰ χύσετε αἷμα δίκαιον καὶ ἅγιον καὶ νὰ ἐξαναγκάσετε τοὺς χριστιανοὺς νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα; Καὶ διεκήρυξε τὴν ἀλήθεια τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας καὶ τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ.

Μόλις ἐτελείωσε, συγχύσθηκαν ὅλοι μὲ τὴν ὁμολογία τοῦ αὐτή, καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ μετανοήση γιὰ ὅσα εἶπε γιὰ νὰ καταπραϋνθῆ καὶ ὁ Διοκλητιανός. Ἀλλὰ ὁ Γεώργιος ἦταν σταθερὸς καὶ μὲ θάρρος διεκήρυττε τὴν χριστιανικὴν πίστιν του.

Στὴ φυλακή. Βασανιστήρια

Ὠργισμένος ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τὸν κλείσουν στὴν φυλακὴ καὶ νὰ τοῦ περισφίξουν τὰ πόδια τοῦ στὸ ξύλο καὶ πάνω στὸ στῆθος του νὰ τοῦ βάλουν μεγάλη καὶ βαρειὰ πέτρα, ἀφοῦ τὸν ξαπλώσουν ἀνάσκελα.

Τὸ ἄλλο πρωὶ ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τοῦ παρουσιάσουν τὸν Γεώργιον, γιὰ νὰ τὸν ἀνακρίνη. Καὶ πάλιν ὁ Γεώργιος ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν ὁμολογία του, καὶ παρ’ ὅλες τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανός, διεκήρυττε τὴν πίστι του καὶ μιλοῦσε γιὰ τοὺς οὐράνιους θησαυρούς. Τότε, ἀφοῦ ὠργίσθηκε ὁ Διοκλητιανός, διέταξε τοὺς δημίους νὰ δέσουν τὸν Ἅγιον σ’ ἕνα μεγάλον τροχὸν γιὰ νὰ κομματιασθῆ τὸ σῶμα του. Μάλιστα εἰρωνεύθηκε τὴν ἀνδρεία τοῦ Ἄγ. καὶ τὸν κάλεσε νὰ προσκυνήση τὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος εὐχαρίστησε τὸν Θεὸν ποὺ τὸν ἀξίωνε νὰ δοκιμασθῆ καὶ δέχθηκε μὲ εὐχαρίστησι νὰ ὑποστῆ τὸ φοβερὸ αὐτὸ μαρτύριο, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ κομματιαζόταν σὲ μικρὰ καὶ λεπτὰ κομμάτια ὁλόκληρο τὸ σῶμα του, ἐπειδὴ γύρω – γύρω ἀπὸ τὸν τροχὸν ὑπῆρχαν μπηγμένα κοφτερὰ σίδερα, ποὺ ἔμοιαζαν μὲ μαχαίρια. Πράγματι μόλις ὁ τροχὸς κινήθηκε, τὰ κοφτερὰ σίδερα ἄρχισαν νὰ κόβουν τὸ σῶμα του. Τότε ἀκούσθηκε μία φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ποὺ ἔλεγε: «Μὴ φοβᾶσαι Γεώργιε, γιατί ἐγὼ εἶμαι μαζί σου» καὶ ἀμέσως ἕνας ἄγγελος ἐλευθέρωσε τὸν ἅγιον, ἀφοῦ τὸν ἔλυσε ἀπὸ τὸν τροχὸν καὶ θεράπευσε ὅλο τὸ καταπληγωμένο σῶμα του.

Ὁ Γεώργιος ἀφοῦ ἀπέκτησε τὸ θαυμάσιο παράστημά του καὶ μὲ ἀγγελικὴν ὄψι παρουσιάστηκε στὸ Διοκλητιανὸ ποὺ μὲ ἄλλους εἶχε πάει νὰ κάνη θυσία. Μόλις τὸν εἶδαν, ἔμειναν ὅλοι ἔκθαμβοι καὶ ἀπορημένοι. Μάλιστα μερικοὶ ἰσχυρίζοντο ὅτι εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει, καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι φάντασμα. Ὅπως ἐσχολίαζαν τὸ γεγονὸς ἐμφανίσθηκαν μπροστὰ στὸ βασιλιὰ δυὸ ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικούς του, ὁ Πρωτολεῶν καὶ ὁ Ἀνατόλιος μὲ χίλιους στρατιῶτες καὶ ὠμολόγησαν τὴν πίστι τους στὸν Χριστό. Ὁ Διοκλητιανὸς θύμωσε τόσο ποὺ ἔγινε ἔξαλλος καὶ διέταξε νὰ τοὺς σκοτώσουν, πράγμα ποὺ ἔγινε.

Ἔπειτα διέταξε νὰ γεμίσουν ἀμέσως ἕνα λάκκον μὲ ἀσβέστη καὶ νερὸ καὶ νὰ ρίξουν μέσα τὸν Γεώργιον καὶ νὰ τὸν ἀφήσουν τρεῖς ἡμέρες καὶ τρεῖς νύκτες, ἔτσι ποὺ νὰ διαλυθοῦν καὶ αὐτὰ τὰ κόκκαλά του.

Οἱ δήμιοι πράγματι ἔρριξαν τὸν Ἅγιο στὸ ζεματιστὸ ἀσβέστη καὶ ἔκλεισαν καὶ τὸ στόμιο τοῦ λάκκου. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ὁ Διοκλητιανὸς ἔστειλε στρατιῶτες ν’ ἀνοίξουν τὸν λάκκο, ὅποτε βρῆκαν τὸν Ἅγιον Γεώργιον ὄρθιον μέσα στὸν ἀσβέστη καὶ προσευχόταν. Τὸ γεγονὸς ἐντυπωσίασε καὶ προκάλεσε θαυμασμὸ καὶ ἐνθουσιασμὸ στὸ λαὸ ποὺ ἐφώναζε ὅτι «ὁ Θεὸς τοῦ Γεωργίου εἶναι Μεγάλος». Καὶ ὁ Διοκλητιανὸς ζήτησε ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν Γεώργιον, ποὺ ἔμαθε τὶς μαντικὲς τέχνες καὶ πὼς τὶς χρησιμοποιεῖ. Ὁ Γεώργιος τότε τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἦταν τὰ γεγονότα ἀποτελέσματα τῆς Θείας Χάριτος καὶ Δυνάμεως καὶ ὄχι ἔργα μαγείας καὶ γοητείας.

Ὁ Διοκλητιανὸς ὠργισμένος διέταξε νὰ τοῦ φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια μὲ σιδερένια καρφιὰ καὶ νὰ τὸν ἐξαναγκάζουν νὰ περιπατῆ. Καὶ ὁ ἅγιος προσευχόταν καὶ περιπατοῦσε χωρὶς νὰ πάθη τίποτα. Πάλιν διέταξε νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ σκέφθηκε νὰ συγκαλέση τοὺς ἄρχοντες, γιὰ νὰ συσκεφθοῦν τί ἔπρεπε νὰ κάμουν στὸν Γεώργιον. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔδειραν τόσον πολὺ μὲ μαστίγια καὶ κατεπλήγωσαν ὁλόκληρο τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου, τὸν παρουσίασαν στὸν Διοκλητιανό, ὁ ὁποῖος ἔμεινε ἔκπληκτος βλέποντας τὸν Γεώργιον νὰ λάμπη σὰν Ἄγγελος. Σκέφθηκε λοιπόν, ὅτι αὐτὸ τὸ φαινόμενο γίνεται μὲ τὶς μαγεῖες. Γι’ αὐτὸ κάλεσε τὸν μάγον Ἀθανάσιον, γιὰ νὰ λύση τὰ μάγια τοῦ Γεωργίου.

Μένει ἀβλαβὴς ἀπ’ τὸ δηλητήριον

Ἦλθε πράγματι ὁ μάγος Ἀθανάσιος καὶ κρατοῦσε στὰ χέρια τοῦ δυὸ πήλινα ἀγγεῖα, στὰ ὁποῖα ὑπῆρχε δηλητήριον. Μάλιστα στὸ πρῶτον ὑπῆρχε τὸ δηλητήριον ποὺ ἂν τὸ ἔπινε κανεὶς θὰ τρελαινόταν καὶ στὸ δεύτερο, τέτοιο, ὥστε πίνοντας τὸ νὰ πεθάνη.

Πράγματι ὠδήγησαν τὸν ἅγιο στὸ Διοκλητιανὸ καὶ στὸν μάγο Ἀθανάσιον. Ὁ βασιλεὺς διέταξε νὰ τοῦ δώσουν νὰ πιῆ τὸ πρώτον δηλητήριον. Καὶ ὁ ἅγιος χωρὶς δισταγμὸ ἤπιε τὸ δηλητήριον τοῦ πρώτου δοχείου ἀφοῦ προηγουμένως προσευχήθηκε λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἠμῶν, ὁ εἰπῶν κὰν θανάσιμον τὲ πίωσιν οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψη θαυμάστωσον νῦν τὰ ἐλέη σου». Καὶ δὲν ἔπαθε τίποτα ἀπολύτως.

Μόλις εἶδαν ὅτι δὲν ἔπαθε τίποτα, ὁ βασιλεὺς διέταξε νὰ τοῦ δώση ὁ μάγος καὶ τὸ δεύτερον τὸ θανάσιμον. Τὸ ἤπιε καὶ αὐτὸ χωρὶς νὰ πάθη τὸ παραμικρό. Τότε ὅλοι ἔμειναν ἔκπληκτοι μόλις εἶδαν τὸ θαῦμα αὐτό. Ὁ Διοκλητιανὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐπιμένη ὅτι γιὰ νὰ μὴν πεθάνη ὁ Γεώργιος εἶχε δικά του μάγια. Ὁ μάγος Ἀθανάσιος ποὺ ἤξερε πόσο δραστικὰ ἦταν τὰ δηλητήρια ποὺ ἔδωσε στὸν Ἅγιο Γεώργιο ἀφοῦ ἐγονάτισε μπροστὰ στὸν μάρτυρα ὠμολόγησε τὴν Πίστιν του στὸν Ἀληθινὸν Θεόν. Τότε ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε καὶ ἐφόνευσαν τὸν Ἀθανάσιον ἀμέσως. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔφθασε καὶ ἡ γυναίκα τοῦ Διοκλητιανοῦ Ἀλεξάνδρα, ἡ ὁποία ὠμολόγησε τὴν πίστιν της στὸν Ἀληθινὸν Θεόν. Καὶ ὁ σκληρὸς καὶ ἄκαρδος Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τὴν φυλακίσουν καὶ τὴν ἑπομένην νὰ τῆς κόψουν τὸ κεφάλι. Ἡ Ἀλεξάνδρα ἐνῶ προσευχόταν στὴν φυλακὴ παρέδωσε τὴν ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Μαρτυρικὸν τέλος τοῦ Μεγαλομάρτυρος

Ὁ ἅγιος Γεώργιος κλείσθηκε στὴν φυλακὴ καὶ τὴν νύκτα εἶδε στὸ ὄνειρό του τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι θὰ πάρη τὸν στέφανον τοῦ μαρτυρίου καὶ θὰ ἀξιωθῆ τῆς αἰωνίου ζωῆς. Σὰν ἐξημέρωσε διατάχθηκαν οἱ στρατιῶτες νὰ παρουσιάσουν μπροστὰ τοῦ τὸν ἅγιον. Πράγματι ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἐβάδιζε γεμάτος χαρὰ πρὸς τὸν βασιλέα, ἐπειδὴ προγνώριζε ὅτι ἔφθασε τὸ τέλος του. Μόλις λοιπὸν τὸν ἀντίκρυσε ὁ Διοκλητιανὸς τοῦ πρότεινε νὰ πᾶνε στὸ ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος γιὰ νὰ θυσιάση στὸ εἴδωλόν του. Ἀφοῦ μπῆκε ὁ Γεώργιος στὸ ναὸ ἐσήκωσε τὸ χέρι του καὶ ἀφοῦ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ διέταξε τὸ εἴδωλον νὰ πέση. Ἀμέσως τὸ εἴδωλον ἔπεσε καὶ κομματιάσθηκε.

Ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων καὶ ὁ λαὸς τόσον πολὺ ἐθύμωσαν ποὺ φώναζαν στὸν Βασιλέα νὰ θανατώση τὸν Γεώργιον. Ὁ Διοκλητιανὸς ἐξέδωκε τότε διαταγήν, καὶ ὁ δήμιος του ἀπέκοψε τὴν κεφαλήν.


Ἀλλὴ περιγραφὴ τῶν μαρτυρίων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Τὸν βάζουν μέσα σὲ ἀσβέστη ποὺ ἔβραζε κι ἐκεῖνος μένει ἀνέπαφος. Οἱ πιστοὶ προσεύχονται, ἄλλοι ἀπ’ τοὺς εἰδωλολάτρες κλονίζονται κι ἄλλοι προσέρχονται στὸν Χριστό. Παραγγέλνουν ἕνα ζευγάρι σιδερένια ὑποδήματα μὲ καρφιὰ ἀπὸ μέσα κοκκινισμένα στὴ φωτιά. Τὰ φοροῦν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν ἀναγκάζουν νὰ τρέξει. Μὰ ἐκεῖνος δὲν χρειάζεται καμιὰ ὤθηση ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες. Σπρώχνει μόνος του τὸν ἑαυτό του, λέγοντας: «Τρέχε Γεώργιε, τρέχε ἴνα φθάσης τὸ ποθούμενον!» Καὶ παρακαλεῖ τὸν θεὸ νὰ τὸν γιατρεύει καὶ νὰ τοῦ δίνει ὑπομονὴ ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του: «Κοίταξε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, Κύριε καὶ ἰδὲ τὸν κόπον μου καὶ ἄκουσον τοὺς στεναγμοὺς τοῦ παιδευόμενου δούλου Σου, ὅτι ἐπερίσσευσαν οἱ ἐχθροί μου καὶ μίσος ἄδικον ἐμίσησαν μέ, διὰ τὸ ‘Αγιόν Σοῦ ὄνομα, ἀλλὰ ἰάτρευσον μέ, Δέσποτα, ὅτι ἐταράχθησαν τὰ κόκκαλά μου, καὶ δός μου ὑπομονὴν ἕως τέλους τῆς ζωῆς μου, διὰ νὰ μὴν εἰποῦν οἱ ἐχθροί μου, ὅτι μὲ ἐξεδικήθησαν».

Σὰν εἶδε ὁ αἱμοβόρος τύραννος πὼς καὶ τὰ σιδερένια πυρωμένα ὑποδήματα δὲν ἔβλαψαν τὸν ‘Αγιο, διέταξε νὰ τὸν δέσουν καὶ νὰ τὸν δείρουν χειροδύναμοι στρατιῶτες ἄσπλαχνα μέχρι θανάτου μὲ ξερὰ βούνευρα. Ὅμως μάταια κουράστηκαν οἱ στρατιῶτες. Ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, ὁ «νοερὸς ἀδάμας τῆς καρτερίας», ἔστεκε μπροστὰ τοῦ ὑγιέστατος. Ἡ τυραννία τοῦ Διοκλητιανοῦ περνοῦσε δύσκολες στιγμές. Κείνη τὴν ὥρα ὁ Μαγνέντιος, φίλος καὶ σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορα, θέλησε νὰ πειράξει πνευματικὰ τὸν ‘Αγιο, μία ποὺ τὰ σωματικὰ μαρτύρια δὲν τὸν πείραζαν σὲ τίποτε.

Λέγει λοιπὸν στὸν ‘Αγιο Γεώργιο ν’ ἀναστήσει, ἂν εἶναι ἀληθινὸς ὁ θεός του, ἕνα νεκρὸ ποὺ κείτονταν ἐκεῖ κοντά τους ἀπὸ τὰ παμπάλαια χρόνια πεθαμένος. Ὁ ‘Αγιος γίνεται μία φωτεινὴ λαμπάδα τώρα, ἕτοιμος νὰ καεῖ γιὰ νὰ φωτίσει τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ πιστέψουν.Γονατίζει πάνω στὸν τάφο, σηκώνει τὸ νοῦ καὶ τὰ χέρια του καὶ προσεύχεται στὸν Θεό. Ὢ θεία, ὢ ἅγια πίστη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου! Ὁ νεκρὸς ἀνοίγει τὸν τάφο του, ἀνασταίνεται, προσκυνάει τὸν ‘Αγιο καὶ δοξάζει τὴ δύναμη καὶ τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ βασιλιὰς καὶ ἡ σπείρα τοῦ τὰ \’χοῦν χαμένα. Ρωτοῦν τὸν ἀναστημένο νεκρὸ ποιὸς εἶναι κι αὐτὸς τοὺς ἀποκρίνεται πὼς ζοῦσε πρὶν ἀκόμη ἔρθει ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Κι ἐπειδὴ ἦταν εἰδωλολάτρης καιγόταν μέσα σὲ φωτιὲς τόσα χρόνια ποὺ ἦταν πεθαμένος. Ὁ ἀναστημένος ἦταν ἕνας δυνατὸς ἔλεγχος γιὰ τὴν εἰδωλολατρεία καὶ κόσμος πολὺς ἔρχονταν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ ὁ Αὐτοκράτορας διέταξε νὰ τὸν σκοτώσουν. Μαζί του κι ἕνας ἄλλος πρώην εἰδωλολάτρης , ποὺ ὁ ‘Αγιος τοῦ ἀνάστησε τὸ νεκρὸ βόδι του, γιὰ νά\’ ὀργώνει τὸ χωράφι του, μαρτύρησε κάτω ἀπὸ τὰ σπαθιὰ τῶν ἀπίστων.

Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ ἔδωσε τὴ χαριστικὴ βολὴ στὸν εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα καὶ τράβηξε τοὺς περισσότερους εἰδωλολάτρες στὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἦταν ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων, μὲ τὴν κρυφὴ ἐλπίδα τοῦ Μαγνετίου πὼς θὰ τὸν γυρίσει στὴ λατρεία τῶν εἰδώλων. Μπαίνοντας στὸ ναὸ ὁ ‘Αγιος στάθηκε μπρὸς στὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα καὶ τὸ ρώτησε ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς κι ἂν πρέπει νὰ Τὸν προσκυνοῦμε. Τότε ὁ δαίμονας ποὺ ἦταν μέσα στὸ εἴδωλο κλαίγοντας σχεδὸν καὶ θρηνώντας ἀποκρίθηκε πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός! Καὶ μὲ τὸ λόγο τοῦτο, σὰ νὰ ἔγινε σεισμὸς κι εὐθὺς ὅλα τὰ εἴδωλα ἔπεσαν κάτω καὶ συντρίφτηκαν. Καὶ γέμισε ὁ τόπος ἀπὸ μαρμάρινα συντρίμματα τῶν θεῶν, ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ σώσουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὸν ἀφανισμό! Ὅρμησαν τότε πάνω τοῦ οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων καὶ τὸν πῆγαν ὅπως-ὅπως στὸν αὐτοκράτορα. Ἐκεῖνος ἔδωσε διαταγὴ νὰ τοὺς βγάλουν ἔξω ἀπὸ τὸ κάστρο τὸν ‘Αγιο καὶ τὴ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, ποὺ ἔβριζε τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὰ εἴδωλα καὶ νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Ἡ βασίλισσα ἐξουθενωμένη, καθὼς ἔκατσε στὸ δρόμο σ\’ ἕνα ἕναν ξερόλιθο, παρέδωσε στὸν Κύριο τὴν ψυχή της.

Ὁ ‘Αγιος προχωροῦσε. Καὶ σὰν ἔφτασε στὸν ὁρισμένο τόπο σήκωσε τ’ ἁγιασμένα χέρια του καὶ προσευχήθηκε μ’ αὐτὰ τὰ λόγια: «Δοξασμένος νὰ εἶσαι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὅτι δὲν μὲ ἔδωκες εἰς κυνήγι ἐκείνων ποὺ μὲ ζητοῦσαν, οὔτε χαροποίησες τοὺς ἐχθρούς μου κατεπάνω μου ἀλλὰ μὲ γλίτωσες, ὡσὰν τὸ πουλὶ ἀπὸ τὴν παγίδα τῶν κυνηγῶν καὶ τώρα ἐπακουσόν μου, Δέσποτα, ‘Αγιε καὶ προστάτευσον μὲ τὸ δοῦλον Σου εἰς τούτην τὴν ὥρα τὴν ὑστερινὴν καὶ γλύτωσε τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὴν πονηριὰ τοῦ κακοῦ δαίμονος καὶ τῶν ὑπηρεσιῶν του καὶ μὴν ἐνθυμηθῆς τὰ κακὰ πού μου ἔκαναν οἱ ἐχθροί μου, συγχώρησέ τους καὶ δὸς τοὺς εἰρήνην καὶ ἀγάπην καὶ καθοδήγησέ τους εἰς τὸ θέλημά Σου. Δέξου, Κύριέ μου, καὶ τὴ δική μου ψυχὴ καὶ ἀνάπαυσε τὴν μὲ τὶς ψυχὲς τῶν Ἁγίων Σου• καὶ ἐκείνους ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά μου γιὰ βοήθεια, χάρισέ τους τὰ αἰτήματα τῶν, ὅτι Σὺ εἶσαι εὐλογητὸς καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν». Καὶ σκύβοντας πρόθυμα τὸ λαιμό του, ἀποκεφαλίσθηκε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες καὶ παρέδωσε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τὸ πνεῦμα του. Τὸ ‘Αγιο Λείψανό του οἱ χριστιανοὶ τὸ πῆγαν στὴν Παλαιστίνη, ὅπου ἔκαμε ἄπειρα θαύματα, κι ἐκεῖ καὶ σ’ ὅλο τὸ χριστιανικὸ κόσμο, ποὺ καταφεύγει μὲ πίστη στὴ χάρη του.
Ἄλλη διήγηση αναφέρει: Ὁ Μεγαλομάρτυς καί Τροπαιοφόρος Γεώργιος δέν παρέλειπε νά κάνει ἱεραποστολή στό πολυπληθές στράτευμα, μέ ἀποτέλεσμα πλῆθος ἀνδρῶν τοῦ στρατεύματος νά ἀσπασθεῖ τόν Χριστιανισμό. ῾Η ὕφεση τῶν διωγμῶν ἀνάμεσα στά ἔτη 258 μέχρι 284 εἶχε ὡς συνέπεια οἱ χριστιανοί νά ἀνασάνουν γιά λίγο. Αὐτό ὅμως δέν κράτησε γιά πολύ. Τό 284 ἀνέβηκε στόν αὐτοκρατορικό θρόνο τοῦ ἀπέραντου ρωμαϊκοῦ κράτους ὁ Διοκλητιανός (284-305), ὁ ὁποῖος μέ διάταγμά του ἀνανέωσε τούς διωγμούς ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Μάλιστα, ἐπειδή πίστεψε πώς ἡ χριστιανική πίστη ἦταν ἡ αἰτία τῆς κατάπτωσης τοῦ κράτους, κήρυξε τόν χειρότερο διωγμό πού γνώρισαν οἱ χριστιανοί ὥς τότε. Γκρεμίστηκαν οἱ ναοί, κάηκαν βιβλία καί μυριάδες πιστοί ὁδηγήθηκαν σέ φρικτά μαρτύρια καί τό θάνατο. Ὁ φανατικός εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας θέλησε ἐπίσης νά καθαρίσει τό στράτευμα ἀπό τούς χριστιανούς στρατιωτικούς. ῎Εδωσε σαφεῖς ἐντολές νά ἐντοπισθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοί τοῦ στρατεύματος καί νά ἀναγκασθοῦν νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους, διαφορετικά νά ἐκτελοῦνται χωρίς ἔλεος. Πλῆθος χριστιανῶν στρατιωτῶν συνελήφθησαν καί ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο.

Μεταξύ αὐτῶν συνελήφθη καί ὁ Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ὁδηγήθηκε μπροστά στόν αὐτοκρατορικό ἀπεσταλμένο Μαγνέντιο, γιά νά ἀπολογηθεῖ. Ὁ ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος θαύμασε τό παράστημα τοῦ Γεωργίου καί ἐκτίμησε τά σπάνια προσόντα του καί γι’ αὐτό μεταχειρίστηκε ὄμορφο τρόπο νά τόν μεταπείσει νά ἀπαρνηθεῖ τήν πίστη του καί νά ἀσπασθεῖ τήν εἰδωλολατρία. Ὁ Γεώργιος μέ θάρρος καί εὐγένεια ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει στίς προτροπές τοῦ Μαγνέντιου. Τό γεγονός αὐτό ἐξόργισε τόν ρωμαῖο ἀξιωματοῦχο καί διέταξε νά τόν βασανίσουν σκληρά. Φανατικοί εἰδωλολάτρες στρατιῶτες ἔμπηγαν αἰχμηρά ἀντικείμενα στό κορμί τοῦ Γεωργίου.

Ἐκεῖνος προσευχόταν, ὄχι γιά τή σωτηρία του, ἀλλά γιά τήν μεταστροφή τῶν βασανιστῶν του. Τότε ἔγινε τό ἀπροσδόκητο. Οἱ βαθιές καί ἐπώδυνες πληγές του ἐπουλώνονταν πάραυτα θαυματουργικά. Τότε ὁ Μαγνέντιος ἔδωσε διαταγή νά τόν κλείσουν στή φυλακή. ῞Υστερα ἀπό λίγες ἡμέρες ἔκανε περιοδεία στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς ὁ ἴδιος ὁ Διοκλητιανός, μαζί μέ τή σύζυγό του, τήν ἑλληνίδα Ἀλεξάνδρα. ῞Οταν ἐπισκέφτηκε τό στρατόπεδο τοῦ Γεωργίου πληροφορήθηκε τό γεγονός καί θέλησε νά τόν μεταπείσει ὁ ἴδιος. Τόν ὁδήγησε, λοιπόν, σέ παραπλήσιο ναό τοῦ Ἀπόλλωνα καί τόν παρότρυνε νά θυσιάσει στά εἴδωλα.

Ἐκεῖνος ὅμως καί πάλι ἀρνήθηκε νά ἀσπασθεῖ τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Μάλιστα ἀναφέρεται, πώς τήν ὥρα πού βρισκόταν μπροστά στό ἄγαλμα τοῦ ψευτοθεοῦ, ρώτησε ὁ Γεώργιος τό ἄγαλμα «θέλεις ἐσύ ἄψυχο εἴδωλο νά λάβεις ὡς Θεός ἀπό μένα θυσία;». Τό δαιμόνιο πού κατοικοῦσε μέσα σέ αὐτό ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήσει, ὅτι «δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Θεός, οὔτε κάποιος ἄλλος ἀπό μᾶς. Μόνο αὐτός πού κηρύττεις εἶναι ἀληθινός Θεός. Ἐμεῖς ἤμασταν κάποτε ἄγγελοι καί ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειάς μας γίναμε διάβολοι. Ἀπό τότε φθονοῦμε τούς ἀνθρώπους καί τούς κοροϊδεύουμε, ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ θεοί γιά νά μᾶς προσκυνοῦν». Ἀμέσως ἀκούστηκε μέγας κλαυθμός μέσα ἀπό τά ἀγάλματα καί μέ μεγάλη βοή σωριάστηκαν μόνα τους στή γῆ καί ἔγιναν κομμάτια.

Τότε ἡ αὐτοκράτειρα συγκλονίστηκε ἀπό τό θαυμαστό αὐτό γεγονός καί ὁμολόγησε πίστη στό Χριστό, ἀντίθετα ὁ θηριώδης αὐτοκράτορας, ὄχι μόνο δέν ἐπηρεάστηκε ἀπό τό θαῦμα, ἀλλά τό θεώρησε μαγικό τέχνασμα τοῦ Γεωργίου. Οἱ φανατικοί εἰδωλολάτρες ἱερεῖς ἄρχισαν νά κτυποῦν ἀνελέητα τόν ἅγιο, ὥσπου τόν ἄφησαν λιπόθυμο. Τελικά ἔδωσε ὁ αὐτοκράτορας διαταγή νά τόν ἀποκεφαλίσουν καί ἐπίσης νά ρίξουν στή φυλακή τήν Ἀλεξάνδρα.

Τό πράσινο ἀνοιξιάτικο χορτάρι ποτίστηκε μέ τό τίμιο αἷμα τοῦ μάρτυρα καί ἡ ἁγία του ψυχή ἀνέβηκε στό θρόνο τοῦ Χριστοῦ, γιά νά λάβει τόν πολύτιμο καί ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἐπίσης καί ἡ Ἀλεξάνδρα πέθανε λίγο ἀργότερα ἀπό τίς κακουχίες τῆς φυλακῆς, παίρνοντας καί αὐτή τόν δικό της μαρτυρικό στέφανο. Οἱ χριστιανοί τῆς περιοχῆς παρέλαβαν μέ εὐλάβεια καί ἔθαψαν τό σῶμα τοῦ μάρτυρα μέ τιμές. Ὁ τάφος του εἶχε γίνει κέντρο συνάθροισης τῶν πιστῶν ὅλης τῆς περιοχῆς, γιά νά χαιρετήσουν καί νά τιμήσουν τόν καλλιμάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Πλῆθος θαυμάτων γινόταν ἐκεῖ. Τυφλοί ἔβλεπαν τό φῶς τους, παράλυτοι σύσφιγγαν τά μέλη τους, βαριά ἀσθενεῖς ἔβρισκαν τήν ὑγεία τους, πένητες διασώζονταν, αἰχμάλωτοι ἐπέστρεφαν στά σπίτια τους, χάρη στήν δύναμη τοῦ Γεωργίου. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, τό σῶμα τοῦ Μάρτυρα μεταφέρθηκε ἀργότερα στήν Παλαιστίνη καί θάφτηκε ἐκεῖ.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *